Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη…. Α΄ ΜΕΡΟΣ

Μια Ατραπός στη Γκρίζα πόλη….

Παρουσιάζοντας μαζί δυο Καλαβρυτινά βιβλία

Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*

Α΄ ΜΕΡΟΣ

Ι. ΟΙ ΔΥΟ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ

   Στην όμορφη πλατεία του «Χελμού» στα Καλάβρυτα, το βράδι της Τετάρτης 7 Αυγούστου η συμμαθήτριά μου νηπιαγωγός και συγγραφέας Δέσποινα Στίκα παρουσίασε το βιβλίο της «Γκρίζα πόλη», που εκδόθηκε από τον εκδοτικό οίκο Κ. & Μ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024. Πρόκειται για μυθιστόρημα που στηρίζεται σε πολλά πραγματικά δεδομένα, ενώ δεν λείπουν και τα στοιχεία μυθοπλασίας. Χωρίζεται σε 6 κεφάλαια και τον πρόλογο. Εκτείνεται σε 148 σελίδες.

   Στην ίδια πλατεία το Σάββατο το βραδάκι 10 Αυγούστου, ο μαθητής μου στη γ’ Γυμνασίου Βασίλης Κοκότης εξέδωσε το πρώτο του βιβλίο. Εκδόθηκε από τις εκδόσεις «ενύπνιο», Αθήνα 2024. Πρόκειται για μία νουβέλα που εκτείνεται σε 90 σελίδες. Χωρίζεται σε 4 κεφάλαια, ενώ δεν υπάρχει κανένας πρόλογος!

   Η χαρά μου και για τα δυο βιβλία ήταν απερίγραπτη κι έκανα τα αδύνατα δυνατά ώστε αφενός να βρεθώ στις δύο παρουσιάσεις και να προμηθευτώ τα συγγραφικά τους τέκνα και αφετέρου να συνομιλήσω έστω και για λίγο μαζί τους και να τους ευχηθώ καλοτάξιδα και καλοδιάβαστα.

   Στα δικά μάτια εκεί που αφήνει τις σκέψεις της η Δέσποινα Στίκα, κάπου εκεί κοντά τις πιάνει ο Βασίλης Κοκότης και τις προεκτείνει με μαεστρία. Το βιβλίο της Δέσποινας έχει πολλά βιωματικά στοιχεία και πραγματικό υπόβαθρο, ενώ του Βασίλη τείνει να παίρνει χαρακτηριστικά που μοιάζουν πολύ με ιδεολογική διακήρυξη, όχι όμως μονομερώς πολιτική. Στο Α’ μέρος θα παρουσιάσω από την οπτική μου το βιβλίο της συμμαθήτριάς μου και στο επόμενο (Β΄ μέρος) του μαθητή μου…

ΙΙ. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

   Η Δέσποινα Στίκα βρέθηκε στο Δημοτικό σχολείο Καλαβρύτων αρχές της δεκαετίας του 1960 με τους γονείς της και τον αδελφό της, ερχόμενη από ένα μικρό ορεινό Καλαβρυτινό χωριό. Αυτό δεν το κατονομάζει στο βιβλίο, δεν κατάλαβα όμως το γιατί. Αφήνει πάνω απ’ αυτό ένα πέπλο μυστηρίου, την ίδια ώρα που στις σελίδες του βιβλίου παρελαύνουν όλα σχεδόν τα ονοματεπώνυμα των συγγενών της.

   Τα Καλάβρυτα ακόμα μοιρολογούσαν το κάψιμο των σπιτιών, τη φωτιά στα γυναικόπαιδα στο τότε δημοτικό σχολείο (σημερινό μουσείο ολοκαυτώματος), μα κυρίως την άνανδρη και άτιμη εκτέλεση από του ναζιστές, εκατοντάδων ανδρών από την ηλικία των 12 ετών έως τα βαθιά γεράματα.

   Η συγγραφέας ευτύχησε (ή μήπως καλύτερα ατύχησε), ώστε ένας από τους 13 διασωθέντες από την εν ψυχρώ εκτέλεση στο Λόφο του Καπή εκείνη την παγερή ημέρα, στις 13 Δεκεμβρίου του 1943, να είναι ένας από τους πιο στενούς ανθρώπους της οικογένειάς της! Γράφει η ίδια στον πρόλογό της:

   «Ο νονός μου και θείος μου συνάμα (ας είναι ελαφρύ το χώμα που τον σκεπάζει), ο Γιώργος Γεωργαντάς ή Γεωργαντόπουλος, ήταν ένας από τους δεκατρείς διασωθέντες στην Εκτέλεση… Η νονά και θεία μου Βάσω Γιαννακοπούλου-Γεωργαντά, του έδωσε ζωή με υπεράνθρωπο αγώνα…», (Πρόλογος, σελ. 12).

   Τα κείμενα του βιβλίου τα είχε γράψει (χειρόγραφα) πριν είκοσι και λίγο παραπάνω χρόνια σε τετράδια, τα οποία ήταν κρυφο-αμπαρωμένα σε συρτάρια. Σημειώνει η ίδια: «Δεν το άλλαξα κατά την τελική του επιμέλεια που έγινε πρόσφατα. Προτίμησα να το αφήσω στην αρχική του μορφή. Το γράψιμό του βοήθησε να βγει από μέσα μου εκείνο το γκριζόμαυρο που βίωσα στον τόπο όπου άνθισε η τρυφερή μου ηλικία. Να φύγει αυτή η βαριά πέτρα, που από τα παιδικάτα μου με πλάκωνε στο στήθος», (Πρόλογος, σελ. 9).

   Με την Δέσποινα βρεθήκαμε στο ίδιο τμήμα (το 2ο) από την α΄ γυμνασίου έως και την ε’ του εξατάξιου γυμνασίου, από το Σεπτέμβρη του 1967 έως και τον Ιούνη του 1972. Το τμήμα, όπως και όλα τότε στην επαρχία, ήταν μικτό από αγόρια και κορίτσια -εκτός από ένα μικρό διάλειμμα-, τεράστιο από πλευράς αριθμού μαθητών/μαθητριών κι ανάμεικτο από «Καλαβρυτινόπουλα» και «Χωριατόπαιδα», καθορισμένο με αλφαβητική σειρά των επωνύμων μας.

   Με το βιβλίο όμως αυτό γνώρισα ακόμη καλύτερα τη συμμαθήτριά μου. Βλέπετε εγώ προερχόμουνα από την Κέρτεζη που οριακά γλύτωσε την καταστροφή από τους ναζιστές και δεν μπορούσα να νιώσω τα νέα Καλαβρυτινόπουλα τι κρύβουν στις καρδιές τους.

   Κάναμε αρκετούς μήνες μέχρι να αλληλογνωριστούμε ανά φύλο, ενώ χρειάστηκε και 2η σχολική χρονιά για να περάσει μια σχετική χημεία μεταξύ μας με όλους τους συνδυασμούς. Η Δέσποινα ήταν μια άριστη μαθήτρια, κυρίως στα φιλολογικά μαθήματα. Διαβάζοντας το εν λόγω βιβλίο χαίρομαι τη γραφή της, αλλά εκπλήσσομαι θετικά για τις ευκαιρίες που παίρνει από την οικογενειακή και σχολική ζωή της, ώστε κάθε φορά να γράφει για την Εκτέλεση, αλλά και για τη φιλοσοφία του θανάτου!

ΙΙΙ. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΓΚΡΙΖΑ ΠΟΛΗ

   Η γκρίζα πόλη βεβαίως είναι τα Καλάβρυτα. Είναι γκρίζα για δύο λόγους κατά την Δέσποινα Στίκα. Κατ’ αρχάς γιατί το χειμώνα πάνω της βρίσκεται ένας βαρύς υδάτινος θόλος. Παράλληλα η πόλη ήταν γκρίζα στα ματάκια της γιατί ο θρήνος συνέχιζε από τις μανάδες, τις χήρες, τις αδελφές, τα μικρά παιδιά και τους δεκατρείς επιζώντες. Συνέχιζε ακόμα από δύο εμβληματικά κτήρια. Το Ορφανοτροφείο και την Σχολή Οικοκυρικής. Η συγγραφέας έχει την ικανότητα να παίζει με την φύση και να πηγαίνει στους ανθρώπους με συγγραφική άνεση. Γράφει σχετικά για κοινωνίες στα πέρατα του κόσμου:

   «Εδώ η βαρυχειμωνιά ενώνει τις μορφές και διασπά τις διαφοροποιήσεις. Άσχημοι, όμορφοι, ψηλοί, κοντοί, γεμάτοι, αδύνατοι, μαύροι, άσπροι, κίτρινοι… όλοι ένα. Ανθρώπινες φιγούρες σε κάθε άκρη γης και ουρανού στεφανωμένες με νεφελωμένα σταγονίδια. Γι’ αυτό αποφεύγουμε να εμπιστευτούμε τις αισθήσεις μας. Πιο άσφαλτα είναι τα αισθήματά μας», (κεφ. Γκρίζα πόλη, σελ. 21).

   Δεν αργεί όμως να περάσει στον μαρτυρικό τόπο και να ακουμπήσει πληγές! «…Ο θρήνος, η ορφάνια, τα ερειπωμένα σπίτια, το νεκροταφείο με τους υπεραοχτακόσιους[1] σκοτωμένους και οι λίγοι σκόρπιοι τάφοι στον τόπο της Εκτέλεσης για τους ξενοτοπίτες και γι’ αυτούς που δεν υπήρχαν συγγενείς τους να τους πάν κοντά στην εκκλησία. Ο πόνος σπαρμένος παντού σαν αγριάγκαθο στο μαβί τοπίο.

   Στην πρώτη του δημοτικού είδα το Ορφανοτροφείο μας που ήταν σε πλήρη λειτουργία. Μα που βρεθήκανε τόσα ορφανά σε μια μικρή κωμόπολη; Μαθαίνοντας πλημμύριζε το γκρίζο μέσα μου, το δέος με πλάκωνε και έσμιγε με τη θρηνητική μορφή της φύσης. Ήσανε και παιδιά μες τη θολότητα που ένοιωθα; Ή η ορφάνια τους τόνιζε με της θλίψης τα χρώματα όλα τα γύρω μου;», (κεφ. Γκρίζα πόλη, σελ. 22).

   Αξιοσημείωτο είναι ότι η συγγραφέας -το σημείωσε εμφατικά στην παρουσίαση του βιβλίου της  στα Καλάβρυτα- πως έπλασε τελείως μυθιστορηματικά έναν ήρωα, στενό φίλο της οικογένειας, τον Αλκίνοο. Έτσι έπλασε με τη φαντασία -ίσως και με κάποιες πραγματικές εικόνες της παιδικής της ηλικίας και χωρίς να πάρει ντοκουμέντα από επιζώντα ορφανά- μια σχέση με το ορφανοτροφείο που με συγκίνησε αφάνταστα.

IV. ΤΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΑ ΤΗΣ ΜΕ ΦΟΒΕΡΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ

   Ακολουθούν τέσσερα κεφάλαια που έχουν ως μοτίβο όλα τα οικογενειακά της. Το 2ο κεφάλαιο έχει ως τίτλο «Ο παππούλης μου», το 3ο «Τα ετεροθαλή αδέλφια του πατέρα μου», το 4ο «Τα γονικά μου και το πατρικό σπίτι στο χωριό» και το 5ο «Η γιαγιά Αγγελική». Η συγγραφέας δεν εγκλωβίζεται όμως καθόλου μέσα σ’ αυτές τις σχέσεις. Βεβαίως και τις αναλύει, έτσι ώστε να φανούν και οι δικές της πολλαπλές ρίζες. Όμως αποτελούν παράλληλα αφορμές για να αναδείξει εκείνη την κατοχική περίοδο σε μήκος και πλάτος. Ας πάρουμε, τελείως ενδεικτικά, ελάχιστα μικρά αποσπάσματα.

   «…Ξήλωσε εξουθενωμένος τα πατώματα και τη μεσάντρα του σπιτιού, για να ξαπλώνει τους νεκρούς σε σανιδένιες κάσες. Μετέφερε στην πλάτη του τους πεθαμένους και απίθωνε τα άψυχα σώματα στο κοιμητήριο χωρίς παπά, χωρίς καντηλανάφτη… Πόσο ν’ αντέξουν τα έρημα γόνατα το διπλό βάρος; Πώς να βαστάξει η ψυχή τέτοιο χαμό;», (κεφ. Ο παππούλης μου, σελ. 73). Και πιο κάτω:

   «…Από την Αλεξάνδρεια πήγε στο Κάϊρο, πέρασε στα Ιεροσόλυμα, στον Λίβανο… σαν να τον κυνηγούσαν. Εκείνο το βαθύ κενό το έπαιρνε κοντά του. Πουθενά δε στέριωνε… Επέστρεψε στον τόπο της πικρίας και του πόνου… Δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο…

   Άγνωστο πότε και πως έγινε, κάποτε, κάπου, γνώρισε τη γιαγιά μου Μαρία. Ξελογιάστηκε μαζί της και παντρεύτηκαν. Πούλησε ό,τι είχε και την ακολούθησε στο δικό της χωριό, πολύ ορεινότερα. Στην άγρια μοναξιά, εκεί όπου πολύ αργότερα γεννήθηκα κι εγώ…», (κεφ. Ο παππούλης μου, σελ. 74, 75).

   «Ενώ κρατούσε ακόμη ο πόλεμος, είχε στείλει δύο γράμματα στην οικογένειά του[2] στο χωριό, που τον θεωρούσαν αγνοούμενο και πιθανώς νεκρό… Έτσι ενημέρωσε τον πατέρα μου ότι είναι ζωντανός και είναι καλά. ‘’Θα μάθετε λεπτομέρειες όταν με το καλό βρεθούμε από κοντά’’, του έγραφε. Αυτή η συνάντηση δεν επέτρεψε η μοίρα να πραγματοποιηθεί», (κεφ. Τα ετεροθαλή αδέλφια του πατέρα μου, σελ. 83).

   Η Δέσποινα έχει βιώσει το γκρίζο από τα γεννητούρια της, παρά την αγάπη που πήρε. Είχε ακούσματα για θανάτους, πολέμους, καταστροφές, μεταναστεύσεις και αλληλεγγύη. Όλα αυτά φαίνονται ανάγλυφα στα επόμενα οικογενειακά της κεφάλαια. Αυτά τα πήρε μαζί της όταν ο ανάπηρος πατέρας της και η ηρωΐδα μητέρα τους τους έφεραν στα Καλάβρυτα… Έτσι ερμηνεύεται εν μέρει η δική της ματιά για τη μετά το Ολοκαύτωμα επιβίωση και Ζωή…

V. ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΟΜΙΧΛΗ ΚΑΙ ΖΩΗ ΜΕΤΑ

   Η Δέσποινα στα δυο τελευταία κεφάλαια δεν παρατηρεί μόνο. Εκθέτει, κριτικάρει, φιλοσοφεί και θεολογεί με μεγάλη ενάργεια, ενώ στα συγγραφικά της χέρια κρατά ένα αιχμηρό νυστέρι. Ας την ακολουθήσουμε στο προτελευταίο της κεφάλαιο:

   «’’Μαμά, θέλω να μου πεις τι είναι ο θάνατος’’, την αιφνιδίασα. Το πρόσωπό της σκοτείνιασε, σοβάρεψε. ‘’Άκου να σου πω κοτούλα μου’’, αγγίζοντας με τα χέρια της τα τρέμοντα δικά μου. ‘’Κανένας μας, ούτε ο πιο σοφός δεν ξέρει τι είναι ο θάνατος. Σίγουρα όμως είναι μια μετάβαση, ένα ταξίδι προς το άγνωστο που όλοι θα κάνουμε…

   Όμως εσύ δεν πρέπει να φοβάσαι, γιατί αν έρθει -κούφια η ώρα- η στιγμή αυτή για σένα, σου υπόσχομαι ότι αμέσως θα πεθάνω κι εγώ, θα σε κλείσω σφικτά στην αγκαλιά μου και μαζί οι δυο μας θα πετάξουμε στον ουρανό’’. Πόσο παρηγορητικά ήταν τα λόγια της. Έσβησαν μονομιάς κάθε ίχνος απειλής…», (κεφ. Ζωή στην ομίχλη, σελ. 120).

   Αξίζει μια αναφορά, με αφορμή μια ημερήσια εκδρομή που κάναμε ως Γυμνάσιο Καλαβρύτων προς την χιονισμένη Εκτέλεση. Την θυμάμαι αμυδρά αυτή την εκδρομή. Δυστυχώς τα δικά μου συναισθήματα δεν συγκρίνονται με αυτά της Δέσποινας. Πόσο έξω ήμουν από το θρήνο της γκρίζας πόλης. Η συγγραφέας όμως με επαναφέρει δυναμικά στην καυτή αλήθεια παίρνοντας ως τοπίο την εκδρομή για να εκτυλίξει όλο το δράμα της πόλης, πως το βίωνε η ίδια και ποια ήταν η ματιά ενός από τους δεκατρείς επιβιώσαντες, δηλαδή του θείου της και νονού της. Ας δούμε ένα απόσπασμα:

   «Τότε, πίσω από τους θάμνους εμφανίστηκαν τα πολυβόλα του δικού τους θανάτου. Ο Αθανασιάδης[3] ένιωσε την απιστία και πετάχτηκε πρώτος μπροστά: ‘’Γουρούνι Τέρνερ, που είναι η στρατιωτική σου τιμή;’’ Ούρλιαξε την οργή του. Τον βρήκανε αργότερα οι γυναίκες γαζωμένο στην κοιλιά με τα άντερά του έξω. Στην τσέπη του είχε φωτογραφία με τα δυο του παιδιά στην αγκαλιά, ένα σε κάθε μπράτσο… Μια σφαίρα την είχε διαπεράσει ακριβώς στο κέντρο…», (κεφ. Η ζωή στην ομίχλη, σελ. 127-128).

   Η συγγραφέας στο τελευταίο της κεφάλαιο στέκεται στη μετέπειτα ματιά της, δηλαδή στην ηλικία των 47 ετών που έγραψε το βιβλίο αυτό. Τότε κατάφερε να περάσει στο χαρτί τις πληγές της. Κι έκανε λίγο πάνω από τα είκοσι ακόμα χρόνια να το εκδώσει. Κατέληξε στο όραμα της Ειρήνης και μακριά κι από την ιδέα του Πολέμου. Σημειώνει σχετικά με αυτή την απόφαση:

   «Είπα λοιπόν να δω τον εαυτό μου στον καθρέπτη, να τα συζητήσουμε. Είναι αχαριστία, σκέφτηκα, να μη βλέπω την καλή πλευρά του βίου μου, να μη μπορώ να αποτινάξω οριστικά όλον αυτό τον κονιορτό που κατακλύζει την ψυχή μου…», (Η ζωή μετά, σελ. 138).

   Μετά από λίγες σκέψεις ακόμα, επιλέγει τον πλασματικό φίλο της από το Ορφανοτροφείο, τον Αλκίνοο, για να γράψει εν είδει παρακαταθήκης, τις τελικές της αποστροφές. Ας δούμε λίγες απ’ αυτές:

   «Θα ήθελα αυτή τη φορά να κουβεντιάσουμε όχι με βλέμματα και σιωπές, όχι με τάχα ειπωμένα και εν τέλει ανείπωτα. Να κάτσει δίπλα μου θα ήθελα, να του ανοίξω επιτέλους την καρδιά μου, να ομολογήσω ότι ήτανε αδύνατο για μένα να αντέξω το δυσβάσταχτο φορτίο της ζωής σε μια πολίχνη εντελώς κατεστραμμένη, μόνιμα συννεφιασμένη και χωμένη μέσα σε μολυβί ουρανό…», (Η ζωή μετά, σελ. 139).

   «Θα του πω πόσο τους συμπονούσα, πόσο έπασχα μαζί τους, πως ένιωσα το σώμα μου να με πονά και την ψυχή μου να ξεσχίζεται, γιατί γνώριζα εγώ ζούσα το θάνατο στα ψέματα, ενώ εκείνοι χάθηκαν στ’ αλήθεια. Γιατί ήξερα για τον καθένα τους με λεπτομέρεια πως έσβησε η ζωή τους, ποιες ήταν οι στερνές τους ανησυχίες τους, ποια ήτανε τα τελευταία λόγια τους… Όλα τα ήξερα. Και το λιγότερο που μπορούσα ως παιδί να κάνω για παρηγοριά. Ήταν αυτό το νοιάξιμο για την επιθανάτια αγωνία τους…», (Η ζωή μετά, σελ. 143).

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ Β΄ ΜΕΡΟΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Η βιβλιοπαρουσίαση του Α΄ Μέρους πρωτο-δημοσιεύτηκε στην μηνιαία εφημερίδα ΩΡΑ των ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, στήλη ΒΟΥΡΑΪΚΕΣ ΝΥΞΕΙΣ, φ. 80, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2024, σελ. 28-29.


[1] Νεότερες έρευνες ομιλούν για λίγο πάνω από τους εξακόσιους, τουλάχιστον τόσοι αναφέρονται από τους θεσμικούς του Μουσείου Ολοκαυτώματος.

[2] Σ. Σ.: ένας ετεροθαλής αδελφός του πατέρα της από τα ξένα…

[3] Ο Αθανασιάδης ήταν φερτό καθηγητής στο τότε Γυμνάσιο Καλαβρύτων Σύντομα νυμφεύτηκε μια Καλαβρυτινιά κι έκανε δυο παιδιά μαζί της. Ήταν αδελφή του επιζήσαντα Γιώργου Γεωργαντά… Έμεινε στην ιστορία από τους διαλόγους του με τον ναζιστή Τέρνερ.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.