Θεολογική προσέγγιση της Παγκόσμιας Οικονομίας
Η εγκύκλιος της Εκκλησίας, η Ακαδημία του Βόλου και η οικονομική κρίση
Του Πέτρου Βασιλειάδη*
Μέρες Χριστουγέννων και όλα τα καθιερωμένα μηνύματα των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών λίγο ως πολύ αναφέρονται στην παγκόσμια οικονομική κρίση. Η Εκκλησία της Ελλάδος με απόφαση της μείζονος Ιεραρχίας της τον περασμένο Οκτώβριο καθηκόντως το έπραξε και με εγκύκλιο σημείωμα «Προς τον λαό», αλλά βρήκε τον μπελά της. Ο λόγος, μέσες-άκρες, γιατί μπήκε σε… καθαρά πολιτικά ζητήματα.
Μέχρι τώρα και για δεκαετίες ολόκληρες, με αποκορύφωμα την αλήστου μνήμης επταετία (1967-1974), αλλά και πριν και μετά απ’ αυτήν, μόνιμη επωδός όλων των κατηγοριών εναντίον της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά και σύνολης της Ορθοδοξίας, ήταν ότι επιδεικτικά απαξίωνε την καθημερινότητα (κοινωνική, πολιτική κλπ.) επικεντρώνοντας την προσοχή της μόνον στα επέκεινα.
Μόλις δειλά-δειλά επίσημα το έπραξε, ασχέτως από τυχόν άστοχες εκφράσεις σε δευτερευούσης φύσεως λεπτομέρειες της εγκυκλίου, άρχισαν και εντός και εκτός των τειχών (από ιεράρχες δηλαδή, πολιτικούς και δημοσιογράφους) οι επικρίσεις. Με το θέμα της οικονομικής κρίσης είχε ασχοληθεί και η προηγούμενη σύνοδος της ελάσσονος Ιεραρχίας (η Διαρκής Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος) στις 15.3.2010, πάλι πριν απ’ τις γιορτές, σ’ εκείνη την περίπτωση του Πάσχα. Είχα τότε δημόσια επαινέσει κατ’ αρχήν με συνέντευξή μου στον ημερήσιο τύπο (εφ. ΝΙΚΗ) την πρωτοβουλία της επίσημης Εκκλησίας να αγγίξει το ζήτημα της οικονομικής κρίσης, με την υποσημείωση όμως ότι δυστυχώς απέφυγε να προβληματιστεί θεολογικά για τα βαθύτερα αίτιά της, που δεν είναι άλλα από το κυρίαρχο, και φυσικά αντίθετο με τις αρχές τους χριστιανισμού μοντέλο της παγκόσμιας οικονομίας. Επέμενε δηλαδή σε ευχολόγια και την «θεραπευτική» αντιμετώπιση του προβλήματος, μη αποτολμώντας να υπεισέλθει στην «προληπτική» θεώρησή του.
Και όμως, πριν από ένα χρόνο, τον Μάιο του 2009, η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών τις Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος και Αλμυρού, που τόσο άδικα από μερικούς ανεγκέφαλους επικρίνεται τον τελευταίο καιρό, σε συνεργασία με το Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ και την Θεολογική Σχολή τις Χαϊδελβέργης, διοργάνωσε επιστημονικό σεμινάριο με θέμα: «Βιβλική θεολογία της απελευθέρωσης, πατερική θεολογία, και οι αμφισημίες της νεωτερικότητας». Ανάμεσα στα θέματα αυτού του συνεδρίου, τα πρακτικά του οποίου θα δημοσιεύσει η Ακαδημία του Βόλου – το προνομιακό αυτό ίδρυμα της Εκκλησίας της Ελλάδος που προσφέρει πραγματικόν «πλουτισμόν θεολογίας», για να θυμηθούμε την υμνολογία των ημερών – ήταν και η θεολογική προσέγγιση της παγκόσμιας οικονομίας. Το Δελτίο Βιβλικών Μελετών θα δημοσιεύσει στο τεύχος που κυκλοφορεί τις εισηγήσεις βιβλικού περιεχομένου αυτού του σεμιναρίου, μαζί άλλες βιβλικές μελέτες, οι οποίες σχολιάζουν το σχετικό με το θέμα επίκαιρο βιβλίο των Ulrich Duchrow και Franz Hinkelammert με τίτλο, Property for People, Not for Profit: Alternatives to the Global Tyranny of Capital, η μετάφραση του οποίου στα ελληνικά θα κυκλοφορήσει τον επόμενο χρόνο από τις εκδόσεις του Ιδρύματος «Άρτος Ζωής».
Οι σκέψεις που ακολουθούν, που και αυτές αποτελούν καλόπιστη κριτική στο εγκύκλιο προς τον λαό σημείωμα της Εκκλησίας της Ελλάδος, αλλά από εντελώς αντίθετη σκοπιά, αποτελούν απόπειρα θεολογικής προσέγγισης της παγκόσμιας οικονομίας και ήταν τμήμα της δικής μου συμβολής σ’ αυτό το σεμινάριο, και ταυτόχρονα προλογικό σημείωμα του υπό δημοσίευση τεύχους του Δελτίου Βιβλικών Μελετών.
Με την κρίση που ξέσπασε το 2007 στις ΗΠΑ με τα ενυπόθηκα στεγαστικά δάνεια υψηλού κινδύνου, η οποία ως γνωστό κορυφώθηκε το Σεπτέμβρη του 2008 με την κατάρρευση της Lehman Brothers και από το επόμενο έτος πέρασε με εντονότερο ρυθμό στην ευρωπαϊκή δημοσιονομική σφαίρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την ελληνική οικονομία, έγινε κατανοητό από την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα πως υπάρχει ένα τεράστιο ηθικό πρόβλημα, στο οποίο ο χριστιανισμός δεν μπορεί πλέον να μένει απαθής. Με δεδομένη μάλιστα την γενικότερη κρίση της παγκόσμιας οικονομίας, όλες οι συσσωρευμένες αντιφάσεις της οποίας εκρήγνυνται σταδιακά οδηγώντας την σε κατάρρευση, η παγκόσμια ιεραποστολή είναι πλέον υποχρεωμένη να φέρει ως πρώτη προτεραιότητα το ζήτημα αυτό.
Είναι γεγονός ότι η παγκόσμια χριστιανική κοινότητα, κύρια έκφραση τις οποίας αποτελεί το Παγκόσμιο Συμβούλιο των Εκκλησιών (ΠΣΕ), έχει προ πολλού προβληματιστεί για την παγκόσμια οικονομία από την προοπτική τις «οικονομικής δικαιοσύνης», μια έννοια που αναπτύχθηκε από τις εκκλησίες και την οικουμενική κίνηση ως πρωταρχικό αίτημα τις χριστιανικής μαρτυρίας στον 21ο αιώνα. Για πολλές δεκαετίες σημαίνοντες θεολόγοι επέμεναν – μερικές φορές εις ώτα μη ακουόντων – ότι η χριστιανική πίστη δεν μπορεί να αγνοεί την ανάγκη για την δικαιοσύνη σε παγκόσμιο επίπεδο ως θεϊκή βούληση. Άλλωστε, το ελάχιστο που πρέπει να κάνουν οι πιστοί, σύμφωνα με το αίτημα τις Κυριακής προσευχής «ελθέτω η Βασιλεία σου … ως εν ουρανώ και επί γης», είναι να εργάζονται για την προώθηση της δίκαιης κατανομής των πόρων και της εξουσίας ως απαραίτητη προϋπόθεση για μια ανθρώπινη και οικολογικά βιώσιμη ανάπτυξη.
Στην τελευταία διακήρυξη των προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών το 2008 τονίζεται χαρακτηριστικά: «Οι Ορθόδοξοι χριστιανοί συμμερίζονται μετά των άλλων, θρησκευομένων ή μη ανθρώπων του πλανήτου, την ευθύνη για τη σύγχρονη κρίση, διότι ανέχθηκαν ή συμβιβάστηκαν ακρίτως και προς ακραίες επιλογές του ανθρώπου χωρίς την αξιόπιστη αντιπαράθεση προς αυτές του λόγου της πίστεως. Έχουν, συνεπώς, και αυτοί μείζονα υποχρέωση να συμβάλλουν στην υπέρβαση των διασπάσεων του κόσμου. Η χριστιανική διδασκαλία διά την οντολογική ενότητα του ανθρώπινου γένους και της θείας δημιουργίας, όπως αυτή εκφράζεται στο μυστήριο του εν Χριστώ απολυτρωτικού έργου, αποτελεί θεμελιώδη βάση για την ερμηνεία της σχέσεως του ανθρώπου με τον Θεό και τον κόσμον…Το χάσμα μεταξύ πλουσίων και πτωχών διευρύνεται δραματικά εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης, που συνήθως είναι αποτέλεσμα μανιακής κερδοσκοπίας εκ μέρους οικονομικών παραγόντων και στρεβλής οικονομικής δραστηριότητας, η οποία, στερούμενη ανθρωπολογικής διαστάσεως και ευαισθησίας, δεν εξυπηρετεί, τελικά, τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας. Βιώσιμη οικονομία είναι εκείνη, που συνδυάζει την αποτελεσματικότητα με την δικαιοσύνη και την κοινωνική αλληλεγγύη».
Μια δεκαετία νωρίτερα, στην Η΄ Γ.Σ. του ΠΣΕ το 1998 διατυπώθηκε ξεκάθαρα το ερώτημα: «Πώς μπορούμε να εκφράσουμε την πίστη μας στο περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης;» Η απάντηση στο ερώτημα αυτό από την πλευρά των εκκλησιών-μελών του ΠΣΕ ήταν ξεκάθαρη: «Ο χριστιανικός κόσμος και οι διάφορες χριστιανικές ομολογίες έχουν υποχρέωση να αντιμετωπίσουν την πρόκληση της παγκοσμιοποίησης από τη σκοπιά της χριστιανικής πίστης, και για το λόγο αυτό να αντισταθούν στη μονομερή επιβολή της οικονομικής και πολιτιστικής παγκοσμιοποίησης». Παρόμοια ήταν και η δήλωση των ευαγγελικών εκκλησιών τις Γερμανίας (EKD) το 2002: «Εξακολουθούμε να πιστεύουμε ότι το σκάνδαλο της παγκόσμιας οικονομικής αδικίας αποτελεί την κύρια πρόκληση για την οικοδόμηση της παγκόσμιας ανάπτυξης». Πιο συγκεκριμένα, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου τις Χριστιανικής Βοήθειας (Christian Aid) John Gladwin, ανέφερε: «Πρέπει να προσδιορίσουμε τι πρέπει να γίνει για να δημιουργήσουμε έναν διαφορετικό κόσμο, στον οποίον η δικαιοσύνη, η συμπόνια και η ειρήνη θα ωφελούν όλους τις ανθρώπους». Οι νέοι σ’ αυτήν την προσπάθεια καλούνται να παίξουν καίριο ρόλο. «Ποτέ μέχρι σήμερα δεν ήταν τόσο σημαντική για τους νέους και τις νέες η αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων στη σύγχρονη δυναμική της παγκοσμιοποίησης», ανέφερε σε δήλωσή του το τμήμα της χριστιανικής νεολαίας του ΠΣΕ το 2001. Και κατέληγε: «Είναι το μέλλον μας διακυβεύεται».
Στο καίριο ερώτημα, αν η παγκοσμιοποίηση είναι καλή ή κακή, η εκτίμηση της συντεταγμένης Ορθοδοξίας είναι, ότι είναι και καλή και κακή. Κακή γιατί δημιουργεί πλούτο για τους λίγους ευνοημένους, ενώ ταυτόχρονα περιθωριοποιεί την μεγάλη πλειοψηφία των ανθρώπων. Καλή γιατί προωθεί την επικοινωνία και την τεχνολογία. Είναι καλή για τους νικητές και κακή για τους ηττημένους, δηλαδή τα 3 δισεκατομμύρια των πτωχών του πλανήτη. Στην πραγματικότητα η κακή όψη της παγκοσμιοποίησης υπερισχύει συντριπτικά της καλής, και για το λόγο αυτό το θέμα απασχολεί την παγκόσμια χριστιανική κοινότητα μέσω των διεθνών και διαχριστιανικών της φορέων στην οικουμενική κίνηση, το ΠΣΕ κλπ. Οι εκπρόσωποι των εκκλησιών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, για παράδειγμα, στο Παγκόσμιο Συνέδριο για την οικονομική παγκοσμιοποίηση το 2001, με ουσιαστική συμμετοχή της Ορθόδοξης Ρωσικής Εκκλησίας, διατύπωσε το ερώτημα: «Έχουν το θάρρος οι εκκλησίες μας να αντιμετωπίσουν τις ‘αξίες’ μιας ζωής προσανατολισμένης στο κέρδος ως θέμα πίστεως, ή θα προτιμήσουν να σιωπήσουν και να αποσυρθούν στην ‘ιδιωτική’ σφαίρα; Είναι ένα ερώτημα που οι εκκλησίες οφείλουν να απαντήσουν, αλλιώς θα χάσουν την ψυχή τους»!
Η ανθρώπινη ανάπτυξη σε βιώσιμες κοινωνίες επομένως αποτελεί βασικό όραμα τις παγκόσμιας χριστιανικής κοινότητας, με σκοπό την αναζήτηση τις οικονομικής δικαιοσύνης. Ο χριστιανικός κόσμος πιστεύει ότι η δικαιοσύνη είναι η καρδιά του προβλήματος. Πιστεύει ότι οι αξίες δεν μετρούνται με μονεταριστικούς όρους, και η ζωή – και ό, τι είναι απαραίτητο για την διατήρησή της – δεν μπορεί να εμπορευματοποιείται.
Το κλειδί για την αντιμετώπιση των βασικών θεμάτων τις οικονομικής δικαιοσύνης είναι ειλικρινής κριτική, σαφήνεια και εναλλακτική πρόταση του ισχύοντος κυρίαρχου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης και νομισματικής παγκοσμιοποίησης, καθώς και αμφισβήτηση με βάση την χριστιανική πίστη ορισμένων αξιών της.
Δεν θα πρέπει να λησμονείται, πως η σύγχρονη εκδοχή τις οικονομικής παγκοσμιοποίησης και το υπάρχον μοντέλο ανάπτυξης έχουν πολλά κοινά με το αποικιοκρατικό σύστημα που αναπτύχθηκε πριν από 500 χρόνια. Δημιουργήθηκε από οικονομολόγους για χάρη των ισχυρών. Παρά τις διαφορές με εκείνο, στην ουσία βασίζεται στην αρχή της δημιουργίας εξαρτήσεων. Συνεπώς, αυτό που αποκαλείται σήμερα «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα παλαιό, 500 ετών, μοντέλο ανάπτυξης. Συγκρίνοντας τα κύρια χαρακτηριστικά του υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης με το προ 500 ετών μοντέλο της αποικιοκρατίας διαπιστώνει κανείς τρομακτικές ομοιότητες. Τότε, το 1492 την εποχή της αποικιοκρατίας επί Χριστοφόρου Κολόμβου, βασική επιλογή ήταν η ευρωπαϊκή εμπορική επέκταση με αντικειμενικό σκοπό τον εύκολο πλουτισμό μέσω φτηνής εργασίας και απόκτησης άφθονων πρώτων υλών.
Αποικίες, σκλάβοι, ρατσισμός, γενοκτονίες ήταν μερικά από τα θλιβερά επακόλουθα, με το στρατό ως μέσο αποτελεσματικής καταπίεσης. Χαρακτηριστικά του τότε οικονομικού μοντέλου ήταν η οικοδόμηση εξαρτήσεων με την υφαρπαγή της γης (με όλα τα στοιχεία της, τρόφιμα, νερό, ρουχισμό) και την εκμετάλλευση του ανθρώπινου δυναμικού, το οποίο εργαζόταν σκληρά για ψίχουλα με στόχο την παραγωγή και εξαγωγή των αγαθών προς τις δήθεν χριστιανικές αυτοκρατορίες. Σήμερα η «Νέα» τάξη πραγμάτων της επιχειρηματικής παγκοσμιοποίησης έχει φέρει τα κράτη του «Πρώτου Κόσμου» σε ευθεία αντίθεση προς τα κράτη του «Τρίτου Κόσμου». Μέσα για την επίτευξη δήθεν ανταγωνιστικότητας είναι οι χαμηλοί μισθοί και οι χαλαροί κανονισμοί. Συνεχίζεται με άλλο τρόπο η καταπίεση και ο κοινωνικός έλεγχος, με τον ρατσισμό, τον στρατό και την αστυνομία να αποτελούν και σήμερα τους βραχίονες του συστήματος. Όπως και τότε, έτσι και σήμερα γινόμαστε μάρτυρες αδυναμίας αυτοσυντήρησης των ασθενέστερων τάξεων, που συνεχίζουν σκληρή εργασία για ψίχουλα. Σήμερα μάλιστα οι περισσότεροι άνθρωποι/αποικίες εξαρτώνται όλο και περισσότερο από κράτη ή επιχειρήσεις.
Το κρίσιμο ερώτημα, που δυστυχώς πολλοί χριστιανοί συνεχίζουν να αγνοούν, είναι το ποιος βάζει τους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας. Ο «θρόνος», για να θυμηθούμε την εικόνα τις Αποκαλύψεως, που ασκεί την εξουσία και δημιουργεί τις κανόνες είναι τριμερής: α) Διεθνή οικονομικά ιδρύματα, τα οποία χωρίς να υπάγονται στη λαϊκή ετυμηγορία, αποτελούν ημικρατικούς οργανισμούς, οι οποίοι καθορίζουν τους επίσημους κανόνες της παγκόσμιας οικονομίας. β) Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, ο οποίος ορίζει με αμείλικτη αυστηρότητα τους κανόνες του εμπορίου. Και γ) οι κυβερνήσεις, οι οποίες όλο και περισσότερο εκπροσωπούν επιχειρήσεις και επενδυτές μάλλον, παρά την πλειοψηφία των λαών τους.
Η εξουσία, επομένως, που βρίσκεται ουσιαστικά πίσω από τον «θρόνο» (του Σατανά) είναι: α) Διεθνείς επιχειρήσεις, οι οποίες πιέζουν τα κράτη, ώστε να προσφέρουν πιο χαμηλούς μισθούς, πιο χαλαρούς περιβαλλοντικούς νόμους, πιο χαμηλή φορολόγηση κλπ., και β) οι επενδυτές, που μπορούν να προωθήσουν ή να αποσυντονίσουν μια χώρα με την διοχέτευση ή μη χρημάτων σε αυτήν.
Το φαινόμενο αυτό συνδέεται με την λεγόμενη «οικονομία της σαμπάνιας». Σύμφωνα με αποδεδειγμένα στατιστικά στοιχεία, το 20% του παγκόσμιου πληθυσμού κατέχει το 83% του παγκόσμιου πλούτου. Ένα άλλο 20% κατέχει αντίστοιχα το 11%, ενώ το υπόλοιπο 60% κατέχει μόνο το 6% του παγκόσμιου πλούτου. Ενδεικτική είναι η σχηματική παρουσίαση του παγκόσμιου πλούτου με τον χαρακτηριστικό τίτλο «οικονομία της σαμπάνιας»
Την σοβαρότητα της κατάστασης φανερώνουν με γλαφυρό τρόπο και τα εξής στοιχεία που αφορούν τους 225 πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο. Από αυτούς, οι 60 κατοικούν τις ΗΠΑ και διαθέτουν 311 δις δολάρια. Οι 52 κατοικούν σε βιομηχανοποιημένες χώρες (376 δις δολάρια) και οι 76 στις αναπτυσσόμενες χώρες (365 δις δολάρια). Στη Γερμανία ζουν 21 (111 δις δολάρια), στην Ιαπωνία 14 (41 δις δολάρια) και στην Αφρική 2 (3,7 δις δολάρια).
Επιπρόσθετα, οι 3 πλουσιότεροι άνθρωποι του κόσμου έχουν περιουσίες μεγαλύτερες από το εισόδημα των 48 πτωχότερων κρατών! Οι 15 πλουσιότεροι έχουν περιουσίες μεγαλύτερες από το συνολικό εισόδημα της νότια της Σαχάρας Αφρικής. Τα πλούτη των 32 πλουσιότερων υπερβαίνουν το συνολικό εισόδημα της Νότιας Ασίας. Τα περιουσιακά στοιχεία των 84 πλουσιότερων υπερβαίνουν το συνολικό εισόδημα της Κίνας, μιας χώρας με 1.2 δισεκατομμύρια κατοίκους.
Συγκρίνοντας αυτά τα στοιχεία μπορούν να εξαχθούν αξιοσημείωτα συμπεράσματα. Καθώς ο συνολικός πληθυσμός της γης είναι 6 δις άνθρωποι, τα 3 δις ζουν με 2 δολάρια τη μέρα, ενώ 1,2 δις ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο τη μέρα. Αν μάλιστα λάβει κανείς υπόψη του ότι για την κοινωνική πολιτική ολόκληρης της υφηλίου απαιτούνται 44 δισεκατομμύρια δολάρια, το ποσό αυτό δεν είναι παρά το 4% του συνολικού πλούτου των 225 πλουσιότερων του κόσμου.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με το Institute for Policy Studies, από τις 100 ισχυρότερες οικονομίες οι 49 είναι κράτη ενώ οι 51 είναι πολυεθνικές εταιρίες. Καθίσταται σαφές ότι οι ισχυρές πολυεθνικές εταιρίες γίνονται ολοένα και ισχυρότερες.
Ποιος, λοιπόν, ωφελείται από το φιλελεύθερο διεθνές εμπόριο; Σύμφωνα με το περιοδικό Economist, το 1993 ωφελούνταν κατά 15,7% οι ΗΠΑ, κατά 34,7% η ΕΕ και κατά 49,6% ο υπόλοιπος κόσμος. Έξι χρόνια αργότερα, το 1999, οι ΗΠΑ απολάμβαναν το 17,7% των κερδών του παγκοσμίου εμπορίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση το 38% και ο υπόλοιπος κόσμος το 44,3%. Παρατηρείται, λοιπόν, μια ραγδαία επιδείνωση των οικονομικά ασθενέστερων κρατών.
Όσον αφορά τα διεθνή οικονομικά ιδρύματα, τρία είναι αυτά που ασκούν την απόλυτη σχεδόν εξουσία στην διεθνή οικονομία: α) Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), το οποίο δανείζει χρήματα στις αναπτυσσόμενες χώρες και επιβάλει «διαρθρωτικά διορθωτικά προγράμματα» στις χώρες αυτές, β) η Παγκόσμια Τράπεζα, η οποία υποστηρίζει μεγάλα αναπτυξιακά προγράμματα και απαιτεί από τα κράτη να υλοποιήσουν τις διαρθρωτικές αλλαγές των κρατών πριν τους δοθούν δάνεια από την Τράπεζα, και γ) το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, το οποίο κατά κύριο λόγο ορίζει την πολιτική του ΔΝΤ και άλλων ιδρυμάτων.
Έχει ενδιαφέρον να αναφερθεί στο σημείο αυτό το ποσοστό ψήφων που αντιστοιχεί στα κράτη μέλη των ιδρυμάτων αυτών. Στο ΔΝΤ οι ΗΠΑ κατέχουν το 17,4% των ψήφων, ενώ το σύνολο των αφρικανικών κρατών μόνο το 4,5%. Στην Παγκόσμια Τράπεζα, οι ΗΠΑ κατέχουν το 16,5%, η Ιαπωνία το 7,9%, η Γερμανία το 4,5%, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γαλλία το 4,3% αντίστοιχα, ενώ η Ινδία – στην οποία αντιστοιχεί το 16% του παγκόσμιου πληθυσμού – κατέχει λιγότερο από το 3% των ψήφων.
Το χάσμα που παρατηρείται μεταξύ των οικονομιών του φτωχού Νότου σε σχέση με εκείνο του πλούσιο Βορρά γίνεται φανερό από την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας μεταξύ των ετών 1982 ως 1990. Οι χώρες του Νότου έλαβαν 927 δις δολάρια με μορφή οικονομικής βοήθειας, δωρεών, τραπεζικών πιστώσεων, άμεσων ιδιωτικών επενδύσεων και δανείων. Στο ίδιο διάστημα ο Νότος κατέβαλλε 1,3 τρις δολάρια σε τόκους και κεφάλαια! Παρ’ όλα αυτά, το 1990 ο Νότος είχε βυθιστεί κατά 61% βαθύτερα στο χρέος σε σύγκριση με την κατάστασή του το 1982.
Τρεις είναι οι διεθνείς οργανισμοί και φορείς που απαιτείται να συνεργαστούν για να επιτευχθεί στην πράξη ένας δικαιότερος κόσμος: ο ΟΗΕ, τα Διεθνή Οικονομικά Ιδρύματα (ΔΟΙ) και το σύνολο των κινήσεων των πολιτών, οι μη κυβερνητικές οργανώσεις, οι εκκλησίες, τα θρησκευτικά κινήματα, κλπ. Πιο συγκεκριμένα, ο ΟΗΕ θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία με τα ΔΟΙ μέσω ενός ουσιαστικού συμβολαίου. Οι πολίτες θα πρέπει να διεκδικήσουν και να απαιτήσουν την εφαρμογή των οικονομικών, πολιτιστικών και άλλων δικαιωμάτων τους από τον ΟΗΕ, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αντισταθούν ενεργά στην εξουσία που ασκούν τα πιο πάνω διεθνή οικονομικά ιδρύματα.
Αυτά όμως είναι πολύ δύσκολο, έως πρακτικά αδύνατο, να αλλάξουν τη ρότα της παγκόσμιας οικονομίας, αν δεν δραστηριοποιηθούν οι θρησκευτικές κοινότητες, και κυρίως οι χριστιανικές. Μόνο με την μαζική αντίδρασή τους και τις πρωτοβουλίες, τις οποίες οι ηγέτες των οφείλουν να αναλάβουν – η απήχηση των περιβαλλοντολογικών πρωτοβουλιών του Οικουμενικού Πατριάρχου παγκοσμίως θα πρέπει να αποτελέσει παράδειγμα για όλους – είναι δυνατή η υλοποίηση μιας αντι-οικονομικής παγκοσμιοποίησης, η οποία θα αποτελεί εναλλακτική πρόταση στο νεοφιλελεύθερο «παράδειγμα» που τείνει να παγιωθεί σήμερα. Επίκεντρό της θα είναι ο νόμος του δημιουργού Θεού και ζητούμενο η κορωνίδα της δημιουργίας, ο άνθρωπος, με στόχο μια βιώσιμη και δίκαιη παγκόσμια οικονομία.
Απαιτείται, λοιπόν, μια σειρά από εναλλακτικές προτάσεις για την βιώσιμη και αειφόρο ανάπτυξη, που θα δίνουν τη δυνατότητα τις τοπικές κοινωνίες να κάνουν επιλογές που βρίσκονται στα δικά τους μέτρα με βάση το βιβλικό αξίωμα: «του Κυρίου η γη και το πλήρωμα αυτής» (Ψλ 24:1, δηλαδή στον Κύριο ανήκει η γη, και ό, τι βρίσκεται σε αυτήν, ο κόσμος, και όσοι ζουν σ’ αυτόν), και όχι να προσδιορίζονται από τον λεγόμενο «μονόδρομο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης». Το έργο αυτό έχει πολλά επιμέρους συστατικά που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν με σαφήνεια.
Πρώτα-πρώτα, στο εσωτερικό μέτωπο, οι χριστιανικές κοινότητες θα πρέπει να οργανώσουν θεολογικά σεμινάρια αναφορικά με την παγκοσμιοποίηση. Παράλληλα, θα πρέπει να υποστηριχθούν κινήματα που εργάζονται για την κατάργηση του εξωτερικού χρέους, το ξέπλυμα βρώμικου χρήματος και τις εναλλακτικές μορφές ανάπτυξης. Γι’ αυτό και σε δια-χριστιανικό επίπεδο έχει δημιουργηθεί ειδικός φορέας, η Οικουμενική Συμμαχία Προάσπισης (Ecumenical Advocacy Alliance) με στόχο το πρόβλημα του Διεθνούς Εμπορίου, σε συνεργασία με τα χριστιανικά προγράμματα για την φτώχεια και τον πλούτο.
Κατά δεύτερο λόγο, στο εξωτερικό μέτωπο, οι χριστιανικές εκκλησίες θα πρέπει να εμμείνουν στην επιστημονική αντιμετώπιση των διεθνών οργανισμών, δηλαδή των διεθνών οικονομικών ιδρυμάτων, της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Επίσης, είναι σημαντική η συνεργασία με τον ΟΗΕ για την κοινωνική και ταυτόχρονα βιώσιμη ανάπτυξη. Θα πρέπει να καταρτιστούν συγκεκριμένες μελέτες και εφαρμόσιμες προτάσεις. Κάτι που δεν έχει λάβει τη δέουσα προσοχή ως σήμερα είναι η μελέτη του «οικολογικού χρέους» των κρατών παγκόσμια, όπως επανειλημμένα τονίστηκε στα γνωστά οικολογικά συνέδρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Η δύναμη των εκκλησιών και των κοινωνικών κινημάτων στηρίζεται στην ποιότητα των ιδεών και τη δέσμευσή τους να δημιουργήσουν ένα βιώσιμο κόσμο, στον οποίο θα κυριαρχούν οι αξίες, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ο σεβασμός των ανθρώπων και του περιβάλλοντος. Το ερώτημα, βέβαια, είναι κατά πόσο οι χριστιανικές εκκλησίες είναι στο θέμα της παγκοσμιοποίησης σταθερά με το μέρος των αδυνάτων ή συνεχίζουν να συντάσσονται με τις δυνατούς;
* Ο Πέτρος Βασιλειάδης είναι Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ
ΠΗΓΗ: Ημ. Δημοσίευσης: Dec 23, 2010, http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=4268
Σημείωση από το ΜτΒ: Το κείμενο μας επισημάνθηκε ως "αντίδωρο" από τον συγγραφέα μαζί με τις ευχές του.