Κριτική θεώρηση βασ. σημείων νεοφ. εκπ. πολιτικής

Κριτική θεώρηση των βασικών σημείων της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής

 

Του Κώστα Θεριανού


 

Την περασμένη δεκαετία, έγιναν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις σε διάφορες χώρες με κυρίαρχα χαρακτηριστικά:

 –  τη διοικητική αποκέντρωση των σχολείων μέσω της παροχής διοικητικής αυτονομίας σε επίπεδο σχολικής μονάδας,

–  την παροχή της δυνατότητας στους γονείς να επιλέγουν το σχολείο που θα παρακολουθήσουν τα παιδιά τους (parental choice),

–  τη χρηματοδότηση των σχολείων με κριτήριο τον αριθμό των μαθητών που εγγράφουν.

Πιο συγκεκριμένα, οι χώρες στις οποίες έγιναν μεταρρυθμίσεις σε αυτήν την κατεύθυνση είναι η Αγγλία, η Ουαλία, οι Η.Π.Α., η Αυστραλία, η Νέα Ζηλανδία και η Σουηδία. Η εκπαιδευτική πολιτική της κάθε χώρας έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες και παραμέτρους, των οποίων η αναλυτική παρουσίαση ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του άρθρου. Η χρηματοδοτική αποκέντρωση στην Αγγλία και την Ουαλία έχει ολοκληρωθεί, στη Νέα Ζηλανδία βρίσκεται στην αρχή, ενώ στις Η.Π.Α. έχουν εμφανισθεί και άλλες μορφές αποκέντρωσης όπως τα ανάδοχα σχολεία (charter schools). Όμως, το κοινό σημείο που χαρακτηρίζει τις νεοφιλελεύθερες εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις που έγιναν και γίνονται σε αυτές τις χώρες είναι η αναδιανομή της εξουσίας ανάμεσα στο κράτος, την τοπική αυτοδιοίκηση, τα σχολεία, τους γονείς και η αλλαγή του τρόπου χρηματοδότησης των σχολικών μονάδων.

Το κύριο επιχείρημα των κυβερνήσεων για τις μεταρρυθμίσεις αυτές είναι ότι αν το εκπαιδευτικό σύστημα λειτουργήσει σε συνθήκες ανταγωνισμού όπου:

·  το κάθε σχολείο θα προσπαθεί να προσφέρει καλύτερες υπηρεσίες από τα άλλα προκειμένου να προσελκύσει περισσότερους μαθητές,

·   και το όλο σύστημα (σχολική μονάδα και εκπαιδευτικοί) αξιολογείται σε εθνικό επίπεδο τότε θα βελτιωθεί η ποιότητα του.

 Στο άρθρο εξετάζονται τα βασικά σημεία της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής πολιτικής.

 

1. Η ιδιωτικοποίηση και η λειτουργία της αγοράς στην εκπαίδευση

 

Ο όρος ιδιωτικοποίηση (privatization) χρησιμοποιείται προκειμένου να περιγράψει την απόδοση στον ιδιωτικό τομέα διαφόρων επιχειρήσεων όπως οι σιδηρόδρομοι, οι τηλεπικοινωνίες, η παραγωγή και διανομή ηλεκτρικής ενέργειας, νερού, φωταερίου, οι υπηρεσίες αποχέτευσης. Στην περίπτωση του εκπαιδευτικού συστήματος δε συμβαίνει κάτι τέτοιο. Δεν έχουμε το φαινόμενο της παραχώρησης σχολικών μονάδων σε ιδιώτες. Αυτό που αλλάζει είναι ο τρόπος χρηματοδότησης των σχολείων. Τα δημόσια σχολεία, στις νεοφιλελεύθερης έμπνευσης μεταρρυθμίσεις, δεν έχουν εξασφαλισμένη τη χρηματοδότηση τους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Απαιτείται οι γονείς να τα επιλέγουν ως σχολεία στα οποία θα φοιτήσουν τα παιδιά τους προκειμένου να πάρουν χρήματα. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το σχολείο πρέπει να πετυχαίνει και συγκεκριμένες θέσεις στους league tables που καταρτίζονται κάθε χρόνο προκειμένου να χρηματοδοτηθεί και να εξασφαλίσει τη συνέχεια της λειτουργίας του.

 Στην πραγματικότητα, τα εκπαιδευτικά συστήματα που προέκυψαν από τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δεν λειτουργούν πλήρως σε καθεστώς ελεύθερης αγοράς. Πρόκειται για περιορισμένη αγορά ή όπως τη χαρακτηρίζουν οι Le Grand και Barlett (1993) «ημι-αγορά» (quasi-market). Ο Levacic (1995: 167) θεωρεί ότι το βασικό χαρακτηριστικό της εκπαιδευτικής ημι-αγοράς είναι η παροχή της δυνατότητας στους γονείς να επιλέξουν το σχολείο που θα φοιτήσει το παιδί τους. Εμφανίζεται η τάση της επιλεκτικής χρηματοδότησης ορισμένων κοινωνικών υπηρεσιών, ανάλογα με τις επιλογές των καταναλωτών.

 Οι μεταρρυθμίσεις αυτές εφαρμόζουν το δόγμα from welfare to work, όπου η κρατική χρηματοδότηση των φορέων που παρέχουν κοινωνικές υπηρεσίες δεν είναι δεδομένη. Οι φορείς μπαίνουν σε ανταγωνισμό μεταξύ τους, προκειμένου να μειωθεί το κόστος των υπηρεσιών που προσφέρουν και να βελτιωθεί η ποιότητα τους. Το κόστος μειώνεται, η βελτίωση της ποιότητας αποτελεί αντικείμενο προς έρευνα. Το δόγμα from welfare to work αποτελεί σύμφωνα με τον Mead (1997), σε βιβλίο του που φέρει αυτό τον τίτλο και που έχει εκδοθεί από το The Institute of Economic Affairs (ΙΕΑ), τη λειτουργική και οργανωτική αρχή που πρέπει να διέπει τις σύγχρονες κοινωνικές υπηρεσίες, ώστε να γίνουν αποδοτικές.

Στην πρόταση αυτή, υπάρχει η τάση να μετατραπεί η λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών σε κοινωνία καταναλωτών. Η διεκδίκηση για περισσότερο και καλύτερο κράτος πρόνοιας μετατρέπεται σε καταναλωτική επιλογή. Η δύναμη της επιλογής του καταναλωτή αντικαθιστά τη λειτουργία των συνδικάτων, του κράτους, των πολιτικών κομμάτων και γενικότερα τις πολιτικές παρεμβάσεις και κοινωνικούς αγώνες.

 

2. To ζήτημα της διοίκησης της σχολικής μονάδας

 

Το ζήτημα της αποκέντρωσης του εκπαιδευτικού συστήματος και της αυτονομίας της σχολικής μονάδας πρέπει να αντιμετωπίζεται στο οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο του εκπαιδευτικού συστήματος γενικότερα και του κάθε σχολείου ειδικότερα. Θεωρητικά, η ανάληψη διοικητικών ευθυνών από τη σχολική μονάδα σημαίνει μεγαλύτερη ελευθερία και ευελιξία κινήσεων από το σχολείο, μεγαλύτερη υπευθυνότητα των εκπαιδευτικών για το ρόλο τους.

Όμως, στις χώρες που έγιναν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, τα σχολεία παραμένουν υπό την στενή επίβλεψη του κράτους, το οποίο προσδιορίζει το αναλυτικό πρόγραμμα που διδάσκουν, επιβλέπει τον τρόπο της πιστής εφαρμογής του με συστήματα εξωτερικής αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου (επιθεωρητές) και αξιολογεί τα σχολεία σε εθνικό επίπεδο με κύριο κριτήριο την επίδοση των μαθητών σε εθνικές εξετάσεις. Στη Μεγάλη Βρετανία η πολιτική της αυτονομίας των σχολικών μονάδων συνοδεύθηκε από την ίδρυση του Ofsted, ενός σώματος εξωτερικών αξιολογητών που ελέγχουν εξονυχιστικά το αν ο κάθε εκπαιδευτικός στο κάθε σχολείο ακολουθεί πιστά το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα. Η σύνδεση της διοικητικής υπευθυνότητας και αυτονομίας του κάθε σχολείου με την επιλογή του από τους γονείς ως χώρο φοίτησης των παιδιών τους και η εξάρτηση της χρηματοδότησης του από τον αριθμό αυτών των επιλογών σημαίνει, ουσιαστικά, όχι την αυτονομία του σχολείου αλλά τον αυστηρότερο έλεγχο του από την κεντρική εξουσία.

Όπως παρατηρεί ο Andy Hargreaves (1994:7), η αυτοδιοίκηση του σχολείου μπορεί να είναι κάτι καλό ή κακό. Όταν δίνεται δυνατότητα λήψης αποφάσεων στα σχολεία αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καινοτομίες, ποικιλία και δυνατότητα του εκπαιδευτικού να ασκήσει καλύτερα το έργο του. Όμως, αν η αυτοδιοίκηση συνδεθεί με τη χρηματοδότηση του σχολείου, οδηγεί το σχολείο στον αγώνα για την επιβίωση. Όταν αυτός ο αγώνας γίνεται υπό καθεστώς αξιολόγησης του σχολείου με κριτήριο την επίδοση των μαθητών, τότε το σχολείο θα γίνει κέντρο προετοιμασίας για τις εξετάσεις και θα λειτουργεί ανταγωνιστικά με τα άλλα σχολεία.

Ένας από τους συνηθέστερους όρους της νεοφιλελεύθερης ρητορικής είναι το αυτοκυβερνώμενο σχολείο. Ο John Major, το 1995, δήλωνε ότι πρόθεση του είναι να γίνουν όλα τα βρετανικά σχολεία αυτοκυβερνώμενα (self governing) «εμπιστευόμενος τους διευθυντές, τους εκπαιδευτικούς και την ωριμότητα των γονιών να κάνουν τις καλύτερες επιλογές για την εκπαίδευση των παιδιών τους» (The Times 24 Αυγούστου 1995: 5). Το νεοφιλελεύθερο όραμα των «αυτοκυβερνώμενων σχολείων» (self governing schools) αναλύεται από τον Atkinson (1997) στο ομότιτλο  βιβλίο του, που εκδόθηκε από το διεθνές think tank του νεοφιλελευθερισμού The Institute of Economic Affairs (ΙΕΑ). Η χρήση του όρου στη νεοφιλελεύθερη ρητορική, με τρόπο που αγγίζει τα όρια του αναρχισμού, είναι καταχρηστική αφού τα σχολεία στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν είναι αυτοκυβερνώμενα με την έννοια ότι έχουν το δικαίωμα να διδάξουν όποιο αναλυτικό πρόγραμμα θέλουν, με όποιες διδακτικές μεθόδους αποφασίσουν. 

Στη νεοφιλελεύθερη ρητορική και πολιτική, αυτοκυβερνώμενα σχολεία σημαίνει τα ανταγωνιζόμενα για την εύρεση πόρων, που ακολουθούν το προσδιορισμένο και εποπτευόμενο από το κράτος αναλυτικό πρόγραμμα. Πρόκειται για διπλό καταναγκασμό: οικονομικό (ανάγκη να εγγραφούν μαθητές) και κρατικό (αξιολόγηση για το τι εφαρμόζεται στο σχολείο). Αξίζει να επισημάνουμε ότι στη δίνη της νεοφιλελεύθερης ρητορικής περί αυτοκυβέρνησης των σχολείων, το σχολείο του Summerhill, που παραδοσιακά ακολουθούσε διαφοροποιημένο αναλυτικό πρόγραμμα από το Εθνικό Αναλυτικό Πρόγραμμα και δικές του μεθόδους διδασκαλίας (εκούσια έλευση των μαθητών στις τάξεις, μη ύπαρξη απουσιολογίου και ποινών, διαφορετικό τρόπο ενδοσχολικής αξιολόγησης), αξιολογήθηκε αρνητικά από τους επιθεωρητές εκπαίδευσης, επειδή δεν ακολουθούσε ακριβώς το εθνικό αναλυτικό πρόγραμμα (Ofsted, 6 Ιουνίου 1999).

 

3. Το ζήτημα των κουπονιών (vouchers), το δικαίωμα της επιλογής στην εκπαίδευση και η ιδέα της ελεύθερης εκπαιδευτικής αγοράς

 

Η ιδέα των κουπονιών αναπτύχθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 από κύκλους του Συντηρητικού Κόμματος της Μεγάλης Βρετανίας. Οι ιδέες της επιλογής στην εκπαίδευση και του ανταγωνισμού αποτελούν το βασικό ιδεολογικό οπλοστάσιο του νεοφιλελευθερισμού. Η Margaret Thatcher σχολιάζοντας τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε στο αγγλικό εκπαιδευτικό σύστημα ο Νόμος του 1988 γράφει:

Εισαγάγαμε την ανοικτή εγγραφή, η οποία επέτρεψε στα δημοφιλή σχολεία να αναπτυχθούν. Η ανοικτή εγγραφή διεύρυνε τις επιλογές των γονιών και εμπόδισε τις τοπικές αρχές να θέτουν όρια στην ανάπτυξη των καλών σχολείων προκειμένου να κρατήσουν αποτυχημένα σχολεία ανοικτά. Ουσιώδες στοιχείο της μεταρρύθμισης μας ήταν η χρηματοδότηση του σχολείου ανά μαθητή, δηλαδή τα χρήματα που διέθετε το κράτος σε κάθε μαθητή τον ακολουθούσαν όποιο σχολείο και αν επέλεγε να παρακολουθήσει. Με αυτό τον τρόπο, οι γονείς ψήφιζαν ανάλογα με το σχολείο που επέλεγαν για το ποιο σχολείο είναι καλό. Το καλό σχολείο κέρδιζε μαθητές. Το κακό σχολείο θα έπρεπε ή να βελτιωθεί ή να κλείσει. Έτσι, προχωρήσαμε σε μια δημόσια μορφή εκπαιδευτικού κουπονιού

(M. Thatcher 1993: 591). 

H πολιτική της Thatcher αποκρυσταλλώνεται στη φράση money follow choices (τα χρήματα ακολουθούν επιλογές). Όμως τι εννοούν οι νεοφιλελεύθεροι με τον όρο επιλογή και πως αυτή λειτουργεί στα σύγχρονα εκπαιδευτικά συστήματα;

Η επιλογή μέσων και χώρων αγωγής αποτελεί προοδευτική ιδέα και βασικό δικαίωμα του κάθε ανθρώπου. Η επιλογή έχει νόημα όταν το άτομο μπορεί να επιλέξει διαφορετικά σχήματα αγωγής, με διαφορετικά αναλυτικά προγράμματα και μεθόδους διδασκαλίας, ανεξάρτητα από την οικονομική του κατάσταση την κοινωνική τάξη, την πολιτική παράταξη ή το θρήσκευμα στα οποία ανήκει. Όταν το αναλυτικό πρόγραμμα των σχολείων καθορίζεται από το κράτος και οι επιλογές των ατόμων περιορίζονται μόνο στο ποιο σχολείο θα παρακολουθήσουν, το δικαίωμα στην επιλογή είναι φενάκη. Στην ουσία είναι προνόμιο των εύπορων και μορφωμένων γονιών που διαθέτουν επαρκή πληροφόρηση, μπορούν να την αξιολογήσουν και έχουν τη δυνατότητα να χρηματοδοτούν την επιλογή τους.

Η επιλογή προϋποθέτει πληροφόρηση. Η πληροφόρηση που έχουν οι γονείς για τα σχολεία είναι οι πίνακες που δημοσιεύονται με την επίδοση των μαθητών του σχολείου. Στην Αγγλία και την Ουαλία, η κυβέρνηση θεωρεί ότι η επίδοση των μαθητών είναι το μόνο ασφαλές κριτήριο επιλογής σχολείου από τους γονείς. Όμως, οι πίνακες με την επίδοση των μαθητών δεν επαρκούν ως πληροφορία και αποτελούν αντικείμενο πολιτικής προπαγάνδας. Για παράδειγμα, στις 4 Αυγούστου του 1996, η εφημερίδα Sunday Times δημοσίευσε συγκριτική επεξεργασία αυτών των πινάκων, η οποία έδειχνε ότι τα Grammar Schools είναι καλύτερα από τα Local Comprehensive. Αυτό που απέκρυψε η εφημερίδα είναι ότι τα σχολεία αυτά είναι άκρως επιλεκτικά, ελέγχουν το επίπεδο των μαθητών που εγγράφουν και έχουν υψηλό αριθμό αποβολών των μαθητών που δεν πηγαίνουν καλά. Επίσης, ένας δείκτης που θα έδειχνε ποια είναι η κοινωνική προέλευση του μαθητή είναι το δικαίωμα του να παίρνει δωρεάν γεύμα στο σχολείο. Μόνο το 2% των μαθητών των Grammar Schools έπαιρναν δωρεάν γεύμα, στοιχείο που δείχνει ότι οι μαθητές τους προέρχονταν από μεσαία και ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Στο Σικάγο, τα καλύτερα δημόσια σχολεία έχουν εφαρμόσει αυστηρή πολιτική επιλογής των μαθητών τους. Έτσι, μπορεί η επίδοση τους στους εθνικούς διαγωνισμούς να είναι υψηλή, οι γονείς όμως μπορούν να εγγράψουν εκεί το παιδί τους μόνο κατόπιν εξετάσεων και όχι ελεύθερα, όπως διατείνονται οι νεοφιλελεύθεροι πολιτικοί.

Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στη Μεγάλη Βρετανία η έκδοση εθνικών πινάκων (league tables) με την κατάταξη των σχολείων ανάλογα με την επίδοση των μαθητών τους, προκειμένου να ξέρουν οι γονείς ποια είναι τα καλά σχολεία, επέφερε την πόλωση των σχολείων. Οι Benn και Chitty (1997: 51) παραθέτουν στοιχεία από περιοχές του Hampshire, του Newcastle, του Rothrman, του Oldham, του Manchester, όπου υπήρξε πόλωση των σχολείων σε «καλά» και «κακά» και ανταγωνισμός των καλών σχολείων με τρόπους όπου το ένα προσπαθούσε να δυσφημίσει το άλλο για να συγκεντρώσει περισσότερους μαθητές και να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Τα καλά σχολεία της περιοχής του Yorkshire απέβαλλαν πιο εύκολα μαθητές προκειμένου να κρατήσουν την καλή τους φήμη και την υψηλή τους θέση στους εθνικούς πίνακες επίδοσης. Σε καθεστώς ανταγωνισμού των σχολείων, ένα δυσλεκτικό παιδί, ένας ανήσυχος μαθητής με προβλήματα συγκέντρωσης, χωρισμένους γονείς, με κενά και μαθησιακές δυσκολίες, είναι «κακό μαντάτο» για το καλό σχολείο, κηλίδα που θα κοιτάξει να την ξεφορτωθεί (Vulliamy and Webb, 2000). Στο Λονδίνο, το 1995, οι Τοπικές Αρχές έκλεισαν ένα δευτεροβάθμιο σχολείο επειδή οι μαθητές του (στην πλειοψηφία τους φτωχά παιδιά από οικογένειες μεταναστών) βρίσκονταν πολύ κάτω από το μέσο όρο της επίδοσης στις εθνικές εξετάσεις. Ήταν ένα δημόσιο σχολείο, στο οποίο οι κυβερνώντες που διαμορφώνουν το εκπαιδευτικό σύστημα «και ξέρουν να επιλέγουν» δε θα έστελναν ποτέ τα παιδιά τους. Ήταν «ένα σχολείο για τα παιδιά των άλλων. Αυτών που δεν ήξεραν να επιλέξουν σχολείο».         

Ο Ball (1994: 146) υποστηρίζει ότι οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις διαμόρφωσαν ένα νέο κρυφό πρόγραμμα στα σχολεία. Η κοινότητα, η αλληλοβοήθεια, η ισότητα που διαπότιζε την ιδεολογία των ενιαίων σχολείων αντικαταστάθηκε από τον ανταγωνισμό και τις αξίες της αγοράς.

 

4. Το επιχείρημα της ελεύθερης εκπαιδευτικής αγοράς

 

Πολλοί θεωρητικοί του νεοφιλελευθερισμού ασκούν κριτική στο μοντέλο της Μεγάλης Βρετανίας και θεωρούν ότι, στην ουσία του, δεν αποτελεί ελεύθερη εκπαιδευτική αγορά. Εκεί οφείλονται και οι όποιες δυσλειτουργίες του. Αν και ο όρος ελεύθερη αγορά χρησιμοποιείται με διαφορετικό νόημα από διάφορους θεωρητικούς του νεοφιλελευθερισμού, θα σταθούμε στις ιδέες του James Tooley (2000), διευθυντή του Institute of Economic Affairs, ο οποίος αναπτύσσει την έννοια της ελεύθερης αγοράς στην εκπαίδευση στην ακραία της μορφή. Ο Tooley προτείνει το κράτος να μην έχει καμία εμπλοκή στην εκπαιδευτική πολιτική. Θεωρεί ότι οι προϋποθέσεις μιας ελεύθερης εκπαιδευτικής αγοράς είναι:

– η ανυπαρξία κρατικής χρηματοδότησης,

– η ανυπαρξία ελέγχου των σχολείων από το κράτος,

– η ελεύθερη είσοδος στην εκπαιδευτική αγορά οποιουδήποτε επιθυμεί να παρέχει εκπαιδευτικές υπηρεσίες, ώστε να λειτουργήσει η προσφορά και η ζήτηση που θα ρυθμίσουν και την τιμή του εκπαιδευτικού προϊόντος. Έτσι, θα διασφαλισθεί η ποιότητα της εκπαίδευσης.   

Ο Tooley υποστηρίζει ότι η ελεύθερη εκπαιδευτική αγορά θα θέσει σε λειτουργία τις τρεις αρετές της Οικογένειας, της Ελευθερίας και της Φιλανθρωπίας, οι οποίες διασφαλίζουν την ποιότητα της εκπαίδευσης. Επίσης, θα ευνοήσει την ανάπτυξη σε όλο τον κόσμο των επώνυμων εκπαιδευτικών υπηρεσιών (brand name providers of schooling). Ο Tooley αντιμετωπίζει την εκπαίδευση όπως άλλες επιχειρήσεις και θεωρεί ότι όπως διαλέγουμε να μείνουμε σε ένα επώνυμο ξενοδοχείο όταν ταξιδεύουμε σε άλλη χώρα ή αγοράζουμε μια ακριβή μάρκα καφέ από το supermarket επειδή εμπιστευόμαστε την ποιότητα της, έτσι και οι γονείς θα μπορούν να επιλέξουν κάποιο από τα επώνυμα σχολεία που θα ανοίξει στην περιοχή τους.    

Ωστόσο, η επιλογή σχολείου δεν είναι το ίδιο με την επιλογή ξενοδοχείου ή μάρκας καφέ στο supermarket. Αν κάποιος επιλέξει ξενοδοχείο και δεν μείνει ικανοποιημένος από τις υπηρεσίες μπορεί την επόμενη ημέρα να παει σε άλλο. Αν δεν του αρέσει ο καφές μπορεί να αλλάξει μάρκα. Όμως, αν κάποιος διαλέξει σχολείο και δε μείνει ικανοποιημένος από την ποιότητα των σπουδών, δεν είναι εύκολο στη μέση της σχολικής χρονιάς να μετακινηθεί σε άλλο. Επίσης, η ποιότητα της εκπαιδευτικής υπηρεσίας δεν είναι κάτι που γίνεται άμεσα αντιληπτό ούτε εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από το φορέα που τη χορηγεί. Εξαρτάται, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό, και από  το μαθητή που «καταναλώνει» αυτές τις υπηρεσίες, από τη θέληση του, την στάση του απέναντι στη γνώση, τις ικανότητες του και το γνωστικό του υπόβαθρο.

Οι εγγυήσεις που μπορεί να παρέχει μια επώνυμη επιχείρηση, οποιασδήποτε μορφής, είναι εκ των πραγμάτων περιορισμένες. Η επώνυμη επιχείρηση εγγυάται καλό επίπεδο υπηρεσιών. Ένα καλό ξενοδοχείο ή ένα καλό τουριστικό γραφείο μπορεί να εγγυηθεί την καλή ποιότητα του φαγητού, τον κλιματισμό, την καθαριότητα του δωματίου. Δεν μπορεί να εγγυηθεί τον καιρό και την ανυπαρξία ατυχημάτων που ενδεχομένως να καταστρέψουν το ταξίδι. Δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι ο τουρίστας θα περάσει όμορφες στιγμές με την παρέα του, θα βρει ερωτικό σύντροφο, δε θα τσακωθεί με τους φίλους του και δε θα χωρίσει με τη σύζυγο του. Ανάλογα, το επώνυμο σχολείο μπορεί να εγγυηθεί τον καλό εξοπλισμό των αιθουσών και τους έμπειρους εκπαιδευτικούς, όχι όμως το ζήλο του μαθητή για μάθηση, τις ικανότητες του ή την ποιότητα των σχέσεων που θα έχει με τους συμμαθητές του, τα βιώματα που θα προκύψουν από αυτές, ότι δε θα έχει προβλήματα της εφηβικής ηλικίας και δε θα χωρίσει με τη φίλη του. Παράγοντες αστάθμητοι που όμως όσοι έχουν μπει σε σχολική τάξη ξέρουν ότι επηρεάζουν άμεσα την επίδοση του μαθητή.  

Η πολιτική της εκπαιδευτικής αγοράς, προβάλλοντας το επιχείρημα ότι διαμορφώνει μωσαϊκό εκπαιδευτικών επιλογών που ανταποκρίνεται στην ετερότητα των σύγχρονων κοινωνιών, στηρίζεται στη μεταμοντέρνα θεώρηση που αντιμετωπίζει τη σύγχρονη κοινωνία σαν άθροισμα ατόμων και ομάδων με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτιστικές επιλογές. Ο Callinicos (1989), στην κριτική που ασκεί στο μεταμοντερνισμό, υποστηρίζει ότι ο κοινωνικός σχηματισμός συντίθεται βασικά από κοινωνικές τάξεις και όχι από ομάδες με πολιτισμικές διαφορές.

Με αφορμή αυτές τις παρατηρήσεις κλείνουμε επαναλαμβάνοντας μία αρκετά γνωστή ρήση του D. Hargreaves (1983): «πριν αναρωτηθούμε για το τι σχολεία θέλουμε πρέπει πρώτα να έχουμε ξεκαθαρίσει τι είδους κοινωνία θέλουμε».

   

ΑΝΑΦΟΡΕΣ

 

Atkinson, D. (1997) Towards Self-governing Schools. London: Institute of Economic Affairs.

Ball, S. (1994) Education Reform: a Critical and Post-structural Approach. Buckingham: Open University Press.

Bartlett, W. (1993) Quasi-markets and educational reforms. In J. Le Grand and W. Bartlett (eds) Quasi-markets and Social Policy. London: Macmillan.

Benn, C and Chitty, C. (1997) Thirty Years On. London: Penguin Books.

Callinikos, A. (1989) Against Postmodernism: a Marxist Critique. Cambridge University Press.

Hargreaves, A. (1994) Changing Teachers, Changing Times. Teachers’ work and culture in the postmodern age. London: Cassel

Hagreaves, D. (1983) The Challenge for the Comprehensive School: Culture, Curriculum and Community. London: Routledge and Keagan.

Levacic (1995) Local Management of Schools: Analysis and Practice. Buckingham: Open University Press.

Mead, L. (1997) From Welfare to Work. Lessons from America. London: Institute of Economic Affairs.

Thatcher, M. (1993) The Downing Street Years. London: Harper Collins.

Tooley, J. (1999) The Global Education Industry. London: Institute of Economic Affairs.

Vulliamy, G. και Webb, R. Stemming the tide of rising schools exclusions: problems and possibilities, British Journal of Educational Studies, Vol. 48, No 2, June 2000, pp. 119-133.

 

Σημείωση: Έχει δημοσιευθεί στο περιοδικό ΡΩΓΜΕΣ ΕΝ ΤΑΞΕΙ, τ. 13. Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την άδεια δημοσίευσης.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.