Επισημάνσεις για τη συνεισφορά του Τρότσκι

Μερικές επισημάνσεις για τη συνεισφορά του Τρότσκι

στην σκέψη και την δράση του επαναστατικού εργατικού κινήματος*

 

Του Δημήτρη Καζάκη


 

Ο Τρότσκι, η σκέψη και η δράση του, ανήκουν οργανικά στην λενινιστική κληρονομιά του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος. Ανεξάρτητα από τις όποιες διαφορές, αποκλίσεις και ιδιαιτερότητες που μπορεί να επισημάνει κανείς ανάμεσα στον Τρότσκι και στον Λένιν.

* Εισήγηση στην παρουσίαση του 4ου τόμου της βιογραφίας του Τρότσκι από τον Τόνι Κλιφ, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, ΕΣΥΕΑ, 10/12/2010.

Και οι δυο τους, ο καθένας τους μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο που έδρασε και αναδείχθηκε, συνθέτουν την διαλεκτική ενότητα της κληρονομιάς του μεγάλου Οχτώβρη και του κινήματος που άντλησε την καταγωγή του από αυτόν. Πρόκειται για μια κληρονομιά η οποία στις μέρες μας είναι επίκαιρη παρά ποτέ. Αρκεί να ξέρουμε πώς να την μελετήσουμε και πώς να διδαχθούμε από αυτή.

Το δυστύχημα με τον Τρότσκι, όπως και με τον Λένιν, ήταν ότι είχε πολύ περισσότερους οπαδούς από άξιους συνεχιστές και επιγόνους. Κι ο οπαδός, όπως πάντα, αυτό που θέλει και χρειάζεται είναι να προσκυνά ένα άγιο εικόνισμα, ένα ιδεατό σύμβολο. Έτσι συνέβη και με τον Τρότσκι. Πολλοί από τους οπαδούς του ούτε καν αντιλήφθηκαν ότι ο ίδιος ο Τρότσκι, ακόμη και την εποχή που ίδρυσε την λεγόμενη 4η Διεθνή, δεν θεμελίωσε ένα ξεχωριστό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα, αλλά διεκδίκησε τη συνέχεια – άσχετα με το αν και κατά πόσο το κατάφερε – της λενινιστικής, μπολσεβίκικης γραμμής του κομμουνιστικού κινήματος. Με άλλα λόγια ο Τρότσκι δεν υπήρξε ποτέ τροτσκιστής, αλλά λενινιστής, μπολσεβίκος, κομμουνιστής. Και μ’ αυτή την έννοια η εμμονή ορισμένων ακόμη και σήμερα που οι παλιές ιστορικές διαμάχες στο πάλαι ποτέ κομμουνιστικό κίνημα έχουν ξεθωριάσει, να επιμένουν στον αυτοπροσδιορισμό τους ως τροτσκιστές λέει πολλά για την μεταφυσική, σχεδόν θεολογική προσέγγιση του ίδιου του Τρότσκι.

Αν και κατά τη γνώμη μου θα έλεγα ότι σε πολλές περιπτώσεις, πρόκειται για μια καθυστερημένη προσπάθεια να δικαιωθεί εκ των υστέρων μια πολιτική γραμμή, η οποία παρέμεινε στο περιθώριο του κινήματος όλη την περίοδο που αυτό βρισκόταν στα «πάνω του». Τώρα που το κομμουνιστικό κίνημα ηττήθηκε και διαλύθηκε, ή βιώνει με τον πιο ταπεινωτικό τρόπο την χρεοκοπία του, κάποιοι νιώθουν την ανάγκη να δικαιώσουν εκ των υστέρων ένα σύστημα ιδεολογίας και πρακτικής, που ελάχιστα κοινά είχε με τις απόψεις και τις θέσεις του ίδιου του Τρότσκι, αλλά και συνεισέφερε ελάχιστα, αν συνεισέφερε καθόλου, στο οργανωμένο κίνημα της εργατικής τάξης και στην επαναστατική πάλη των μαζών, την οποία δεν μπόρεσε ποτέ να εκφράσει, ούτε καν να κατανοήσει. Ιδίως στις πιο κρίσιμες στιγμές της, στις κορυφώσεις της. Δεν ξέρω βέβαια πόσο τιμά όσους επιχειρούν κάτι τέτοιο σήμερα, χωρίς να κάνουν τον κόπο να μας εξηγήσουν το γιατί δεν μπόρεσαν να εκφράσουν το κίνημα ούτε όταν βρισκόταν σε άνοδο, αλλά ούτε κι όταν βρέθηκε ηττημένο και αυτοί «δικαιωμένοι». Εκτός βέβαια κι αν για όλα φταίει πάντα ο κακός εχθρός και η άτιμη κοινωνία.

Έτσι αντί να κατανοηθεί στην ουσία της η «θεωρία της διαρκούς επανάστασης», που αν αξίζει κάτι αυτό έχει να κάνει με το πώς μια δημοκρατική επανάσταση συνδέεται οργανικά στην πορεία της με την σοσιαλιστική, ή διαφορετικά με το πώς η πάλη για τις δημοκρατικές διεκδικήσεις σήμερα ανοίγει τον δρόμο για την επαναστατική αλλαγή και τον σοσιαλισμό αύριο, ερμηνεύθηκε όχι σπάνια σαν μια θεωρία προσπεράσματος της πάλης για την κατάκτηση της δημοκρατίας, σαν μια συνταγή για το απευθείας πέρασμα στο σοσιαλισμό. Το ίδιο συνέβη επίσης και με την θεωρία για την «άνιση και συνδυασμένη ανάπτυξη» του παγκόσμιου καπιταλισμού, που στην καλύτερη περίπτωση η ταυτολογία του προφανούς υποκατέστησε την συγκεκριμένη ανάλυση των σχέσεων εκμετάλλευσης, εξάρτησης και υποδούλωσης που υπάρχουν ανάμεσα στις χώρες του ιμπεριαλισμού και στην πληθώρα των χωρών υπό καθεστώς υποτέλειας.

 

Ο ορθόδοξος μαρξισμός του Τρότσκι

 

Ο Τρότσκι σε όλο του το έργο ήταν και παρέμεινε ορθόδοξος μαρξιστής και μάλιστα πολύ περισσότερο από τον ίδιο τον Λένιν. Νομίζω ότι είχε απόλυτο δίκιο ο Α. Λουνατσάρσκι όταν έγραφε για τον Τρότσκι τα εξής: «Κατά τη γνώμη μου ο Τρότσκι είναι ασύγκριτα πιο ορθόδοξος από τον Λένιν, αν και πολλοί ίσως να βρουν κάτι τέτοιο πολύ παράξενο. Η πολιτική καριέρα του Τρότσκι υπήρξε κάπως βασανιστική: δεν ήταν ούτε Μενσεβίκος, ούτε και Μπολσεβίκος, αναζήτησε τη μέση οδό πριν το δικό του ρυάκι συγχωνευθεί με τον ποταμό των Μπολσεβίκων. Κι όμως ο Τρότσκι στη πραγματικότητα είχε πάντα σαν γνώμονα του, τους ακριβής κανόνες του επαναστατικού Μαρξισμού. Ο Λένιν είναι ταυτόχρονα δεσποτικός και δημιουργικός στο βασίλειο της πολιτικής σκέψης και έχει πολύ συχνά διαμορφώσει παντελώς καινούργιες γραμμές πολιτικής, που κατοπινά αποδείχτηκαν εξαιρετικά ικανές να οδηγούν σε αποτελέσματα. Ο Τρότσκι δεν χαρακτηρίζεται από μια τέτοια τόλμη της σκέψης: παίρνει τον επαναστατικό Μαρξισμό και βγάζει από αυτόν τα συμπεράσματα που είναι εφαρμόσιμα σε μια δοσμένη κατάσταση. Είναι όσο τολμηρός χρειάζεται να είναι όταν αντιπαρατίθεται με τον φιλελευθερισμό και τον μεσοβέζικο σοσιαλισμό, αλλά δεν είναι καινοτόμος.»[1]

Ο Λουνατσάρσκι μιλά για την ορθοδοξία της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, της οποίας οι κύριοι θεωρητικοί εκπρόσωποι, όσο ιδιοφυείς κι αν ήταν, είχαν μετατρέψει τον μαρξισμό σ’ ένα σύστημα έτοιμων συμπερασμάτων, σιδερένιων νομοτελειών, απ’ όπου το κίνημα αντλούσε κάθε φορά αυτό που χρειαζόταν. Ο Τρότσκι ήξερε πώς να πάρει αυτό που χρειαζόταν από την ιστορική παράδοση του μαρξισμού, ώστε να ερμηνεύσει τις μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία και την πολιτική που το εκπληκτικό επαναστατικό του ένστικτο αντιλαμβανόταν με αλάνθαστο τρόπο, αλλά ως εκεί. Απέδειξε στην πράξη ότι ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς που γέννησε από τα σπλάχνα του το επαναστατικό κίνημα της εργατικής τάξης, αλλά δεν υπήρξε αντίστοιχα και μεγάλος θεωρητικός του. Φυσικά με μέτρο τον ίδιο τον Λένιν και τις άλλες πολύ μεγάλες φυσιογνωμίες που γνώρισε το κίνημα. Κι όχι βέβαια σε σύγκριση με όλους τους κατοπινούς άξεστους και ανεκδιήγητους γραφειοκράτες της κομματικής μετριότητας που κληρονόμησαν ελέω μηχανισμού το «αλάθητο» των μεγάλων δασκάλων.

Η αλήθεια αυτή φαίνεται και στο γεγονός ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που διαχωρίστηκε στον τρόπο που κατανοούσε εκείνη την εποχή η ιστορική σοσιαλδημοκρατία τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Ωστόσο, η κυριαρχία της επίσημης προσέγγισης των θεωρητικών ταγών της μαρξιστικής ορθοδοξίας ήταν τέτοια, που δεν άφησε τον Τρότσκι να βαθύνει στις διαφορές ανάμεσα στην «εθνική» οπτική της σοσιαλδημοκρατίας και την «διεθνική» οπτική του νέου επαναστατικού ρεύματος που γεννιόταν στα σπλάχνα της. Στην πραγματικότητα, η βασική συνεισφορά του Τρότσκι έμεινε ακριβώς σ’ αυτό, δηλαδή στο ότι ανακάλυψε ξανά τον καπιταλισμό ως παγκόσμιο σύστημα και απέρριψε την εθνοκεντρική λογική της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας. Επομένως, γι’ αυτόν ο ιμπεριαλισμός δεν ήταν απλά η επεκτατική πολιτική των ισχυρών κρατών, αλλά η κορύφωση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Κι έτσι, το να απαλλαγεί η εργατική τάξη από τον ιμπεριαλισμό σήμαινε ότι πρέπει να απαλλαγεί όχι μόνο από μια μορφή «εθνικού καπιταλισμού», αλλά από τον παγκόσμιο καπιταλισμό στο σύνολό του. Με άλλα λόγια, η μόνη απάντηση στον ιμπεριαλισμό, η μόνη διέξοδος από αυτόν, δεν ήταν άλλη από την παγκόσμια σοσιαλιστική επανάσταση.

Με αυτή την έννοια η άποψη του Λ. Τρότσκι, παρά το γεγονός ότι είχε αποβάλει την εθνοκεντρική οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας, διέφερε ουσιαστικά μόνο ως προς τα πολιτικά της συμπεράσματα από την κυρίαρχη σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση του ιμπεριαλισμού. Δεν μπόρεσε να βαθύνει στην ουσία της νέας περιόδου, στην ταυτότητα του ιμπεριαλισμού και του καπιταλιστικού μονοπωλίου, όπως επεχείρησε ο Μπουχάριν και φυσικά ολοκλήρωσε σε μεγάλο βαθμό ο Λένιν.

Ο Τρότσκι αντιλαμβανόταν τον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο όχι ως οργανική εκδήλωση μιας νέας ποιοτικά ανώτερης φάσης μετεξέλιξης του παγκόσμιου καπιταλισμού, αλλά κυρίως ως κορύφωση μιας διαδικασίας καταστροφικής «υπέρβασης» του εθνικού κράτους, που είχε καταστεί πλέον αναγκαία από την ίδια την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Ο Τρότσκι όριζε την εποχή του παγκόσμιου πολέμου ως εξής: «Οι παραγωγικές δυνάμεις που ο καπιταλισμός δημιούργησε, έχουν υπερβεί τα όρια του έθνους και του κράτους. Το εθνικό κράτος, η παρούσα πολιτική μορφή, είναι πολύ στενή για την εκμετάλλευση αυτών των παραγωγικών δυνάμεων. Επομένως, η φυσική τάση του οικονομικού μας συστήματος είναι η επιδίωξη να ξεπεραστούν τα κρατικά σύνορα. Ολόκληρος ο πλανήτης, η γη και η θάλασσα, η επιφάνεια, όπως και το υπέδαφος, έχουν μεταβληθεί σ’ ένα οικονομικό εργαστήριο, όπου τα ξεχωριστά μέρη συνδέονται αδιάρρηκτα μεταξύ τους. Αυτό το έργο κατορθώθηκε από τον καπιταλισμό. Όμως, στην προσπάθειά τους να επιτευχθεί αυτό, τα καπιταλιστικά κράτη κατέληξαν σε μια πάλη για την υποταγή του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος στα κερδοσκοπικά συμφέροντα της αστικής τάξης κάθε ξεχωριστής χώρας. Αυτό που η πολιτική του ιμπεριαλισμού έχει αποδείξει περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι ότι το παλιό εθνικό κράτος που δημιουργήθηκε στις επαναστάσεις και τους πολέμους του 1789-1815, 1848-1859, 1864-1866 και 1870 έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο και τώρα αποτελεί ένα αφόρητο εμπόδιο στην οικονομική ανάπτυξη.» [2]

Η άποψη αυτή που έβλεπε στη νέα εποχή του ιμπεριαλισμού και του παγκόσμιου πολέμου τη μετατόπιση του «ειδικού βάρους» της ιστορικής εξέλιξης από την «εθνική οικονομία», το εθνικό κράτος, στην παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου, αντικατόπτριζε περισσότερο τις βαθύτερες πολιτικές ανάγκες μετεξέλιξης των φορέων της, την ίδια στιγμή που η θεωρητική εμβάθυνση στη νέα παγκόσμια πραγματικότητα παρέμενε αιχμάλωτη των ανελαστικών παραδοσιακών σχημάτων της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Έτσι πολλοί ήταν εκείνοι, ακόμη και από τους πιο προικισμένους, που στην προσπάθειά τους να διαφοροποιηθούν πολιτικά από την παλιά «εθνικο-κρατική» οπτική της ηγετικής σοσιαλδημοκρατίας – η οποία όλο και περισσότερο ανέδυε τη δυσοσμία της καθολικής παραίτησης από τα ταξικά καθήκοντα και της ανοιχτής προσχώρησης στην ιμπεριαλιστική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων – έβρισκαν πιο απλή την αντιστροφή των παραδοσιακών σχημάτων της καθιερωμένης μαρξιστικής ορθοδοξίας της εποχής τους.

Από τις κυρίαρχες ιδέες που είχαν αλυσοδέσει τη συνείδηση του κινήματος την εποχή της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας, δεν είχαν απαλλαγεί οι θεωρητικές αναλύσεις ακόμη και κορυφαίων προσωπικοτήτων των διεθνιστών επαναστατών, όπως ήταν ο Λ. Τρότσκι. Απλά προσπαθούσε να κατανοήσει τη νέα ιστορική κατάσταση, τα νέα καθήκοντα, που το ιδιαίτερα οξύ ταξικό και πολιτικό του αισθητήριο αντιλαμβανόταν, αντλώντας θεωρητικό υλικό και επιχειρήματα από την κατεστημένη ιδεολογική συγκρότηση του κινήματος. Εδώ βρίσκεται και η θεμελιώδης διαφορά της οπτικής του Τρότσκι με εκείνη του Λένιν και της δικής του ανάλυσης του ιμπεριαλισμού, η οποία πήγαινε πολύ πιο πέρα και πολύ πιο βαθιά από την απλή διαπίστωση της «άνισης και συνδυασμένης ανάπτυξης» που όπως κι αν την αντιλαμβάνεται κανείς χαρακτήριζε τον παγκόσμιο καπιταλισμό εξαρχής, από τη γέννησή του. Κι επομένως δεν μπορεί με κανένα τρόπο να εξηγήσει την νέα εποχή.

 

Η μεγάλη στροφή στην θεωρία

 

Ωστόσο δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι ο Τρότσκι ήταν από τους πρώτους που έσπασαν τα κυρίαρχα θέσφατα της κατεστημένης μαρξιστικής ορθοδοξίας σχετικά με τον τρόπο που αυτή κατανοούσε τον παγκόσμιο καπιταλισμό. Μέχρι τότε η κυρίαρχη λογική της σοσιαλδημοκρατίας έβλεπε την παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου σαν ένα άθροισμα εθνικών οικονομιών σε διαδικασία «αλληλεξάρτησης», κυρίως εμπορικής, ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων κάθε χώρας. Στην πράξη έβλεπαν οικονομίες ίδιου τύπου, όπου το επίπεδό τους διαφοροποιόταν ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες γέννησης του καπιταλισμού σε κάθε συγκεκριμένη χώρα και «εισόδου» της στην παγκόσμια οικονομία. Από εκεί και πέρα ο ιστορικός δρόμος και τρόπος ανάπτυξης του καπιταλισμού που ήταν υποχρεωμένη να ακολουθήσει κάθε χώρα ήταν πανομοιότυπος με όλους τους άλλους και κυρίως με εκείνον που ακολούθησαν οι πιο ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού.

Γι’ αυτό και ο μόνος διαχωρισμός που αναγνώριζε επίσημα η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εκείνης ανάμεσα στις χώρες του παγκόσμιου καπιταλισμού ήταν ανάλογα με το επίπεδο και τον τύπο των παραγωγικών δυνάμεων που κυριαρχούσαν σ’ αυτές. Έτσι κάποιες από αυτές ήταν πρωτίστως βιομηχανικές και άλλες πρωτίστως αγροτικές. Όμως κι αυτός ο διαχωρισμός ήταν προσωρινός, μιας και το τράβηγμα μιας χώρας στην παγκόσμια οικονομία την έσπρωχνε αναγκαστικά σε μια καπιταλιστική ανάπτυξη «κατ’ εικόνα και ομοίωση» των ήδη ανεπτυγμένων χωρών. Η θεωρία αυτή την συναντάμε ακόμη και σήμερα μέσα από τη λογική του «εθνικού κοινωνικού σχηματισμού», να διεκδικεί τα εχέγγυα του πιο συνεπούς και μάλιστα επαναστατικού μαρξισμού ισχυριζόμενη ότι η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού δεν είναι παρά ένα άθροισμα εθνικών μερών του ίδιου τύπου υπό καθεστώς αλληλεξάρτησης. [3]

Η άποψη αυτή, πέρα από το γεγονός ότι δεν ήταν η άποψη του Μαρξ, μιας και κατάγεται ουσιαστικά από την αντίληψη του μερκαντιλισμού για την εθνική οικονομία, ήταν αδύνατο να κατανοήσει την αποικιοκρατία παρά μόνο ως ένα λογικό και προοδευτικό φαινόμενο επέκτασης των ανώτερων παραγωγικών δυνάμεων που διέθεταν οι ανεπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού. Έτσι, οι ηγεσίες της σοσιαλδημοκρατίας δεν έβλεπαν τίποτε κακό στην αποικιοκρατική εξόρμηση των μεγάλων δυνάμεων του καπιταλισμού, πέρα από το αναγκαστικό, βίαιο τράβηγμα των καθυστερημένων πληθυσμών και περιοχών του πλανήτη στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας. Γι’ αυτούς ήταν ένα αναγκαίο ξύπνημα στον σύγχρονο πολιτισμό των βαρβάρων αυτού του πλανήτη και ως εκ τούτου η μόνη διαφωνία τους με την αποικιοκρατική πολιτική των κυρίαρχων δυνάμεων επικεντρωνόταν στις απάνθρωπες μεθόδους που αυτές χρησιμοποιούσαν. Ολόκληρη αυτή η λογική αποτυπώθηκε στις συζητήσεις και τις αποφάσεις του Παγκόσμιου Συνεδρίου της Σοσιαλιστικής Διεθνούς στην Στουτγκάρδη το 1907, όπου για πρώτη φορά η διεθνής σοσιαλδημοκρατία διασπάστηκε γύρω από το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Η μάχη τα κατοπινά χρόνια γύρω από τον τρόπο κατανόησης του ιμπεριαλισμού και της παγκόσμιας οικονομίας, έκρινε όχι μόνο την τύχη της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και την έκβαση των επαναστατικών αναμετρήσεων του κινήματος διεθνώς.

Ο Τρότσκι είχε εντελώς διαφορετική γνώμη: «Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι η παγκόσμια οικονομία είναι ένα σύνολο από εθνικά μέρη ίδιου τύπου. Είναι λάθος να νομίζει κανείς ότι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι απλά συμπληρωματικά στα γενικά χαρακτηριστικά, όπως οι κρεατοελιές πάνω σ’ ένα πρόσωπο. Στην πραγματικότητα, οι εθνικές ιδιαιτερότητες αντιπροσωπεύουν έναν πρωτότυπο συνδυασμό των βασικών γνωρισμάτων της παγκόσμιας διαδικασίας.»[4] Με αυτόν τον τρόπο ο Τρότσκι επανατοποθέτησε το ζήτημα της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού στην ορθή του βάση, δηλαδή στη βάση που το είχε τοποθετήσει και ο Μαρξ. Όμως δεν κατόρθωσε να κατανοήσει ότι οι ανισότητες και οι ιστορικές καθυστερήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές χώρες, όχι μόνο δεν έπαψαν να αναπαράγονται μέσα στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας, αλλά άρχισαν να διευρύνονται στο έδαφος του καπιταλιστικού μονοπωλίου και της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης των εξαρτημένων χωρών. Ο ιμπεριαλισμός και το μονοπώλιο μετασχηματίζουν όλες τις χώρες κατά το πρότυπό τους, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν τις αποστάσεις ανάμεσά τους, οδηγούν αναγκαστικά σε μια όλο και πιο οξεία πόλωση. Μόνο έτσι μπορεί το καπιταλιστικό μονοπώλιο να αντλήσει υπερκέρδη από την παγκόσμια οικονομία.

 

Η άποψη του Μαρξ για τον παγκόσμιο καπιταλισμό

 

Για τον Μαρξ, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του καπιταλισμού, δεν είναι ένα απλό άθροισμα, μια συνηθισμένη εμπορική αλληλεξάρτηση των «εθνικών οικονομιών», ή κάποιων «εθνικών καπιταλισμών». Οικονομικό υποκείμενο της παγκόσμιας αγοράς δεν ήταν τα έθνη, τα «έθνη-κράτη», ή οι «εθνικές οικονομίες», αλλά αυτό καθαυτό το κεφάλαιο. Αντίθετα, τα έθνη, οι εθνικές οικονομίες και οι εθνικές ιδιαιτερότητες των διαφόρων κρατών, αποτελούσαν και εξακολουθούν να αποτελούν αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, πολύτιμο εξάρτημα του παγκόσμιου κυνηγητού για «πρόσθετο κέρδος», που χαρακτηρίζει τον επεκτατισμό του κεφαλαίου από την εποχή της εμφάνισής του έως σήμερα.

Η διαδικασία της συσσώρευσης κεφαλαίου δεν μπορεί να περιοριστεί από κανένα φυσικό, κοινωνικό, οικονομικό και εθνικό όριο. Για το κεφάλαιο όλα τα όρια, μαζί και τα σύνορα των εθνικών κρατών, των «εθνικών οικονομιών», είναι μόνο εξωτερικά, προσωρινά, ιστορικώς παροδικά, τυχαία εμπόδια, που πρέπει να ξεπεραστούν. Γι’ αυτό και το κεφάλαιο και κατά συνέπεια ολόκληρος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, είναι αδιανόητος, είναι αδύνατον να υπάρξει δίχως την παγκόσμια αγορά. «Η τάση δημιουργίας – τόνιζε ο Μαρξ – της παγκόσμιας αγοράς ενυπάρχει απευθείας στην ίδια την έννοια του κεφαλαίου. Κάθε όριο εμφανίζεται ως εμπόδιο, το οποίο οφείλει να ξεπεραστεί[5] Ο Μαρξ μιλά για μια παγκόσμια αγορά που δεν αποτελεί μια απλή «προέκταση», ούτε μια απλή αλληλεξάρτηση εθνικών οικονομιών, αλλά για απόσπαση του εθνικού εδάφους κάτω από τα πόδια του κεφαλαίου, της παραγωγής και του εμπορίου. ΜΕ αυτήν την έννοια η παγκόσμια αγορά σαν προνομιακό πεδίο δράσης του κεφαλαίου γίνεται αδυσώπητος «πολιορκητικός κριός» ενάντια στις εθνικές οικονομίες.

Έτσι, για τον Μαρξ το πραγματικό περιεχόμενο της «αλληλεξάρτησης των εθνών», που φέρνει στο ιστορικό προσκήνιο ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής, είναι μια ανελέητη διαδικασία απαλλοτρίωσής τους από την παγκόσμια αγορά, με όρους που καθορίζονται πρωταρχικά, όχι από «ιστορικές ιδιαιτερότητες και καταγωγές», αλλά από τον κεφαλαιοκρατικό ανταγωνισμό και τις συγκρούσεις σε διεθνές επίπεδο για μερίδια αγοράς, εμπορικά και παραγωγικά «συγκριτικά πλεονεκτήματα» και προπάντων για σφαίρες τοποθέτησης κεφαλαίων. Γι’ αυτό και ήταν ο πρώτος που μπόρεσε να εξιχνιάσει το μυστικό των «εθνικών ανταγωνισμών», αναζητώντας το όχι στους όρους «εθνικής ανάπτυξης» κάθε κράτους, όπως έκαναν πολλοί πριν και μετά από αυτόν, αλλά πρωταρχικά στις αδήριτες αναγκαιότητες και τις αντιθέσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου.

Τι είναι, όμως, εκείνο που ωθεί ακατάπαυστα το κεφάλαιο να επεκτείνεται, να διεθνοποιείται και να καθολικοποιεί τους ιστορικούς όρους της συσσώρευσής του μέσα από την παγκόσμια αγορά; Η απάντηση που έδιναν παραδοσιακά οι οικονομικοί στοχαστές, εντοπιζόταν στη δυνατότητα μιας «εθνικής οικονομίας» να παράγει «περίσσευμα» αγαθών γενικά, ή ειδικά εκείνων που με όρους αγοράς διέθετε «συγκριτικό πλεονέκτημα» απέναντι στις υπόλοιπες. Γι’ αυτό και επέμεναν να αντιμετωπίζουν τις διεθνείς οικονομικές σχέσεις πρωταρχικά και κυρίως στο επίπεδο της ανταλλαγής με τη μορφή του εξωτερικού εμπορίου και κατ’ επέκταση αντιλαμβάνονταν ως βάση της παγκόσμιας αγοράς, τις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές.    

Για τον Μαρξ, αντίθετα, κινητήρια δύναμη της παγκόσμιας αγοράς και συνολικά της παγκόσμιας οικονομίας του καπιταλισμού, δεν ήταν το εμπόριο, αλλά η εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό. Αυτή η οργανική ανάγκη για εξαγωγή κεφαλαίου στο εξωτερικό – με όλες τις μορφές του, χρηματική και εμπορευματική – δεν γίνεται γιατί τα κεφάλαια αυτά γενικά «περισσεύουν» από την εγχώρια αγορά, αλλά γιατί μπορούν να εξασφαλιστούν μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους αλλού, σ’ άλλες χώρες, σ’ άλλες αγορές. «Αν στέλνεται κεφάλαιο στο εξωτερικό – έλεγε ο Μαρξ – αυτό γίνεται όχι γιατί δεν θα μπορούσε απολύτως καθόλου να χρησιμοποιηθεί στο εσωτερικό. Αυτό γίνεται γιατί μπορεί να απασχοληθεί στο εξωτερικό με μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους [6]

Το κυνήγι αυτού του μεγαλύτερου ποσοστού κέρδους είναι που οι έως τότε κλασσικοί οικονομολόγοι θεωρούσαν ότι μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ανισότιμες ανταλλαγές, μέσα από δυσμενείς εμπορικούς όρους με τις πιο φτωχές χώρες. Κι ως εκ τούτου αργά η γρήγορα η αγορά – απελευθερωμένη από τις «στρεβλώσεις» της – θα μπορούσε να επαναφέρει την ισορροπία. Αντίθετα, για τον Μαρξ αυτό το πρόσθετο κέρδος μπορεί να το καρπωθεί η πλούσια χώρα, ακόμη κι όταν η φτωχή δεν χάνει, αλλά κερδίζει από τις εμπορικές της δοσοληψίες: «Κέρδος μπορεί να βγει και με την απάτη, με το ότι ο ένας κερδίζει τόσα όσα χάνει ο άλλος. Η ζημιά και το κέρδος εξισώνονται στα πλαίσια μιας χώρας. Δεν γίνεται το ίδιο ανάμεσα σε διάφορες χώρες. Ακόμα και σύμφωνα με την θεωρία του Ρικάρντο… μπορούν 3 ημέρες εργασίας μιας χώρας να ανταλλαχθούν με μια ημέρα εργασίας μιας άλλης χώρας. Ο νόμος της αξίας υφίσταται εδώ ουσιαστική τροποποίηση… Στην περίπτωση αυτή η πλουσιότερη χώρα εκμεταλλεύεται τη φτωχότερη, ακόμη κι όταν η δεύτερη χώρα κερδίζει από την ανταλλαγή…»[7]

Ο Μαρξ, λοιπόν, θεωρούσε ότι με την καθολικοποίηση των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου στην παγκόσμια αγορά, η εκμετάλλευση μιας φτωχής από μια πλούσια χώρα, μπορεί να υπάρξει ακόμη και στην περίπτωση που υπάρχουν τυπικά και εμπορικά ισότιμες ανταλλαγές. Κι αυτό συμβαίνει γιατί το μονοπώλιο του κεφαλαίου μεταφράζεται πάντα σε μονοπώλιο των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, της υψηλότερης παραγωγικότητας. Μάλιστα εκτιμούσε ότι ακριβώς επειδή το κεφάλαιο τείνει στην επιδίωξη όλο και μεγαλύτερου πρόσθετου κέρδους με βάση την μονοπώληση των πιο ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων, τη μονοπώληση της υψηλότερης παραγωγικότητας, χρειάζεται όλο και μεγαλύτερη ελευθερία κίνησης και διευρυμένης αναπαραγωγής διεθνώς, χωρίς τα τεχνητά όρια που θέτουν τα αποικιακά προνόμια και τα εθνικά σύνορα. Γι’ αυτό και προέβλεπε ότι θα φτάσει η στιγμή που ο ίδιος ο καπιταλισμός θα κάνει αναγκαία την εξαφάνιση των αποικιών. Πράγμα που συνέβη, αλλά πολύ αργότερα και με αρκετά πιο διαφορετικούς όρους, από ότι προέβλεπε ο Μαρξ.

Επομένως, η εκμετάλλευση μιας χώρας από μια άλλη – και άρα της οικονομικής εξάρτησης των φτωχών από μια χούφτα πλούσιων χωρών – είναι εσωτερικό οργανικό στοιχείο της ανάπτυξης της παγκόσμιας αγοράς του κεφαλαίου από την εποχή ακόμη του «ελεύθερου ανταγωνισμού». Το κυνήγι του πρόσθετου κέρδους στην παγκόσμια αγορά ήταν εκείνο που, από τη μια, μετέτρεπε ακόμη και «πολιτισμένα έθνη» σε αντικείμενο ανελέητης εκμετάλλευσης, από εκείνα που κατείχαν το μονοπώλιο της πιο προηγμένης παραγωγής και, από την άλλη, πυροδοτούσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα σε κεφάλαια και κράτη για να αποκτήσουν τα δικά τους «συγκριτικά πλεονεκτήματα», που θα τους επιτρέψουν την απόσπαση πρόσθετου κέρδους από την εκμετάλλευση των ανταγωνιστών τους στην παγκόσμια αγορά, όπως και των λιγότερο ανεπτυγμένων, ή καθυστερημένων εθνών.

Επομένως, η παγκόσμια αγορά, η παγκόσμια οικονομία του κεφαλαίου δεν είναι μόνο προνομιακό πεδίο διεθνοποίησης των εσωτερικών νομοτελειών του καπιταλισμού, αλλά και «τροποποίησής» τους, έτσι ώστε η ανισομέρεια και η απόκλιση ανάμεσα στα επίπεδα χωρών και περιοχών, να προσφέρουν ικανά περιθώρια «πρόσθετου κέρδους» και διαρκώς νέες δυνατότητες εξαγωγής κεφαλαίου. Έτσι, στο έδαφος της παγκόσμιας αγοράς, το κεφάλαιο δεν απορροφά μόνο, ούτε μεταπλάθει απλά «κατ’ εικόνα» του το σύνολο του πλανήτη, αλλά ταυτόχρονα αναπαράγει την ιστορική καθυστέρηση και οπισθοδρόμηση στο εσωτερικό των περισσοτέρων χωρών, που με καταναγκαστικό τρόπο τραβά στην τροχιά της παγκόσμιας οικονομίας.

Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να μιλάμε, ιδίως την εποχή του ιμπεριαλισμού, για αλληλεξάρτηση αν δεν τονίζουμε ταυτόχρονα όχι μόνο την ανισότητα και την ανισομέρεια, αλλά και την ιμπεριαλιστική εξάρτηση, εκμετάλλευση, υποταγή και υποτέλεια της πλειοψηφίας των λιγότερων ανεπτυγμένων χωρών από τις κυρίαρχες δυνάμεις του ιμπεριαλισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να «δεθούν» οι χώρες αναμεταξύ τους μέσα στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλισμού. Κι αν δεν είμαστε αιχμάλωτοι μιας τυπικής αστικής ή μικροαστικής ερμηνείας του ιμπεριαλισμού, που παραδοσιακά τον αντιλαμβάνεται μόνο ή κυρίαρχα στο επίπεδο της στρατιωτικοπολιτικής ισχύος και κατάκτησης, τότε οφείλουμε να αντιλαμβανόμαστε την ιμπεριαλιστική υποταγή και υποτέλεια πρώτα και κύρια με οικονομικούς όρους, με όρους επικυριαρχίας των παγκόσμιων αγορών, των υπερεθνικών μονοπωλίων και κεφαλαίων και φυσικά των οργάνων τους διεθνώς, όπως είναι το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.

Αυτό όπως είναι φυσικό μας αναγκάζει να διαχωρίζουμε τις εκμεταλλεύτριες από τι εκμεταλλευόμενες χώρες, να προσεγγίζουμε διαφορετικά το πρόβλημα της επανάστασης και της προετοιμασίας της σε μια ιμπεριαλιστική και σε μια εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό χώρα. Στην δεύτερη περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα είναι στενά δεμένο με το ταξικό. Με άλλα λόγια το ταξικό ζήτημα δεν μπορεί να τεθεί – τουλάχιστον στην αρχή – ξεχωριστά από το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα. Και ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης δεν τίθεται μόνο υπό καθεστώς στρατιωτικοπολιτικής κατοχής, αλλά κάθε φορά που ο ιμπεριαλιστικός ζυγός γίνεται αφόρητος για τον λαό μιας εκμεταλλευόμενης χώρας. Όπως συμβαίνει σήμερα με την Ελλάδα. Μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση το εθνικοαπελευθερωτικό ζήτημα δεν είναι υπόθεση της αστικής τάξης, αλλά κατεξοχήν της ίδιας της εργατικής τάξης, που πρέπει να το σηκώσει, να το αναδείξει και να συσπειρώσει γύρω της τα υπόλοιπα καταπιεσμένα τμήματα του έθνους της έτσι ώστε να αποδείξει αυτό που ο ίδιος ο Τρότσκι έλεγε: «Η διαρκής επανάσταση δεν είναι ένα ‘άλμα’ για το προλεταριάτο, αλλά η ανοικοδόμηση του έθνους κάτω από την ηγεσία του προλεταριάτου.» [8]

Αλήθεια, τι σημαίνει αυτή η αποστροφή του Τρότσκι, την οποία είχε αφιερώσει σε όλους εκείνους που τον κατηγορούσαν ότι με τη «διαρκή επανάσταση» προσπαθούσε να αποφύγει, να «υπερπηδήσει» τις δημοκρατικές διεκδικήσεις του προλεταριάτου στο όνομα του σοσιαλισμού; Μήπως σημαίνει ότι το προλεταριάτο δεν πρέπει να αναδείξει στην πάλη του για το σοσιαλισμό όλα εκείνα τα ενδιάμεσα και μεταβατικά αιτήματα που του χρειάζονται για να αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη του έθνους; Για το ακριβώς αντίθετο μιλούσε ο Τρότσκι. Όπως άλλωστε έκανε ανέκαθεν κάθε αληθινός μαρξιστής, λενινιστής, κομμουνιστής.

Ο ίδιος ο Τρότσκι με αφορμή τον Σινο-Ιαπωνικό πόλεμο είχε γράψει σε όλους εκείνους που δεν αποδέχονταν τον εθνικοαπελευθερωτικό χαρακτήρα του αγώνα ενός λαού και κατηγορούσαν ως “σοσιαλπατριώτες” όσους επαναστάτες καλούσαν το προλεταριάτο να σηκώσει τη σημαία της εθνικής ανεξαρτησίας, τα εξής: «Δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ όλους του πολέμους με τον ίδιο τρόπο. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς υποστήριξαν την επαναστατική πάλη των Ιρλανδών εναντίον της Μεγάλης Βρετανίας, των Πολωνών εναντίον του τσάρου, παρά το γεγονός ότι σ’ αυτούς τους δύο εθνικούς πολέμους οι ηγέτες ήταν, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος τους, μέλη της αστικής τάξης και σε ορισμένες περιπτώσεις της φεουδαρχικής αριστοκρατίας… σε κάθε περίπτωση, αντιδραστικοί καθολικοί. Όταν ο Αμπέλ Καρίμ εξεγέρθηκε εναντίον της Γαλλίας, οι δημοκράτες και οι Σοσιαλδημοκράτες μίλησαν με μίσος για τον αγώνα του «βάρβαρου τύραννου» εναντίον της «δημοκρατίας». Το κόμμα του Λέοντα Μπλουμ υποστήριξε αυτή την άποψη. Όμως εμείς, οι Μαρξιστές και Μπολσεβίκοι θεωρήσαμε την πάλη των ανθρώπων του Ριφ ενάντια στην επικυριαρχία του ιμπεριαλισμού ως έναν προοδευτικό πόλεμο. Ο Λένιν έγραψε εκατοντάδες σελίδες αποδεικνύοντας την πρωταρχική σημασία του να ξεχωρίζει κανείς ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά έθνη και στα έθνη των αποικιών ή ημιαποικιών που συνιστούν την πλειοψηφία της ανθρωπότητας. Το να μιλά κανείς για «επαναστατικό ντεφετισμό» γενικά, χωρίς να διακρίνει ανάμεσα σε χώρες εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενες, είναι σαν να μετατρέπει τον Μπολσεβικισμό σε μια άθλια καρικατούρα και να θέτει αυτή την καρικατούρα στην υπηρεσία των ιμπεριαλιστών.» [9]

Το ίδιο ισχύει σήμερα και για την Ελλάδα. Το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας της, της εθνικής ανεξαρτησίας της, τίθεται εκ των πραγμάτων από το καθεστώς κατοχής που έχει θεσμοθετήσει το Δ.Ν.Τ. και η Ε.Ε.. Το καινούργιο στοιχείο που υπάρχει είναι ότι το ζήτημα αυτό δεν μπορεί να το σηκώσει σήμερα η αστική τάξη, η οποία ένα κομμάτι της έχει ταυτιστεί με καθεστώς κατοχής, ενώ ένα άλλο κομμάτι της – ιδίως το μη μονοπωλιακό – διαλύεται μαζί με την αποσύνθεση της εσωτερικής αγοράς. Η μόνη δύναμη που μπορεί και οφείλει να το αναδείξει ως κυρίαρχο ζήτημα είναι η εργατική τάξη. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συσπειρώσει γύρω της και όλα τα άλλα κοινωνικά στρώματα του λαού και να θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα εξουσίας. Χωρίς να αναδείξει το ζήτημα εθνικής απελευθέρωσης από την σύγχρονη ιμπεριαλιστική κατοχή, δεν είναι σε θέση να θέσει ή να αναδείξει το ταξικό της ζήτημα. Χωρίς να ηγηθεί της σωτηρίας της χώρας, της ανόρθωσης του έθνους, της κατάχτησης της εθνικής ανεξαρτησίας δεν μπορεί να ανοίξει το δρόμο για την δική της εξουσία. Το να αγνοούν αυτό το γεγονός σήμερα ορισμένοι στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα, υπερασπιζόμενοι υποτίθεται την καθαρότητα των ταξικών στόχων του κινήματος, τότε να με συγχωρείτε αλλά ισχύει αυτό που σε μια ανάλογη περίπτωση είχε πει με τον δικό του πολύ ιδιαίτερο τρόπο ο ίδιος ο Τρότσκι:

«Εδώ πρόκειται είτε για πραγματικούς προδότες, είτε για παντελώς ηλίθιους. Όμως η ηλιθιότητα, ανεβασμένη σ’ αυτό το επίπεδο, ισοδυναμεί με προδοσία.» [10]

 

10/12/2010, Δημήτρης Καζάκης

 

Παραπομπές

 

[1] A. V. Lunacharsky, Revolutionary Silhouettes, New York: Hill and Wang, 1968, σ. 66-67.

[2] Leon Trotzky, The Bolsheviki and World Peace, New York: Boni & Liveright, 1918, σ. 20-21.

[3] Αν και σήμερα αυτή η παλιά σοσιαλδημοκρατική διαστροφή του μαρξισμού κυριαρχεί στην ιδεολογία της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς, συμπεριλαμβανομένης και της ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι ο πιο συνεπής εκπρόσωπός της στην χώρα μας είναι ο Γ. Μηλιός, ο οποίος αποδίδει στον Μαρξ την άποψη ότι «συνέδεε πάντοτε την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με το εθνικό κράτος» και κατανοούσε την παγκόσμια οικονομία μόνο στο επίπεδο της «αλληλεξάρτησης» των «εθνικών οικονομιών» (Βλέπε χαρακτηριστικά Γ. Μηλιός, Θεωρίες για τον Παγκόσμιο Καπιταλισμό. Αθήνα: Κριτική, 1997, σ. 20, κ. ά.)

[4] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta: Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 4.

[5] Κ. Μαρξ, Grundrisse. K. Marx & F. Engels, Collected Works, vol. 28. Moscow: Progress Publishers, 1986, σ. 335

[6] Κ. Μάρξ, Το Κεφάλαιο, τόμος τρίτος, Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή,1978, σ. 324.

[7] Κ. Μαρξ, Θεωρίες για την Υπεραξία, μέρος τρίτο. Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή, 1985, σ. 120.

[8] L. Trotsky, Permanent Revolution, Calcutta, Gupta Rahman & Gupta, 1947, σ. 58.

[9] L. Trotsky, On the SinoJapanese War, International Bulletin, Organizing Committee for the Socialist Party Convention (New York), no. 1, October 1937.

[10]  Στο ίδιο.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.