Εκπ. πολιτική παχύδερμης ψοφοδεούς «ευαισθησίας»

Εκπαιδευτική πολιτική παχύδερμης και ψοφοδεούς «ευαισθησίας»…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Περίπτωση υποθετική σε σχολικό περιβάλλον: στο τέλος της σχολικής χρονιάς, με τη λήξη των μαθημάτων και πριν από τη διεξαγωγή των προαγωγικών και απολυτήριων εξετάσεων, ένας σύλλογος διδασκόντων καλείται να αξιολογήσει την επάρκεια φοίτησης των μαθητών. Από την καταμέτρηση των απουσιών προκύπτει ότι μαθητής με χρόνια πάθηση, που φοιτά για δεύτερη χρονιά στην ίδια τάξη εξαιτίας απουσιών, υπερβαίνει και πάλι το προβλεπόμενο όριο.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 312, 1/2/2011.

Ο κηδεμόνας του μαθητή – ο έτερος γονιός του έχει πεθάνει από το ίδιο χρόνιο νόσημα – έχει προσκομίσει δικαιολογητικό που επαναφέρει τη φοίτηση του μαθητή εντός των επιτρεπόμενων από το νόμο ορίων, μα το δικαιολογητικό είναι εκπρόθεσμο. Ο μαθητής, αδιέξοδος ψυχολογικά, απειλεί πως θα αυτοκτονήσει αν απορριφθεί λόγω απουσιών. Ο σύλλογος των καθηγητών αποφασίζει να τηρήσει τις νομικές διατάξεις και χαρακτηρίζει τη φοίτηση του μαθητή ανεπαρκή. Ο μαθητής πραγματοποιεί την απειλή του και αυτοκτονεί. Με ποιον τρόπο θα παρουσιάσουν την υπόθεση τα μέσα ενημέρωσης; Πώς θα τοποθετηθεί η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Παιδείας;

Δεδομένου πως η παραπάνω περίπτωση είναι φανταστική και δεν έχει πανομοιότυπο προηγούμενο, δεν επιτρέπεται παρά μόνο μία υποθετική απάντηση στα ερωτήματα που κατατέθηκαν. Από αντίστοιχες πάντως περιπτώσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, θα υποπτευόταν κανείς τη στάση των εν λόγω φορέων. Η νομιμοφροσύνη του συλλόγου διδασκόντων θα χαρακτηριζόταν τυπολατρική, οι ίδιοι δε οι διδάσκοντες άκαμπτοι γραφειοκράτες, χωρίς παιδαγωγικές ευαισθησίες. Δεν θα ’ταν μάλιστα καθόλου απίθανη κάποια προσφυγή του κηδεμόνα στη Δικαιοσύνη εναντίον των εκπαιδευτικών, με την κατηγορία της ηθικής αυτουργίας στην αυτοκτονία του παιδιού του. Η υπόθεση του Λυκείου Λευκίμμης στην Κέρκυρα είναι διαφωτιστική. Υπενθυμίζεται πως σ’ αυτήν οι γονείς μαθητή, που επρόκειτο να φοιτήσει εκ νέου στην Α΄ λυκείου λόγω απουσιών, προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη, και με ασφαλιστικά μέτρα πέτυχαν τη συνέχιση της φοίτησης του μαθητή στις επόμενες τάξεις, μέχρι την έκδοση της οριστικής δικαστικής απόφασης. Όταν αυτή δικαίωσε τον σύλλογο διδασκόντων, κι ενώ ο μαθητής φοιτούσε ήδη στη Γ΄ λυκείου, το υπουργείο Παιδείας παρέκαμψε τη Δικαιοσύνη, ενώ ο τότε υπουργός Παιδείας κ. Άρης Σπηλιωτόπουλος δήλωνε: «Πίσω από τους αριθμούς κρύβονται ανθρώπινες ψυχές που πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε με ζεστασιά και να τις αγκαλιάζουμε.»

Ας υποθέσουμε τώρα πως η αρχική φανταστική ιστορία έχει διαφορετική εξέλιξη. Ο σύλλογος διδασκόντων αποφασίζει να «αγκαλιάσει με ζεστασιά» την ιδιόρρυθμη περίπτωση του πάσχοντα μαθητή και να χαρακτηρίσει τη φοίτησή του επαρκή. Τότε, οι κηδεμόνες άλλου μαθητή, χωρίς αντίστοιχα προβλήματα υγείας, του οποίου η φοίτηση χαρακτηρίστηκε ανεπαρκής, προσφεύγουν στη Δικαιοσύνη εναντίον του συλλόγου με τις κατηγορίες της αποδοχής εκπρόθεσμου δικαιολογητικού και της παράβασης καθήκοντος, αποσκοπώντας στην ίση μεταχείριση. Τι θα αποφάσιζε η Δικαιοσύνη στην περίπτωση αυτή; Την πιθανή απάντηση μπορεί να την παράσχει η παραπλήσια υπόθεση του 2ου Γενικού Λυκείου Γιαννιτσών. Εδώ ο σύλλογος διδασκόντων, έχοντας να αποφασίσει για μαθητές με εκπρόθεσμα δικαιολογητικά απουσιών και παρόμοια προβλήματα σωματικής και ψυχικής υγείας, συγκρούστηκε με τον διευθυντή του λυκείου, που επιζητούσε την τυπική τήρηση της νομιμότητας, αποδέχτηκε τα δικαιολογητικά, χαρακτήρισε επαρκή τη φοίτηση των μαθητών, και οδηγήθηκε από τον διευθυντή του λυκείου σε δίκη. Το δικαστήριο καταδίκασε σαράντα (40!) εκπαιδευτικούς του 2ου ΓΕ.Λ. Γιαννιτσών σε δώδεκα (12!) μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή, για αποδοχή εκπρόθεσμων δικαιολογητικών και για παράβαση καθήκοντος.

Είναι εμφανές από τις προηγούμενες περιπτώσεις, που, όσο υποθετικές κι αν είναι, βρίσκουν επαρκείς επί της ουσίας αντιστοιχίες με πραγματικά συμβάντα, πως ο εκπαιδευτικός κόσμος στέκει πλέον αμήχανος. Οι συμπληγάδες απ’ τις οποίες καλείται να διέλθει είναι αδιέξοδες. Είτε προσκρούσει στη Σκύλλα της «ανθρωπιάς» είτε στη Χάρυβδη του νόμου, θα συνθλιβεί. Η εξάρτησή του από την προαίρεση κάθε κακόβουλης πρόθεσης τον καθιστά εν δυνάμει θύμα εκβιασμού ανά πάσα στιγμή. Πώς να ενεργήσει, λοιπόν, ο εκπαιδευτικός κόσμος, όταν απειλείται να βρεθεί εκτεθειμένος τόσο ηθικά όσο και νομικά ή διοικητικά, ανεξαρτήτως της κατεύθυνσης προς την οποία θα κινηθεί;

Το αδιέξοδο, μάλιστα, στο οποίο έχουν περιέλθει οι εκπαιδευτικοί είναι, δυστυχώς, προϊόν μιας αλλοπρόσαλλης στάσης από τη μεριά της πολιτείας, η οποία επιμένει από τη μία να παράγει σαθρά «παιδαγωγικά» ιδεολογήματα με τα οποία βομβαρδίζει την κοινωνία και τους εκπαιδευτικούς, κι από την άλλη συντηρεί ένα νομικό σύστημα που κινείται στους αντίποδες των ανωτέρω ιδεολογημάτων, χωρίς να φανερώνει καμία διάθεση εναρμόνισής του έστω με τις ιδεοληψίες της. Πρόσφατα καταδείξαμε πόσο αβάσιμες, αντιφατικές, νηπιώδεις και διαλυτικές είναι, για παράδειγμα, οι ιδεοληψίες του υπουργείου Παιδείας για τη (μη) εφαρμογή των ποινών στο σχολικό περιβάλλον (εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 308, 1/12/2010), καθώς και της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα για τις προσωπικές σημειώσεις ανηλίκων που δεν σχετίζονται με το αντικείμενο διδασκαλίας στον χώρο της αίθουσας την ώρα του μαθήματος (εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 309, 16/12/2010). Αν όλα τούτα τα ιδεολογικά φληναφήματα δεν είναι προϊόν τρικυμισμένων εγκεφάλων που εσφαλμένα φρονούν πως υπηρετούν την «πρόοδο», είναι απλώς οι μεθοδευμένες κινήσεις σπίλωσης των εκπαιδευτικών, διάλυσης της παιδείας και κατ’ επέκταση σύγκορμης της κοινωνίας.

Τα σχετικά ιδεολογήματα, ωστόσο, έχουν οδηγήσει σήμερα τους εκπαιδευτικούς στην υιοθέτηση μίας στάσης που όχι μόνο δεν είναι παιδαγωγική, παρά τη διαμορφωμένη πεποίθηση περί του αντιθέτου, μα και που τους εκθέτει νομικώς ανεπανόρθωτα, μόλο που οι προθέσεις τους είναι οι αγνότερες. Η εκπορευόμενη από τις πολιτικές ηγεσίες ιδέα της παραποιημένης «ανθρωπιάς» έχει οδηγήσει πλέον στη σκανδαλώδη παράκαμψη των νόμων ακόμη και με τις ευλογίες των ίδιων των υπουργών. Το «παιδαγωγικό» μήνυμα μίας διαστρεβλωμένης «επιείκειας» περιορίζεται απλώς στη συνειδητοποίηση απ’ όσους έχουν διάθεση εξάντλησης κι υπέρβασης κάθε ορίου ότι η παραβατική τους συμπεριφορά θα γίνει ανεκτή και θα επιβάλει τη δική της αυθαιρεσία. Η αυτονόητη στάση του σεβασμού όσων νόμων τίθενται σε ισχύ εντός μίας δημοκρατούμενης πολιτείας βαφτίζεται «απανθρωπιά», «ανελαστικότητα», «αυταρχικότητα», μέχρι κι «αυθαιρεσία»(!). Ο ουσιαστικά παιδαγωγικός δρόμος, που διδάσκει στους νέους ότι οι νόμοι πρέπει να γίνονται σεβαστοί, ιδίως εφόσον είναι γνωστοί εξαρχής, σηματοδοτείται ως αποκλεισμένος και παρακάμπτεται. Τι είδους «διαπαιδαγώγηση» απολαμβάνουν μαθητές που εθίζονται στην εξαίρεση και την αυθαιρεσία; Τι συμπεριφορές είναι αναμενόμενες από μελλοντικούς πολίτες που έχουν «διαπαιδαγωγηθεί» με τον αντίστοιχο τρόπο;

Η ιδεολογική στρέβλωση, που την καθιέρωσε η διάτρητη «προοδευτικότητα» του πολιτικού συστήματος, έχει πλέον τόση κοινωνική διείσδυση, ώστε με την αφορμή της υπόθεσης του 2ου ΓΕ.Λ. Γιαννιτσών προβλήθηκαν επιχειρήματα πραγματικά απίστευτα, ενδεδυμένα με «ανθρωπιστικό» μανδύα. Ειπώθηκε πως οι εκπαιδευτικοί που σέβονται τους νόμους μετατρέπονται σε δικαστές και παύουν να λειτουργούν παιδαγωγικά. Υπονοήθηκε πως δεν είναι «παιδαγωγικό» να χρεώνεται απουσία ο μαθητής που αργεί την πρώτη ώρα στο μάθημα, επειδή δουλεύει το βράδυ! Σαν να είναι τόσο απαραίτητα τα δέκα λεπτά καθυστέρησης προκειμένου ο εν λόγω μαθητής να αναλάβει δυνάμεις! Σαν να μην οφείλεται η καθυστέρηση σε κακή νοοτροπία και σε απουσία σεβασμού απέναντι στους κανόνες που ισχύουν για το σύνολο! Σαν να μην υπάρχουν εσπερινά γενικά κι επαγγελματικά λύκεια, αν όντως τίθεται ζήτημα νυχτερινής εργασίας! Σαν να δικαιολογείται η λογική της συστηματικής καθυστέρησης από τον οποιονδήποτε «στήνεται» συνεπής σ’ ένα ραντεβού! Αμφισβητήθηκε, επίσης, ως «παιδαγωγικά» απαράδεκτο, να εφαρμόζεται ο νόμος για το όριο των απουσιών, όταν αυτές είναι «μόλις» μία ή δύο πάνω από το όριο. Σαν να μην εκμεταλλεύονται οι μαθητές που υπερβαίνουν το όριο την ευαισθησία ή τη δύσκολη θέση των εκπαιδευτικών προκειμένου να εκβιάσουν ψυχολογικά και να νομιμοποιήσουν στανικά την επιζητηθείσα παρατυπία τους!

Αν όμως, μεταξύ άλλων, έχουν υιοθετήσει την αντίστοιχη ιδεολογία και οι ίδιοι οι εκπαιδευτικοί, η εξέλιξη αυτή δεν είναι άσχετη όχι μόνο με τα ανυπόστατα ιδεολογήματα του πολιτικού κόσμου, ο οποίος θωπεύει γονείς και μαθητές με μία ευκολία-δώρο προς άγρα ψήφων, μα και με τις ευθείες επεμβάσεις των κομματικών αρχών στη λειτουργία των σχολικών μονάδων, ασκώντας πιέσεις για την εξυπηρέτηση των προστατευόμενών τους «πελατών» κι απαιτώντας την παράκαμψη των νόμων. Κανένας όμως από αυτούς τους «ανθρωπιστές», που έχουν και τη δυνατότητα του επαναπροσδιορισμού των νόμων από τα έδρανα της Βουλής, δεν προβαίνει στην παραμικρότερη ενέργεια αλλαγής του νομικού πλαισίου, εφόσον το θεωρούν παρωχημένο! Φρονούν, δηλαδή, πως μαθητές με ιδιάζοντα προβλήματα σωματικής ή ψυχικής υγείας θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερο τρόπο; Ας ορίσουν το νομικό πλαίσιο. Θεωρούν ότι επιβάλλεται να προσέρχονται στο σχολείο αργότερα; Ας το κατοχυρώσουν νομικά. Όποιος εμπορεύεται την ευαισθησία οφείλει να αποδεικνύει την ειλικρίνειά του έμπρακτα. Οι πρακτικές της θεωρητικής υποστήριξης, που παραπέμπουν ωστόσο τη δύσκολη εφαρμογή, χωρίς κανένα νομικό έρεισμα, στους συλλόγους διδασκόντων, είναι υποκριτικές και τουλάχιστον ύποπτες.

Υποκείμενοι στις πρόχειρες κι ανερμάτιστες «παιδαγωγικές» αερολογίες που εκπορεύονται από τις πολιτικές ηγεσίες, οι εκπαιδευτικοί χρειάζεται να απεγκλωβιστούν από την παγίδα και να θέσουν τον πολιτικό κόσμο προ των ευθυνών του. Οι «ευαίσθητοι» αρμόδιοι για εκπαιδευτικά θέματα, με τις αλλοπρόσαλλες ιδεοληψίες τους, έχουν οδηγήσει τη στιγμή αυτή έναν ολόκληρο σύλλογο διδασκόντων σε καταδίκη από τη Δικαιοσύνη, ενώ επικρέμαται πάνω απ’ το κεφάλι των καθηγητών και η δαμόκλειος σπάθη της απόλυσης. Επειδή η παράτυπη στάση των εκπαιδευτικών υπήρξε προϊόν των επί σειράς ετών θεωρητικών «εμπνεύσεων» του υπουργείου Παιδείας, εγείρεται εύλογα η αξίωση για μία, επιτέλους, επίσημη πολιτική τοποθέτηση που θα αναλάβει την ευθύνη της συγκεκριμένης εξέλιξης, θα δικαιώσει ηθικά τους εκπαιδευτικούς και θα τους παράσχει, μέσω των απαιτούμενων νομικών προσαρμογών, τα απαραίτητα όπλα για την αθώωσή τους στο εφετείο. Μπορεί οι εκπαιδευτικοί να παγιδεύτηκαν στη διάτρητη ιδεοληψία μίας παρεξηγημένης «ανθρωπιάς», όμως οι προθέσεις τους ήταν οι αγνότερες. Η παρωχημένη αντίληψη για το περιεχόμενο των παιδαγωγικών επιβάλλεται να εγκαταλειφθεί· προτού όμως συμβεί αυτό, επιβάλλεται εξίσου η αποκατάσταση των εκπαιδευτικών που υπήρξαν τα καλοπροαίρετα θύματά της. Είναι καιρός πια για τους αρμόδιους πολιτικούς φορείς, αν όντως διακρίνονται, όπως διατείνονται, από υπευθυνότητα κι ευαισθησία, να αναλάβουν τις προσωπικές τους ευθύνες ως ηθικοί αυτουργοί της παρατυπίας, και να μην κρύβονται πίσω από το παχύδερμο, στην πράξη, και ψοφοδεές δάχτυλό τους.

 

Γιάννης Στρούμπας

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.