Απελπισία και απελευθέρωση. Πανανθρώπινες διαδρομές με τη Βίβλο.
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*
[Δημοσιευμένο στον τόμο του διεθνούς επιστημονικού συνεδρίου
«Ο ρόλος της Αγίας Γραφής στην αρμονική συμβίωση των ετεροτήτων. Το Διάταγμα της ανεξιθρησκίας του 313 μ.Χ. και το αίτημα του 21ου αιώνα για καταλλαγή»,
εκδ. Ελληνικής Βιβλικής Εταιρίας, Αθήνα 2014, σσ. 75-82].
«Θα πάρω θέση, θα σταθώ στη σκοπιά μου και στην πολεμίστρα μου και θα προσμένω για να δω τι θα μου πει ο Θεός για να πω, και ποια θα πρέπει απάντηση να δώσω στο παράπονο που διατύπωσα» [1].
Προφήτης Αβακούμ: Εκπρόσωπος παραπονούμενων, μα παραπονούμενων απαιτητικών κι ετοιμοπόλεμων. Το ετοιμοπόλεμο μεταμορφώνει την αδρανή υπομονή σε προσδοκία έμπρακτη. Είσαι στην πολεμίστρα, σε θέση πράξης. Και προσδοκάς απάντηση ρηματική και έμπρακτη μαζί. Γιατί ζητάς να αλλάξει ροή η ιστορία.
«Ως πότε, Κύριε, θα σου φωνάζω για βοήθεια, κι εσύ δεν θα με ακούς; Σου κράζω για την αδικία που επικρατεί, μα εσύ δεν επεμβαίνεις! […] Γιατί παρατηρείς τη δυστυχία χωρίς να κάνεις τίποτα;» (Αβακ. 1: 1-4).
Εμείς τώρα, διαβάζοντας τον Αβακούμ μέχρι τέλους, γνωρίζουμε ότι η απάντηση ήρθε. Αλλά τις ώρες του παραπόνου, τις ώρες της κραυγής, τις ώρες του καμπουριάσματος στην πολεμίστρα, ο παραπονούμενος αναμετριέται με τη σιωπή, με την απουσία, με την απελπισία, χωρίς κάτι εκείνη τη στιγμή να του εξασφαλίζει ότι η σιωπή, η απουσία, η απελπισία δεν θα είναι αιώνιες. Και σιωπή, απουσία, απελπισία σημαίνουν ότι επελαύνει ανενόχλητη στην ιστορία η νομοτέλεια την οποία ορίζει η ισχύς, με όχημα στις ημέρες του Αβακούμ τους Βαβυλώνιους και στις ημέρες της αφεντιάς μας τους νεοφιλελεύθερους,
«αυτό το έθνος το σκληρό κι αδίστακτο, που διασχίζει όλη τη γη, γυρεύοντας να κατακτήσει ξένες χώρες. Είναι φοβεροί και τρομεροί. Νόμος τους είναι του ισχυρότερου το δίκιο» (1: 6-7).
Απέναντι στη δήωση, τα θύματα και οι αδικημένοι στενάζουν και κραυγάζουν. Η δυνατότητα για παράπονο, για στεναγμούς και για κραυγή, είναι σπουδαία προίκα του ανθρώπου. Είναι μια δυνατότητα, ο άνθρωπος να γίνει πιο ευρύχωρος, ποθώντας ζωή της προκοπής και προσκαλώντας τον άλλον να συμμεριστεί αυτόν τον πόθο. Σαν νήμα μυστικό η κραυγή αυτή ενώνει όλους τους ανθρώπους. Φώναξε γοερά το αίμα του Άβελ (Γεν. 4: 10), στέναξαν κι έκραξαν οι Εβραίοι στη δουλεία της Αιγύπτου (Έξ. 2: 23), κραυγάζει ο μισθός του εργάτη που τον παρακράτησαν τα αφεντικά (Δευτ. 24: 14-15, Ιακ. 5: 4), στενάζει και κραυγάζει η κτίση ολόκληρη, λαχταρώντας την απελευθέρωσή της από τη φθορά (Ρωμ. 8: 19-22), κραυγάζουν δυνατά οι ψυχές των μαρτύρων ζητώντας πίσω το αίμα τους και επαναλαμβάνοντας τον στίχο του Αβακούμ: «Έως πότε, επιτέλους;» (Αποκ. 6: 10). Υψώθηκε στον ουρανό η κραυγή των μαύρων δούλων στην Αμερική κι έγινε spiritual, υψώνεται στον ουρανό το Χαν των Κορεατών, η κραυγή του αδικαίωτου τυραννισμένου [2].