Π Ρ Ο Τ Α Σ Η: Θρησκευτική ἐλευθερία, ἀνθρώπινα δικαιώματα, καί τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν
Του Χριστόφορου Αρβανίτη*
1. ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΚΑ-ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΑ
1.1. Παγκοσμιοποίηση καί παγκόσμια κουλτούρα.
1.1.1. Στό πλαίσιο τῆς παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας ἡ προσέγγιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου ὑποβαθμίζεται καί ἀπό γενικό κοινωνικά διαδραστικό φαινόμενο γίνεται μερικό καί τοπικό.
1.1.2. Τό θρησκευτικό φαινόμενο ἀνάγεται σέ συστατικό στοιχεῖο τοπικῆς πολιτισμικῆς ταυτότητας, δημιουργώντας χρηστικές διακρίσεις μέ κοινωνικές ἐπιπτώσεις τοῦ τύπου: «Ἕλληνας καί ἄρα Ὀρθόδοξος».
1.1.3. Ἡ δῆθεν ἄνοδος τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἡ «αὔξηση» τοῦ ποσοστοῦ τῶν θρησκευόντων εἶναι καθαρῶς ἐργαλειακή καί ἐπιφαινομενική, καθώς ὀφείλεται σέ πολιτικές καθαρῶς ἐπιλογές. (Φονταμενταλισμός καί νεοσυντηρητική ἀμερικανική πολιτική σχολή).
2. Ἡ θρησκεία ὡς προϊόν τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ.
2.1. Ἡ θρησκεία ὡς προϊόν τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ καλύπτει ἀνθρώπινες ἀναγκαιότητες.
2.2. Ἡ πίστη στόν Θεό ἀποτελεῖ ἀναγκαία διανοητική πράξη, ἡ ὁποία ἔρχεται νά καλύψει τά κενά τῆς λογικῆς μικρότητας τοῦ ἀνθρώπου.
2.3. Ὁ Θεός, ὅμως, αὐτός καθ’ἑαυτός, δέν ὁρίζεται ἐρευνητικά καί ἑπομένως δέν ὁρίζεται καί διανοητικά, (πόσο μᾶλλον δέ ὅταν πρόκειται γιά τόν Θεό τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας). Ἀποτελεῖ ἀντικείμενο-ἐρώτημα τοῦ φιλοσοφικοῦ προβλήματος. (Θεολογία-Δαμασκηνός-Θωμᾶς Ἀκινάτης).
1.3. Ἡ «ἀναγκαία» ἀντικατάσταση.
1.3.1. Ἐξελικτικά, μετά τήν ἐν γένει ἀπόριψη τῶν μεταφυσικῶν προσεγγίσεων καί ἑρμηνειῶν τοῦ φυσικοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἀντικαθιστᾶ ἐν μέρει τόν Θεό μέ ἄλλες ἀπόλυτες ἀξίες ὅπως Λογική, Ἱστορία, Ἐξουσία, Βούληση, Ἐλευθερία.
1.3.2. Αὐτές οἱ ἔννοιες, παρ’ὅτι ἐγγυῶνται θεωρητικά κοινωνική σταθερότητα καί προτείνουν λύσεις στούς φόβους καί τίς ὑπαρξιακές ἀγωνίες τοῦ ἀνθρώπου, ἐμπλέκονται, ὡστόσο, σέ πρακτικό ἐπίπεδο μέ τά ἀνθρώπινα συμφέροντα.
2.ΘΕΣΜΙΚΑ
2.1. Οἱ θρησκεῖες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, ὄχι ὅμως τόν κύριο καί μοναδικό:
α.στή διαμόρφωση τῶν ταξικῶν κοινωνιῶν (Marx)
β. στή γέννηση τῶν πολιτισμῶν (Durkheim)
γ.στή συγκρότηση τῶν πολιτικῶν θεσμῶν (Hobbes)
δ.στήν ἐπιλογή οἰκονομικοῦ μοντέλου (Weber)
Αὐτό σημαίνει ὅτι τό θρησκευτικό παραμένει ἕνα σημαντικό κοινωνικό φαινόμενο, τό ὁποῖο, ὅμως, θά πρέπει, καθ’ἑαυτό, νά ἀναπροσαρμόζει τήν ὅλη θεσμική του παρουσία.
2.2. Σέ μιά θεσμικά καί λειτουργικά δημοκρατική κοινωνία, καί ἡ θρησκεία θά πρέπει νά ἀναπροσαρμόζει δημοκρατικά τίς θεσμικές της λειτουργικές της μορφές, ὥστε νά ἔχει λόγο ἰσχυρό, ἀποδεκτό καί ἔγκυρο.
2.3. Σέ ἐπίπεδο θρησκευτικοῦ φαινομένου αὐτή ἡ δημοκρατική θεσμική ἀναπροσαρμογή δέν ἔγινε καί, ἑπομένως, στό χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης, ἕναν ἀπό τούς κατ’ἔξοχήν χώρους παραγωγῆς κοινωνικῶν καί πολιτισμικῶν δημοκρατικῶν ρόλων, τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν χρεώνεται τή θρησκευτική ἀκύρωση.
2.4. Στόν Ἑλλαδικό χῶρο, τό μάθημα ὡς μάθημα καί τό πρόσωπο τοῦ διδάσκοντος ὡς ὑποκείμενο παροχῆς τῆς γνώσης ταυτίστηκε μέ τή θεσμική ἔκφραση της θρησκείας καί τήν ὁμολογιακή κατήχηση. Αὐτό, ὅμως, εἶναι τελείως ἀντιφατικό γιατί ὅλοι γνωρίζουν ὅτι ἡ Διοικούσα Ἐκκλησία θεσμικά καί τεχνοκρατικά δέν ἔχει ρόλο στό ὅλο διαμορφωμένο πλαίσιο τοῦ μαθήματος. (Θεολογικές Σχολές, Θεολόγοι καθηγητές, σχολικά βιβλία).
3. ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ.
Γενικές διαπιστώσεις:
3.1. Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος δέν ἀνταποκρίνεται στίς ἀπαιτήσεις μιᾶς σύγχρονης πολυπολιτισμικῆς καί πολυθρησκευτικῆς κοινωνίας.
3.2. Ἡ ὕλη τοῦ μαθήματος, μέ μοναδικές ἴσως ἐξαιρέσεις καί αὐτές κατά περίπτωση, τῶν βιβλίων τῆς Β και Α Γυμνασίου, δέν συνδέεται μέ τά σύγχρονα κοινωνικά καί ἀνθρωπολογικά προβλήματα
3.3. Συνεχίζεται ἡ κατηχητική καί μονοομολογιακή προσέγγιση τοῦ ἀντικειμένου σέ ὅλες σχεδόν τίς τάξεις. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό μάθημα βρίσκεται σέ μονοδιάστατη θρησκευτική κατεύθυνση, κάτι τό ὁποῖο δέν συνάδει μέ τήν πολυμορφικότητα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀντικειμένου. Ἡ κατηχητική προσέγγιση δηλώνει ἐκπαιδευτικό ὑλικό προσαρμοσμένο σέ μία καί μόνο πίστη καί, ἑπομένως, ὄχι ὑλικό μέ χαρακτήρα καθαρῶς γνωσιοκεντρικό.
3.4.Ἡ προσέγγιση τοῦ θρησκευτικοῦ φαινομένου θά ἔπρεπε, ἤδη ἀπό τήν δεκαετία τοῦ 80, νά εἶναι διαομολογική, διαθρησκευτική καί, ὅσο τό δυνατόν, πολιτισμική καί διαπολιτισμική. Ἡ γνώση τοῦ θρησκευτικοῦ μέ πολλαπλές ἰδιαίτερες ἀναφορές στό πολυθρησκευτικό, πολυπολιτισμικό καί πολυδιάστατο κοινωνικό δεδομένο ἀπαιτεῖ καθαρά ἐπιστημονική προσέγγιση καί ἅπτεται κυρίως κοινωνιολογικῶν προσεγγίσεων.
3.4. Γνωσιοκεντρικότητα τοῦ θρησκευτικοῦ ἀπό τή μιά καί κατήχηση ἀπό τήν ἄλλη, ἀποτελοῦν ἔννοιες ἐπιστημονικά καί ἐρευνητικά ἀσύμβατες.
Ὑπό τό πρίσμα αὐτό τῶν διαπιστώσεων:
α. Τό κράτος, ὡς κυρίαρχος θεσμός, οἱ φορεῖς καί τά πρόσωπα πού τό ἀπαρτίζουν, ἀποδοκιμάζουν τήν μονοδιάστατη θρησκευτική ὁμολογιακή κατεύθυνση τοῦ μαθήματος καί ζητοῦν τήν ὑποβάθμισή του, καθώς αὐτό πού κυριαρχεῖ εἶναι ἡ ἀντίληψη ὅτι θρησκευτική ἐλευθερία καί ὁμολογιακός χαρακτήρας δέν συμβαδίζουν.
β. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά ἀποδείξει τή χρησιμότητα τοῦ μαθήματός του γνωσιολογικά καί ἐπιστημονικά. Οἱ ὁποιεσδήποτε ἐμπειρικές καί ὑπαρξιακές ἀναφορές, ὅσο ἐνδιαφέρουσες καί νά εἶναι, ἐάν δέν εἶναι γνωσιοκεντρικές, παραμένουν ἀδιάφορες καί ἀνούσιες.
γ. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά ἀποδείξει ὅτι στό σύγχρονο δημοκρατικό καί διαδραστικό σχολεῖο ἔχει σύγχρονο λόγο καί δεδομένη γνώση.
δ. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά διαμορφώσει καί νά ἀποδείξει ὅτι τό μάθημα τῶν θρησκευτικῶν εἶναι πράγματι δικαίωμα γνωσιοκεντρικό καί ὄχι κατηχητικό-ὁμολογιακό.
ε. Ὁ θεολόγος καλεῖται νά στηρίξει τό γεγονός ὅτι ἡ διαγραφή τοῦ μαθήματος, ἀπό τά μαθήματα γενικῆς ὑποχρεωτικῆς παιδείας, ἰσοδυναμεῖ μέ πνευματικό ἔγκλημα.
Προβλήματα:
α. Τό ΥΠΕΠΘ, θά πρέπει νά ἀποσαφηνίσει ἐάν ἐπιθυμεῖ ἕνα μάθημα θρησκευτικῶν γνωσιοκεντρικό καί γενικῆς παιδείας καί ἄρα ὑποχρεωτικό ἤ ἕνα μάθημα κατηχητικό-ὁμολογιακό, μή ὑποχρεωτικό καί ἄρα ὑποβαθμισμένο καί ἐπιλεγόμενο.
β. Τό Π.Ι ὀφείλει, ἐπιτέλους, νά προχωρήσει στήν ἄμεση καί στήν ἐξολοκλήρου ἀναπροσαρμογή τῆς παρεχόμενης ὕλης σέ οἰκουμενική, διαπολιτισμική καί διαθρησκευτική κατεύθυνση. Πρός τό παρόν, μέ μιά κίνηση ἡ ὁποία θά ἀποδεικνύει ὅτι ἀντιλαμβάνεται πλέον τή διαμορφούμενη κατάσταση, θά πρέπει νά προχωρήσει σέ ἄμεση ἀνάκληση τοῦ ἐγχειριδίου τῆς Α Λυκείου, ὡς τό βιβλίο ἐκεῖνο μέ τίς πλέον ἀντιεπιστημονικές καί ἀναχρονιστικές ἀπόψεις στό χῶρο τῆς ἐκπαίδευσης.
γ. Οἱ Θεολογικές Σχολές νά προχωρήσουν σέ πλήρη ἀναμόρφωση τοῦ προγράμματος σπουδῶν, κρατώντας ἐν μέρει τό ὁμολογιακό καί προκρίνοντας ἐν γένει τό οἰκουμενικό, κοινωνιολογικό, διαθρησκευτικό καί διαπολιτισμικό χαρακτήρα τῶν σπουδῶν. Ἄμεση θά πρέπει νά εἶναι καί ἡ μετονομασία τῶν τμημάτων Θεολογίας σέ τμήματα Θεολογίας καί Ἐπιστήμης τῶν Θρησκειῶν.
Τό Παράδειγμα.
1. Τό ζήτημα τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου ἀπό τόν Θεό.
α. Διαθρησκευτική-Διαομολογική.
Στόν Χριστιανισμό-ὁμολογίες, στό Ἰσλάμ, στόν Ἰνδουϊσμό, στό Βουδισμό, στά ἀφρικανικά θρησκεύματα, στίς Ἰνδιάνικες θρησκεῖες, στόν Κομφουκιανισμό κλπ., μέσα από τίς πηγές καί τά ἱερά κείμενα τῶν θρησκειῶν. Συγκριτική ἐπίσης ἀναφορά.
β. Κοινωνιολογική.
Οἱ διάφορες προβολές τῶν θρησκευτικῶν ἀντιλήψεων πού προαναφέρθηκαν στίς ἐπιμέρους κοινωνίες, θεσμούς, οἰκονομικά καί πολιτικά συστήματα.
γ. Πολιτισμική.
Ἀντιστροφή τοῦ β. Κατά πόσο ἡ διαμόρφωση ἑνός πολιτισμοῦ ἐπηρεάζει τή διαμόρφωση τῆς πίστης σέ μιά α ἤ β θρησκευτική δοξασία. Τά πολιτισμικά δεδομένα μιᾶς περιοχῆς ἤ ἑνός λαοῦ καί κατά πόσο αὐτά ἐπιδροῦν στήν ἐμφάνιση μιᾶς θρησκείας.
2. Ὁ Γάμος.
α. Διαθρησκευτική-Διαομολογιακή.
Ὁ Γάμος ὡς μυστήριο ἤ θρησκευτική τελετή στίς διάφορες θρησκεῖες. Τελετουργικό. Συγκριτικές ἀναφορές.
β. Κοινωνιολογική.
Κοινωνιολογικά δεδομένα συναφή μέ τή θεσμικότητα τοῦ γεγονότος. π.χ. Ὁ ρόλος τῆς οἰκογένειας, τοῦ πατέρα, τῆς μητέρας…κλπ. Σύγχρονοι προβληματισμοί. Γάμος ὁμοφυλοφίλων, σύμφωνο συμβίωσης, πολιτικός γάμος. Ἄγαμες μητέρες. Φυλοτικά προβλήματα.
γ. Πολιτισμική.
Γάμος-οἰκογένεια σέ διαφόρους πολιτισμούς, ἤθη, ἔθιμα. Πατριαρχία, μητραρχία, ἰσότητα.
Αὐτοῦ τοῦ εἴδους, οἱ οὔτως ἤ ἄλλως, ἐδῶ πρόχειρες παραδειγματικές διαομολογιακές, διαθρησκευτικές καί διαπολιτισμικές προσεγγίσεις τοῦ ἐπιστητοῦ τοῦ μαθήματος τῶν θρησκευτικῶν:
α. ἐπιτρέπουν τήν γνωσιοκεντρική, ἐπιστημονική προσέγγιση, καθώς καί τόν ἔλεγχο τῆς παρεχόμενης γνώσης,
β. σέβονται, καθώς δέν θέτουν κἄν, τό ζήτημα τῆς πίστης ὡς δικαίωμα καί ὡς στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας,
γ.διασφαλίζουν τήν παρουσία τοῦ θρησκευτικοῦ κατά τρόπο ἐπιστημονικό καί δημοκρατικό στήν παρεχόμενη ἐκπαιδευτική γνώση.
Οἱ παραπάνω σκέψεις καί προτάσεις ἀποτελοῦν κατάθεση εὐθύνης. Τήν εὐθύνη ἑνός ἀνθρώπου πού τά τελευταῖα χρόνια συνεχῶς ἐπισημαίνει αὐτό πού τελικά πάει νά γίνει: ἤ ἀλλάζει τό ὅλο πλαίσιο τοῦ μαθήματος ριζικά καί ἀναδιαμορφώνεται σέ νέα βάση, λαμβάνοντας ὑπ’ὄψιν ὅσα προαναφέρθηκαν ἤ τό μάθημα ὑποβαθμίζεται καί περνᾶ στή λίστα τῶν ἐπιλεγομένων μέ τίς περαιτέρω βεβαίως συνέπειες γιά τίς θεολογικές σπουδές καί τίς θεολογικές σχολές. Ὁ προσφερόμενος, πάντως, χρόνος γιά ἀλλαγές εἶναι ἤ ἐλάχιστος ἤ ἀνύπαρκτος.
* Ο Χριστόφορος Ἀρβανίτης είναι Δρ. Θεολογίας-Κοινωνιολογίας τῆς Θρησκείας, harvanitis@yahoo.gr