Παράδοξα Στ. Ράμφου – Η νεοελληνική παρακμή

Τα παράδοξα του Στέλιου Ράμφου και η νεοελληνική παρακμή

 

Του Σπύρου Κουτρούλη

 

 

 

Το νέο βιβλίο του Στέλιου Ράμφου, όπως μαρτυρά ο τίτλος του Το αδιανόητο Τίποτα – φιλοκαλικά ριζώματα του νεοελληνικού μηδενισμού δοκίμιο φιλοσοφικής ανθρωπολογίας (Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2010, σελ. 490), έχει μια διπλή στόχευση: Να αποτελέσει μια πρωτότυπη και γόνιμη μελέτη ενός έργου που έχει σημαδέψει τον ανατολικό τουλάχιστον χριστιανισμό, δηλαδή τη φιλοκαλία, και κατά δεύτερο να αναδείξει τον τρόπο που επηρέασε την ελληνική κοινωνία σε μια προοπτική μηδενιστική.

Αν περιοριζόταν στον πρώτο στόχο, θα ήταν μια ακόμη αξιόλογη μελέτη, που σίγουρα δεν θα ενδιέφερε αποκλειστικά τους θεολόγους.

Όμως δεν αρκέστηκε σε αυτό. Θέλησε να χρησιμοποιήσει μία συγκεκριμένη πλευρά της φιλοκαλίας, την ερμηνεία της οποίας προηγουμένως απολυτοποίησε, για να ερμηνεύσει με τρόπο δεσμευτικό την εξέλιξη του νεοελληνισμού. Φυσικά, μία τέτοιου είδους κατανόηση προϋποθέτει τον αποκλεισμό πολλών άλλων παραγόντων, ώστε να μπορεί να εκπληρώνει τους στόχους που η ίδια έχει θέσει. Έτσι η οικονομία, η μορφή του πολιτικού συστήματος, το δίκαιο, η εξέλιξη των διεθνών και διακρατικών σχέσεων, απουσιάζουν εντελώς. Φυσικά, ο Ράμφος δεν είναι Μ. Βέμπερ – που κατάφερε να συνδέσει τον προτεσταντισμό με τον καπιταλισμό –, αλλά ούτε και Μπερδιάγεφ, που έδειξε την πορεία του ρωσικού λαού από την ορθοδοξία στον ρωσικό κομμουνισμό και μηδενισμό ως μια ενιαία εξέλιξη. Το αποτέλεσμα είναι μια σειρά από παράδοξες σκέψεις, που φρόντισε ο ίδιος να διαδοθούν και να διευρυνθούν με συνεντεύξεις, σε δημοσιογράφους που ή δεν είχαν διαβάσει το έργο του ή δεν ήθελαν  – πιθανόν – να του θέσουν ορισμένες κρίσιμες και διαφωτιστικές ερωτήσεις.

Είναι αναμφισβήτητο ότι ο Ράμφος κόπιασε με τα κείμενα της φιλοκαλίας. Έσκυψε με πάθος και για πολλά χρόνια πάνω σε αυτά. Ερεύνησε μεθοδικά και με συγκριτικό τρόπο κάθε μελέτη που θα μπορούσε να αναδείξει τις σημασίες που περιέχουν. Όμως η προσπάθειά του να ερμηνεύσει μονοδιάστατα τον νεοελληνισμό και να χρησιμοποιήσει τα πορίσματά του για τρέχουσες πολιτικές επιδιώξεις (όπως την «επιχειρηματικότητα», την «καινοτομία»), που είχε άλλωστε προαποφασίσει, έβλαψαν συνολικά το συγκεκριμένο έργο του. Η προβληματική πλευρά του έργου επιδεινώθηκε από ένα ακόμη γεγονός: Ό,τι θα έπρεπε να τεκμηριώσει, το λαμβάνει ως δεδομένο. Έτσι μπορεί να θεωρεί ότι ο ατομικισμός και μόνον προάγει ιστορικά τις κοινωνίες, ή ότι το τέλος του Βυζαντίου επήλθε από την απουσία του ατόμου, αλλά οι σκέψεις αυτές παραμένουν ταυτολογικοί αφορισμοί, οι οποίοι δεν θεμελιώνονται πάνω στην ιστορική έρευνα και σπουδή. Επίσης, γενικεύσεις ή μονομέρειες της κοινωνικής εξέλιξης της Ανατολής και της Δύσης, όπως ότι στη Δύση υπάρχει μόνο ατομισμός και στη βυζαντινή Ανατολή μόνο κοινωνισμός, παραβλέπουν ότι στη Δύση υπήρχαν συντεχνίες, κοινότητες, και στη συνέχεια συνδικαλισμός, όπως και ότι στο Βυζάντιο ο άνθρωπος βρήκε συχνά ένα ευρύ πλαίσιο για να αναπτυχθεί – ευρύτερο μάλιστα από αυτό που συναντούμε σε άλλες κοινωνίες την ίδια εποχή. Η άποψη του Ράμφου ότι η παραδοσιοκρατία, σε κάθε περίπτωση, δεν συνάπτεται με την εκτεχνικευμένη κοινωνία, είναι πρόδηλα έωλη. Για παράδειγμα, η Αλ Κάιντα δεν πήγε στην Νέα Υόρκη με τον αραμπά, αλλά με Μπόινγκ 767, ενώ δεν χρησιμοποιεί τόξα, αλλά καλάσνικοφ και πυραύλους στίνγκερ.   
Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος, σε απαντητικό κείμενο με τίτλο «Η Φιλοκαλία, ο μηδενισμός και η κρίση» (βλέπε www.alopsis.gr), υποστηρίζει ότι η φιλοκαλία δεν περιέχει μόνο μια ανθρωπολογία, αλλά περισσότερες. Ιδιαίτερα θεωρεί «ως εντελώς παράδοξη τη θέση του Ράμφου πως ο ανατολικός χριστιανισμός δεν διαθέτει καν ανθρωπολογία. Η απόλυτη ισότητα και ακεραιότητα των δύο φύσεων του Χριστού στη Δ΄ Οικουμενική Σύνοδο, καθώς και ο μακρύς αντιμονοφυσιτικός αγώνας, που κατέληξε στη λαμπρή διατύπωση της απόλυτης ελευθερίας της ανθρώπινης βούλησης, για πρώτη φορά στην Ιστορία, στον Μάξιμο τον Ομολογητή και την Στ΄ Οικουμενική Σύνοδο, ενάντια στην παθητικότητα της βουδιστικής Ανατολής, θα αρκούσαν για να αποδείξουν αυτό».

Αλλά ο Ράμφος κάνει και άλλες αστοχίες. Παραβλέπει το γεγονός ότι η φιλοκαλία δεν περιέχει το σύνολο της ορθόδοξης παράδοσης. Επίσης ότι δεν δίνει πρωτοκαθεδρία στο αίσθημα, αλλά ότι «τόσο το αίσθημα όσο και ο νους περιορίζονται στη διαδικασία της προσευχής». H φιλοκαλία δεν θεμελιώνει τον μηδενισμό, αλλά αξίες. Ο μηδενισμός κατά τον Χάιντεγκερ στηρίζεται «στην αυτοτοποθέτηση του σκεπτόμενου υποκειμένου ως προϋπόθεση κάθε αντικειμενικής μεταφυσικής του Είναι και η βούληση για δύναμη που ακολουθεί», όπως και από το γεγονός ότι το «φίλαυτο υποκείμενο» χάνει την επαφή με την κοινότητα και σχετικοποιεί κάθε αξία.

Στην ελληνική περίπτωση, η απουσία κανονιστικών δεσμεύσεων ή αναφοράς σε ένα συλλογικό όραμα, όπως ήταν παλαιότερα η Μεγάλη Ιδέα και κατόπιν η Εθνική Αντίσταση, δημιουργεί ένα μηδενισμό με τη μορφή ενός άγριου, ανορθολογικού και αντικοινωνικού ατομικισμού, πολύ διαφορετικού από το άτομο που δημιούργησε ο προτεσταντισμός και χρησιμοποίησε ο καπιταλισμός ως την αρχική καύσιμη ύλη του. Έτσι, ο υπάλληλος που τα παίρνει για να μην κάνει σωστά τη δουλειά του, ο πολιτικός που εισπράττει μίζες – από τη Ζίμενς για παράδειγμα – προξενώντας τεράστια ζημιά στην πατρίδα του, αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στο όφελος του ατόμου του, χωρίς να αισθάνεται καμιά υποχρέωση απέναντι στην κοινωνία και στον τόπο του.

Ένας ασκητισμός – σαν των ιερών νηπτικών – που ελέγχει τις επιθυμίες και αντικαθιστά το ίδιο όφελος από το κοινωνικό, το αυτάρκες εγώ από το δόσιμο στον άλλο, προσφέρει στην κοινωνία μια έλλογη, συλλογική διέξοδο. Είναι μια απάντηση, χωρίς να είναι η μοναδική, στον μηδενισμό του ατομικισμού. Ο Ράμφος, επικρίνοντας την ασκητική παράδοση – ιδιαίτερα τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά και τη θεωρία του για τη θεία ουσία και τις άκτιστες ενέργειες – όπως και κάθε συλλογική ταυτότητα, σαν την οικογένεια ή την κοινότητα, συνειδητά ή όχι, προωθεί και δικαιώνει έναν ατομικισμό που είναι η μήτρα όχι ενός υψιπετούς μηδενισμού σαν αυτού του Σιοράν, αλλά ενός μηδενισμού θλιβερού και παρακμιακού, σαν αυτόν που απηχεί ο πολιτικός που ξεροσταλιάζει μπροστά από τα ταμεία της Ζίμενς για να λάβει το δώρο του.

Σε συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία (25.5.2010), με σκοπό να παρουσιάσει το καινούργιο βιβλίο του, διατυπώνει διάφορες παράδοξες σκέψεις, πολλές από τις οποίες δεν περιέχονται – τουλάχιστον με αυτή τη μορφή και ένταση – στο Αδιανόητο Τίποτα. Βεβαίως, μπορεί να υπάρχει το ελαφρυντικό του προφορικού λόγου, αλλά επιβαρύνεται από το γεγονός ότι απευθύνεται σε ένα κοινό που δεν έχει ιδιαίτερη εξοικείωση με τις φιλοσοφικές έννοιες και άρα έχει αυξημένη ευθύνη απέναντί του. Λέγει λοιπόν: «Εάν δεχθούμε ότι, για να φτάσουμε στον Θεό, όπως ήθελαν οι ασκητές, πρέπει να εξοντώσουμε κάθε στοιχείο λογικό από μέσα μας, να το αφανίσουμε, τότε μένουμε στη θεότητα ως απόλυτο αίσθημα και βρισκόμαστε ένα βήμα από το μηδέν. Γιατί, αν το απόλυτο είναι κενό και δεν έχει καμία λογική, τότε δεν έχεις παρά να κυνηγάς σκιές. Η διαδικασία αυτή, που απορρίπτει τη λογική, διαμορφώνει ψυχολογίες ακράτητα συναισθηματικές, σαν αυτές που βλέπουμε στη σύγχρονη κοινωνία». Βεβαίως, παραλείπει να πει ότι αυτός που ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούν να σταθούν οι λογικές αποδείξεις του Θεού είναι ο εισηγητής του κριτικού ορθολογισμού, ο Ε. Καντ. Όπως γράφει ο Π. Κανελλόπουλος: «Λογική απόδειξη για την ύπαρξη της Ελευθερίας και για την ύπαρξη του Θεού αποκλείεται κατά τον Καντ. Τις σελίδες του για τις Αντινομίες τις ακολουθούν, στην Κριτική του Καθαρού Λόγου, οι σελίδες  όπου αποκρούει και τις “τρεις αποδείξεις” για την ύπαρξη του Θεού».  Παραδόξως, ο Ράμφος δεν στρέφεται διόλου κατά του καντιανισμού, όπως κάνει με τη φιλοκαλία, ούτε τον θεωρεί εμπόδιο σε αυτό που ονομάζει «νεώτερη δημοκρατική κοινωνία».

Σε δύο τρία σημεία του έργου του (στη σελίδα 53 και αλλού), ο Ράμφος αναφέρεται στο σπουδαίο βιβλίο του Λουί Ντυμόν Δοκίμια για τον Ατομικισμό, χωρίς όμως να τον λαμβάνει πολύ σοβαρά υπόψη του. Σύμφωνα με τον Ντυμόν, ο χριστιανισμός – ανατολικός ή δυτικός – ανέπτυξε έναν ξεχωριστό ατομικισμό, που τον διαφοροποίησε από την ινδική, για παράδειγμα, κοινωνία. «Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία σχετικά με τη θεμελιώδη αντίληψη περί ανθρώπου, που πήγασε από τη διδασκαλία του Χριστού: όπως το είπε και ο Τραιλτς, ο άνθρωπος είναι ένα άτομο – σε – σχέση – με – τον – Θεό, πράγμα που σημαίνει, για τη δική μας χρήση, άτομο που ουσιαστικά είναι έξω από τον κόσμο… Από τη διδαχή, πρώτα του Χριστού και έπειτα του Παύλου, απορρέει ότι ο χριστιανός είναι «ένα άτομο – σε σχέση – με – τον Θεό. Στη σχέση με τον Θεό, λέει ο Τραιλτς, υπάρχει απόλυτος ατομικισμός και απόλυτος οικουμενισμός (universalisme)». Ένας τέτοιος ατομικισμός, που στρέφει τον άνθρωπο προς τα μέσα, μπορεί να στέκεται εχθρικά απέναντι σε ορισμένες εξουσίες (η αγάπη είναι το κριτήριο για την αποδοχή ή την αντίσταση στην εξουσία), συγχρόνως όμως εντάσσει το άτομο σε κοινωνικές συσσωματώσεις όπως είναι η κοινότητα.

 

ΠΗΓΗ: Εφ. Ρήξη, φ. 69, http://www.ardin.gr/node/3958

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.