Τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση
Του Σταύρου Γιαγκάζογλου*
Η πρόσφατη διαμάχη Ευρωπαϊκού δικαστηρίου και Ιταλίας
Σχεδόν δύο δεκαετίες από την υπόθεση των «Εσταυρωμένων» στη Βαυαρία, γνωστή και ως υπόθεση Seler[i], η οποία απασχόλησε για αρκετό διάστημα την κοινή γνώμη στη Γερμανία, μία παρόμοια υπόθεση ξεπέρασε τα νομικά όρια του ιταλικού κράτους και έφθασε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Στρασβούργου. Πρόσφατα, τον Νοέμβριο του 2009 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταδίκασε την Ιταλία για την παρουσία του σταυρού ως θρησκευτικού συμβόλου στις σχολικές αίθουσες.
[i] Βλ. σχετικά Χλέπα Ν.-Κ. – Δημητρόπουλου Π., Ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας στο χώρο της εκπαίδευσης, πρόλογος Γ. Σωτηρέλη, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1997.
Η αρμόδια Ιταλίδα υπουργός Παιδείας Mariastella Gelmini καταφέρθηκε άμεσα εναντίον της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Χαρακτηρίζοντας την απόφαση αυτή ως «ιδεολογική» η Ιταλίδα υπουργός επεσήμανε ότι «η ύπαρξη σταυρού στις σχολικές αίθουσες δεν σημαίνει προσκόλληση στον καθολικισμό, αλλά συνιστά ένα σύμβολο της παράδοσής μας… Η ιστορία της Ιταλίας εκφράζεται και μέσα από σύμβολα. Με το να τα καταργούμε, καταργούμε ένα μέρος του εαυτού μας. Στην χώρα μας κανείς δεν θέλει να επιβάλει την καθολική θρησκεία. Κανείς, και πολύ λιγότερο ένα ευρωπαϊκό, ιδεολογικό δικαστήριο δεν θα καταφέρει να καταργήσει την ταυτότητά μας. Το Σύνταγμά μας, άλλωστε, αναγνωρίζει, και δίκαια, μία ιδιαίτερη αξία στην καθολική θρησκεία»[1].
Συνάμα, όλα τα κόμματα του ιταλικού Κοινοβουλίου, οι πολιτικοί αρχηγοί και η πλειοψηφία των πολιτών της Ιταλίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αντέδρασαν στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θεωρώντας ότι η παρουσία του Εσταυρωμένου στις σχολικές τάξεις υποδηλώνει τις ρίζες του ιταλικού πολιτισμού. Η ιταλική Κυβέρνηση κατέθεσε έφεση κατά της συγκεκριμένης απόφασης στη μείζονα σύνθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και αρνείται να την εφαρμόσει γιατί εκλαμβάνει ως υποχρέωσή της να προστατεύσει την ιταλική πολιτιστική και εθνική ταυτότητα. Μάλιστα, χρησιμοποίησε το σκεπτικό της απόφασης του Ιταλικού Συμβουλίου της Επικρατείας κατά τον Φεβρουάριο του 2006, σύμφωνα με το οποίο ο Εσταυρωμένος συμβολικά ενσαρκώνει τις αξίες, οι οποίες αποτέλεσαν τη βάση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και του δικαίου της Ιταλίας. Στη γειτονική χώρα αλλά και σε όλη την Ευρώπη, βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη μια σοβαρή συζήτηση για το ζήτημα αυτό. Είναι εντυπωσιακό ότι στην Ιταλία σε δημοσκόπηση που έγινε στις 8-11-2009, το 84% της κοινής γνώμης τάχθηκε κατά της αποκαθήλωσης του Εσταυρωμένου, γεγονός που δείχνει μια εθνική σχεδόν συσπείρωση. Πράγματι, στην Ιταλία αρκετοί διανοούμενοι ακόμη και μέλη της Ιταλικής Αριστεράς θεωρούν ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα κατά βάση εδράζονται και σε χριστιανικές αρχές. Η διάσημη μεταπολεμική συγγραφέας Νατάλια Γκίζμπουργκ (1916-1991), εβραϊκής καταγωγής, είχε δηλώσει στην εφημερίδα «Unità» το 1988 ότι «ο Εσταυρωμένος δεν προκαλεί κανενός είδους θρησκευτική διάκριση, αποτελώντας την εικόνα της χριστιανικής επανάστασης, η οποία διέδωσε στην ανθρωπότητα την απούσα μέχρι τότε ιδέα της ισότητας μεταξύ των ανθρώπων… Ο Εσταυρωμένος αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον κόσμο, γιατί προ Χριστού κανείς δεν είχε πει ποτέ ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι και όλοι είναι αδέλφια, πτωχοί και πλούσιοι, πιστοί και μη πιστοί, Ιουδαίοι και μη Ιουδαίοι, μαύροι και λευκοί»[2].
Ακολούθως, ξεκίνησε μία αλυσίδα δηλώσεων και παρεμβάσεων από ακαδημαϊκούς, πολιτικούς και εκκλησιαστικούς φορείς, δημοσιογραφικά κείμενα, αλλά και πολλαπλές και ποικίλες αναφορές και συζητήσεις στα ιστολόγια του διαδικτύου σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη. Από τα πολλά δημοσιεύματα ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν εκείνα τα οποία κάνουν λόγο για τις χριστιανικές ρίζες του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και βλέπουν κριτικά την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων[3]. Σε συνέδριο του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος στη Βενετία με θέμα «Ευρωπαϊκή ταυτότητα και κοινές αξίες», όπου συμμετείχαν περί τους 100 συνέδρους, κυρίως Ευρωβουλευτές από όλα τα κράτη – μέλη της Ε.Ε. αλλά και εκπρόσωποι Ευρωπαϊκών Εκκλησιών, έγινε λόγος ότι «παρά το κοσμικό πνεύμα που διέπει σήμερα τις δια-Κρατικές σχέσεις στην Ευρώπη, και παρά τις τυχόν επιφυλάξεις του κόσμου για όσα «τεκταίνονται» στις Βρυξέλλες και στο Στρασβούργο, ερήμην των πολιτών, υπάρχουν και φωνές που συνηγορούν υπέρ της επανόδου των Ευρωπαίων πολιτικών στις «πηγές». Τουτέστι, στις χριστιανικές εκείνες αξίες που είχαν προβάλλει προ πεντηκονταετίας και πλέον ως θεμέλιο του νέου ευρωπαϊκού οικοδομήματος, οι συνειδητά χριστιανοί πρωτοπόροι της Ε.Ε., Robert Schuman, Konrad Adenauer και Jean Monet»[4]. Στο ίδιο συνέδριο ο Ιταλός Ευρωβουλευτής Mario Mauro παρατήρησε ότι «υπάρχει πλέον ιδεολογική αντιμετώπιση της θρησκείας», εκφράζοντας συνάμα και τον φόβο ότι «αν καταργηθεί ο Σταυρός από τους δημόσιους χώρους, το επόμενο βήμα θα είναι η κατάργησή του από τις ευρωπαϊκές σημαίες». Ο καθηγητής Friedrich Βokern, επεσήμανε ότι η λέξη Θεός έγινε πλέον «ταμπού» στην πολιτική και τόνισε με έμφαση ότι στην Ευρώπη και σ’ ολόκληρη την υφήλιο γενικά, δεν έχουμε «σύγκρουση πολιτισμών», καθώς είχε προβλέψει περί το τέλος της δεύτερης μετά Χριστόν χιλιετίας ο Samuel Huntigton, αλλά «σύγκρουση μεταξύ πιστών και απίστων». Ο Martin Kugler, αναφέρθηκε στις αρνητικές πτυχές τού «λαϊκού κράτους» (état laïc), αλλά και στη διαρκώς αυξανόμενη «χριστιανοφοβία» ανά τον κόσμο και στην περιθωριοποίηση των χριστιανών από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, φέροντας ως παράδειγμα την από πολλών ήδη ετών απαράδεκτη αντιχριστιανική συμπεριφορά του BBC. Τέλος ο Antonio Cancian, ασκώντας κριτική στο ίδιο το πολιτικό του κόμμα, εξέφρασε την γνώμη ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, εγκαταλείποντας πλέον την νέα αυτή τάση της «πολιτικώς ορθής» συμπεριφοράς, πρέπει να ακολουθεί στο εξής μια επιθετικότερη πολιτική στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προβάλλοντας με θάρρος τις χριστιανικές αξίες ως στέρεα βάση για την δημιουργία μιας ομοιογενούς, κατά το δυνατόν, ευρωπαϊκής κοινωνίας, κυρίως στο πλαίσιο των συζητήσεων όσον αφορά στη διεύρυνση της ΕΕ με την εισδοχή σ’ αυτήν νέων Κρατών μελών.
Μολονότι η υπόθεση της Ιταλίας εκκρεμεί ακόμη ενώπιον της ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και θα κριθεί στο άμεσο μέλλον, θεωρούμε ότι η διαμάχη για τα θρησκευτικά σύμβολα στο δημόσιο χώρο και ιδιαίτερα στην εκπαίδευση επαναφέρει στην ύστερη αυτή φάση της Νεωτερικότητας, για άλλη μία φορά, τη θέση και τον ρόλο του Χριστιανισμού στο σύγχρονο Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όσο και να απωθήθηκε από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν η θρησκευτική πίστη και έκφραση στην λεγόμενη ιδιωτική σφαίρα, ο Ευρωπαϊκός πολιτισμός είναι παντελώς ανερμήνευτος δίχως την χριστιανική του κληρονομιά. Τις τελευταίες δεκαετίες η αλματώδης αύξηση των μεταναστών στον ευρωπαϊκό χώρο, η ανερχόμενη παρουσία του Ισλάμ και γενικότερα η πολιτική, κοινωνική και πολιτισμική διαχείριση της θρησκευτικής ετερότητας και πολυμορφίας, επαναφέρουν δι’ άλλης οδού το ζήτημα της θρησκείας στην Ευρώπη. Η επίσημη ευρωπαϊκή άποψη που θεωρεί το θρησκευτικό φαινόμενο ως «πολιτιστικό γεγονός» και τμήμα του ανθρώπινου πολιτισμού με σαφείς επιπτώσεις στη δημόσια ζωή διεθνώς, αλλά και ως μέρος της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη ρεαλιστική και νηφάλια προσέγγιση των σχέσεων εκπαίδευσης και θρησκείας στον ευρωπαϊκό χώρο σήμερα. Σαφέστατα, αποτελεί μια καίρια μετατόπιση από την ευρέως διαδεδομένη νεωτερική αντίληψη που έβλεπε τη θρησκεία απλώς ως μία έκφραση της ιδιωτικής σφαίρας των ανθρώπων και όχι ως ένα γεγονός που αφορά το δημόσιο χώρο. Αν η σύγχρονη Ευρώπη είναι μετα-χριστιανική ή απλώς μετα- εκκοσμικευμένη κοινωνία παραμένει ζήτημα ανοικτό. Το βέβαιο, πάντως, είναι ότι αποτελεί μια ελεύθερη πολυθρησκευτική, πλουραλιστική και πολυπολιτισμική κοινωνία. Στο πλαίσιο αυτό, μια σειρά από προγράμματα, συνέδρια και επίσημα κείμενα φανερώνουν ότι η Ευρώπη ενδιαφέρεται πλέον ανοικτά για την πολυεπίπεδη διαχείριση του θρησκευτικού φαινομένου στο δημόσιο χώρο. Προς την κατεύθυνση αυτή, η Σύσταση 1720/2005 της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης κάνει ευθέως λόγο για την θρησκευτική διάσταση της σύγχρονης διαπολιτισμικής εκπαίδευσης. Η ίδια Σύσταση θεωρεί ότι «στην Ευρώπη υπάρχει ποικιλία καταστάσεων. Γενικά τα συστήματα εκπαίδευσης – και ειδικά τα δημόσια σχολεία στα λεγόμενα κοσμικά κράτη – αφιερώνουν αρκετούς πόρους για τη διδασκαλία των θρησκειών ή – στις χώρες όπου υπάρχει μια επίσημη θρησκεία και στα εκπαιδευτικά ομολογιακά ιδρύματα – η διδασκαλία εστιάζεται σε μια μόνο θρησκεία. Μερικές χώρες έχουν απαγορεύσει τη μεταφορά και την ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων στα σχολεία»[5].
Τίθεται, όμως, το ερώτημα κατά πόσο είναι δυνατό να αποφαίνεται δεσμευτικά ένα Ευρωπαϊκό δικαστήριο για καίρια ζητήματα που αφορούν την παράδοση, την ιστορία και τον πολιτισμό ενός κράτους-μέλους της Ε.Ε. και μάλιστα, ερήμην της κοινωνίας των πολιτών, ερήμην του συγκεκριμένου κοινωνικού σώματος; Όπως ακριβώς οι συνταγματικοί όροι έτσι και οι διεθνείς κανόνες, οι οποίοι αναφέρονται και προσδιορίζουν θέματα θρησκευτικής ελευθερίας δεν είναι δυνατό ούτε να στοιχειοθετούνται αλλά ούτε και να ερμηνεύονται ερήμην της κοινωνικής πραγματικότητας. Αυτό ισχύει άλλωστε για όλα τα δικαιώματα του ανθρώπου[6]. Εξάλλου, η συγκεκριμένη απόφαση, ακόμη και όταν και όπως κριθεί τελεσιδίκως, κατά πόσο είναι δεσμευτική και για τα άλλα μέλη-κράτη;
Η περίπτωση της Ελλάδας
Ορισμένοι συνταγματολόγοι στην Ελλάδα θεωρούν ότι, όπως κάθε απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έτσι και αυτή, είναι απολύτως δεσμευτική και για την Ελλάδα, όπου ως γνωστόν τόσο στις σχολικές αίθουσες αλλά και στα δικαστήρια και γενικότερα στα δημόσια καταστήματα υπάρχουν «εθιμικώ δικαίω» αναρτημένες ορθόδοξες εικόνες, του Χριστού ή της Παναγίας. Αν «οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων παράγουν ερμηνευτικό δεδικασμένο για όλες τις χώρες», τότε η Ελλάδα, υποστηρίζεται, θα πρέπει να προχωρήσει από μόνη της σε νομοθετική ρύθμιση του ζητήματος, πριν της επιβληθούν έξωθεν δικαστικά τετελεσμένα[7]. Μάλιστα, υποστηρίζεται ότι το ζήτημα δεν τίθεται απλώς εξαιτίας της καταδίκης της Ιταλίας, αλλά από το ίδιο το Ελληνικό Σύνταγμα, «αφού η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης κατοχυρώνεται και στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το κράτος οφείλει κατ’ αρχήν να παραμένει θρησκευτικά ουδέτερο, διότι τότε μόνο μπορεί να γίνεται λόγος για πραγματική θρησκευτική ελευθερία. Διαφορετικά έχουμε απλώς ανεξιθρησκία, δηλαδή ανοχή του πλουραλισμού θρησκευτικών πεποιθήσεων που υφίσταται στην κοινωνία, με παράλληλη όμως προώθηση της κρατικής θρησκευτικής ιδεολογίας»[8]. Μολονότι η Ορθόδοξη Εκκλησία αναφέρεται στο Σύνταγμα ως η επικρατούσα θρησκεία, μολονότι ο ρόλος της Ορθοδοξίας υπήρξε καίριος στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, μια σχετικοποίηση της θρησκευτικής ελευθερίας, λόγω της παρουσίας των ορθόδοξων συμβόλων στα δημόσια κτίρια και κυρίως στις σχολικές αίθουσες, θα ισοδυναμούσε με αναίρεση της θρησκευτικής ουδετερότητας του ελληνικού κράτους. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε επάνοδο στο πριν το 1927 ισχύον καθεστώς της ανεξιθρησκίας και όχι στο καθεστώς της θρησκευτικής ελευθερίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι και το Ελληνικό Παρατηρητήριο των Συμφωνιών του Ελσίνκι[9] σχολιάζοντας δημοσκόπηση της εταιρείας VPRC[10], σύμφωνα με την οποία 16% των Ελλήνων συμφωνούν με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου – δηλαδή ποσοστό περίπου ίδιο με εκείνο της Ιταλίας – θεωρεί ότι το ποσοστό αυτό αναμφίβολα περιλαμβάνει ένα μεγάλο αριθμό Ορθοδόξων και καταλήγει ότι σε κάθε περίπτωση τα δικαιώματα της μειοψηφίας θα πρέπει να προστατεύονται. Σε μία τέτοια συλλογιστική, δεν μπορεί να έχει δημόσια έκφραση η πλειοψηφία; Σε περίπτωση της κατ’ έφεση επιβεβαίωσης της απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, θα επισείονται πρόστιμα και καταδίκες προς τις χώρες μέλη, ωστόσο, ερήμην της βούλησης και της πολιτισμικής παράδοσης των ευρωπαίων πολιτών; Ο ευρωπαϊκός νομικός πολιτισμός, δίκην νομικού διευθυντηρίου, μπορεί να λειτουργεί ερήμην των ευρωπαϊκών λαών;
Αντίθετα, άλλοι νομικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι η απόφαση αυτή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου δεν είναι δεσμευτική για τη χώρα μας, επειδή ακριβώς στηρίζεται σε νομοθετικά και πραγματικά δεδομένα. Έτσι, στην Ιταλία υφίσταται πλήρης χωρισμός Εκκλησίας και Κράτους. Στο ιταλικό κράτος, το οποίο ως απολύτως ουδέτερο και λαϊκό, δεν μπορεί να υφίσταται εκ του νόμου η υποχρέωση να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές αίθουσες. Ωστόσο, μολονότι ισχύει ο χωρισμός Ιταλικού Κράτους και Αγίας Έδρας με το κονκορδάτο του 1984, στο Ιταλικό Σύνταγμα η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αναφέρεται ως η μόνη επίσημη θρησκεία. Παράλληλα, ισχύουν πλήρως οι νομοθετικές ρυθμίσεις του 1924 και 1928 «με την επιβολή της υποχρεώσεως να εκτίθεται ο Εσταυρωμένος στις σχολικές αίθουσες διδασκαλίας», ούτως ώστε, τελικά «το Κράτος προσδίδει στη Ρωμαιοκαθολική θρησκεία μια προνομιακή θέση…»[11]. Το επιχείρημα που εξάγουν οι νομικοί κύκλοι στους οποίους αναφερόμαστε είναι ότι στην Ελλάδα, απλώς δεν υφίσταται χωρισμός Κράτους και Εκκλησίας και ότι η Ελλάδα δεν είναι «λαϊκό» κράτος, όπως είναι συνταγματικά η Ιταλία. «Επομένως, το δικαστήριο του Στρασβούργου έπρεπε να κρίνει εάν η προβλεπόμενη από κρατικούς κανόνες υποχρεωτική έκθεση του Εσταυρωμένου ήταν αντίθετη με την ευρωπαϊκή σύμβαση δικαιωμάτων του ανθρώπου Σε μας η Ορθόδοξη Εκκλησία ουδέποτε διανοήθηκε να αυτοανακηρυχθεί σε κρατική εξουσία και να αξιώσει να αναγνωριστεί ως τέτοια με τα εξ αυτού επακόλουθα. Όσο για τις εικόνες, η ύπαρξή τους σε κάθε είδους εσωτερικούς χώρους και γραφεία, δημόσια και ιδιωτικά, δεν επιβλήθηκε από το κράτος. Πρόκειται για έθιμο που έχει δημιουργηθεί εδώ και αιώνες από τον σεβασμό προς τις εικόνες της συντριπτικής πλειοψηφίας των κατοίκων της Ελλάδος»[12]. Τέλος, είδε το φως της δημοσιότητας και η άποψη ότι «το δεδικασμένον μίας δικαστικής αποφάσεως δεσμεύει μόνον τους χρηματίσαντας διαδίκους και κανέναν άλλον βάσει της αρχής “res inter alios judicata nec nocet nec prodest”», συνεπώς τόσο απλά κρίνεται ως μη εφαρμόσιμη παντελώς στην Ελλάδα η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατά της Ιταλίας[13].
Πράγματι, στην ελληνική νομοθεσία δεν υφίσταται καμία νομοθετική πρόβλεψη για την υποχρέωση ανάρτησης ή αποκαθήλωσης των ορθοδόξων εικόνων θεωρουμένων ως θρησκευτικών συμβόλων. Ουδέποτε, μάλιστα, συνδέθηκε η παρουσία τους με το σύστημα των σχέσεων Κράτους και Εκκλησίας. Πρόκειται κυρίως για ένα έθιμο που διαμορφώθηκε τελείως φυσικά και οργανικά ως έκφραση πολιτισμική και ιστορική με ρίζες στην κυρίαρχη θρησκευτική παράδοση αυτού του τόπου. Εδώ και εκατόν ογδόντα έτη ελεύθερου κρατικού βίου, ουδέποτε απασχόλησε την ελληνική κοινωνία ανάλογος προβληματισμός για το αν πρέπει ή δεν πρέπει να εκτίθενται οι εικόνες στα δημόσια καταστήματα και στις σχολικές αίθουσες. Όπως το Ελληνικό Σύνταγμα κατά παράδοση είχε και έχει ως προμετωπίδα του την επίκληση στην Αγία Τριάδα, το ίδιο φυσική θεωρούνταν και η παρουσία των εικόνων, όπως άλλωστε συμβαίνει και στις ιδιωτικές κατοικίες και στα ιδιωτικά καταστήματα. Στις σχολικές τάξεις όπως ακριβώς θεωρείται φυσικό να εκτίθενται οι προσωπογραφίες των μεγάλων προσωπικοτήτων της ελληνικής ιστορίας, έτσι αναρτώνται και οι ορθόδοξες εικόνες, φανερώνοντας την βαθιά πολιτισμική και ιστορική διάσταση της ορθόδοξης παράδοσης με την ζωή των Ελλήνων. Αλλά τι ακριβώς σημαίνει η περίφημη θρησκευτική ουδετερότητα της πολιτείας ειδικά για την Ελλάδα, όταν το άρθρο 3 περί «επικρατούσης θρησκείας» και το άρθρο 16 § 2 περί «αναπτύξεως της εθνικής και θρησκευτικής συνειδήσεως» για το σκοπό της παιδείας, συνδυάζονται με το άρθρο 13 παρ. 1 για το απαραβίαστο της θρησκευτικής ελευθερίας; «Η πολύπαθη και αμφιλεγόμενη τέχνη της συνταγματικής ερμηνείας»[14] προσφέρει πολλαπλές εκδοχές.
Εκφράζεται μάλιστα η άποψη ότι «ακόμη και αν επικρατούσε στην Ελλάδα το λεγόμενο λαϊκό (κοσμικό) κράτος, αυτό δεν θα είχε ως συνέπεια την απομάκρυνση των εικόνων, δηλαδή την κατάργηση ενός εθίμου αιώνων»[15]. Και τούτο γιατί ακόμη και ένα λαϊκό κράτος δεν μπορεί να ακυρώσει νομοθετικά το ιστορικό και πολιτισμικό παρελθόν του κοινωνικού σώματος, δίχως να προσβάλλει την ελευθερία συνείδησης των πολιτών του. Για παράδειγμα, το γκρέμισμα των ναών και η αποκαθήλωση των ιστορικών θρησκευτικών συμβόλων από τα δημόσια κτίρια στην τέως Σοβιετική Ένωση αλλά και η καταστροφή των προ του Ισλάμ ιστορικών μνημείων της παγκόσμιας κληρονομιάς στο Αφγανιστάν από τους Ταλιμπάν μαρτυρούν ότι η εκδίωξη των θρησκευτικών συμβόλων από τη δημόσια σφαίρα εκφράζει συνήθως και μια γενικότερη στέρηση της ελευθερίας της συνείδησης των πολιτών. Το ερώτημα που τίθεται εδώ είναι, αν όντως η διαφορετική ρύθμιση των σχέσεων κράτους και ορισμένων θρησκευτικών κοινοτήτων μπορεί να προσβάλλει την θρησκευτική ελευθερία κάθε πολίτη. Όταν μάλιστα υφίσταται μία βαθύτατα ιστορική, κοινωνική και πολιτισμική σχέση με μία πλειοψηφούσα θρησκευτική κοινότητα, όπως στην περίπτωση του Ελληνικού Κράτους με την Ορθόδοξη Εκκλησία, τότε η ρύθμιση των σχέσεων τους μπορεί να είναι παρόμοιας υφής με μια οποιαδήποτε άλλη θρησκευτική κοινότητα; Το ελληνικό κράτος δεν συγκροτήθηκε λόγω κάποιας αντιπαλότητας μεταξύ θρησκείας και κοινωνίας, όπως συνέβη σε πολλά δυτικοευρωπαϊκά κράτη. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν συγκροτείται ως ένα ιεραρχικό σύστημα ερήμην του λαϊκού και κοινωνικού σώματος.
Στην Ελλάδα ένας ενδεχόμενος αποχριστιανισμός της δημόσιας σφαίρας ως ετεροχρονισμένος νεωτερικός ή βίαιος διευθυντικός εκσυγχρονισμός θα πρέπει σοβαρά να λάβει υπόψη ότι ο πολιτισμός τον οποίο σάρκωσε η ορθόδοξη παράδοση αποτελεί μια ιστορική συνιστώσα του Ελληνισμού όχι ως ιδεολογική κατασκευή αλλά ως πολιτισμική έκφραση και οργανική όσμωση με τις διάφορες πτυχές του συλλογικού μας βίου. Αλήθεια, τι σημαίνει να συζητούμε στην Ελλάδα για την αποκαθήλωση των εικόνων από τις σχολικές αίθουσες και να προβάλλουμε στα μεγάλα μουσεία του κόσμου, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και πολύ πρόσφατα στη Βόννη τον βυζαντινό κόσμο και πολιτισμό μέσα από την τέχνη της ορθόδοξης εικόνας;
Το ζήτημα των θρησκευτικών συμβόλων στο δημόσιο χώρο δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει για άλλη μία φορά μέρος της πόλωσης μεταξύ «παραδοσιακών» και «νεωτερικών», η οποία κυριαρχεί καταθλιπτικά στην νεοελληνική κοινωνία και ιδεολογία τρεις αιώνες τώρα. Πέρα από τη φαινομενολογία, τις αντιφάσεις και τα τραγικά συμπτώματα του διχασμού αυτού της νεοελληνικής συνείδησης, είναι ανάγκη για το παρόν και το μέλλον του τόπου μας να υπερβούμε δημιουργικά τον κύκλο των ψευδώνυμων και μεταπρατικών αντιθέσεων. Πέρα από τις δογματικές επιλογές, είτε των νεωτεριστών είτε των οπαδών της παραδοσιαρχίας στη νεοελληνική σκέψη και ζωή, χρειαζόμαστε επιτακτικά μια εναλλακτική προσπάθεια που να στοχεύει στην ανίχνευση συνθετικών απαντήσεων στα ερωτήματα και στις ζωτικές ανάγκες που θέτει ο σύγχρονος και ραγδαία μεταβαλλόμενος κόσμος.
Εκπαίδευση και θρησκεία στην Ευρώπη σήμερα
Καθώς ήδη αναφέραμε, στις αρχές Οκτωβρίου του 2005, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης (47 χώρες) απηύθυνε Σύσταση προς τα κράτη – μέλη της, αναφερόμενη στη σχέση Εκπαίδευσης και Θρησκείας. Στη Σύσταση αυτή, γίνεται λόγος για την ανάγκη εισαγωγής στην εκπαίδευση της διδασκαλίας των θρησκειών. Ακολούθως, προτείνεται το θρησκειολογικό πρότυπο διδασκαλίας είτε έναντι του ουδετερόθρησκου είτε έναντι του ομολογιακού περιεχομένου του μαθήματος των θρησκευτικών στα διάφορα εκπαιδευτικά συστήματα.
Η Σύσταση αυτή προέκυψε από τη σχετική εισήγηση του André Schneider, μέλους του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (Γαλλία), και μετά από τις εργασίες και συσκέψεις της Επιτροπής για τον Πολιτισμό, την Επιστήμη και την Εκπαίδευση που είχαν ξεκινήσει ήδη από το 1998. Πρέπει να αναφέρουμε ότι το ιστορικό της υπόθεσης, τα κείμενα των εργασιών της επιτροπής, η εισηγητική έκθεση του A. Schneider καθώς και η τελική Σύσταση (1720/2005) της Κοινοβουλευτικής Συνδιάσκεψης του Συμβουλίου της Ευρώπης είναι κείμενα αρκούντως πολυσήμαντα και δεν επιδέχονται μιας, μόνον, εκδοχής ή ερμηνείας. Δεν είναι τυχαίο ότι η εισήγηση έγινε από μέλος του γαλλικού κοινοβουλίου, δηλαδή, από βουλευτή μιας χώρας η οποία, μετά από μακρά περίοδο ψυχρής ουδετερότητας έναντι των θρησκειών στο δημόσιο χώρο της εκπαίδευσης, σήμερα αναζητεί τρόπους ένταξης της διδασκαλίας του θρησκευτικού φαινομένου. Ακόμη γίνεται φανερό ότι ο φόβος από τις διάφορες μισαλλόδοξες φονταμενταλιστικές κινήσεις και τρομοκρατικές ενέργειες, η διαμάχη για την αμφίεση των μουσουλμάνων μαθητριών, η καταπολέμηση της ξενοφοβίας, των στερεοτύπων και της άγνοιας έναντι των θρησκειών και τελικά η παρουσία του ίδιου του Ισλάμ στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, έχουν συμβάλει ουσιαστικά στη διαμόρφωση του σκεπτικού της Σύστασης αυτής. Τα όσα δραματικά εκτυλίχθηκαν την ίδια περίοδο που ανακοινώθηκε η Σύσταση αυτή στα προάστια του Παρισιού από τους εξαθλιωμένους γόνους μουσουλμάνων μεταναστών, επιβεβαιώνουν την ανάγκη γνωριμίας και αναστροφής των ευρωπαϊκών κοινωνιών με τη θρησκευτική πραγματικότητα και, κυρίως, με τη θρησκευτική και πολιτιστική ετερότητα του Ισλάμ. Πέρα από τα ειδικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης αυτής (παιδιά οικονομικών μεταναστών από χώρες που ήσαν άλλοτε αποικίες, κοινωνικοοικομική εξαθλίωση, έλλειψη αποδοχής από τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, αδυναμία αντιπροσώπευσης στο σύστημα της δημόσιας και κοινωνικής ζωής), το πρόβλημα των πολιτιστικών ταυτοτήτων σε σχέση με τη θρησκεία στη δημόσια και κοινωνική έκφραση έρχεται και πάλι στο προσκήνιο. Ρητά, πλέον, ομολογείται από την Σύσταση ότι «η θρησκευτική εκπαίδευση μπορεί να έχει ρόλο-κλειδί για την οικοδόμηση μιας δημοκρατικής κοινωνίας». Επίσης, και αυτό είναι πολύ σημαντικό, η Σύσταση αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στις αξίες που προκύπτουν και τροφοδοτούνται από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες της Βίβλου, ενώ παράλληλα τονίζει πως οι αξίες αυτές, πολλές από τις οποίες είναι κοινές και με άλλες θρησκείες, υποστηρίζονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Σαφέστατα, η Κοινοβουλευτική Συνδιάσκεψη του Συμβουλίου της Ευρώπης προτείνει το θρησκειολογικό μοντέλο διδασκαλίας των θρησκειών, για να διασφαλίσει έτσι την αμεροληψία και αντικειμενικότητα στην παρουσίασή τους. Ωστόσο, η ανακάλυψη των διαφόρων θρησκειών και κυρίως των θρησκειών γειτονικών χωρών από τους μαθητές, θα γίνεται παράλληλα με τη γνωριμία της δικής τους θρησκείας. Πέρα από φανατισμούς, «ο σκοπός αυτής της εκπαίδευσης θα πρέπει να κάνει τους μαθητές… να αντιληφθούν ότι καθένας έχει το ίδιο δικαίωμα με όλους να πιστεύει ότι η δική του θρησκεία είναι η “η αληθινή πίστη” και ότι η διαφορετική θρησκεία ή η αθεΐα δεν διαφοροποιεί αξιολογικά τους ανθρώπους».
Θεωρούμε, πάντως, ότι με την Σύσταση αυτή άνοιξε μια μεγάλη συζήτηση στην Ευρώπη και συνεπώς και στη χώρα μας. Κατά πόσο είναι συμβατή η Σύσταση αυτή με το δικό μας εκπαιδευτικό σύστημα και το πρόγραμμα σπουδών του μαθήματος των θρησκευτικών; Μπορεί να υπάρχει μια τεχνητή ομοιομορφία και κοινή αντιμετώπιση της διδασκαλίας του θρησκευτικού φαινομένου για κάθε χώρα, ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα πολιτιστικά, θρησκευτικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της; Είναι όντως κλειστό, κατηχητικό και μονοφωνικό το πλαίσιο διδασκαλίας του θρησκευτικού μαθήματος στην Ελλάδα; Υπάρχει, πράγματι, έλλειψη γνωριμίας με τη θρησκευτική ετερότητα και μάλιστα με αυτήν του Ισλάμ; Τα ερωτήματα και οι θεματικές μιας σοβαρής και σε βάθος συζήτησης είναι πάμπολλα.
Πάντως, ο τρόπος που παρουσιάσθηκε στη χώρα μας το περιεχόμενο της Σύστασης αυτής του Συμβουλίου της Ευρώπης από τα ΜΜΕ και όχι μόνον, δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Γιατί ούτε λίγο, ούτε πολύ, η Σύσταση εμφανίσθηκε ως ευρωπαϊκή οδηγία-απόφαση με δεσμευτική ισχύ, η οποία θα αλλάξει άρδην τον υφιστάμενο χαρακτήρα και τη φυσιογνωμία του μαθήματος των θρησκευτικών, όχι γιατί εμείς το θέλουμε και γνωρίζουμε γιατί το πράττουμε, αλλά γιατί έτσι επιτάσσει η Ευρωπαϊκή Ένωση (!). Το ίδιο περίπου συνέβη και με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για την περίπτωση της Ιταλίας.
Στον ευρωπαϊκό χώρο υφίστανται σήμερα ποικίλες πρακτικές τόσο για τα θρησκευτικά σύμβολα, όσο και για την πολιτική απέναντι στην θρησκευτική ετερότητα. Από την απαγόρευση της μαντήλας στην Γαλλία και τη σχετική διαμάχη, την πρόσφατη άρνηση της Ελβετίας να αποδεχθεί την ανέγερση μιναρέδων μέχρι το πολυθρησκευτικό και πολλαπλά ομολογιακό μάθημα στα δημόσια σχολεία της Γερμανίας και της Αγγλίας, μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια ποικιλία τάσεων και επιλογών. Ακόμη και στη Γαλλία, ένα παραδοσιακά «λαϊκό» και ουδετερόθρησκο κράτος, μπορεί κανείς να εντοπίσει κινήσεις επανένταξης της θρησκείας στην δημόσια εκπαίδευση, όπως φανερώνει η έκθεση του Ρεζίς Ντεμπρέ προς το γαλλικό υπουργείο παιδείας[16]. Η τάση αυτή και κυρίως το ζήτημα της παρουσίας των πέντε-έξη εκατομμυρίων μουσουλμάνων μεταναστών στη Γαλλία οδήγησε τον νυν Πρόεδρο της Γαλλίας Νικολά Σαρκοζί να επισημάνει αμέσως μετά από το αρνητικό δημοψήφισμα της Ελβετίας για τους μιναρέδες τα εξής ενδιαφέροντα: «χριστιανός, εβραίος ή μουσουλμάνος… ο καθένας πρέπει να αποφεύγει κάθε επίδειξη και κάθε πρόκληση, έχοντας επίγνωση της καλοτυχίας του να ζει σε μία ελεύθερη γη, να ασκεί τη θρησκεία του με ταπεινή διακριτικότητα» και ότι θα πράξει «το παν ώστε (οι μουσουλμάνοι της Γαλλίας) να αισθάνονται ότι είναι πολίτες όπως οι άλλοι, με τα ίδια δικαιώματα που έχουν και όλοι οι άλλοι να βιώνουν την πίστη τους…Θέλω όμως επίσης να τους πω ότι στη χώρα μας, όπου ο χριστιανικός πολιτισμός έχει αφήσει ένα τόσο βαθύ χνάρι, όπου οι αξίες της Δημοκρατίας αποτελούν αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας, ο,τιδήποτε θα μπορούσε να εμφανιστεί ως πρόκληση ενάντια σ' αυτήν την κληρονομιά και σε αυτές τις αξίες, θα καταδίκαζε σε αποτυχία την τόσο απαραίτητη εμπέδωση ενός Ισλάμ της Γαλλίας»[17].
Χριστιανισμός και Ευρωπαϊκός πολιτισμός
Μολονότι η σύγχρονη Ευρώπη έχει βαθιές χριστιανικές ρίζες, συνάμα διακατέχεται και από ένα βαθύ ψυχολογικό απωθημένο εναντίον του Χριστιανισμού, σύνδρομο που οφείλεται κατά βάση στην μεταφυσική αυθεντία και στην ποιμαντική του φόβου, όπως καλλιεργήθηκαν από τον σχολαστικό Ρωμαιοκαθολικό Μεσαίωνα και τον Προτεσταντικό ηθικισμό. Οι αξίες της ανεξιθρησκίας, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η υπέρβαση του εθνοφυλετισμού είναι αξίες που πρωτοεμφανίσθηκαν στο ιστορικό προσκήνιο με την χριστιανική Εκκλησία. Ωστόσο, ο ιστορικός Χριστιανισμός πολλές φορές αφέθηκε να ενδώσει στον πειρασμό της αντικειμενοποίησης και της προσαρμογής στις ιστορικές συνθήκες. Με τις θεοκρατικές εκφράσεις του συχνά προσέδωσε ιερό χαρακτήρα στη γήινη δύναμη και στο κράτος. Ορισμένες εκδοχές του ιστορικού Χριστιανισμού μετέτρεψαν την Εκκλησία από μία χαρισματική κοινότητα, η οποία οφείλει να εικονίζει σε κάθε της έκφανση τα έσχατα της Βασιλείας, σε μία επίγεια πραγματικότητα, η οποία επιζητεί με ιεροκρατικές δομές να κυριαρχήσει στον κόσμο. Θα μπορούσε κανείς να διαπιστώσει ιστορικά ότι η Ευρώπη απόκτησε την σύγχρονη φυσιογνωμία της μέσα από μια προϊούσα και αναπόφευκτη πορεία αποχριστιανισμού και εκκοσμίκευσης. Πράγματι, στην Ευρώπη διαμορφώθηκε σταδιακά ένας μεταχριστιανικός κόσμος. Ο κόσμος που προέκυψε από την Αναγέννηση, τη Μεταρρύθμιση και το Διαφωτισμό, ο κόσμος της νεωτερικότητας, στηρίζεται εν πολλοίς στον Χριστιανισμό, διότι ακόμη και οι πιο εκκοσμικευμένες, αντιθρησκευτικές και αντιχριστιανικές ιδέες και ιδεολογίες που τον κινούν είναι, ούτως ή άλλως, αποτέλεσμα μιας εκκοσμικευμένης εσχατολογίας. Ουσιαστικά, η χριστιανική πίστη, καλλιεργώντας στον άνθρωπο το όραμα της Βασιλείας του Θεού, έκανε πραγματικότητα τον θεμελιώδη ουτοπισμό της νεωτερικότητας, δηλαδή, τη λατρεία της ιστορίας, τη σχεδόν παρανοϊκή πίστη σε μια ερχόμενη εγκόσμια βασιλεία ελευθερίας και δικαιοσύνης. Έτσι, ολόκληρη η πορεία της νεωτερικότητας από την σκοπιά της σημασίας της ιστορίας δεν είναι παρά ένας παρανοημένος και εγκόσμιος εσχατολογισμός, ο οποίος στηρίζεται σε χριστιανικές κατά βάση αξίες, ωστόσο, δίχως χριστιανικό νόημα και περιεχόμενο[18].
Οι τάσεις αυτές χαρακτηρίζουν πλέον τα θεσμικά όργανα της Ευρώπης αλλά και την ίδια την πρακτική του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ως προσπάθεια επιβολής παντού μιας ριζοσπαστικής εκκοσμίκευσης, αγνοώντας την ιστορική και πολιτισμική πείρα των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας για κάθε χώρα μέλος της ευρωπαϊκής οικογένειας. Συχνά εμφανίζεται το παράδοξο οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων να απέχουν από τη νομική και ιστορική πραγματικότητα, μέσα στην οποία ζει η πλειοψηφία των Ευρωπαίων. Με πρόσχημα την προστασία της θρησκευτικής ετερότητας και μειοψηφίας, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα μετατρέπονται σε εργαλεία προβολής μιας υπερ-φιλελεύθερης ιδεολογίας. Η άρνηση της πολιτισμικής διάστασης των θρησκευτικών συμβόλων και της παρουσίας τους στον δημόσιο χώρο μοιάζει να αποτελεί ένα ακόμη βήμα προς την κατίσχυση του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού της εκκοσμίκευσης. Ο ευρωπαϊκός Χριστιανισμός φαντάζει να έχει ηττηθεί κατά κράτος και να δίνει μάχες χαρακωμάτων μέσα στην ίδια την ιστορική του κοιτίδα. Έτσι, ενώ έχουμε αποκαθήλωση των παλαιών θρησκευτικών συμβόλων, ταυτόχρονα έχουμε προσπάθεια εισαγωγής νέων εκκοσμικευμένων συμβόλων όπως και νέου εορτολογίου, τα οποία λειτουργούν συμβολικά ακόμη και θρησκευτικά όπως και τα προηγούμενα.
Η σύγχρονη ρητορεία περί ετερότητας και πολυπολιτισμικότητας και η πολιτική της χρήση αναδεικνύει μία πληθώρα προβλημάτων. Πρόκειται για μια ισοπεδωτική πολιτική; Η διεθνοποίηση των συνθηκών ζωής και ο πλουραλισμός των μορφών διαβίωσης θα σημάνει μια κοινωνία – χωνευτήρι λαών και πολιτισμών που θα συμπεριλάβει τους πάντες σε μιαν άχρωμη και άοσμη ομογενοποίηση, σε έναν πολιτισμό χωρίς κέντρο; Κάθε ετερότητα θα διεκδικεί από την πολιτεία το δικαίωμα στη δική της ιστορία, στους δικούς της ιδρυτικούς μύθους, στη δική της ταυτότητα; Η παραδοχή της πολυπολιτισμικότητας εμπεριέχει και μιαν αντίφαση: μπορεί να σβήσει τον άλλο στην προσπάθεια να τον κάνει ορατό. Στη διαδικασία νομιμοποίησης του διαφορετικού, η αποδοχή περιλαμβάνει και έναν αναγκαίο βαθμό λήθης της ιστορίας του άλλου. Αλλά η ίδια η έννοια της ελευθερίας και των δικαιωμάτων του ατόμου, στην οποία βασίζεται η σύγχρονη μαζική δημοκρατία, δεν επιτρέπει τη βίαιη επιβολή κανενός είδους πολιτισμού. Ούτε ενοχλείται από την ετερότητα και την πολυπολιτισμικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η υιοθέτηση της ρητορείας περί την πολυπολιτισμικότητα είναι τελικά για ορισμένους ενάντια σε κάθε παραδοσιακό πολιτισμό, ενάντια στις οσμώσεις μεταξύ των πολιτισμών, των συλλογικών ταυτοτήτων και των θρησκευτικών πίστεων. Ωστόσο, ο γνήσιος εμπλουτισμός ανάμεσα στους πολιτισμούς δεν θα υπάρξει παρά μόνον μέσα από τον διάλογο, όταν όμως ο κάθε πολιτισμός θα διατηρήσει την ιδιομορφία του και την ταυτότητά του.
Η ρωμαιοκαθολική παράσταση του Εσταυρωμένου και η ορθόδοξη εικόνα
Μπορεί η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου να αναφέρεται στην τοποθέτηση του Εσταυρωμένου στις σχολικές αίθουσες, ωστόσο το σκεπτικό της δεν μπορεί παρά να συμπεριλαμβάνει και κάθε μορφή θρησκευτικών συμβόλων αλλά συλλήβδην και κάθε έκφραση της θρησκευτικής τέχνης. Σε μια τέτοια περίπτωση πώς είναι δυνατόν να προσδιορίζονται τα όρια της καλλιτεχνικής έκφρασης και πώς αποφεύγεται ένα είδος ενοχοποίησης γενικότερα της τέχνης; Γιατί τα εκθέματα ενός μουσείου ή οποιοδήποτε θρησκευτικό μνημείο ή έργο τέχνης να μην αποτελούν αφορμή θρησκευτικού προσηλυτισμού, όταν τα επισκέπτονται μαθητές, αλλά και τα ίδια τα διδακτικά βιβλία, τα οποία είναι κατάφορτα με ποικίλα θρησκευτικά στοιχεία, και μόνο η παρουσία των αναρτημένων θρησκευτικών συμβόλων στις σχολικές αίθουσες, συνιστούν παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας; Οπωσδήποτε, η συμβολική στην τέχνη έχει μακρά ιστορία σε όλους τους πολιτισμούς και σε όλες σχεδόν τις θρησκευτικές εκφράσεις. Η απαγόρευση των θρησκευτικών συμβόλων στο δημόσιο χώρο είναι προβληματική από τη φύση της, όχι μόνο γιατί προσκρούει στην ελευθερία της έκφρασης, αλλά και γιατί φαντάζει πρακτικά σχεδόν αδύνατη.
Καθώς επισημάνθηκε ήδη από την υπόθεση Seler, οι Εσταυρωμένοι στη Βαυαρία είναι ιδιαίτερα νατουραλιστικοί και αποδίδουν μεγάλη σημασία στην εκφραστική απεικόνιση του πόνου στο πρόσωπο του Ιησού και του αίματος που κυλάει από τις πληγές του σώματός του. Οι Seler στην αγωγή τους υποστήριξαν ότι η θέα αυτής της παράστασης προκάλεσε στην κόρη της οικογένειας ένα είδος ψυχολογικού σοκ[19]. Είναι επίσης γνωστή η αναφορά του Ντοστογιέφκυ στον πίνακα του Χανς Χολμπάιν του νεώτερου, για τον νεκρό Χριστό σε κατάσταση αποσύνθεσης, τον οποίο είδε στο μουσείο της Βασιλείας. «Κοιτάζοντας αυτόν τον πίνακα μπορεί κανείς να χάσει και την πίστη του ακόμα»[20]. Ο Γάλλος ορθόδοξος διανοητής Olivier Clément απευθυνόμενος προς τους χριστιανούς της Δύσης σημείωνε παραστατικά: «χριστιανοί της Δύσης, γιατί έχετε αναπαραστήσει παντού τον Χριστό σαν πτώμα, σαν έναν πεθαμένο χωρίς ελπίδα;»[21]. Η έννοια του πόνου και του θανάτου αντιμετωπίζονται διαφορετικά από την ορθόδοξη θεολογία και ζωγραφική, της οποίας ο άξονας δεν έχει επίκεντρο την σταύρωση και το πάθος αλλά την ανάσταση του Χριστού. Μολονότι ο αληθινός θάνατος σημαίνεται με τα κλεισμένα μάτια, το πρόσωπο του Χριστού είναι στραμμένο προς την Θεοτόκο και εκφράζει μάλλον έναν βαθύ ύπνο, δίχως καμία παράδοση στη φθορά: «υπνοί η ζωή και Άδης τρέμει» (Ακολουθία Μ. Σαββάτου). Στην ορθόδοξη παράδοση της Ανατολής ο Εσταυρωμένος δεν εμφανίζει τον ρεαλισμό του εξαντλημένου και νεκρού σώματος ούτε ασφαλώς της επιθανάτιας οδύνης. Ακόμη και νεκρός ο Χριστός δεν παύει να είναι ο βασιλεύς της δόξης, ο κύριος της ζωής. «Αυτός γαρ ο σταυρός βασιλείας είναι μοι δοκεί σύμβολον. Διά τούτο δε αυτόν βασιλέα καλώ, επειδή βλέπω αυτόν σταυρούμενον. Βασιλέως γαρ εστίν υπέρ των αρχομένων αποθνήσκειν»[22].
Στην εθιμική παράδοση παρουσίας των εικόνων στα σχολεία ποτέ δεν αναρτάται η εικόνα του σταυρωθέντος Χριστού- παράσταση τόσο διαφορετική από την αντίστοιχη δυτική- αλλά το πρόσωπο του Χριστού, της Παναγίας ή των αγίων. Αυτό σημαίνει ότι αποκλείεται η εικόνα να προκαλέσει φόβο ή αποστροφή στα παιδιά. Ως έκφραση του θρησκευτικού μας πολιτισμού, η ύπαρξη των εικόνων στα σχολεία δεν υποβάλλει οποιαδήποτε έννοια αποδοχής ή προσηλυτισμού στη χριστιανική πίστη. Οι μη χριστιανοί ή οι αδιάφοροι γονείς και μαθητές ούτε ενοχλούνται ούτε θεωρούν ότι προσβάλλεται η ελευθερία της συνείδησής τους ή η οποιαδήποτε άλλη πίστη τους. Στην ελληνική πραγματικότητα ουδέποτε υπήρξε πρόβλημα με μαθητές από την παρουσία των εικόνων στις σχολικές αίθουσες, αλλά από εκπαιδευτικούς που αναλαμβάνουν μεμονωμένα την πρωτοβουλία, συχνά ερήμην του συλλόγου των διδασκόντων, να αποκαθηλώσουν την εικόνα από την σχολική αίθουσα στην οποία διδάσκουν, γιατί απλώς διαφωνούν με την ύπαρξη και παρουσία της. Άλλωστε, τα θρησκευτικά σύμβολα στην Ελλάδα αλλά και στον κόσμο δεν περιορίζονται μόνο στις εικόνες, αλλά βρίσκονται παντού, στα βιβλία, στα μουσεία, στις σημαίες των κρατών και στο ελληνικό εθνόσημο αλλά και σε απλά και καθημερινά πράγματα όπως τα νοσοκομεία, τα φαρμακεία, τα κοσμήματα…
Η παρουσία της ορθόδοξης εικόνας στις σχολικές τάξεις νομιμοποιείται από το γεγονός ότι είναι μέρος της συλλογικής πολιτισμικής ταυτότητας και καλύπτεται ασφαλώς από την συνταγματική επιταγή για την ανάπτυξη της «εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης» στο πλαίσιο της ελληνικής εκπαίδευσης. Παρόμοια, μια σειρά από άλλες εθιμικές και πολιτισμικές εκφράσεις της θρησκευτικής μας παράδοσης έχουν επηρεάσει το κοινωνικό σώμα και τον ίδιο το δημόσιο χώρο, όπως είναι οι εορτές, οι αργίες, οι διακοπές των μεγάλων χριστιανικών εορτών του Πάσχα και των Χριστουγέννων κ.ά. Με αυτή την έννοια ο αείμνηστος Αντώνης Τρίτσης, ως υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων τον Φεβρουάριο του 1987 έγραφε σε απόφασή του ότι: «Ο Οργανισμός Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων εκτύπωσε πέντε διαφορετικές εικόνες του “Χριστού Παντοκράτορα”, όπως παρουσιάζεται από τη Βυζαντινή Αγιογραφία, και χρησιμοποιείται από την Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία. Η εκτύπωση έγινε με σκοπό την αντικατάσταση όλων των εικόνων δυτικού τύπου, που είναι αναρτημένες στις αίθουσες των διδακτηρίων, με τις αντίστοιχες βυζαντινής τεχνοτροπίας και συγκεκριμένα με τις εικόνες “Του Χριστού Παντοκράτορα”, οι οποίες δεν εκφράζουν μόνο την Ορθόδοξη Πίστη αλλά φανερώνουν και τη συνέχεια του Ελληνικού Πολιτισμού»[23].
Οι εικόνες στα σχολεία μολονότι προέρχονται από την θεολογική και λειτουργική τέχνη της Εκκλησίας, ωστόσο δεν υφίστανται ως αντικείμενα λατρείας ή ακόμη ως ιδεολογικά σύμβολα της χριστιανικής Εκκλησίας παρά ως έργα τέχνης και πολιτισμού. Η ίδια η ιστορική τους προέλευση είναι το συναρπαστικό αποτέλεσμα ενός διαπολιτισμικού διαλόγου μέσα στο χρόνο και στο χώρο με αφετηρία την ελληνιστική τέχνη, τις προσωπογραφίες των Φαγιούμ, την θεολογική και λατρευτική εμπειρία της Εκκλησίας αλλά και τους διαφορετικούς τρόπους εικαστικής έκφρασης σε κάθε τόπο και λαό. Οι εικόνες στο σχολείο διακοσμούν και παραπέμπουν στην ιστορία και στον πολιτισμό που τα δημιούργησε ως καλλιτεχνική έκφραση, συνάμα όμως παραπέμπουν και σε ορισμένες υπαρξιακές και παιδαγωγικές αρχές, όπως είναι η πανανθρώπινη αγάπη και αλληλεγγύη, η αλήθεια της αξίας του ανθρώπινου προσώπου και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, ο σεβασμός της θρησκευτικής ετερότητας, η υποδοχή και η δεξίωση του άλλου και μάλιστα του ξένου, η δικαιοσύνη και η απελευθέρωση από κάθε είδους δουλεία, αδικία και καταπίεση στο πρόσωπο του Χριστού.
Εφόσον, όμως, η ελευθερία της συνείδησης είναι απαραβίαστη και συνταγματικά κατοχυρωμένη, οι εικόνες δεν μπορούν να δηλώνουν την θρησκευτική πίστη ή ιδεολογική ταυτότητα της σχολικής τάξης. Η ισορροπία είναι λεπτή. Η παρουσία των εικόνων στις σχολικές αίθουσες μαζί με πλήθος άλλων διδακτικών, καλλιτεχνικών και πολιτιστικών στοιχείων και συμβόλων αφορούν τους γενικότερους παιδαγωγικούς και διδακτικούς σκοπούς, οι οποίοι οπωσδήποτε δεν αιωρούνται εκτός τόπου και χρόνου, σε ένα είδος πολιτισμικού κενού ή σε μιαν αντίληψη «πολιτικής ορθότητας», αλλά έχουν πάντοτε αναφορά σε ένα ανοικτό και διαρκώς ανανεούμενο κοινωνικό και πολιτισμικό πλαίσιο. Άλλωστε, θρησκευτική αναφορά ή διασύνδεση έχουν και πάμπολλα έργα τέχνης της κλασικής αρχαιότητας, ή της αναγέννησης, ή ακόμη και ποικίλο ιστορικό και εικαστικό υλικό από την ιστορική διαδρομή άλλων λαών και πολιτισμών. Αυτό δεν σημαίνει, βέβαια, ότι για λόγους προστασίας της θρησκευτικής συνείδησης πρέπει όλα αυτά να εξαιρεθούν από τα διδακτικά βιβλία και από το ποικίλο εποπτικό και υποστηρικτικό υλικό της εκπαίδευσης. Το σχολείο είναι χώρος έρευνας, παιδείας, διαλόγου και πολιτισμού και όχι φόβου και αποκλεισμών. «Στο σχολείο δεν θέλουμε λευκές αίθουσες και λευκά κελιά», «θέλουμε πρόσθεση και όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμό και όχι διαίρεση»[24], αναζήτηση νοήματος και γνώσης, κριτικό διάλογο, ερμηνευτικές προσεγγίσεις και αναμέτρηση με τα ουσιώδη του κοινωνικού βίου, πολύπλευρη μόρφωση και όχι φοβικούς περιορισμούς.
Τα θρησκευτικά σύμβολα στην προοπτική της διαπολιτισμικότητας ως συνάντησης και διαλόγου των πολιτισμών στην εκπαίδευση
Τα σύμβολα γενικά συμβάλλουν με το περιεχόμενό τους στην διαμόρφωση του συλλογικού ήθους. Έτσι λειτουργεί π.χ. το εθνικό σύμβολο της σημαίας, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση του εθνικού ήθους της ελευθερίας και αυτοκυριαρχίας. Ένα πολιτισμικό σύμβολο επίσης συμβάλλει – δεν επιβάλλει – στη διαμόρφωση του περιεχομένου του πολιτισμικού ήθους. Τα σύμβολα γερνούν και πεθαίνουν, όταν το συμβολικό περιεχόμενό τους δεν αγγίζει και δεν λειτουργεί πλέον στο κοινωνικό σώμα, γίνονται νεκρά σύμβολα. Η ιστορία των πολιτισμών και η εραλδική είναι πλούσια από τέτοια παραδείγματα νεκρών πλέον συμβόλων. Θα πρέπει σοβαρά να δούμε την λειτουργία τους μέσα στην ελληνική ιδιαίτερα κοινωνία. Το ζήτημα, όμως, που τίθεται με την ανάρτηση θρησκευτικών συμβόλων σε σχολεία στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες, όπου φοιτούν μαθητές που προέρχονται από ποικίλες πολιτισμικές, εθνικές και θρησκευτικές κοινότητες, είναι ένα ζήτημα το οποίο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί μονοπολιτισμικά ούτε ασφαλώς μηδενίζοντας τον όποιο κυρίαρχο πολιτισμό. Δεν αρκεί, δηλαδή, η πλειοψηφούσα πολιτισμικά και θρησκευτικά κοινότητα να επιβάλλει τα δικά της σύμβολα ή να περάσει και αυτή σε ένα είδος αναγκαστικού πολιτισμικού μηδενισμού και αφασίας. Οι άλλοι, οι ξένοι, οι μετανάστες, οι θρησκευτικές μειονότητες χρειάζεται να έχουν θέση και έκφραση στη δημόσια εκπαίδευση. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Η λύση της απαγόρευσης όλων των θρησκευτικών συμβόλων είναι η ενδεδειγμένη λύση; Το σύνδρομο ενός επιθετικού και εκκοσμικευμένου ολοκληρωτισμού μηδενιστικών αντιλήψεων, που θέτει στο περιθώριο οποιαδήποτε θρησκευτική έκφραση δεν μπορεί να προσφέρει βιώσιμες λύσεις. Αλήθεια, τι μας εμποδίζει σε ένα σχολείο όπου φοιτούν και άλλοι μη ορθόδοξοι μαθητές, να προσθέσουμε και άλλα θρησκευτικά και πολιτισμικά σύμβολα ή στοιχεία; Πώς αυτό μπορεί να επιτευχθεί δίχως να ακυρώνεται ή να υποβαθμίζεται η πλειοψηφούσα πολιτισμική έκφραση;
Η απάντηση στο ζήτημα της διατήρησης των θρησκευτικών συμβόλων στα δημόσια σχολεία, δεν μπορεί να προκύψει από νομικές και διευθυντικές αποφάσεις, ερήμην του κοινωνικού σώματος, αλλά θα πρέπει να αναζητηθεί στον ευρύτερο κοινωνικό και ακαδημαϊκό διάλογο που έχει αναπτυχθεί γύρω από τα διαχειριστικά μοντέλα της πολιτισμικής και θρησκευτικής ετερότητας[25]. Μια διαπολιτισμική και διαθρησκειακή προσέγγιση των θρησκευτικών συμβόλων θα ήταν σε θέση να προσφέρει γόνιμες και δημιουργικές εναλλακτικές δυνατότητες και προοπτικές. Το ζητούμενο στην εκπαίδευση δεν είναι απλώς η ανοχή και η συνύπαρξη των διαφορετικών προσεγγίσεων ή των πολιτισμικών και θρησκευτικών μειοψηφιών, αλλά ο κριτικός διάλογος, η αλληλογνωριμία και η αλληλεπίδραση στη διαδικασία ένταξης και κοινωνικοποίησης που προσφέρει η εκπαιδευτική διαδικασία. Στην προοπτική αυτή, όταν η παρουσία πολιτισμικών και θρησκευτικών μειονοτήτων είναι εμφανής σε κάποιο σχολείο θα μπορούσε, ύστερα από διάλογο και συνεννόηση με τον Σύλλογο Διδασκόντων, το Σύλλογο Γονέων και Κηδεμόνων και τις Μαθητικές Κοινότητες, να αποφασίζεται κατά περίπτωση, και πάντως μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, η ανάρτηση και άλλων πολιτισμικών και θρησκευτικών συμβόλων[26]. Το Υπουργείο Παιδείας θα μπορούσε στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης να καταρτίσει ένα πλαίσιο διαπολιτισμικών αρχών, όχι για να κρατήσουμε άγραφους και άδειους τους τοίχους των σχολικών αιθουσών, αλλά για να εκφράσουμε με ζωντάνια και πολυχρωμία τον διαπολιτισμικό διάλογο που πραγματοποιείται ούτως ή άλλως στην εκπαιδευτική πράξη και στη σχολική ζωή. Λύσεις μπορούν να υπάρξουν με μεράκι και φαντασία.
Σχολείο και θρησκευτική αγωγή στο ελληνικό σχολείο
Πώς μπορεί να ερμηνευτούν τα παραπάνω υπό τις νέες κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα; Πώς προάγεται η θρησκευτική συνείδηση; Απαγορεύοντας και αποκαθηλώνοντας τα πολιτισμικά σύμβολα της πλειοψηφίας; Φιμώνοντας την θρησκευτική ετερότητα και την έκφρασή της; Όλα αυτά μπορούν να λειτουργήσουν δημιουργικά στην προοπτική μιας νέας θεώρησης του θρησκευτικού μαθήματος.
Το μάθημα των θρησκευτικών δεν είναι κατήχηση ή μύηση στην ορθόδοξη χριστιανική πίστη, αλλά ένα από τα μαθήματα του σχολείου με ιδιαίτερο μορφωτικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Για τον λόγο αυτό, δεν ορίζεται και δεν εποπτεύεται από καμία Εκκλησία, δόγμα ή ομολογία, ενώ η διδακτέα ύλη του καθορίζεται από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, εποπτευόμενο φορέα του Υπουργείου Παιδείας, και αποτελεί – όπως κάθε αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας – νόμο του κράτους. Ακόμη, ο τρόπος διδασκαλίας και αξιολόγησής του διέπεται από τις παιδαγωγικές και διδακτικές παραμέτρους που ισχύουν για όλα τα μαθήματα του Ελληνικού σχολείου.
Αν και το νομικό πλαίσιο που διέπει το μάθημα είναι απολύτως σαφές και ξεκάθαρο, η πραγματικότητα αυτή συχνά δεν γίνεται αντιληπτή. Συχνά, πρωτοβουλίες και πρακτικές στη σχολική πράξη τροφοδοτούν τη δημόσια κριτική, δυσχεραίνοντας την νηφάλια αντιμετώπιση. Σημειώνουμε εδώ με έμφαση ότι η κριτική και ο δημόσιος διάλογος, χαρακτηριστικά της δημοκρατικής πολιτείας, είναι όχι μόνο ευπρόσδεκτα αλλά και επιθυμητά. Ο διάλογος, όμως, και η κριτική γίνονται μόνο όταν ένα μάθημα του σχολείου είναι έτσι θεσμοθετημένο, ώστε να είναι ανοικτό και να αφορά όλους τους μαθητές. Διαφορετικά, και εφόσον η Πολιτεία δεν σχεδιάζει ούτε εποπτεύει, το μάθημα γίνεται κλειστό και, άρα, ανεξέλεγκτο.
Συνεπώς, απαιτείται άμεσα περαιτέρω αλλαγή του θεσμικού πλαισίου και της νομιμοποιητικής βάσης του μαθήματος, ώστε ρητά και εκπεφρασμένα να μην θεωρείται πλέον θρησκευτική κατήχηση ή ομολογιακό μάθημα, αλλά ένα μάθημα με σαφώς ανοικτό, πλουραλιστικό και μορφωτικό-γνωσιολογικό περιεχόμενο. Ως βάση του μπορεί να χρησιμοποιηθεί το θρησκευτικό φαινόμενο γενικά, οι μεγάλες θρησκείες του κόσμου, ο Χριστιανισμός και η Ορθοδοξία ειδικότερα, με έμφαση στην ιστορία και στον πολιτισμό. Τούτο, άλλωστε, ισχύει εν πολλοίς και στα υπάρχοντα αναλυτικά προγράμματα και βιβλία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για εκσυγχρονισμό και προσαρμογή στα σημερινά δεδομένα, τόσο του χαρακτήρα όσο και του περιεχομένου του μαθήματος, όπως άλλωστε οι ίδιοι οι θεολόγοι-εκπαιδευτικοί έχουν επισημάνει σε συνέδρια των τελευταίων ετών με κεντρικό άξονα τον παραπάνω προβληματισμό.
Οι μαθητές οφείλουν να προσεγγίζουν τα παραπάνω από ιστορική και πολιτισμική σκοπιά, όχι μόνο για να γνωρίζουν τη δική τους θρησκευτική παράδοση αλλά και τις θρησκευτικές παραδόσεις των άλλων ανθρώπων με τους οποίους διαβιούν στις σύγχρονες ανοικτές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες. Μετά την τυπική αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του μαθήματος, η θρησκευτική αγωγή δεν θα συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας κανενός μαθητή. Αντίθετα, θα απευθύνεται και θα ενδιαφέρει όλους τους μαθητές, ανεξαρτήτως ομολογίας ή θρησκεύματος[27].
Προς την κατεύθυνση αυτή η ορθόδοξη θεολογία οφείλει να πραγματοποιήσει ένα δημιουργικό άνοιγμα προς τον πολυπολιτισμικό κόσμο μας, προσλαμβάνοντας τα προβλήματα και τους προβληματισμούς του. Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση των σημερινών κοινωνικών και πολιτιστικών πραγματικοτήτων, μέσα από μια θεολογία της ετερότητας[28], που δεν θα έχει ωστόσο τίποτε κοινό με το πνεύμα του συγκρητισμού. Είναι όντως ανάγκη στις μέρες μας η Ορθοδοξία να προχωρήσει πιο πέρα και από την νεωτερικότητα και να αποδεχθεί τον πλουραλισμό και την ετερότητα των άλλων κατά τέτοιο τρόπο ώστε ταυτόχρονα να μην υποτιμά, συμβιβάζει, πολύ δε περισσότερο εγκαταλείπει την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ετερότητα. Στοιχεία μιας τέτοιας θεολογίας της διαπολιτισμικότητας ως αλληλοσεβασμός, αποδοχή και ειρηνική συνύπαρξη με την θρησκευτική ή όποια άλλη ετερότητα, είναι διάσπαρτα μέσα στη Βίβλο και τα πατερικά κείμενα[29]. Απαιτείται σαφώς μία άλλη ερμηνευτική προσέγγιση και τελικά μια άλλη νοοτροπία και ένας άλλος προσανατολισμός για την αναγνώρισή τους.
* Ο Σταύρος Γιαγκάζογλου είναι Σύμβουλος του παιδαγωγικού Ινστιτούτου
Σημείωση: Το παρόν μελέτημα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Νομοκανονικά, Επιθεώρηση Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου, Έτος Θ΄, Τεύχος 1, Απρίλιος 2010, σσ. 23-48.
[1] Βλ. δηλώσεις της Mariastella Gelmini στο πρακτορείο Ansa, στην Corriere de la Sera, και στο AFP στις 3.11.2009.
[2] Βλ. Εφημερίδα «Unità» 22-3-1988.
[3] Βλ. ενδεικτικά το άρθρο «Μία παράξενη δικαστική απόφαση» του Silvio Marcus Helmons, Εφημερίδα La Libre Belgique, 29.11.2009, σ. 51.
[4] Βλ. Τσέτση Γ., σχετική αναφορά στη στήλη «Θεολογικά Χρονικά» του περιοδικού Θεολογία 4/2009, σσ. 319-320.
[5] Βλ. Σύσταση 1720 του Συμβουλίου της Ευρώπης με τίτλο «Εκπαίδευση και Θρησκεία», άρθρο 9.
[6] Βλ. W. Hassemer – W. Hoffmann-Riem – J. Limbach, Grundrechte und soziale Wirklichkeit, Baden-Baden 1982, σσ.. 39-76.
[7] Βλ. ενδεικτικά Χρυσόγονου Χ. Κ., «Ανάμεσα στο Σύνταγμα και στην Ευρώπη», άρθρο στην εφημερίδα Το Βήμα, 31.1.2010. Την ίδια εντύπωση αποκομίσαμε και από τις εισηγήσεις ορισμένων συνταγματολόγων κατά την πρώτη δημόσια συζήτηση του θέματος «Τα θρησκευτικά σύμβολα στην εκπαίδευση», την οποία διοργάνωσε το Κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου, Ίδρυμα Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου, δίνοντας την ευκαιρία να γίνει μια πρώτη αλλά ουσιαστική προσέγγισή του. Βλ. σχετική αρθρογραφία στις εφημερίδες Η Καθημερινή, 17.12.2009 και «Ελευθεροτυπία» 19.12.2009. Ο Jean–Paul Costa, Πρόεδρος του ΕΔΔΑ και Επίτιμος Σύμβουλος Επικρατείας Γαλλίας σε διάλεξή του με θέμα «Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του ανθρώπου και η επιρροή της στη Γαλλία» αναφέρει τα εξής ενδιαφέροντα: «Το Δικαστήριο, καθώς δεν αποτελεί τέταρτο βαθμό δικαιοδοσίας, δεν έχει την εξουσία να καταργήσει νόμους, να ακυρώσει ή να αναιρέσει αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων…Εμπίπτει στην αρμοδιότητα του καταδικασθέντος Κράτους να υιοθετήσει εκείνα τα ατομικά ή γενικά μέτρα που θα του επιτρέψουν να αποκαταστήσει τις διαπιστωθείσες παραβιάσεις και να αποφύγει την καταδίκη στο μέλλον…όταν το Δικαστήριο αποφασίζει περιορίζεται από τη δεσμευτικότητα του δεδικασμένου που αναπτύσσεται σε επίπεδο εσωτερικού δικαίου (res judicata) και δεν μπορεί να αναπροσαρμόσει ή να ακυρώσει την τελεσίδικη εθνική απόφαση…το Δικαστήριο του Στρασβούργου υποχρεούται να σέβεται την αρχή της επικουρικότητας, η οποία όμως θα στερείτο νοήματος, εάν τα εθνικά δικαστήρια δεν ερμήνευαν και δεν εφάρμοζαν τη Σύμβαση. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα δικαιώματα του ανθρώπου αρνείται να καταστεί δικαστής «τέταρτου βαθμού». Εν τούτοις δεν πρέπει να μεταβληθεί ούτε σε δικαστή πρώτου βαθμού!». Βλ. Jean–Paul Costa, « Η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα δικαιώματα του ανθρώπου και η επιρροή της στη Γαλλία», Νομικό Βήμα (ΝοΒ) 57/2009, σσ. 1825-1832, ιδίως σσ. 1828 και 1832.
[8] Βλ. Χρυσόγονου Χ. Κ., όπ. π.
[9] Βλ. Δελτίο Τύπου του ΕΠΣΕ 24.11.2009.
[10] Βλ. περιοδικό «Επίκαιρα» της 20ης Νοεμβρίου 2009. Σύμφωνα με νεώτερη δημοσκόπηση της RASS που έγινε για λογαριασμό του zoomnews.gr και στο ερώτημα «συμφωνείτε ή διαφωνείτε να καταργηθούν τα σύμβολα (εικόνες, σταυροί) από τα σχολεία, τα δικαστήρια και τα άλλα κτήρια της δημόσιας διοίκησης;» το 82,3% των ερωτηθέντων εκφράζουν τη διαφωνία τους και μόλις το 15,3% συμφωνούν να καταργηθούν τα σύμβολα. Η έρευνα της RASS πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 1003 ατόμων στις 29 και 30 Μαρτίου 2010 (Μεγάλη Δευτέρα και Μεγάλη Τρίτη). Βλ. http://magazine.zoomnews.gr/popup.php?book_id=18
[11] Βλ. Θέση 30 της απόφασης του ΕΔΑΔ ως τεκμήρια που στοιχειοθετούν τις θέσεις της ενάγουσας: 30. La requérante a fourni l'historique des dispositions pertinentes. Elle observe que l'exposition du crucifix se fonde, selon les juridictions nationales, sur des dispositions de 1924 et 1928 qui sont considérées comme étant toujours en vigueur, bien qu'antérieures à la Constitution italienne ainsi qu'aux accords de 1984 avec le Saint-Siège et au protocole additionnel à ceux-ci. Or, les dispositions litigieuses ont échappé au contrôle de constitutionnalité, car la Cour constitutionnelle n'aurait pu se prononcer sur leur compatibilité avec les principes fondamentaux de l'ordre juridique italien en raison de leur nature réglementaire.
Les dispositions en cause sont l'héritage d'une conception confessionnelle de l'Etat qui se heurte aujourd'hui au devoir de laïcité de celui-ci et méconnaît les droits protégés par la Convention. Il existe une « question religieuse » en Italie, car, en faisant obligation d'exposer le crucifix dans les salles de classe, l'Etat accorde à la religion catholique une position privilégiée qui se traduirait par une ingérence étatique dans le droit à la liberté de pensée, de conscience et de religion de la requérante et de ses enfants et dans le droit de la requérante d'éduquer ses enfants conformément à ses convictions morales et religieuses, ainsi que par une forme de discrimination à l'égard des non-catholiques.
[12] Αλιπράντης Ν., «Εφαρμόσιμη στην Ελλάδα η απόφαση για τον Εσταυρωμένο;», Συνήγορος 76/2009, σσ. 42-43.
[13] Βλ. Κρίππα Γ., «Μη εφαρμόσιμη στην Ελλάδα η απόφαση ΕΔΑΔ κατά Ιταλίας για τον Εσταυρωμένο λόγω της “Αρχής του δεδικασμένου”», Εφημερίδα Στόχος 12.12.2009.
[14] Η έκφραση αυτή είναι δάνειο από το ομώνυμο άρθρο του Μανιτάκη Αντ., στη συλλογή μελετών του με τίτλο, Ερμηνεία του Συντάγματος και λειτουργία του πολιτεύματος, Αθήνα 1996, σ. 201. Για το ζήτημα των σχέσεων Εκκλησίας και Κράτους βλ. ενδεικτικά Βενιζέλου Ευ., Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2000. Κονιδάρη Ιω., Εκκλησιαστικά ΄Ατακτα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1999. Του ιδίου, Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 2000. Κονιδάρη Ιω., Θεμελιώδεις διατάξεις σχέσεων κράτους – εκκλησίας, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1999. Του ιδίου, Οι σχέσεις της Εκκλησίας με το Κράτος και το Έθνος, Στη σκιά των ταυτοτήτων, εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 2000. Του ιδίου, «Η ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας», Καθ’ Οδόν 16/2000,σσ. 35-48. Μανιτάκη Αντ., «Συγχύσεις, αντιπαραθέσεις και διαχωρισμοί στις σχέσεις της θρησκευτικής, εθνικής και πολιτικής ταυτότητας των Ελλήνων», στο Πολιτιστικές «ταυτότητες» & «παγκοσμιοποίηση», Κείμενα Συνεδρίου, εκδ. Εταιρεία Παιδείας και Πολιτισμού «Εντελέχεια»-Εκπαιδευτήρια Γείτονα & Κωστέα – Γείτονα, Αθήνα 2003, σσ. 139-147. Μαρίνου Α., Σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, Ίδρυμα Ι. & Ε. Γρηγοριάδου, Αθήναι 1984. Συλλογικός τόμος «Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», Δίκαιο και Πολιτική 15 (χ.χ. – 1987;). Φουντεδάκη Π., «Σχέσεις κράτους και εκκλησίας στον ευρωπαϊκό χώρο», Το Σύνταγμα, Διμηνιαία Επιθεώρηση Συνταγματικής Θεωρίας και Πράξης 4-5/2000, σσ. 647-673.
[15] Αλιπράντης Ν., όπ.π.
[16] Βλ. σχετικά Ντεμπρέ Ρ., Η διδασκαλία της θρησκείας στο ουδετερόθρησκο σχολείο, Πρόλογος Ζακ Λαγκ, Μετάφραση Γ. Καράμπελας, Επίμετρο Π. Καλαϊτζίδης, εκδ. Εστία, Αθήνα 2004. Πρβλ. Ντεμπρέ Ρ., Ανθρώπων κοινωνίες. Για να τελειώνουμε με τη «θρησκεία», Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2006.
[17] Βλ. άρθρο του Νικολά Σαρκοζί στην εφημερίδα Le Monde, 8.12.2009.
[18] Για μία περαιτέρω ανάλυση βλ. Γιαγκάζογλου Στ., «Φιλοσοφία της ιστορίας και θεολογία της ιστορίας», στο συλ. τόμο Ορθοδοξία και [Μετά-] Νεωτερικότητα, έκδ. Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου, Πάτρα 2008, σσ. 15-80.
[19] Βλ. Der Spiegel, Αύγουστος 1995 και Κομνηνός Ν.-Κ., «Παρελθόν και μέλλον της θρησκείας στην εκπαίδευση. Η απόφαση «Kruzifix» του ομοσπονδιακού συνταγματικού δικαστηρίου και η σημασία της», στο Χλέπα Ν.-Κ.-Δημητρόπουλου Π., Ζητήματα θρησκευτικής ελευθερίας στο χώρο της εκπαίδευσης, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα 1997, σ. 31.
[20] Βλ. Ντοστογιέφκι Φ., Ο Ηλίθιος, μτφρ. Ελ. Μπακοπούλου, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2008.
[21] Βλ. L’autre soleil, εκδ. Stock, Paris 1973.
[22] Βλ. Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις τον Σταυρόν και εις τον ληστήν, PG 49,413. Πρβλ. Ευδοκίμωφ Π., Η τέχνη της εικόνας, Η θεολογία της ωραιότητας, μτφρ. Κώστα Χαραλαμπίδη, Θεσσαλονίκη 1980, σσ. 233-234).
[23] Βλ. σχετικό άρθρο της εφημερίδας Το Βήμα, 6.11.2009.
[24] Βλ. Συλλογικός τόμος, Πρόσθεση όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμός όχι διαίρεση. Η μεταρρυθμυστική παρέμβαση στην εκπαίδευση της μειονότητας της Θράκης, επιμ. Ά. Φραγκουδάκη, εκδ. Μεταίχμιο, Αθήνα 2008.
[25] Βλ. Χατζησωτηρίου Χρ., «Η χρήση θρησκευτικών συμβόλων στο δημόσιο σχολείο στο πλαίσιο της διαπολιτισμικής εκπαίδευσης», στο διαδίκτυο http://www.ekpedeftikos.com/index.php?id=2365. Νικολάου, Γ. , Ένταξη και Εκπαίδευση των Αλλοδαπών Μαθητών στο Δημοτικό Σχολείο. Από την Ομοιογένεια στην Πολυπολιτισμικότητα, εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000. Βλ. επίσης το συλλογικό έργο του Συμβουλίου της Ευρώπης, Θρησκευτική ετερότητα και διαπολιτισμική εκπαίδευση: ένα βοήθημα για τα σχολεία, επιμέλεια J. Keast, μτφρ. Ν. Χαραλαμπίδου- Ά. Βαλλιανάτος, επιμ ελληνικής έκδοσης Ά. Βαλλιανάτος, έκδ. Συμβούλιο της Ευρώπης, 2008.
[26] Βλ. Μπούρδαλα Π., «Τα θρησκευτικά και φιλοσοφικά σύμβολα στα σχολεία», Εφημερίδα Η Χριστιανική 10.11.2009.
[27] Βλ. Γιαγκάζογλου Στ., «Υπόμνημα σχετικά με την εγκύκλιο του ΥΠΕΠΘ περί απαλλαγής από τα Θρησκευτικά», από κοινού με τους Γ. Στάθη και Π. Καλαϊτζίδη, Σύναξη 108/2008, σσ. 77-79. Του ιδίου, «Το μάθημα των θρησκευτικών στη δημόσια εκπαίδευση. Φυσιογνωμία, σκοποί, περιεχόμενο, νέα βιβλία, διαθεματική προσέγγιση, ευρωπαϊκή προοπτική, θεολογία της ετερότητας», στα Πρακτικά της Επιστημονικής Ημερίδας, Τα Θρησκευτικά στο σύγχρονο σχολείο. Απέναντι στις προκλήσεις των καιρών, έκδ. Ι. Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Νεάπολη Θεσσαλονίκης 2007, σσ. 34-108. Του ιδίου, «L’administration des cultes en Grèce», στο συλ. τόμο L’administration des cultes dans les pays de l’Union Européenne, Editor: Brigitte Basdevant-Gaudemet, εκδ. Peeters, Leuven-Paris-Dudley, MA 2008, σσ. 131-139. Του ιδίου, «Η φυσιογνωμία και ο χαρακτήρας του θρησκευτικού μαθήματος. Η θρησκευτική αγωγή στις σύγχρονες πολυπολιτισμικές κοινωνίες», στο συλλ. τόμο Τα θρησκευτικά ως μάθημα ταυτότητας και πολιτισμού, Εισηγήσεις Σεμιναρίου της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας σε συνεργασία με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και την Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Βόλος 15-17 Μαΐου 2004, εκδ. Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2005, σσ. 126-144.
[28] Βλ. σχετικά Ζηζιούλα Δ. Ιωάννη., Μητροπολίτη Περγάμου, «Κοινωνία και ετερότητα», Σύναξη 76/2000, σσ. 5-15. «Πολιτιστικές Ταυτότητες και Παγκοσμιοποίηση», στο Πολιτιστικές «ταυτότητες» & «παγκοσμιοποίηση», Κείμενα Συνεδρίου, εκδ. Εταιρεία Παιδείας και Πολιτισμού «Εντελέχεια»-Εκπαιδευτήρια Γείτονα & Κωστέα – Γείτονα, Αθήνα 2003, σσ. 25-33. Πολιτισμική διαφορετικότητα και αμοιβαία κατανόηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Ετήσια Διάλεξη εις Μνήμη Κωνσταντίνου Λεβέντη, εκδ. Πανεπιστήμιο Κύπρου, Λευκωσία 2004. Zizioulas D. John, Communion and Otherness, Further Studies in Personhood and Church, edided by P. McPartlan, T&T Clark, London 2006. Γιαγκάζογλου Στ., «Πρόσωπο και ετερότητα. Δοκίμιο για μια θεολογία της ετερότητας», Ίνδικτος 21/2006, σσ. 87-125. Καραβιδόπουλου Ιω., «Ο θρησκευτικός πλουραλισμός της εποχής της εμφάνισης του χριστιανισμού και του σημερινού κόσμου», Καθ’ Οδόν 16/2000, σσ. 19-22. Καραγιάννης Βασίλειος, Χωρεπίσκοπος Τριμυθούντος, Ο θρησκευτικός και εθνικός πλουραλισμός της νέας κοινωνίας του κόσμου, εκδ. Αρμός, Αθήνα 2002. Κλάψη Ε., «Πολυπολιτισμός και Ορθοδοξία», στο Η Ορθοδοξία στο Νέο Κόσμο, εκδ. Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2000, σσ. 19-28. Κλάψη Ε., (επιμ.), Ορθόδοξες Εκκλησίες σε έναν πλουραλιστικό κόσμο, Ένας οικουμενικός διάλογος, Πρόλογος Ν. Κοτζιάς, μτφρ. Α. Αλαβάνου, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2006. Clapsis E., «The Orthodox Church in a pluralistic World», στο Orthodoxy in Conversation. Orthodox Ecumenical Engagements, εκδ. World Council of Churches Publications, σσ.127-150, Γενεύη 2000. Clapsis E. (επιμ.), The Orthodox Church in a pluralistic World, An Ecumenical Conversation, εκδ. World Council of Churches Publications – Holy Cross Orthodox Press, Geneva-Brookline 2004. Καλαϊτζίδη Π., «Πολυπολιτισμική πολυθρησκευτική κοινωνία και το κατηχητικό έργο της Εκκλησίας», Θεολογία 3/2009, σσ. 93-122.
[29] Μπολτέτσου Κ. Τρ., Η Θεολογία της Πολυπολιτισμικότητας στην Καινή Διαθήκη. Η ευλογία της ετερότητας Συνέπειες και προεκτάσεις, Αταλάντη 2000. Γκίτση Α., «Πολυπολιτισμικότητα και θεολογικές προσεγγίσεις», Καθ’ Οδόν 16/2000, σσ. 99-110. Καμπερίδη Λ., Δος μοι τούτον τον ξένον, εκδ. Ίνδικτος, Αθήνα 2006. Παπαθανασίου Ν. Θ., Ο Θεός μου ο Αλλοδαπός. Κείμενα για μιαν αλήθεια που είναι «του δρόμου», εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 22004. «Διδάσκοντας γύπτους και τσελεπήδες περί περιτομής και αβατάρα ή ο Θεός μου ο Αλλοδαπός», στο συλλ. τόμο Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση στον καιρό της Παγκοσμιοποίησης, Πρακτικά Συνεδρίου Αθήνα 28-29 Ιανουαρίου 2005, Γραφείο Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, έκδ. Γραφείου – Ιδρύματος Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2007, σσ. 139-151. Βασιλειάδη Π., «Η Ορθόδοξη Εκκλησία μπροστά στην πρόκληση του πλουραλισμού και της μετανεωτερικότητας», στο συλλ. τόμο Πολυπολιτισμικότητα και Εκπαίδευση στον καιρό της Παγκοσμιοποίησης, Πρακτικά Συνεδρίου Αθήνα 28-29 Ιανουαρίου 2005, Γραφείο Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών και Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, έκδ. Γραφείου – Ιδρύματος Νεότητος Ι. Αρχιεπισκοπής Αθηνών, Αθήνα 2007, σσ. 81-93.