ΤΟ ΟΧΥΡΟ ΣΤΗΝ ΚΕΡΤΕΖΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ
Του Γιάννη Αντ. Πίκουλα
I. Η ιστορική τοπογραφία της ορεινής Πελοποννήσου είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Το οικιστικό πλέγμα στις περισσότερες περιοχές παραμένει αδιευκρίνιστο. Αν εξαιρέσουμε τους μεγάλους επώνυμους οικισμούς — επώνυμοι γιατί μαρτυρούνται από τις πηγές — οι άλλοι παραμένουν αταύτιστοι. Να αναφέρω ως παράδειγμα από την Αρκαδία την Κύναιθα ή από την Αχαΐα το Λεόντιον, για να μην καταφύγω στη Βούρα ή στην Κερύνεια.
Η ταύτιση του οικισμού και η επίλυση των προβλημάτων ιστορικής τοπογραφίας του εξαρτάται άμεσα από την ενδελεχή γνώση του γεωγραφικού χώρου, παράλληλα με τον εντοπισμό των ποικίλων οικιστικών του εξαρτημάτων (ιερά, αγροτικές εγκαταστάσεις, οχυρά και ό,τι άλλο), που βρίσκονται διάσπαρτα στη χώρα του. Στην ανακοίνωση μου παρουσιάζω ένα οχυρό στη μεθόριο Αχαΐας και Αρκαδίας, στα όρια των επικρατειών δύο οικιστικών κέντρων, Λεοντίου και Κύναιθας, συμβολή στην αποσαφήνιση του οικιστικού πλέγματος της περιοχής 1.
ΙΙ α. Το χωριό Κέρτεζη (13,5 χιλιόμετρα από τα Καλάβρυτα, με μέσο υψόμετρο 850 μ.) είναι διατεταγμένο στο μυχό στενής κοιλάδας, που διαρρέει το ρέμα
Μοναστηριάς, στις υπώρειες του βουνού Τρεις Γυναίκες (1795 μ.), ανατολικότατη απόληξη του Ερυμάνθου. Η κοιλάδα της Κέρτεζης ανήκει στη λεκάνη απορροής του Ερασίνου /Βουραϊκού ποταμού και ορίζεται βόρεια από το βουνό του Αϊ-Λιά (1340 μ.) και νότια από την απότομη Ράχη Ρουμάνη. Ακριβώς στην απόληξη και στη ΝΝΑ πλαγιά της Ράχης Ρουμάνη (με γεωγραφικές συντεταγμένες 37° 58′ 48″ βόρειο και 22° 00 46″ ανατολικό), σε υψόμετρο 918 ως 937 μ., βρίσκεται το οχυρό που παρουσιάζω 2.
Η ράχη είναι απότομη (υψομετρική διαφορά 186 μ.• από 750 μ. της κοιλάδας στα 936,40 μ.) και αν εξαιρέσουμε τη ΝΝΑ πλαγιά, οι άλλες πλευρές είναι ορθοπλαγιές με κάθετα ασβεστολιθικά κρημνίσματα. Χαρακτηριστικό της ράχης είναι οι εξάρσεις της κατά διαστήματα. Το οχυρό περιλαμβάνει τις δύο πρώτες εξάρσεις (σχέδ. 1)• από ΑΒΑ προς ΔΝΔ, στην πρώτη (925,37 μ.) υπάρχει το τριγωνομετρικό τής ΓΥΣ και στη δεύτερη (936,40 μ.) υψώνεται το εξωκλήσι. Δεξιά και αριστερά από το έξαρμα με το εξωκλήσι σχηματίζονται δύο «λαιμοί», πού συντελούν στην προβολή του. Η θέση ονομάζεται Παναγιά, από το ομώνυμο εξωκλήσι, που χτίστηκε το 1965. Η ευσέβεια των κτητόρων είχε ως συνήθως τα αποτελέσματα της, αφού η θεμελίωση τής Παναγιάς εξάλειψε μέρος του οχυρού.
ΙΙβ. Η άμυνα της εκ φύσεως οχυρής θέσεως έχει εξασφαλιστεί με την οχύρωση της ΝΝΑ πλευράς, τής μόνης από όπου είναι δυνατή η πρόσβαση. Τη ΝΝΑ πλευρά διατρέχει τείχος (ΑΒΑ-ΔΝΔ), περίπου 20 μ. χαμηλότερα από τήν κορυφή. Το δυτικό άκρο του στρέφεται απότομα προς ΔΒΔ και καταλήγει στο ΝΔ «λαιμό», ώστε να περικλείσει τις δύο 1. Στην έρευνα χρησιμοποίησα χάρτες τής ΓΥΣ (1: 50.000, φύλλο Δάφνη/1976• 1: 5.000, φύλλο 6257/2) και αεροφωτογραφία τής ΓΥΣ (1: 15.000 χ 4,5/ 1968), που απετέλεσαν και τη βάση για το σκαρίφημα, που συνοδεύει τη μελέτη. Οι αυτοψίες στη θέση έγιναν στις 12/12/88, 13/5 και 7/10/89.
Σχέδιο 1: Σκαρίφημα του Οχυρού της Παναγιάς
Το ανατολικό άκρο του απολήγει στην «κόψη» της ράχης, ενισχυμένο με ορθογώνιο πύργο. Ένας εγκάρσιος βραχίονας (ΝΝΔ-ΒΒΑ, μήκους 21 μ.) καταλήγει στο ΒΑ «λαιμό», ενισχύοντας αμυντικά το έξαρμα/κορυφή με το εξωκλήσι και διαιρώντας ταυτόχρονα το οχυρό σε δύο μέρη. Το τείχος διατηρείται σε σχετικά καλή κατάσταση και σε συνολικό μήκος 112 μ. Χαρακτηριστικό του είναι η αμελής, πρόχειρη δομή του από αργούς λίθους με αδρή εργασία (εικ. 1). Η λατόμευση ή η συλλογή τους έγινε επιτόπου και ο λιθοσωρός, που εκτείνεται σε όλο το μήκος του, καθώς και η απουσία κεραμίδων, μαρτυρούν ότι ήταν εξολοκλήρου λίθινο. Μέτρησα πάχος 1,50 μ. και στο λιθοσωρό 3 μ., ενώ διατηρείται σε μέγιστο ύψος 5-6 δόμων, σχεδόν 2 μ. Στην απόληξη της ράχης, σε άμεση επαφή με το τείχος και εσωτερικά του, υψωνόταν ορθογώνιος πύργος (4,60 x 7 χ 4,90 μ.), την τέταρτη πλευρά του οποίου αποτελούσε ασβεστολιθικό κρήμνισμα. Ένας ακόμη πύργος ίσως να υψωνόταν στο άλλο άκρο του τείχους, στα ΔΝΔ, όπου υπάρχει εκτεταμένος λιθοσωρός.
Ψηλότερα, στο μικρό πλάτωμα της κορυφής, όπου βρίσκεται και το εξωκλήσι, διατηρείται μία γωνία από ανάλημμα, αν όχι τείχος.
Σύμφωνα με ελεγμένες πληροφορίες στην κορυφή σώζονταν τα θεμέλια ορθογώνιου πύργου (3×4 μ.) 3. Δεν παρατήρησα πουθενά σαφή ίχνη πύλης, αν εξαιρέσω τις πενιχρές ενδείξεις στα ΔΝΔ. Στη ΝΝΑ πλαγιά της ράχης και στα χέρσα μικρά και καλλιεργούμενα άλλοτε άνδηρα ή κεραμεική, που επεσήμανα, ήταν πενιχρή και το κυριότερο δυσχρονολόγητη λόγω φθοράς. Η έλλειψη χαρακτηριστικής κεραμεικής στις επιφανειακές έρευνες ορεινών, και μάλιστα δασωμένων, θέσεων είναι κοινός τόπος και δεν πρέπει να μας ξενίζει. Διακρίνεται πάντως, στα όσα όστρακα επεσήμανα, μία ομάδα κεραμεικής, που χρονολογείται απρόσκοπτα στα προϊστορικά χρόνια (βλ. Επίμετρο). Η χρονολόγηση των υπόλοιπων οστράκων είναι αδύνατη λόγω τής φθοράς τους.
ΙΙ γ. Κύριο χαρακτηριστικό του οχυρού είναι η «δια λογάδων λίθων» τειχοδομία του 4. Η τειχοδομία του μαρτυρεί αμελή και εκ των ενόντων κατασκευή, με γνώμονα την αμυντική εξασφάλιση του υψώματος και τεχνητά, σε συνδυασμό με την εκ φύσεως. Τείχη χτισμένα λογάδην μπορούν να επιδείξουν όλες οι εποχές. Βρίσκονται κυρίως σε ορεινές θέσεις και έχουν ως πρωταρχικό σκοπό την άμυνα και κατ’ επέκταση τον έλεγχο του γύρω χώρου. Τις περισσότερες φορές τούς αρμόζει ο χαρακτηρισμός «οχυρωματικός περίβολος». Οι υπάρχουσες λοιπόν ενδείξεις — και όχι αποδείξεις — πού προέκυψαν από την επιφανειακή έρευνα, με οδηγούν να το χρονολογήσω στα ελληνιστικά χρόνια και μάλιστα τον 3ο π.Χ. αιώνα. Είναι η εποχή, που η περιοχή γίνεται πεδίο ατελείωτων συγκρούσεων αναφέρω τον Κλεομενικό πόλεμο (228/7-222) ή τον Συμμαχικό (220-217), με την κάθοδο των Αιτωλών στην Πελοπόννησο. Είναι τα χρόνια, που πολλά υψώματα στην ορεινή Πελοπόννησο, αλλά και άλλου, αποκτούν ανάλογες οχυρώσεις χτισμένες λογάδην 5.
III. Η παρουσία του οχυρού στη συγκεκριμένη θέση έχει, νομίζω, την ερμηνεία της. Το οχυρό είναι «αυτόνομο» στο χώρο, δεν υπερασπίζεται δηλαδή κάποιον γειτνιάζοντα οικισμό, δεν είναι ακρόπολη. Ανήκε λοιπόν στη χώρα ενός οικιστικού κέντρου, που πιθανότατα ήταν ή Κύναιθα. Το οχυρό, λόγω θέσεως, επιτηρεί μεγάλο μέρος της κοιλάδας του Ερασίνου / Βουραϊκού ποταμού, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι έχει οπτική επαφή με το Κάστρο των Καλαβρύτων, μία από τις πιθανές θέσεις ταυτίσεως με την Κύναιθα 6. Πιο σημαντικό όμως είναι ότι ελέγχει τα οδικά περάσματα σε μία καίρια περιοχή, στη μεθόριο επικρατειών. Το οχυρό ελέγχει απόλυτα τις διαβάσεις για τη χώρα των Ψωφιδίων από την κοιλάδα τής Κέρτεζης, είτε από το πέρασμα της Φροξυλιάς (ψηλότερο σημείο ανόδου τα 1360 μ.), που οδηγεί στα χωριά Δροβολοβό, Καμενιάνοι, ή από το ρέμα Μοναστηριάς και την Καπρίβενα (άνοδος στα 1480 μ.), που καταλήγει στο Λεχούρι.
Μία ακόμη διάβαση για την Ψωφίδα, πιο δύσβατη όμως, ήταν επίσης ελεγχόμενη από το οχυρό, αυτή από το χωριό Καλλιφώνι για την Αναστάσοβα (σήμερα Ανάστασις). Εφικτός όμως ήταν και ο έλεγχος της οδού προς Κλείτορα από τη διάβαση του Πριόλιθου (άνοδος στα 1010 μ. – αυτή που χρησιμοποιεί ο σημερινός ασφαλτόδρομος), ενώ παράλληλα επιτηρούσε τη δύσβατη πρόσβαση (ανάμεσα Κοτρώνα 1420 μ. και Αϊ-Λιά 1340 μ.) για την Αχαΐα και τον αρχαίο οικισμό στο Καστρίτσι της Κάτω Βλασίας, που ορισμένοι ταυτίζουν με το Λεόντιον 7. Πρέπει να θεωρήσουμε λοιπόν ως πρωταρχική αιτία για την οχύρωση τής απότομης ράχης τον έλεγχο τού οδικού δικτύου τής περιοχής.
Το φυλάκειον αυτό, όπως πρέπει να το χαρακτηρίσουμε, στην Κέρτεζη των Καλαβρύτων εντάσσεται στην τοπογραφία τής περιοχής, που παρουσιάζει ακόμη σοβαρά προβλήματα, ως την οριστική της αποσαφήνιση.
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Μέρος της κεραμεικής, που επεσήμανα στη ΝΝΑ πλαγιά της Ράχης Ρουμάνη, όπως προανέφερα, είναι ομοιογενές και χρονολογείται χωρίς αμφιβολία στα προϊστορικά χρόνια. Είναι χειροποίητη, αδρή, με πηλό τεφροκάστανο και πολλά εγκλείσματα – τα όστρακα προέρχονται από ανοιχτά αγγεία (εικ. 2). Συναφής κεραμεική βρέθηκε στην έρευνα του R. Howell στα Καλάβρυτα (BSA 65, 1970, 97, αρ. θέσ. 38 II, πίν. 34 α 1-7) και του Αδαμ. Σαμψών στα χωριά Πριόλιθος, Κάνδαλος, Λαγοβούνι, απέναντι και πολύ κοντά στη θέση Παναγιά της Κέρτεζης (Προϊστορικοί οικισμοί στην περιοχή Καλαβρύτων, Πρακτικά Β’ Τοπ. Συν. Αχαϊκών Σπουδών, Καλάβρυτα 24-27/6/83, Πελοποννησιακά, Παράρτημα 1 1, 33-39, πίν. 1-4). Την κεραμεική συνοδεύουν άφθονα εργαλεία (λεπίδες, φολίδες, αιχμή, βέλος) και απολεπίσματα, κυρίως από καστανό πυριτόλιθο άλλα και από οψιανό (είκ. 2).
Στο απότομο λοιπόν ύψωμα και οστά άνδηρα τής ΝΝΑ πλευράς του διαπιστώνεται κατοίκηση των προϊστορικών χρόνων. Η θέση προστίθεται στις άλλες γνωστές της κοιλάδας του Ερασίνου / Βουραϊκού ποταμού. Η ακριβής χρονολόγηση της προϊστορικής εγκαταστάσεως δεν είναι εφικτή. Με βάση τις παρατηρήσεις του Αδαμ. Σαμψών, νομίζω ότι η εγκατάσταση χρονολογείται στην ύστερη νεολιθική, παρά στα ΜΕ χρόνια. Ένα όστρακο ίσως να ανήκει στην YE III εποχή – άλλωστε στις βόρειες υπώρειες τού υψώματος, το θέρος τού 1969, αποκαλύφθηκε τυχαία θαλαμωτός τάφος της ΥΕ ΙΠγ εποχής (βλ. Than. Papadopoulos, Mycenaean Achaea, SIMA τόμ. 55, 1979, σ. 33, αρ. 50).
ΓΙΑΝ. ANT. ΠΙΚΟΥΛΑΣ
Παραπομπές
1 Στην έρευνα χρησιμοποίησα χάρτες της ΓΥΣ (1 : 50.000, φύλλο Δάφνη/1976, 1 : 5.000, φύλλο 6257/2) και αεροφωτογραφία της ΓΥΣ (1 : 15.000 χ 4,5/1968), που απετέλεσαν και την βάση για το σκαρίφημα, πο συνοδεύει την μελέτη.
2 Μόνη μνεία του οχυρού στο Νεώτερον Έγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν «Ηλίου» (Αθήναι, χ. χ.), λήμμα Κύναιθα (ανυπόγραφο): «εις θέσιν Παναγιά, καταφανή τα ερείπια κυκλώπειων (πελασγικών) τειχών». Από εδώ αντλεί ο Γ. Α. Παπαοικονόμος, Επετηρίς των Καλαβρύτων 1 (1969), ειδικά σ 105 σημ. I. Ο γνώστης του τόπου Γ. Παπανδρέου το αγνοεί και η αναφορά του (Καλαβρυτινή Επετηρίς [Αθήνα 1906] ειδικά σ. 183) στα «ερείπια αρχαίου φρουρίου καλουμένου Κάστρου» (πρβλ. του ίδιου, Ιστορία των Καλαβρύτων [Αθήνα 1928 (;)] 245) δημιουργεί σύγχυση. Το Κάστρο βρίσκεται δύο χιλιόμετρα ΑΝΑ από το οχυρό στην Παναγιά και είναι κατάλοιπο τής Φραγκοκρατίας (αυτοψία στις 12/12/88). Αγνοώ γιατί (;) 6 Than. Papadopoulos (Mycenaean Achaea, SIMA, τόμ. 55, 1979) σημειώνει (fig. 20): «Kastron hill» ΒΑ από την Κέρτεζη. Καταθέτω επίσης με επιφύλαξη, αφού δεν έγινε δυνατόν να την διασταυρώσω, την πληροφορία του κ. Γεωργίου Σχοινά, ότι το 1924-26 ο Αλ. Φιλαδελφεύς ανέσκαψε στο νεκροταφείο του χωριού και έγραψε σχετικό άρθρο στην εφημερίδα «Ακρόπολις» («Η Κέρτεζη, ένας επίγειος παράδεισος»), πρώτες εξάρσεις της ράχης.
3 Την πληροφορία οφείλω στον κ. Γεώργιον Σχοινά, τον οποίον ευχαριστώ και από εδώ για την βοήθειάν του. Ο ίδιος «ανέσκαψε» τον χώρο της Παναγιάς το 1932.
4 Βλ. Αν. Κ. Ορλάνδου, Τα υλικά της δομής, τεύχος 2 (Αθήνα 1959/60 243-245. Πρβλ. John M. Fossey, Topograhy and population of ancient Boiotia (Chicago 1988) 491-494.
ΠΗΓΗ: Γιάννης Πίκουλας, «Το οχυρό στην Κέρτεζη Καλαβρύτων», in Achaia und Elis in der Antike: des 1 Internationalen symposiums, Athen 19-21 Mai 1989, Αθήνα, 1991, pp. 265-268 ΚΑΙ Αρχαία Αχαΐα και Ηλεία: ανακοινώσεις κατά το πρώτο διεθνές συμπόσιο, Αθήνα, 19-21 Μαΐου 1989 = Achaia und Elis in der Antike: des 1 Internationalen symposiums, Athen 19-21 Mai 1989, http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/399
Το είδα:
Σημειώσεις από το ΜτΒ
1) Οι εικόνες και οι υποσημειώσεις, που αναφέρει ο συγγραφέας δεν υπήρχαν στην ιστοσελίδα τους παγκαλαβρυτινού συλλόγου που το φιλοξενεί. Έγιναν διορθώσεις στην εμφάνιση, αφού λόγω του σκαναρίσματος από το πολυτονικό υπήρχαν «κινέζικα» και ασάφειες. Τις βρήκα στην ιστοσελίδα της εγκυκλοπαίδειας ΗΛΙΟΣ.
2) Δείτε επίσης μερικά στοιχεία για την δημόσια ανακοίνωση του συγγραφέα: http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/399.
3) Μπορείτε να δείτε όλο το άρθρο (μαζί με τις εικόνες που ανΑφέρει και τις υποσημειώσεις) στην αυθεντική του μορφή (pdf) εδώ: http://helios-eie.ekt.gr/EIE/bitstream/10442/399/1/A01.013.39.pdf
4) Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν τον Αύγουστο του 2010 και φιλοξενούνται σε σχετικό άρθρο από το ΜτΒ: Η Παναγιά της Κέρτεζης ως ΜτΒ γιόρτασε μετά σαράντα χρόνια…
5) Ο τοπογραφικός χάρτης – απόσπασμα διπλό και ενωμένο από την Γ.Υ.Σ., που ανακάλυψα για τα «Αλώνια της Κέρτεζης, όπου όμως περιέχει μεγάλο μέρος της «Ράχης Ρουμάνη» και την κορυφή της «Παναγιάς» προστέθηκε στις 9-2-2016.
6) Όλη η μελέτη σε μορφή pdf όπως την κατέβασα από την Εγκυκλοπαίδεια ΗΛΙΟΣ: ΤΟ ΟΧΥΡΟ ΣΤΗΝ ΚΕΡΤΕΖΗ ΚΑΛΑΒΡΥΤΩΝ_ΓιάννηςΑντ.Πίκουλας_ΗΛΙΟΣ_Εγκυκλοπαίδεια_A01.013.39
7) Οι υπογραμμίσεις σε bold σε έγνανι από τΜτΒ.
Τελευταία δημοσίευση: 13-09-2016.
Συμπλήρωση στοιχείων: 01-05-2018