ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Του Δημήτρη Καρυώτη
Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίζονται από μεγάλες ανατροπές στο χαρακτήρα και στη δομή των περισσότερων επαγγελματικών δραστηριοτήτων.
Η τερατώδης ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών δημιούργησε νέα δεδομένα. Πολλές επαγγελματικές δραστηριότητες, που άλλοτε απαιτούσαν εμπειρικές γνώσεις ή γνώσεις επιπέδου δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, συρρικνώθηκαν δραματικά, ενώ στις περισσότερες οι τεχνολογικές εξελίξεις ανάγκασαν τους εργαζόμενους να κάνουν αγώνα δρόμου για να μπορέσουν να παραμείνουν ενεργοί στην επαγγελματική τους δραστηριότητα. Αυτοί που δεν τα κατάφεραν άλλαξαν αντικείμενο εργασίας ή έμειναν άνεργοι.
Η νέα πραγματικότητα, για αυτή την κατηγορία των επαγγελμάτων, απαιτεί καλές θεωρητικές γνώσεις για την κατανόηση των νέων δεδομένων και την ανάπτυξη δεξιοτήτων στις εφαρμογές των νέων τεχνολογιών, που είναι διάσπαρτες πλέον σε όλα τα σύγχρονα επαγγέλματα.
Η εποχή που κάποιος μάθαινε το επάγγελμά του εργαζόμενος δίπλα σε κάποιον έμπειρο επαγγελματία έχει περάσει χωρίς επιστροφή.
Είναι αναγκαίο πλέον ο νέος άνθρωπος να έχει όλες τις γενικές γνώσεις που απαιτούνται, όχι μόνο για να μπορεί να κατανοήσει το γνωστικό αντικείμενο ενός επαγγέλματος σήμερα, αλλά να μπορεί να κατανοήσει και να αφομοιώσει τις τεχνολογικές εξελίξεις που θα έλθουν αύριο.
Αυτή η νέα πραγματικότητα οδηγεί στην αναγκαιότητα καθιέρωσης 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης, με παράλληλη μετακίνηση της επαγγελματικής εξειδίκευσης για μετά την 12χρονη υποχρεωτική εκπαίδευση.
Η Δευτεροβάθμια εκπαίδευση πρέπει να μετατραπεί σε ένα Πολυτεχνικό Σχολείο, που να είναι απαλλαγμένο απ’ το σημερινό εξετασιοκενρικό του χαρακτήρα, με αυτοδύναμο εκπαιδευτικό και παιδαγωγικό ρόλο, που δεν θα λειτουργεί ως προθάλαμος για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Το σχολείο αυτό πρέπει να έχει ως αντικειμενικούς στόχους:
1) Την κατάκτηση της γενικής γνώσης που έχει ανάγκη ο νέος άνθρωπος για να μπορεί να κατανοήσει τον κόσμο και φυσικά τις σύγχρονες τεχνολογικές εξελίξεις.
2) Την ανάπτυξη μιας ευρύτερης παιδείας με την κατάκτηση των πολιτισμικών αξιών της ανθρωπότητας.
3) Την ανάπτυξη της κριτικής του ικανότητας.
Μέσα στο πρόγραμμα αυτού του σχολείου πρέπει να διαχέονται οι βασικές γνώσεις των σύγχρονων επιστημών και τεχνολογιών, που πολλές απ’ αυτές μπορεί να διδάσκονται και μέσω εργαστηριακών μαθημάτων.
Στα πλαίσια αυτού του σχολείου πρέπει να υπάρχει ένα σύγχρονο δίκτυο που με επιστημονικούς τρόπους να αναδεικνύει τα ενδιαφέροντα και τις κλίσεις των μαθητών, για να μπορούν οι ίδιοι στη συνέχεια να επιλέξουν, ανάλογα με τις δυνατότητες και τα ενδιαφέροντά τους, τον τομέα επαγγελματικών δραστηριοτήτων που προτιμούν.
Είναι αυτονόητο ότι στο σχολείο αυτό πρέπει να εφαρμόζεται ένα δίκτυο ενίσχυσης των «αδύνατων» μαθητών, λειτουργικά και δομικά ενταγμένο μέσα στη λειτουργία του σχολείου.
Το εκπαιδευτικό προσωπικό αυτού του σχολείου, πρέπει να είναι μόνιμο, οργανικά ενταγμένο μέσα στη σχολική μονάδα. Αυτό σημαίνει την κατάργηση του θεσμού των ωρομισθίων και την ελαχιστοποίηση των αναπληρωτών εκπαιδευτικών μόνο για τις έκτακτες ανάγκες.
ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΤΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Το σχολείο της Επαγγελματικής εκπαίδευσης θα λειτουργεί μετά απ’ το 12χρονο σχολείο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Το επαγγελματικό σχολείο θα είναι διετές, δημόσιο ενταγμένο στο Υπουργείο Παιδείας, με μόνιμο εκπαιδευτικό προσωπικό και όρους λειτουργίας του δημόσιου σχολείου της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι τομείς και οι ειδικότητες πρέπει να καλύπτουν τους τομείς και τις ειδικότητες των σημερινών σχολείων ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ με την προσθήκη και άλλων που θα κριθούν αναγκαίες,
Οι απόφοιτοι του Επαγγελματικού Σχολείου πρέπει να έχουν ξεκάθαρα Επαγγελματικά δικαιώματα.
Ο στόχος αυτού του σχολείου πρέπει να είναι η εκπαίδευση των μαθητών για την απόκτηση ολοκληρωμένων γνώσεων (θεωρητικών και δεξιοτήτων) ενός ολοκληρωμένου γνωστικού αντικειμένου που ορίζεται ως επάγγελμα.
Οι απόφοιτοι του Επαγγελματικού Σχολείου, μετά την απόκτηση του πτυχίου, προσλαμβάνονται σε επιχειρήσεις του Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα, με ευθύνη της Πολιτείας και με εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας, για την απόκτηση του απαραίτητου χρόνου προϋπηρεσίας που οδηγεί στην απόκτηση της άδειας άσκησης επαγγέλματος. Όλο το διάστημα αυτό έχουν πλήρη εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα.
Το σχολείο της Επαγγελματικής Εκπαίδευσης πρέπει να ενσωματώσει στη λειτουργία του και όλους τους διάσπαρτους, σήμερα, θεσμούς της κατάρτισης (ΙΕΚ, ΚΕΚ κλπ).
Οι δραστηριότητές του στον τομέα αυτό πρέπει να είναι:
Α) Εξειδικεύσεις μέσα στα πλαίσια των επαγγελματικών ειδικοτήτων των αποφοίτων της διετούς επαγγελματικής εκπαίδευσης.
Β) Επανακατάρτιση παλιών αποφοίτων για τις νέες τεχνολογικές εξελίξεις στο επάγγελμά τους
Όλοι οι υπόλοιποι θεσμοί κατάρτισης πρέπει να καταργηθούν.
ΟΙ ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΗΣ ΟΛΜΕ
Από τα μέχρι τώρα δημοσιοποιημένα κείμενα του Υπουργείου Παιδείας προκύπτει ότι στις προθέσεις του είναι να καταργήσει τους θεσμούς των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ, που λειτουργούν στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και να ιδρύσει ένα τύπο Τεχνολογικού Λυκείου που θα ενσωματώνει τους καταργούμενους τύπους σχολείων με την δυνατότητα ενός μεταδευτεροβάθμιου έτους εξειδίκευσης.
Είναι γνωστό ότι και η ΟΛΜΕ, στις προτάσεις της για την Τεχνική Εκπαίδευση από το 2006, έχει μια αντίστοιχη πρόταση κατά το μέρος που αφορά την σημερινή πραγματικότητα στην προοπτική για την δημιουργία «…ενός πραγματικού Ενιαίου Λυκείου, που θα αξιοποιεί τα θετικά χαρακτηριστικά του Πολυκλαδικού Λυκείου, στο πλαίσιο της καθιέρωσης της 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης ….». Επίσης η πρόταση της ΟΛΜΕ αναφέρει ότι «Για τη δημιουργία αυτού του Ενιαίου Λυκείου απαιτείται σαφές χρονοδιάγραμμα, ώστε να αποκτά πρακτικό αντίκρισμα και η όποια δέσμευση της Πολιτείας.».
Μέχρι την καθιέρωση ενός Ενιαίου Λυκείου ως μοναδικού τύπου σχολείου η ΟΛΜΕ προτείνει «…την ύπαρξη μεταβατικού σταδίου, που είναι αναγκαίο για την ουσιαστική αναβάθμιση και ισότιμη ένταξη της ΤΕΕ στη λυκειακή βαθμίδα.»
Στην κατεύθυνση αυτή προτείνει «Να δημιουργηθεί μια και μόνο δομή επαγγελματικής εκπαίδευσης σε λυκειακό επίπεδο μετά το γυμνάσιο, σχεδιασμένη στην κατεύθυνση της καθιέρωσης 12χρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.». Και συνεχίζει «Για αυτό είναι απαραίτητη η υπαγωγή στο ΥΠΕΠΘ όλων των σχολικών μονάδων που προσφέρουν σήμερα τεχνικό-επαγγελματική εκπαίδευση και ανήκουν σε άλλα υπουργεία (ΟΑΕΔ, ΟΤΕΚ, Υγείας, Γεωργίας). Είναι απαραίτητη, επίσης, η κατάργηση των μεταγυμνασιακών ΙΕΚ και κάθε άλλης μορφής επαγγελματικής εκπαίδευσης ή κατάρτισης πριν τα 18 χρόνια του μαθητή και μέχρι την ολοκλήρωση του 12ετούς υποχρεωτικού κύκλου εκπαίδευσης.»
Για το Μεταλυκειακό έτος ειδίκευσης η πρόταση της ΟΛΜΕ αναφέρει: «Θα πρέπει το επίπεδο β (2) να χορηγείται με την αποφοίτηση από το λύκειο και το επίπεδο γ (3) να το χορηγεί μια εκπαιδευτική δομή ενταγμένη στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και να μην αφεθεί στο θολό περιβάλλον των ΙΕΚ και ΚΕΚ και των λοιπών δομών κατάρτισης αλλά και βορά στον ιδιωτικό τομέα. Γι’ αυτό θα πρέπει να δημιουργηθεί Μεταλυκειακό Έτος Ειδίκευσης, με την ευθύνη της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, οργανικά ενταγμένο στο Λύκειο της ΤΕΕ, που θα αξιοποιεί την υποδομή και το εκπαιδευτικό προσωπικό των επαγγελματικών λυκείων, και θα περιέχει το σύνολο των ειδικοτήτων που παρέχονται σήμερα.»
Είναι σαφές ότι οι προθέσεις του Υπουργείου Παιδείας θα κριθούν με βάση τις παραπάνω προτάσεις της ΟΛΜΕ που ανοίγουν τον δρόμο για αναβάθμιση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στη κατεύθυνση για την καθιέρωση υποχρεωτικής 12χρονης εκπαίδευσης με την καθιέρωση στη λυκειακή βαθμίδα ενός τύπου σχολείου στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΑΝΑΒΑΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να παρθούν πολύ συγκεκριμένα μέτρα και να διατεθούν όλοι οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι για να υπάρξει ως αποτέλεσμα η αναβάθμιση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης. Άλλωστε πρέπει να συνειδητοποιηθεί απ’ όλους ότι η Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση είναι ακριβή υπόθεση.
Α. Μαθητικό δυναμικό.
Προϋπόθεση της προσπάθειας αναβάθμισης της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης αποτελεί η φοίτηση σ’ αυτήν μαθητικού δυναμικού που να έχει κατακτήσει το σύνολο των προαπαιτούμενων γνώσεων που είναι απαραίτητες για την κατανόηση και κατάκτηση των νέων γνωστικών αντικειμένων.
Η σημερινή πραγματικότητα.
Είναι γνωστό ότι στα σχολεία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης συσσωρεύεται το σύνολο των μαθητών της υποχρεωτικής εκπαίδευσης που χαρακτηρίζονται ως «αδύνατοι μαθητές».
Ανέκαθεν η Τεχνική Εκπαίδευση απευθύνονταν σε μαθητές των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων του Ελληνικού πληθυσμού, που στα τελευταία χρόνια συμπληρώθηκαν με τους παλιννοστούντες και τους οικονομικούς μετανάστες.
Έτσι κι’ αλλιώς τα κομμάτια αυτά του πληθυσμού δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αντεπεξέλθουν στο τεράστιο οικονομικό βάρος της προετοιμασίας για την είσοδο στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Όσον αφορά τους παλιννοστούντες και τους αλλοδαπούς μαθητές εκτός απ’ τη οικονομική ανέχεια, ανασταλτικός παράγοντας αποτελεί και το πρόβλημα της γλώσσας, μιας και οι υποδομές υποστήριξης αυτών των μαθητών ήταν και εξακολουθούν να είναι ανύπαρκτες.
Οι πιο πολλοί απ’ αυτούς δεν μπορούν να καταγράψουν τις σκέψεις τους στο χαρτί και η γραφή τους είναι ασύντακτη. Επίσης πολλοί απ’ αυτούς δεν έχουν καταχτήσει τις τέσσερες πράξεις της αριθμητικής.
Εκ’ των πραγμάτων είναι αδύνατον να παρακολουθήσουν το επίπεδο των γενικών μαθημάτων που διδάσκονται στη Λυκειακή βαθμίδα και των γνωστικών αντικειμένων που απαιτούνται για τα σύγχρονα επαγγέλματα.
Για την πλειοψηφία των μαθητών της Τεχνικής Εκπαίδευσης είναι ίσως η μοναδική ευκαιρία για κοινωνική ένταξη, έστω και με την μορφή του φτηνού απασχολίσιμου εργατοτεχνικού προσωπικού
Πως φτάσαμε ως εδώ.
Με την θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής εννιάχρονης εκπαίδευσης και την κατάργηση των ενδιάμεσων εξετάσεων απ’ το Δημοτικό στο Γυμνάσιο και απ’ το Γυμνάσιο στο Λύκειο το σχολείο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης από επιλεκτικό έγινε μαζικό.
Η θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής εννιάχρονης εκπαίδευσης, στο τέλος της 10ετίας του 1970 και το άνοιγμα της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε περισσότερους αποφοίτους της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αποτέλεσαν το όχημα για τη μετάβαση σε ένα ανθρώπινο δυναμικό ικανό να στελεχώσει την οικονομική πραγματικότητα της χώρας σ’ ένα τοπίο που το κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η απαρχή της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας.
Η μετάβαση, όμως, απ’ το επιλεκτικό στο μαζικό σχολείο έγινε με άναρχο τρόπο, χωρίς την οικονομική και πολιτική στήριξη σε θεσμούς και υποδομές, που ήταν και είναι απαραίτητες για την κατάχτηση απ’ το σύνολο των μαθητών του ελάχιστου επιπέδου γνώσεων, στο τέλος της εννιάχρονης υποχρεωτικής εκπαίδευσης.
Είναι σαφές ότι ο στόχος αυτός δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τον δάσκαλο ή τον καθηγητή της τάξης, γιατί, κατά γενική ομολογία, αυτός είναι αναγκασμένος να προχωράει στην εκπαιδευτική διαδικασία με βάση τον μέσο όρο της τάξης. Έτσι οι «αδύνατοι» μαθητές, όσοι δεν απομακρύνονται απ’ το σχολείο ως μαθητική διαρροή, περνάνε απ’ τις τάξεις συσσωρεύοντας γνωστικά κενά αντί για γνώσεις.
Έτσι η συσσώρευση «αδύνατων» μαθητών απ’ το Δημοτικό έως το Γυμνάσιο, λόγω έλλειψης ουσιαστικών θεσμών και υποδομών ενίσχυσης για την κάλυψη των βασικών τους εκπαιδευτικών κενών, οδηγεί στην αναγκαστική μετακύλυση του προβλήματος στη λυκειακή βαθμίδα. Η συντριπτική πλειοψηφία των μαθητών αυτών, όσοι δεν εγκαταλείψουν το σχολείο ως μαθητική διαρροή, συσσωρεύεται αναγκαστικά στα σχολεία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, με τα γνωστά αποτελέσματα της ουσιαστικής αδυναμίας παρακολούθησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Η προσπάθεια ενίσχυσης των μαθητών αυτών στα πλαίσια της λυκειακής βαθμίδας αποτελεί ημίμετρο, γιατί δεν είναι δυνατόν να καλυφθούν τα εκπαιδευτικά κενά, που συσσωρεύτηκαν από καταβολής σχολείου.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος
Στην ουσία το πρόβλημα της αναβάθμισης της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης αποτελεί ουσιαστικό πρόβλημα αναβάθμισης του συνόλου της Εκπαίδευσης απ’ την είσοδο του μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Στα πλαίσια αυτής της αναβάθμισης απαιτούνται εκπαιδευτικοί θεσμοί υποστήριξης αλλά και υποδομές που θα στηρίξουν αυτή την προσπάθεια. Οι θεσμοί αυτοί επιβάλλεται να ξεκινούν απ’ την είσοδο του μαθητή στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η πολιτεία οφείλει να ενσωματώσει τον θεσμό της ενίσχυσης των «αδύνατων» μαθητών μέσα στον θεσμό του σχολείου. Για τον σκοπό αυτό επιβάλλεται να καλυφτούν οι σχολικές μονάδες με το κατάλληλο μόνιμο προσωπικό, αλλά και με τις υποδομές υποστήριξης που απαιτούνται.
Β. Εκπαιδευτική Διαδικασία
1. Μαθήματα Γενικής Παιδείας
Η διδασκαλία των μαθημάτων της Γενικής Παιδείας πρέπει να συνδυάζει την αναγκαιότητα των γνώσεων που απαιτείται να πάρουν οι μαθητές, σε συνδυασμό με τις αντικειμενικές γνωστικές ιδιαιτερότητες που αναφέρθηκαν πιο πάνω. Οι δρόμοι κατανόησης των γνώσεων είναι διαφορετικοί για τους μαθητές που επιλέγουν ή αναγκάζονται να επιλέξουν την Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση.
Πρέπει να γίνεται προσπάθεια η διδασκαλία των μαθημάτων να γίνεται με πιο παραστατικούς τρόπους, τα βιβλία να έχουν παραδείγματα και ασκήσεις μέσα απ’ την καθημερινή πραγματικότητα της ζωής, που να παραπέμπουν και να εκμαιεύονται απ’ τον τομέα και ειδικότητα που παρακολουθεί ο κάθε μαθητής. Τα μαθήματα των φυσικών επιστημών να εμπεριέχουν πολλές εργαστηριακές ασκήσεις και να γίνεται προσπάθεια το μάθημα να περνάει μέσα απ’ το εργαστήριο.
2. Μαθήματα Ειδικοτήτων.
Το βασικό πρόβλημα στη διδασκαλία των μαθημάτων των ειδικοτήτων είναι ο διαχωρισμός τους σε Θεωρία και Εργαστήριο.
Επί σειρά ετών ένα γνωστικό αντικείμενο που χαρακτηρίζεται ως μάθημα ειδικότητας διαχωρίζεται σε θεωρία, που διδάσκεται από κάποιον εκπαιδευτικό και σε εργαστήριο που διδάσκεται τις περισσότερες φορές από άλλον ή άλλους εκπαιδευτικούς.
Πριν το 1998 η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών που δίδασκαν την θεωρία δεν συμμετείχαν καθόλου στην διδασκαλία του εργαστηριακού μαθήματος. Τα δύο κομμάτια αντιμετωπίζονταν σαν δυο ξεχωριστά γνωστικά αντικείμενα !!!!! Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να μεταδίδεται ξεχωριστά η γνώση στους μαθητές χωρίς να συγχρονίζεται η εκπαιδευτική διαδικασία της θεωρίας με αυτή του εργαστηρίου. Έτσι επικράτησε η λάθος αντίληψη, τόσο στους μαθητές όσο και στους εκπαιδευτικούς, ότι πρόκειται για δυο ξεχωριστά γνωστικά αντικείμενα. Με τον τρόπο αυτόν συντηρήθηκε για χρόνια η λαθεμένη αντίληψη του διαχωρισμού της θεωρίας απ’ την πράξη, τόσο στην κοινωνία (που αντικειμενικά για ιστορικούς λόγους είχε την αντίληψη του πρακτικού τεχνίτη) όσο και μέσα στα σχολεία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης στο μαθητικό και στο εκπαιδευτικό προσωπικό.
Απ’ το 1999 και μετά, έγινε μια προσπάθεια σύνθεσης στη διδασκαλία του γνωστικού αντικειμένου με την καθιέρωση μεικτού μαθήματος (Θ+Ε), που στην αρχή οι δυο κλάδοι βαθμολογούνταν ξεχωριστά για να υπολογιστεί ο Μ.Ο του μαθήματος, στη συνέχεια με την καθιέρωση ενιαίας βαθμολογίας.
Αυτό δεν έλυσε το πρόβλημα γιατί εξακολουθεί να υπάρχει διαχωρισμός στην εκπαιδευτική διαδικασία μιας και το μάθημα γίνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων από διαφορετικούς εκπαιδευτικούς.
Το πρόβλημα επέτεινε ο κτηριακός και συνεπακόλουθα ο διοικητικός διαχωρισμός των σχολικών μονάδων της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, σε κύρια σχολική μονάδα όπου διδάσκονται τα θεωρητικά μαθήματα και σε Σχολικό Εργαστηριακό Κέντρο (ΣΕΚ) όπου διδάσκονται τα εργαστηριακά μαθήματα. Το πρόβλημα το επιτείνει το γεγονός ότι τα ΣΕΚ εξυπηρετούν, πολλές φορές, στην ίδια βάρδια περισσότερα από ένα σχολεία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος
Επιβάλλεται να θεσμοθετηθεί η ενοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας έτσι ώστε ένα γνωστικό αντικείμενο που αποτελεί μεικτό μάθημα (Θ+Ε) να γίνεται από έναν εκπαιδευτικό. Εξαίρεση να μπορεί να υπάρχει μόνο στην περίπτωση που υπάρχει ανυπέρβλητο εμπόδιο με την κάλυψη του υποχρεωτικού ωραρίου των εκπαιδευτικών ή άλλο αντικειμενικό πρόβλημα. Αν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα, για κάποια περίπτωση, αυτό θα πρέπει να αιτιολογείται με έγγραφο του σχολείου προς την προϊσταμένη αρχή.
Στη περίπτωση που ο διαχωρισμός των επιμέρους κλάδων ενός γνωστικού αντικειμένου δεν είναι δυνατόν να ξεπεραστεί, επιβάλλεται να υπάρχει πολύ καλή συνεργασία των εκπαιδευτικών που διδάσκουν τους κλάδους του γνωστικού αντικειμένου. Η εκπαιδευτική διαδικασία στην περίπτωση αυτή πρέπει να ελέγχεται και να υποβοηθείται απ’ το σχολείο και τους θεσμούς υποβοήθησης του εκπαιδευτικού έργου.
Εννοείται ότι στον σχεδιασμό της ενοποίησης της εκπαιδευτικής διαδικασίας θα ενταχθούν και οι εκπαιδευτικοί που διατίθενται εξ’ ολοκλήρου στα Σχολικά Εργαστηριακά Κέντρα (Διευθυντής, Τομεάρχες, Υπεύθυνοι Εργαστηρίων), που στην περίπτωση αυτή οι θεωρητικές ώρες του γνωστικού αντικειμένου θα πραγματοποιούνται στις εγκαταστάσεις του ΣΕΚ και κατά προτεραιότητα στην αίθουσα του εργαστηρίου αν αυτό είναι εφικτό απ’ το πρόγραμμα λειτουργίας.
Επίσης μέσα στις αίθουσες των εργαστηρίων πρέπει να διδάσκονται οι θεωρητικές ώρες όλων των αντίστοιχων Μεικτών Μαθημάτων και απ’ τους εκπαιδευτικούς που δεν είναι υπεύθυνοι εργαστηρίου, αν αυτό είναι εφικτό απ’ το πρόγραμμα τόσο του εργαστηρίου, όσο και του εκπαιδευτικού.
Στην περίπτωση που το θεωρητικό τμήμα του γνωστικού αντικειμένου δεν είναι εφικτό να διδαχθεί στην αίθουσα του εργαστηρίου, επιβάλλεται να υπάρχει οργανωμένη τάξη στο κτήριο που στεγάζεται η σχολική μονάδα ή στο ΣΕΚ, με μέσα προβολής (βιντεοπροβολέας μέσω Η/Υ κλπ), αλλά και βασικά εποπτικά μέσα και πινακίδες προσομοίωσης.
Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι διδασκαλία σε θεωρητικό μάθημα ειδικότητας σε αίθουσα με μόνο εφόδιο τον πίνακα διδασκαλίας δεν είναι εφικτό.
Γ. Υποδομές
1. Κτηριακή Υποδομή
Η αρχιτεκτονική δομή των σχολικών μονάδων της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης πρέπει να υπηρετεί την ενοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Επιβάλλεται η κατασκευή κτηρίων, όπου για κάθε αίθουσα Εργαστηρίου να υπάρχει οργανικά δεμένη με το εργαστήριο και αίθουσα διδασκαλίας. Ο αντικειμενικός στόχος είναι, για την διδασκαλία του θεωρητικού τμήματος του γνωστικού αντικειμένου να υπάρχει άμεση πρόσβαση στα εποπτικά μέσα και στους προσομοιωτές, που ούτως ή άλλως βρίσκονται στο εργαστήριο, αλλά και στον υπόλοιπο εξοπλισμό του εργαστηρίου που μπορεί να προσφερθεί για επίδειξη αν το επιβάλει η εκπαιδευτική διαδικασία.
Σήμερα άλλωστε, όπου είναι δυνατόν (θέμα χώρου), μέσα στα εργαστήρια υπάρχει οργάνωση τάξης με θρανία που εξυπηρετεί την ανάπτυξη των εργαστηριακών ασκήσεων, αλλά σε πολλά ΣΕΚ και των ωρών της θεωρίας του αντίστοιχου γνωστικού αντικειμένου.
Η πραγματικότητα
Το σχολείο της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης αποτελείται από δυο ξεχωριστά κτηριακά συγκροτήματα.
Α. Το κτήριο της σχολικής μονάδας
Το κτήριο της σχολικής μονάδας της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, συνήθως στις μεγάλες πόλεις, το μοιράζονται δυο σχολικές μονάδες της ΤΕΕ ή και με σχολική μονάδα Γενικής κατεύθυνσης.
Ως επί το πλείστον αποτελείται από αίθουσες διδασκαλίας που ως εφόδιο για την εκπαιδευτική διαδικασία έχουν μόνο τον πίνακα. Από πολλές απουσιάζει και η ……. μπρίζα ρεύματος κοντά στον πίνακα για να υπάρχει η δυνατότητα από κάποιον εκπαιδευτικό να συνδυάσει το μάθημα με κάποια προβολή.
Στην καλλίτερη περίπτωση το σχολείο διαθέτει έναν ή δυο βιντεοπροβολείς μέσω Η/Υ και άλλα τόσα Γραφοσκόπια για προβολή Διαφανειών. Απουσιάζουν παντελώς τα εποπτικά μέσα και οι προσομοιωτές. Άλλωστε δεν μπορεί να υπάρχει τέτοιος εξοπλισμός όταν οι αίθουσες διδασκαλίας είναι γενικής χρήσης, όπου εναλλάσσονται μαθητές διαφόρων τμημάτων και ειδικοτήτων και φυσικά δεν παρέχουν καμία ασφάλεια αφού στην συντριπτική πλειοψηφία τους δεν κλειδώνουν.
Είναι προφανές ότι σ’ αυτά τα κτήρια με την συγκεκριμένη υποδομή δεν μπορούν να γίνουν μαθήματα ειδικοτήτων. Ακόμη και στα μαθήματα γενικής παιδείας είναι εξαιρετικά δύσκολο ο εκπαιδευτικός να προσπαθήσει να κάνει το μάθημά του ποιο παραστατικό με την χρήση εποπτικών μέσων. Δεν είναι δυνατόν ο εκπαιδευτικός για μια διδακτική ώρα να μεταφέρει και να στήνει τόσο τα εποπτικά μέσα προβολής όσο και τον υπόλοιπο εποπτικό εξοπλισμό, που χρειάζεται για το μάθημα της ημέρας.
Αντιμετώπιση του προβλήματος
Είναι αναγκαίο να οργανωθούν αίθουσες διδασκαλίας για κάθε γνωστικό αντικείμενο ή για ομάδα ομοειδών γνωστικών αντικειμένων. Οι αίθουσες αυτές πρέπει να διαθέτουν προδιαγραφές προβολής με σταθερή εγκατάσταση βιντεοπροβολέα μέσω Η/Υ, με εξοπλισμό αναπαραγωγής ήχου. Παράλληλα οι αίθουσες αυτές πρέπει να διαθέτουν εποπτικό εξοπλισμό που να καλύπτουν τα γνωστικά αντικείμενα που διδάσκονται σ’ αυτές.
Β. Το κτήριο του Σχολικού Εργαστηριακού Κέντρου.
Όλα τα Σχολικά Εργαστηριακά Κέντρα λειτουργούν σε αυτοτελή κτηριακά συγκροτήματα που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, είναι απομακρυσμένα απ’ το κτήριο της σχολικής μονάδας.
Τα περισσότερα απ’ αυτά εξυπηρετούν περισσότερες από μια σχολική μονάδα και λειτουργούν καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, που μπορεί να φτάσει έως τις 10:30 μμ για τα ΣΕΚ που εξυπηρετούν νυχτερινά σχολεία.
Αυτά τα κτηριακά συγκροτήματα πρέπει να κατασκευάζονται με ειδικές τεχνικές προδιαγραφές, που να καλύπτουν την λειτουργία των εργαστηρίων των ειδικοτήτων. Στην ουσία πρόκειται για πολυβιομηχανικά κτήρια. Αυτά τα συγκροτήματα πρέπει να κατασκευάζονται πλέον, έτσι ώστε να αποτελούν το μοναδικό σχολικό συγκρότημα της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.
Σήμερα πολλά απ’ αυτά λειτουργούν σε παντελώς ακατάλληλα κτήρια, που δεν καλύπτουν παρά ελάχιστες απ’ τις προδιαγραφές λειτουργίας των εργαστηρίων που φιλοξενούν, τόσο από άποψη χώρων όσο και από άποψη τεχνολογικής υποδομής υποστήριξης των χώρων των εργαστηρίων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η Δυτική Αττική (περιοχή Θριασίου Πεδίου, Μεγαρίδα, Λιόσια), όπου απ’ τα τέσσερα (4) ΣΕΚ που λειτουργούν, μόνο το ένα (Ελευσίνα) είναι σχολικό κτήριο που κατασκευάστηκε για τον συγκεκριμένο ρόλο και αυτό …… με προδιαγραφές κτηρίου που σχεδιάστηκε για τα Γρεβενά !!!! Είναι προφανές ότι και αυτό σήμερα δεν καλύπτει τις πραγματικές ανάγκες.
1. Εργαστηριακές Αίθουσες
Οι αίθουσες αυτές πρέπει να καλύπτουν πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές για να μπορούν να φιλοξενήσουν τόσο τον εργαστηριακό εξοπλισμό που είναι απαραίτητος για κάθε γνωστικό αντικείμενο, αλλά και τον μέγιστο αριθμό μαθητών, που με τα σημερινά δεδομένα δεν πρέπει να ξεπερνούν τους 20.
Για εργαστηριακούς χώρους που η επιφάνειά τους είναι κάτω απ’ την προβλεπόμενη ελάχιστη επιφάνεια, επιβάλλεται να υπάρχει αναλογική μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τάξη, απ’ το μέγιστο προβλεπόμενο όριο.
Πρέπει να κατανοηθεί ότι η ελάχιστη αναγκαία επιφάνεια ανά μαθητή, για τα εργαστήρια, αποτελεί βασικό στοιχείο ασφάλειας, τόσο για τους εκπαιδευόμενους μαθητές, όσο και για τον έλεγχο και διασφάλιση του εργαστηριακού εξοπλισμού.
Βέβαια η ελάχιστη επιφάνεια ανά μαθητή πρέπει να προδιαγράφεται ξεχωριστά για κάθε γνωστικό αντικείμενο, άρα και για κάθε εργαστήριο, διότι δεν είναι ο ίδιος βαθμός επικινδυνότητας σε κάθε περίπτωση.
2. Εργαστηριακός Εξοπλισμός
Για κάθε γνωστικό αντικείμενο επιβάλλεται να υπάρχει αναλυτικός κατάλογος του αναγκαίου εξοπλισμού που είναι απαραίτητος, τόσο για την εκπαιδευτική διαδικασία (εργαστηριακός εξοπλισμός, εποπτικά μέσα προσομοιωτές), όσο και ο εξοπλισμός ασφαλείας.
Η καταγραφή αυτή του εξοπλισμού πρέπει να περιλαμβάνει:
1) Αναλυτικές προδιαγραφές κάθε συσκευής – οργάνου – εργαλείου, που να καλύπτει τους επιδιωκόμενους εκπαιδευτικούς στόχους.
2) Τον ελάχιστο αριθμό του εξοπλισμού που είναι απαραίτητος για την εκπαίδευση του μέγιστου αριθμού των μαθητών.
3) Κωδικοποίηση (μοναδικός αριθμός ονομαστικού) για κάθε συσκευή – όργανο – εργαλείο – υλικό, για κάθε εργαστήριο που θα αποτελεί την βάση καταγραφής του κάθε υλικού στο μητρώο υλικού του κάθε εργαστηρίου.
Το σύνολο των προδιαγραφών αυτών πρέπει να είναι στη διάθεση κάθε σχολικής μονάδας της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης.
Η πραγματικότητα
Υπάρχει μια αρχική εργασία απ’ το Υπουργείο Παιδείας προς την κατεύθυνση αυτή, αλλά είναι ελλιπής, αποσπασματική και με αρκετά λάθη.
Διαδικασία και Πόροι Εξοπλισμού Εργαστηρίων
Με την ίδρυση μιας ειδικότητας σε μια σχολική μονάδα πρέπει να προβλέπεται η άμεση χρηματοδότηση απ’ το Υπουργείο Παιδείας για τον βασικό εργαστηριακό εξοπλισμό που απαιτείται, με βάση τις προδιαγραφές, για τη λειτουργία της.
Η πραγματικότητα
Συνήθως ιδρύονται ειδικότητες, αλλά και σχολικές μονάδες, χωρίς καμιά επιχορήγηση. Δεν καλύπτονται ούτε τα πιο βασικά και απαραίτητα εργαλεία και υλικά που χρειάζονται για να λειτουργήσουν τα εργαστήρια της ειδικότητας. Η επιχορήγηση για τις ανάγκες ενός νέου εργαστηρίου συνήθως, γίνεται αντικείμενο διαπραγμάτευσης του Σχολείου με τον Δήμο και την αντίστοιχη σχολική επιτροπή. Οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται μέσα στο σχολείο για την περικοπή των αναγκών άλλων εργαστηρίων για να ενισχυθεί το εργαστήριο της νέας ειδικότητας. Δεν είναι τυχαίο που σε κάθε ΣΕΚ μεγάλο μέρος του εργαστηριακού εξοπλισμού, των προσομοιωτών και εποπτικών μέσων, είναι κατασκευασμένα απ’ τους εκπαιδευτικούς με την βοήθεια των μαθητών. Δεν είναι λίγες οι φορές που για τις ανάγκες αυτές των εργαστηρίων οι εκπαιδευτικοί έχουν βάλει δικά τους χρήματα.
Επιβάλλεται να κατασκευαστεί μια βάση δεδομένων υλικού κατά εργαστήριο και σχολική μονάδα που να αποτελεί το Μητρώο Υλικού του κάθε εργαστηρίου. Με την τεχνολογία που προσφέρει το διαδίκτυο, η εικόνα αυτή μπορεί να φτάνει στην κεντρική υπηρεσία του Υπουργείου Παιδείας που πρέπει να είναι επιφορτισμένη με την οργάνωση και τον επιμερισμό των πόρων κατά σχολική μονάδα, ανάλογα με τις προδιαγραφόμενες πραγματικές ανάγκες.
Δ. Διοικητική Κατάσταση
Είναι γνωστό ότι υπάρχει μια δισυπόστατη διοίκηση στα σχολεία της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, που πολλές φορές δημιουργεί προβλήματα συντονισμού, αλλά και αντιπαλότητες.
Η διπλή διοίκηση αφορά την Σχολική Μονάδα και το αντίστοιχο Σχολικό Εργαστηριακό Κέντρο που εξυπηρετεί τη Σχολική Μονάδα.
Η διπλή διοίκηση στη σημερινή πραγματικότητα είναι αναγκαία γιατί:
α) Υπάρχει χωροταξικός διαχωρισμός των κτηριακών υποδομών της σχολικής μονάδας της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, απ’ αυτές του αντίστοιχου Σχολικού Εργαστηριακού Κέντρου που την εξυπηρετεί. Πολλές φορές η απόσταση μεταξύ τους είναι τέτοια που δημιουργείται η αναγκαιότητα τα δυο συγκροτήματα (σχολικής μονάδας και ΣΕΚ) να δημιουργούν εντελώς ξεχωριστά ωρολόγια προγράμματα που απαιτούν μαθητές και εκπαιδευτικούς να παρευρίσκονται άλλες ημέρες στη σχολική μονάδα και άλλες ημέρες στο ΣΕΚ, σαν να επρόκειτο για ξεχωριστά σχολεία που διδάσκουν διαφορετικά γνωστικά αντικείμενα.
β) Η πλειοψηφία των ΣΕΚ εξυπηρετούν περισσότερες από μια εκπαιδευτικές μονάδες της Τεχνικής Εκπαίδευσης.
Είναι εκ’ των πραγμάτων αδύνατον να καταργηθεί αυτή η διοικητική δομή. Η πιθανή κατάργηση της διοικητικής δομής του ΣΕΚ (που ακούγεται ως φήμη), θα οδηγήσει σε παράλυση της λειτουργίας των εργαστηρίων και συνακόλουθα προβλήματα στην υποδομή τους, που θα προκληθούν από την έλλειψη συντονισμού και ελέγχου, με ότι αυτό συνεπάγεται τόσο για την εκπαιδευτική διαδικασία όσο και για την μεγάλη περιουσία των ΣΕΚ.
Η προσπάθεια πρέπει να επικεντρωθεί στην ενοποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας στα μεικτά μαθήματα (Θ+Ε) των τομέων και των ειδικοτήτων, έτσι ώστε να αποκτηθεί η αναγκαία κουλτούρα της συνεργασίας.
Ε. Εκπαιδευτικό Προσωπικό.
Οι ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις επιβάλουν την συνεχή ενημέρωση και επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στις νέες τεχνολογίες που προστίθενται στα γνωστικά αντικείμενα των επαγγελμάτων. Τα νέα αυτά γνωστικά αντικείμενα πρέπει να μπαίνουν έγκαιρα στην εκπαιδευτική διαδικασία της Τεχνικής Επαγγελματικής εκπαίδευσης. Οι εξελίξεις αυτές επιβάλουν συνεχή αναμόρφωση του εργαστηριακού εξοπλισμού των εργαστηρίων, καθώς και την ανάπτυξη νέων εκπαιδευτικών μεθόδων. Παράλληλα τα νέα γνωστικά δεδομένα πρέπει να ενσωματώνονται άμεσα, τόσο στα αναλυτικά προγράμματα, όσο και στη βιβλιογραφία.
Θα ήταν λογικό το Υπουργείο Παιδείας να είχε αναπτύξει ένα ευρύτατο δίκτυο επιμορφώσεων που να καλύπτει τις ανάγκες των εκπαιδευτικών.
Όμως οι επιμορφώσεις, όλα τα προηγούμενα χρόνια ήταν λιγοστές, αποσπασματικές, χωρίς σχέδιο. Σχεδόν ανύπαρκτες, αν λάβει κανείς υπόψη του τις πραγματικές ανάγκες.
Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών στον νέο εργαστηριακό εξοπλισμό που παραλήφθηκε τη διετία 2006 – 2008 δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ !!! Οι εκπαιδευτικοί προσπαθούν μόνοι τους να εντάξουν τον εξοπλισμό αυτόν στην εκπαιδευτική διαδικασία.
Επιβάλλεται η ανάπτυξη ενός κεντρικού συστήματος επιμορφώσεων απ’ το Υπουργείο Παιδείας, με καθορισμένους εκπαιδευτικούς στόχους. Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών πρέπει να σχεδιάζεται απ’ το Υπουργείο Παιδείας και να διεξάγονται με την ευθύνη των ιδρυμάτων της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι επιμορφώσεις θα πρέπει να περιλαμβάνουν υποχρεωτικά και τις αντίστοιχες δεξιότητες.
Σε κάθε περίπτωση πρέπει να προβλέπεται εκπαιδευτική άδεια για τους εκπαιδευτικούς που συμμετέχουν σε διαδικασία πολύμηνης επιμόρφωσης ή οικονομική αποζημίωση για βραχυχρόνιες επιμορφώσεις που διεξάγονται εκτός ωραρίου λειτουργίας του σχολείου.
Επίσης πρέπει να οργανωθεί ένα δίκτυο επιμόρφωσης νέων ή άπειρων σε κάποιο γνωστικό αντικείμενο συναδέλφων. Η επιμόρφωση αυτή πρέπει να απευθύνεται σε εκπαιδευτικούς που πρέπει να διδάξουν για πρώτη φορά κάποιο γνωστικό αντικείμενο ή πρέπει να χρησιμοποιήσουν για πρώτη φορά εργαστηριακό εξοπλισμό.
Οι επιμορφωτές, στην περίπτωση αυτή, πρέπει να είναι έμπειροι εκπαιδευτικοί απ’ την ίδια ή όμορη Σχολική μονάδα ή και από άλλη Διεύθυνση εκπαίδευσης αν παραστεί ανάγκη.
Η επιμόρφωση αυτή πρέπει να διεξάγεται στην αρχή του σχολικού έτους. Αν η επιμόρφωση διεξαχθεί εκτός ωραρίου εργασίας ή εκτός έδρας των εκπαιδευτικών, πρέπει να προβλέπεται οικονομική αποζημίωση, τόσο για τους επιμορφωτές, όσο και για τους εκπαιδευτικούς που θα επιμορφωθούν.
Τελειώνοντας αυτό το σημείωμα πρέπει να υπογραμμίσω ότι η αναβάθμιση της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, ως αναπόσπαστο κομμάτι συνολικά της εκπαίδευσης, δεν είναι θέμα καλών προτάσεων ή καλών προθέσεων. Αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή μιας και συνδέεται άμεσα με την χρηματοδότησή της και κατ’ επέκταση με τα ποσά που προβλέπονται απ’ τον προϋπολογισμό του κράτους, τόσο σε απόλυτα νούμερα, όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Η απόλυτη μείωση της χρηματοδότησης που προβλέπει ο φετινός προϋπολογισμός για την εκπαίδευση προδικάζει την υποβάθμιση του Δημόσιου Σχολείου.
Τα μέτρα και οι πολιτικές, που αναφέρθηκαν σ’ αυτό το σημείωμα, επιβάλλουν αυξημένους πόρους σε ανθρώπινο δυναμικό, πόρους λειτουργίας και υλικοτεχνικής υποδομής.
Αντί γι’ αυτό βιώνουμε, εκτός απ’ τη μείωση των αποδοχών μας, την κατάργηση υποστηρικτικών θεσμών του σχολείου (ενισχυτική διδασκαλία – ΠΔΣ – ΤΑΔ κ.λ.π), την επερχόμενη συγχώνευση σχολικών μονάδων που θα δημιουργήσει γκετοποιημένα σχολεία, την αύξηση των μαθητών ανά τμήμα.
Η επερχόμενη νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στην Τεχνική Επαγγελματική Εκπαίδευση θα κριθεί από τους μαθητές, τους εκπαιδευτικούς και την κοινωνία, με βάση τις πραγματικές ανάγκες αναβάθμισης του σχολείου, στο οποίο φοιτούν, αναγκαστικά ή όχι, τα παιδιά των φτωχότερων στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας και ζητούν μια κοινωνική διέξοδο μέσα απ’ αυτό.
23-1-2011