Για το βιβλίο: Παναγιώτη Μπούρδαλας, Από την Αχαϊκή γη έως του κόσμου τα πέρατα.
Για μια απελευθερωτική θε-ανθρωπολογία: υποδείγματα, θραύσματα, Μεγάλη Σύνοδος 2016, «3η Ρώμη»[1]
Του Γρηγόρη Στουρνάρα*
Εύχονται όλοι όταν κυκλοφορεί ένα βιβλίο «καλοτάξιδο» και είναι πράγματι η ανάγνωση ένα ταξίδι, μοναχικό στα αλήθεια, αλλά αναμφίβολα βιωματικό. Αυτό το δείχνουν όλα όσα υπογραμμίζουμε και όλα όσα σημειώνουμε στα περιθώρια των σελίδων. Αλίμονο στα βιβλία που παραμένουν άγραφα, όταν τα διαβάζουμε. Αλίμονο όμως και σε όσα βιβλία δεν συζητιούνται γιαυτά που λένε.
Το βιβλίο του Παναγιώτη Μπούρδαλα δε μπορεί να μείνει άθικτο και δίχως σημάδια από το μολύβι του αναγνώστη. Είναι αδύνατο να μην προκαλέσει συζήτηση. Ένα βιβλίο τεκμηριωμένο με αγιογραφικό λόγο και σοβαρή προσέγγιση με σεβασμό στα κείμενα τα οποία παραθέτει, αναλύει και κρίνει με πολύπλευρο τρόπο.
Όπως λέει ο Γ. Σεφέρης «είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά»[2] κι έτσι απλά και όχι απλοϊκά, ο Π.Μπ. μιλά για μια σειρά από θέματα, πολλές φορές ενοχλητικά, ενώ θα μνημονεύσει μια σειρά από πρόσωπα που διαμόρφωσαν ποικιλότροπα τη σκέψη και την πορεία του, δίχως να αγιογραφεί και να εξιδανικεύει. Τα βιωματικά κείμενα του πρώτου μέρους ανοίγουν διαδραστικό διάλογο με την ανάλυση των θεμάτων που ξεδιπλώνονται στο δεύτερο μέρος.
Αυτά τα πρόσωπα, καθημερινά, σαν κι εμάς, σαν τους διπλανούς μας, πρόσωπα της αχαϊκής γης, αλλά και όπου αλλού, εξηγούν με το παράδειγμά τους τα όσα αναφέρονται στο δεύτερο μερός του βιβλίου, όπου μιλά για την ορθοδοξία της πράξης, την παιδεία των Τριών Ιεραρχών και του Ν. Τεμπονέρα, τον Μαύρο Χριστό και τους μετανάστες, το Σταυρό ως σύμβολο και ως πηγή ζωής, για τη λειτουργική ζωή στην περίοδο της πανδημίας. Τολμάει να καταπιαστεί με τη Μεγάλη Σύνοδο του 2016 και τα μύρια όσα απόνερα, αναλύοντας, κρίνοντας, παρεμβαίνοντας, μιλώντας για τις διακόνισσες (αρκετά πιο πριν την πρόσφατη χειροτονία της διακόνισσας Αγγελικής στην Μαύρη Ήπειρο). Θα ασχοληθεί, επίσης, με το θέμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τις σχέσεις της ελλαδικής εκκλησίας με αυτό. Τέλος, θα αναλύσει με θεολογικό, αλλά και με καίριες γεωστρατηγικές και πολιτικές επισημάνσεις την πορεία της 3ης Ρώμης, της θεσμικής ρωσικής εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο.
Ο Π. Μπ. μας αφήνει ελεύθερους να σκεφτούμε, να δούμε με κριτική διάθεση τα πράγματα, είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε με τα όσα καταθέτει κάθε φορά. Ο ίδιος λαμβάνει θέση, σαφή και τεκμηριωμένη και προσκαλεί σε διάλογο.
Ας μην περιμένουμε όμως αγαπολογίες, εσχατολογίες ή ουτοπίες. Με οξύ βλέμμα θα μιλήσει για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και πιστών από άλλους, περισσότερο πιστούς και φωτισμένους. Στέκεται ιδιαίτερα στο πέρασμα από τον μαζικό άνθρωπο, στον συλλογικό/τριαδικό και στη σημερινή παραφθορά , τον ατομικό άνθρωπο.
Βασικό ζητούμενο είναι σε όλα αυτά η ενότητα, όπως νοηματοδοτείται στο: « μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραΰτητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ, σπουδάζοντες τηρεῖν τὴν ἑνότητα τοῦ πνεύματος ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης· ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν· εἷς κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα· εἷς θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων καὶ ἐν πᾶσιν» (Προς Εφεσίους, δ΄, 2-3)
Η διάσπαση της ενότητας εδράζεται και είναι βαθιά ριζωμένη σε μια σειρά από κατηγοριοποιήσεις που δύσκολα όμως τεκμηριώνονται, αλλά κυρίως σε κατηγορίες που εύκολα και αδιάκριτα εκστομίζονται για δικανισμό, νομικισμό, συνοδοιπορία με την παγκοσμιοκρατία, εκκοσμίκκευση, αλλά και τύφλωση, φονταμενταλισμό, επαγγελματισμό, ευσεβισμό, επαρχιωτισμό, εθνικισμό εξουθενώνοντας και περιθωριοποιώντας την όποια διαφορετικότητα.
Η ενότητα δεν επιτυγχάνεται όταν εξετάζουμε τους άλλους, κι αυτοί οι άλλοι σε αντιδιαστολή με εμάς τους «σωσμένους» και θεματοφύλακες έχουν πολλά ονόματα, ετερόδοξοι, αιρετικοί, οικουμενιστές, εμβολιασμένοι και αντιεμβολιαστές…. Η ενότητα δεν αρχίζει ζητώντας από τους άλλους να αλλάξουν, αλλά αναγνωρίζοντας πρώτιστα τη δική μας ανεπάρκεια και παραδεχόμενοι ότι εμείς πρώτα δεν είμαστε τέλειοι. Ας μην περιμένουμε από τον άλλο να αλλάξει για να συμφωνήσουμε, αλλά να εξετάζουμε αυτό που ο άλλος σκέφτεται και πως βλέπει την κατάσταση που από κοινού αντιμετωπίζουμε. Το πρώτο βήμα για την ενότητα δεν είναι η ακατάσχετη επιχειρηματολογία, αλλά η αποδοχή του άλλου, ως προσώπου, σε μια προσδοκία μεταμόρφωσης του κόσμου ανάλογα με την απάντηση που δίνει ο καθένας μας στο ερώτημα «Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;» (Λουκ. ι΄ 25-29).
Το βιβλίο επανοριοθετεί την πίστη, ως βίωμα με πολλαπλό περιεχόμενο μέσα σε ένα περιβάλλον που επικρατεί ο «άθεος ανθρωπισμός της νεωτερικότητας» [σ. 482] και η άθρησκη πραγματικότητα, η οποία ειδωλοποιεί την ατομικότητα και και αποθεώνει την υποκειμενικότητα. Αυτή είναι η νέα πραγματικότητα, την οποία αρκετοί την εκλαμβάνουν ως ένα νέο ολοκληρωτισμό -αλλά δεν είναι, όσο ακόμα υπάρχουν ρωγμές και χαραμάδες για να σκεπτόμαστε διαφορετικά και όσο μπορούμε ελεύθερα-. Αναπόφευκτα, όμως, επηρεάζει και το σύνολο των πιστών, της εκκλησίας, καθώς εγκαταλείπεται η εσχατολογική διάσταση της πίστης και παρασιωπάται η προσδοκία της Ανάστασης, ενώ συχνά αντικαθίσταται από ένα ευαγγέλιο της ευημερίας ορθόδοξης κοπής.
Η απελευθερωτική θε/ανθρωπολογία συνδιαλέγεται με την υπαρκτική θεανθρωπολογία του συλλογικού ανθρώπου. Συνειρμικά η απελευθερωτική διάσταση θα συνδεόταν ιδανικά με μια θεολογία της απελευθέρωσης. Πως ορίζεται όμως αυτή η απελευθερωτική διαδικασία στους δυστοπικούς καιρούς μας; Και τελικά αυτό που περιγράφουμε ως δυστοπία είναι εξ ορισμού και αφ’ εαυτού κακό ή αποτελεί ένα στιγμιότυπο στη διαδικασία πορείας προς το έσχατο τέλος; Το περιγράφει πολύ ωραία ο Γρηγόριος ο Θεολόγος:
«Το σώμα μου είναι σε κακή κατάσταση, το γήρας βαραίνει το κεφάλι μου, οι φροντίδες περιπλέκονται, τα ζητήματα επιτίθενται, η φιλία δεν έχει εμπιστοσύνη, η Εκκλησία χωρίς ποιμένες. Έφυγαν τα καλά, τα δεινά προκαλούν, το ταξίδι μας μέσα στη νύχτα, φάρος πουθενά, ο Χριστός κοιμάται. Τι μου μέλλεται τάχα; Μια μόνο βλέπω λύση των συμφορών, το θάνατο. Και τα εκεί όμως τα βλέπω ζοφερά, συμπεραίνοντας από τα εδώ».[3]
Η θεώρηση όμως του Π. Μπ. δεν είναι δυστοπική., αλλά απελευθερωτική.
Απελευθέρωση από τι; Γιατί ζητώντας την απελευθέρωση, θα πρέπει να κατανοήσουμε και ποια είναι τα δεσμά. Απελευθέρωση από την παραδοσιοκρατία, παραδοσιολαγνεία ή την προοδευτικίζουσα άρνηση της παράδοσης; (Βέβαια, το ποια είναι αυτή παράδοση και ποιο το περιεχόμενο είναι μια αλλά πολύ μεγάλη συζήτηση). Ίσως το κεντρικό θέμα είναι πως διαχειρίζεται κανείς αυτή την ιστορική κληρονομιά. Αναστοχαζόμενοι κι εμβαθύνοντας, προτείνοντας, αξιοποιώντας και αναδεικνύοντας ή με τον εύκολο τρόπο μιας μουσειακής ορθοδοξίας, μιας ορθοδοξίας με την επισήμανση μην αγγίζετε, μέσα σε γυάλινη προθήκη με σύγχρονα συστήματα ασφαλείας και συναγερμούς, όπου ως εκσυγχρονισμός ή μεταρρύθμιση νοείται η τοποθέτηση μιας οθόνης αφής για την παροχή πληροφοριών στους επίδοξους επισκέπτες πιστούς ή προσκυνητές; Και τι θα απογίνουν τελικά όλοι αυτοί οι αυτοπροσδιοριζόμενοι νόμιμοι κληρονόμοι και οι θεσμικοί θεματοφύλακες ή οι εκσυγχρονιστές ανανεωτές, όταν θα πρέπει να απαντήσουν σε κρίσιμα ερωτήματα που αναδύονται στην εποχή μας και να λάβουν θέση στην υποχώρηση της συλλογικής λατρείας και την κυριαρχία της ατομικής θρησκευτικότητας.
Εύκολες οι κρίσεις και πάμπολλες οι κριτικές για τον ρόλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τις σχέσεις μας με αυτό, όπως και για τις αποφάσεις της Μεγάλης Σύνοδου το 2016. Ας στρέψουμε, όμως, το βλέμμα μας, αν αντέχουμε, στην καχεκτική ενορία μας, των ανώνυμων και άγνωστων μεταξύ τους ενοριτών, ή σε εκείνους τους «φωτισμένους» πιστούς που διαβάζουν και αποστηθίζουν αντίστοιχα «φωτισμένες» αναρτήσεις στα κοινωνικά δίκτυα ορθοτομώντας το ορθό δόγμα διαπληκτιζόμενοι με τις αντίθετες απόψεις στα σχόλια, σε εκείνους που παρακολουθούν άπειρες διαδικτυακές ομιλίες, δεν διαβάζουν την Αγία Γραφή, έχουν όμως διαβάσει πλήθος γεροντι-στι-κά, αλλά όχι το Γεροντικό. Αυτά όλα βέβαια τα κάνουν μόνο οι άλλοι και όχι εμείς…
Με αυτά τα θέματα ασχολείται στο βιβλίο του ο Π.Μπ., και θέτει με άμεσο, αλλά και άδολο τρόπο, αυτά τα ερωτήματα.
Μην περιμένετε όμως έτοιμες απαντήσεις. Ο συγγραφέας δεν δογματίζει.
Στη σελίδα 64 και στην υποσημείωση 40 αναφέρεται ένα περιστατικό, όταν ο Χρίστος Φωτεινόπουλος συνάντησε την καθηγήτρια – και του Π. Μπ. – την Μαρία Παπαγιάννη – Νίκα: «…η αγαπημένη μου καθηγήτρια, Θεολόγος κυρία Μαρία Παπαγιάννη – Νίκα, υπήρξε για πολλά χρόνια πολύτιμο στήριγμα, μια -χωρίς υπερβολή- αληθινή Μάνα για όλους εμάς τους μαθητές της. Είχα να την δω από το 1975, χρονιά που αποφοίτησα από το Γυμνάσιο Καλαβρύτων!
Την συνάντησα στο ισόγειο του σπιτιού της, στο μικρό αλλά ζεστό και παραδοσιακά διακοσμημένο σαλονάκι, δίπλα από το Δικηγορικό Γραφείο του άνδρα της, του αείμνηστου Σπύρου Νίκα.
Μόλις με είδε –‘’εποχούμενο επί αμαξιδίου’’- εμφανώς συγκινημένη, σηκώθηκε -όντας εγχειρισμένη στο ισχίο- με αγκάλιασε, με φίλησε και μου είπε με μια απέραντη τρυφερότητα και μια απερίγραπτη οικειότητα:
‘’κάθισε κοντά μου παιδί μου, να μιλήσουμε σαν χριστιανοί, όχι σαν θεολόγοι, γιατί οι θεολόγοι δεν είναι όλοι χριστιανοί’’».
Αυτή την τελευταία φράση, ας τη κρατήσουμε.
Συνοψίζει τα πάντα.
* Ο Γρηγόρης Στουρνάρας είναι Δρ Αρχιτεκτονικής Ε.Μ.Π., Αρχαιολόγος.
[1] Παρουσίαση στο Σύλλογο ΤΡΕΙΣ ΙΕΡΑΡΧΑΙ στο Βόλο, στις 24.05.2024.
[2] Ένας γέροντας στην ακροποταμιά
[3] «Ερωτάς, πώς τα ημέτερα. Και λίαν πικρώς. Βασίλειον ουκ έχω, Καισάριον ουκ έχω, τον πνευματικό αδελφό και σωματικόν. «Ο πατήρ μου και μήτηρ μου εγκατέλειπόν με;» μετά του Δαβίδ φθέγγομαι. Τα του σώματος πονηρώς έχει, το γήρας υπέρ κεφαλής, φροντίδων επιπλοκαί, πραγμάτων επιδρομαί, τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει. Τί χρη παθείν; Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος. Και τα εκείθεν μοι φοβερά, τοις εντεύθεν τεκμαιρομένω». (Βλ. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, Συγγράμματα, ἐκδ. ΕΠΕ, 7, σ. 152).