Οι ιστορικές και γεωφυσικές απαρχές του Βουραϊκού
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*
Ι. Εισαγωγικά
Ας μιλήσουμε αυτή τη φορά για την κοιλάδα του Ερασίνου – Βουραϊκού από την πλευρά των νερών, αφού αποτελεί ακόμα μια καλλιεργητική κοιλάδα, την μεγαλύτερη στον ορεινό διευρυμένο δήμο Καλαβρύτων. Ο Γ. Παπανδρέου με την γλώσσα της εποχής την χαρακτηρίζει ως εξής: «Ποταμία κοιλάς του Ερασίνου (κάμποι Συρμπανίου, Κερτέζης, Βυσωκάς, Καλαβρύτων)»[1]. Μιας κι έχει ανοίξει και η συζήτηση για νέα θεσμική αναδιανομή της γης (2ος αναδασμός) ας δούμε δύο πλευρές της υδρευτικής της διάστασης. Να ξεκινήσουμε με τη θεωρία της λίμνης και το άδειασμα των νερών της, τη δημιουργία του νέου ποταμού (Ερασίνου) με τις ονομασίες αργότερα και ως Καλαβρυτινού ποταμού και εδώ και εκατό χρόνια με την ενιαία ονομασία Βουραϊκός ποταμός μέχρι τις απαρχές του.
Όταν η λίμνη άδειασε οριστικά πλέον στις «Πόρτες», δημιουργήθηκαν αρχικά άναρχες ροές των μεγάλων και μικρών πηγών, αλλά και των καταρρακτωδών βροχών και των υγροποιημένων χιονιών στα νοτιοδυτικά της σημερινής έδρας του δήμου. Οι άναρχες ροές δημιούργησαν το σχετικά επίπεδο οροπέδιο ανάμεσα στους ορεινούς όγκους, αλλά και αρκετές επικλινείς επίπεδες λάκκες από τη Ζαχλωρού μέχρι την Κέρτεζη. Στους αιώνες που πέρασαν η κοιλάδα πήρε το σημερινό της σχήμα και το Καλαβρυτινό ποτάμι χάραξε τις οριστικές του διαδρομές.
ΙΙ. Η θεωρία της λίμνης
Φαίνεται ότι η θεωρία της λίμνης είναι βάσιμη. Θα αναφέρω την 1η καταγραφή ως πρόταση πριν 55 χρόνια (Γεώργιος Παπανδρέου Δ.Φ.) -διατηρώντας την γλώσσα, που νομίζω είναι κατανοητή παρότι διαφορετική από τη σημερινή δημοτική- και η 2η του γράφοντος (σύγχρονη, 2018).
α) «Τα πετρώματα πάντα εν τη επαρχία των Καλαβρύτων είναι υδατογενή, διότι πάντα ανέδυσαν εκ της θαλάσσης, ουχί δε και πυρογενή, και δι’ αυτό δεν έχει μεταλλεία. Είναι δε τα πετρώματα 1) ασβεστολιθικά με πληθύν επ’ αυτών ζώων θαλασσίων και λιμναίων. 2) σχιστολιθικά με πληθύν επ’ αυτών αποτυπωμάτων φυτών και πληθύν ζώων λίμνης ή θαλάσσης…
Οι ποταμοί, ως γνωστόν, και τα στάσιμα ύδατα αποτρώγουσι τα πετρώματα και ευρίσκοντες εμπόδια προς διέξοδον σχηματίζουσιν λίμνας και συν τω χρόνω ή κατατρώγουσι το ασθενέστερον και λεπτότερον πέτρωμα, ίνα εύρωσι διέξοδον, και σχηματίζουσι ούτω καταρράκτας ή τω βάθει του εδάφους διαβρωτικώς πάλιν σχηματίζουσιν καταβόθρας, δι’ ών εκφεύγει το ύδωρ υπογείως. Και των μεν καταρρακτών είναι δύο τουλάχιστον προφανή παραδείγματα εν τη επαρχία, τα εξής:
1) Η ποταμία χώρα του Ερασίνου (από Συρμπανίου και Κερτέζης μέχρι της Ζαχλωρούς) είχε σχηματισθή αρχικώς εις λίμνην, εν τη οποία εν τη τριτογενή γεωλογική περιόδω δι’ απαύστων προσχώσεων των ποταμίων και ρυάκων εσχηματίσθη νεογενές στρώμα και ενεκλείσθη το στρώμα του λιγνίτου[2], το εσχάτως αποκαλυφθέν εν τη θέση Ξυδιάς έξω και τέταρτον της ώρας προς τα ΝΔ της πολίχνης των Καλαβρύτων. Το σημαντικώτατον χρησιμοποιούμενον υπό των κατοίκων, διότι πωλείται νυν υπό της αναλλαβούσης την εκμετάλλευσιν εταιρείας αντί 120 δραχμών τον τόνον. Κατόπιν δ’ όμως το ύδωρ διέρρηξε το υπό το Μέγα Σπήλαιον σκληρόν πέτρωμα και σχηματίσαν καταρράκτην εξεχύθη προς τα κάτω και προς Β. της Ζαχλωρούς, εσχημάτισε τον Βουραϊκόν και μετέβαλε την λίμνην εις ποταμίαν κοιλάδα του Ερασίνου. 2)…»[3].
β) «…Για την ονομασία και την ιστορία της ονομασίας του ποταμού έχουν γραφεί πολλά κατά καιρούς. Η κοινή όμως συνισταμένη συγκλίνει στην ετυμολογική ονομασία του από την αρχαιοελληνική λέξη «βούρα», δωρικής προέλευσης. Κατά το ετυμολογικό λεξικό του «Δημητράκου» «βούρα» σημαίνει «χούφτα», δηλαδή «το κοίλον της παλάμης» (σελ. 316, ΝΕΟΝ ΟΡΘΟΓΡΑΦΙΚΟΝ ΛΕΧΙΚΟΝ Δημητρίου Β. Δημητράκου, εκδ. ΓΙΟΒΑΝΗΣ, Γ έκδοση, 1970). Η έννοια αυτή οδηγεί σε προέλευση νερών από κλειστό οροπέδιο με νερά. Πιθανά η λέξη αυτή να έδωσε και την λέξη «βούρ-κος», δηλαδή βάλτος με στάσιμα λιμνάζοντα νερά (σελ. 201, ΛΕΞΙΚΟ για το σχολείο, Γ. Μπαμπινιώτη, Κέντρο λεξικολογίας, 2004). Παραλλαγές της λέξης «βούρ-κος» είναι τα «βούρ-κα» και τα «βούλ-κα» (σελ. 155, ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ, ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ-ΦΥΤΡΑΚΗΣ, έκδ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 1993)…
Συμπερασματικά καταλήγω στην εξής υπόθεση: Το οροπέδιο των Καλαβρύτων, που εκτείνεται από το στενό άνοιγμα ενός μέτρου στο φαράγγι του Βουραϊκού ανατολικά της Ζαχλωρούς και φθάνει μέχρι τον Πριόλιθο και την Κέρτεζη, ήταν στην προομηρική αρχαιότητα λίμνη λόγω των πολλών νερών της περιοχής πάνω σε ασβεστολιθικά υλικά. Η Κέρτεζη συνεισέφερε λόγω των πολλών μεγάλων και μικρών πηγών της το μεγαλύτερο ποσοστό υδάτων. Σε κάποια γεωλογική φάση άνοιξε οπή στο στενό φαράγγι, οπότε δημιουργήθηκε ο αρχικός Βουραϊκός ποταμός, βόρεια του ανοίγματος, αφού έπαιρνε νερά από την καλαβρυτινή «χούφτα» – λίμνη. Έτσι εξηγείται το όνομα που του δόθηκε για το βόρειο τμήμα του κοντά στη θάλασσα και στην αρχαία πόλη Βούρα. Αργότερα το άνοιγμα μεγάλωσε, άδειασε η λίμνη – «χούφτα» και έμειναν κάποιοι βάλτοι – έλη. Ο μεγαλύτερος βάλτος υπάρχει ακόμα στις σημερινές κερτεζίτικες «Αρκίτες» που εμφανίστηκε πάλι τις τρεις τελευταίες δεκαετίες. Πάντως δεν είναι τυχαίο πως στις νεροφόρες Αρκίτες μέχρι τις μέρες μας ζούν συνεχώς μικρά ψάρια του γλυκού νερού! Κατόπιν στην προομηρική αρχαιότητα κτίστηκε σε κατάλληλη πλαγιά του οροπεδίου και η πόλη Κύναιθα…».[4]
ΙΙΙ. Οι γεωφυσικές απαρχές του Ερασίνου – Βουραϊκού
Σε πολλούς έγχρωμους χάρτες οι ημιμαθείς της επαρχίας Καλαβρύτων χαράζουν την πορεία του Ερασίνου, δηλαδή του Καλαβρυτινού ποταμιού, μετά τον «Καλαβρυτινό Αη Γιώργη» με μία ευθεία χάραξη και όπου φτάσει!! Και φυσικά φτάνει στο Συρμπάνι (Πριόλιθο). Έτσι διαστρέφουν την αλήθεια και διαπαιδαγωγούν και λάθος. Η ευθεία πορεία των ποταμών είναι η εξαίρεση. Οι κοίτες των ποταμών χαράζονται με βάση την «ελάχιστη δυναμική ενέργεια» η οποία στην περίπτωσή μας δημιουργείται με βάση τα σχήματα των γύρω βουνών, τα υψόμετρα και το μέγεθος των πηγών.
Ο Γεώργιος Παπανδρέου λέει σχεδόν όλη την αλήθεια: «…Ο [GB1] δε Ερασίνος (Καλαβρυτινόν ποτάμι) πηγάζων από των περί την Κέρτεζην και Συρμπάνιον βουνών και διαρρέων τους δήμους Καλλιφωνίας και Καλαβρύτων με διεύθυνσιν κατ’ αρχάς από Ν. προς Β., είτα δε από Δ. προς Α. εισέρχεται παρά τη Ζαχλωρούν και το Μέγα Σπήλαιον εις αγριωτάτας χαράδρας και φάραγγας και εν μεγάλη ιαχή και αποτόμως δια πολλών καταρρακτών και κρημνών και βράχων και πετρών κατακρημνιζόμενος και με διεύθυνσην από Ν. προς Β. εισέρχεται εις το Διακοπτόν της Αιγιαλείας, καλούμενος πλέον ενταύθα Βουραϊκός, και χύνεται εις Κορινθιακόν κόλπον…».[5]
Η αλήθεια είναι ότι δύο είναι κατ’ αρχάς οι γεωφυσικές του απαρχές, ο Πριόλιθος (Συρμπάνι) και επικουρικά ο Κάνδαλος από τη μία μεριά και η Κέρτεζη και επικουρικά το Καλλιφώνιο (Σαββανοί) από την άλλη. Έγραψα όμως «σχεδόν», διότι οι δύο αυτές απαρχές δεν είναι καθόλου, μα καθόλου ισοδύναμοι. Λεπτομέρειες αναφέρω στο προαναφερθέν βιβλίο μου. Εδώ θα σημειώσω μόνο μερικές βασικές παρατηρήσεις.
ΙV. Τα νερά του δυτικού Ερασίνου κατά τους καλοκαιρινούς μήνες
1) Εάν πάμε τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο στη συνάντηση των δύο αυτών απαρχών στην περιοχή «Ρεμπίσια» της Κέρτεζης θα παρατηρήσουμε ότι «Τα νερά έρχονται μόνο από την Κέρτεζη, ενώ λίγα απ’ αυτά μπαίνουν αντίθετα στον παραπόταμο. Κι αυτό γίνεται κάθε χρόνο τους καλοκαιρινούς μήνες». Ποια είναι η εξήγηση; «…Η κύρια κοίτη του, ένα χλμ μετά στον «Πόρο» και νότια από τα «Ρεμπίσια», θα δεχτεί τα χειμωνιάτικα –μόνο- νερά του παραπόταμου που τα μαζεύει από Λαγοβούνι, Κάνδαλο και Πριόλιθο (Συρμπάνι). Το Καλοκαίρι, και φυσικά ολοχρονίς, ο Βουραϊκός δεν στερεύει, γιατί ευτυχώς και για το Φαράγγι, τα νερά της Κέρτεζης από την πηγή «Μπούρμπουλα», από το «Μάτι» και εν γένει τις «Αρκίτες» μέσα από μισοθαμένες «γράνες» και από τα αδέσμευτα νερά του ιστορικού «Κιοσιού», του δίνουν την υγρή ζωή.
Στον δυτικό «Πόρο», και στο τέλος του «Κάκαβου», το ποτάμι στρίβει τεθλασμένα προς τα δυτικά και κατόπιν διασχίζει όλο τον κεντρικό κάμπο της Κέρτεζης. Θα περάσει κοντά στα τρία χλμ βόρεια του Καλλιφωνίου (Σαββανοί). Και τέλος θα δημιουργηθεί στις απαρχές του ο πλούσιος σε νερά Βουραϊκός μέσα στον οικισμό της Κέρτεζης…».[6]
2) Βεβαίως τους καλοκαιρινούς μήνες τα νερά του Κερτεζίτικου Βουραϊκού μετά την περιοχή του «Πόρου» έχουν δεσμευθεί για αρδεύσεις μέχρι την περιοχή «Βαρές», ενώ οι γεωτρήσεις του αναδασμού και οι ιδιωτικές δουλεύουν συνεχώς. Πάντως «ούτε ο σαββανίτικος παραπόταμος στη θέση «Κρεμυδαριό» και νοτιοανατολικά στα «Πλατανάκια» δεν προσφέρει νερά τους καλοκαιρινούς μήνες». Παρόλα αυτά όμως από το στενό της «Παναγιάς», όπου και το αρχαίο Οχυρό της Κύναιθας, τα νερά ρέουν συνεχώς. Και στην επιφάνεια της κοίτης ακόμα και τους δύο αυτούς μήνες έστω κι αν υπάρχει ξηρασία όπως το 2021. Γι’ αυτό και έχει υπερ-αναπτυχθεί το οικοσύστημα των πλατάνων, που κινδυνεύει μόνο από το «μονοχρωματικό έλκος» που ήδη έχει εισέλθει.
3) «…Στον οικισμό λοιπόν, στο κέντρο του «Υ» που σχηματίζει η Κωμόπολη, συναντιέται ο νότιος καστανίσιος Καρβελοχείμαρρος (Ελά) με τον ελατίσιο παραπόταμο Λίθο. Αυτός φέρνει τα νερά της ιστορικής πηγής (τέως βρύσης) του «Σιανού» και ελάχιστα διαφεύγοντα νερά το Καλοκαίρι από τις δεξαμενές στα «Επάνω Αλώνια», της πηγής «Κοζίτσα», της «Κυρά Μαριώς» και της «Νερομάννας».
Όμως τα πολλά νερά τα δέχεται ελάχιστα μέτρα βορειοδυτικά απ’ αυτή τη συνάντηση. Εκεί πέφτουν, και πλέον κυριαρχούν για όλο το έτος, τα «πολλά αυλάκια νερού» του κερτεζίτικου «Κεφαλόβρυσου», που πηγάζει στους πρόποδες του βουνού «Κοκκινάδι».
Τα νερά αυτά διασχίζουν τα νότια μέρη του οικισμού, περνούν από το «Κομμένο Ποτάμι» και την «Κόντη Βρύση» και φτάνουν, παρά τις απώλειες από ενδιάμεσες καλοκαιρινές δεσμεύσεις, στην «Κάτω Παναγιά». Εκεί στα σύνορα με τους δυτικούς «Χαλιάδες» δεσμεύονται πάνω από την κοίτη τα καλοκαίρια και τα εναπομείναντα νερά…».[7]
4) Στην περιοχή «Τζαμί» της Κέρτεζης, όπου στα 150 μέτρα ήταν και η έδρα του Βοεβόδα/Διοικητή του Καζά Καλαβρύτων μέχρι το 1780,[8] και 20 μέτρα δυτικά των παλαιών σφαγείων έχουμε την συνάντηση των νερών του ελατίσιου παραπόταμου Λίθου (και με νερά Νερομάννας) με τον κεντρικό αύλακα από Κεφαλόβρυσο, που διέρχεται ακριβώς βόρεια από τον «Εθνικό πύργο» του «Λιάρου»/Ανδρέα Κ. Χασαπόπουλου. Τα περισσότερα όμως νερά του Κεφαλόβρυσου φτάνουν νοτιότερα μέσω του μυλαύλακου του παλαιού νερόμυλου του «Λιάρου».
Επομένως στην περιοχή αυτή βρίσκονται οι κυρίως γεωφυσικές απαρχές του Ερασίνου. Φυσικά δεν υποτιμούμε ούτε τα συμπληρωματικά νερά από αρκετούς μήνες από το Καλλιφώνιο και τον Πριόλιθο τους χειμωνιάτικους μήνες.
V. Τα νερά του δυτικού Ερασίνου στους υπόλοιπους μήνες
«Μετά τις αρδεύσεις του Καλοκαιριού και των αρχών του Φθινοπώρου αποδεσμεύονται σταδιακά τα νερά της «Νερομάννας» και της «Κυρά Μαριώς», του «Κεφαλόβρυσου», της «Κόντη Βρύσης», αλλά και των σαββανίτικων μεγάλων πηγών του «Άμπουλα» και του «Παγιάννη». Το ποτάμι παντού πλέον κουβαλά το νερό από τις απολήξεις του Ερύμανθου. Και στον «Πόρο» συναντά βεβαίως τα μόνιμα νερά από τις πηγές της «Ντεσμένας».
Οι πρώτες φθινοπωρινές καταιγίδες –και σπάνια κάποιες καλοκαιρινές- φουσκώνουν με ορμητικά νερά την κοίτη του, κι αλλοίμονο σε ό,τι βρεθεί στο διάβα του. Συναντιέται με τον λαγοβουνιώτικο παραπόταμο κι από εκεί τα νερά του κυλούν αργά στον κάμπο μέχρι να φτάσουν στο ομώνυμο Φαράγγι. Όταν οι χειμωνιάτικες βροχές αυξηθούν και τα χιόνια είναι πολλά, τα νερά του ανεβαίνουν πολύ ψηλά στην κοίτη. Με τα λίγα χιόνια δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα.
Στο παρελθόν, που οι όχθες δεν ήταν ψηλές και παρά τα τεχνικά έργα σε διάφορα σημεία, ξεχυνόταν και πλημύριζε διάφορα σημεία του κάμπου. Χαρακτηριστικές είναι οι περιοχές:
α) Το «Κομμένο Ποτάμι» στην περιοχή «Τσιρίκου Μύλος» στα νοτιοανατολικά όρια του χωριού. β) Οι «Χαλιάδες» μετά την Παναγιά και νότια από τ’ Αλώνια, γεμάτοι με ποταμίσια χαλίκια και άρα κατάλληλοι για καλλιέργεια με τα πασίγνωστα κερτεζίτικα φασόλια. γ) Οι «Λίμνες» στο κέντρο του κερτεζίτικου κάμπου, όπου τα νερά του στάθμευαν για πολλούς μήνες συνεπικουρούμενα και από μικρές πηγούλες και άφηναν υλή και χαλίκια. Χαλικώδης είναι πλέον όλη η δυτική περιοχή του «Κάκαβου», μετά τις «Λίμνες». Οι αγρότες με κίνδυνο της ζωής τους συχνά έδιναν μεγάλες μάχες να τιθασεύσουν συνεργατικά τα νερά του, όταν θύμωνε ο λασπωμένος κερτεζίτικος Βουραϊκός. Στην εποχή μας όμως οι δημοτικές αρχές, με την χρήση των μεγάλων και ισχυρών ειδικών μηχανημάτων, έχουν αφ’ ενός ανοίξει την κοίτη και αφ’ ετέρου έχουν υψώσει αρκετά τις όχθες, οπότε είναι ελάχιστες οι πιθανότητες πλημμυρών του ποταμού στον κερτεζίτικο κάμπο…».[9]
VI. Επίλογος
Η σύγχρονη αξιοποίηση των νερών του δυτικού Ερασίνου βεβαίως οφείλει να συμπλέξει τους νέους κινδύνους (κλιματική αλλαγή, τεχνολογικές παρεμβάσεις όπως ο αρνητικός ρόλος των ανεμογεννητριών[10] και η υπεράντληση από τις παλιές και νέες γεωτρήσεις, κ. ά). Στο σχεδιασμό του νέου αναδασμού νότια του Κερτεζίτικου Βουραϊκού στον οποίο τοποθετούμαι κατ’ αρχήν θετικά, χρειάζονται όχι μόνο οι τύποις περιβαλλοντικές μελέτες που γίνονται μέσω ίντερνετ, αλλά και με τοπικές πραγματικές μελέτες, αλλά και προτάσεις που θα στηρίζονται σε οικολογική βάση, την τοπική ιστορία και τις τοπικές γνώσεις. Γι’ αυτό θα επανέλθουμε.
* Ο Παναγιώτης Α. Μπούρδαλας γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρτεζη. Είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός ως φυσικός, πτ. θεολογίας, συγγραφέας και ειδικός ερευνητής της Κέρτεζης.
Παραπομπές
[1] ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ Δ. Φ., ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, σελ. 10.
[2] Βλ. και Γεωργίου Β. Σχοινά: «
[3] ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Δ. Φ. – ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΟΥ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ, σελ. 144-147.
[4] Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα, ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΚΑΙ Η ΚΕΡΤΕΖΗ, εκδόσεις ΑΡΜΟΣ 2018, σελ. 72, 73.
[5] ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ, Δ. Φ. – ΓΥΜΝΑΣΙΑΡΧΟΥ, ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΗ ΕΠΕΤΗΡΙΣ, 1906, σελ. 11.
[6] Παν. Α. Μπούρδαλα, ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΚΑΙ Η ΚΕΡΤΕΖΗ, ό. π., σελ. 74-75.
[7] Παν. Α. Μπούρδαλα, ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΚΑΙ Η ΚΕΡΤΕΖΗ, ό. π., σελ. 75.
[8] Παν. Α. Μπούρδαλα, ΟΤΑΝ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ ΣΥΝΑΝΤΟΥΝ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821, εκδ. ΑΡΜΟΣ 2021, σελ.
[9] Παν. Α. Μπούρδαλα, ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ ΚΑΙ Η ΚΕΡΤΕΖΗ, ό. π., σελ. 79.
[10] Βλέπε σχετικά άρθρα στα προηγούμενα φύλλα της «ΩΡΑΣ Καλαβρύτων».