ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ

ΣΤΗ ΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΔΙΑΒΟΛΟΥ:

 

Το βασίλειο των σκιωδών τραπεζών, η αλληλεξάρτηση των ευρωπαϊκών ιδρυμάτων, οι μανιοκαταθλιπτικές αγορές, τα στάδια της κρίσης, τα σενάρια της Ευρωζώνης, ο ελληνικός δρόμος και οι προσπάθειες κατάλυσης της εθνικής μας κυριαρχίας

 

Του Βασίλη Βιλάρδου*


 

«Υπάρχει μία σκοτεινή δύναμη τόσο οργανωμένη, τόσο λεπτή, τόσο προσεκτική, τόσο διασφαλισμένη, τόσο πλήρης και τόσο κυρίαρχη, που καλά θα κάνουν να προσέχουν όσοι και όταν μιλούν εναντίον της».

Το παραπάνω κείμενο του προέδρου των Η.Π.Α. W. Wilson, το οποίο είχαμε αναφέρει στο τέλος προηγουμένου κειμένου μας (Η τράπεζα των τραπεζών), είναι αρκετά «αποκαλυπτικό», σε σχέση με τη δύναμη των τραπεζών – ειδικά σε συνδυασμό με τη «ρήση» του M.A. Rothschild, επιφανούς μέλους της ομώνυμης ευρωπαϊκής (γερμανικής) ιουδαϊκής οικογένειας, η οποία ίδρυσε στα τέλη του 18ου αιώνα τα γνωστά τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, σύμφωνα με την οποία «Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του».  

Όσον αφορά δε την Πολιτική η οποία, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι σε θέση να ελέγξει τις τράπεζες, παραθέτουμε ξανά το ελαφρά διαμορφωμένο κείμενο του Γάλλου συγγραφέα M.Crespy που, αν και υπερβολικό, δεν παύει να δίνει μία εικόνα της σημερινής πραγματικότητας:

«Νομίζετε ότι ο πρωθυπουργός έχει την παραμικρή εξουσία; Ξυπνήστε, η αληθινή εξουσία είναι το Καρτέλ! Είναι η Microsoft, η Google, η Nestle, η Coca Cola, η WalMart, η Monsanto, η Toyota, η Siemens, η ΑΒΒ, η Exxon, η  Morgan Stanley, η Deutsche Bank, η Royal Dutch Shell, η Astra Zeneca, η SanofiAventis και όλες οι άλλες πολυεθνικές. Ορίστε, αυτή είναι η αληθινή κυβέρνηση του πλανήτη. Όταν συγκεντρώνονται κάθε τρείς μήνες, οι “προτάσεις συντονισμού”, στις οποίες συμφωνούν, είναι πολύ πιο σημαντικές από όλα τα κυβερνητικά διατάγματα. Προτάσεις…..Είναι για γέλια.

Πρόκειται για εκτελεστικές αποφάσεις, μπροστά στις οποίες όλοι υποκλίνονται – ακόμη και η Παγκόσμια Οργάνωση Εμπορίου, η Παγκόσμια Τράπεζα (ΔΝΤ), η ΕΕ, η Ιαπωνία και οι Η.Π.Α. Και εσύ το ξέρεις και εγώ το γνωρίζω…….είναι κοινό «μυστικό». Η Πολιτική; Ας γελάσω. Ξέρετε τι μου θυμίζουν όλοι αυτοί, όταν βγαίνουν από τα υπουργικά συμβούλια; Πιγκουίνους που χειροκροτούν άλλους πιγκουίνους, επάνω σε πάγο που λιώνει. Πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί να θέλει κανείς να συμμετάσχει σε αυτήν την απίστευτη παρωδία, επιλέγοντας την Πολιτική για να κάνει την καριέρα του».

Τέλος, σε σχέση με κάποια ΜΜΕ και τον πραγματικό, τον «γκεμπελικό» καλύτερα ρόλο τους, αφού χρησιμοποιούνται ως το «όπιο» των μαζών, καθώς επίσης αναφορικά με την «πνευματική ηγεσία» της εκάστοτε χώρας, ο διάλογος από ένα παλαιό κείμενο του L.Tolstoy, μάλλον συνεχίζει να είναι επίκαιρος:

«- Ναι, είναι οι εφημερίδες, που όλες τα ίδια γράφουν……αυτό είναι αλήθεια. Μάλιστα σε τέτοιο βαθμό αναμασούν όλες τα ίδια, που σου θυμίζουν βατράχια, όταν πρόκειται να βρέξει. Κάνουν τόσο φασαρία, που δεν μπορεί κανείς να ακούσει τίποτα άλλο»

«- Βατράχια, ξεβατράχια, δεν θέλω να ξέρω. Εγώ δεν εκδίδω εφημερίδες και ούτε έχω την πρόθεση να τις υπερασπιστώ. Άλλωστε, ξέρω πολύ καλά πως όταν γίνεται πόλεμος, πουλάνε τα διπλά φύλα. Γιατί λοιπόν να μη φωνάζουν σαν τα βατράχια; Εγώ αναφέρομαι απλούστατα στην ομοφωνία που παρουσιάζει ο μορφωμένος κόσμος μας».

 

ΟΙ ΣΚΙΩΔΕΙΣ ΤΡΑΠΕΖΕΣ

 

Όσον αφορά τις πρόσφατες εξελίξεις σε σχέση με τα τραπεζικά «ιδρύματα», τα «δραματικά» αποτελέσματα της χρηματοπιστωτικής κρίσης «υποχρέωσαν» τις κυβερνήσεις της πλειοψηφίας των χωρών του πλανήτη να αναζητήσουν «συλλογικά» τρόπους ρύθμισης της λειτουργίας τους, έτσι ώστε να αποκλείσουν την επανάληψη των καταστροφικών γεγονότων του παρελθόντος – μεταξύ άλλων μέσω του «εξαναγκασμού» των τραπεζών στη διατήρηση υψηλοτέρων Ιδίων Κεφαλαίων, καθώς επίσης στη διατήρηση αποθεματικών κεφαλαίων, για το σύνολο των επενδύσεων τους.

Στις Η.Π.Α. δε υποχρεώθηκαν οι τράπεζες να περιορίσουν τις επικίνδυνες συναλλαγές τους με αξιόγραφα υψηλού ρίσκου, ενώ η Γερμανία απαγόρευσε μονομερώς τις «ανοιχτές» συναλλαγές – την πώληση δηλαδή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, με στόχο την επαναγορά τους σε χαμηλότερες τιμές, χωρίς να είναι απαραίτητη η κατοχή των πραγματικών «τίτλων».

Εν τούτοις οι πολιτικοί, μη έχοντας προφανώς την εμπειρία (ή τη δύναμη), δεν μπόρεσαν (ή δεν θέλησαν) να αντιληφθούν τις παρενέργειες των «ρυθμιστικών» κανόνων που επέβαλλαν στις τράπεζες – με αποτέλεσμα την ενισχυμένη «επιστροφή» των προβλημάτων. Όσο περισσότερο δηλαδή προσπαθούσαν να δαμάσουν το χρηματοπιστωτικό κλάδο, τόσο περισσότερα χρήματα «οδηγούνταν» στις ονομαζόμενες «σκιώδεις τράπεζες», στα Hedge Funds, στις εταιρείες ιδιωτικών κεφαλαίων (private equity firms) και στις επιχειρήσεις ειδικού σκοπού – ενώ παράλληλα «άνθιζαν» νέα χρηματοπιστωτικά όπλα μαζικής καταστροφής.

Σύμφωνα με την κεντρική τράπεζα των Η.Π.Α. (Fed), οι υποχρεώσεις των σκιωδών τραπεζών ανέρχονται σε 15,3 τρις $ (περισσότερες από το συνολικό δημόσιο χρέος της υπερδύναμης – περί τα 14 τρις $ σήμερα), ενώ οι αντίστοιχες «οφειλές» του «παραδοσιακού» τραπεζικού τομέα δεν ξεπερνούν τα 12,9 τρις $ – είναι δηλαδή αισθητά χαμηλότερες. Οι «παραδοσιακοί» τραπεζίτες προειδοποιούν ήδη για τον τεράστιο κίνδυνο, από τον οποίο απειλείται σοβαρά το σύστημα, αφού αναπτύσσεται ραγδαία ένα «ανεξέλεγκτο τέρας», η σημασία του οποίου μεγαλώνει διαρκώς. «Ο μέγιστος κίνδυνος για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα είναι η μετατόπιση του ρίσκου από το ελεγχόμενο τμήμα των τραπεζών, στις ανεξέλεγκτες σκιώδεις τράπεζες», αναφέρουν χαρακτηριστικά.   

Εάν υποθέσει δε κανείς ότι το «θηρίο» αυτό θα «απαιτήσει» κάποια στιγμή τη διάσωση ή την στήριξη του από τα κράτη (κατά το πρόσφατο παράδειγμα των τραπεζών, οι οποίες ουσιαστικά διατηρήθηκαν «με ενέσεις ρευστότητας» στη ζωή, από τους φορολογουμένους Πολίτες – με φωτεινή εξαίρεση την Ισλανδία), τότε θα είναι σχεδόν βέβαιη η ολοκληρωτική, η απόλυτη καταστροφή καλύτερα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος.

Φυσικά, οι σκιώδεις τράπεζες δεν «ευδοκιμούν» εντελώς τυχαία, ούτε ανήκουν αποκλειστικά στα Hedge Funds αφού, σε πολλές περιπτώσεις, ιδρύονται από κοινού με επενδυτικές ή εμπορικές τράπεζες – όπως συμβαίνει με την Goldman Sachs, τη Citigroup κλπ. Το «μοντέλο» δε που χρησιμοποιείται, είναι σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις το ίδιο, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται οι επικίνδυνες «επενδύσεις», όπως ακριβώς συνέβαινε στο παρελθόν, παρά τις απαγορεύσεις.

Ο «καπιταλισμός-καζίνο» λοιπόν «αναπτύσσεται» συνεχώς, παρά τις προσπάθειες των πολιτικών για την επιβολή νέων, αυστηρότερων κανόνων – αφού ο χρηματοπιστωτικός κλάδος έχει ανακαλύψει καινούργιους, «ευρηματικότερους» τρόπους αποφυγής των κρατικών ρυθμίσεων. Για παράδειγμα, επειδή τα hedge funds υποχρεούνται να καταχωρούνται (οπότε και να ελέγχονται) στην Ευρώπη, εάν τα κεφάλαια που διαχειρίζονται ξεπερνούν τα 500 εκ. €, απλούστατα διαχωρίζονται σε περισσότερα του ενός, έτσι ώστε το εκάστοτε να μην υπερβαίνει τα 500 εκ.

 

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΙΚΩΝ ΤΡΑΠΕΖΩΝ

 

Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος δεν μιλάει ευχάριστα για τις τοποθετήσεις του στις χώρες της περιφέρειας της Ευρώπης, οι οποίες είναι σε μεγάλο βαθμό χρεωμένες. Εν τούτοις, η τράπεζα διεθνών διακανονισμών (BIS) αναφέρει τα μεγέθη, στα πλαίσια των τριμηνιαίων αναλύσεων της – αν και δυστυχώς σε δολάρια, αφού έτσι επιβάλλεται από τη διεθνή δραστηριοποίηση της. Το γεγονός αυτό δυσχεραίνει τη συγκριτική αξιολόγηση των δανείων, αφού η εκάστοτε συναλλαγματική ισοτιμία του δολαρίου, σε σχέση με το ευρώ, εμφανίζει μεγάλες διακυμάνσεις.

Εν τούτοις, αυτό που διαπιστώνει κανείς με έκπληξη από την πρόσφατη έκθεση της BIS, είναι η περαιτέρω αύξηση των δανείων των τραπεζών προς τις χώρες της Ευρωζώνης, οι οποίες θεωρούνται υπερχρεωμένες. Τέλη Σεπτέμβρη του 2010 λοιπόν, τα δάνεια των ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων προς τους ανταγωνιστές τους (άλλες τράπεζες), τις επιχειρήσεις και το δημόσιο της Ελλάδας, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας και της Ισπανίας, ανερχόταν στο ύψος των 1,66 τρις $ αυξημένα σε σχέση με τον Ιούνιο. Το γεγονός αυτό μάλλον τεκμηριώνει την πεποίθηση των τραπεζών σχετικά με το ότι, θα υπάρξει τελικά μία συμφέρουσα για τις ίδιες λύση στο πρόβλημα της υπερχρέωσης του νότου – παρά τις αντίθετες τοποθετήσεις των πολιτικών.

Ο Πίνακας Ι που ακολουθεί, αναφέρεται στα δάνεια των ευρωπαϊκών τραπεζών προς το Ελληνικό δημόσιο, καθώς επίσης στα ομόλογα του δημοσίου που διατηρούνται από τις τράπεζες, με έδρα την Ελλάδα.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ Ι: Δάνεια προς το ελληνικό δημόσιο σε δις €, τέλη Ιουνίου 2010

 

Χώρα

Ποσόν

 

Χώρα

Ποσόν

 

 

 

 

 

Τράπεζες με έδρα την Ελλάδα

60,80

 

 

 

Τράπεζες της ΕΕ συνολικά*

107,10

 

 

 

 

 

 

 

 

Γερμανία

17,60

 

Πορτογαλία

1,70

Γαλλία

11,00

 

Ισπανία

0,81

Κύπρος

4,80

 

Αυστρία

0,78

Βέλγιο

4,70

 

Ιρλανδία

0,41

Μ. Βρετανία

4,10

 

Σουηδία

0,40

Ολλανδία

3,00

 

Δανία

0,11

Ιταλία

1,80

 

Σλοβενία

0,03

* Η Ελβετία, στην οποία χρωστάμε πολλά, δεν ανήκει στην ΕΕ – συνολικά υπολογίζεται ότι οφείλονται στο εξωτερικό περί τα 260 δις €

Πηγή: Επιτροπή ελέγχου των τραπεζών – αποτελέσματα του τεστ αντοχής 23.07.10

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Στον Πίνακα ΙΙ αναγράφονται οι τοποθετήσεις των τραπεζών με έδρα την Ελλάδα σε ομόλογα του δημοσίου.

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙ: Δάνεια προς το δημόσιο σε δις €, τέλη Ιουνίου 2010

 

Τράπεζα

Ποσόν

Τράπεζα

Ποσόν

 

 

 

 

Εθνική

19,80

Hypo Real Estate

7,90

Αγροτική (ΑΤΕ)

10,20

Eurobank

7,40

Τράπεζα Πειραιώς

8,30

Alpha Bank

5,60

Πηγή: Επιτροπή ελέγχου των τραπεζών – αποτελέσματα του τεστ αντοχής 23.07.10

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Συνεχίζοντας, προσθέτουμε κάποια μέρη από προηγούμενα κείμενα μας, σε σχέση με τις «μανιοκαταθλιπτικές αγορές», τα έξι στάδια της κρίσης, τα διάφορα σενάρια που υπάρχουν για την Ευρωζώνη, καθώς επίσης αναφορικά με το δρόμο που φαίνεται προτιμότερος να ακολουθηθεί αυτόνομα και ανεξάρτητα, από την Ελλάδα – έτσι ώστε να επιλυθούν καλύτερα, με δική της πρωτοβουλία φυσικά, τα προβλήματα της:

 

ΟΙ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΕΣ ΑΓΟΡΕΣ

 

Μετά την επικράτηση του «μικρού κράτους», την οποία περιγράψαμε ήδη, το «αόρατο χέρι της αγοράς» απελευθερώθηκε από τα δεσμά του και άρχισε ξανά να κινείται ανενόχλητο/ανεμπόδιστο, όπως πριν από το 1930, στις χρηματοπιστωτικές αγορές.

Αμέσως μετά ακολούθησαν δύο υποτιμήσεις του δολαρίου, με τα γνωστά «πετρελαϊκά σοκ» του 1973 και του 1979 – συνοδευόμενες από έντονες, καταστροφικές υφέσεις. Το επίπεδο των επιτοκίων ξεπέρασε τους μεσοπρόθεσμους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ οι χρηματοπιστωτικοί νεωτερισμοί, τα παράγωγα δηλαδή κάθε είδους, αλλά και τα υπόλοιπα «προϊόντα» (πιστωτικές κάρτες, καταναλωτικά δάνεια με τοκογλυφικά επιτόκια άνω του 20% κλπ), οδήγησαν την «τάση για επίτευξη κερδών», από την παραγωγή προϊόντων στην κερδοσκοπία. Ο Πίνακας ΙΙΙ (άρθρο μας) που ακολουθεί, είναι χαρακτηριστικός:  

 

ΠΙΝΑΚΑΣ ΙΙΙ: Εξέλιξη δημοσίου χρέους σε τρις $ στις Η.Π.Α., Δημόσιο χρέος σε ποσοστά του ΑΕΠ, έλλειμμα (πλεόνασμα) σε τρις $

 

Έτος

Δημόσιο Χρέος

Δημόσιο Χρέος/ΑΕΠ

Έλλειμμα

 

 

 

 

1981

1,0

32,5%

-0,08

1985

1,8

43,8%

-0,21

1990

3,2

55,9%

-0,22

1995

4,9

67,0%

-0,16

2000

5,6

57,3%

+0,24

2005

7,9

63,5%

-0,32

2009

11,9

83,4%

-1,41

2010*

13,8

94,0%

-1,42

2011*

15,1

100,0%

-1,27

* Πρόβλεψη της αμερικανικής κυβέρνησης

Πηγή: Spiegel

Πίνακας: Β. Βιλιάρδος

Σημείωση: Το χρέος των νοικοκυριών στη χώρα πλησιάζει τα 14 τρις $ (100% του ΑΕΠ), ενώ έχει 20πλασιασθεί, σε σχέση με τη δεκαετία του ’70. 

Οι βιομηχανικοί όμιλοι, οι οποίοι σηματοδότησαν την ανάπτυξη μετά το 1930, με κέντρο βάρους την παραγωγή προϊόντων, «μεταλλάχθηκαν» σε χρηματοπιστωτικά «κτήνη». Οι τράπεζες, οι οποίες μέχρι τότε ήταν στην υπηρεσία της πραγματικής οικονομίας, μετατράπηκαν σε «αλχημιστές του χρήματος». Απλούστερα, το «θαύμα» της οικονομικής ανάπτυξης μετά το 1980, έλαβε χώρα στο χρηματοπιστωτικό κόσμο – με την αύξηση του δανεισμού, καθώς επίσης με τον «αληθινό κόσμο των επιχειρήσεων», αυτόν δηλαδή που δραστηριοποιούταν στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, να υποχωρεί συνεχώς (κενό που αναπλήρωσε η Κίνα – η παραγωγική μηχανή της δύσης).  

Η θεωρητική επεξήγηση του αναμφίβολου αυτού γεγονότος, σύμφωνα με το οποίο το αόρατο χέρι της αγοράς δημιουργεί πλούτο στην πραγματική οικονομία, ενώ προκαλεί την καταστροφή στη χρηματοπιστωτική, είναι ουσιαστικά αυτονόητη. Για παράδειγμα, όταν αυξάνεται η ζήτηση για ένα προϊόν, η τιμή του ανεβαίνει – όπως επίσης και το κίνητρο κέρδους για τον «κατασκευαστή» του. Στη συνέχεια, ο επιχειρηματίας αυξάνει την ποσότητα που παράγει (ή εισέρχονται νέοι επιχειρηματίες στην αγορά, λόγω των αυξημένων προοπτικών κερδοφορίας), την προσφορά δηλαδή, οπότε η τιμή μειώνεται – ενώ αποκαθίσταται η ισορροπία μεταξύ ζήτησης και προσφοράς.       

Όταν όμως αυξάνεται η ζήτηση στις χρηματοπιστωτικές αγορές (μετοχές κλπ), την οποία ακολουθούν οι υψηλότερες τιμές, η προσφορά δεν μπορεί να αυξηθεί – αφού οι ποσότητες των μετοχών είναι συνήθως περιορισμένες (βεβαίως οι αγορές χρησιμοποιούν διάφορα  τεχνάσματα, όπως για παράδειγμα το «splitting», την παραγωγή δηλαδή δύο ή περισσοτέρων μετοχών από τη μία αρχική – η επιχείρηση όμως παραμένει η ίδια). Στην περίπτωση αυτή, όταν αυξάνεται η ζήτηση μετοχών δηλαδή, οι χρηματιστές συστήνουν συνήθως «αγορά» – οπότε, αντί της προσφοράς (όπως συμβαίνει στα προϊόντα), αυξάνεται ακόμη περισσότερο η ζήτηση και, μαζί με αυτήν, ξανά οι τιμές.

Το γεγονός αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη «αγελαία», στρεβλή εξέλιξη των τιμών των μετοχών, των πρώτων υλών, των επιτοκίων και των συναλλαγμάτων, η οποία οδηγεί μεσο-μακροπρόθεσμα σε ανοδικές ή καθοδικές χρηματιστηριακές «αγορές» – σε μανιοκαταθλιπτικές δηλαδή διακυμάνσεις των τιμών, αντί σε φυσιολογικές και εξισορροπημένες. 

Η δεύτερη αιτία της καταστροφικής λειτουργίας του «αόρατου χεριού» του A.Smith στις χρηματοπιστωτικές αγορές είναι το ότι, σε αυτές τις αγορές δεν παράγονται προϊόντα και δεν δημιουργούνται αξίες – απλά αναδιανέμονται τα υφιστάμενα, μεταξύ των συμμετεχόντων. Αυτοί δε που έχουν τις περισσότερες πληροφορίες (Goldman Sachs, BIS, Hedge funds κλπ), πόσο μάλλον τις «εσωτερικές», κερδίζουν πάντοτε, ενώ όλοι οι άλλοι συνήθως χάνουν – από τους ερασιτέχνες «επενδυτές», μέχρι τα συνταξιοδοτικά ταμεία.

Οι χρηματοπιστωτικές αγορές καθιστούν ουσιαστικά δυνατή τη διασπορά των κινδύνων, τους οποίους όμως οι ίδιες δημιουργούν. Μέσω δε της συνεχώς γρηγορότερης κερδοσκοπίας (διαδικτυακά καζίνο), αποσταθεροποιούν τελικά τις τιμές των μετοχών, των εμπορευμάτων κλπ – πουλώντας ταυτόχρονα νέα «ασφαλιστικά» προϊόντα (CDS κλπ), με στόχο την εξασφάλιση των «επενδυτών» από τους κινδύνους που οι ίδιες προκαλούν, αποκομίζοντας έτσι τα διπλά κέρδη. Η εξέλιξη στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία (θα ακολουθήσουν  προφανώς πολλές άλλες χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, το Βέλγιο, η Μ. Βρετανία, οι Η.Π.Α. κλπ), είναι «παραδειγματική»:

Οι αγορές, «στοιχηματίζοντας» στη χρεοκοπία της χώρας μας, προκάλεσαν την αύξηση των επιτοκίων δανεισμού μας (άνω του 10%). Με τον τρόπο αυτό, οι πιθανότητες χρεοκοπίας μεγεθύνθηκαν – οπότε οι «αγορές» δεν κερδίζουν μόνο από τα αυξημένα επιτόκια, αλλά και από τα προϊόντα που πουλούν (CDS κλπ), για την εξασφάλιση των πελατών τους από το ρίσκο που οι ίδιες δημιουργούν. Την ίδια στιγμή, δανείζονται χρήματα από την ΕΚΤ, με επιτόκιο 1% – αγοράζοντας με αυτά κρατικά ομόλογα, με αποδόσεις της τάξης του 10%. Εάν δε χάσουν τα χρήματα τους, τότε απαιτούν τη βοήθεια των κρατών – την ενίσχυση τους δηλαδή από τους φορολογουμένους, τους οποίους προσπάθησαν λίγο πριν να ληστέψουν. 

Εάν τώρα ζητηθεί η συμμετοχή τους στη διάσωση των χωρών που κινδυνεύουν με χρεοκοπία, όπως τελικά αποφάσισε η πρόσφατη σύνοδος κορυφής της ΕΕ, τότε θα απαιτήσουν την πληρωμή τους κατά 100% – θα αναλάβουν δηλαδή μηδενικό ρίσκο. Για παράδειγμα, εάν απαιτήσουν οι κυβερνήσεις την ανάληψη από τις αγορές ενός ποσοστού ενδεχόμενης διαγραφής χρέους της τάξης του 30%, οι αγορές θα ζητήσουν επιτόκια 30% συν το κέρδος τους (μηδενικό ρίσκο).  

Επομένως, η όποια εξοικονόμηση «πόρων» από τους Πολίτες των υπερχρεωμένων πια δυτικών κρατών, από τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις δηλαδή, με μειώσεις μισθών, με φόρους και με άλλες θυσίες, οδηγείται τελικά, δια μέσου των επιτοκίων, στα ταμεία του χρηματοπιστωτικού κτήνους – με αποτέλεσμα τα δημόσια χρέη να συνεχίζουν να αυξάνονται, εάν δεν αποφασιστεί η διαγραφή τους, η πραγματική δηλαδή συμμετοχή των αγορών. 

Στην πραγματικότητα λοιπόν, το πρόβλημα είναι οι τοκογλυφικοί τόκοι – καθώς επίσης η προθυμία των «ιθυνόντων», να αποζημιώνουν τις «αγορές», για τους κινδύνους που οι ίδιες δημιουργούν, με στόχο την κερδοσκοπία. Η πολιτική ελίτ δεν μπορεί προφανώς να καταλάβει ότι, το αόρατο χέρι της αγοράς παράγει «πλαστές» τιμές στο χρηματοπιστωτικό σύστημα – αφού, σε πλήρη αντίθεση με την πραγματική οικονομία, αδυνατεί να λειτουργήσει εξισορροπητικά, «μη καθοριζόμενο», μη υπακούοντας δηλαδή στους νόμους της προσφοράς και της ζήτησης.

Η «στρεβλή» αυτή λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών αυξάνει επί πλέον την ανασφάλεια, εις βάρος της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας – ενώ όλες οι αναταραχές και οι οικονομικές κρίσεις, μετά το 1970, είναι το αποτέλεσμα της αστάθειας που προκαλούν τόσο οι άναρχες αγορές, όσο και οι μονοπωλιακές, πολυεθνικές υπερεπιχειρήσεις. 

 

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ

 

(α)  Το πρώτο στάδιο της κρίσης κορυφώθηκε με την αγορά ακινήτων στις Η.Π.Α., χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν η μοναδική αιτία. Συνοδεύτηκε ή ακόμη και προήλθε από την ευρύτερη κρίση υπερκατανάλωσης μέσω δανεισμού, η οποία συντηρήθηκε από την αντίστοιχη βιομηχανική υπερπαραγωγή εκτός Η.Π.Α., κυρίως στην Ασία (Κίνα, Ταιβάν, Ιαπωνία κ.α.). Συνέβη δηλαδή το ίδιο, όπως κάποτε στην Ισπανία, το θησαυροφύλακα και απόλυτο κυρίαρχο του τότε κόσμου, η οποία ήταν φτωχή, επειδή όλο της το χρυσάφι πήγαινε πάλι στο εξωτερικό, για να αγοραστεί σιτάρι και τα άλλα αναγκαία αγαθά. Οι Ισπανοί, παντοκράτορες τότε (το 16ο αιώνα), αν και μπορούσαν να παράγουν μόνοι τους τα αναγκαία προϊόντα, δεν τα παρήγαγαν εισάγοντας και υπέρ-καταναλώνοντας τα (αργότερα ακολούθησαν το παράδειγμα τους οι πανίσχυροι Βρετανοί).

(β)  Το δεύτερο στάδιο, η χρηματοπιστωτική κρίση, κορυφώθηκε πιθανότατα το 2008, αν και ακόμη δεν γνωρίζουμε την έκταση του. Τα διάφορα πιστωτικά ιδρύματα (τράπεζες κ.α.) βρίσκονται πλέον σε πραγματικά άθλια κατάσταση, με τα κράτη να προσπαθούν να τα διασώσουν συμμετέχοντας στο Κεφάλαιο τους, μέσω των χρημάτων (φορολογικών, πληθωριστικών) των χρεωμένων πολιτών τους. Τα κράτη (το Δημόσιο), εκφραζόμενα όχι από πολιτικά συστήματα (ο καπιταλισμός μονοπωλεί πλέον την πολιτική), αλλά από αδύναμες και σαθρές, αδιαφανείς κομματικές οργανώσεις, είναι αδύνατον να διευθύνουν αποτελεσματικά επιχειρήσεις, πόσο μάλλον χρηματοπιστωτικές.     

(γ)  Το τρίτο στάδιο, η κρίση στην πραγματική αγορά, βρίσκεται σήμερα σε εξέλιξη και θα διαρκέσει αρκετό χρονικό διάστημα ακόμη, αφού οι διάφορες Οικονομίες του πλανήτη είναι σε ανόμοια επίπεδα εξέλιξης μεταξύ τους. Εδώ θα υπάρξει αναμφίβολα κρίση συναλλαγματικών ισοτιμιών (δολάριο, ευρώ, γεν, γουάν, ρούβλι κ.α.), ιδιαίτερα στις χώρες του Ευρώ, οι οποίες παρουσιάζουν πάρα πολλές οικονομικές ανομοιότητες. Εξ αυτού θα κινδυνεύσει πιθανότατα η συνοχή της Ε.Ε. (αν όχι η ύπαρξη της), με το μέλλον της να διαγράφεται όχι και τόσο καθαρό. 

(δ) Το τέταρτο στάδιο, οι κοινωνικές εξεγέρσεις (το είδαμε στο παρελθόν με τη γαλλική και όχι μόνο επανάσταση, η οποία ακολούθησε τελεολογικά τη χρεοκοπία του κράτους), είναι ακόμη σε εμβρυακή κατάσταση και θα παραμείνει εν πρώτοις, τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα η ανεργία είναι κάτω από το 10% του ενεργού πληθυσμού και όσο δεν υπάρχει  ακόμη πληθωριστική έκρηξη (η οποία θα ακολουθήσει, όταν φτάσουν τα νέα τυπωμένα και χωρίς αντίκρισμα χρήματα στις αγορές της Δύσης, αφού καταργήθηκε προ πολλού ο κανόνας του χρυσού και μάλλον δεν πρόκειται να υπάρξει νέο σύστημα σταθερών ισοτιμιών τύπου Bretton Woods / 1944 – 1971).

(ε)  Το πέμπτο στάδιο προβλέπεται να είναι οι πολιτικές ανακατατάξεις (επίσης το είδαμε στο παρελθόν, με την κατάρρευση της  φεουδαρχίας, της βασιλείας κλπ), όπως αυτή που είδαμε πρόσφατα να συμβαίνει στην χρεοκοπημένη Ισλανδία. Οι σημερινές «πολιτικές» έχουν προ πολλού φθαρεί και προφανώς θα υπάρξουν προσπάθειες επαναφοράς παλαιοτέρων οικονομικών μεθόδων ή συστημάτων (Keynes, Marx). Ο κόσμος θα αναρωτηθεί εάν πράγματι αυτοί που τον κυβερνούν έχουν τις απαιτούμενες γνώσεις, ικανότητες και δεξιότητες ή είναι τελικά «τελείως ανίδεοι των βασικών αρχών της φυσικής επιστήμης και της πολιτικής οικονομίας που κυβερνούν τη σημερινή μας μορφή κοινωνίας, επομένως οι λιγότερο κατάλληλοι να χειριστούν τα πολύπλοκα προβλήματα από κάθε άλλη τάξη». Όλα θα κριθούν τελικά από την απόφαση- απάντηση των μαζών σε σχέση με το παραπάνω ερώτημα και την πειθαρχία ή μη στη συμβατική λογική που θα δείξουν.  

(στ) Το έκτο και τελευταίο στάδιο της αλυσιδωτής αντίδρασης θα είναι πιθανότατα οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις. Κατά την άποψη μας, πρόκειται (εφ’ όσον βέβαια συμβεί) για το πλέον επώδυνο και το πιο καταστροφικό σενάριο που μπορούμε σήμερα να φανταστούμε. Εάν πράγματι η ιστορία επαναλαμβάνεται, τότε είναι πιθανόν να έχει το χαρακτήρα ευρύτερων φυλετικών ανακατατάξεων, με βαθύτερο (υποσυνείδητο) θρησκευτικό «φόντο».

    

ΤΑ ΣΕΝΑΡΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΖΩΝΗΣ

 

Μέχρι να ληφθούν σοβαρές, «συλλογικές», ανιδιοτελείς αποφάσεις, πόσο μάλλον μέχρι να εφαρμοστούν, η ζώνη του Ευρώ θα συνεχίσει να δέχεται επιθέσεις – ιδιαίτερα από το στενό χώρο του δολαρίου, από τις Η.Π.Α. δηλαδή (εταιρείες αξιολόγησης, αμερικανοί οικονομολόγοι, επενδυτικές τράπεζες κλπ), οι οποίες φυσικά δεν έχουν πάψει να κινδυνεύουν (από την ύφεση ή τον υπερπληθωρισμό). Εκτός αυτού, όλα τα σενάρια «αναδιαμόρφωσης» της θα παραμένουν ανοιχτά, με κυριότερα τα εξής:

(α)  Καμία καινούργια εξέλιξη: Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, δεν θα υπάρξει ουσιαστική διαφοροποίηση – ενώ η Ευρώπη πάντοτε, έστω και την τελευταία στιγμή, θα βρίσκει κάποια λύση (μας θυμίζει το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» – μία συλλογική πεποίθηση, μία βαθειά ριζωμένη «ουτοπία» καλύτερα των Πολιτών, αλλά και των κυβερνήσεων της χώρας μας, η οποία μας οδήγησε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας).

Ειδικότερα, η σημερινή κατάσταση της Ευρωζώνης έγινε αντιληπτή από τα κράτη-μέλη της, όταν στην Ελλάδα ξέσπασε η κρίση των κρίσεων (στα πλαίσια του 1ου παγκοσμίου οικονομικού πολέμου). Παρά τη διασπορά ψευδών ελπίδων εκ μέρους της κυβέρνησης μας, η χώρα μας βρέθηκε πρώτη στο μάτι του κυκλώνα, οδηγώντας ουσιαστικά τις εξελίξεις. Αν και λήφθηκαν έκτοτε πάρα πολλά μέτρα εκ μέρους της Ευρώπης, η οποία συνεχίζει να ακολουθεί τις αγορές, αντί να προηγείται, τα προβλήματα συνεχώς αυξάνονται – ενώ δεν πρόκειται να επιλυθούν ριζικά, όσο η ΕΕ παραμένει ένας μη άριστος νομισματικός χώρος (άρθρο μας).     

Οι αγορές λοιπόν, «ωθούμενες» από τις Η.Π.Α., θα συνεχίσουν να αναρωτούνται μέχρι ποιο ύψος μπορεί να φθάσει το δημόσιο χρέος μίας χώρας (της Ευρωζώνης ως σύνολο επίσης), με αποτέλεσμα να κλιμακώνουν τα «στοιχήματα» τους – αποκομίζοντας φυσικά τεράστια κέρδη. Κατά την άποψη μας, το σενάριο αυτό, εάν δεν αλλάξει, θα διαρκέσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, κατά την οποία κάποια χώρα-μέλος θα αναγκασθεί να καταφύγει στη στάση πληρωμών – το αργότερο λοιπόν μέχρι το τέλος του 2013, όπου τουλάχιστον τόσο η Ελλάδα, όσο και η Ιρλανδία, δεν θα μπορέσουν να ανταπεξέλθουν με τις υποχρεώσεις τους (οπότε θα ακολουθήσει η ανεξέλεγκτη διάλυση της Ευρωζώνης – το 3ο σενάριο).    

(β)  Διαχωρισμός σε δύο ζώνες: Οι βόρειες χώρες της Ευρώπης θα σχηματίσουν μία δική τους νομισματική ένωση, παράλληλα με αυτές του νότου. Πρόκειται χωρίς καμία αμφιβολία για ένα μη πραγματοποιήσιμο σενάριο, για μία ουτοπία καλύτερα η οποία, εκτός των άλλων, δεν είναι τεχνικά εφικτή – πόσο μάλλον αφού το ισχυρό ευρώ των βορείων θα ήταν καταστροφικό τόσο για τις εξαγωγές, όσο και για τις απαιτήσεις τους (δάνεια) από τις χώρες του νότου.

Κατά την επικρατούσα άποψη, ένας τέτοιος διαχωρισμός του ευρώ θα σήμαινε το τέλος του – ενώ θα καταστρεφόταν ολόκληρος ο χρηματοπιστωτικός κλάδος της Ευρώπης, αφού θα ακολουθούσε σίγουρα μία άνευ προηγουμένου τραπεζική επιδρομή (Bank run) στις χώρες του νότου. Η δομή της ζώνης του ευρώ είναι «αλληλοεξαρτούμενη» (συγκοινωνούντα δοχεία), οπότε θα ήταν αδύνατον να ανταπεξέλθει με έναν τέτοιο διαχωρισμό. Τα χρηματιστήρια θα κατέρρεαν, η ύφεση (αποπληθωρισμός) θα έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις, τα επιτόκια στις χώρες του νότου θα έφθαναν στα ύψη, ενώ ποτέ μέχρι σήμερα δεν υπήρξε νομισματική ένωση αδύναμων χωρών.

(γ)  Διάλυση της Ευρωζώνης: Σύμφωνα με το σενάριο αυτό, όλες μαζί οι χώρες της ζώνης θα επέστρεφαν «ανεξέλεγκτα» στα εθνικά τους νομίσματα, αμέσως μετά την «άτακτη» χρεοκοπία ενός κράτους – κάτι που πιθανότητα θα δημιουργούσε ένα τεράστιο χάος σε ολόκληρο τον πλανήτη. Αν και δεν θα ήταν υποχρεωτικό να υπάρξουν σταθερές ισοτιμίες, αφού το νόμισμα αναφοράς θα ήταν για όλους το ευρώ (για παράδειγμα, το γερμανικό μάρκο θα ανταλλασσόταν με αναλογία 1:1, ενώ στη συνέχεια θα ανατιμιόταν), απλά και μόνο η υποψία ενός τέτοιου ενδεχομένου εκ μέρους των «αγορών», θα τις οδηγούσε να αποσύρουν μαζικά τα χρήματα τους από ολόκληρη την Ευρώπη – με αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οι ξαφνικές απώλειες σε αρκετά χαρτοφυλάκια, να καταλήξουν στην χρεοκοπία πολλών τραπεζών. Φυσικά θα μεσολαβούσε μία μεγάλη έλλειψη μετρητών χρημάτων, αφού τόσο η εκτύπωση χαρτονομισμάτων, όσο και απλών νομισμάτων, ξεκίνησε πολλά χρόνια πριν από την επίσημη αρχή της Ευρωζώνης.

Χωρίς την παραμικρή αμφιβολία λοιπόν, η ΕΕ θα ήταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα «εκτός λειτουργίας» – σε μία «φάση» δηλαδή όπου, καμία χώρα δεν θα είχε τη συνολική επίβλεψη των οικονομικών της. Η Γερμανία θα αντιμετωπιζόταν ξανά εχθρικά από όλα τα υπόλοιπα κράτη, σαν η απειλητικά πανίσχυρη δύναμη της ΕΕ, οι μνήμες του 2ου παγκοσμίου πολέμου (εγκλήματα των ναζί) θα επέστρεφαν ενδυναμωμένες, ο ρατσιστικός (φυλετικός) εθνικισμός θα αναζωπυρωνόταν, η Ευρώπη θα έχανε εντελώς την επιρροή της στον υπόλοιπο πλανήτη, ενώ δεν θα ακολουθούσαν μόνο οικονομικές εντάσεις αλλά, πιθανότατα, πολιτικές και κοινωνικές (προφανώς η Γερμανία το γνωρίζει, έχοντας επιλέξει την «ήπια αναπροσαρμογή» στην εξωτερική πολιτική της).   

(δ)  Οικονομική ένωση της Ευρωζώνης: Πρόκειται για την εξέλιξη της σε μία δημοσιονομική ένωση όπου, τόσο η κατάρτιση των προϋπολογισμών, όσο και η φορολογική πολιτική, δεν θα ήταν πλέον αντικείμενο των εθνικών κυβερνήσεων. Οι υπερχρεωμένες χώρες θα στηρίζονταν από το νέο μηχανισμό σταθερότητας, ενώ θα υποχρεούταν σε αντίστοιχες με τις σημερινές ΔΝΤ-πολιτικές λιτότητας. Ενδεχομένως θα μπορούσε η Ευρωζώνη να υιοθετήσει τότε τη γαλλική πρόταση, συστήνοντας ένα κοινό υπουργείο οικονομικών, με έδρα τις Βρυξέλες και στόχο τη δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης».   

Θεωρούμε ότι, η λύση αυτή θα ήταν πραγματικά βιώσιμη μακροπρόθεσμα, μόνο υπό την προϋπόθεση της «μεταφοράς» χρημάτων από τις πλεονασματικές προς τις ελλειμματικές χώρες (Transfer Union) – όπως συμβαίνει στην ομοσπονδιακή Γερμανία, όπου το ένα κρατίδιο ενισχύει το άλλο. Φυσικά υπάρχουν διάφοροι τρόποι χειρισμού της συγκεκριμένης «εξομάλυνσης» των ανισορροπιών, τους οποίους έχουμε ήδη αναλύσει σε ένα παλαιότερο κείμενο μας (Ευρωπαϊκή Συνοχή). Πιθανολογούμε όμως ότι πολύ δύσκολα θα συμφωνούσαν με κάτι τέτοιο οι Πολίτες των ισχυρότερων οικονομιών της Ευρωζώνης επειδή, σε αντίθεση με τα εθνικά κράτη, μάλλον δεν υφίσταται μία τέτοιας έκτασης αλληλεγγύη σε «ομοσπονδίες» διαφορετικών εθνικοτήτων (η Δυτική Γερμανία, λίγα χρόνια πριν, ήταν αντίθετη ακόμη και με τη μεταφορά πόσων προς την Ανατολική, μετά την επανένωση της).      

Επί πλέον θεωρούμε ότι, αργά ή γρήγορα, θα οδηγούσε σε άλλου είδους προβλήματα, αφού τόσο η Γερμανία, όσο και η Γαλλία, από κοινού ή χωριστά, θα διεκδικούσαν την ηγεσία της – κάτι που πολύ δύσκολα θα αποδεχόντουσαν όλοι οι υπόλοιποι (κυρίως η Ιταλία, ενδεχομένως και η Ισπανία). Εκτός αυτού, «παρακάμπτοντας» αυθαίρετα τα «ανθρωπολογικά» προβλήματα που σίγουρα θα προέκυπταν (λαοί με διαφορετική ιστορία, συνήθειες και χαρακτηριστικά), θα ήταν δεδομένη η αντίθεση των υπολοίπων μεγάλων δυνάμεων του πλανήτη (Η.Π.Α., Κίνα, Ρωσία) – με αποτελέσματα που πολύ δύσκολα μπορούν να προβλεφθούν.

(ε)  Υποχώρηση στο στάδιο της ΕΟΚ: Αναφερόμαστε σε μία προγραμματισμένη, μεθοδική, σταδιακή και προσεκτική έξοδο των κρατών-μελών από την Ευρωζώνη, με την επαναφορά των εθνικών τους νομισμάτων (μάρκο, δραχμή κλπ), αλλά με την διατήρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θα επρόκειτο ουσιαστικά για τη δημιουργία μίας «ελεύθερης ζώνης εμπορίου», πολύ πιο ολοκληρωμένης από τις ήδη υπάρχουσες (NAFTA, CAFTA), καθώς επίσης με ιδανικότερες προοπτικές – ενώ  θα μπορούσε να λειτουργήσει, εάν καμία επί μέρους χώρα δεν προέβαλλε τα δικά της ιδιοτελή συμφέροντα και δεν διεκδικούσε την ηγεμονία.

Οι ενδοευρωπαϊκές ανισορροπίες (πλεονασματικές – ελλειμματικές οικονομίες) θα μπορούσαν τότε να καταπολεμηθούν «μονεταριστικά», αφού η άνοδος των ισχυρών κρατών θα προκαλούσε την άνοδο των νομισμάτων τους (το αντίθετο θα συνέβαινε στα αδύναμα κράτη), με αποτέλεσμα να ομαλοποιούνται τα ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών τους. Από την άλλη πλευρά, η στενότερη συνεργασία μεταξύ τους (όπως σήμερα συμβαίνει στην ΕΕ), ενδεχομένως με τη δημιουργία

(1) μίας «εποπτικής κεντρικής τράπεζας» των κεντρικών τραπεζών τους – αλλά και των υπολοίπων συμμετεχόντων στο ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως οι ασφαλιστικές εταιρείες και τα χρηματιστήρια,

(2)  μίας «εποπτικής κεντρικής διοίκησης», η οποία θα επέβλεπε/κατεύθυνε τις επί μέρους οικονομικές πολιτικές, ιδρύοντας παράλληλα μία ευρωπαϊκή εταιρεία αξιολόγησης καθώς επίσης

(3)  με τη δημιουργία ενός «κοινού αποθεματικού νομίσματος», προφανώς του Ευρώ, συνδεδεμένου με ένα καλάθι ισχυρών ευρωπαϊκών νομισμάτων (σταθερή «σύνδεση» όλων των εθνικών νομισμάτων με το Ευρώ, με διακύμανση +- 15%) για τις εντός Ευρώπης, αλλά και τις διεθνείς συναλλαγές (στα πρότυπα του SDR, της ειδικής δηλαδή μονάδας μέτρησης, που χρησιμοποιεί το ΔΝΤάρθρο μας), θα εξασφάλιζε την επιτυχή αντιμετώπιση των τεράστιων προβλημάτων της ασύμμετρης παγκοσμιοποίησης. Η διεύρυνση δε της Ευρωπαϊκής αυτής Ένωσης, με τη συμμετοχή της Ελβετίας, της Ρωσίας και της Τουρκίας, θα μπορούσε να την ωφελήσει σε μεγάλο βαθμό

 

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΔΡΟΜΟΣ

 

Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, πρέπει να πάψει αμέσως να δανείζεται, ζητώντας ταυτόχρονα από τους «φίλους» και συμμάχους της να ανοίξουν τις αγορές τους στα κύρια προϊόντα της (τουρισμός, πολιτισμός, γεωργία και ναυτιλία). Παράλληλα, οφείλει να απαιτήσει πλέον μία «γενναία» (40-50%) διαγραφή των δημοσίων χρεών της (default), αφού το μεγαλύτερο μέρος τους έχει ήδη «αποσβεσθεί» από τους οφειλέτες της. Ας μην ξεχνάμε πως οι σημερινοί ιδιοκτήτες των ελληνικών ομολόγων τα έχουν αποκτήσει με έκπτωση/discount έως και 30% – οπότε έχουν ήδη χάσει οι προηγούμενοι διαχρονικά ανάλογα ποσά, ενώ οι καινούργιοι απλά κερδοσκοπούν, αναλαμβάνοντας (και ασφαλίζοντας) το ρίσκο της «διαγραφής».

Στη συνέχεια, η Ελλάδα οφείλει να επαναδιαπραγματευθεί τη χρονική διάρκεια σταθερής αποπληρωμής των υπολοίπων χρεών της (τοκοχρεολύσια για 30-40 έτη), με επιτόκιο που δεν θα υπερβαίνει το 1% – ενδεχομένως με κυμαινόμενο, το οποίο θα είναι ανάλογο του ρυθμού ανάπτυξης της. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή δεν επιτύχει μία τέτοια εύλογη συμφωνία, οφείλει να «εθνικοποιήσει» το εναπομένων χρέος, με την έκδοση εθνικών ομολόγων.

Παράλληλα, οφείλει να δημιουργήσει ένα σταθερό, απλό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων της (άνοιγμα και ιδίως κλείσιμο), έτσι ώστε να προέλθει η ανάπτυξη από τις μικρομεσαίες εταιρίες της, να μειώσει άμεσα τους υπέρογκους φόρους τους, επιβάλλοντας φόρους επί του τζίρου των πολυεθνικών, να προσφέρει αναπτυξιακά κίνητρα στους Έλληνες (και όχι στους ξένους), να σταματήσει να υποτάσσεται στις διαταγές του Καρτέλ (διατήρηση των ζημιογόνων τραπεζών, άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, «άτακτη» απελευθέρωση των αγορών κλπ) και να εξορθολογήσει τη λειτουργία των κοινωφελών επιχειρήσεων της (ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ κλπ).

Τέλος, να «αριστοποιήσει» την παραγωγικότητα των δημοσίων λειτουργών και των υπολοίπων εργαζομένων της, με κεντρικό στόχο την αύξηση των εξαγωγών (αντί να μειώνει «υφεσιακά» τους μισθούς), καθώς επίσης να «αναδιαρθρώσει» αποτελεσματικά το δημόσιο τομέα της, κυρίως μέσω της σωστής στελέχωσης του με «επαρκείς» πολιτικούς και παραγωγικούς εργαζομένους – αλλά και μέσω της καθιέρωσης του διαφανούς (διαδίκτυο) διπλογραφικού λογιστικού συστήματος, παράλληλα με τους ετήσιους Ισολογισμούς, τόσο του ίδιου του Κράτους, όσο και των δημοσίων/δημοτικών «αρχών».

 

                                                                ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 

Όπως φαίνεται, ευρισκόμαστε ήδη στην αρχή του τέταρτου σταδίου της κρίσης (κοινωνικές εξεγέρσεις), ενώ η Ευρωζώνη δεν έχει ακόμη αποφασίσει το σενάριο που θα επιλέξει – με τη Γερμανία να προσπαθεί, φανερά πλέον, να ηγηθεί, όπως τεκμηριώνεται από την πρόσφατη, «υπεροπτική» και «αρχηγική» εμφάνιση της καγκελαρίου της στο Νταβός. Είναι δε προφανές ότι, οι πολιτικές λιτότητας που θέλει να επιβάλλει η Γερμανία στους αδύναμους εταίρους της, εξυπηρετούν αποκλειστικά και μόνο τους δικούς της σκοπούς (άρθρο μας), καθώς επίσης την αποφυγή της παγίδας των ομολόγων.  

Στον υπόλοιπο κόσμο, κατ’ αρχήν στα φτωχότερα κράτη, η άνοδος των τιμών των εμπορευμάτων (σιτηρά, ρύζι, καφές, κακάο, καλαμπόκι κλπ), σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, φαίνεται να «πυροδοτεί» μεγάλες εξεγέρσεις – με πρόσφατη αυτήν της Αιγύπτου. Η πιθανότητα να επεκταθούν σε άλλες χώρες, μη εξαιρουμένων των Η.Π.Α., δεν είναι καθόλου αμελητέα – ειδικά εάν συνεχίσουν να αυξάνονται οι τιμές των τροφίμων.     

Στην Ελλάδα τώρα έχει ξεκινήσει η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας – υπό την αιγίδα των συνδίκων του διαβόλου, με την εγκατάσταση της σκιώδους εξουσίας και με τη βοήθεια του ανοίγματος των αγορών. Ο ΟΠΑΠ είναι μάλλον στο στόχαστρο (άνοιγμα των τυχερών παιχνιδιών στις ξένες πολυεθνικές, σε συνεργασία με ορισμένους Έλληνες επιχειρηματίες), ακολουθούμενος σύντομα από τη ΔΕΗ – όπως τουλάχιστον συμπεραίνουμε από τα συνεχή δημοσιεύματα εις βάρος της (σκάνδαλα, υπερβολικό προσωπικό κλπ), αλλά και από άλλες επιθέσεις που δέχεται (χωρίς καν να υπενθυμίζεται πως οι καταναλωτές στην Ελλάδα πληρώνουν το ηλεκτρικό ρεύμα κατά πολύ φθηνότερα, από ότι οι κάτοικοι των υπολοίπων χωρών της ΕΕ).

Ολοκληρώνοντας, φαίνεται να δρομολογείται έντεχνα η μετατροπή της Ελλάδας σε προτεκτοράτο, δια μέσου του μηχανισμού στήριξης (EFSF). Δηλαδή, γίνεται όλο και περισσότερο εμφανές ότι, τα δάνεια που έχουν συναφθεί στο παρελθόν από τις τράπεζες του εξωτερικού, χωρίς εμπράγματες εγγυήσεις, θα μετατραπούν σύντομα σε «ενυπόθηκα» – με υποθήκη την ίδια την Ελλάδα και διαχειριστή τη Γερμανία. 

Η «παγίδα» στην προκειμένη περίπτωση για τους Πολίτες, ο τρόπος δηλαδή με τον οποίο θα επιχειρηθεί ο πλήρης αποπροσανατολισμός τους, θα είναι η επαναγορά των μη εγγυημένων ομολόγων. Όπως συζητείται, θα γίνει με έκπτωση 20% – προφανώς με τη βοήθεια του μηχανισμού στήριξης, αφού η χώρα μας δεν έχει τα μέσα (χρήματα). Επομένως, η επαναγορά θα πραγματοποιηθεί με χρήματα του μηχανισμού, ο οποίος θα μας υποχρεώσει να παρέχουμε εγγυήσεις.

Αυτό όμως που θα διατηρηθεί κρυφό από τους Έλληνες, η παγίδα δηλαδή, θα είναι πιθανότατα το ότι, η πραγματική αξία των εγγυήσεων που θα δοθούν στο μηχανισμό (EFSF), θα υπερβαίνει κατά πολύ το 20% που ενδεχομένως θα «χαριστεί». Για παράδειγμα, θα αγοράσουμε οφειλές αξίας 100 €, δίνοντας μόλις 80 €, αλλά θα υποχρεωθούμε σε εγγυήσεις 120 € – οπότε, εάν δεν μπορέσουμε να τις αποπληρώσουμε (κάτι εξαιρετικά πιθανόν), θα χάσουμε 120 €. Ελπίζουμε βέβαια να διαψευσθούμε, αλλά διαφορετικά δεν μπορεί να εξηγηθεί η προθυμία των «εταίρων» μας να το συζητήσουν.  

Φυσικά δεν πρέπει κανείς να υποτιμάει τις προσπάθειες αποσταθεροποίησης (καταλήψεις μεταναστών κλπ), καθώς επίσης εκφοβισμού της χώρας (τουρκικές προκλήσεις κ.α.), όπως και τις συμμαχικές «λυκοφιλίες» που προωθούνται, από τη διεθνή διπλωματία.

Κλείνοντας, ας ελπίσουμε ότι θα αποφύγουμε όλες τις παγίδες, καθώς επίσης ότι δεν θα οδηγηθούμε σε μία ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, μέσα από εμφυλίους πολέμους (ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον δημοσίων υπαλλήλων, πολίτες εναντίον ελευθέρων επαγγελματιών κλπ), αναταραχές, εγκληματικότητα και κοινωνικές εξεγέρσεις – κατά το «ανατριχιαστικό παράδειγμα» της Βραζιλίας, της Αργεντινής και τόσων άλλων χωρών, οι οποίες υπέφεραν στο παρελθόν από τους «πραιτοριανούς» του τοκογλυφικού Κεφαλαίου (ΔΝΤ).  

Βασίλης Βιλιάρδος (copyright), Αθήνα, 30. Ιανουαρίου 2011, viliardos@kbanalysis.com      

 

 * Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου

 

ΠΗΓΗ: http://www.casss.gr/PressCenter/Articles/2272.aspx

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.