Οι εκλογές πέρασαν, το δημόσιο χρέος παραμένει
Του Γ. Βαζάκα*
Πέρασαν ήδη κάποιες μέρες από την τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Γι’ ακόμη μια φορά το πανελλήνιο έζησε καλλιεπείς δημαγωγίες, διαξιφισμούς δίχως περιεχόμενο και αντιπαραθέσεις να δίνουν και να παίρνουν μακριά από τα πραγματικά προβλήματα του τόπου. Και πάλι οι εκλογές αποτέλεσαν τον κυρίαρχο λόγο ύπαρξης για όλες τις ηγεσίες των επίσημων κομμάτων της Δεξιάς και της Αριστεράς. Δώσ’ τους εκλογές και πάρ’ τους την ψυχή!… Για όλες η ψήφος με τις εκλογές είναι χρήμα, είναι εγγύηση της αναπαραγωγής των μηχανισμών τους, είναι η εξασφάλιση ότι θα συνεχίσουν να πολιτεύονται ερήμην της κοινωνίας και σε βάρος της.
Και ήταν αυτοδιοίκητες οι εκλογές και έγιναν με το νομοσχέδιο το γνωστό ως «Καλλικράτης». Και ακούσαμε πολλά και ωραία γι’ αυτό. Δεν έχει σημασία, αν δεν ακούσαμε ότι με τον «Καλλικράτη» επιβάλλεται επίσημα η διάσπαση του ενιαίου και αδιαίρετου της ελληνικής επικράτειας. Κάτι που ιστορικά είχε επιχειρηθεί, μόνο από τις δυνάμεις κατοχής, όταν το 1941 χώρισαν την Ελλάδα σε τρεις ζώνες. Δεν έχει σημασία, αν από τυπικά ανεξάρτητο κράτος μεταβαλλόμαστε ανοιχτά σε άθροισμα περιφερειών υπό την αυστηρή επιτήρηση ενός κεντρικού κρατικού μηχανισμού, που θα λειτουργεί ως διαμεσολαβητής της «Ευρώπης των περιφερειών» με τους ντόπιους υπεξούσιους πληθυσμούς.
Άραγε έχει σημασία, αν τη διάσπαση της χώρας σε περιφέρειες και δήμους θα ακολουθήσει μια αντίστοιχη διάσπαση της παιδείας και της υγείας που έχει ήδη εξαγγελθεί; Ένοιαξε άλλωστε σε πολλούς, όταν το υπουργείο από Εθνικής Παιδείας έγινε σκέτο Παιδείας, για να δρομολογηθεί η παιδεία πολλών ταχυτήτων και διαφορετικών περιφερειών. Όπως έγινε με την Υγεία, αλλά και με την ΄Αμυνα, την οποία η κυβέρνηση ετοιμάζεται να παραδώσει ολοκληρωτικά στο ΝΑΤΟ και την Ε.Ε. και τις ιδιωτικές εταιρείες μισθοφορικών υπηρεσιών που συνοδεύουν τους σημερινούς στρατούς της Δύσης.
Ούτε έχει σημασία, αν με τον «Καλλικράτη» θα συμβούν τα προαναφερθέντα, για να ξεφορτωθεί το κράτος όλες τις υποχρεώσεις του προς την κοινωνία και να ενισχυθεί μόνο ως μηχανισμός άγριας καταστολής και είσπραξης για λογαριασμό των δανειστών και τοκογλύφων και κερδοσκόπων που ήδη, αν και τα δάνειά τους διπλοαποπληρώθηκαν, λυμαίνονται τη χώρα.
Και ο λαός εν πολλοίς – φοβούμαι – ανίδεος και αποχαυνωμένος προσήλθε – όσοι προσήλθαν – στην κάλπη, για να εκτονώσει την αγανάκτησή του με τρόπο ανώδυνο και επωφελή για το νέο καθεστώς. Για ακόμη μια φορά κατάπιε την κάμηλο ασχολούμενος με την οπή της ραφίδας. Όμως δεν έχει σημασία, αρκεί που για τις ηγεσίες των κομμάτων εξασφαλίστηκε η αναπαραγωγή των μηχανισμών τους και το παραδάκι από τα κοινοτικά κονδύλια και την κρατική ενίσχυση και ό,τι απ’ αυτά επακολουθεί…
Πρωτοφανής αποχή
Όμως παράλληλα με τα προαναφερθέντα όλο και μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας αντιλήφθηκε ότι και αυτές οι εκλογές καθώς και οι αλλοτινές, όπως είναι στημένες, δεν έχουν κανένα πραγματικό περιεχόμενο. Δεν προσφέρουν καμιά βελτίωση στο υπάρχον σύστημα οικονομίας και πολιτικής, εκτός από το να νομιμοποιούν το άθλιο καθεστώς της μεταπολιτευτικής περιόδου, ένα καθεστώς κοινοβουλευτικού κρετινισμού (= ηλιθιότητας), ένα καθεστώς υποδούλωσης της χώρας στη τρόικα, που μπροστά του ωχριά ακόμη κι εκείνο του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898, που εγκαταστάθηκε ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας επί Τρικούπη το 1893 και του ελληνοτουρκικού πολέμου της ντροπής του 1897.
Είναι αξιοσημείωτο επίσης ότι για πρώτη φορά σε εκλογές στην περίοδο της μεταπολίτευσης ένας στους δυο ψηφοφόρους αρνήθηκε να νομιμοποιήσει με την ψήφο του αυτόν τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και τις συνέπειές του: τη νέα κατάσταση της οικονομικής κηδεμονίας από την τρόικα, που έχει επιβληθεί στη χώρα από το Μάιο του 2010 είτε με το λευκό, το άκυρο και την αποχή, είτε ψηφίζοντας πολιτικές προτάσεις που, στα μάτια τουλάχιστον του κόσμου, ταυτίζονται καθαρά με την άρνηση του χρέους – την πηγή της δυσπραγίας της χώρας – και την ανατροπή του υπάρχοντος καθεστώτος.
Και από την άλλη ο επίσημος δικομματισμός συγκέντρωσε γύρω στο 40% του εκλογικού σώματος, ποσοστό που δεν επιτρέπει στις κυρίαρχες δυνάμεις να έχουν και την τυπική έστω νομιμοποίησή τους. Δείχθηκε ότι ο τυπικός κοινοβουλευτισμός πνέει τα λοίσθια, προδομένος από τις δυνάμεις εκείνες που για χρόνια τον χρησιμοποιούσαν, για να εναλλάσσονται στην διακυβέρνηση, σε μια δημοκρατία με κοινοβουλευτικό μανδύα, για να συγκαλύπτουν τα απόκρυφα μιας διεφθαρμένης απολυταρχίας της εκάστοτε κυβέρνησης κι ενός κράτους που έχει παραδοθεί σε ντόπια και ξένα μεγάλα συμφέροντα.
Κομβική η απάντηση στο ζήτημα του δημοσίου χρέους
Eπιτέλους όλοι οι εκπρόσωποι στο κοινοβούλιο σήμερα μιλώντας για οικονομική κρίση δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι είτε το θέλουμε είτε όχι είμαστε υποχρεωμένοι πρώτα απ’ όλα να μιλήσουμε για το δημόσιο χρέος. Αν δεν απαντήσεις κάποια στιγμή στο πρόβλημα του δημόσιου χρέους, δεν μπορείς να απαντήσεις πειστικά σε τίποτε, ούτε στα εργασιακά, ούτε στα μισθολογικά, ούτε στο ασφαλιστικό, ούτε για Τοπική αυτοδιοίκηση, ούτε στο ξεπούλημα των πάντων. Κι αυτό γιατί όλα αυτά, αλλά κι αυτά που θα ακολουθήσουν, πηγάζουν από το πρόβλημα του δημόσιου χρέους. Γιατί δεξιοί και αριστεροί του κοινοβουλίου δε μιλούν με σχέδιο για την αντιμετώπιση του χρέους, μήπως είναι συνεργοί στις επιλογές της κυβέρνησης ή φοβούνται ν’ αναλάβουν τις όποιες ευθύνες;…
Και τώρα, αμέσως μετά την εκλογική φιέστα των αυτοδιοικητικών εκλογών οι εφιάλτες των προβλημάτων της ελληνικής κοινωνίας και πάλι στο προσκήνιο. Οι εκπρόσωποι της τρόικας επισκέπτονται τη χώρα και ελέγχουν τις οικονομικές επιλογές της κυβέρνησης, προκειμένου να εγκρίνουν την εκταμίευση της επόμενης δόσης του δανείου, διαπιστώνουν ότι οι στόχοι του μνημονίου δεν πραγματοποιήθηκαν, παρόλα αυτά δίνουν εύσημα στην ελληνική κυβέρνηση και αισιοδοξούν ότι θα τα καταφέρει.
Η κυβέρνηση υπόσχεται στους δανειστές ότι θα ανταποκριθεί στις δανειακές της υποχρεώσεις προβαίνοντας σε διαρθρωτικές αλλαγές στις ΔΕΚΟ – διάβαζε ξεπούλημα-, αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας – διάβαζε εκποίησή της – και περιορισμό του δημόσιου τομέα, λύνοντας έτσι και το οικονομικό πρόβλημα της πατρίδας μας. Από κοντά και τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. με ευέλικτο τρόπο συνηγορούν στις κυβερνητικές επιλογές αφιονίζοντας το πανελλήνιο ότι αυτές και μόνο οι επιλογές είναι εφικτές και ότι άλλη λύση δεν υπάρχει.
Κι όμως υπάρχει: Είναι η λύση «της άρνησης του επαχθούς χρέους και της μη αναγνώρισής του», που διεξοδικά ανέλυσα σε άλλο άρθρο μου, στην ιστοσελίδα Inprecor (27/10/2010).
Υπάρχει δικλείδα ασφαλείας
Σήμερα κι ενώ ο εφιάλτης του χρέους της χώρας καραδοκεί με ανυπολόγιστες επώδυνες συνέπειες για το λαό και τη χώρα μας, μόλις τις προάλλες ακούσαμε ότι πάμε για δανεισμό άλλων 50 δισ. ευρώ και ότι δρομολογείται επιμήκυνση για κάποια χρόνια της αποπληρωμής του χρέους. Αλλά είτε με επιμήκυνση, είτε με αναδιάρθρωση, είτε με «κούρεμα» είτε με διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους δυστυχώς η οικονομική γάγγραινα του χρέους μένει…
Και διερωτάται κανείς γιατί η κυβέρνηση επέλεξε να συνεχίσει την εξυπηρέτηση του χρέους θυσιάζοντας το υστέρημα του λαού και της χώρας; Η απάντηση είναι προφανής. Αν ήθελε, αν δεν ήταν τόσο ολοφάνερα υπόδουλη σε ολιγαρχικά συμφέροντα, θα μπορούσε κάλλιστα να επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης» και να σταματήσει, τουλάχιστον για ένα διάστημα, να πληρώνει τα χρέη της.
Η έννοια «κατάσταση ανάγκης» (state of necessity) είναι μια νομικοπολιτική δικλείδα διεθνώς αναγνωρισμένη, την οποία ένα κράτος μπορεί να επικαλεστεί, για να μην εκπληρώσει τις υποχρεώσεις προς τους δανειστές του. Πότε ένα κράτος μπορεί να επικαλεστεί «κατάσταση ανάγκης»; Σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, όταν ένα κράτος κινδυνεύει από χρεοκοπία και προσπαθώντας να πληρώσει τα χρέη του κινδυνεύει να διαταράξει την εσωτερική ομαλότητα και ασφάλεια του λαού του. Σύμφωνα με την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου του ΟΗΕ: «Ένα κράτος δεν μπορεί να αναγκαστεί να κλείσει τα σχολεία, τα πανεπιστήμια και τα δικαστήριά του, να εγκαταλείψει τις δημόσιες υπηρεσίες του επιφέροντας το χάος και την αναρχία στην κοινωνία, μόνο και μόνο, για να εξασφαλίσει τα χρήματα να πληρώσει τους ξένους ή ντόπιους δανειστές του». (1613η Συνάντηση, 17 Ιουνίου 1980).
Την αρχή αυτή αναγνώρισε σχετικά πρόσφατα και το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, όταν κλήθηκε να αποφανθεί εναντίον της άρνησης της Αργεντινής το 2003 να πληρώσει ορισμένους δανειστές της, προκειμένου να διαφυλάξει το επίπεδο διαβίωσης και παροχών του κράτους προς το λαό της στις 8 Μαΐου 2007. Η απόφαση αυτή αποτελεί ένα ισχυρό νομικοπολιτικό επιχείρημα για τον ελληνικό λαό, ώστε να αρνηθεί να πληρώσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη δανειακή σύμβαση. Και γι’ αυτό αρκεί μόνο να βρει τη δύναμη να επιβάλλει το συμφέρον του και να μην υποταχθεί στη μοίρα, που άλλοι έχουν προδιαγράψει γι’ αυτόν.
Η προσφυγή στο ΣτΕ
Προσφάτως με πρωτοβουλία του Δικηγορικού Συλλόγου των Αθηνών έγινε μια τολμηρή προσπάθεια προσφυγών εναντίον του μνημονίου ως αντισυνταγματικού στο Συμβούλιο της Eπικρατείας, που όμως οι εισηγήτριες του Συμβουλίου της Επικρατείας ζήτησαν να απορριφθούν οι προσφυγές. To βασικό τους επιχείρημα κοντά στα άλλα ήταν ότι «το μνημόνιο θα μειώσει το δημόσιο χρέος και θα συμβάλει στην ταχεία επάνοδο της χώρας στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου».
Είναι όμως έτσι; Ποια είναι τα αντικειμενικά δεδομένα; Όταν η χώρα μας στα τέλη του 2009 με δημόσιο χρέος 126% επί του ΑΕΠ δεν μπορούσε να βγει στις αγορές, θα μπορέσει να βγει στις αγορές με 168% δημόσιο χρέος κατά όλες τις εκτιμήσεις το 2013; Φαίνεται λοιπόν πως μάλλον εκτίναξη του δημόσιου χρέους θα έχουμε ως σίγουρο αποτέλεσμα της πολιτικής του μνημονίου. Και περιμένουν οι εισηγήτριες του Συμβούλιου της Επικρατείας να γλιτώσει την επίσημη πτώχευση η χώρα μας ακολουθώντας το μνημόνιο; Γνωρίζουν έστω και μια περίπτωση νοικοκυριού, επιχείρησης ή κράτους που να γλίτωσε την πτώχευση απλώς αναζητώντας νέα δάνεια, για να εξακολουθεί να πληρώνει τα παλιά; Δεν αποτελεί ομολογία απόλυτης χρεοκοπίας η θέση ότι όλα αυτά που υπομένει η χώρα, τα υφίσταται, για να ξαναβγεί στις αγορές, ώστε να δανειστεί εκ νέου;
Οι δανειστές ή ο λαός; Ένα νομικό προηγούμενο
Βέβαια τόσο οι εισηγήτριες στο Συμβούλιο της Επικρατείας απέφυγαν να απαντήσουν, όπως αποφεύγουν να απαντήσουν καιρό τώρα και οι κάθε λογής υποστηρικτές του μνημονίου στο εξής αμείλικτο ερώτημα: Όταν μια χώρα βρεθεί μπροστά στο δίλημμα να μην μπορεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα τις πιο βασικές και άμεσες ανάγκες της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών της και τις απαιτήσεις των δανειστών της, τότε τι προέχει για την κυβέρνηση αυτής της χώρας; Οι ανάγκες της χώρας και των πολιτών της ή οι απαιτήσεις των δανειστών της; Η τωρινή κυβέρνηση (όπως και η προηγούμενη) απάντησε στο δίλημμα αυτό προτάσσοντας τις απαιτήσεις των δανειστών. Και αυτό δεν είναι ούτε ηθικό ούτε δίκαιο. Και γιατί καμία κυβέρνηση δεν νομιμοποιείται να θυσιάζει το λαό και τη χώρα της, προκειμένου να ικανοποιηθούν αλλότρια συμφέροντα. Όχι μόνο με βάση το Σύνταγμα και το δίκαιο της χώρας, αλλά και με βάση το διεθνές – όπως προαναφέραμε – δίκαιο. Και το επαναλαμβάνουμε: Όταν μια χώρα αντιμετωπίζει μια «κατάσταση ανάγκης», όπως είναι το άμεσο ενδεχόμενο μιας πτώχευσης, το διεθνές δίκαιο αναγνωρίζει στην κυβέρνηση της χώρας να αρνηθεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της έναντι των δανειστών της, προκειμένου να μη θιγούν τα δικαιώματα των πολιτών της και να μη απειληθεί η εσωτερική της έννομη τάξη και ασφάλεια.
Ένας λόγος παραπάνω που υπάρχει νομικό προηγούμενο από την Ελλάδα του 1936. Θα αναφέρουμε ένα ιστορικό παράδειγμα, το οποίο αποτελεί και μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις στη διεθνή νομολογία που υποστηρίζει το δικαίωμα που αναφέραμε. Το 1936 η Ελλάδα αρνήθηκε να συνεχίσει την εξυπηρέτηση του δανείου που είχε συνάψει με τη βελγική τράπεζα Societe Commerciale de Belgique. H κυβέρνηση του Βελγίου παρενέβη και προσέφυγε στο Διαρκές Δικαστήριο του Διεθνούς Δικαίου, που είχε ιδρύσει η ΚΤΕ (Κοινωνία των Εθνών), κατηγορώντας την Ελλάδα ότι αθετεί τις διεθνείς της υποχρεώσεις. Η Ελλάδα, που τότε βρισκόταν υπό το φασιστικό καθεστώς της 4ης Αυγούστου, απάντησε ότι βρίσκεται σε αδυναμία να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις, διότι δεν μπορεί να διαθέσει πόρους, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο την υπόσταση του λαού και της χώρας.
Στο υπόμνημά της έλεγε: «Η κυβέρνηση της Ελλάδος, ανήσυχη για τα ζωτικά συμφέροντα του Ελληνικού λαού και για τη διοίκηση, την οικονομική ζωή, την κατάσταση της υγείας και την εσωτερική και εξωτερική ασφάλεια της χώρας, δε θα μπορούσε να προβεί σε άλλη επιλογή. Όποια κυβέρνηση κι αν ήταν στη θέση της, θα έκανε το ίδιο.» (βλ. Yearbook of the International Low Commition, 1980, v.I, σελ. 25). Ας μην ξεχνάμε, για ποια ελληνική κυβέρνηση μιλάμε. Μιλάμε για τη φασιστική κυβέρνηση του Ι, Μεταξά που πατούσε στο λαιμό τον ελληνικό λαό και που επιβλήθηκε με τις ευλογίες της «μεγάλης συμμάχου» της Ελλάδας δηλ. της Αγγλίας και του τοποτηρητή της στη χώρα μας, του βασιλιά Γεωργίου.
Και η άρνηση της Ελλάδας να εξυπηρετήσει το προαναφερθέν δάνειο ολοκληρώθηκε με το υπόμνημα, που κατέθεσε στο Διαρκές Δικαστήριο ο νομικός εκπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης το 1938, όπου τόνιζε τα αυτονόητα: «Ενίοτε μπορεί να υπάρξει μια έκτακτη κατάσταση, η οποία κάνει αδύνατο για τις Κυβερνήσεις να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους προς τους δανειστές και προς το λαό τους. Οι πόροι της χώρας είναι ανεπαρκείς, για να εκπληρώσουν και τις δυο υποχρεώσεις ταυτόχρονα. Είναι αδύνατο να πληρωθεί το χρέος και την ίδια ώρα να παρασχεθεί στο λαό η κατάλληλη διοίκηση και οι εγγυημένες συνθήκες για την ηθική, κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη. Το οδυνηρό πρόβλημα προκύπτει, όταν πρέπει να επιλέξει κανείς ανάμεσα στα δυο καθήκοντα. Το ένα πρέπει να υποχωρήσει έναντι του άλλου. Ποιο πρέπει να είναι αυτό;…
Η θεωρία αναγνωρίζει σ’ αυτό το ζήτημα ότι το καθήκον μιας κυβέρνησης, να εξασφαλίζει την εύρυθμη λειτουργία των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, υπερτερεί έναντι της πληρωμής των χρεών της. Από κανένα κράτος δεν απαιτείται να εκπληρώσει, μερικώς ή συνολικώς, τις χρηματικές του υποχρεώσεις, αν αυτό θέτει σε κίνδυνο τη λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών του και έχει ως αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση της διοίκησης της χώρας. Στην περίπτωση όπου η πληρωμή του χρέους του θέτει σε κίνδυνο την οικονομική ζωή ή τη διοίκηση, η Κυβέρνηση είναι, κατά τους συγγραφείς, υποχρεωμένη να διακόψει ή ακόμη και να μειώσει την εξυπηρέτηση του χρέους».(βλ. Yearbook of the International Low Commition 1980, v. I, σελ. 25).
Το Διεθνές Δικαστήριο αποδέχθηκε το σκεπτικό αυτό και δικαίωσε την Ελλάδα, δημιουργώντας νομικό προηγούμενο, που χρησιμοποίησαν πολλές χώρες με παρόμοια προβλήματα τα κατοπινά χρόνια. Μια απ’ αυτές ήταν και η Αργεντινή το 2003, όταν η κυβέρνησή της υπό τον Νέστορ Κίχνερ επέλεξε να διαγράψει μονομερώς το 70% του δημόσιου χρέους απορρίπτοντας τα προγράμματα εξαθλίωσης του αργεντίνικου λαού που επέβαλε το ΔΝΤ.
Εν κατακλείδι αυτό που τόλμησε να διεκδικήσει η φασιστική Ελλάδα του Ι. Μεταξά λίγο πριν από τον πόλεμο, αρνείται ακόμα και να το συζητήσει η «δημοκρατική» Ελλάδα του κ. Γ. Παπανδρέου. Και μάλιστα υπάρχουν και δικαστές που όλα αυτά τα βρίσκουν καλά καμωμένα.
Επιμήκυνση και οι συνέπειές της
Kαι δε μας έφταναν οι άστοχοι και ατελέσφοροι για το συμφέρον του λαού και της χώρας μας χειρισμοί της κυβέρνησης του κ. Γ. Παπανδρέου στις σχέσεις της με την τρόικα, μας εμφανίστηκε «νέα ευεργεσία», για να τη δεχτεί η Ελλάδα εκ μέρους της: Την επιμήκυνση αποπληρωμής του δανείου των 110 δισ. ευρώ, που της υποσχέθηκαν οι ηγέτες της ευρωζώνης. Χαράς ευαγγέλια για την κυβέρνηση. Ο κ. Παπακωνσταντίνου κοντά στα άλλα δήλωσε: «…Η επιμήκυνση επιβραβεύει μια προσπάθεια που έχει γίνει, γιατί δίνει μια ανάσα στη χώρα μας και δίνει ένα σήμα στις διεθνείς αγορές βιωσιμότητας της προσπάθειας που κάνουμε για δημοσιονομική προσαρμογή, για αναπτυξιακή διαδικασία μέσα από διαρθρωτικές αλλαγές, για να μπορέσουμε να εξοφλήσουμε το δάνειο των 110 δισ. ευρώ το 2014 – 2015 και για να μπορέσουν οι ελληνικές τράπεζες να έχουν χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές ».
Τι να πρωτοπεί κανείς γι’ αυτές τις κυβερνητικές θριαμβολογίες; Καταρχάς η επιμήκυνση του χρέους δε γίνεται ποτέ ως «επιβράβευση», αλλά ως αναγνώριση της αδυναμίας του οφειλέτη να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του προς τους δανειστές. Επιμηκύνεται η αποπληρωμή ενός δανείου μόνο, όταν ο δανειστής διαπιστώσει ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να πληρώσει κι έτσι του μακραίνει το χρονικό διάστημα, μέσα στο οποίο καλείται να καλύψει την οφειλή του. Το ίδιο κάνουν και οι δανειστές της χώρας.
Έπειτα, όπως συμβαίνει με ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση που η τράπεζα του επιμηκύνει την αποπληρωμή ενός δανείου, η επιμήκυνση αυτή δεν είναι ανώδυνη ούτε δίχως επιπρόσθετο κόστος. Έτσι και στην περίπτωση μιας χώρας. Το ελάχιστο επιτόκιο με το οποίο συζητιέται ότι θα πρέπει να επιβαρυνθεί η Ελλάδα, για να αποζημιωθούν οι δανειστές για την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους θα είναι τουλάχιστον στο ύψος του αντίστοιχου της Ιρλανδίας, δηλ. γύρω στο 6%
Ακόμη η επιμήκυνση αυτή για περίπου 11 χρόνια θα επιφέρει και την επιμήκυνση του περιβόητου μνημονίου, αλλά πρωτίστως και της δανειακής σύμβασης, με βάση την οποία η Ελλάδα έχει οικειοθελώς απεμπολήσει «άνευ όρων και αμετάκλητα », όπως αναφέρει το αγγλικό πρωτότυπο κείμενο της σύμβασης, την εθνική της κυριαρχία. Με άλλα λόγια, θα συνεχιστεί για 6 επιπλέον χρόνια το καθεστώς της επίσημης κατοχής της χώρας, που αρχικά συμφωνήθηκε για 5, από την Ε.Ε., την ΕΚΤ και ΔΝΤ με ό,τι σημαίνει αυτό για την εκποίηση και τη μετατροπή της σε «μπανανία».
Tέλος, η επιμήκυνση της αποπληρωμής ενός χρέους είναι πάντα η χειρότερη μορφή διακανονισμού που μπορεί να υποστεί ένας οφειλέτης. Γιατί καταλήγει πάντα να πληρώνει για μακρύτερο χρονικό διάστημα πολύ περισσότερα. Κι επειδή η χώρα δε διαθέτει τα αναγκαία πλεονάσματα ως οικονομία, για να βρει να τα πληρώσει από δικούς της πόρους, θα πρέπει να δανειστεί εκ νέου και έτσι θα καταλήξει με πολύ μεγαλύτερο χρέος στο τέλος. Αυτό άλλωστε το ομολογεί και ο ίδιος ο κ. Παπακωνσταντίνου, όταν λέει ότι στόχος της όλης επιμήκυνσης είναι να βγούμε στις αγορές, για να δανειστούμε. Επί τέλους θα σταματήσει η αναλγησία των σημερινών κυβερνώντων;
Η επιμήκυνση του δανείου της τρόικας είναι το πρώτο βήμα της συνολικής αναδιάρθρωσης του δημόσιου χρέους της χώρας. Όχι για να γλυτώσει η χώρα από τη πτώχευση, αλλά για να μπορέσει με κάποιο τρόπο να ξαναβγεί στις αγορές και να συνεχίσει να δανείζεται, ώστε να πληρώνει τους δανειστές σε μια διαδικασία χρεοκοπίας επ’ αόριστον.
Οι εκλογές «δείχνουν» εκλογές
Mε γνώμονα τα παραπάνω κάναμε τις εκτιμήσεις μας για τις πρόσφατες εκλογές και διατυπώσαμε ρεαλιστικότατες προτάσεις για την αντιμετώπιση του χρέους της χώρας. Προτάσεις που η διατεταγμένη δημοσιογραφία τις αποσιωπά και κάποιες μόνο συλλογικές κινήσεις και πανεπιστημιακοί κύκλοι τις διακινούν. Η ιστορικότητά τους καθώς και η τεκμηρίωσή τους καταδεικνύει τη σημαντικότητά τους.
Και ξαναγυρίζοντας στο τίτλο του άρθρου μας: «Οι εκλογές πέρασαν …το δημόσιο χρέος μένει…», εκτιμούμε ότι και μετά τις πρόσφατες εκλογές βρισκόμαστε σε προεκλογική περίοδο, ανεξάρτητα από το πότε θα γίνουν οι επίσημες εκλογές. Τα αποτελέσματά τους θέτουν από μόνα τους θέμα εκλογών. Και θέλουμε να πιστεύουμε ότι, αν στις εκλογές αυτές ο λαός έκανε το πρώτο βήμα λύτρωσης του από τα κόμματα που διαχειρίζονται ή φλερτάρουν το κυρίαρχο σύστημα, μένει τώρα να κάνει το δεύτερο και το πιο αποφασιστικό βήμα: Να δημιουργήσει εκείνη τη συλλογική έκφραση που μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στην πλειοψηφία του, να παλέψει οργανωμένα και να προτάξει εκείνα τα άμεσα αιτήματα που απαντούν στην καρδιά του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού ζητήματος της χώρας σήμερα.
Μόνο που, για να γίνει αυτό, δεν αρκεί η συνεργασία κάποιων πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς, ούτε φυσικά η «ενότητα της αριστεράς», η οποία ενταφιάστηκε πανηγυρικά με αυτές τις εκλογές. Χρειάζεται ένα ευρύ παλλαϊκό μέτωπο που να μπορεί να ξεπερνά τους διαχωρισμούς δεξιάς και αριστεράς μέσα στο λαό, να αναδεικνύει το κοινό συμφέρον όλων των εργαζομένων μέσα από τον αγώνα για τη μη αναγνώριση του δημόσιου χρέους, για τα την έξοδο από το ευρώ, για την κοινωνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών, για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την κατάκτηση της δημοκρατίας στον τόπο μας μέσα από την κατοχύρωση στην πράξη της λαϊκής κυριαρχίας και της εθνικής ανεξαρτησίας.
* Ο Γ. Βαζάκας είναι εκπαιδευτικός.
ΠΗΓΗ: 13 Δεκεμβρίου 2010, http://www.inprecor.gr/index.php/archives/12576