Επιστροφή της πολιτικής, επιστροφή της Αριστεράς
Του Παναγιώτη Σωτήρη
Εισαγωγή
Οι περίοδοι κρίσης όπως είναι η σημερινή εκ των πραγμάτων φέρνουν αντιμέτωπη την Αριστερά με όλα τα ανοιχτά στρατηγικά ερωτήματα που μπορεί να έχει. Ο εκρηκτικός συνδυασμός ανάμεσα σε κινδύνους και ευκαιρίες, που μια κρίση συνεπάγεται, φέρνουν στο προσκήνιο όλες τις απαιτήσεις της συγκυρίας αλλά και όλες τις αδυναμίες της Αριστεράς. Αυτό επιβάλλει να ανοίξει ξανά η συζήτηση με όρους περισσότερο στρατηγικούς.
1. Επιστροφή της πολιτικής
1.1 Κρίση: κίνδυνοι και ευκαιρίες
Σήμερα έχουμε μπροστά μας ταυτόχρονα μια επίθεση χωρίς προηγούμενο ενάντια στις λαϊκές τάξεις αλλά και μια βαθιά κρίση του αντιπάλου. Η εκρηκτική κρίση του πυρήνα της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής για την αγορά ως μηχανισμό αυτορρύθμισης έρχεται να συναντηθεί με την εκ των πραγμάτων αναίρεση ενός ολόκληρου υποδείγματος απόσπασης συναίνεσης και νομιμοποίησης. Η επιλογή από τις δυνάμεις του κεφαλαίου μιας τακτικής «φυγής προς τα εμπρός» και η στροφή σε μια μετα-ηγεμονική και μετα-δημοκρατική πολιτική που δίνει μικρή βαρύτητα στην διεύρυνση της νομιμοποιητικής βάσης, απειλεί να διαμορφώσει μια ιδιαίτερα αντιφατική κατάσταση όπου η πεποίθηση των αστικών δυνάμεων ότι η πολιτική αυτή θα εμπεδωθεί όποιες και εάν είναι οι αντιδράσεις θα συνυπάρχει με μια ακραία συνθήκη αποξένωσης ή / και εχθρότητας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων από το πεδίο της επίσημης πολιτικής.
Αυτό αντικειμενικά εισάγει μια κρίσιμη παράμετρο εν δυνάμει αποσταθεροποίησης μέσα στη συγκυρία. Μόνο που η μετατροπή αντικειμενικών κοινωνικών δυναμικών σε αποσταθεροποιητική συνθήκη δεν είναι αυτόματη. Το εάν θα πάρει μορφή συλλογικής συγκροτημένης πάλης ή, αντίθετα, τυφλών εκρήξεων και μορφών ατομικού επιβιωτισμού, έχει σχέση με την κατάσταση στο κίνημα και την Αριστερά, έχει σχέση με τις πολιτικές κατευθύνσεις που επιλέγονται μέσα στην παρέμβαση
1.2 Η πολιτική είναι πάντοτε επικαθορισμένη και συγκεκριμένη
Όμως, η πολιτική στρατηγική της Αριστεράς δεν μπορεί να είναι απλώς η αντιστοίχησή της με ένα κοινωνικό υποκείμενο ή η έκφραση των άμεσων αιτημάτων του. Απαιτείται η πολιτική συμπύκνωση σε στόχους τροποποίησης του συσχετισμού δύναμης. Αυτοί δεν μπορούν να είναι απλώς η γενική επίκληση του κομμουνισμού ως οριακής συνθήκης των σημερινών αντιστάσεων. Χρειάζεται η ικανότητα εντοπισμού εκείνων των κρίσιμων στόχων που ορίζουν σήμερα τη ρήξη και την ακύρωση των βασικών στηριγμάτων του αντιπάλου.
Γιατί η πολιτική είναι πάντοτε συμπύκνωση συγκεκριμένων και με αυτή την έννοια πρωτότυπων συγκυριών. Η ταξική πάλη δεν διεξάγεται ποτέ μόνο ως «καθαρή» αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας αλλά πάντα σε συνθήκες επικαθορισμού. Καθαρές ταξικές αντιθέσεις δεν υπάρχουν. Αυτό σημαίνει ότι και οι πολιτικοί κόμβοι γύρω από τους οποίους κρίνεται η έκβαση της πάλης και η διαμόρφωση του συσχετισμού δύναμης, άρα και οι στόχοι που πρέπει να θέτει και η Αριστερά, είναι εκ των πραγμάτων επικαθορισμένοι από μια δοσμένη συγκυρία και αναγκαστικά αντιφατικοί.
Αυτό σημαίνει ότι η ταξική πάλη δεν διεξάγεται ποτέ γύρω από αφηρημένους στόχους, όπως ο σοσιαλισμός, αλλά γύρω από συγκεκριμένα επίδικα, που δεν μπορεί κανείς εύκολα να παρακάμψει. Αυτό, για παράδειγμα, συνεπάγεται ότι σήμερα δεν υπάρχει τρόπος να παρακάμψουμε το ζήτημα της σχέσης με την ΕΕ και ΟΝΕ και το ευρώ ή το θέμα του χρέους στο όνομα των καθαρών ταξικών αιτημάτων ενάντια στο κεφάλαιο. Αυτό σημαίνει ότι αναγκαστικά πρέπει να πάρουμε θέση, να παραδεχτούμε ότι τόσο το θέμα του χρέους όσο και το θέμα του ευρώ αποτελούν σήμερα βασικά στηρίγματα της κυρίαρχης πολιτικής και κατά συνέπεια δεν μπορούμε παρά να διαλέξουμε το δρόμο της ρήξης, με όλες τις αναγκαστικές αντιφάσεις που αυτό συνεπάγεται.
1.3 Η ταλάντευση ανάμεσα στην αντιπολιτική και τη διαχείριση
Αυτό, όμως, μας πάει σε ένα άλλο κομβικό ερώτημα. Ιστορικά η αριστερά ταλαντευόταν ανάμεσα δύο άκρα. Στο ένα άκρο ήταν η αντιπολιτική, είτε με τη μορφή του κινηματισμού είτε / και με τη μορφή μιας τελεολογίας που η αυθόρμητη τάση των φαινομένων οδηγεί στον κομμουνισμό. Παράδειγμα σήμερα μπορεί να είναι η τοποθέτηση για το πώς μπορούμε «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» (John Holloway), τοποθέτηση που ταυτόχρονα αντανακλά έναν πλούτο εμπειριών και κινημάτων και την αμηχανία τους, ή η επίκληση μιας «πολιτικής σε απόσταση από το Κράτος» (Αλαίν Μπαντιού). Στο ίδιο μήκος κύματος και μια χιλιαστική λογική της συγκρότησης του επαναστατικού υποκειμένου που μπορεί να βλέπει σήμερα στη συντριβή των λαϊκών τάξεων τη δυνητική μαζικοποίηση του. Στο άλλο άκρο είναι μια αντίληψη κεντρικότητας της πολιτικής ως διακυβέρνησης του υπάρχοντος που οδηγεί στον κυβερνητισμό, τη διαχείριση, την υποτίμηση της κοινωνικής γείωσης. Ανάμεσα στα δύο άκρα και ταυτόχρονα ενάντια και στα δύο, τίθεται η πρόκληση μιας αριστερής πολιτικής που επιμένει ότι το θέμα της πολιτικής εξουσίας είναι πραγματικό επίδικο σε οποιαδήποτε απόπειρα κοινωνικού μετασχηματισμού.
2. Επιστροφή της στρατηγικής
2.1 Μια συζήτηση που πρέπει να ανοίξει ξανά
Αυτό εκ των πραγμάτων ανοίγει και το θέμα του ποια μπορεί να είναι μια στρατηγική της Αριστεράς με ορίζοντα την κατάληψη της εξουσίας και τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ως προς αυτό, η συζήτηση έχει ουσιαστικά παγώσει εκεί που σταμάτησε τα τέλη της δεκαετίας του 1970, με συμβολική συμπύκνωση την προσπάθεια του Νίκου Πουλαντζά για μια αριστερή επαναδιατύπωση της στρατηγικής του «δημοκρατικού δρόμου» για το σοσιαλισμό. Έκτοτε η «δυτική» Αριστερά κινείται ως εάν το ερώτημα δεν τίθεται, ή να μπορεί να τεθεί μόνο σε ένα αόριστο μέλλον. Αρκεί να αναλογιστούμε το βαθμό στον οποίο σημαντικά εγχειρήματα όπως η Κομμ. Επανίδρυση αρχικά, το NPA ή ακόμη και το Die Linke δεν ανοίγουν τη συζήτηση. Εξ ου και η διπλή υποκατάσταση: είτε προς ένα κυνικό κυβερνητισμό, είτε προς μια αφηρημένη και εγκεφαλική, «πολιτιστική» σχεδόν αντίληψη του κομμουνισμού. Ακόμη και ο πλούτος της εμπειρίας στη Λατινική Αμερική, με τις υπαρκτές νίκες των κινημάτων και την αναμφίβολη αξία των αριστερών κυβερνήσεων δεν έχει μπορεί να υπερβεί το συχνά συγκρουσιακό δίπολο κοινωνικά κινήματα – προοδευτική κυβερνητική διαχείριση.
2.2 Η κεντρικότητα του ερωτήματος της πολιτικής εξουσίας
Όμως, το θέμα της εξουσίας δεν μπορούμε να το παρακάμψουμε εύκολα. Άλλωστε, ως ίχνος διαπερνά και τι κάνουμε ή τι προτείνουμε σήμερα. Για παράδειγμα το εάν μιλάμε για το που θα «πάει η χώρα», εάν εκτιμούμε ότι μπορούμε να απευθυνθούμε σε μια ευρύτερη λαϊκή συμμαχία και να της μιλήσουμε για το πώς μπορούν τα πράγματα να πάνε συνολικά καλύτερα, όχι μόνο με την έννοια των μάξιμουμ παραχωρήσεων που μπορούν να έχουν από τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τους πολιτικούς εκφραστές του αλλά και το πώς μια άλλη πολιτική μορφή, μια άλλη εξουσία, μια άλλη κυβέρνηση θα μπορούσε να πάει τα πράγματα σε μια άλλη κατεύθυνση, όλα αυτά περνάνε και μέσα από τη στάση που παίρνουμε απέναντι στο θέμα της εξουσίας.
Άλλωστε, το θέμα της εξουσίας σε κάποιες περιπτώσεις μπαίνει από μόνο του. Τομές όπως η έξοδος από το ευρώ, η διαγραφή του χρέους, η εθνικοποίηση των τραπεζών απαιτούν τελικά και μια άλλη πολιτική εξουσία, που να συνδυάζει την βίαιη εισβολή των λαϊκών μαζών και κινημάτων στο πολιτικό προσκήνιο και την παρουσία της Αριστεράς στο κυβερνητικό κέντρο, ή τουλάχιστον την ικανότητά της να το επηρεάζει καταλυτικά. Η ίδια η σημερινή δυναμική των κινημάτων και τα επίδικα που τίθενται στους σχηματισμούς, όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται αντιμέτωποι με τη «φυγή προς τα εμπρός», την επίθεση της λιτότητας και τα προγράμματα «δομικής προσαρμογής» που προσπαθούν να αναιρέσουν σχεδόν το σύνολο των κατακτήσεων των εργαζομένων, δείχνει ότι δεν αρκεί απλώς και μόνο ξεδίπλωμα μαχητικών κοινωνικών αγώνων που να έχουν κατακτήσεις στο επίπεδο των αναγκαστικών παραχωρήσεων εντός της κυρίαρχης στρατηγικής. Σήμερα το διακύβευμα αφορά πλευρές του στρατηγικού πυρήνα της κίνησης του αντιπάλου και κατά συνέπεια η έννοια της νίκης για τους εργαζομένους περνάει μέσα από πραγματικά πολιτικά ρήγματα.
Μόνο μια τέτοια ικανότητα παρέμβασης και στο επίπεδο της πολιτικής εξουσίας, μπορεί να εξασφαλίσει το ξεδίπλωμα εκείνων των κοινωνικών δυναμικών, εκείνων των διεργασιών πειραματισμού στην αλληλεγγύη, τη συλλογικότητα, τη χειραφέτηση χώρων από τον καταναγκασμό του εμπορεύματος, την κοινωνική δημιουργικότητα που σηματοδοτούν την εκκίνηση μιας διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Αντίστοιχα, αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει όλη τη συζήτηση για το ποιο μπορεί να είναι ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνικής ανάπτυξης σε ρήξη με τη λογική του κεφαλαίου, ένα πρότυπο που μπορεί να συνδυάζει την «αποανάπτυξη» με όρους ποσοτικούς, τη ρήξη με ένα κυρίαρχο πρότυπο καταναλωτικού ευδαιμονισμού, αλλά και την διεύρυνση του βαθμού πραγματικής ικανοποίησης κοινωνικών αναγκών.
2. 3 Αναζητώντας την επαναστατική στρατηγική σήμερα
Αναπόφευκτα τίθεται το ερώτημα τι μπορούν να σημαίνουν στους σύγχρονους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς έννοιες όπως δυαδική εξουσία και επαναστατική μετάβαση. Νομίζουμε ότι μπορούμε τουλάχιστον να κάνουμε την παρατήρηση ότι και τα δύο πρότυπα που προτάθηκαν στον 20ο αιώνα δεν μπορούν να αποτελέσουν άμεσο οδηγό για δράση. Το αρχέτυπο μιας ένοπλης εξέγερσης ενάντια στα «χειμερινά ανάκτορα» που στην κορύφωση της κρίσης θα μπορέσει να καταλάβει την «καρδιά του κράτους» και ως επαναστατικό «καθεστώς έκτακτης ανάγκης» να εκκινήσει τη διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού, δεν μπορεί να περιγράψει όλη την συνθετότητα και την αντιφατικότητα μιας πιθανής διαδικασίας μετάβασης σήμερα. Ούτε μπορούμε να κινηθούμε με τη φαντασίωση ενός κοινοβουλευτικού δρόμου για το σοσιαλισμό, όπου η σταδιακή κατάκτηση θέσεων στην «κοινωνία των πολιτών» θα οδηγούσε σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς και του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Αυτό δεν αφορά μόνο την μετάλλαξη της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας σε δύναμη διαχείρισης του καπιταλισμού, ούτε την οδυνηρή διάψευση του κομμουνιστικού ρεφορμισμού της δεκαετίας του 1970. Ακόμη και οι πρόσφατες προσπάθειες, ιδίως στη Λατινική Αμερική, συνάρθρωσης των αριστερών κυβερνήσεων και της δράσης των κινημάτων φέρνουν στο προσκήνιο ανοιχτά ερωτήματα και όχι απαντήσεις, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε σε όλο το φάσμα από τη συνύπαρξη του Μοράλες με τα κινήματα, στο ιδιότυπο πείραμα της Βενεζουέλας, στη σχεδόν συγκρουσιακή σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση του PT και κινήματα βάσης όπως το MST στη Βραζιλία.
Σε αυτό το φόντο σίγουρα δεν είναι εύκολο να δοθεί μια απάντηση που να μην είναι εγκεφαλική και εγγενώς έωλη. Μπορούμε, όμως, να καταθέσουμε την ακόλουθη οριοθέτηση. Στις σημερινές συνθήκες όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και εμφάνισης στοιχείων ηγεμονικής κρίσης στους αναπτυγμένους καπιταλιστικούς σχηματισμούς αποτελεί οριακό αλλά υπαρκτό ενδεχόμενο η όξυνση της κοινωνικής σύγκρουσης σε βαθμό αποσταθεροποιητικό για εκδοχές αστικής κυβερνητικής διαχείρισης. Σε μια τέτοια περίπτωση, όπου μια κοινωνική σύγκρουση παίρνει στοιχεία ανοιχτής πολιτικής κρίσης (π.χ. πτώση κυβέρνησης υπό το βάρος του λαϊκού παράγοντα χωρίς άμεση εφικτή εναλλακτική αστική πρόταση), και όπου η Αριστερά μπορεί να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο σε ένα ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο, μπορούμε να δούμε εκδοχές ανόδου της Αριστεράς στην εξουσία, σε διάφορες παραλλαγές κυβερνήσεων «λαϊκής σωτηρίας» υπό τη δέσμευση του κινήματος. Μια τέτοια κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας, στο βαθμό που προχωρούσε πραγματικές τομές (π.χ. διαγραφή χρέους, ρήξη με ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς, εθνικοποιήσεις) θα μπορούσε να συνδυαστεί με εκκίνηση μιας ιστορικά πρωτότυπης και αναγκαστικά άνισης διαδικασίας κοινωνικού μετασχηματισμού. Προϋπόθεση, όμως, γι’ αυτό θα είναι η πραγματική ισχύς των κοινωνικών κινημάτων και όχι απλώς με την έννοια μιας συσπείρωσης συνδικαλιστικής δύναμης έναντι του κράτους και της εργοδοσίας, αλλά πάνω από όλα ως δυναμική κοινωνικής ανατροπής, αυτοδιαχείρισης, αποεμπορευματοποίησης, διαρκούς οικοδόμησης «ελεύθερων χώρων» από τα κάτω. Αυτό θα μπορούσε να είναι η πρώτη εμφάνιση μιας εκδοχής δυαδικής εξουσίας στον 21ο αιώνα και μπορούμε να δούμε το ίχνος της (ως ένα ακραίο αλλά όχι αβάσιμο ενδεχόμενο) σε όλες τις μεγάλες συγκρούσεις των τελευταίων ετών από τις μεγάλες λατινοαμερικανικές κοινωνικές εξεγέρσεις έως τις κορυφαίες στιγμές των ευρωπαϊκών συγκρούσεων από τους αλλεπάλληλους Γαλλικούς ξεσηκωμούς έως τον ελληνικό Δεκέμβρη και την 5η Μάη.
Επιπλέον, το να μπορούμε να συζητήσουμε τέτοια ενδεχόμενα μπορεί να καθοδηγήσει την παρέμβαση και μέσα σε περισσότερο αντιφατικές και σύνθετες καταστάσεις. Για παράδειγμα, εάν απέναντι στην πολιτική κρίση αναδειχθούν ενδοσυστημικές δυνάμεις που αναλαμβάνουν να προχωρήσουν σε μερικές τομές με την προηγούμενη στρατηγική, μόνο μια μάχιμη και διαλεκτική παρέμβαση της Αριστεράς, με πρωταρχικό στοιχείο τη γείωση στα κινήματα και σε ριζοσπαστικές πρακτικές ρήξης με τη λογική του κεφαλαίου, μπορεί να διευρύνει τις κατακτήσεις και να διατηρήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο και μεγαλύτερων ανατροπών, αποφεύγοντας και την απλή καταγγελία και τον κίνδυνο της ενσωμάτωσης.
3. Επιστροφή της Αριστεράς
3.1 Η πρόκληση της πολιτικής συγκρότησης
Όλα αυτά, όμως, απαιτούν σύγχρονες μορφές πολιτικής συγκρότησης και παρέμβασης. Το να σκεφτούμε το θέμα της πολιτικής συγκρότησης απλώς με όρους στρατηγείου ή συγκέντρωσης δυνάμεων, δηλ. με «στρατιωτικές» μεταφορές εντοπίζει μία μόνο από τις απαιτήσεις της περιόδου. Σήμερα, απαιτείται πολύ περισσότερο να δούμε την πολιτική συγκρότηση ως συλλογική διανοητικότητα, ως πραγματική διαμόρφωση συλλογικού διανοουμένου (και επομένως «Σύγχρονου Ηγεμόνα) ως εκείνη τη συλλογική διαδικασία τροποποίησης του κοινού νου, γνώσης του πεδίου της μάχης, παραγωγής πρωτότυπων προγραμματικών κατευθύνσεων που μπορεί να καθοδηγήσει μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική. Σημαίνει ακόμη την αναμέτρηση με την πρόκληση ότι σήμερα οι άνθρωποι, οι εμπειρίες, οι ευαισθησίες που μπορούν να συνδιαμορφώσουν μια τέτοια Αριστερά βρίσκονται ενταγμένοι σε ένα πολύ ευρύ και συχνά αντιφατικό φάσμα πολιτικών εκφράσεων και αναγνωρίσεων.
3.2 Τα όρια των σχεδίων για την Αριστερά
Με μια τέτοια πρόκληση ριζοσπαστικής ανασύνθεσης είναι αντιμέτωπη και η ελληνική Αριστερά. Μόνο που όλα αυτά δεν μπορούν να μένουν απλώς στο επίπεδο μιας γενικής επίκλησης, απαιτούν συγκεκριμένα τομές και υπερβάσεις με βάση και τις ίδιες τις προκλήσεις της συγκυρίας. Και γι’ αυτό το λόγο πρέπει να πούμε καθαρά ότι μια σειρά από σχέδια στην Αριστερά έδειξαν τα όριά τους. Δεν μπορούμε να πάμε μακριά με τη λογική του αντινεοφιλελεύθερου μετώπου, και τις σημερινές ιδιαίτερες ελληνικές εκδοχές του όπως είναι η «συνάντηση με το σοσιαλιστικό χώρο» ή η «αντιμνημονιακή ενότητα». Πρέπει επιτέλους να αρνηθούμε μια παράδοση που έλεγε ότι για να συναντηθούμε με αυτούς που αποδεσμεύονται από τη σοσιαλδημοκρατία πρέπει να πάμε δεξιότερα, αντίληψη που αποτέλεσε άλλοθι για δεξιές στροφές και απειλεί να μετατρέψει την Αριστερά απλό εφαλτήριο αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού. Ταυτόχρονα, η λογική της αυτόκεντρης ανάπτυξης γύρω από ένα κλειστό κομματικό κέντρο που θεωρεί ότι σήμερα δεν μπορούν να υπάρξουν νικηφόροι αγώνες και τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης παρά μόνο η κομματική ενδυνάμωση, μπορεί να αποτέλεσε ανάχωμα απέναντι στον κίνδυνο γενικευμένης μετάλλαξης και ανυποληψίας της Αριστεράς για ένα διάστημα, όμως οριακά οδηγεί στη διάσπαση και την υπονόμευση των αγώνων, στηρίζει αντικειμενικά την κυρίαρχη πολιτική. Τέλος, ο εγκλεισμός σε μια λογική «αριστερής αντιπολίτευσης» απειλεί να κάνει την αντικαπιταλιστική αριστερά, παρ’ όλη τη συνεισφορά της σε κινήματα, να μη δει πραγματικές ευκαιρίες ή να την ωθήσει στην αυταπάτη ότι είναι η μόνη μη καθεστωτική δύναμη.
Απέναντι σε όλα αυτά απαιτείται μια τολμηρή προσπάθεια υπέρβασης των ορίων που έχουν τα υπαρκτά σχέδια για την Αριστερά. Προφανώς και η υπέρβαση αυτή δεν μπορεί να είναι μια εγκεφαλική κατασκευή ή μια αφηρημένη θεωρησιακή τοποθέτηση. Οφείλει να είναι ένας συγκεκριμένος πειραματισμός που να πατάει πάνω σε μια προσπάθεια τροποποίησης του πραγματικού συσχετισμού δύναμης. Και σε αυτό το επίπεδο μπορούμε να δούμε τουλάχιστον μερικές κρίσιμες αφετηρίες.
3.3 Η ανασύνθεση του κοινωνικού υποκειμένου
Πρώτη προτεραιότητα σήμερα είναι η διαμόρφωση του αναγκαίου αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου, εκείνης της συνάρθρωσης κοινωνικών συγκρούσεων, συνδικαλιστικών μορφών, μορφών αλληλεγγύης και αυτοοργάνωσης που θα μπορέσει να οικοδομήσει την αντίσταση, να ανατρέψει τη σημερινή επίθεση, να επιτρέψει την ανάταξη του λαϊκού κινήματος και μέσα στις ίδιες τις συνθήκες της μάχης να μπορέσει να σφυρηλατήσει μια νέα κοινή ταυτότητα και αυτοπεποίθηση των λαϊκών μαζών, τροποποιώντας τον κοινό νου και διαμορφώνοντας την υλική βάση ενός σύγχρονου ιστορικού μπλοκ, μιας νέας επιστροφής των μαζών ως συλλογικού υποκειμένου στο ιστορικό προσκήνιο, μέσα από την ενότητα εργαζομένων, νέων, ανέργων, μεταναστών. Αυτό απαιτεί, όμως, και τομή με όλο το φάσμα των πρακτικών που έκαναν την Αριστερά, στο συνδικαλισμό, στη διοίκηση, στην τοπική αυτοδιοίκηση κομμάτι εκτεταμένων πρακτικών πολιτικής συναλλαγής με την εξουσία.
Σήμερα χρειάζεται να ορίσουμε ξανά τι σημαίνει κοινωνικό κίνημα, τι σημαίνει ειδικότερα εργατικό κίνημα, ποια στρώματα περιλαμβάνει και με ποιες μορφές οικοδομείται. Πρέπει να μας απασχολήσει το πώς μπορούμε να υπερβούμε τα σημερινά υπαρκτά όριά του και το γεγονός ότι τα στρώματα που έχουν σήμερα αναφορά σε οργανωμένες μορφές πάλης είναι μειοψηφικά σε σχέση με το σύνολο των λαϊκών δυνάμεων. Χρειάζεται με τρόπο πρωτότυπο να επανεξετάσουμε τη σχέση ανάμεσα σε οργανωμένο κίνημα, τις πρακτικές αυτοοργάνωσης σε κάθε επίπεδο, τις αναγκαίες μορφές αλληλεγγύης, τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούν να βρουν τρόπο συλλογικής έκφρασης σε κάθε επίπεδο όσοι σήμερα είναι έξω από τις συγκροτημένες κινηματικές μορφές, τον τρόπο συλλογικής παρέμβασης όσων θα βρεθούν σε συνθήκη αποκλεισμού (άνεργοι, απολυμένοι κ.λπ.) Πρέπει να δούμε πώς μπορούν να συναρθρωθούν οι «κλασικές» μορφές κοινωνικές διεκδίκησης και ανταγωνισμού με τις σύγχρονες εκδοχές μαζικής εξεγερτικής δράσης, αλλά και τις μορφές συλλογικής επανοικειοποίησης χώρων που φέρνει στο προσκήνιο η ένταση της κρίσης και η κλιμάκωση των κινημάτων. Άλλωστε, μόνο πάνω στη βάση της επανεμφάνισης των μαζικών κοινωνικών υποκειμένων του κοινωνικού ανταγωνισμού είναι που μπορούμε να επανιδρύσουμε και το πολιτικό υποκείμενο, τις μορφές που πρέπει να έχει η πολιτική Αριστερά, την εργατική δημοκρατία που της αναλογεί.
3.4 Η σημασία του πολιτικού προγράμματος
Η επίγνωση της κεντρικότητας της πολιτικής απαιτεί την επεξεργασία εκείνου του αναγκαίου μίνιμουμ πολιτικού προγράμματος που σήμερα ορίζει τη ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική και σηματοδοτεί τον κλονισμό κρίσιμων πλευρών της αστικής κυριαρχίας. Αυτό δεν μπορεί να είναι, στην ελληνική περίπτωση, απλώς το Όχι στο Μνημόνιο, γιατί αυτό απλώς κωδικοποιεί την αντίθεση ή τη δυσαρέσκεια των λαϊκών μαζών, δεν την μετασχηματίζει σε πολιτική στοχοθεσία, ούτε ανατρέπει το βασικό κόμβο της «παθητικής αντεπανάστασης» του κεφαλαίου που είναι ακριβώς η λογική «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Αυτό ακριβώς σηματοδοτούν οι στόχοι που περιγράψαμε πιο πάνω (Παύση πληρωμών στο χρέος – Ρήξη με ΟΝΕ και Ευρώ – Εθνικοποίηση Τραπεζών και έλεγχοι κεφαλαίου – Αναδιανομή εισοδήματος). Τέτοιοι στόχοι δεν αποτελούν ούτε μεταρρυθμισμό, ούτε οικονομικό «εθνικισμό» ή προστατευτισμό, παρά μόνο εάν κάνουμε την παράλογη υπόθεση ότι τα λαϊκά κινήματα μπορούν να έχουν καλύτερο συσχετισμό στο υπερεθνικό επίπεδο από ό,τι στο εθνικό. Είναι στόχοι που βάζουν εντοπίζουν τους μηχανισμούς με τους οποίους σήμερα εσωτερικεύεται συστημική κοινωνική βία και αναπαράγεται ένα επιθετικό καθεστώς συσσώρευσης, σηματοδοτεί την έμπρακτη ρήξη της Αριστεράς με τον ευρωπαϊσμό, τον κυβερνητισμό αλλά και τον αριστερό αναχωρητισμό.
3.5 Για μια πρωτότυπη εκδοχή Αριστερού Μετώπου
Η ανασύνθεση σήμερα μιας επαρκώς ριζοσπαστικής πολιτικής Αριστεράς απαιτεί τολμηρά βήματα για μια πρωτότυπη εκδοχή Αριστερού Μετώπου. Αυτό δεν μπορεί σήμερα να είναι η παραδοσιακή δεξιόστροφη εκδοχή του, όπου το κοινωνικό άνοιγμα ταυτίζεται με τη δεξιά στροφή. Ούτε μπορεί να είναι, όμως, μια λογική συσπείρωσης των επαναστατικών δυνάμεων, γιατί αυτό εκ των πραγμάτων θα σηματοδοτεί μια πολύ περιορισμένη απήχηση μέσα στις σημερινές συνθήκες. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι το πεδίο συνάντησης ανάμεσα στην Αντικαπιταλιστική Αριστερά, τις αριστερές αναζητήσεις που αναδύονται μέσα στο ρεφορμισμό, τις κοινωνικές δυνάμεις που έστω και αντιφατικά έρχονται στο προσκήνιο είτε μέσα από την αποδιάρθρωση της κοινωνικής συμμαχίας της σοσιαλδημοκρατίας, είτε μέσα από τις εξεγερτικές πρακτικές ή τις νέες μορφές αυτοοργάνωσης και επανοικειοποίησης χώρων που αναδύονται μέσα στα κινήματα. Η όξυνση της κρίσης των διαφόρων σχεδίων για την Αριστερά μέσα στη συγκυρία διευκολύνει, καθώς απελευθερώνει και αριστερές αναζητήσεις και ενωτικές διαθέσεις.
Ένα αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, με βάση τις κρίσιμες πολιτικές οριοθετήσεις της περιόδου και την ανάγκη για ένα πολιτικό νεύρο του κινήματος, μπορεί να αποτελέσει την πολιτική έκφραση του εν δυνάμει ιστορικού μπλοκ που σκιαγραφήσαμε πιο πάνω. Ένα τέτοιο μέτωπο θα είναι αναγκαστικά αντιφατικό, θα είναι ένα πεδίο όπου η ηγεμονία θα διακυβεύεται αλλά και ταυτόχρονα θα επιτρέπει νέες συνθέσεις και βάθεμα της πολιτικής κατεύθυνσης. Και μόνο έτσι θα μπορέσουμε να έχουμε τη δυνατότητα όντως να θέσουμε και το ερώτημα της εξουσίας.
Μια τέτοια κατεύθυνση αριστερού μετώπου οφείλει να βάζει σήμερα τις πραγματικές οριοθετήσεις που ορίζουν την αριστερή στρατηγική μέσα στη συγκυρία, δηλαδή τη ρήξη με τον κυβερνητισμό της «αριστεράς του εφικτού», ρήξη που συμπυκνώνεται στο αίτημα για παύση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, τη ρήξη με τον ευρωπαϊσμό μέσα από την απαίτηση για ρήξη με την ΕΕ και έξοδο από ΟΝΕ και ευρώ, τη ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό που συμπυκνώνεται στην απαίτηση για εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων και για ριζική αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κεφαλαίου, τη ρήξη με την ηττοπάθεια και τη γραφειοκρατία μέσα από την πρωτοπόρα στράτευση στην κλιμάκωση των κινητοποιήσεων. Με αυτό τον τρόπο διαφέρει τόσο από την παραδοσιακή αντίληψη «ενότητας της Αριστεράς» που υποτιμούσε το αναγκαίο πολιτικό περιεχόμενο που πρέπει να έχει μια μετωπική ενότητα και οδηγούσε στην απλή αναπαραγωγή αδιεξόδων, αλλά και τη λογική του «πόλου των αμιγώς επαναστατικών δυνάμεων» που βάζει τα ανοιχτά ερωτήματα της επαναστατικής στρατηγικής ως προαπαιτούμενα οποιασδήποτε ενωτικής πολιτικής πρακτικής.
Οποιαδήποτε σύγχρονη εκδοχή μετώπου δεν μπορεί παρά να έχει βαθιά δημοκρατική μορφή. Να υπερβαίνει τη λογική του κονκλαβίου τάσεων και οργανώσεων, να στηρίζεται στους αγωνιστές της βάσης, να έχει ως ραχοκοκαλιά ηθική και κοινωνική τους αγωνιστές των κινημάτων. Η δημοκρατική μορφή, η λογική της πιο πλατιάς δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο, η πλέρια κατοχύρωση αρχών όπως «ένας σύντροφος, μία ψήφος», δεν είναι εργαλειακό ζήτημα αλλά βαθιά στρατηγικό. Σηματοδοτεί την προσπάθεια σε κάθε επίπεδο από το κόμμα ή την οργάνωση έως τη βάση του μετώπου για μια πολιτική διαδικασία που να είναι πραγματικό εργαστήριο παραγωγής πολιτικής γνώσης, πεδίο της αναγκαίας σήμερα διανοητικότητας της πολιτικής. Σημαίνει τέλος ότι μπορεί να είναι και ένα μεγάλο πεδίο πολιτικού πειραματισμού, μια συλλογική διαδικασία για το τι πρέπει να κρατήσουμε (και τι να αφήσουμε) από την ιστορική κληρονομιά του αριστερού κινήματος και συνάμα για το ποιες νέες πρακτικές ή κατευθύνσεις να εντάξουμε μέσα στη στρατηγική μας.
Και βέβαια ένα τέτοιο μέτωπο είναι και το μόνο πεδίο όπου μπορεί να αναδειχθεί και ένα σύγχρονο κομμουνιστικό ρεύμα, όπου μπορεί η προσπάθεια για εκείνο το πολιτικό ρεύμα που θα αναφέρεται στην επαναστατική ανατροπή σε τομή με τον οικονομισμό, το δογματισμό, την ιδεολογική αποπτώχευση και τον πρακτικισμό που χαρακτηρίζει τις περισσότερες εκδοχές αναφοράς στον κομμουνισμό σήμερα. Όσο και εάν σήμερα μια καταναγκαστική επίκληση του κομμουνισμού μπορεί να φαντάζει κλασική παραλλαγή επαναστατικού βερμπαλισμού, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι τόσο η οικοδόμηση της νικηφόρας αντίστασης όσο και η διαμόρφωση μιας πολιτικά αποτελεσματικής Αριστεράς περνάνε μέσα από την επιμονή στην ανάγνωση της δυναμικής της ανατροπής ως αντικειμενικού ορίου των σημερινών αντιστάσεων. Πόσο μάλλον, που η πειστική κατοχύρωση της ιστορικής δυνατότητας μιας εναλλακτικής μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας είναι κομβική πλευρά μιας σύγχρονης αντι-ηγεμονικής απεύθυνσης. Η ριζική καινοτομία και πρωτοτυπία που αναγκαστικά θα χαρακτηρίσει οποιαδήποτε εκδοχή σύγχρονου επαναστατικού κινήματος δεν αναιρεί την επικαιρότητα των κρίσιμων οριοθετήσεων της κομμουνιστικής αναφοράς: την επίγνωση της προτεραιότητας του ταξικού ανταγωνισμού, την κεντρικότητα της πολιτικής πάλης, την εμμονή στην πολιτική συγκρότηση, τη γραμμή μαζών, την επίγνωση της αναγκαστικής υλικότητας της επαναστατικής ρήξης.
Όλα αυτά δεν μπορούν παρά να έχουν ως συνεκτικό θεωρητικό ιστό την αναφορά σε ένα σύγχρονο επαναστατικό μαρξισμό. Αυτό δεν μπορεί να ειδωθεί ως ‘άρθρα πίστεως’ αλλά πολύ περισσότερο ως την πρόκληση μιας ριζικής ανανέωσης της θεωρίας με τρόπο που να μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις αλλαγές του σύγχρονου καπιταλισμού και σε αυτή τη βάση να επιβεβαιώσουμε κρίσιμες οριοθετήσεις όπως είναι η προτεραιότητα των παραγωγικών σχέσεων πάνω στις παραγωγικές δυνάμεις, η ειδική βαρύτητα του πολιτικού επιπέδου, η υλικότητα της ιδεολογίας, η διαλεκτική σχέση εθνικού και διεθνικού, η ανισόμετρη ανάπτυξη και τις πολιτικές τους επιπτώσεις.
Αντί επιλόγου
Η κατεύθυνση αυτή αναγκαστικά θα είναι αντιφατική και πρωτότυπη. Αρκετοί από όσους αυτή η κουβέντα αφορά είναι πιθανό σε πρώτη φάση να μείνουν εγκλωβισμένοι σε προηγούμενα σχήματα και πρακτικές, καθώς και σε όλες τις μορφές προσκόλλησης σε μια αριστερά της ήττας. Ωστόσο, μπορεί να έχει υπαρκτή δυναμική εάν και στο βαθμό που θα συναντηθεί με πραγματικές κοινωνικές δυναμικές και με αναζητήσεις αγωνιστών. Και σημάδια ελπίδας υπάρχουν σήμερα μέσα στο υπαρκτό τοπίο της Αριστεράς. Μέσα στο χώρο του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, που σήμερα είναι αντιμέτωπος με συνθήκη ανοιχτής κρίσης, υπάρχουν φωνές που μιλούν για ρήξη με τον αριστερό ευρωπαϊσμό, τον κυβερνητισμό και τις συμπράξεις με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, την ίδια ώρα που η λογική της «συνάντησης με το σοσιαλιστικό χώρο» αποτελεί εφαλτήριο δεξιών στροφών, ενώ η επικέντρωση στην αισθητική και τη μεγαλοστομία εμφανώς δεν αποτέλεσε πολιτική διέξοδο. Μέσα στο χώρο του ΚΚΕ είναι ελπιδοφόρες οι φωνές που λένε φτάνει πια με τα αδιέξοδα του εγκλεισμού και του σεχταρισμού, για να μπορεί να πάρει δυναμική η σημαντική στοίχιση λαϊκών στρωμάτων σε αντισυστημικές και αντι-ΕΕ τοποθετήσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα δημοκρατικού μετώπου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που αναμετριέται με την πρόκληση των ερωτημάτων για την αριστερά συνολικά, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί πια ένα αναγνωρίσιμο και μαζικό, πολιτικό πανελλαδικό ρεύμα, όπως έδειξαν και οι αυτοδιοικητικές εκλογές. Αυτές οι δυναμικές πρέπει να τολμήσουν να συναντηθούν γύρω από κρίσιμες προγραμματικές οριοθετήσεις και να αναλάβουν το στοίχημα μιας ριζοσπαστικής ανασύνθεσης του τοπίου στην Αριστερά, έχοντας την επίγνωση ότι η ιστορία ενίοτε συμπυκνώνεται και επιταχύνεται και ότι η δική μας τόλμη ή ατολμία μπορεί να κρίνει εξελίξεις.
Και επειδή ο καθένας μας καλείται να μιλά πρώτα από όλα για το δικό του χώρο, θέλω να πω ότι ακριβώς επειδή η Αντικαπιταλιστική Αριστερά έδειξε με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ότι μπορεί να κάνει τομές με τον εαυτό της, πρέπει σήμερα τολμηρά να αναλάβει την ευθύνη να δει πώς μπορούν να αλλάξουν τα πράγματα συνολικά στο κίνημα και την Αριστερά, κάνοντας τομές στη δημοκρατική λειτουργία και συγκρότησή της, στηρίζοντας την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, προβάλλοντας με επίμονή σε εκείνο το πολιτικό πλαίσιο που σήμερα κάνει πραγματικά την Αριστερά αντίπαλο δέος. Σε μια προηγούμενη περίοδο, όπου ο συνολικός συσχετισμός δύναμης φάνταζε καταθλιπτικός η αντικαπιταλιστική αριστερά είχε όντως δίκιο να επενδύει στην ανάπτυξη αντιστάσεων και πέραν αυτού στην αυτοτελή της συγκρότηση και μόνο, για να μπορεί να έχει ο επαναστατικός δρόμος τη δική του διακριτή καταγραφή.
Η επιτάχυνση και συμπύκνωση διεργασιών που φέρνει μια συγκυρία που συνδυάζει την οικονομική κρίση και την αστική «φυγή προς τα εμπρός» με τα εμφανή σημάδια ηγεμονικής κρίσης και αστάθειας διαμορφώνει ένα διαφορετικό τοπίο. Το τοπίο το διακύβευμα δεν είναι πλέον μόνο η στήριξη των κοινωνικών αντιστάσεων και η επιβίωση της αναφοράς στον επαναστατικό δρόμο. Το διακύβευμα είναι εκείνη η Αριστερά που θα δοκιμάσει να οξύνει αντιφάσεις, να κατακτήσει πραγματικό πολιτικό χώρο, να συγκροτηθεί ως εν δυνάμει ηγέτιδα δύναμη του «έθνους των εργαζομένων» με ορίζοντα όχι απλώς την αντίσταση, αλλά την εξουσία και την κοινωνική χειραφέτηση. Αυτή είναι μια πρόκληση που η αντικαπιταλιστική αριστερά δεν μπορεί να αποφύγει.