Εμείς και το Ισλάμ
Του Βλαση Aγτζιδη*
Οι ραγδαίες κοινωνικές εξελίξεις έφεραν ξαφνικά την ελλαδική κοινωνία μπροστά σε πρωτοφανείς αλλαγές και προκάλεσαν μια ιδιαίτερη αμηχανία που από πολλούς ερμηνεύτηκε ως δυσανεξία. Αυτό κυρίως φαίνεται στην περίπτωση των πολυάριθμων μουσουλμάνων που ξαφνικά τα τελευταία χρόνια «γέμισαν» το αθηναϊκό τοπίο. H Ελλάδα έχει ήδη μετατραπεί σε αποθήκη «λαθραίων» ανθρώπων και ψυχών με την υπογραφή της Συνθήκη του Δουβλίνου ΙΙ (2003) και τη σχετική αδιαφορία των Δυτικών μας συμμάχων. H Ελλάδα είναι πλέον και με την υπογραφή της, το buffer state της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ελλαδική κοινωνία, που για γενιές συγκροτήθηκε μονοεθνικά, κλήθηκε ερήμην της να συμφιλιωθεί με τις νέες συνθήκες. Φαίνεται ότι δεν δέχεται εύκολα την αλλαγή, όπου τώρα πια σ’ αυτήν συμπεριλαμβάνονται γυναίκες με μαντίλες, αν όχι και αρσενικοί σύζυγοι συνοδευόμενοι από, περισσότερες της μιας, συζύγους.
Το φαινόμενο είναι πολυσύνθετο και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με αφορισμούς. Είναι ένα ζήτημα που έχει δύο πλευρές. Η πρώτη συνδέεται με την ύπαρξη μιας παλαιάς και αναγνωρισμένης μουσουλμανικής μειονότητας που απαρτίζεται από Τούρκους, Πομάκους και Ρομά. Η θρησκευτική αυτή μειονότητα καλύπτεται από τη Συνθήκη της Λωζάννης και χαίρει απόλυτου θρησκευτικού σεβασμού. Η δεύτερη σχετίζεται με την πρόσφατη μουσουλμανική μετανάστευση από χώρες του λεγόμενου τρίτου κόσμου (αραβικές, Ιράν, Πακιστάν, Αφγανιστάν, Μπανγκλαντές). Αυτό είναι ένα φαινόμενο σε εξέλιξη που ακόμα βρίσκεται στην αρχή του.
Τα ζητήματα που προκύπτουν εντάσσονται με δύο διαφορετικούς άξονες:
α) Την ιδεολογική αντίληψη των Ελλήνων για το ισλάμ και
β) την κοινωνική αλλαγή που προκαλείται με την έλευση των μουσουλμανικών πληθυσμών.
Η Ελλάδα έγινε έθνος-κράτος με μια εξέγερση των απόκληρων χριστιανών, καθοδηγούμενων από Διαφωτιστές, ενάντια σε μια ισλαμική απολυταρχική αυτοκρατορία, η οποία αποδέχονταν τους Λαούς της Βίβλου (χριστιανούς και Εβραίους) μόνο για λόγους φορολογικής απομύζησης και δεν τους αναγνώριζε το δικαίωμα του πολίτη.
Ιστορικά, το Ισλάμ επεκτάθηκε στον ελληνο-ορθόδοξο κόσμο μέσω της κυρίαρχης τουρκικής εκδοχής, στερώντας του χώρο και εξισλαμίζοντας πληθυσμούς. Δηλαδή, η σχέση των σύγχρονων Ελλήνων – οι οποίοι αποτελούν μετεξέλιξη των παλιών Ρωμιών στην εποχή της νεωτερικότητας – με το Ισλάμ εμπεριέχει το τραύμα.
Οι πρόσφατες γενοκτονίες (1914-1923) που διεπράχθησαν από τον τουρκικό εθνικισμό κατά των χριστιανικών κοινοτήτων της νεοτουρκικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αρμενίων, Ασσυρίων και Ελλήνων της Ανατολής), έγιναν στο όνομα του Ισλάμ. Ακόμα και ο αντικληρικαλιστής Μουσταφά Κεμάλ, θα κηρύξει την περίοδο 1919-1922 Τζιχάντ (ιερό μουσουλμανικό πόλεμο) «κατά των απίστων» για να αντιμετωπίσει τον ελληνικό στρατό που είχε αποβιβαστεί στη Σμύρνη, τους Πόντιους αντάρτες στον Βορρά και τους Αρμενίους στο μέτωπο του Καυκάσου. Και να επιλύσει οριστικά το εθνικό ζήτημα της Αυτοκρατορίας με την «Τελική Λύση» της εξόντωσης των χριστιανικών πληθυσμών.
Επίσης, και το πογκρόμ του ’55 στην Πόλη έγινε με θρησκευτικούς όρους, όπου οι πιστοί λούμπεν μουσουλμάνοι προκάλεσαν τη Νύχτα των Κρυστάλλων εις βάρος της ελληνικής, αρμενικής και εβραϊκής μειονότητας.
Οι κοινωνικές συνθήκες είναι αυτές που δημιουργούν το πρόσφορο έδαφος για να ανθήσουν ιδεολογίες αποκλεισμού και ειδικά στα φτωχότερα στρώματα.
Η έλευση, με τον χαοτικό τρόπο που γνωρίζουμε, ενός ακμαίου νεαρού πληθυσμού – σε μεγάλο βαθμό μουσουλμανικού – σαφώς περιθωριοποιεί τα φτωχά ελληνικά στρώματα, τα οποία στην περίοδο κρίσης που διανύουμε εξαθλιώνονται με ταχύτατους ρυθμούς. Οι νέοι μετανάστες είναι διατεθειμένοι να ξεπουλήσουν την εργατική τους δύναμη πολύ φθηνότερα και χωρίς πολλές απαιτήσεις. Κάτι που η εργατική παράδοση των δυτικών χωρών δεν το επιτρέπει. Άρα, αντικειμενικά λειτουργούν ως ανταγωνιστές στο πεδίο της εργασίας. Σε εποχές που οι εργασιακές ευκαιρίες μειώνονται, αυτό δημιουργεί περισσότερες τριβές και εντάσεις. Το τελευταίο δεδομένο είναι και το πλέον επικίνδυνο, που ευνοεί τη διάδοση των ακροδεξιών απόψεων σε εργατικά στρώματα και δεν αντιμετωπίζεται βέβαια με τις ηθικιστικές κραυγές της Αριστεράς μας.
Νομίζω ότι βαθμιαία και ειδικά όταν καταλαγιάσει η μεγάλη αναταραχή που ζούμε και αποκτήσει ο χώρος μια καινούργια κοινωνική ισορροπία, θα αποκτήσει ο παραδοσιακός κάτοικος της Ελλάδας εκείνη την απαραίτητη εμπειρία που θα τον κάνει περισσότερο ανεκτικό. Όμως μπορεί η οικονομική κατάρρευση να τον οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη απελπισία και στροφή προς την ασφάλεια του συνηθισμένου…
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι ιστορικός.
ΠΗΓΗ: Hμερομηνία δημοσίευσης: 06-01-11, http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_2_06/01/2011_427703