Με τη ματιά του Λάζαρου Ασμή: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΧΑΪΚΗ ΓΗ ΕΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΠΕΡΑΤΑ

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΧΑΪΚΗ ΓΗ ΕΩΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΤΑ ΠΕΡΑΤΑ

Η ματιά του Λάζαρου Ασμή* στον Πύργο

Τι ακριβώς είναι αυτό το βιβλίο;

Θεολογική επιστημονική μελέτη; Μάλλον  όχι! Πώς χωράει σε κάτι τέτοιο η κυρά Παναγιώτα ή η κυρά Γαρούφω από την Κέρτεζη;

Από την άλλη είναι μεστό από θεολογικές έννοιες και αναλύσεις, οπότε δεν μπορεί να είναι αφήγημα;

Στον πρόλογο αναφέρεται ως «Πολυαξονικό». Εγώ θα έλεγα ότι είναι ένα βιβλίο που παρουσιάζει κάποιες πτυχές αυτού που ονομάζουμε «Κοινωνική Θεολογία: «τη θεολογία δηλαδή στην κοινωνική της διάσταση, όπως δηλαδή αυτή με βάση τη θεωρία εφαρμόζεται στην πράξη μέσα στην κοινωνία» ή ακόμη καλύτερα «το πώς τίθεται σε βιωματική εφαρμογή το σύνολο των αληθειών της πίστεως, όπως καταγράφονται στο Ευαγγέλιο και την Παράδοση της Εκκλησίας»[1].

Σε όλο αυτό θα πρέπει να ξεχωρίσουμε δύο βασικά στοιχεία: τη θεωρία και το βίωμα, τα οποία συχνά εναλλάσσονται στο ρόλο του ποιο καθορίζει ποιο, και εδώ έγκειται η δυσκολία πολλές φορές να δοθεί η θεολογία με καθαρά διανοητικούς όρους. Το βιβλίο αυτό λοιπόν προσπαθεί και μέσα από συγκεκριμένα παραδείγματα βιοτής να παρουσιάσει κάποιες συμπεριφορές ως  αποστάγματα της θεολογικής σκέψης. Μας υπενθυμίζει ότι το «συγκεκριμένο» είναι αυτό που πραγματώνει το «αφαιρετικό».

Έτσι ο Παναγιώτης ο Μπούρδαλας «χώρεσε» στο βιβλίο του την μητέρα του Γαρούφω, τη συγχωριανή του Παναγιώτα, τον παπα-Ανδρέα και άλλους ιερείς, μαζί με ζητήματα πρακτικής θεολογικής διαχείρισης, όπως αυτά που προέκυψαν την εποχή της πανδημίας, αλλά και με τη Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας του 2016. (Να εξηγήσουμε εδώ ότι αυτή πραγματοποιήθηκε στο Κολυμβάρι Χανίων και συζήτησε θέματα διοικητικά, όπως είναι η αυτοκεφαλία των εκκλησιών ή τα ζητήματα σχέσης με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, αλλά και πιο συγκεκριμένα θέματα όπως τα περί γάμου ή νηστείας.) Η καθεμιά από τις αναφορές παίζει τελικά ξεχωριστό ρόλο. Η περιγραφή συγκεκριμένων προσώπων είναι προσδιοριστική των βιωμάτων  του συγγραφέα. Η ενασχόληση με τη Μεγάλη Σύνοδο της Ορθοδόξου Εκκλησίας συνδέεται με την γενικότερη ανάγκη για κοινό θεωρητικό επαναπροσδιορισμό ή εξ αρχής καθορισμό θεολογικών  ζητημάτων που προκύπτουν στο σήμερα.

Όμως όλα αυτά ο συγγραφέας έρχεται να τα δει μέσα και από την κοινωνικό-πολιτική τους διάσταση, καθώς ο ίδιος ήταν και είναι παρών σε πολλές κοινωνικές- πολιτικές διεργασίες μέσα από την συνδικαλιστική κυρίως, αλλά και την ευρύτερή του δράση. Ο ίδιος βλέπει στο βιβλίο του ότι η «ιστορία της ανθρωπότητας τελικά αποτελεί μια πνευματική, κοινωνική, επιστημονική και τεχνολογική διαπάλη μεταξύ των «λευκών» κύκνων της αλληλέγγυας ζωής και των «μαύρων» της ανταγωνιστικής» (σελ. 12). Η κοινωνικό-πολιτική  αυτή όμως οπτική  δεν σημαίνει ότι έρχεται σε ρήξη με την προηγούμενη (τη θεολογική ). Το τονίζουμε αυτό γιατί υπάρχει μία καθημερινή παρανόηση ότι ο καλός «χριστιανός» δεν πρέπει να ασχολείται με τα κοινωνικό-πολιτικά δρώμενα. «Να κοιτά το σπίτι του, τη δουλειά του και να εκκλησιάζεται συχνά» αυτό φτάνει. Κάτι τέτοιο όμως είναι ένα μοντέλο «γκρίζου κύκνου» που συχνά  κάνει τους χριστιανούς να είναι άθελά τους υποστηρικτικοί των μαύρων κύκνων. Γιατί υπάρχουν πολλά ζητήματα της καθημερινής πολιτικής πραγματικότητας που κινούνται σε αντιχριστιανικό πνεύμα και εμείς ως «καλοί χριστιανοί» σφυρίζουμε αδιάφορα. [2]

Και το βιβλίο αυτό έρχεται να μας υπενθυμίσει ξεχασμένες ή και παρανοημένες χριστιανικές αρετές.

Διαβάζοντας  λοιπόν το βιβλίο διερωτήθηκα: πώς μπορούμε να μείνουμε αδιάφοροι ως χριστιανοί ορθόδοξοι στον προβληματισμό που διατυπώνει η Μεγάλη Σύνοδος για τον «ατομοκεντρισμό»  της παιδείας (σελ. 133) και την προβολή του εξατομικευμένου-ανταγωνιστικού τύπου ανθρώπου (σελ.135). Όταν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος μας λέει, όπως μας θυμίζει και το βιβλίο,  «Μη καυχάσθω, φησὶν, ὁ σοφὸς ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ πλούσιος ἐν τῷ πλούτῳ αὐτοῦ, μηδὲ ὁ δυνατὸς ἐν τῇ ἰσχύι αὐτοῦ» εμείς θα αποδεχτούμε να προβάλλεται στα παιδιά μας η αριστεία και να θεωρείται προσόν η ανταγωνιστικότητα;

Όταν ο ίδιος μας ξεκαθαρίζει ότι «Πάντες γὰρ ἕν ἐσμεν ἐν Κυρίῳ, εἴτε πλούσιος, εἴτε πένης, εἴτε δοῦλος, εἴτε ἐλεύθερος, εἴτε ὑγιαίνων, εἴτε πονηρῶς ἔχων τοῦ σώματος» εμείς θα μείνουμε  αδιάφοροι απέναντι σε ταξικά ζητήματα γιατί θα πιστεύουμε αυτό που μας πλασάρουν ότι «δεν γίνεται αλλιώς»; Ποιοι; οι χριστιανοί που διατυμπανίζουν ότι «Τὰ ἀδύνατα παρὰ ἀνθρώποις δυνατὰ παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν…». Εμείς οι χριστιανοί θα πούμε ότι πρέπει να αποδεχτούμε ως αναπόφευκτη την αδικία που υπάρχει γύρω μας;

Όταν η ίδια η Μεγάλη Σύνοδος παρατηρεί επικριτικά ότι «…κατά τήν σύγχρονον ἐποχήν, … ἡ ἄνισος καί ἄδικος κατανομή τῶν ἀγαθῶν στερεῖ καί αὐτοῦ τοῦ ἐπιουσίου ἄρτου ὁλοκλήρους λαούς…»! (σελ. 235), εμείς δεν θα πάρουμε θέση για την συγκέντρωση του παγκόσμιου πλούτου σε λίγα χέρια; Όταν μάλιστα η ίδια η Σύνοδος μας υποδεικνύει τα αίτια αλλά και τη λύση:  «Τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι συνήθως ἀποτέλεσμα κερδοσκοπίας χωρίς φραγμούς ἐκ μέρους οἰκονομικῶν παραγόντων, συγκεντρώσεως τοῦ πλούτου εἰς χεῖρας ὀλίγων καί στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη δικαιοσύνης καί ἀνθρωπιστικῆς εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος.  Και η λύση: Βιώσιμος οἰκονομία εἶναι ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδυάζει τήν ἀποτελεσματικότητα μετά δικαιοσύνης καί κοινωνικῆς ἀλληλεγγύης»,(σελ. 330) (Όλα αυτά δεν είναι πράγματα που ακούμε γενικώς για πρώτη φορά, αλλά είναι σημαντικό που αποτελούν πλέον επίσημη θέση της Ορθοδόξου Εκκλησίας).

Εκτός αυτών, το βιβλίο έρχεται επίσης να «θεολογήσει» και για άλλα σημαντικά σύγχρονα θέματα όπως είναι η μετανάστευση, υπενθυμίζοντας την φυγή του μικρού Ιησού, με τη μητέρα του Μαρία και τον Ιωσήφ στην Αίγυπτο (σ.143). Όπως μας λέει είναι «Μία  φυγή που αποτελεί σύμβολο κάθε φυγής – μετανάστευσης λόγω τεράστιων κινδύνων σε μια πατρίδα που τρώει τα παιδιά της». Και μάλιστα κάνει ένα σαφή και χρήσιμο διανοητικό προσδιορισμό του θέματος λέγοντας μας: «όπως δεν μπορείς να θεωρείς πρόβλημα της κοινωνίας τους ανέργους, αλλά την ανεργία, έτσι δεν μπορείς να θεωρείς πρόβλημα τους μετανάστες, αλλά τη μετανάστευση» (σ.147).  «Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί οι μετανάστες καλώς βρίσκονται εδώ με ή χωρίς χαρτιά. Το πραγματικό μας πρόβλημα είναι αυτοί  που δημιουργούν την ανάγκη για μετανάστευση από οποιαδήποτε πατρίδα». Σε κάθε τέτοια στιγμή επίσης δεν  πρέπει να ξεχνάμε ότι για την Εκκλησία ο εθνικισμός αποτελεί την καταδικασμένη αίρεση του εθνοφυλετισμού, όπως μας υπενθύμισε και η Μεγάλη Σύνοδος.

Το βιβλίο αυτό έρχεται από την άλλη, να πάρει θέση,  με σχετικά επίκαιρο τρόπο για την σχέση θρησκείας και επιστήμης κυρίως μέσα από την τραγική εμπειρία του covid 19. Εκεί υπήρξε η σύγκρουση, από τη μια, μίας επιστήμης που ενίοτε συμπεριφέρθηκε σαν «συνειρμική επιστήμη…που αφήνεται να γίνεται εκτελεστικό όργανο του νεοφιλελευθερισμού και των συμφερόντων που τον στηρίζουν» (σελ.185) και από την άλλη,  υπήρξε μια εμμονή θρησκευτικού τύπου, που φαντασιώθηκε την έλευση του Αντίχριστου μέσα από τα εμβόλια. Υπήρξε μία έντονα διπολική αντιπαράθεση στην κοινωνία και μέσα στην ίδια την εκκλησία που έχει αφήσει ακόμη ανεπούλωτες πληγές. Ο συγγραφέας είχε προτείνει τη «διερεύνηση μία τρίτης άποψης, που δεν θα είναι ταυτόχρονα ανορθολογική, αλλά ούτε άνευ όρων υποταγή στα οικονομικά συμφέροντα» (σελ. 184) κάτι που παραμένει ακόμη ζητούμενο για πολλούς και διαφόρους λόγους. Θα πρέπει γενικότερα σε όλα τα θέματα να πάψουμε να κινούμαστε στην εκβιαστική λογική του «ασπρου-μαύρου». Εκτός από τους ακραίους αντιεμβολιαστες και τους ακραίους φοβισμένους εμβολιασμένους, υπάρχουν και άλλοι δρόμοι που μπορεί να μην κάνουν πολύ «θόρυβο» επειδή απλά είναι λιγότερο φανατισμένοι. Επίσης  μετά από μια επώδυνη εμπειρία, όπως ήταν η  διαχείρισης της πανδημίας, καλό είναι να κάνουμε τον αναστοχασμό μας. Οι προτάσεις του συγγραφέα είναι ένα χρήσιμο παράδειγμα προς αυτή την κατεύθυνση. Μας καλεί:

-να επαναπροσδιορίσουμε τις συμπεριφορές της άκριτης υποταγής πολλών φοβισμένων συμπολιτών μας, αλλά και της εύκολης αποδοχής ανορθολογικών συμπερασμάτων.

-να αποτρέψουμε στο μέλλον όλες τις νέες πρακτικές ελέγχου του ανθρώπου που δοκιμάστηκαν αυτή την εποχή

-να κάνουμε ενέργειες για να κερδίσουμε πίσω την χαμένη ευκαιρία για τα μέτρα υπέρ των δημοσίων αγαθών (να μιλήσουμε για την πολιτική ευθύνη και όχι μόνο για την ατομική).

Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να μετατρέψει το τραύμα σε φάρμακο για πάσαν παρόμοια μελλοντική νόσον.

Ο συγγραφέας όμως εκτός από το να ασχολείται με θέματα που διευθετήθηκαν ή συζητήθηκαν, καταθέτει και άλλα ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης όπως:

-«Ο υφέρπων εθνικισμός και εθνοφυλετισμός σ’ επισκόπους, κληρικούς, μοναχούς, λαϊκούς και θεολογούντων σ’ όλες τις τοπικές εκκλησίες ….    

 – Η πρόσδεση πολλών Εκκλησιών ή και Μονών σε επίπεδο θεσμικό με τις κρατικές εξουσίες και η αναλογούσα διαπλοκή σ’ επίπεδο πολιτικό, οικονομικό, ιδεολογικό, ακόμη και θεολογικό..

– Η οικονομική διαπλοκή Προκαθημένων ή και Συνόδων με παράγοντες του Κεφαλαίου, των Μίντια, του Πρωταθλητισμού, μέχρι και του ‘’υποκόσμου’’, είτε άμεσα, είτε έμμεσα. Μιλάω για τον υφέρποντα ή φανερό αστοχριστιανισμό…» (σελ. 225)

Αρνείται λοιπόν ο συγγραφέας να κλείσει τα μάτια σε φαινόμενα αλλοτρίωσης και αναζητά ασφαλιστικές δικλείδες ώστε να μην ταυτίζεται η Εκκλησία με αυτά.

Το βιβλίο αυτό θεωρώ ότι συνοψίζει τον σκοπό του, πολύ εύστοχα, στο σημείο που γράφει: «Η συνείδηση της ζώσας Εκκλησίας δεν διαχωρίζει την ειρήνη από την δικαιοσύνη. Όταν αυτό το κάνει υπέρ της «ειρήνης», χωρίς δικαιοσύνη και χωρίς στήριξη των αγωνιστών της δικαιοσύνης, τότε γέρνει υπέρ των εξουσιαστών, που επιδιώκουν μια ολοκληρωτική ειρήνη, την «ειρήνη νεκροταφείου», την ώρα που η κοινωνία είναι ακόμα άδικη, ταξική, ιεραρχική, ανδροκρατική και πατριαρχική…» (σελ.281). Αυτή είναι η αγωνία του συγγραφέα που έχει μεγαλώσει σε ένα χριστιανικό περιβάλλον αλλά και που εμβαθύνει σε αυτό που πιστεύει.

Πρέπει βέβαια να πούμε ότι το βιβλίο σε καμία περίπτωση δεν έρχεται απλά να καταγγείλει τους «κακούς χριστιανούς» για τα κακώς κείμενα στον κόσμο, γιατί όπως είπαμε αυτοί είναι απλώς οι «γκρίζοι κύκνοι». Για το λόγο αυτό τοποθετείται απέναντι στη σύγχρονη ρίζα του κακού: τον μηχανιστικό ή μονομερή υλιστικό θετικισμό» που μας οδηγεί σε μία άκριτη ανάπτυξη που αποδεικνύεται ενίοτε και καταστροφική. Γιατί γενικώς ξεχνάμε κάτι που έρχεται να μας υπενθυμίσει ο συγγραφέας ότι  «ο άνθρωπος, ως προσωπικό υποκείμενο διαθέτει συνείδηση, συναισθήματα και ενσυναίσθηση, αλλά και ως συλλογικό υποκείμενο διαθέτει πολιτισμικές ταυτότητες και κοινωνική ή πολιτική συνείδηση, ενώ διαμορφώνεται η κατά τόπους και εποχή προσωπική και κοινωνική ηθική…» (σελ. 287). Περιέχει θέσεις και ζητήματα λοιπόν που δεν αφορούν  τους έχοντες μόνο την συγκεκριμένη θρησκευτική ταυτότητα του ορθοδόξου χριστιανού. Άλλωστε ο συγγραφέας δείχνει διατεθειμένος να συνομιλήσει και να συνυπάρξει με ανθρώπους του θεωρητικού αθεϊσμού «καλής θελήσεως» (σελ.298). 

Έτσι και αλλιώς οι χριστιανοί και ο υπόλοιπος κόσμος πάσχουν από πολλές ίδιες παθογένειες σε επίπεδο νοοτροπιών. Πχ η αναφερόμενη στο βιβλίο ως φερόμενη διαφοροποίηση του Μεγάλου Αθανασίου με το Μέγα Βασίλειο για το αν είναι φόνος ή όχι να σκοτώνουμε σε περίοδο πολέμου, είναι μία διαφωνία μεταξύ γνωμοδότησης που διακρίνεται για το ρεαλισμό της (του Αθανασίου) και ενός  κανόνα που  διασώζει το ιδεώδες (του Βασιλείου). Μήπως σήμερα δεν «πάσχουμε» από την ιδέα να παραιτούμαστε από το ιδεώδες για χάρη του πρακτέου; (κάποτε είναι αναγκαίο, αλλά δεν μπορεί αυτό να γίνει καθημερινός κανόνας). Αυτό δεν αφορά μόνο την θρησκεία αλλά και την πολιτική. Έχουμε κυβερνήσεις που κατέχουν το 50% της βουλής έχοντας την στήριξη μόνο του 20% του εκλογικού σώματος. Μπροστά στην λεγόμενη αποτελεσματικότητα ξεχνάμε το ιδεώδες που είναι η δημοκρατική αντιπροσώπευση.

Από την άλλη μεριά μήπως οι αλλοτριωμένες μορφές ελευθερίας που εμφανίζονται παγκοσμίως και με τις οποίες ασχολείται το συγκεκριμένο βιβλίο, δηλαδή τον «ατομικό» άνθρωπο και «τον μαζικό» άνθρωπο, δεν είναι καταστάσεις που βλέπουμε υπαρκτές και στο χώρο της Εκκλησίας; Η επικράτηση λοιπόν του «συλλογικού» μοντέλου ανθρώπου, αυτού που συμμετέχει ενεργά στα κοινωνικά δρώμενα, είναι κοινή επιδίωξη των χριστιανών αλλά και του υπόλοιπου κόσμου.

Τέλος, ακόμη και η διαχείριση ενός θέματος που δείχνει να είναι αμιγώς εκκλησιαστικό, όπως αυτό του πρωτείου ανάμεσα στους προκαθημένους της εκκλησίας, που απασχολεί το βιβλίο, δεν είναι αδιάφορο για έναν «κοσμικό» άνθρωπο. Η ιδέα του πρώτου μεταξύ ίσων είναι πολύ χρήσιμη για όλες τις διοικητικές πτυχές της σύγχρονης πραγματικότητας. Η ιδέα ότι ο έχων εξουσία απλά έχει τις πρωτοβουλίες για την υλοποίηση της βούλησης του συνόλου. Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και η συνολική πρόταση του συγγραφέα για την επίλυση των εκκλησιαστικών διοικητικών θεμάτων, ο οποίος μεταξύ άλλων προτείνει κάτι χρήσιμο και ξεχασμένο, τις κληρικολαϊκές συνελεύσεις ως ενισχυτικό της πορείας προς τον συλλογικό άνθρωπο.

Κλείνοντας εδώ την παρουσίαση δεν έχω παρά να τονίσω ότι όλα τα παραπάνω είναι το δικό μου απόσταγμα από την ανάγνωση αυτού του βιβλίου που παίρνει θέση για αρκετά ζητήματα αλλά και θέτει άλλα προς επίλυση στο μέλλον. Τελειώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου, μου έμεινε μια «ευχάριστη αίσθηση του ανικανοποίητου». Ευχάριστη γιατί ορίζει θέματα που θάβουμε στο υποσυνείδητό μας καθημερινά, και είναι σημαντικό να τα φέρνουμε κάποια στιγμή στην επιφάνεια, γιατί γίνεται το πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση, ειδικά όταν γίνεται με συλλογικό τρόπο. Και ένα βιβλίο με το οποίο κοινωνούμε τις ιδέες μας αποτελεί σημαντικό εργαλείο προς την κατεύθυνση αυτή. Το «ανικανοποίητο» έχει να κάνει με το ότι δεν αντέχεται  άλλο αυτός ο κόσμος που μας επιβάλλουν και θέλουμε να τον αλλάξουμε, να το φέρουμε τούμπα. Για αυτό και εγώ Παναγιώτη δεν έχω παρά να σε ευχαριστήσω, κυρίως για αυτήν την ζωοποιό υπενθύμιση.

* Ο Λάζαρος Ασμής είναι εκπαιδευτικός, κοινωνιολόγος και θεολόγος.

Σημείωση από τΜτΒ: Η βιβλιοπαρουσίαση έγινε στο Λάτσειο Δημοτικό Μέγαρο (αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Πύργου) στις 08.05.2023 με την ευθύνη των εκδόσεων Αρμός και του Βιβλιοπωλείου Κορκολή υπό την αιγίδα του Δήμου Πύργου.


[1] https://www.pemptousia.gr/2020/05/pimantiki-ke-kinoniki-theologia/

[2] «Η υπερβολική χρήση της θρησκευτικότητας, από άλλη μερίδα χριστιανών, εις βάρος της καθημερινής πάλης για δικαιοσύνη και ελευθερία» (σελ.207)

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.