O «γυναίκας… εις τάξιν λειτουργών προσδεξάμενος»

Η Διάκονος Αγγελική προσφέρει τη Θεία Κοινωνία σε μικρό παιδί…

O «γυναίκας… εις τάξιν λειτουργών προσδεξάμενος»

Του Δημητρίου Μόσχου

   Η χειροτονία μιας γυναίκας-στελεχους τοπικής Εκκλησίας σε διακόνισσα στη Ζιμπάμπουε (ΦΩΤΟ), έστω και με κάποια τελετουργικά παράδοξα, έγινε αφορμή, ένα ζήτημα σχετικά «ανώδυνο» και λυμένο πριν δεκαετίες να επανέλθει μέσα από γραφίδες της εκκλησιαστικής δημοσιογραφίας που βρήκαν την ευκαιρία να καταγγείλουν την επέλαση του φεμινισμού, την «προοδευτική θεολογία», τον κίνδυνο του «Αγγλικανισμού» κλπ.

   Εμφανίσθηκε μια ήκιστα φιλάδελφη αναλγησία απέναντι στις ανάγκες μιας τοπικής Εκκλησίας, καθώς ακόμα και επίσκοποι αποφάνθηκαν με σιγουριά για επισκοπές στην άλλη μεριά του πλανήτη ότι δεν υπάρχει ανάγκη διακονισσών αφού υπάρχει ο νηπιοβαπτισμός.

   Εμφανίσθηκε, επίσης, ένας ύπουλα κληρικοκρατικός λόγος, ότι οι περίφημες διακόνισσες δεν ήταν «κάτι περισσότερο από νεωκόροι», και ότι τελικά αυτό που χρειαζόμαστε είναι παπάδες, ίσως και ψάλτες, όχι τυχαία, φυσικά, άνδρες. Δεν θα χρειαστεί, φυσικά, να συζητήσει κανείς, αν η Φοίβη και η Ολυμπιάδα ήταν «νεωκόροι», αλλά είναι χρήσιμο να συζητήσει ποια δομή της Εκκλησίας έχει κατά νουν, όταν, αντί για το πλοίο της Εκκλησίας που ταξιδεύει για να συναντήσει το Χριστό στα έσχατα και έχει το πλήρωμά του στις θέσεις που πρέπει γύρω από τον επίσκοπο, πρεσβύτερους, διακόνους, διακόνισσες, άντρες, γυναίκες, τάγμα των χηρών ή των παρθένων, υποδιακόνους, θυρωρούς, παιδιά, όλους στις θέσεις τους, όπως μας περιγράφει η συγκινητική εικόνα ενός πρώιμου κανονικού κειμένου του 3 ου αιώνα, η Didascalia Apostolorum, έχουμε τον αλαζονικό και πατερναλιστικό λόγο που χωρίζει ανάμεσα σε «ανώτερους» και «κατώτερους» (κληρικούς, λαϊκούς άνδρες και κατόπιν γυναίκες κλπ.).

   Το θαυμάσια τεκμηριωμένο βιβλίο του μακαριστού δασκάλου μας Ευάγγελου Θεοδώρου «Η χειροτονία ή χειροθεσία των διακονισσών» άνοιγε έμμεσα ή και άμεσα πολύ σημαντικά ζητήματα εκκλησιολογίας ήδη το μακρινό 1954 (70 χρόνια πριν!), καθώς εξηγούσε ότι, ναι η διακόνισσα δεν μπορούσε να «ιερατεύει» (όπως υποστήριζε ο Επιφάνιος Κύπρου διαζωγραφώντας όμως την γυναικεία ιεροσύνη ως χαρακτηριστικό του Ελληνισμού πράγμα που δείχνει και τα κίνητρά του), αλλά προσέθετε με ακρίβεια, ούτε ο διάκονος «ιερατεύει» τελώντας μυστήρια. Η διακόνισσα δεν  μπορούσε να μεταδώσει τη Θεία Ευχαριστία μέσα στη σύναξη, αλλά μπορούσε να τη μεταφέρει σε γυναίκες αρρώστους κατ’ ιδίαν (άρα ήταν περισσότερο θέμα δημόσιας εικόνας). Δεν τελούσε μυστήρια, αλλά έχριε και βάπτιζε ενήλικες γυναίκες. Η διακόνισσα δεν μπορούσε να κηρύττει, αλλά είχε έργο να κατηχεί νέα παιδιά και γυναίκες κι έτσι «και εις την γυναικωνίτην αδιαβλήτως παρεισεδύετο η του Κυρίου διδασκαλία» (Κλήμης Αλεξανδρεύς). Τέλος, και σημαντικότατο είναι ότι η διακόνισσα, όπως και ο διάκονος, επιτελούσαν σημαντικότατο κοινωνικό έργο, που μαρτυρείται ακόμα και τον 6ο αιώνα, όπως μας πληροφορεί μια από τις πολλές επιγραφές που σώζονται στην Ανατολική Μεσόγειο και αφιερώνονται στη μνήμη διακονισσών.

   Πρόκειται για την «διακόνισσα Παύλα» που επαινείται για το «φιλελεήμον», για το ότι υπήρξε μητέρα χηρών και ορφανών και καταπονουμένων «καὶ ἵνα μὴ δόξῳ πολλά λέγειν πάντων καταφύγιον. Τοὔνομα δὲ αὐτῆς Παῦλα διακόνισσα» (Επιγραφές Κάτω Μακεδονίας 448, Βέρροια 6ος αιώνας Λ. Γουναροπούλου/Μ. Χατζόπουλος, Επιγραφές Κάτω Μακεδονίας (μεταξύ του Βερμίου όρους και του Αξιού ποταμού» Τεύχος Α΄ Επιγραφές Βεροίας, Αθήνα 1998).

   Το ερώτημα, επομένως, δεν είναι ποια είναι η θέση της γυναίκας στην Εκκλησία, αλλά ποια είναι η Εκκλησία που θέλουμε. Όσοι κατανοούν την Εκκλησία ως τελετοκρατία (ριτουαλιστικά) και τελικά (αναπόφευκτα) ως μαγεία πασχίζουν να αποδείξουν ότι αν η γυναίκα δεν διαβάζει «τα λόγια» της Θείας Ευχαριστίας, δεν έχει ιεροσύνη, και άρα πρέπει να μιλάμε για χειροθεσία.

   Αφήνοντας κατά μέρος τα συντριπτικά επιχειρήματα των πηγών που παραθέτει ο Ευάγγελος Θεοδώρου με υποδείγματα ευχών που ουσιαστικά επαναλαμβάνονται σε όλα τα ευχολόγια έως τον 14ο αιώνα (και στα αρχαία ανατολικά, Συριακά, Αρμενικά κλπ. και μεταγενέστερα) μέσα στις οποίες περιλαμβάνεται και η φράση του τίτλου, θα πρέπει να σκεφτούμε συνολικότερα για το τι είναι η ουσία της Εκκλησίας, ο ευχαριστιακός της πυρήνας και συνακόλουθα η έννοια της ιεροσύνης.

   Αν στο κέντρο κάθε εκκλησιαστικής δράσης είναι το ευχαριστιακό τραπέζι, αυτό δεν τελείται μόνο με τον λειτουργό – αυτό είναι παλαιά και εμπεδωμένη γνώση στην Ορθόδοξη λατρεία και το δόγμα. Όχι μόνο ο λαός με το «Αμήν», αλλά και μια σειρά από σημαντικές δράσεις πολλών «ταγμάτων» συγκροτούν τη Θεία Ευχαριστία. Η προσκομιδή που γινόταν αρχικά δια των διακόνων και των διακονισσών, η διανομή των «απαρχών» και των «δεκατών», αρχικά ως παραθέσεις στην κοινή τράπεζα και αργότερα ως βοηθήματα για το σπίτι μετά τη Λειτουργία («αποφόρητα») όπως περιγράφεται στα κανονικά κείμενα του 3ου και του 4ου αιώνα ήταν εξίσου μέρος της Θείας Ευχαριστίας κι έτσι πρέπει να τα αντιμετωπίζουμε.

   Βλέπουμε ότι μέχρι σήμερα η εξέλιξη της προσκομιδής, καθώς τα Δώρα μεταφέρονται προς την Αγία Τράπεζα με τη Μεγάλη Είσοδο, δεν συμπεριλαμβάνει τον επίσκοπο (όταν λειτουργεί) που περιμένει τα δώρα στην Ωραία Πύλη. Δεν κάνουν όλοι τα πάντα στη Θεία Λειτουργία, ούτε ένας τα κάνει όλα. Κι εκεί και οι διάκονοι (και βέβαια και οι διακόνισσες) έχουν τη δική τους ιεροσύνη, ως τμήμα του κοινωνικού και πρακτικού χαρακτήρα της κοινότητας που δημιουργεί η Θεία Ευχαριστία. Και ταυτόχρονα σε μια πολύ μεγάλη γκάμα έργων και χαρισμάτων που πιστοποιεί αυτό που θα λέγαμε σήμερα «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία» avant la lettre. Επομένως, η ευχαριστιακή ουσία της Εκκλησίας βρίσκεται και στην κοινωνική της διάσταση και «ιερουργείται» με τη διακονία.

   Για τους Χριστιανούς που στρατεύονται σε μια πολιτική προοπτική δικαιοσύνης και ελευθερίας από το κακό μέσα στην κοινωνία, ο ρόλος της γυναίκας στην Εκκλησία είναι θέμα επαναφοράς στον καινό τρόπο ζωής που ευαγγελίζεται ο Χριστός και ξεπερνά τις φθαρτές κοινωνικές και θρησκευτικές στερεοτυπικές εικόνες. Ο πρωτομάρτυρας Στέφανος δεν ήταν τυχαία από την τάξη των διακόνων.

ΠΗΓΗ: Χριστιανική 16 Μαΐου 2024, https://xristianiki.gr/.

* Ο Δημήτρης Μόσχος είναι Καθηγητής στη Θεολογική Σχολή (Τμήμα Θεολογίας) του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών με γνωστικό αντικείμενο την Γενική Εκκλησιαστική Ιστορία.

Βιογραφικό εδώ:

https://docs.google.com/document/d/1_ojwRibfNqesCHgVYmUftnLuInCzrpFP/edit#heading=h.gjdgxs.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.