Άρτι δι’εσόπτρου εν αινίγματι βλέπομεν (Α’ Κορ. 13:12)
Επρόκειτο, λοιπόν, για μια ημικαθολική ψηφοφορία! Το ποσοστό της απόρριψης προσήγγισε το 50%… Έτσι, λοιπόν, αποκλειστικά από τους απομείναντες του 50-51%, το ΠΑ”ΣΟ”Κ υπέστη καταβύθιση της τάξης του 10%, και έτσι η διαστολή, η ψαλίδα, των δύο πλέον “ενδόξων” κομμάτων έκλεισε στο 2-3%. Αυτό είναι το εύκολο και εύδηλο μέρος. Τι, όμως, συνεπάγονται ή τι προϋποθέτουν όλ’αυτά;
Θαρρώ ότι, και βάσει γνώσης καθαρά εμπειρικής, δηλαδή a posteriori, για να το πω με γνωστό όρο του ένδοξου Ευρωπαίου φιλοσόφου Καντ, μπορούμε να πούμε ότι προϋποθέτουν την αναμενόμενη αντίδραση ενός κατά μέσο όρο χαμηλωμένης ευαισθησίας και συνειδότος, ευσυνειδησίας λαού. Την αντίδραση σε μια επίθεση της πιο άκρατης και της πιο προβλέψιμης θεωρητικά μορφής του τουρμποκαπιταλισμού-στροβίλου.
Το λέω αυτό έχοντας “εν νω” ότι ακόμη και σήμερα, ένα ικανό τμήμα των απομεινάντων ψηφοφόρων είχε ιδιοτελή κίνητρα, βασισμένα στον γνωστό σε όλους μας μεταπολιτευτικό πρακτικό ματεριαλισμό (υλισμό), πολύ παρόμοιο με αυτόν που ενεφορείτο και ο παληός εκείνος “μηδενιστής Καρλομάγνος” και “μηδενιστής επαναστάτης”, ο Αδόλφος Χίτλερ, και που του έδωσε όλη εκείνη την αναλγησία που οδήγησε στην μεταχείριση του ανθρώπου ως αναλώσιμου ζώου – που εξηγεί τελεσιδίκως ο επιστημονισμός – και στην ριζική ισοπέδωση όλης της – ιδιαίτερα της χριστιανικής – παράδοσης στο όνομα του γνωστού φουτουρισμού που κήρυσσαν και ένας Μαρινέττι και ένας Γ. Γκέμπελς αντάμα. Με βάση όλα αυτά, το μόνο που θα μπορούσαμε να περιμένουμε είναι φτήνια, φρικαλέο ατομισμό, άκρα χυδαιότητα, διαλυμένο κοινωνικό ιστό, βία, επαναφορά των βασανιστηρίων, αναβίωση του πνεύματος του Αντιχρίστου που είδε ο Ντοστογιέφσκι στον αιρεσι-άρχη Ισπανό Ιεροεξεταστή Τορκεμάδα. Άνθρωποι που γνωρίζουμε προδήλως ψήφισαν με ένα τέτοιο κίνητρο μερικώς, δηλαδή με ένα κίνητρο αρκούντως ιδιοτελές, ακριβώς αυτό που μας δίδαξε ο ριζοσπαστικός ατομισμός του θετικισμού της προηγούμενης 20ετίας καθώς και ο μεταμοντέρνος μας διαφωτισμός, δηλαδή ο αστικός πολιτισμός της νεωτερικότητας στην μετά το 1960-1970 φάση. Αυτή είναι και η α λ ή θ ε ι α του πολιτισμού αυτού, με την τελολογική έννοια: ο μηδενισμός, το μηδέν που προϋπήρξε ως “ασύνειδη πρόθεση του αστού” κατά τον Ελλύλ από την αρχή, δηλαδή κατ’εξοχήν τον 19ο αιώνα, οπότε και υπήρξε. Ο μηδενισμός αυτός σήμερα, κατά όλους τους συγγραφείς, ημεδαπούς ή μη, που έχω διαβάσει, καθώς και κατά τις “προφητείες” του Φρ. Νίτσε, του Φ. Ντοστογιέφσκι και του Κ. Καρυωτάκη, αλλά και κατά την καθ’ημέρα πραγματικότητα, έχει διαχυθεί από τους (εκσυγχρονισμένους) αστικούς θεσμούς στις ψυχές των ανθρώπων, εμβαπτίζοντάς τες στην ασχήμια, την αισθηματική ανεραστία(κατά την φρασεολογία του Άγ. Γρηγόριου του Παλαμά) και στην αλογία του “τεχνικού ανθρώπου” με ένα τρόπο πάλι συχνά ανεπίγνωστο.
Την Κυριακή αυτή το απογευμα ήταν που συλλογιζόμουν με συγκίνηση τι άγιες, άγιες και τόσο επαναστατικές, σκέψεις θα πέρασαν ήδη από τις ψυχές και τους “νόες” πολλών από εσάς, καθώς προετοιμάζατε την ψήφο σας… Και πραγματικά είναι ένα δεύτερο τμήμα του πληθυσμού, είτε εκκλησιαστικό είτε όχι και τόσο, που – προσπαθεί να – σκέπτεται έτσι· το γνωρίζω και εγγύθεν και αποτελεί ήδη αφορμή για δοξολογία. Εδώ μπορούμε να αποδώσουμε και ένα μέρος της ευχάριστης έκπληξης αυτών των εκλογών· αυτοί που απέρριψαν τουλάχιστον τους οσοδήποτε φιλομνημονιακούς υποψηφίους, που απέρριψαν γενικώς τα “μεγάλα” κόμματα… Σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να αποδοθή και ένα μέρος της αποχής και του άκυρου-λευκού του πρωτοφανούς 9%. Βεβαίως, είναι δύσκολο να κάνουμε τον καρδιογνώστη και τον διορατικό, εξ ου και “κρίνουμε κατά μέρος”.
Βάσει των διακαναλικών προεκλογικών διακηρύξεων του πρωθυπουργού, αυτή η κυβέρνηση θα έπρεπε σαφέστατα να έχει παραιτηθεί. Η πτώση ακόμη και σε ποσοστά επί των ψηφισάντων είναι τέτοια και υπό τέτοιες συνθήκες ακραιφνούς εκβιασμού των συνειδήσεων που δεν ενέχει καμιά “νομιμοποίηση”. Το πρόβλημα, πάντοτε, επί της αγγλοσαξονικής έμπνευσης κοινοβουλευτικής μας αστικής “δημοκρατίας” είναι ότι η φωνή του λαού ακούγεται εν αινίγματι, δι’ εσόπτρου. Και επειδή το προεκλογικό συμβόλαιο, ως γνωστόν, είναι ζήτημα υπόσχεσης ή υποσχεσιολογίας και όχι ενδεχομένως ποινικού κολασμού, όπως τόνιζε έκπαλαι και ο Αλ. Τσιριντάνης ως καθ. Νομικής, το ενδεχόμενο να καταστεί η πλειοψηφική βούληση πολιτική πραγματικότητα είναι ολιγοπίθανο. Πάντως, και το λέω κατ’ επίγνωσιν, έρχονται στιγμές που γίνεται πραγματικότητα το “καθείλεν τυράννους από θρόνων […] πεινώντας ενέπλησεν αγαθών και πλουτούντας εξαπέστειλεν κενούς”. Και αυτό το έχουν εξηγήσει από τον Αριστοτέλη και και τον Άγ. Ιωάννη τον Δαμασκηνό έως τον Μέγα Φώτιο και τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά προ της εξέγερσης των Ζηλωτών. Και ο Γκαίτε ακόμη είχε γράψει στον Έκερμαν το 1824:
“Οι επαναστάσεις είναι κάτι εντελώς αδύνατο, εφόσον οι κυβερνήσεις δεν παύουν να έχουν άγρυπνο το βλέμμα τους, ώστε να αντιμετωπίζουν τις καταστάσεις με βελτιώσεις στον σωστό χρόνο, και δεν παραμένουν πεισματικά αρνητικές ίσαμε τη στιγμή που το αναγκαίο θα επιβληθεί εκ των κάτω” (Νοβάλις, εκδ. Εκκρεμές, 2004, σ. 15).
Και έτσι, λοιπόν, το ζητούμενο το πολιτικό θα έπρεπε να είναι να μην υπάρξει το ξέσπασμα της σωρευμένης οργής, αλλά να υπάρξει μια ειλικρινής καταλλαγή και συμμόρφωση προς την δίκαιη βούληση των “κάτωθεν” βρισκόμενων. Αλλά πόσο δεν είναι κάτι τέτοιο “σκιάς όναρ”; Πράγματι, είναι κάτι μη-αναμενόμενο. Και σε αυτές τις περιπτώσεις λειτουργεί το “εξ αίφνης”, όταν τελειώσει η περίοδος της “θείας οργής” που συνδέεται με μια (απολύτως, εδώ) κακή εξουσία (βλ. θαυμάσια σχετική Πατερική ανάλυση στο “Ο Κοινωνισμός του Χριστιανισμού”, του Αν. Πιέρριου). Κύριος οίδε. Και έτσι, λοιπόν, ως τότε, θα υποστούμε την τρομακτικά φρικτή επίδραση μίας τέτοιας επιτροπείας όπως και τις συνέπειες του θουκυδίδειου (στο οποίο συμφωνούσε εν πολλοίς και ο Μ. Φώτιος) “το ήθος της πόλεως ομοιούται τοις άρχουσιν”. Χρειαζόμαστε το δίχως άλλο πολλά προσευχητικά δάκρυα κατάνυξης…
Σημ. ph.: Δημοσιεύεται στο τρέχον φύλλο της “Χ”, φ.833.