Εξομολογούμαι, άρα μετανοώ;*
Του Γιάννη Στρούμπα
Η τεχνητή οικονομική κρίση στην οποία εξωθήθηκε η Ελλάδα όχι μόνο από τις κοντόθωρες μικροπολιτικές τακτικές των ελληνικών κυβερνήσεων, μα κι από τις συντονισμένες πρακτικές των κερδοσκοπικών τραπεζικών ιδρυμάτων και των ισχυρών κρατών της Ε.Ε. έγινε τελικά παραδεκτή από τον επικεφαλής του Eurogroup κ. Ζαν Κλοντ Γιούνκερ. Ο κ. Γιούνκερ «εξομολογήθηκε» ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι Ευρωπαίοι εταίροι της Ελλάδας γνώριζαν πως η χώρα θα αντιμετώπιζε τεράστιο δημοσιονομικό πρόβλημα, ωστόσο δεν κινήθηκαν αποφασιστικά ώστε να το αποτρέψουν, καθώς οι υπάρχουσες οικονομικές συνθήκες εξυπηρετούσαν τα συμφέροντα της Γαλλίας και της Γερμανίας: «η Γαλλία και η Γερμανία κέρδιζαν τεράστια ποσά από τις εξαγωγές τους προς την Ελλάδα», παραδέχτηκε ο κ. Γιούνκερ («In.gr», http://news.in.gr/economy/article/?aid=1231062258, 9/10/2010.).
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 307, 16/11/2010.
Η παραδοχή του επιτελικού στελέχους της Ε.Ε. αντιμετωπίστηκε από τα μέσα ενημέρωσης σαν κεραυνός εν αιθρία, σαν ύψιστη αποκάλυψη που ξεθόλωσε το τοπίο. Περίεργη αντιμετώπιση, ιδίως αν αναλογιστεί κανείς πως τα ίδια μέσα ενημέρωσης, τις παραμονές της ελληνικής ένταξης στην Ο.Ν.Ε., ανέλυαν με τι είδους «μαγειρέματα» θα κατορθωνόταν παρασκηνιακά η ένταξη στην ευρωπαϊκή νομισματική ένωση. Εγκαίρως, άλλωστε, πολύ νωρίτερα από τις «εξομολογήσεις» του κ. Γιούνκερ, σχολιάζαμε από το βήμα τούτο σχετικά με τη νοθεία στοιχείων που οδήγησαν την Ελλάδα στην Ο.Ν.Ε.: «Καί οι Έλληνες τη γνώριζαν, καί οι Ευρωπαίοι τη γνώριζαν, κι η κάθε πλευρά αποσκοπούσε στην εξυπηρέτηση των δικών της συμφερόντων. Η ελληνική πολιτική βολευόταν με την εικόνα του “σφρίγους” της και τη θωράκιση του νομίσματός της, όπως νόμιζε τότε. Οι ευρωπαϊκές πολιτικές βολεύονταν με την κατάκτηση μίας ακόμη αγοράς προς δραστηριοποίηση των επιχειρήσεών τους. Οι ελληνικές κυβερνήσεις μάθανε να κληροδοτούν η μία στην άλλη την τέχνη της “αλχημείας”, και οι ευρωπαϊκές να προσποιούνται ότι δεν γνωρίζουν τη νόθευση.» («Από την “αειφόρο λαδί ανάπτυξη” στον “προστατευτισμό του εκβιασμού”…», εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 290, 1/3/2010.)
«Εξομολογήσεις» όπως του κ. Γιούνκερ προκαλούν υποψίες αναφορικά με την ειλικρίνεια ή τη σκοπιμότητά τους. Πρόκειται άραγε για ειλικρινείς παραδοχές, που οφείλονται σε κρίση εξομολόγησης εξαιτίας της ανάγκης για μετάνοια από το κυνήγι των Ερινυών, ή μήπως εντάσσονται στη συνέχιση του παιχνιδιού σ’ ένα προηγμένο επίπεδο; Ίσως όμως και να μην έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού ακόμη και η σκοπιμότητα φαίνεται να οδηγεί εκ νέου στην υπηρέτηση των ίδιων σχεδίων: ο κ. Γιούνκερ πιθανότατα εξακολουθεί να εξυπηρετεί τα γαλλογερμανικά στρατηγήματα, αναζωπυρώνοντας ένα κλίμα δυσπιστίας που καθιστά απαγορευτική την οποιαδήποτε ελληνική ψυχολογική ανάκαμψη.
Απ’ όλα τούτα τα σοφά σεμινάρια των Ευρωπαίων πολιτικών, οι οποίοι διδάσκουν τρόπους για την προώθηση των κρατικών τους οικονομικών συμφερόντων, οι Έλληνες ομόλογοί τους επιλέγουν, δυστυχώς, να εντρυφούν μόνο στο κεφάλαιο των σεμιναρίων που αφορά το επικοινωνιακό σκέλος, για την προώθηση των κομμάτων τους στην κοινή γνώμη μ’ όσο το δυνατόν ελκυστικότερη εικόνα. Μόνιμος στόχος αποδεικνύεται όχι η υπέρβαση των αναπηριών μέσα από τη διεισδυτική διάγνωση και τη θεραπεία τους, μα ο σφετερισμός της εμπιστοσύνης που πηγάζει από μία ανειλικρινή μεταμέλεια. Άρα, σε τελική αναγωγή, ως πρωταρχικός κομματικός στόχος προσδιορίζεται η εξαπάτηση των πολιτών και η καταβαράθρωση του δημόσιου συμφέροντος, προς όφελος του κομματικού συμφέροντος και της αντίστοιχης επίπλευσης των κομματικών παραγόντων.
Βεβαίως, κάθε είδους πολιτική εξομολόγηση προσποιείται την ειλικρινή μεταμέλεια. Η δήλωση του κυβερνητικού αντιπροέδρου κ. Θεόδωρου Πάγκαλου «τα φάγαμε όλοι μαζί», η οποία απαντούσε στο καυτό ερώτημα «πού πήγαν τα λεφτά», και η οποία τόσο συζητήθηκε, δεν επιδίωκε απλώς τη μετάθεση της ευθύνης για τη λεηλάτηση της δημόσιας περιουσίας από τον πολιτικό κόσμο στους πολίτες· επιδίωκε την προβολή ενός μεταμελημένου προσώπου. «Ακολουθήσαμε μια πρακτική αθλιότητας, εξαγοράς και διασπάθισης του δημοσίου χρήματος», παραδέχτηκε ο κ. Πάγκαλος, συμπληρώνοντας: «Πάντοτε πίστευα ότι το διαχρονικό τεράστιο πρόβλημα που έχει η πολιτεία είναι η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Δεν τολμούσαμε να βάλουμε χέρι στις ιστορίες αυτές λόγω πολιτικού κόστους.» (εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 22/9/2010). Σκληρή αυτοκριτική υποτίθεται ότι επιχειρεί ο κ. Πάγκαλος. Αναγνωρίζοντας τα εγκλήματα του παρελθόντος ζητά τη συγχώρεση και την ανανέωση της εμπιστοσύνης στα πρόσωπα που, αν και υπέπεσαν στα ολισθήματά τους, έχουν πλέον συνειδητοποιηθεί, και μεταμελημένα εμφανίζονται αρκούντως ώριμα ώστε να αιτηθούν εκ νέου τη διαχείριση των ελληνικών τυχών. Πόσα όμως mea culpa μπορεί να συγχωρήσει κανείς; Όσο ενδιαφέρων κι αν είναι ο ενδοσκοπικός εντοπισμός της ρίζας του κακού, πώς να επιτραπεί η εμπιστοσύνη της θεραπείας του στους ίδιους κύκλους που το επώασαν;
Ο βαθμός της υποκρισίας που κρύβουν όλες οι αντίστοιχες «εξομολογήσεις» αποκαλύπτεται στην προσεκτική ανάγνωση της βαρύγδουπης δήλωσης του κ. Ανδρέα Λοβέρδου κατά τη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Realnews» της 3/10/2010. Ο αναγνώστης που δεν στέκεται στον τίτλο της συνέντευξης «Αν δεν τα καταφέρουμε, πάμε για νέο Γουδί!» αλλά μελετά αυτολεξεί τα λεγόμενα του υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, διαβάζει τα εξής αναφορικά με την ανάγκη να εκπληρώσει η κυβέρνηση τους στόχους της προς όφελος της χώρας: «Αν εμείς δεν τα καταφέρουμε, τότε – όπως έχω πει από το 2008 – πάμε για νέα ιδρυτική πράξη της Ελληνικής Δημοκρατίας. Πάμε για νέο Γουδί, όχι όμως στους στρατώνες, αλλά στην ελληνική Βουλή.» (η υπογράμμιση με πλάγια στοιχεία δική μου). Μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: το πρώτο τρυγόνι περιλαμβάνει την εξομολογητική διάθεση που τείνει να συγκινήσει κάθε καλοπροαίρετο πολίτη, εφόσον αυτός διαπιστώνει πως οι κυβερνώντες του έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για πολιτικές απάτες, ειδάλλως θα προκληθεί κοινωνική επανάσταση, και μάλιστα δικαίως! Το δεύτερο τρυγόνι περιλαμβάνει την ευθεία αναίρεση του πρώτου, εφόσον διατυπώνεται λαγαρά πως οι πολιτικοί ηγέτες έχουν μεν αντιληφθεί ότι η όποια αναποτελεσματικότητά τους μπορεί να προκαλέσει ανατροπές, ωστόσο τις ανατροπές αυτές δεν θα τις αναλάβει κάποιος παράγοντας εξωτερικός σε σχέση με τους δημιουργούς των αδιεξόδων, παρά θα τις αναλάβουν οι ίδιοι οι δημιουργοί των αδιεξόδων! Γιατί, όταν ο κ. Λοβέρδος επιφυλάσσει τον επαναστατικό ρόλο στην ίδια την ελληνική Βουλή, παραδέχεται απλώς ότι η διάθεσή του για κάθαρση του πολιτικού σκηνικού δεν υπερβαίνει το επίπεδο της λεγόμενης «αυτοκάθαρσης». Σαν να θέλει κανείς να προστατέψει το κοπάδι από τον λύκο, οπότε αποφασίζει, κάνοντας μια νέα αρχή προκειμένου να πετύχει τον στόχο του, να αναθέσει τη φύλαξη του κοπαδιού στον ίδιο το λύκο, που ’χει – υποτίθεται – στο μεταξύ μεταμεληθεί!
Όλες οι προηγούμενες «εξομολογήσεις» ακολουθούν, βεβαίως, τον δρόμο που υπέδειξε εξαρχής η πολιτική ηγεσία, καθώς όταν ο πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου δηλώνει «θα μας πάρουν όλους, και τονίζω το “όλους”, με τις πέτρες, αν δεν συμβάλουμε στο να εμπεδωθεί το αίσθημα δικαίου και ευνομίας στη χώρα» (4/6/2010), προσποιείται πως υπογράφει με τον λαό το νέο κοινωνικό συμβόλαιο της έντιμης διακυβέρνησης. Κι όταν διαβεβαιώνει «είμαστε αντιεξουσιαστές στην εξουσία. Μην ταυτιστείτε ποτέ με τα υπουργεία σας, ταυτιστείτε με τον πολίτη» (10/9/2010), υπογραμμίζει την ανάγκη πολιτικής μετάνοιας, η οποία θα συνοδεύεται από έμπρακτες πολιτικές στάσεις προς εξυπηρέτηση του κοινωνικού συνόλου και των αναγκών του, κι όχι των κομματικών στρατών. Λόγια αναμφίβολα εξαιρετικά. Κάθε άλλο παρά «ξύλινα», όπως είθισται να χαρακτηρίζεται η πολιτική φρασεολογία. Λόγια, όμως, προσωπεία υποκρισίας, που μέσα από την δραματικότητά τους αφήνουν να διαφανεί η προσκόλληση στην εξουσία, η οποία καθίσταται αντικείμενο επιδίωξης μέσω ποικίλων εκβιαστικών διλημμάτων προς τους πολίτες. Λυτρωτικά, συνεπώς, τα λόγια, όμως το ζήτημα δεν είναι αυτά, παρά μόνο οι πραγματικά ξύλινες πολιτικές πρακτικές. Όσο οι ξύλινες πρακτικές συντηρούνται, τόσο τα λόγια αποδεικνύονται βερμπαλιστικές εκθέσεις ιδεών. Και η φλύαρη τούτη επανάληψη δεν αντέχεται, μήτε από κανέναν μήτε και για τίποτα. Εκτός κι αν οι «εξομολογήσεις» επαναλαμβάνονται από τον πολιτικό κόσμο σε μια απόπειρα του τελευταίου να πείσει για την υποτιθέμενη μεταμέλειά του τουλάχιστον τον εαυτό του, έστω στη θεωρία.