Περί τοῦ τραγικοῦ
Τοῦ Φώτη Σχοινᾶ*
Τό τραγικό ἐμπεριέχει ἀφεύκτως τό στοιχεῖο τῆς ρήξης, τῆς σύγκρουσης. Ὁ τραγικός ἥρωας συγκρούεται μέχρις ἐσχάτων μέ τόν Θεό, τήν Μοῖρα ἤ τήν Κοινωνία. Οὐσία τοῦ τραγικοῦ εἶναι ἡ σύγκρουση τῶν ἐναντίων προθετικοτήτων, τῶν ἐναντίων ἀξιῶν καί προκύπτει ἀπό τήν παραβίαση τῆς ἱεραρχίας διαφορετικῶν δικαίων – τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου, τοῦ μητριαρχικοῦ καί τοῦ πατριαρχικοῦ, τοῦ ἐθιμικοῦ καί τοῦ κρατικοῦ. Κατά τόν κλασσικό ὁρισμό τοῦ Hegel τραγικό εἶναι «ἡ σύγκρουση ἀνάμεσα σέ δυό δυνάμεις, πού καθεμιά ἔχει τό δικαίωμα νά πραγματώσει τήν οὐσία της, ἀλλά δέν τό κατορθώνει ἀλλιῶς παρά καταπατώντας τά ἐπίσης σεβαστά δίκαια τῆς ἄλλης». Ἡ καθηγήτρια Χαρά Μπακονικόλα-Γεωργοπούλου προλογίζοντας τό ἔργο τοῦ Μάξ Σέλερ Τό φαινόμενο τοῦ τραγικοῦ γράφει: «ὁ Σέλερ ἐπιγκεντρώνει τό τραγικό φαινόμενο στό σημεῖο ἀντιπαράθεσης δύο ἀξιῶν, ἀπό τίς ὁποῖες ἡ μία προορίζεται νά “καταστραφεῖ”». Μάλιστα κατά τόν Μ. Σέλερ «τό τραγικό εἶναι μᾶλλον ἕνα οὐσιῶδες στοιχεῖο στό ἴδιο τό σύμπαν».
Τό τραγικό αἴσθημα τῆς ζωῆς ἐκπηγάζει ἀπό τή ρήξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θεῖον καί τήν αὐτονόμησή του ἀπό τήν κηδεμονία του. Ἡ τραγική ἀντίληψη τῆς ζωῆς, τό τραγικό πνεῦμα, γεννιέται, ὅταν ὁ ἄνθρωπος διαρρηγνύει τήν σχέση του μέ τό θεῖον καί τή Μοῖρα καί ὀρθώνεται στό κέντρο τοῦ κόσμου, ὡς ὁ μόνος κύριος τοῦ πεπρωμένου του. Εἶναι ἡ ἀπελπισμένη, ἴσως καί μάταιη, ἀπόπειρα νά ἀποβεῖ αὐτός καί ὄχι ὁ θεός φορέας τοῦ πεπρωμένου του καί διαμορφωτής τῆς ἐγκόσμιας ζωῆς του. Οὐσιαστικά τό τραγικό βρίσκεται στήν ἐγκαθίδρυση τῆς ἀνθρωποκρατίας στή θέση τῆς θεοκρατίας καί στή μεταξύ τους σύγκρουση. Γι᾿ αὐτό τό τραγικό δέν εἶναι ἕνα ψιλό ἀνθρώπινο συναίσθημα, ἔστω βαθείας ὀδύνης, μία ἁπλῆ αἰσθητική κατηγορία, ἀλλά «ἕνα ὁρισμένο ἀντίκρυσμα τῆς ζωῆς, ἕνας εἰδικός τρόπος νά θεωρεῖς καί ν᾿ ἀποτιμᾶς τόν κόσμο. Μέ τήν Τραγωδία ἔχουμε μιάν εἰδική κοσμοθεωρητική στάση, μιάν ὀπτική γωνία ἀπ᾿ ὅπου ἀντικρύζει κανένας μέ παρρησία μαζί κι᾿ ἔξαρση τόν ἑαυτό του μέσα στό σύμπαν» (Ἄγγελος Τερζάκης).
Τό πέρασμα αὐτό ἀπό τήν θεοκρατία στήν ἀνθρωποκρατία πραγματοποιήθηκε μόνο δύο φορές στήν ἀνθρώπινη ἱστορία: τόν 5ο αἰώνα π. Χ. στήν Ἀθηναϊκή Δημοκρατία καί τούς 16ο-17ο μ. Χ. αἰῶνες στήν Δ. Εὐρώπη. Ἡ τραγωδία, ὅπως καί ἡ πολιτική, εἶναι ἀποκλειστικό ἐπίτευγμα τῶν Ἑλλήνων στήν ἀρχαιότητα. Μόνοι οἱ Ἕλληνες στούς ἀρχαίους χρόνους ἐδημιούργησαν τραγωδία, διότι μόνο αὐτοί ὡς ἐλεύθεροι πολῖτες ὁρίζουν – ἤ, ἔστω, προσπάθησαν νά ὁρίσουν – τήν μοῖρα τους καί ὄχι ἡ βούληση τῶν θεῶν. Πῆραν τό πεπρωμένο τους στούς ὥμους τους καί ἀφῄρεσαν τήν δικαιοδοσία αὐτή ἀπό τούς θεούς καί τή μοῖρα. Τό τραγικό γεννήθηκε ἀπό τή διάσπαση τοῦ θεογονικοῦ μύθου, ἀπό τήν ἴδια τή φύση τῆς θρησκευτικότητας τῶν Ἑλλήνων. Μόνοι οἱ Ἕλληνες δέν εἶχαν διακεκριμένο ἱερατεῖο, ἱερές Γραφές, δόγματα καί ἁγίους – εἶχαν μόνο ἥρωες. Μόνοι οἱ Ἕλληνες ἔσκωπταν τούς θεούς των καί μόνοι αὐτοί τόλμησαν νά αὐτονομηθοῦν ἔναντι αὐτῶν καί νά θεωρήσουν τήν εὐτυχία ὑπόθεση δική τους καί ὄχι τῶν θεῶν. Ὁ καθ. Βασίλειος Κύρκος γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἡ ρήξη καί ἡ σύγκρουση μέ τό θεῖον, ἡ καταγγελία τῆς παρέμβασης τοῦ θεοῦ στά ἀνθρώπινα ἦταν ἀναπόφευκτη καί μοιραία. Μόνο ὁ ἐλεύθερος ἄνθρωπος τόλμησε νά ἀντιπαρατεθεῖ μέ τόν θεό· καί τότε μόνο θά ἀναρωτηθεῖ γιά τήν οὐσία του καί τό Εἶναι του. Συγχρόνως μέ τό ἐρώτημα αὐτό θά ἀναδυθεῖ ἡ τραγική αἴσθηση τῆς ζωῆς καί θά τόν διαπεράσει τό ρῖγος τῆς ὑπαρξιακῆς διακινδύνευσης, καί θά τόν κυριεύσει ὁ φόβος τοῦ κενοῦ. Μόνο ἀπό τήν ἀρχαία ἑλληνική θρησκεία θά μποροῦσε νά ἀναδυθεῖ τό τραγικό αἴσθημα τῆς ζωῆς, ἡ αἴσθηση τῆς τραγικότητας τῆς ἀνθρώπινης ὑπάρξεως, γιατί μόνο σ᾿ αὐτήν ἐπετράπη στόν ἄνθρωπο νά ἀναπτύξει τόν θεομάχο λόγο (ἤ μήπως ἡ ἄρθρωση τοῦ φιλοσοφικοῦ λόγου διέλαθε τῆς θεϊκῆς ἐπιστασίας;!). Ἡ ἀπώλεια τῆς μεταφυσικῆς γέννησε, ἐντέλει, τήν τραγωδία, ὅπως καί στούς νεώτερους χρόνους (Σαίξπηρ)… Ἡ νέα αὐτή αἴσθηση ὡρίμασε τίς συνειδήσεις καί διαμόρφωσε ἕνα αἴσθημα ζωῆς πού ἔχει ὡς πυρήνα τήν εὐθύνη τῶν ἐλευθέρων ἀνθρώπων, αὐτοῦ πού δέν δέχεται τήν κηδεμονία τοῦ θείου. Τόν πυρήνα τῆς τραγωδίας συνιστᾶ ἡ διαρκής, ἄλλοτε φανερή καί ἐκρηκτική καί ἄλλοτε ὑπόκωφη καί ἀναβράζουσα, σύγκρουση θεῶν καί ἀνθρώπου, αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου/πολίτου, πού κατέκτησε τήν ἐλευθερία του μέσα στόν κόσμο τῆς πόλεως, ὡς ἀνεπανάληπτη ὀντότητα, ἀνθρωπολογικό δεῖγμα μιᾶς εὐτυχισμένης ἱστορικῆς συγκυρίας»
Χάρη στήν ἀπουσία Ἀποκαλύψεως, Δόγματος καί Ἱεροκρατίας στήν ἑλληνική θρησκεία καί κοινωνία κατέστη δυνατή ἡ ἀναδημιουργία τοῦ Μύθου καί ἡ ἀνάδυση τῆς τραγωδίας κατά τόν Κ. Καστοριάδη. Ἡ ρήξη μέ τό θεῖον καί ἡ αὐτονόμηση τοῦ ἀνθρώπου συνέβη ἀκόμη μία φορά στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος: στήν αὐγή τῶν νεωτέρων χρόνων στήν Δ. Εὐρώπη. Ὁ Ἀντρέ Μαρλώ σχολιάζοντας τήν ἰδεολογική ἱστορία τῆς Εὐρώπης λέγει ὅτι οἱ Εὐρωπαῖοι εἶχαν στήν ἀρχή ὡς ἀπόλυτη πραγματικότητα τόν Θεό, μετά ὅμως ἐθεώρησαν ὡς ἀπόλυτη πραγματικότητα τόν ἄνθρωπο. Ἔτσι κατέστη δυνατή καί στήν Δ. Εὐρώπη ἡ ἐμφάνιση τοῦ τραγικοῦ αἰσθήματος τῆς ζωῆς.
Στήν ἀρχαία Ἑλλάδα ἡ τραγωδία ἦταν μιά ὑπόμνηση τῶν ἀμετακινήτων ὁρίων τῆς ἀνθρώπινης δράσης. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ἐλεύθερος πολίτης εἶναι πλέον ἐλεύθερος νά πράξει τά πάντα· οἱ συνέπειες ὅμως αὐτῆς τῆς ἀπεριόριστης ἐλευθερίας διαφεύγουν τοῦ ἐλέγχου του.“Χαλεπόν ἐλεύθερον γενέσθαι” διακηρύσσει ἕνα ἀρχαιοελληνικόν λόγιον. Οἱ τραγικοί ποιητές συνεχῶς ὑπομιμνήσκουν στούς Ἀθηναίους ὅτι ὁ τραγικός ἥρωας “μήτε διά κακίαν καί μοχθηρίαν μεταβάλλει εἰς δυστυχίαν, ἀλλά δι᾿ ἁμαρτίαν τινά” (Ἀριστοτέλη, Ποιητική 1453 a 3). Καί ἡ τραγική ἁμαρτία εἶναι ἕνας λανθασμένος ὑπολογισμός τῶν καταστάσεων, ἕνα σφάλμα τῆς λογικῆς κρίσεως τοῦ τραγικοῦ ἥρωα συμπεπλεγμένο μέ μία ἄμετρη ἐμπιστοσύνη στή δύναμη τοῦ λογικοῦ του. Ἡ ἑλληνική τραγωδία συνεχῶς ὑπογραμμίζει τό γεγονός ὅτι ἡ ἀνθρώπινη εὐτυχία εἶναι εὔθραστη καί ἐξαρτᾶται ἀπό παράγοντες μή ὑποκείμενους στόν ἀνθρώπινο ἔλεγχο. Πάντα καραδοκεῖ μία φθονερή Μοῖρα ἕτοιμη νά ἐπιφέρει τήν ἄτη στήν ἀνθρώπινη ὕβριν – τήν παραβίαση τῶν ὁρίων τῆς θεϊκῆς καί ἠθικῆς τάξεως τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου, τῆς κοσμικῆς Δικαιοσύνης.
Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ὡς ἐλεύθερος πολίτης, καθιστᾶ τόν ἑαυτό του κύριο τοῦ πεπρωμένου του καί παίρνει τήν μοῖρα πάνω του πρέπει νά γνωρίζει ὅτι εἶναι συνεχῶς ὑποκείμενος στήν λογικῆς καί ἠθικῆς ὑφῆς ἁμαρτίαν, στήν παραβίαση τῶν ὁρίων, στήν διατάραξη τῆς παγκόσμιας ἠθικῆς τάξης, πού ἔχει ὡς ἀναπόδραστη συνέπεια τήν ἄτη (συμφορά), γιά νά ἀποκατασταθεῖ ἡ διασαλευθεῖσα ἰσορροπία. Ὁ Α. Lesky γράφει πώς «ὁ ἄνθρωπος πού τόν βρῆκε ἡ Ἄτη ξεπερνᾶ τά σύνορα πού τοῦ ἔχουν ὁρισθεῖ, κλονίζει τήν τάξη τοῦ κόσμου καί πρέπει νά πέσει θύμα τῆς δικῆς του τύφλωσης». Καί μάλιστα πολλές φορές οἱ πράξεις τοῦ ἀνθρώπου ἔχουν ὡς ἀποτέλεσμα τό ἀκριβῶς ἀντίθετο τοῦ ἐπιδιωκομένου. Τοῦτο εἶναι τό μέγιστον μάθημα τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας. Μάθημα πού καίτοι ἐδιδάχθησαν δέν ἀφομοίωσαν οἱ Ἀθηναῖοι…
Καί τό τραγικό κακό εἶναι ἀνεπανόρθωτο. Στήν τραγωδία δέν ὑπάρχει μετάνοια, μέ τή χριστιανική ἐκδοχή, καί ἀποκατάσταση τοῦ μετανοοῦντος. Ὁ τραγικός ἥρωας συντρίβεται ἀμετάκκλητα. Στήν Χριστιανική ἀντίληψη ἡ ἀνθρώπινη ἁμαρτία – ἁμαρτία κυρίως ἠθικῆς, ἀλλά καί ὀντολογικῆς ὑφῆς – ἔχει ἀνθρωπολογικές καί κοσμολογικές συνέπειες, ὅμως ὁ Σταυρός καί ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ ἀποκαθιστοῦν ἐντελῶς τήν καταφθαρεῖσαν φύσιν – ἀνθρώπινη καί κοσμική.
Στήν Ἑλληνική ἀντίληψη ἡ ἀποκατάσταση τῆς διασαλευμένης θεϊκῆς καί κοσμικῆς τάξεως μπορεῖ νά ἀποκατασταθεῖ μόνο μέ τή συντριβή τοῦ τραγικοῦ ἥρωα. Τό μοιραῖο τραγικό σφάλμα, τό μοιραῖο πάθος ἤ ἐλάττωμα τοῦ τραγικοῦ ἥρωα τόν ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα στήν καταστροφή του, ἀκριβῶς ἐπειδή θραύει τήν παγκόσμια τάξη. Ὁ Χρῆστος Μαλεβίτσης γράφει: «Ὁ τραγικός ἥρωας δέν εἶναι ἠθικῶς ἔνοχος· εἶναι τραγικός ἔνοχος. Ἡ διαφορά μεταξύ ἠθικῆς καί τραγικῆς ἐνοχῆς εἶναι ἀπόλυτη. Διότι μέ τήν ἠθική ἐνοχή δέν ἔχουμε τραγωδία, ἔχουμε δράμα. Ἡ ἠθική ἐνοχή, ὡς παράβαση κανόνα, ἔστω καί μεταφυσικῶς θεμελιωμένου, αἴρεται μέ τήν μετάνοια καί τή συγχώρεση. Ὁ τραγικός ἔνοχος οὔτε μετανοεῖ, ἀλλά οὔτε καί συγχωρεῖται. Ἡ μετάνοια καί ἡ συγχώρεση τελοῦνται μέσα στόν κοσμικό κύκλο· πρόκειται γιά ἐγκόσμια συμφιλίωση, ὡσάν τήν ἑγελιανή Versöhnung. Ἡ τραγική ἐνοχή θραύει τόν ἐγκόσμιο κύκλο, γι᾿ αὐτό καί ὁ τραγικός ἔνοχος συντρίβεται».
Στήν τραγωδία δέν ὑπάρχει σωτηρία, τοὐλάχιστον μέ τή χριστιανική ἐκδοχή της. Τό κακό δέν ὑπερβαίνεται. Τουναντίον εἰσβάλλει καί ἐγκαθιδρύεται κυριαρχικά μέσα στόν κόσμο. Στήν τραγωδία οἱ πύλες τῆς Κολάσεως εἶναι ὀρθάνοιχτες γράφει ὁ Τζώρτζ Στάϊνερ. Ἀμετακίνητο κέντρο τῆς τραγωδίας εἶναι κατά τόν Αἰμ. Χουρμούζιο ἡ ἀπελπισία τοῦ ἀνθρώπου πρός ὅ,τι τόν ὑπερβαίνει καί περιορίζει τήν ἐλευθερία του, ἡ ἀδυναμία του νά κατισχύσει στήν ἀδυσώπητη μοῖρα του. Ἡ ἀνταρσία του νά θραύσει τό σιδερένιο κλοιό τῆς ἄτεγκτης Εἱμαρμένης δέν ἔχει καμμία προοπτική ἐπιτυχίας. Ἡ συντριβή εἶναι κάτι παραπάνω ἀπό ἀναμενόμενη καί βέβαιη. Ἀλλά, ἄν δέν ὑπάρχει σωτηρία στόν τραγικό κόσμο, ὑπάρχει κάθαρση, ὅπως λέγει ὁ Ἀριστοτέλης. Κάθαρση βέβαια ὄχι τῶν τραγικῶν παθημάτων τοῦ τραγικοῦ ἥρωα, ἀλλά τῆς ψυχῆς τοῦ θεατῆ ἀπό τά τραγικά συναισθήματα πού προκαλοῦνται ἀπό τά παθήματα τοῦ τραγικοῦ ἥρωα (θεωρῶ πώς στό περίφημο ἀριστοτελικό χωρίο “δι᾿ ἐλέου καί φόβου περαίνουσα τήν τῶν τοιούτων παθημάτων τήν κάθαρσιν” (Ποιητική 1449 b 25) ἡ γενική “τῶν παθημάτων” εἶναι γενική ἀντικειμενική καί ὄχι ὑποκειμενική· ἑπομένως καθαίρεται ἡ ψυχή τῶν θεατῶν ἀπό τά παθήματα καί ὄχι αὐτά ταῦτα τά παθήματα). Καί ἡ ἐπιζητούμενη κάθαρση εἶναι ἀπότοκη τῆς συναισθηματικῆς ταύτισης τοῦ θεατῆ μέ τά παθήματα τῶν τραγικῶν ἡρώων. Ὁ ἔλεος καί ὁ φόβος ἐγείρονται ἀπό τή μέθεξη τοῦ θεατῆ στά δρώμενα. Ἡ τραγική μοῖρα τοῦ ἥρωα εἶναι, δυνητικά τοὐλάχιστον, καί δική του μοῖρα.
Ὁ Χριστιανισμός στή βαθύτερη οὐσία του εἶναι ἀντιτραγικός. Ἡ ἄκρα φιλανθρωπία τοῦ ἐσταυρωμένου Κυρίου τῆς δόξης συγχωρεῖ πᾶσα ἠθική νόσο καί παράβαση τοῦ θείου νόμου. Βέβαια κάθε πάθος, ὡς “ἀλλόκοτος καί δύσερως ἔρως” (Γρηγόριος Παλαμᾶς) συνιστᾶ ἀνταρσία κατά τοῦ Θεοῦ καί προδοσία τῆς ἐσταυρωμένης ἀγάπης του. Ἄρα κάθε ἐφάμαρτο πάθος ἐνέχει τό τραγικό στοιχεῖο. Ὅμως δέν ὑπάρχει καί δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πάθος καί ἠθικό νόσημα, τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει ὁ Χριστός (π. Σωφρόνιος Σαχάρωφ). Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἐγγύηση καί προτύπωση τῆς ἀναστάσεως κάθε πιστοῦ, ἀποτελεῖ τόν ὁριστικό καί ἀνέκκλητο θρίαμβο πάνω στό κακό. “Νῦν πάντα πεπλήρωται φωτός, οὐρανός τε καί γῆ καί τά καταχθόνια” (Κανών τῆς Ἀναστάσεως). Τό τραγικό στοιχεῖο στόν Χριστιανισμό ὑπάρχει μόνο στό χῶρο τῆς Κολάσεως, αὐτοῦ τοῦ ἀνιάτου – οἰκειοθελῶς ἀνιάτου – τραύματος τῆς δημιουργίας. Εἶναι ἐπίσης χαρακτηριστικό ὅτι γιά τό πάθος καί τό θάνατο τοῦ Χριστοῦ νομιμοποιούμαστε νά μιλᾶμε γιά Θεῖο Δράμα, οὐδόλως ὅμως γιά Θεία Τραγωδία.
Ἀλλά καί ὁ Πλατωνισμός εἶναι ἀντιτραγικός. Κατά τήν Πλατωνική ὀντολογία τό ὄντως ὄν, δηλαδή ὁ νοητός κόσμος τῶν ἰδεῶν, εἶναι θεμελιωδῶς καλό. Τό κακό βρίσκεται στόν παρόντα ἀπατηλό κόσμο. Ὁ παρών κόσμος εἶναι ἀπείκασμα, εἴδωλο τοῦ ἀληθινοῦ καί ἀγαθοῦ κόσμου τῶν ἰδεῶν. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά φύγουμε ἀπό δῶ πρός τά κεῖ, ὅπου τό κακό θά καταργηθεῖ ἐντελῶς, ὅσο τό δυνατόν γρηγορότερα. “Ἀλλ᾿ οὔτ᾿ ἀπολέσθαι τὰ κακὰ δυνατόν, ὦ Θεόδωρε – ὑπεναντίον γάρ τι τῷ ἀγαθῷ ἀεὶ εἶναι ἀνάγκη – οὔτ᾿ ἐν θεοῖς αὐτὰ ἱδρῦσθαι, τὴν δὲ θνητὴν φύσιν καὶ τόνδε τὸν τόπον περιπολεῖ ἐξ ἀνάγκης. διὸ καὶ πειρᾶσθαι χρὴ ἐνθένδε ἐκεῖσε φεύγειν ὅτι τάχιστα. φυγὴ δὲ ὁμοίωσις θεῷ κατὰ τὸ δυνατόν· ὁμοίωσις δὲ δίκαιον καὶ ὅσιον μετὰ φρονήσεως γενέσθαι” (Πλάτωνος, Θεαίτητος 176 a-b). Μετάφραση (Ἰ. Θεοδωρακόπουλου): «Οὔτε νά χαθοῦν τά κακά εἶναι δυνατόν, Θεόδωρε, γιατί εἶναι ἀνάγκη νά ὑπάρχη κάτι ἀντίθετο στό καλό, οὔτε πάλι γίνεται νά ἔχουν τόν τόπο τους στούς θεούς, ἀλλά περιτριγυρίζουν κατ᾿ ἀνάγκη τή θνητή φύση κι᾿ αὐτόν ἐδώ τόν τόπο. Γι᾿ αὐτό καί πρέπει νά προσπαθῆ κανείς νά φεύγη ἀπ᾿ ἐδώ, ὅσο μπορεῖ πιό γρήγορα, πρός τά ἐκεῖ. Καί ἡ φυγή αὐτή σημαίνει ὁμοίωση μέ τό θεό, ὅσο τοῦτο γίνεται. Ὁμοίωση πάλι θά εἰπῆ, νά γίνεις δίκαιος καί ὅσιος μέ φρόνηση καί μέ γνώση».
Ὁ κόσμος τῆς τέχνης εἶναι εἴδωλο τοῦ εἰδώλου, ὁ Ὅμηρος εἶναι “τρίτος ἀπό τῆς ἀληθείας” (Πολιτεία 599d). Ἡ τέχνη εἶναι μίμηση τοῦ φυσικοῦ κόσμου, ὁ ὁποῖος εἶναι μίμηση τοῦ νοητοῦ κόσμου. Ἄρα ἡ τέχνη εἶναι “μίμησις μιμήσεως”. Δέν εἶναι τυχαῖο λοιπόν, ὅτι ὁ Πλάτων ἐξόριζε ἐντελῶς τήν τέχνη – καί τό τραγικό θέατρο – ἀπό τήν ἰδανική πολιτεία του γιά λόγους ὀντολογικούς – ὅπως ἐν ἄκρᾳ συντομία ἀνεπτύξαμε ἀνωτέρω –, ἀλλά καί γιά λόγους παιδαγωγικούς. Οὔτε ἐξάλλου εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Πλάτων ἦταν πολέμιος τῆς δημοκρατίας. Ἐξάλλου ὁ Πλάτων στό “μέτρον πάντων ἄνθρωπος” τοῦ Πρωταγόρα ἀντέτεινε τό “μέτρον πάντων θεός” (Νόμοι 716c). Ὡσαύτως στούς Νόμους 713e ἰσχυρίζεται ὅτι στίς πόλεις πού δέν ἄρχει ὁ θεός ἀλλ᾿ ὁ ἄνθρωπος δέν ὑπάρχει γι᾿ αὐτές δυνατότητα διαφυγῆς ἀπό τήν δυστυχία: «Λέγει δή καί νῦν οὗτος ὁ λόγος, ἀληθείᾳ χρώμενος, ὡς ὅσων ἄν πόλεων μή θεός ἀλλά τις ἄρχῃ θνητός, οὐκ ἔστιν κακῶν αὐτοῖς οὐδέ πόνων ἀνάφυξις (=διαφυγή)». Καί στή θέση τῆς πρωταγόρειας δόξας (=γνώμης) ὡς κοινοῦ κτήματος ὅλων τῶν πολιτῶν ἔθετε τήν ἰδική του ἐπιστήμην ὡς προνόμιο τῶν ὀλίγων φιλοσόφων – φυλάκων τῆς ὀρθῆς πολιτείας.
Τό τραγικό πρόσωπο εἶναι ὑπαίτιο γιά τήν καταστροφή του; Ὑπάρχει ἐλευθερία στόν τραγικό ἥρωα ἤ εἶναι ἕνα ἁπλό ἄθυρμα, μιά μαριονέτα στά χέρια τῆς ἀναπόδραστης ἀναγκαιότητας; Ὁ δυστυχής Οἰδίπους ὅσο προσπαθεῖ νά ἀποφύγει τή μοῖρα του τόσο ἐμπλέκεται βαθύτερα στά δίκτυά της. Μερικοί ἑρμηνευτές λέγουν πώς ἔπρεπε νά ἀποφύγει νά σκοτώσει ὁποιοδήποτε μεγαλύτερό του ἄνθρωπο καί νά νυμφευθεῖ μεγαλύτερή του γυναῖκα. Σιγά μή ἔπρεπε νά κάνει μιά λίστα μ᾿ αὐτά πού ἐπιτρεπόταν καί αὐτά πού δέν ἐπιτρεπόταν νά κάνει ἀντιπαρατηρεῖ εἰρωνικά ὁ Dodds. Ὁ Ὀρέστης τί περιθώρια ἐλευθερίας ἆραγε ἔχει; Νά ἐκδικηθεῖ τόν φόνο τοῦ πατέρα του σκοτώνοντας τή μητέρα του ἦταν διαταγή τοῦ Ἀπόλλωνα. Ἡ μητροκτονία πάλι ἐπισύρει τή μῆνι τῶν Ἐρινύων. Ὅταν ἡ Κλυταιμνήστρα τόν ἱκετεύει νά σεβαστεῖ τό μαστό πού βύζαξε ἀναφωνεῖ γεμάτος σπαρακτική ἀμφιβολία γιά τό πρακτέον: “Πυλάδη, τί δράσω; μητέρ᾿ αἰδεσθῶ κτανεῖν;” (Αἰσχύλου Χοηφόροι, στιχ. 899). Μετάφραση (Κ. Χ. Μύρη): «Πυλάδη, τί νά κάνω; Νά σεβαστῶ τή μάνα μου;». Ὁ τραγικός ἥρωας εἶναι παγιδευμένος σέ μία ἀναπόδραστη ἀναγκαιότητα, χωρίς ταυτόχρονα νά ἀπαλλάσσεται ἀπό τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του. Ἡ ἐλευθερία του εἶναι ἀκέραιη, ἐνῶ ταυτόχρονα εἶναι δέσμιος μιᾶς δίνης πραγμάτων καί καταστάσεων χωρίς δυνατότητα διαφυγῆς. Νομίζω ὅτι ἰσχύει ἀπόλυτα στό τραγικό πρόσωπο ἡ ρήση τοῦ Κάφκα πώς ὁ μόνος ἐλεύθερος δρόμος γιά τό ποντίκι εἶναι ὁ δρόμος πρός τή φάκα. Στό τραγικό ἔχουμε μία ἄρρητη συμπλοκή τῆς ἐλευθερίας τοῦ τραγικοῦ ἥρωα καί τῆς σιδηρᾶς ἀναγκαιότητας τῆς Μοίρας, ὅπως ὑποστηρίζει ὁ Σέλλινγκ. Ἡ ἀναγκαιότητα ἐπικρατεῖ χωρίς νά ἀπόλλυται ἡ ἐλευθερία καί ἡ ἐλευθερία κατισχύει χωρίς νά καταλύεται ἡ ἀναγκαιότητα.
Στή νεώτερη τραγωδία δέν ἔχουμε τήν παρουσία τῆς ἄφευκτης Μοίρας, ὅπως συμβαίνει στήν ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία. Ἡ ἀναγκαιότητα πλέον δέν ἀνάγεται στήν ἄτεγκτη, φθονερή Εἱμαρμένη, ἀλλά στή δύναμη, στό ἀλύγιστο πεῖσμα ἑνός ἀκατάβλητου χαρακτήρα, ὅπως π.χ. συμβαίνει ἐν πολλοῖς στόν Σαίξπηρ (Σέλλινγκ). Τή θέση τῆς Μοίρας παίρνει τό ἰδιαίτερον ποιόν τοῦ ἤθους, τοῦ χαρακτήρα τοῦ τραγικοῦ ἥρωα. Ὁ παρεμβληθείς Χριστιανισμός ἀποψίλωσε τή Μοῖρα ἀπό τήν παντοδυναμία της. Πάντως ὅμως καί στήν ἀρχαία τραγωδία ὁ τραγικός ἥρωας καταστρέφεται ἀπό τόν χαρακτήρα του. Ἡ Μήδεια δέν εἶναι θύμα (καί θύτης μαζί) τοῦ σκοτεινοῦ καί ἄκαμπτου χαρακτήρα της;
Ἡ Δημοκρατία εἶναι τό κατ᾿ ἐξοχήν τραγικό πολίτευμα. Ἀκριβῶς διότι βασίζεται στήν ἐλευθερία τῶν πολιτῶν της, οἱ ὁποῖοι ὅμως δέν πρέπει νά κάνουν ἄμετρη χρήση της, ἀλλά νά ἔχουν σαφῆ ἐπίγνωση τῶν ὁρίων της, ἀλλιῶς ἡ καταστροφή παραμονεύει, ὅπως ἄλλωστε δείχνει καί ἡ περίπτωση τῆς Ἀθηναϊκῆς Δημοκρατίας. Ἡ σωφροσύνη, ἡ φρόνηση καί προπάντων τό μέτρο πρέπει νά προφυλλάσσουν τή Δημοκρατία ἀπό τήν ὕβριν.Τό συμπέρασμα πού βγάζει ὁ Χορός στήν Ἀντιγόνη (στιχ.1347-1353) εἶναι: «πολλῷ τό φρονεῖν εὐδαιμονίας/πρῶτον ὑπάρχει˙χρή δέ τά γ᾽ ἐς θεούς/ μηδέν ἀσεπτεῖν˙ μεγάλοι δέ λόγοι/ μεγάλας πληγάς τῶν ὑπεραύχων/ ἀποτείσαντες/γήρᾳ τό φρονεῖν ἐδίδαξαν», Μετάφραση (Ἰγνατίου Σακαλῆ): «Εἶναι ἀπ᾽τήν εὐτυχία ἡ φρόνηση/πολύ πιό πρῶτο, καί καθόλου δέν πρέπει στούς θεούς/ν᾽ἀσεβοῦμε˙οἱ ὑπέρμετρες καυχησιές/τῶν φαντασμένων μέ χτυπήματα ὑπέρμετρα/πληρώνονται/καί τή φρόνηση πιά στά γηρατειά διδάσκουν». Ἡ φρόνηση εἶναι τό θεμέλιο, ὁ sine qua non ὅρος καί προϋπόθεση τῆς εὐτυχίας. Χωρίς τή φρόνηση δέν μποροῦν νά θεμελιωθοῦν ἡ εὐνομία καί ἡ εὐδαιμονία προσωπική καί συλλογική.
Ξέρουμε καλά πώς στήν ἀνθρώπινη ἱστορία δέν ὑπάρχει καμμιά νομοτέλεια, καμμιά ἀναγκαιότητα. Τό πᾶν ἐξαρτᾶται ἀπό τή σωφροσύνη καί τή μετριοπάθεια τῶν ἡγετῶν ἀλλά καί τῶν πολιτῶν. Ἡ Δημοκρατία καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο κύριο τῶν πράξεών του, ὅμως οἱ συνέπειες τῶν πράξεών του διαφεύγουν τῆς κυριότητάς του καί τό μόνο μέσο διασφάλισης τῆς αἴσιας πορείας αὐτῶν εἶναι ἡ σύνεση καί ἡ αἴσθηση τοῦ μέτρου. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ ἀρχαῖοι ἐταύτιζαν τήν ἀμετρία μέ τήν ἀλογία. Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ αὐτονομία δέν εἶναι δυνατή παρά ἄν ἡ κοινωνία ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἡ πηγή τῶν νορμῶν της. Κατά συνέπεια, ἡ κοινωνία δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει αὐτό τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτή ἡ νόρμα κι ὄχι ἐκείνη ἡ ἄλλη… Δέν μπορεῖ ἐπίσης νά ἀποφύγει τό ἐρώτημα τῶν ὁρίων τῶν πράξεών της. Σέ μιά δημοκρατία ὁ λαός μπορεῖ νά κάνει ὁτιδήποτε – καί ὀφείλει νά ξέρει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει ὁτιδήποτε. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό καθεστώς τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ· εἶναι συνεπῶς ἐπίσης τό καθεστώς τοῦ ἱστορικοῦ ρίσκου – ἄλλος τρόπος νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό καθεστώς τῆς ἐλευθερίας – καί ἕνα καθεστώς τραγικό. Ἡ μοίρα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας δείχνει αὐτό τό πράγμα. Ἡ πτώση τῆς Ἀθήνας – ἡ ἧττα της στόν Πελοποννησιακό πόλεμο – ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ὕβρεως τῶν Ἀθηναίων. Τώρα ἡ ὕβρις δέν ὑποθέτει ἁπλῶς τήν ἐλευθερία· ὑποθέτει ἐπίσης τήν ἀπουσία πάγιων νορμῶν, τήν θεμελιώδη ἀβεβαιότητα τῶν ἔσχατων σημασιῶν γιά τίς πράξεις μας. (Ἡ χριστιανική ἁμαρτία εἶναι, φυσικά μιά ἔννοια ἑτερονομίας). Ἡ παραβίαση τοῦ νόμου δέν εἶναι ὕβρις, εἶναι ἕνα ὁρισμένο καί περιορισμένο παράπτωμα. Ἡ ὕβρις ὑπάρχει ὅταν ὁ αὐτοπεριορισμός εἶναι ἡ μόνη νόρμα, ὅταν παραβιάζονται ὅρια πού δέν ἦταν πουθενά ὁρισμένα».
Ἡ Ἀθηναϊκή δημοκρατία ἦταν τραγικό πολίτευμα ἀκριβῶς διότι ὅταν ἔφτασε στήν ὁλοκλήρωσή της – τήν ἐποχή τοῦ Περικλῆ ὁ δῆμος ἦταν ἀπόλυτος κυρίαρχος τῆς πολιτικῆς σκηνῆς καί δέν εἶχε τίποτε καί κανένα ὑπεράνω αὐτοῦ – ἐμπεριεῖχε στό ἐσωτερικό της τό σπέρμα τῆς (αὐτο)καταστροφῆς της. Ἡ ἄκρατη Περίκλεια δημοκρατία μετά τό θάνατο τοῦ ἡγέτη καί ἐμπνευστῆ της αὐτοκαταστράφηκε λόγῳ ἐσωτερικῶν διαιρέσεων καί ὑπερβάσεως τῶν ἐπιτρεπτῶν ὁρίων ἐκ μέρους τῶν πολιτῶν της.
Ἀλλά ἡ Δημοκρατία ἐμπεριέχει τήν τραγικότητα καί γιά ἕνα ἀκόμα λόγο: ὑπόσχεται τήν ἀπόλυτη εὐτυχία ἐπί τῆς γῆς. Ἡ Δημοκρατία διεκδικεῖ γιά τόν ἑαυτό της τό προνόμιο τῆς χορηγίας ὄχι ἁπλῶς τοῦ εὖ ζῇν, τῶν θεσμῶν δηλαδή ἐκείνων πού καθιστοῦν τή ζωή μας ἀσφαλῆ καί ἀνθρώπινη, ἀλλά τῆς ἀπόλυτης εὐδαιμονίας. «Τί μᾶς ὑπόσχονται λοιπόν οἱ δημοκρατίες;» λέγει ὁ Π. Μπρυκνέρ: «τήν εὐτυχία, τόν πλοῦτο, τήν προσωπική ὁλοκλήρωση. Μέ ἄλλα λόγια τό ἀδύνατο».
Στην εικαστική πλαισίωση της σελίδας, ιχνογράφηση θεατρικών κοστουμιών από τον Σπύρο Βασιλείου.
ΠΗΓΗ: 13 Μαΐου 2019, https://antifono.gr/%cf%80%ce%b5%cf%81%ce%af-%cf%84%ce%bf%e1%bf%a6-%cf%84%cf%81%ce%b1%ce%b3%ce%b9%ce%ba%ce%bf%e1%bf%a6