Φοιτητικό κίνημα πολλά χρόνια μετά το Πολυτεχνείο
Συνέντευξη Του Δημήτρη Παπαχρήστου
Στα πλαίσια του αφιερώματος για το φοιτητικό κίνημα, αλλά ταυτόχρονα υπερβαίνοντας τα όρια του, σκεφτήκαμε να κουβεντιάσουμε με κάποιον που, κατά τη γνώμη μας, είναι ο πλέον αρμόδιος να μιλήσει περί αυτού, μ’ έναν τέως ενεργό φοιτητή κι έναν νυν ενεργό -ενεργότατο- πολίτη, το Δημήτρη Παπαχρήστο.
Ο Δημήτρης Παπαχρήστος είναι συγγραφέας, αρθρογράφος και παραγωγός εκπομπών στο ραδιόφωνο, όπου πήρε το βάπτισμα του πυρός το Νοέμβρη του ’73, οπότε και ήταν εκφωνητής στον αυτοσχέδιο Ραδιοφωνικό Σταθμό των φοιτητών του Πολυτεχνείου.
Δεν είχαμε πραγματικά συναισθανθεί το νόημα της φράσης «χειμαρρώδης λόγος» προτού μιλήσουμε μαζί του. Εκτός από χείμαρρος, ο Δημήτρης Παπαχρήστος είναι ένας γνήσιος αγωνιστής, ένας πραγματικός διανοούμενος, ένας αληθινός άνθρωπος. Ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έδωσε σ’ εμάς.
«Με τα δόντια να κρατάει το θυμό του, απ’ τα μάτια του να κρέμονται τα χρόνια, ήρθαν δύσκολοι καιροί μες στο μυαλό του, μα δεν έχασε όλα του τα πιόνια… «Σαν να γράφτηκαν γι’ αυτόν οι στίχοι του Οδυσσέα Ιωάννου. Διαλέξαμε μερικά απ’ τα διαμάντια που ξεπήδησαν απ’ τον ασυγκράτητο καταρράκτη του λόγου του και σας τα παρουσιάζουμε παρακάτω. Μακάρι να είχαμε χώρο να δημοσιεύσουμε περισσότερα, έτσι, «για να λάβουν τα όνειρα εκδίκηση...»
Π.Ν.: Ας θυμηθούμε λίγο τις μέρες του Πολυτεχνείου. Πώς μέσα απ’ το επτάχρονο σκοτάδι της χούντας ξεπήδησε αυτή η ηρωική γενιά που γέννησε την εξέγερση;
Δ.Π: Κοίταξε, ήδη απ’ τη δεκαετία του ’60, δημιουργήθηκε ένα κίνημα πολύ σημαντικό, αυτό των Λαμπράκηδων, της γενιάς του «1 – 1 – 4». Απ’ αυτούς, οι περισσότεροι συνελήφθησαν όταν έγινε το πραξικόπημα. Το νέο κίνημα που δημιουργείται μες στη δικτατορία σχεδόν δημιουργείται από πρωτοβουλίες φοιτητών που λίγη σχέση είχαν με τους προηγούμενους. Φύτρωσαν πολλές νέες οργανώσεις εκείνο τον καιρό. Ξεκινήσαμε με αιτήματα φοιτητικά, με πιο σοβαρό να φύγουν οι εγκάθετοι διορισμένοι της χούντας στα Πανεπιστήμια για να γίνουν εκλογές. Μαζεύαμε υπογραφές -οι υπογραφές έπαιξαν έναν ρόλο συσπείρωσης και αναγνώρισης μεταξύ των φοιτητών. Από το ’72 και μετά, αυτό το κίνημα εμφανίζεται σ’ όλες τις σχολές, έχουμε Δημοκρατικές Επιτροπές Αγώνα σ’ όλες τις σχολές, Τοπικούς Συλλόγους και υπάρχει συντονισμός.
Π.Ν.: Ποιοι οι στόχοι του κινήματος αυτού;
Δ.Π.: Οι στόχοι ξεκινούσαν από φοιτητικά αιτήματα κι έφταναν μέχρι να γκρεμίσουμε τη χούντα, να διώξουμε τον ιμπεριαλισμό και να χτυπήσουμε τον καπιταλισμό, ανάλογα πού ανήκε ο καθένας και πώς έβλεπε τον κόσμο. Πάντως, εμφορούνταν από ένα πνεύμα που είχε να κάνει με την ιδεολογία την κομουνιστική, τη σοσιαλιστική, του αντάρτικου. Είχαμε επηρεαστεί κι απ’ το Μάη του ’68, άλλωστε. Ένα κίνημα που πήγαινε κόντρα στον καταναλωτικό πολιτισμό, αλλά και στην παραδοσιακή Αριστερά, που ήταν πολύ πιο συντηρητική. Το ’73, που έγινε και η στράτευση των φοιτητών με το νόμο 1347, δημιουργείται ένα μαζικό κίνημα με το σύνθημα «Φέρτε μας τ’ αδέλφια μας πίσω», που κάνει και τις καταλήψεις στη Νομική. Οι φοιτητές, αισθανόμενοι ότι είχαν γίνει μια δύναμη, κινητοποιούνται περισσότερο, γίνεται στο Πανεπιστήμιο και στη Φυσικομαθηματική μια συγκέντρωση που καταλήγει στο Πολυτεχνείο.
Κι έτσι γίνονται οι καταλήψεις, στην αρχή με φοιτητικά αιτήματα που προωθούσε η Αντί-ΕΦΕΕ, η οποία αντιτίθετο στην κατάληψη, αρχικά, γιατί πίστευε ότι δεν είχαν ωριμάσει οι συνθήκες. Φτιάξαμε Συντονιστική Επιτροπή, οργανωθήκαμε, μαζευτήκαμε 5.000 – 6.000 φοιτητές στο Πολυτεχνείο, έγινε ένα εκπληκτικό πανηγύρι, ένα πραγματικό μάθημα δημοκρατίας εκεί μέσα, μια μεγάλη Κομούνα. Ο αγώνας πολιτικοποιήθηκε. Ενώθηκαν μαζί μας αγρότες, εργάτες, μαθητές. Οι πολιτικοί συγκεντρώθηκαν στο γραφείο του Μαύρου ή του Παπασπύρου κι ήταν έτοιμοι να μας καταδικάσουν – ανεξάρτητα αν μας αγκάλιασαν εκ των υστέρων και πήγαν να μας πνίξουν απ’ την πολλή αγάπη. Ο κόσμος γύρω-γύρω άνοιξε τις πόρτες και περιθάλψανε και κρύψανε ένα σωρό εκατοντάδες φοιτητές. Κι εγώ κρύφτηκα σ’ ένα σπίτι εκεί δίπλα. Ο κόσμος ήταν μαζί μας. Γι ‘αυτό, μπήκε κι έκανε τη βρωμοδουλειά τη νύχτα η χούντα.
Π.Ν.: Δεδομένου ότι είστε ένας απ’ αυτούς που αγωνίστηκαν για να πέσει η χούντα, πώς είδατε τη μεταπολίτευση που έγινε ένα χρόνο αργότερα;
Δ.Π.: Η μεταπολίτευση έγινε στους κόλπους τους και στα μέτρα τους. Ο Γκιζίκης όρκισε τον Καραμανλή, που τον φέρανε, μετά φανών και λαμπάδων, ως εθνοσωτήρα. Είχαμε, λοιπόν, μια μεταπολίτευση στα μέτρα τους, ισοπεδωτική, με μια αντίθεση στα πανεπιστήμια, μ’ εμάς να σκοτωνόμαστε στο όνομα της αποχουντοποίησης. Και το κύκνειο άσμα του φοιτητικού κινήματος ήταν οι καταλήψεις στο Χημείο το ’79. Κι έχουμε την ισοπεδωτική ιστορία του ΠΑΣΟΚ, όπου διαλύεται ένα φοβερό κίνημα, που ήταν πλέον και αντιιμπεριαλιστικό και αντικαπιταλιστικό. Κάποια στελέχη από μας πήγαν κι επάνδρωσαν τα κόμματα, οι άλλοι απογοητευτήκανε, δηλαδή επικράτησε μια κατάσταση που καταλήγει να μιλάμε μαζί τώρα χωρίς να υπάρχει σκυταλοδρομία, υπάρχει ένα κενό.
Π.Ν.: Ναι. Κάπου έχει πέσει η σκυτάλη και την ψάχνουμε.
Δ.Π.: Και πρέπει να τη βρείτε και να βρείτε κι εσείς το δρόμο σας. Κι αν δεν υπάρχει να τον δημιουργήσετε. Γιατί, σήμερα, προσπαθούν κάποιοι να σας παρουσιάσουν ως απαθείς, ως αδιάφορους, ως καταναλωτές, ως τσογλάνια, ως βολεψάκηδες, ως συμβιβασμένους…
Π.Ν.: Σίγουρα υπάρχουν και τέτοιοι ανάμεσά μας…
Δ.Π.: Και τότε υπήρχανε! Στους 70.000 – 80.000 φοιτητές, οι 5.000 – 6.000 έβγαλαν το φίδι απ’ την τρύπα. Μη νομίζετε, οι μειοψηφίες παίζουν καταλυτικό ρόλο, είναι το αλάτι της ζωής και η επιρροή τους είναι πολύ μεγαλύτερη απ’ την αριθμητική τους δύναμη.
Π.Ν.: Ναι. Και αυτό το βλέπουμε και με το κίνημα που έχει αναπτυχθεί σήμερα κατά της παγκοσμιοποίησης και του πολέμου.
Δ.Π.: Ναι. Δημιουργείται πλέον ένα κίνημα και αντιπολεμικό και ενάντια στην παγκοσμιοποίηση του κεφαλαίου, δηλαδή ένα κίνημα εξανθρωπισμού του πλανήτη, των κοινωνιών, αλλά και του ίδιου του ανθρώπου. Και πρόκειται για ένα κίνημα μαζικό. Γιατί ορισμένοι δε διστάζουν, στο όνομα της νέας τάξης πραγμάτων, να κάνουν πολέμους. Ο πόλεμος δε λύνει προβλήματα. Τα προβλήματα παραμένουν άλυτα, είτε πρόκειται για τη Μέση Ανατολή, είτε για το Κυπριακό, είτε για τα Βαλκάνια. Λύσανε κανένα πρόβλημα με τον πόλεμο στα Βαλκάνια; Οξύνανε και χειροτερέψανε τα προβλήματα! Κι ο πόλεμος στο Αφγανιστάν δεν τέλειωσε. Κηρύξανε έναν πόλεμο διαρκείας, χρησιμοποιώντας την τρομοκρατία ως άλλοθι, διότι θέλουν να φοβούνται οι άνθρωποι, εκεί ποντάρουν – ο φόβος εκτρέφει το φασισμό, την απάθεια, την αδιαφορία. Χρησιμοποιούν, λοιπόν, την τρομοκρατία και φτιάχνουν νόμους τρομοκρατικούς. Αν τους αμφισβητείς, θα θεωρείσαι ύποπτος ως τρομοκράτης. Και βλέπουμε, σ’ αυτό τον πόλεμο, να συγκρούεται ένας απαστράπτων σκοταδισμός καπιταλιστικός μ’ ένα φρικτό σκοτάδι που βγαίνει μέσα απ’ το ακραίο Ισλάμ των φονταμενταλιστών – γιατί το Ισλάμ δεν είναι βίαιο. Ξέρετε ποιοι είναι οι ακραίοι φανατικοί ισλαμιστές; Είναι αυτοί που πεινάνε, που προσβάλλονται, που χάνουν την αξιοπρέπειά τους. Κι έφτασε εκείνος ο ηλίθιος ο Μπερλουσκόνι να μιλήσει για ανωτερότητα του δυτικού πολιτισμού! Κι αγνοεί, ο κρετίνος, τι σημαίνει αραβικός ή ανατολικός πολιτισμός…
Λοιπόν, η βία φέρνει βία. Ας λύσουν το πρόβλημα στο Αφγανιστάν τώρα! Να μου τρυπήσετε τη μύτη αν το λύσουν! Κι όλη η ιστορία γίνεται για να περάσουν τα πετρέλαια απ’ την Κασπία στον Ινδικό. Οι Ρώσοι θέλουν τώρα να πετύχουν με τη Βόρεια Συμμαχία ό,τι δεν κατάφεραν με τον πόλεμο που έκαναν την άλλη φορά κι έτσι να έχουν και το ελεύθερο να χτυπάνε και τους Τσετσένους. Οι άλλοι θέλουν να χρησιμοποιήσουν και το Αφγανιστάν και την τρομοκρατία και τη νομιμοποίηση του πολέμου για να επέμβουν και στο Ιράκ και σε κάθε χώρα που αντιστέκεται. Και θα ξανακάνουν πολέμους. Κι ο πόλεμος, όταν γίνεται κάπου, δεν αργεί να φτάσει και στην πόρτα μας. Πώς μας ζητάνε, λοιπόν, ν’ αποστρέψουμε το πρόσωπό μας; Όταν υπάρχουν ανοιχτές πληγές, πονούν τα μάτια κι αυτών που τις θωρούνε. Κι έτσι, θ’ αναγκαστούμε όλοι να βγούμε ξανά στο δρόμο, είτε γιατί υπάρχει κοινωνική αναγκαιότητα, είτε γιατί υπάρχει προσωπική ανάγκη. Το ξέρουν αυτοί αυτό και φοβούνται. Παίρνουν μέτρα προληπτικά και κατασταλτικά. Όμως, θα ξεπηδήσουν καινούργιες γενιές και μάλιστα εκεί που δε θα το περιμένουν. Είναι αυτό που θα τους ξεφεύγει πάντα, το απρόοπτο, το ανεξέλεγκτο…
Π.Ν.: Πόσοι, όμως, θα συνειδητοποιήσουν αυτή την κατάσταση και θα ξεσηκωθούν;
Δ.Π.: Ο πλανήτης ολόκληρος θα το συνειδητοποιήσει. Κινδυνεύει. Θα έχουμε τέτοιο μαζικό και βίαιο κίνημα που θα πάνε στο διάστημα για να συσκέπτονται! Θα ξυπνήσει ο κόσμος, γιατί θα τον ακουμπήσει το κακό.
Π.Ν.: Τόσα χρόνια δεν τον έχει ακουμπήσει το κακό;
Δ.Π.: Χρόνια πολλά. Δε μιλάω για σήμερα. Μιλάω και για μετά από πενήντα χρόνια.
Π.Ν.: Δηλαδή δεν έχουμε πιάσει ακόμα πάτο;
Δ.Π.: Όχι. Πάτος δεν υπάρχει. Εκεί που νομίζεις ότι πας να τον πιάσεις, πάει παρακάτω. Αλλά, κάποια στιγμή, εκεί που πας για πάτο, βλέπεις να είναι η αρχή. Η αρχή και το τέλος είναι το ίδιο σημείο. Μην ξεχνάμε και τον Ηράκλειτο… Όχι. Δεν έχουμε πιάσει πάτο. Κι ας είναι χοντρό το παιχνίδι που παίζεται. Κι ας είναι πολλές οι αόρατες χούντες που υπάρχουν σήμερα. Γιατί αυτό που υπάρχει σήμερα δεν είναι δημοκρατία. Προσπαθούν τη ζωή μας να μας την καθορίζουν κάποιοι άλλοι, με μια δήθεν αντιπροσωπευτική δημοκρατία, με ένα κοινοβούλιο-κενοτάφιο, με επαγγελματίες πολιτικούς, με μια δημοσιογραφία διαπλεκόμενη, με ελεγχόμενα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με μια στρατοκρατία και μια δικτατορία παγκόσμια πλέον. Και υπάρχει, βέβαια, κι ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός, που εκφράζεται με την τέχνη, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το φαγητό, τα ρούχα, το λεγόμενο lifestyle, που προωθούν με κάτι Κωστοπουλάκια και κάτι Μαστοράκια, το μπανιστήρι Big Brother -θέλουν να μας κάνουν να δούμε τη ζωή μας ως τουρίστες, σα να μη μας αφορά δηλαδή η ζωή μας. Κι αυτός ο πολιτιστικός ιμπεριαλισμός εκφράζεται, κυρίως, με τη γλώσσα τους, τ’ αγγλικά, που είναι κυρίαρχη.
Π.Ν.: Αλήθεια, ποια η αποψή σας για την πρόταση της κ.Διαμαντοπούλου να καθιερωθούν τ’ αγγλικά ως δεύτερη επίσημη γλώσσα;
Δ.Π.: Ντροπή! Και δεν το λέω αυτό από σωβινισμό για τη γλώσσα μας -δεν κινδυνεύει η γλώσσα μας, άλλωστε είναι τόσο ισχυρή και δυνατή- αλλά τσατίζομαι με κάτι ευρωλιγούρια, με κάτι ψευτο-διεθνιστές, με κάτι ψευτο-κοσμοπολίτες, που, πριν πάνε στο παζάρι, έχουν ξεπουληθεί. Στο όνομα του ευρωπαϊσμού και του εκσυγχρονισμού, ντρέπονται να πουν ότι είναι Έλληνες, ότι υπάρχει πατρίδα, λες κι είναι κακό πράγμα να υπάρχουν πατρίδες, λες και η γλώσσα μας δεν είναι η πατρίδα μας. Φοβούνται μήπως τους πούνε «εθνικιστές». Λες και δεν μπορείς να είσαι εθνιστής και διεθνιστής ταυτόχρονα… Και είναι και οι Σωμερίτηδες, είναι και φυράματα σαν τη Διαμαντοπούλου, σαν το Χριστοδουλάκη, ο οποίος ηδονίζεται όταν πουλάει δημόσιο πλούτο. Λένε ότι οι 22 γλώσσες είναι πολλές και δεν μπορούμε να έχουμε μεταφραστές. Βρε ρουφιάνοι, το καταστατικό της Ενωμένης Ευρώπης λέει ότι δικαιούμαστε να έχουμε μεταφραστές! Δεν ντρέπονται λίγο;
Π.Ν.: Αυτό δεν είναι ένα θέμα για το οποίο πρέπει να μιλήσουν, μεταξύ άλλων, οι συγγραφείς και οι διανοούμενοι του τόπου;
Δ.Π.: Μα τα βάζω και με τους διανοούμενους που μπαλώνουν τις καταστάσεις και είναι θύματα του κέρδους και της δόξας και νομίζουν ότι ξεμπερδεύουν μ’ ένα τραγούδι ή μ’ ένα βιβλίο ή μ’ ένα θέατρο ή μ’ έναν πίνακα ή μ’ οτιδήποτε. Αν μέσα τους δεν αισθάνονται ότι είναι ενάντια σε κάθε μορφή εξουσίας, τότε είναι αναλώσιμοι. Κι αυτή τη στιγμή, είναι αναλώσιμοι στην πλειοψηφία τους. Το έζησα και στη Φρανκφούρτη που πήγα στην Έκθεση Βιβλίου. Δε με κάλεσε η Ελλάδα, με κάλεσε ένας παγκόσμιος οργανισμός για την προστασία της παγκόσμιας κληρονομιάς. Και παραξενευτήκανε που με είδαν εκεί! Ένας που είναι διευθυντής στο ΕΚΕΒΙ, Λάζος Χρήστος, ο Πατρίκιος, ένας ελάσσων ποιητής, η γυναίκα του, η Σταυρίδου, ένας διανοούμενος του κώλου, ο Φίλιππος Δρακονταειδής που τον είπα «καγκεμπίτη», γιατί όταν πήρε το λόγο ο Μανώλης ο Γλέζος, σε μια εκδήλωση για τον αντιστασιακό λόγο, ήρθε αυτός να τραβήξει το καλώδιο απ’ την πρίζα, γιατί, λέει, είχαμε υπερβεί το χρόνο. Είναι ανάξιοι να εκφράζουν και ν’ αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα κι ας έχουν και καλό έργο. Για μένα, πρέπει να ταυτίζεται ο λόγος του διανοούμενου με την πράξη του και να το αποδεικνύει αυτό που λέει. Ειδάλλως, μειώνεται και η αξία του συγγραφέα.
Π.Ν.: Πείτε μας δυο λόγια για τους Παλαιστίνιους.
Δ.Π.: Θα πρέπει να δώσουμε κάθε συμπαράσταση κι αλληλεγγύη προς το λαό της Παλαιστίνης. Είναι εκεί κάτω πάνω από 25.000 τραυματισμένα παιδιά, 1.000 άνθρωποι σκοτωμένοι -μέχρι και χθες, ένας όλμος τινάχτηκε στον αέρα. Υποφέρουν απ’ την καταπίεση και την κατοχή των Εβραίων. Κι όλα αυτά γίνονται με την ανοχή και τις πλάτες των Αμερικανών. Εμείς, όμως, δεν τους ξεχνάμε. Όπως δεν ξεχνάμε και το Κυπριακό. Κι ας το ξέχασαν αυτοί. Η Κύπρος είναι ο τελευταίος προμαχώνας και το ανάχωμα του ελληνισμού. Είναι σαν την κάλτσα – άμα ξηλωθεί εκεί κάτω, με οποιαδήποτε υποχώρηση, θα διασχίσει όλο το Αιγαίο και θα φτάσει στη Θράκη. Κι αυτά πρέπει να τα καταλάβουνε. Η ελληνοτουρκική φιλία δεν είναι ζεϊμπέκικα και μαλακίες. Πρέπει να συνειδητοποιήσουνε και οι Τούρκοι το ρόλο τους και τις ευθύνες τους, γιατί υπάρχουν κι εκεί παλικάρια που σκοτώνονται – 72 έχουν σκοτωθεί μέχρι στιγμής. Εξαφανίσεις, 10.000 φυλακισμένοι, καταπίεση… Και δε μιλάει κανείς. Γιατί: Είναι έγκλημα!
Π.Ν.: Πάντως, σε σχέση με το Κυπριακό, τον τελευταίο καιρό, διαβλέπω μια αισιοδοξία από πολιτικούς, από δημοσιογράφους, που απορρέει απ’ την ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε. Δεν ξέρω…Είναι βάσιμη;
Δ.Π.: Όχι, διότι -κακά τα ψέματα- και οι Τούρκοι εθνικοποιήσανε το Κυπριακό κι εμείς προσπαθήσαμε να γίνει μια αποεθνικοποίηση. Πρέπει να υπάρξει ελεύθερη Κύπρος και να υπάρξει αυτοδιάθεση, με σεβασμό στη μειονότητα εκεί, που είναι, εν πολλοίς, εκτουρκισμένοι Έλληνες, να γίνει κοινός αγώνας, και ο αγώνας ο δικός μας να είναι αγώνας και υπέρ των Τούρκων που καταπιέζονται απ’ τη στρατοκρατία και τη δικτατορία εκεί πέρα. Έχω γράψει κι ένα βιβλίο σχετικά «Ο άλλος Κεμάλ». Να κολυμπήσουμε σ’ αυτή τη θάλασσα της ομορφιάς που λέγεται Αιγαίο κι όχι να πνιγούμε…
Π.Ν.: Είναι τόσα πολλά τα δεινά γύρω μας….
Δ.Π.: Είναι πάρα πολλά και θα γίνουν περισσότερα. Γι’ αυτό τσατίζομαι και φωνάζω!
Π.Ν.: Δεν έχετε καθόλου άδικο, πάντως.
Δ.Π.: Αυτά τα πράγματα θα ‘πρεπε να ‘ναι ένα συστατικό στοιχείο για να κάνουμε κάτι. Σας λέω, έχω ανάγκη από ανθρώπους που να μου μοιάζουνε -όχι για να γίνουμε το ίδιο, αλλά για να μπορούμε να κάνουμε πράγματα. Και δεν τους βλέπω… Βλέπω ανθρώπους που δεν τους γνωρίζω μερικές φορές. Είναι και τα παιδιά, βέβαια, που έχουν αυτό τον αυθορμητισμό και το ένστικτο και την αγωνία τους μπορούν να την κάνουν αγώνα. Και τώρα, όπου γύρισα, το είδα… Ακόμα κι οι μαθητές έκαναν αγώνα. Κι είδατε τα ΜΜΕ πώς πέσανε απάνω να διαστρεβλώσουν ένα σπάσιμο σ’ ένα θρανίο ή οτιδήποτε. Σαν αυτούς που νοικιάζουνε, να πούμε, μπαλκόνια και περιμένουν τα επεισόδια ή τα δημιουργούνε για να ξεφτιλίσουν το Πολυτεχνείο.
Π.Ν.: Και τότε, στο Πολυτεχνείο, δε σας κατηγόρησαν ότι προκαλέσατε καταστροφές;
Δ.Π.: Ναι. Βγήκε ο Ζουρνατζής την άλλη μέρα κι έλεγε: «Εκεί μέσα ήταν αναρχοκομουνιστές, που γαμιόντουσαν, βρήκαμε κιλότες, καπότες και τέτοια». Και βγήκαν οι δικοί μας, φοβισμένοι, και λένε: «Ναι, γίνανε και έκτροπα». Και βγαίνω κι εγώ στην τηλεόραση το ’81 και λέω: «Τα κάναμε αυτά. Δεν καταστρέψαμε τίποτα. Έρωτα κάναμε. Στο οδόφραγμα είναι ο καλύτερος. Όχι στο κρεβάτι που πεθαίνει. Ναι. Έρωτας και Επανάσταση πάνε μαζί». Και με κοιτούσανε. Έπρεπε να δείτε τ’ αγόρια και τα κορίτσια στα κάγκελα όταν έμπαινε το τανκ. Είχα την τύχη να το δω. Είπα τον Εθνικό Ύμνο και βγήκα, γιατί νόμιζα ότι είχαν ήδη μπει μέσα. Και βγήκα να δω και βλέπω εκείνη την ώρα να ξεκινάει το τανκ. Και βλέπω αυτή την εικόνα, που δε θα μου φύγει ποτέ απ’ το μυαλό, το μεγαλείο των παιδιών απάνω, να μη φοβούνται. Αυτοί τρομοκρατηθήκανε! Η σπίθα είχε βάλει φωτιά!
Π.Ν.: Θα ξαναβάλει;
Δ.Π.: Και βέβαια θα ξαναβάλει! Εσύ νομίζεις τελειώσανε όλα;
Π.Ν.: Όχι, δεν το νομίζω.
Δ.Π.: Ό,τι έχει υπάρξει αληθινό δε γίνεται να χαθεί. Γιατί αυτό που κάναμε τότε, όσοι μπήκαμε στο παιχνίδι, ήταν αληθινό. Ξεπλύναμε την ντροπή της Ελλάδας, που για 7 χρόνια είχε αποδεχτεί τη χούντα, και γίναμε ο ανθός της κοινωνίας κι αποδείξαμε ότι ήμασταν νέοι και μακάρι να γίνει και τώρα και ν’ αποδείξουν κι οι σημερινοί νέοι αυτό που είναι. Γιατί η ιστορία δεν έχει τελειώσει! Βλέπω τους νέους να νοσταλγούν ένα Πολυτεχνείο που δεν έζησαν. Κι αυτό σημαίνει ότι μπορούν να κάνουν τα δικά τους πράγματα και τα δικά τους Πολυτεχνεία.
Π.Ν.: Αφού, όμως, η δική σας γενιά η τόσο ρηξικέλευθη δεν κατάφερε να μη συμβιβαστεί εν τέλει, κατά πόσον μπορούμε να πιστέψουμε ότι κάποια άλλη γενιά θα καταφέρει να συνεχίσει τον πραγματικό αγώνα;
Δ.Π.: Γιατί; Γιατί δε συμβιβάζονται πάντα όλοι και γιατί άλλες γενιές μπορεί να βρεθούνε σε μια πιο βαθιά ανάγκη να ανατρέψουν κάτι. Ένα σλόγκαν που ‘χω βγάλει κι έχει περάσει πλέον και στο ραδιόφωνο είναι: «Ρε κουφάλες, είναι προτιμότερο ν’ αγωνίζεται κανείς ακόμα και μάταια παρά να ζει μάταια».
Π.Ν.: Θα καλούσατε τους νέους που είναι πολιτικοποιημένοι μέσα στα πανεπιστήμια να φύγουν απ’ τα κόμματα;
Δ.Π.: Όχι. Άμα νομίζουν ότι μπορούν να εκφραστούν εκεί πέρα να μη φύγουν. Να είναι οι εαυτοί τους όμως. Πιστεύω στην οργανωνένη ζωή. Ειλικρινά το λέω, έχουμε ανάγκη οργανωμένης ζωής, έχουμε ανάγκη από ομάδες, από παρέες, κι ακόμη να ξεπεράσουμε και τη διάσπαση της Αριστεράς.
Π.Ν.: Είναι εφικτό αυτό;
Δ.Π.: Είναι! Είναι! Όταν υπάρξει ανάγκη και πίεση από τα κάτω, όλα γίνονται.
Π.Ν.: Απ΄ τη βάση εννοείτε;
Δ.Π.: Και βέβαια. Κι εγώ πιστεύω ότι το συναίσθημα μπορεί να συντρίψει και την πιο σκληρή πραγματικότητα.
Π.Ν.: Κλείνοντας, θα θέλαμε να μάθουμε αν έχετε τώρα κάποιο νέο βιβλίο στα σκαριά.
Δ.Π.: Ναι. Τώρα βγαίνει η «Έξοδος Ονείρου», που είναι κάτι που μ’ έτρωγε και μ’ έσωνε τα τελευταία χρόνια, μετά τον «Ήλιο του μουσείου». Το βιβλίο έχει να κάνει με την παρανομία. Την παρανομία, όμως, όχι με την έννοια αυτή που νομίζετε, αλλά αυτή με την οποία δικαιούσαι να γίνεις παράνομος όταν υπάρχει αυτή η ανεξέλεγκτη κατάσταση έξω. Το ίδιο και η απιστία στον έρωτα. Γιατί ένα παράνομο ζευγάρι πάει κόντρα στην εξουσία που δέχεται και υφίσταται για να μην αλλοτριωθεί. Δηλαδή θίγω ό,τι πιο ουσιαστικό αγγίζει τους σημερινούς ανθρώπους κι εμένα τον ίδιο κι όλους. Και υπάρχει και πολιτική και ιστορία και έρωτας πάνω απ’ όλα. Η συναίσθηση του θανάτου μας κάνει ερωτικά όντα, που λέει κι ο Bataille. Πρέπει να το δούμε αυτό στη σημερινή πραγματικότητα και να πούμε:
«Ρε συ, είμαστε πεπερασμένοι, έχουμε συναίσθηση του θανάτου. Ας αφήσουμε τώρα τις μαλακίες και την επιστήμη – θα μας κάνει αιώνιους δηλαδή; Το θέμα είναι ότι έχουμε ανάγκη να είμαστε άνθρωποι επί της ουσίας, να σεβαστούμε το διπλανό μας, να δούμε τις αξίες μας, να δούμε το θέμα του χρήματος και του κέρδους με περιφρόνηση, να έχουμε ως μέτρο το αναγκαίο, γιατί με λιγότερες ανάγκες γινόμαστε περισσότερο πλούσιοι» – το ‘λεγε ο συχωρεμένος ο Επίκτητος. Και ν’ αντισταθείτε εσείς, που είστε οι ποιητές του μέλλοντος. Κι αν δεν είστε εσείς μπροστά, τότε μη ζητάτε να είμαστε εμείς από πίσω. Αν, όμως, σταθούμε εμπόδιό σας, σας λέω, να μας τσακίσετε.
Π.Ν.: Θα το ‘χουμε υπ’ όψη μας. Χαρήκαμε πολύ που σας γνωρίσαμε.
Δ.Π.: Να ‘στε καλά, παιδιά.
Κωνσταντάρας Τάσος
Λαμπράκη Ματίνα
Λώμης Σπύρος