Χρυσ. Σταμούλη: Έρως και θάνατος*
Του Θεόφιλου Αμπατζίδη
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗΣ:
ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ,
Δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης,
Ακρίτας 2009, σελ.434.
Λίγα βιβλία, ιδίως της νεοελληνικής θεολογικής μας παραγωγής, κομίζουν την ποιότητα αλλά και την βαρύτητα του θεολογικού προβληματισμού, που συναντά ο αναγνώστης στον ανά χείρας τόμο.
Ο γνωστός για τις ευαισθησίες του εκδοτικός οίκος του «Ακρίτα», φιλοξενεί στον καλαίσθητο αυτό τόμο μονογραφία του καθηγητή Σταμούλη που θέτουν ευθύς εξαρχής τον αναγνώστη αντιμέτωπο με την γόνιμη δυναμική της ορθόδοξης θεολογίας, αλλά και τον ρόλο που καλείται να παίξει σήμερα.
Με προσφυή αφετηρία την αριστοτεχνική περιγραφή της διακεκριμένης ταινίας «Οι ζωές των άλλων», του Florian von Donnersmark, αφορμάται ο συγγραφέας στη «Μεθιστορία» του σε μια πράξη περισσότερο κατανόησης και έπειτα ερμηνείας – με κλειδί πάντοτε την ορθόδοξη θεολογία – της παθολογίας του συστήματος και της ανάγκης δραπέτευσης απ’ αυτό. Μια κατανόηση του τρόπου με τον οποίο κάθε κοινωνία, περισσότερο ή λιγότερο, μεταποιεί το δυναμικό περιεχόμενο της ζωής σε σύστημα, ταυτόχρονα με την απαίτηση, έστω μόνον (;) των χαρισματικών και ριψοκίνδυνων, απεξάρτησης απ’ αυτό. Η πίστη και η αγάπη, αποσπασμένες από την ελευθερία του προσώπου, καταλήγουν υπηρετικές του συστήματος, του «τέρατος της αφομοιωμένης ειδωλολατρίας και υποκρισίας» (σελ. 72). Έτσι που η αποδόμηση, ακόμη και η πιο σκληρή ή η πιο ιδεολογικοποιημένη, όπως αυτή του M. Onfray, μοιάζει με επιτακτική ανάγκη.
Η κατανόηση της αποδομητικής τάσης της μετανεωτερικότητας ως πλεονέκτημα για την άσκηση ορθόδοξης αυτοσυνειδησίας (ο όρος του συγγραφέα από παλαιότερο βιβλίο του), πέρα από ότι μας βρίσκει απολύτως αλληλέγγυους, συνιστά εφαλτήριο δημιουργικής πνοής της θεολογικής σκέψης, μακριά από φοβικά και ενοχικά σύνδρομα προδοσίας της Ορθοδοξίας ή αλλοίωσης της φυσιογνωμίας της. Πράγματι, μπορεί πτυχές της πατερικής σκέψης που ταυτίζονται με ποιμαντικά προβλήματα του καιρού της να είναι σήμερα εν πολλοίς ξεπερασμένες (σελ. 80). Αυτό όμως δεν σημαίνει την υιοθέτηση μιας μετα-πατερικής θεολογίας αποκομμένης από την ιστορική της διαδρομή. Το τελευταίο μοιάζει, κατά το συγγραφέα, με «επιστημονική αίρεση» (σελ. 80). Παρ’όλα αυτά, η ανάγκη για μια θεολογία «υψηλού ρίσκου» που θα τολμά να καταδείξει τις νοσηρές αγκυλώσεις του εξιδανικευμένου παρελθόντος ή τις άνευρες συμβολοποιήσεις του, μοιάζει με σανίδα σωτηρίας για τη σημερινή ορθόδοξη θεολογία.
Συνεκτικός ιστός ενότητας του «θεολογείν», σ’ όλη την έκταση του βιβλίου, παραμένει ο πολιτισμός της σάρκωσης που επιτρέπει στον Σταμούλη, όχι μόνον την ανασημασιοδότηση της πλατωνικής και ντεριντιανής «χώρας», αλλά και την έξοδο από την ενδημική του συστήματος με βάση το πρόσωπο του σαρκωθέντος Λόγου, που ζωοποιεί τα σύμβολα.
Στο πλαίσιο αυτό κατανοείται και η ποιμαντική ειδωλολατρία του καιρού μας η οποία χαρακτηρίζεται από την ψυχολογική ανάγκη βεβαιοτήτων, που αποστεώνουν τη ζωή και εξορκίζουν, ψυχαναγκαστικά, τον πόνο, μπρος την επιδίωξη ενός πλασματικού πνευματικού νιρβάνα. Μια πνευματικότητα που αρνείται, στις συνέπειές της, τη σάρκωση, την ολοποιητική δυναμική της ζωής εγκεντρισμένη στην πρόσληψή της από τον Λόγο, είναι φυσικό να δογματίζει, αιώνες πριν τον Διαφωτισμό και από μια ριζικά ανεστραμμένη αφετηρία, την απόσχιση της πραγματικότητας σε ιερή και βέβηλη, την αποϊεροποίηση του κόσμου. Και χρειάζεται να αφιερώσει ο συγγραφέας μέρος από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου του, στην ανασκευή των παρεξηγήσεων που φαίνεται να φυλακίζουν τη θεολογική σκέψη στην προαναφερθείσα διελκυστίνδα.
Με τέτοια προαπαιτούμενα μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεολογία του πολιτισμού ως εκθεολόγηση του πολιτισμού της σάρκωσης, ως δεξίωση όλων των εκφάνσεων της ανθρώπινης ζωής στην προοπτική της μεταμόρφωσής τους, δια της σχέσεως με το Πρόσωπο του Σαρκωθέντος, ως συνέχεια και προέκταση της δημιουργίας.
Με απόλυτη σαφήνεια καταφάσκει ο ορθόδοξος διανοητής και δογματολόγος ότι «ο Χριστός ήλθε και για τον πολιτισμό» (σελ. 123), χωρίς να ταυτίζει ή να εγκλωβίζει τον Χριστό στην ιστορία. Η απόρριψη τόσο του υπεριστορισμού όσο και του υπερεσχατολογισμού, μοιάζει να συνιστά τη χρυσή τομή καταξίωσης της δημιουργίας και της ιστορίας, όπως φωτίζονται και ζωοποιούνται από την παρεμβολή των εσχάτων στο κοσμικό γίγνεσθαι.
Στο κρίσιμο κεφάλαιο για τη φύση του έρωτα – κατά τη γνώμη μας το πιο δημιουργικό – ο συγγραφέας, με καθοδηγητικό νήμα και πάλι τη σάρκωση και τη συνακόλουθη αποδοχή της ύλης και του ανθρώπινου σώματος, εκφράζει μια ριζοσπαστική θεολογία, γόνιμη αλλά και προκλητική, με στόχο την «αποκατάστασή» τους, – άρα και του ανθρώπου ως προσώπου συνολικά – στις ολοποιητικές δυνατότητες και ορθόδοξες διαστάσεις τους. Δυστυχώς, μετά από δεκαετηρίδες νεοπατερικής αναγέννησης και επιστημονικής εμβάθυνσης, το ζήτημα του έρωτος παραμένει θεμελιώδες taboo και παράγοντας αποστέωσης της εν Χριστώ ζωής.
Με έκδηλη παρρησία και συστηματική ακρίβεια ο Σταμούλης θα ξεκαθαρίσει πως δεν είναι άλλο πράγμα ο έρωτας και άλλο η αγάπη (σελ. 148-149), ούτε ότι η αγαπητική τάση του ανθρώπου, ο έρως, είναι ένα αρνητικό γεγονός, που πρέπει να εξαφανισθεί στο τέλος μιας στωικής απάθειας. Αυτή η «ολιστική κατανόηση και καταξίωση του ενός και μόνου έρωτα» αναδεικνύει τον τελευταίο ως «δυνατότητα για τη φανέρωση και τη γνώση τόσο του ανθρώπινου προσώπου όσο και του θεϊκού», sic (σελ. 149). (Στο πλαίσιο αυτό η δίωξη και ο προπηλακισμός όσων πίστεψαν και έγραψαν για την ενότητα και τη γνωσιοθεωρητική του αναφορικότητα, όπως ο καθηγητής Γιανναράς, μόνον ως προϊόν ενός αθεολόγητου πουριτανισμού και μιας εξουσιαστικής αντιμετώπισης της πνευματικότητας μπορούν να κατανοηθούν).
Δεν είναι εφικτό να παρακολουθήσουμε, στα ασφυκτικά περιθώρια ενός βιβλιοκριτικού δοκιμίου, την ανάπτυξη της σκέψης του συγγραφέα αλλά και την πατερική και επιστημονική της πλαισίωση, στην περιγραφή της ενοχοποίησης της ύλης, του σώματος, της επιθυμίας και της ηδονής. Στη δαιμονοποίηση της σεξουαλικής ζωής, την αφαίρεση του μυστηριακού της περιεχομένου και την κατανόηση της άσκησης και της πνευματικότητας ως στέρησης, έλλειψης ή απόρριψης. Ο αναγνώστης μπορεί να τα δει όλα αυτά, κι αν ακόμη διατρέξει και μόνον, τις σελίδες του βιβλίου.
Εκεί που πρέπει κάπως να σταθούμε είναι στο πρόβλημα – που με πρωτοποριακότητα για τα ακαδημαϊκά μας δεδομένα – αναδεικνύει ο συγγραφέας: Αυτό της διαφοροποίησης της πατερικής παράδοσης στο ζήτημα της εκθεολόγησης του ανθρώπινου έρωτα. Είναι, λοιπόν, ο έρωτας προϊόν της πτώσης και της αμαρτίας; Συνιστά μεταπτωτική συγκατάβαση του Θεού ή ανήκει στην προαιώνια βουλή και επιλογή Του, εξ ου και η δημιουργία των ανθρώπινων φύλων αλλά και των φύλων των ζώων; Μπορούμε να αναγνωρίσουμε την ερωτική δύναμη στη δημιουργία, πριν την πτώση του ανθρώπου και την αμαρτία;
Στα προαναφερθέντα ερωτήματα ακόμη και η πατερική σκέψη παρουσιάζει αποκλίσεις που, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, διαιωνίζονται και σήμερα. Αυτονόητα, δεν είναι ίδιες οι θέσεις του Κυρίλλου Αλεξανδρείας ή του Χρυσοστόμου, μ’ εκείνες του Γρηγορίου Νύσσης, του Βασιλείου Αγκύρας ή και του Μαξίμου ακόμη. Αν και, απαρέγκλιτα, κανείς από τους πατέρες δεν διδάσκει την οντολογικοποίηση του κακού, τον εντοπισμό του στην κτίση, το σώμα και τις λειτουργίες του, εν τούτοις δεν ταυτίζονται ως προς το εάν ο έρωτας και οι διαφυλικές σχέσεις είναι προϊόν της πτώσης ή συνιστούν αυτονόητα αμαρτία. (Αν και ως προς το δεύτερο τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα).
Το ζήτημα για τον συγγραφέα, προφανώς και για τη θεολογία και την ορθόδοξη παράδοση, παραμένει ανοικτό. Η ιστορία του προβλήματος απόρριψης του έρωτος από μερίδα των πατέρων κατανοείται, είτε ως απάντηση σε αιρετικές αλλά και ενδοεκκλησιαστικές ομάδες που υποσκάπτουν τον μοναχισμό και την παρθενία, είτε ως εξουσιαστική απαίτηση του άγαμου κλήρου για έλεγχο της πνευματικής (και όχι μόνον) ζωής. Η ανάλυση αυτή, μολονότι έχει τεράστια σημασία, δεν εξαντλεί την κατανόηση του φαινομένου σήμερα. Εκείνο που, ίσως, χρειάζεται είναι η πληρέστερη θεολογική κατανόηση της δημιουργίας, της πτώσης και της αμαρτίας και, εξάπαντος, της άσκησης στο σημερινό πολιτισμικό περιβάλλον, που μπορεί να καταξιώσει την ύλη, το σώμα και τον έρωτα, ταυτόχρονα με τον απεγκλωβισμό του ανθρώπου από την αμαρτία. Και αυτό φαίνεται να’ ναι το στοίχημα του συγγραφέα.
Ίσης πρωτοποριακότητας αλλά και δυσκολίας με το ζήτημα του έρωτος φαίνεται πως είναι εκείνο του θανάτου. Γι’ αυτό, άλλωστε, αποτελούν νοηματικό αλλά και λογοτεχνικό δίδυμο, το οποίο ο συγγραφέας υιοθετεί και στον τίτλο του βιβλίου του. Ύλη αδίδακτη ο θάνατος. Και έτσι όπως οι μαθητές την φοβούνται, την αποστρέφονται και την ξορκίζουν, ξορκίζει – όμως χωρίς καμιά διάκριση μαθητείας – και ο τρυφηλός μας πολιτισμός την παρουσία του, με πράξεις υστερίας και τρόμου, υπό τον μανδύα, πάντοτε, του καθωσπρεπισμού. Κι’ όμως, όπως παρατηρεί ο συγγραφέας, η εξορία του θανάτου σημαίνει ξόρκι της ζωής. Γιατί μέχρι την εσχατολογική του κατάργηση (έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος), παραμένει σχολείο και στίβος για να μάθουμε τη ζωή, τόσο πριν όσο και μετά την παρουσία του.
Στη συνέχεια ο καθηγητής Σταμούλης καταπιάνεται με ένα διαχρονικά ακανθώδες, αλλά ταυτόχρονα και εξαιρετικά σύγχρονο στην επαναδιατύπωσή του, πρόβλημα: Το πρόβλημα του κακού και της πτώσης. Στον 21ο αιώνα της ανθρωπολογίας το ζήτημα αναδιατυπώνεται με όρους που θέτει η σύγχρονη επιστήμη. Πρόκειται στην ουσία περί αμφισβήτησης και άρνησης της ιστορικότητας της πτώσης από τη μεριά των φυσικών επιστημών και της πρόκλησης που η θέση αυτή συνεπάγεται για έναν γόνιμο και σύγχρονο θεολογικό λόγο. Μια πρόκληση που, συγγραφέας, την αναλαμβάνει στο έπακρο, προκείμενου να επανατοποθετήσει μια σειρά από θεολογικά ζητήματα όπως: τη φύση και το νόημα του προπατορικού αμαρτήματος, την κληρονομική και ενοχική του διάσταση, την ύπαρξη και το νόημα του κακού, το πρόβλημα της θεοδικίας και τόσα άλλα. Ανατέμνοντας χειρουργικά έναν διάλογο που μόλις ξεκίνησε στην ελληνόφωνη Ορθοδοξία, ξαναθυμίζει σημαντικότατες πατερικές παραμέτρους όπως: Την εγγενή αδυναμία αυθυπαρξίας του κτιστού, άρα και τη δυνατότητα του θανάτου προπτωτικά στην περίπτωση διακοπής της σχέσης κτιστού-ακτίστου, το απροϋπόθετο της σάρκωσης, την απενοχοποίηση του Θεού για το κακό και το θάνατο, αλλά και την απενοχοποίηση του ανθρώπου για τον τελευταίο, μια και δεν τον εισήγαγε ο άνθρωπος αλλά συνιστά ιδίωμα της κτιστότητος.
Ο συγγραφέας φαίνεται ότι ακολουθεί στο ζήτημα αυτό τη θέση του Μάξιμου του Ομολογητή και ευάριθμων σύγχρονων ερμηνευτών του, περί μη ιστορικότητας της συγκεκριμένης βιβλικής διήγησης. Αν και η άποψη αυτή, πέρα από την καταφανή της τόλμη και ριζοσπαστικότητα, δεν είναι άμοιρη προβλημάτων τα οποία επιχειρήσαμε να δείξουμε αλλού, δεν παύει να αποτελεί, στο πλαίσιο της συγκεκριμένης επεξεργασίας της από τον Σταμούλη, όχι μόνον γόνιμη και δημιουργική παρέμβαση, αλλά και ικανή συνεισφορά στη σύγχρονη θεολογική ανθρωπολογία και τις προκλήσεις της.
Στα δύο τελευταία κεφάλαια του βιβλίου, ο συγγραφέας θέτει σε κίνηση τη νέα χριστοκεντρική αρχιτεκτονική, αυτή που θα καταδείξει τον πολιτισμό της σάρκωσης. Όμως, για να κτίσεις πρέπει πρώτα να γκρεμίσεις. Να απο-δομήσεις όλες τις βεβαιότητες του συστήματος, τις παραδεδομένες αγκυλώσεις, τις φθαρμένες αποσκευές. Η ευκαιρία, όμως, μιας τέτοιας αποδόμησης δεν μπορεί παρά να είναι ανοικτότητα και ετοιμότητα διαλόγου, με το σήμερα των ραγδαίων εξελίξεων. Η ετοιμότητα να ανακαλύψεις τον μαργαρίτη, όπου κι αν αυτός βρίσκεται. Ακόμη και μέσα στην αμφισβήτηση ή την άρνηση.
Έτσι, ο θεολόγος μας, ξεκινά έναν δύσκολο μα και ελπιδοφόρο διάλογο με κάθε χώρο του επιστητού, με τη «νέα αθεΐα» και τους bright και ιδιαιτέρως με τον κύριο εκπρόσωπό της, τον M. Onfray. Η δίστομη μάχαιρα της κριτικής του θα στηλιτεύσει το νέο δογματισμό και ολοκληρωτισμό, στην απολυτότητα με την οποία ο Γάλλος στοχαστής εκφράζει τις απόψεις του, θα αναδείξει, όμως, ακόμη και σ’ αυτήν, την πρόκληση αποδόμησης κατεστημένων βεβαιοτήτων της Ορθοδοξίας. Η ίδια πρόκληση αποδόμησης αναφαίνεται στο τέλος της βεβαιότητας και της απολογητικής στράτευσης που, δια στόματος Prigogine, εκφράζει η επιστήμη, στην αγωνία της για τη νοηματοδότηση του υπαρκτού. Κατά συνέπεια, η δοκιμή για έναν πολιτισμό της σάρκωσης δεν μπορεί παρά να εκκινεί από την ανοικτότητα και ετοιμότητα ενός διαλόγου-συνάντησης, με οτιδήποτε κομίζει την αγωνία της ύπαρξης για νόημα, σκοπό και αλήθεια. Είτε αυτή εκφράζεται μέσα από την ποίηση ενός Hoelderlin και την οντολογική της ερμηνεία από τον Heidegger, είτε από την συνάντηση του ορθόδοξου με τον ξένο στη σημερινή κοινωνία της πολυπολιτισμικότητας, είτε από τον αγώνα ενάντια στην κυριαρχία του ηθικισμού, που συνιστά αφαίμαξη της εν Χριστώ αγάπης και ελευθερίας, δηλαδή του εκκλησιαστικού ήθους.
Σ’ έναν τόμο, όπως αυτός, τετρακοσίων και πλέον σελίδων, πληθώρα ζητημάτων μπορούν να τεθούν και να συζητηθούν. Το σημαντικό όμως είναι ότι, με το πέρας της ανάγνωσης, δεν ενεργοποιείται η «επαγγελματική διαστροφή» του ειδικού για ατέρμονες συζητήσεις, αλλά μπολιάζεται ο μέσος αναγνώστης με εκείνην την γονιμοποιητική αύρα η οποία τον οδηγεί στη σημασία ή την ανασημασιοδότηση όσων συνιστούν τα μέγιστα της ζωής.
* Σύναξη 115 (2010), σ. 101-103.
Με ευχαριστίες για τη φιλοξενία,
Σημείωση admin: Ο Θεόφιλος Αμπατζίδης είναι θεολόγος-εκπαιδευτικός.