Άνθρωπος: ολότητα και τμήμα του εαυτού του

Ο άνθρωπος ως «ολότητα» και ως «τμήμα του εαυτού του»

 

Του Σταύρου Κιολέογλου*

 

Homo sum, humani nihil a me alienum puto

(Είμαι άνθρωπος.

Δε θεωρώ σε μένα ξένο τίποτα το ανθρώπινο,

Terenzio, Heautontimorumenos, v. 77)

 

Σύντομη περιγραφή της διαλεκτικής υλιστικής μεθόδου

 

Η εμπειρική έρευνα ενός οποιουδήποτε ζωντανού και πραγματικού φαινομένου προϋποθέτει – από την αρχή της ακόμα – μια σύλληψη του εξεταζόμενου φαινομένου και του περιεχομένου του. Το πρόβλημα τίθεται όταν τα γεγονότα και οι αφηρημένοι προσδιορισμοί που «ξεπήδησαν» από την ανάλυση και από το διαμελισμό του φαινομένου, ξεκινούν να γίνονται αντιφατικοί και να αλληλοαποκλείονται αμοιβαία.

Σε αυτό το σημείο η τυπική λογική που είναι απαραίτητη για την ανάλυση, θέλοντας να ελευθερωθεί από το αντιφατικό περιεχόμενο του φαινομένου για να διατηρήσει αμετάβλητη την αρχική του στατική σύλληψη, θεωρεί την αντιφατική κίνηση ως εξωτερική από τα ίδια τα γεγονότα καθιστώντας όλο και πιο αφηρημένο το ίδιο το περιεχόμενο του φαινομένου, ανάγοντάς το σε νεκρά εξωτερικά γεγονότα και θεωρητικοποιώντας το ως απλό πρόσχημα για την εφαρμογή μιας αφηρημένης μορφής. Μια τυπική ακραία συνέπεια μιας τέτοιας διαστρέβλωσης και χειραγώγησης της ουσιώδης πραγματικότητας του φαινομένου είναι ο χυδαίος εμπειρισμός και ο θετικισμός.

Η αναλυτική λογική (διάνοια – Verstand) κυρίως αποσυνθέτει το φαινόμενο ακινητοποιώντας το περιεχόμενο (επειδή δεν μπορεί να το αποφύγει εντελώς) σε απλούς, αφηρημένους προσδιορισμούς και αναπαριστά το πραγματικό, αναγκαστικά, ως μια αφηρημένη μεταφυσική ολότητα. Η ιστορική ανάλυση (ο διαλεκτικός λόγος – Vernunft) δεν αρνείται σχολαστικά την αναλυτική διάνοια αλλά την προϋποθέτει ανασυνθέτοντας το πραγματικό περιεχόμενο του φαινομένου έτσι όπως είναι αντικειμενικά: ως εσωτερική ενότητα αντίθετων προσδιορισμών, «ανατρέποντας» («διευρύνοντας») τις αφαιρέσεις και τις έννοιες της ίδιας της λογικής ανάλυσης της διάνοιας, μεταβάλλοντας την αρχική σύλληψη του ίδιου του φαινομένου, εκθέτοντας τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του φαινομένου ως προϊόντα και αποτελέσματα μιας ιστορικής διαδικασίας. Η λογική ανάλυση, κάθε φορά που δεν αίρεται διαλεκτικά στο αντίθετό της, στην ιστορική ανάλυση, μυστικοποιεί το περιεχόμενο της πραγματικής κίνησης του φαινομένου ανάγοντάς το σε γενικές φόρμουλες με αξιώσεις ψευδούς καθολικότητας, συγχέοντας την τυχαιότητα με την αναγκαιότητα και «εξηγώντας» τα πραγματικά φαινόμενα με την εξωτερική αφηρημένη τους ταυτότητα. Η ιστορική ανάλυση, επιστρέφοντας κατά κάποιον τρόπο στο συγκεκριμένο πραγματικό φαινόμενο, το ανασυνθέτει ως εσωτερική αντιφατική ενότητα των πολλαπλών αφηρημένων καθορισμών που «ξεπήδησαν» από τη λογική ανάλυση, ανακαλύπτοντας τις ουσιώδεις εσωτερικές σχέσεις του που το θέτουν εν ζωή και οι οποίες δεν είναι ως τέτοιες νοούμενες από την αναλυτική λογική, δεδομένου ότι αυτή τις προϋποθέτει ήδη δοσμένες και μια και για πάντα. Η εμπειρική έρευνα ενός φαινομένου λοιπόν δεν συνίσταται σε μια καταγραφή «γεγονότων» σύμφωνα με ένα γενικό νόμο ανάπτυξης που υπερίπταται της αντιφατικής κίνησης (ανάπτυξης) του ίδιου του φαινομένου, αλλά είναι η ίδια η σύλληψη του φαινομένου σύμφωνα με τη διαλεκτική μέθοδο όπου το «γεγονός» συγκεκριμενοποιείται σε μια πραγματικότητα αναγκαίων ουσιωδών σχέσεων που αντιτίθενται, αν και διατηρώντας την, στη φαινομενική εμφάνιση του «γεγονότος» καθ’εαυτού.


Λίγα λόγια πάνω στην καταγωγή και ανάπτυξη των ψυχικών φαινομένων

 

«Το μάτι έγινε ανθρώπινο μάτι, μόλις το αντικείμενό του έγινε ένα κοινωνικό, ανθρώπινο αντικείμενο, φτιαγμένο από τον άνθρωπο και για τον άνθρωπο», μάς λέει ο Μαρξ στα οικονομικά και φιλοσοφικά χειρόγραφα του 1844.

Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως το ίδιο επακριβώς ισχύει για τον εγκέφαλο και για όλες τις αισθήσεις του, η μόρφωση των οποίων είναι «έργο όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας μέχρι σήμερα». Ο άνθρωπος, συνεπώς, δεν είναι μια ενσωμάτωση σε μια κάποια κοινωνική διάσταση, η σχέση του με την κοινωνία δεν είναι μια απλή εξωτερική σχέση. Ο άνθρωπος είναι η κοινωνική ύπαρξη.

Ο άνθρωπος δεν είναι ένα άθροισμα κυττάρων και συναισθημάτων, αναμειγμένα με λίγη περισσότερη ή λίγη λιγότερη κοινωνία. Αυτή η θέση, που αξιώνει μάλιστα να είναι και «αντικειμενική», δεν είναι παρά μια εκλεκτική αστική σούπα. Ο άνθρωπος δεν είναι καθόλου ένα άθροισμα ή, που είναι το ίδιο, ένα μηχανικό σύνολο πραγμάτων και στοιχείων, αλλά συνιστά μια διαλεκτική ολότητα που σημαίνει ολότητα-διαλεκτικών-σχέσεων.                                                                 

Τι εννοούμε όμως με την έννοια της «ολότητας»; Ολότητα είναι εκείνο το όλον που έχει ως χαρακτηριστικό του την εσωτερική συνάφεια, τον εσωτερικό αμοιβαίο δεσμό και αλληλεπίδραση των πλευρών (μερών) του. Η κινητήριος πηγή της ολότητας είναι, άρα, η εσωτερική της αντίφαση και που φυσικά μπορεί να βρίσκεται σε διάφορα στάδια της ανάπτυξής της, ανοίγοντας με αυτό τον τρόπο και τους αντίστοιχους δρόμους για την επιστημονική μελέτη της ολότητας και των φυσικών νόμων της αλλαγής της. Η ανθρώπινη ολότητα βγαίνει από τα «σπλάχνα» μιας προγενέστερης αναπτυξιακής διαδικασίας και αντίστοιχης σε αυτήν ολότητας αλλά την ίδια στιγμή και εντός αυτής της τελευταίας αρχίζουν να «ανατέλλουν» και οι προϋποθέσεις για τη μεταγενέστερη ολότητα. Η νέα μεταγενέστερη ολότητα, τελικά, προκύπτει κατ'ανάγκη και μέσω της διαλεκτικής άρνησης της προγενέστερης και μπορεί να προσεγγιστεί επιστημονικά στη συνεχή/ασυνεχή εξωτερική της αναπτυξιακή κίνηση μονάχα σε ενότητα με το νέο εσωτερικό της αντιφατικό προτσές που φέρει τις δικές του αντιφάσεις και οι οποίες δε μπορούν μηχανιστικά να αναχθούν στις εσωτερικές αναπτυξιακές αντιφάσεις της προγενέστερης διαδικασίας και στην αντίστοιχη σε αυτήν ολότητα. Σε αυτή την αναπτυξιακή κίνηση λοιπόν η βιολογική επιμέρους πλευρά – που για τον εαυτό της (per se`) μόνο ως αφαίρεση μπορεί να υπάρξει – είναι η πιο απλή εξωτερική σχέση της ανθρώπινης ολότητας στις μεταγενέστερες διαλεκτικές στιγμές της αλλά όχι και στις προγενέστερες. Η διαφορά μεταξύ αυτών των δυο στιγμών είναι μια διαφορά ιστορική και όχι απλά χρονολογική.

Η ποιότητα της ανθρώπινης ολότητας (το «Είναι» της) δεν ανάγεται στις ποιότητες των επιμέρους πλευρών (μερών), δεν προκύπτει μηχανιστικά από το άθροισμά τους αλλά ανακύπτει από το αντιφατικό προτσές της διαλεκτικής άρσης των δομικών τους σχέσεων όπου οι ποσοτικές αλλαγές μετατρέπονται σε ποιοτικές και όπου οι αιτίες της άρνησης υπάρχουν σε ανηρμένη, μετασχηματισμένη μορφή στα αποτελέσματα της άρνησης και τα αποτελέσματα υφίστανται σε υποταγμένη μορφή στις νέες αιτίες, όπου το «παλιό» και οι προγενέστερες ολότητες – φυσική, χημική, βιολογική ολότητα – δεν πεθαίνουν αλλά υφίστανται σε ανηρμένη, μετασχηματισμένη και υποταγμένη μορφή στο «νέο», στη μεταγενέστερη κοινωνική ολότητα. Αυτή η αντιφατική αναπτυξιακή κίνηση καταλήγει στο φυσικό βιολογικό θάνατο του ατόμου όταν η εσωτερική κίνηση της ανθρώπινης ολότητας αρνείται τον εαυτό της «εν εαυτώ». Η κίνηση της ζωής λοιπόν οργανωμένη σε βιολογικά κύτταρα είναι η άρνηση της ζωής οργανωμένης σε χημικά μόρια. Η κοινωνική ανθρώπινη ζωή είναι η άρνηση της άρνησης που προϋποθέτει τις «δυο προηγούμενες ζωές» αλλά τις εμπεριέχει σε διαλεκτικά ανηρμένες, μετασχηματισμένες και υποταγμένες μορφές και δεν ανάγεται σ’αυτές.

Με άλλα λόγια, αυτό σημαίνει πως η ανθρώπινη ζωή, ο άνθρωπος, δεν ανάγεται στη βιολογική (γονίδια), χημική, φυσική και κοινωνιολογική του ζωή. Εδώ, λέγοντας κοινωνιολογική ζωή, εννοούμε την απλή εξωτερική κοινωνική σχέση, το λεγόμενο και κοινωνικό περίγυρο ή περιβάλλον. Η ανθρώπινη ολότητα δε δύναται να υπάρξει χωρίς τη βιολογική, χημική και φυσική της υπόσταση. Η βαθμιαία και σταδιακή ανάπτυξη του ανθρώπινου εμβρύου μέσα στη μήτρα είναι ένα – αντιφατικό – προτσές που υπακούει πιστά και αποκλειστικά στους σιδερένιους νόμους της βιολογίας. Με την έξοδο του εμβρύου από την κοιλιά της μητέρας του γεννιέται ο άνθρωπος ως φυσικό και βιολογικό άτομο, προικισμένο με μια βιολογική φύση που σε σύγκριση με την αντίστοιχη φύση των υπόλοιπων θηλαστικών φαντάζει ιδιαίτερα αδύναμη και χωρίς το παραμικρό ίχνος συνείδησης, σκέψης και αυτόνομης δραστηριότητας. Με μια προσεκτική, εμπειρική ματιά στο βασίλειο των ζώων, στο οποίο άλλωστε ανήκει και ο άνθρωπος, θα διαπιστώσουμε την πλήρη «αρμονία» του κάθε ζωικού είδους με το περιβάλλον, «αρμονία» που δεν απορρέει από την καθυπόταξη των ζωικών ειδών σε ένα αφηρημένο εχθρικό περιβάλλον. Το περιβάλλον δεν είναι μια αφαίρεση που υπάρχει έξω και μακριά από τα διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου, αλλά είναι πολύ συγκεκριμένο και ειδικό για το κάθε ξεχωριστό και ειδικό ζωικό είδος. Η ανατομία, φυσιολογία και μορφολογία του ψαριού θα μάς φαινόταν πολύ περίεργη και εντελώς ακατανόητη αν δεν τις μελετούσαμε σε σχέση με το ειδικό περιβάλλον του ψαριού που είναι το νερό. Για να μπορέσουμε να κατανοήσουμε την ανατομία, τη βιολογία και τη φυσιολογία ενός οργανισμού από τον πιο απλό μέχρι και τον πιο σύνθετο αποτελεί αναγκαία συνθήκη να μελετάμε τον επί εξέτασιν οργανισμό, όχι σε σχέση με το γενικό και αφηρημένο εξωτερικό περιβάλλον αλλά προσδιορίζοντας και εντοπίζοντας την εσωτερική σχέση και συνάφεια του οργανισμού με το περιβάλλον. Η κατανόηση του οργανισμού λύνεται στην κατανόηση του περιβάλλοντός του και η κατανόηση του περιβάλλοντος λύνεται στην κατανόηση του οργανισμού.

Η σχέση λοιπόν των οργανισμών ως υποκειμένων με το αντικειμενικό τους περιβάλλον, από το βακτήριο μέχρι και τον άνθρωπο, είναι μια διαλεκτική σχέση όπου το υποκείμενο και το αντικείμενο αλληλοκαθορίζονται σε μια σχέση ενότητας και πάλης αντιθέτων, όπου το ένα δεν υπάρχει ανεξάρτητα από το άλλο και που η αναπτυξιακή κίνηση προκύπτει από αυτήν τη διαλεκτική εσωτερική αντίφαση χωρίς να «χάνεται» το υποκείμενο στο αντικείμενο και το αντίστροφο. Συνεπώς, οι οργανισμοί παράγουν το περιβάλλον τους μα είναι ταυτόχρονα το περιβάλλον που καθορίζει την παραγωγική δραστηριότητα των οργανισμών. Αυτό που στο γυμνό μάτι φαίνεται ως παθητική προσαρμογή του οργανισμού στο περιβάλλον, στην πραγματικότητα είναι η πράξη παραγωγής του περιβάλλοντος εκ μέρους της δραστηριότητας του οργανισμού που μετατρέπεται στο αντίθετό της, «στην προσαρμογή». Η αιτία (παραγωγική δραστηριότητα) γίνεται αποτέλεσμα («προσαρμογή») και το αποτέλεσμα ξαναγίνεται αιτία. Η βιολογική φύση του ανθρώπου και η ανθρώπινη συνειδητή σκέψη είναι αδύνατον να κατανοηθούν επιστημονικά αποσπασμένες από το ειδικό φυσικό περιβάλλον τους. Αυτό το περιβάλλον είναι η ολότητα των κοινωνικών σχέσεων. Η συνείδηση, αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή ανθρώπινου ψυχισμού που συνίσταται στην ιδεατή, ψυχική αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η προέλευση της οποίας δε δύναται να εντοπιστεί στις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου αλλά στην ιστορική γενετήσια πράξη της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο ανθρώπινος ψυχισμός δεν είναι έμφυτος και ούτε η βιολογία του Homo Sapiens μάς χαρίστηκε από τη «θεά» Φύση ή μέσω μιας φυσικής επιλογής που με το αόρατο χέρι της επιλέγει τους καταλληλότερους που προσαρμόζονται σε ένα αφηρημένο και αμετακίνητο φυσικό περιβάλλον.

 Κάθε πράξη παραγωγής διαμεσολαβείται από μια πράξη κατανάλωσης και κάθε πράξη κατανάλωσης διαμεσολαβείται από μια πράξη παραγωγής.

Τα ζώα, λόγου χάρη, παράγουν διαμέσου της πρακτικής τους δραστηριότητας προς μια κατεύθυνση και μονάχα υπό το βάρος της φυσικής αναγκαιότητας για την άμεση, βιολογική επιβίωση. Η πρακτική δραστηριότητα των ζώων παράγει το ειδολογικό περιβάλλον της επιβίωσής τους, το ειδικό φυσικό τους περιβάλλον αλλά πάντα αυτή η παραγωγική δραστηριότητα διαμεσολαβείται από την κατανάλωση των «έτοιμων» προϊόντων της φύσης. Έτσι όμως, ουσιαστικά, η μόνη παραγωγή των ζώων είναι η αναπαραγωγή της άμεσης βιολογικής ανάγκης και του είδους που τους υπαγορεύεται από τη βουβότητα του γενετικού ενστίκτου. Κάθε μικρό ζώο από τη στιγμή που αναπτύσσει την αυτόνομη δραστηριότητά του πρέπει να δημιουργήσει ξανά και από την αρχή, μόνο του ή μέσα στις αγέλες, όλη την προγενέστερη επιγενετική γνώση και εμπειρία του είδους του. Γνώση και εμπειρία που με το θάνατο του ζώου χάνεται και δε γίνεται γνώση του είδους αφού δεν ενσωματώνεται στο βιολογικά κληρονομούμενο ένστικτο. Η μόνη καθολική γνώση που μένει πάντα είναι εκείνη που υπαγορεύεται από το ένστικτο για την ικανοποίηση της άμεσης βιολογικής αναγκαιότητας. Η βιολογία, η φυσιολογία και ο ψυχισμός των ζώων αντανακλά την παραγωγική τους δραστηριότητα η οποία, σε τελική ανάλυση, ταυτίζεται γενικά με την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της φύσης και ειδικότερα με την αναπαραγωγή της βιολογικής ανάγκης και του είδους τους που υπακούν στους σιδερένιους νόμους του βιολογικού ενστίκτου. Ο άνθρωπος, σε πλήρη αντίθεση με τα υπόλοιπα ζώα και θηλαστικά, διαμέσου της δραστηριότητάς του, παράγει καθολικά και προς όλες τις κατευθύνσεις μονάχα όταν αυτή η δραστηριότητα δεν εξαρτάται από την ικανοποίηση των άμεσων βιολογικών του αναγκών και τούτο προϋποθέτει όχι την κατανάλωση των έτοιμων προϊόντων της Φύσης αλλά το μετασχηματισμό της. Η παραγωγή του πρώτου υλικού αντικειμένου κατασκευασμένο από την πρακτική δραστηριότητα του πρωτόγονου ανθρώπου που ικανοποιεί την άμεση βιολογική αναγκαιότητα αποτελεί συνάμα και την πρώτη πράξη της Ιστορίας και αναγκαία προϋποθέτει την πρωτόγονη κομμουνιστική κοινωνία. Αυτό φυσικά δε σημαίνει πως ο «άνθρωπος» ξύπνησε ως αυστραλοπίθηκος και κοιμήθηκε ως «σοφός άνθρωπος». Η βιολογική φύση αναπτύσσεται στην υλική ενότητά της με τις κοινωνικές σχέσεις αλλά η ενότητα προϋποθέτει τη διαφορά: ο πρωτόγονος κοινωνικός άνθρωπος αλλάζοντας και μετασχηματίζοντας την εξωτερική φύση, αλλάζει την εσωτερική του φύση, μετασχηματίζει την ανατομία, τη φυσιολογία και τη βιολογία του. Η πρακτική δραστηριότητα του παραγωγικού μετασχηματισμού της Φύσης δεν παράγει μονάχα το υλικό αντικείμενο που ικανοποιεί μια συγκεκριμένη ανάγκη αλλά και τον ίδιο τον παραγωγό. Η ικανοποίηση της ανάγκης, η κατανάλωση του πραγματικού αντικειμένου της, παράγει μια νέα ανάγκη μετασχηματίζοντας την προηγούμενη (π.χ. άμεσα βιολογική) σε υποταγμένη στιγμή της ως διαλεκτικά ανηρμένη ανάγκη. Η βιολογία γίνεται κοινωνία.

Η ανθρώπινη συνείδηση και νόηση είναι αμέσως ιστορικό και κοινωνικό προϊόν και αποτέλεσμα της υλικής ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τη Φύση, της ενότητας και πάλης του ανθρώπου με τις κοινωνικές του σχέσεις οι οποίες καθορίζονται από τις ιστορικές παραγωγικές σχέσεις των ανθρώπων μέσα από τις οποίες η Φύση μετασχηματίζεται και γίνεται Φύση για τον άνθρωπο, μέσα από τις οποίες ο άνθρωπος δημιουργεί την ανθρώπινη ύπαρξή του ανθρωποποιώντας τη βιολογία του, μεταβάλλοντάς την. Ανθρωποποίηση που προκύπτει από την πράξη κοινωνικοποίησης του βιολογικού του σώματος. Είναι χαρακτηριστικό αυτό που έλεγε ο μεγάλος Ρώσος ψυχολόγος Vygotskij (ο οποίος κυνηγήθηκε ανηλεώς από το σταλινισμό)  πως το παιδί αφού γεννιέται έχει νόηση προγλωσσική και γλώσσα προνοητική. Με τις πρώτες λέξεις του αρχίζει και το πολυσύνθετο αντιφατικό ταξίδι του, γλωσσοποιώντας τη νόησή του και νοητικοποιώντας τη γλώσσα του. Οι κρίσεις ανάπτυξής του είναι ποιοτικά άλματα, η εσωτερική δομή και οι σχέσεις αλληλεξάρτησης των ψυχικών λειτουργιών αλλάζουν ως λειτουργικά δυναμικά συστήματα και, σε ενότητα με αυτές, η δομή της δραστηριότητάς του μετασχηματίζεται καθώς και η σχέση του με τον εξωτερικό, αντικειμενικό κόσμο. Ένα παιδί προσχολικής ηλικίας, για παράδειγμα, σκέφτεται με τη μνήμη του. Στη σχολική του ηλικία, θυμάται με τη σκέψη του. Η λέξη, με τη σημασία της, διαμεσολαβεί την άμεση αισθητηριακή αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας και με αυτό τον τρόπο ο άνθρωπος στο γίγνεσθαι της ανθρωποποίησής του (που είναι ιστορικής, κοινωνικής «φύσης») επιτυγχάνει το διαλεκτικό πέρασμα από το αισθητό στο λογικό-συνειδητό, κατέχει τις εσωτερικές, ουσιαστικές σχέσεις των αντικειμένων που είναι προϊόντα όλης της ιστορίας της ανθρωπότητας.

Η συνείδηση, λοιπόν, και η αντιφατική διαδικασία ανάπτυξής της, το πώς η καθολικότητα των σημασιών που έχει επεξεργαστεί ο κοινωνικός, ιστορικός άνθρωπος συγκεκριμενοποιείται με «οστά και σάρκα» ως προσωπικό νόημα και ατομικοποιούνται από μέρους του πραγματικού, ενεργού υποκείμενου αφομοιώνοντας και υπερβαίνοντας τις κοινωνικές του σχέσεις για να δημιουργήσει νέες ανάγκες που σημαίνει νέες κοινωνικές σχέσεις αρνούμενο διαλεκτικά τις παλιές, είναι και το αντικείμενο της επιστημονικής ψυχολογίας.

Η ενότητα της Φύσης και της κοινωνίας συνίσταται στην υλικότητά τους αλλά ενότητα σημαίνει και διαφορά αφού η Φύση μέσω της συνειδητής σκοποθετούσας δραστηριότητας του ανθρώπου μετασχηματίζεται και υποτάσσεται στις κοινωνικές του ανάγκες, η ίδια η κοινωνία είναι η ιστορικά μετασχηματιζόμενη Φύση. Οι άμεσες βιολογικές ανάγκες, μετατρέπονται σε κοινωνικές χωρίς φυσικά οι πρώτες να παύουν να υπάρχουν αφού διατηρούνται σε μετασχηματισμένες ανάγκες, σε διαλεκτικά υποταγμένες στιγμές της αντιφατικής ανάπτυξης του ανθρώπου. Οι ανάγκες είναι πάντοτε συγκεκριμένες ανάγκες, συγκεκριμένων ανθρώπων που είναι ταυτόχρονα καθολικές ως ανάγκες ιστορικών, κοινωνικών ανθρώπων χωρίς να υπάρχει σχολαστική ταύτιση αλλά διαλεκτική ενότητα αλληλομετατροπής. Mέσα στο αντικείμενο της ψυχολογίας που θέλει να λέγεται Επιστημονική είναι και το πως αναπτύσσονται στην οντογένεση του ατόμου αυτές οι συγκεκριμένες ανάγκες και το πως η δραστηριότητά του τις μετασχηματίζει και μετασχηματίζεται από αυτές. Δεν είναι λοιπόν ο αφηρημένος, εξωιστορικός βιολογικός εγκέφαλος που σαν computer «σκέφτεται και συνειδητοποιεί». Η πρακτική, ανθρώπινη δραστηριότητα, δεν υπάρχει εν κενώ μέσα σε έναν αφηρημένο και αυτοαναφορικό αντικειμενικό κόσμο, ούτε ο κόσμος των αντικειμένων είναι ο κόσμος της «καθαρής» συνείδησης. Η ανθρώπινη συνείδηση δε βρίσκεται απλώς σε υλική ενότητα με τη δραστηριότητα του υποκειμένου αλλά είναι και το ιδεατό προϊόν της που αντανακλά τον αντικειμενικό κόσμο μέσα στον ιστορικά κοινωνικοποιημένο βιολογικό εγκέφαλο. Η δραστηριότητα σφυρηλατεί τη συνείδηση και αυτή, με τη σειρά της, την καθορίζει και την επηρεάζει. Οι ιστορικές, κοινωνικές σχέσεις δεν «εισβάλουν» στο ΕΓΩ, είναι το οντολογικό του θεμέλιο και η αλλαγή του τρόπου παραγωγής αυτών των κοινωνικών σχέσεων συμπίπτει με ένα ποιοτικό άλμα στις ίδιες του τις ανάγκες,  επαναστατικοποιώντας τον τρόπο εκδήλωσης των αναγκών και των ικανοτήτων καθεαυτών, ριζοσπατικοποιώντας τον τρόπο εξωτερίκευσης της ζωής των ατόμων. Μια επιστημονική ψυχολογία πρέπει να μελετά τη βιολογική (φυσική) και κοινωνική ανάπτυξη του υποκειμένου στην υλική ενότητά τους χωρίς να λησμονά το βασικό: πως η πρώτη είναι διαλεκτικά υποταγμένη στη δεύτερη και μετασχηματίζεται από αυτήν και εκείνη, με τη σειρά της, καθορίζει τη δεύτερη. Οι έμφυτες βιολογικές ικανότητες του ανθρώπου μπορούν να υπάρξουν πραγματικά ως ικανότητες μονάχα αφομοιώνοντας τον κοινωνικό αντικειμενικό πλούτο. Η αφομοίωση του κοινωνικού πλούτου είναι όμως, ταυτόχρονα, η διαμεσολάβηση της πράξης δημιουργίας του. Το ξεχωριστό άτομο, συνεπώς, γεννιέται ως ιδιαίτερη συμπύκνωση των κοινωνικών του σχέσεων στο βαθμό που τις υπερβαίνει διαλεκτικά για να επιβεβαιώσει την ανθρώπινη ζωή του. Με άλλα λόγια, το ξεχωριστό άτομο είναι ένας ατομικός, προσωπικός τρόπος εκδήλωσης του καθολικού ανθρώπινου είδους και το καθολικό ανθρώπινο είδος δε μπορεί να είναι άλλο παρά ο καθολικός τρόπος εκδήλωσης του ξεχωριστού ατόμου.

Ένα παιδί όταν γεννιέται, γεννιέται χωρίς συνείδηση και χωρίς ψυχισμό. Γεννιέται ως φυσικό και βιολογικό άτομο και η ιστορία του μέχρις αυτού του σημείου είναι η ιστορία της βιολογίας και της φυσιολογίας του, ακριβώς όπως συμβαίνει καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής των ζώων παρόλη την εξαιρετικά διαφορετική βιολογική και φυσιολογική ποιότητα μεταξύ ζώου και νεογέννητου παιδιού. Μονάχα και καθόσον η ιστορία του παιδιού γίνεται κοινωνική ιστορία το παιδί θα αναπτύξει συνείδηση και ψυχισμό, διότι μόνον τότε θα έχει παραγάγει μέσα στο κεφάλι του το είδος της συνείδησής του και το υποκειμενικό είδος του ψυχισμού του και σε ενότητα με αυτά ανθρωποποιεί τη βιολογία και τη φυσιολογία του. Παρατηρούμε λοιπόν πως το οντογενετικό προτσές της ανθρώπινης ολότητας φέρει εντός του σε μετασχηματισμένη μορφή, όλη τη φυλογενετική ιστορία του ανθρώπινου είδους μέχρι σήμερα.

Αυτό το παιδί γίνεται ενήλικος και καταναλώνει ένα χάπι LSD. Από αυτή την πράξη συνεπάγεται πως είναι αρκετά πιθανό να αναπτύξει κάποιο ψυχωτικό σύνδρομο με ψευδαισθήσεις ή και με παραληρήματα. Θα αναπτύξει δηλαδή μια ψυχική διαταραχή και αυτό επειδή οι ενεργοί μεταβολίτες του χαπιού θα παρεμβληθούν σε κάποιες από τις λειτουργίες των νευρώνων του εγκεφάλου και σε αρκετές άλλες φυσικά στο υπόλοιπο σώμα του ενηλίκου. Αυτή η συγκεκριμένη διαπίστωση που είναι μια επιστημονική εμπειρική αλήθεια, είναι πάντα μια διαπίστωση αληθινή. Αλλά αν θεωρούμε ή, ακόμα χειρότερα, θεωρητικοποιούμε πως η Κατάθλιψη ή ο Αλκοολισμός ή η Νευρική Ανορεξία ή ακόμα και αυτή η ίδια πρωταρχική πράξη του ενηλίκου να καταναλώσει το χάπι LSD, αποτελούν οργανικές ασθένειες του εγκεφάλου του, ένα «πράγμα καθ’ εαυτό», τότε θα πρέπει να μάς γεννάται αυτόματα και το ερώτημα: Για ποιόν ανθρώπινο εγκέφαλο κάνουμε λόγο; Για εκείνον τον «καθαρό» βιολογικό ή για εκείνον που είναι «μολυσμένος», που διαμεσολαβείται από τις κοινωνικές σχέσεις; Ο πρώτος, σαν τέτοιος, δεν έχει υπάρξει ποτέ και οι κοινωνικές σχέσεις στον καπιταλισμό είναι, πραγματικά, σχέσεις χιμαιρικές.

 

O «γενικός» άνθρωπος condicio sine qua non της Nεωτερικότητας

 

Η γένεση και ανάπτυξη του ανθρώπινου ψυχισμού, εφόσον ανθρώπινος και όχι κτηνώδης – ζωώδης, είναι αδιάρρηκτα δεμένοι με τη γένεση και ανάπτυξη του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος και τα περιεχόμενα των ψυχικών διαδικασιών δεν ανάγονται στις αναγκαίες βιολογικές προϋποθέσεις του ανθρώπινου είδους, προϋποθέσεις που καθορίζουν τη μορφή των ψυχικών διαδικασιών η οποία και αναπτύχθηκε διαλεκτικά σε όλο το ανθρώπινο είδος σε ενότητα με τις παραγωγικές κοινωνικές σχέσεις. Οι άνθρωποι παράγοντας τα μέσα της υλικής τους ύπαρξης δεν αναπαράγουν τους εαυτούς τους απλώς ως βιολογικές ή φυσικές υπάρξεις, αλλά παράγουν κοινωνικά τους εαυτούς τους δημιουργώντας το δικό τους ανθρώπινο και ιστορικό κόσμο και, σε ενότητα με αυτόν, τις δικές τους ειδικά ανθρώπινες ανάγκες. Οι άνθρωποι, παράγοντας κοινωνικά τα αντικείμενα της συνείδησης και των αισθήσεών τους, μορφώνουν τις αισθήσεις και τη συνείδησή τους. Συνεπώς, η ανθρώπινη ύπαρξη, είναι μια καθαρή αφαίρεση αν δεν υποκειμενοποιείται ως ύπαρξη συγκεκριμένη που αντικειμενοποιεί πρακτικά τον εαυτό της, εσωτερικεύοντας όλον τον κοινωνικό αντικειμενικό πλούτο: έτσι όπως οι άνθρωποι εξωτερικεύουν και αντικειμενοποιούν τη ζωή τους, έτσι και αυτοί είναι, έτσι εσωτερικεύονται και αναδύονται ως πραγματικές υποκειμενικότητες. Η συγκεκριμένη ανθρώπινη ύπαρξη, η πραγματική διαδικασία της ανθρώπινης ζωής, υπάρχει πραγματικά όχι στη συνείδηση ή στη φαντασία, αλλά μονάχα διαμέσου του καθολικού των κοινωνικών ιστορικών σχέσεων, καθολικό που καθιστά δυνατές αμφότερες, τη συγκεκριμένη συνείδηση και φαντασία. Τα αντικείμενα, λοιπόν, της πραγματικής διαδικασίας της ανθρώπινης υποκειμενοποίησης δεν είναι αντικείμενα αιώνια, αφηρημένα, ή πνευματικά αλλά ιστορικά, κοινωνικά και υλικά. Αυτό που πραγματικά είναι οι άνθρωποι εξαρτάται από τις πραγματικές, υλικές συνθήκες της κοινωνικής τους παραγωγής. Οι βιολογικοί αναγωγισμοί που αναζητούν τις αιτίες της ψυχικής οδύνης στις συνάψεις και στις βιοχημικές ενώσεις του εγκεφάλου δεν συνιστούν τίποτε άλλο παρά συλλογή νεκρών γεγονότων αλλά και η φαινομενολογική ψυχολογία που θεωρητικοποιεί μια ανιστορική και ακοινωνική ανθρώπινη ολότητα που είναι προικισμένη με μια ενυπάρχουσα «προθετική» συνείδηση, προϋποθέτει όλα αυτά που πρέπει να αποδείξει: τη διαδικασία παραγωγής της ανθρώπινης συνείδησης εκ μέρους του πραγματικού, ζωντανού και ενεργού ανθρώπου. Ακόμα, το να υποστηρίζεται πως το βιολογικό και το ψυχικό αναπτύσσονται μαζί σε παράλληλα σύμπαντα ή ενεργώντας το ένα πάνω στο άλλο, είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα μεταφυσικής: η αφαίρεση που αφαιρεί τον άνθρωπο από την ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων αποστερεί από τον ανθρώπινο ψυχισμό το πραγματικό και οντολογικό του θεμέλιο. Η συνείδηση και ο ανθρώπινος ψυχισμός γεννιούνται, ακριβώς, αντιφατικά από το διαλεκτικό μετασχηματισμό του βιολογικού σώματος του ανθρώπου εκ μέρους του κοινωνικού του σώματος και αυτή η ενότητα και πάλη των αντιθέτων (βιολογικό και κοινωνικό) είναι μια υλική διαδικασία: δυο σώματα διαφορετικά και ως τέτοια υπάρχοντα μονάχα στην ενότητά τους, δυο σώματα ενωμένα και υπάρχοντα ως τέτοια μόνο-γιατί-διαφορετικά

Ο άνθρωπος, λοιπόν, θεωρούμενος από τον ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) ως βιο – ψυχο – κοινωνική ολότητα, είναι ένας μηχανικός άνθρωπος, έξω από τον εαυτό του και χωρισμένος σε τρεις μεταφυσικές διαστάσεις που αλληλεπιδρούν αφηρημένα. Είναι ο «γενικός» άνθρωπος του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: ο άνθρωπος για να υποκειμενοποιηθεί ως συγκεκριμένη και πραγματική ύπαρξη πρέπει να μετατραπεί στο αντίθετό του, στο «γενικό» άνθρωπο ως αφηρημένη εργατική δύναμη και η απόδειξη της ύπαρξής του, η επιβεβαίωση της ανθρώπινης αντικειμενοποίησής του, ανάγεται στην τιμή της άμεσης υλικής του αναπαραγωγής. Η καπιταλιστική τάξη και το αστικό κράτος, ως το πολιτικό μόρφωμα που υπερασπίζεται τα υλικά καπιταλιστικά συμφέροντα, κρατούν την απόδειξη της ύπαρξής τους στην ιδιωτική οικειοποίηση του προϊόντος της κοινωνικής εργασίας η οποία συγκεκριμενοποιείται στην εκμετάλλευση της αφηρημένης εργασίας, μετατρέποντας την εργασία (που είναι η οντολογική [πραγματική και ιστορική] βάση από την οποία ο άνθρωπος αναδύεται ως υποκειμενικότητα, πράγμα διαμετρικά αντίθετο στην «εργασία γενικά» που επαινείται από τους αστούς σαν μοναδική πηγή του κοινωνικού πλούτου, ακριβώς δηλαδή, σαν μοναδική πηγή του πλούτου του αστού) σε απλό μέσο για την άμεση υλική επιβίωση και η ιδιωτική «κατακράτηση» των μέσων παραγωγής (που είναι οι πηγές της ανθρώπινης ζωής), πλασαρισμένη ως δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία, αποστερεί από την ανθρώπινη ύπαρξη τις αναγκαίες προϋποθέσεις τις για την ανθρώπινη πραγματοποίησή της που είναι ανθρώπινη μονάχα καθόσον υπερβαίνει την απλή αναπαραγωγή των άμεσων υλικών της αναγκών.

Η εμπορευματοποίηση των αντικειμένων της κοινωνικής ανθρώπινης δραστηριότητας που πραγματοποιείται στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής δεν παράγει μονάχα το αντικείμενο ως εμπόρευμα αλλά και το εμπορευματοποιημένο της υποκείμενο: η αντικειμενικότητα του εμπορεύματος ως αντιφατική ενότητα αξίας χρήσης και ανταλλακτικής αξίας, εσωτερικεύεται στο επίπεδο του πραγματικού και ενεργού υποκειμένου που την αναπαράγει σαν δική του εσωτερική και ανταγωνιστική αντίφαση: είναι η συγκεκριμένη και ποιοτικά μοναδική ανθρώπινη δραστηριότητα που για να μπορέσει να υπάρξει ως τέτοια πρέπει να μετατραπεί στο αντίθετό της, πρέπει να αλλοτριωθεί σε αφηρημένη ανθρώπινη δραστηριότητα, σε «εργασία γενικά» που ανταλλάσσεται στην ελεύθερη αγορά σύμφωνα με ένα καθολικό ποσοτικό ισοδύναμο το οποίο μυστικοποιεί τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων, αποδίδοντας στα αντικείμενα που είναι από αυτούς δημιουργημένα, μια δικιά τους αυτόνομη και υπεραισθητή κοινωνική ζωή. Η αλλοτρίωση της συγκεκριμένης εργασίας σε αφηρημένη εργασία, «εργασία γενικά», προϋποθέτει τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, «δολοφονία του λαού» τον ονόμαζε ο Μαρξ, ο οποίος γιγαντώνεται συνεχώς αποτελώντας το πραγματικό θεμέλιο της κυριαρχίας της νεκρής αντικειμενοποημένης εργασίας πάνω στη ζωντανή εργασία που διαστρεβλώνει – και πολλές φορές πολύ τραγικά – τη διαδικασία της ανθρώπινης υποκειμενοποίησης η οποία αντικειμενοποιείται με όρους σε αυτήν ξένη αφού ο κοινωνικός αντικειμενικός πλούτος παραγμένος από τη δραστηριότητα του ιστορικού, κοινωνικού ανθρώπου γίνεται μια δύναμη σε αυτόν αλλότρια και ξένη που τον καθυποτάσσει, κομματιάζοντάς τον σε προσθήκη και εξάρτημα της παραγωγικής διαδικασίας. Αν τώρα πρόκειται για απλό ή μονομερώς πολύ-εξειδικευμένο εξάρτημα, αυτό δεν αλλάζει τίποτα επί της ουσίας, αν εξαιρέσουμε τον κρετινισμό του επαγγέλματος ο οποίος είναι το αποτέλεσμα και όχι η αιτία του καταμερισμού της εργασίας στις ταξικές κοινωνίες. Η συσσώρευση του ποσοτικού ισοδύναμου, το χρήμα, είναι το πραγματοποιημένο όνειρο των αλχημιστών του Μεσαίωνα, αλλά οφείλει τη μοντέρνα πραγματοποίησή του στο «καθολικό δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία» που προϋποθέτει την πολύ συγκεκριμένη τάξη των «Senza Riserve» πάνω στις πλάτες των οποίων η αστική τάξη συσσωρεύει κεφάλαιο, θρυμματίζοντας την ανθρώπινη ζωή για να την επανενώσει κάτω από την κυριαρχία του. Η Φιλοσοφική Λίθος ανακαλύφθηκε στη μοντέρνα εποχή: «δεν πρέπει πια να λέμε πως η μία ώρα ενός ανθρώπου αξίζει όσο η μία ώρα ενός άλλου ανθρώπου, αλλά πως ένας άνθρωπος μιας ώρας αξίζει όσο ένας άλλος άνθρωπος μιας ώρας. Ο χρόνος είναι τα πάντα, ο άνθρωπος δεν είναι τίποτε. Στην καλύτερη περίπτωση να είναι το κουφάρι του χρόνου. Δεν υπάρχει πλέον ζήτημα ποιότητας. Η ποσότητα μόνη της αποφασίζει για τα πάντα: ώρα με την ώρα, μέρα με τη μέρα. Και αυτή η ισοπέδωση της εργασίας δεν είναι το έργο της Αιώνιας Πρόνοιας του Προυντόν. Είναι απλά η πραγματικότητα της σύγχρονης βιομηχανίας». (Marx, Miseria della Filosofia, μετάφραση του γράφοντος). Το χρήμα είναι η κοινωνικοποίηση των ανθρώπινων δυνατοτήτων ως ανταλλάξιμων ποσοτικών μεγεθών, ως δυνατοτήτων "γενικά", των οποίων η νεκρή συσσώρευση πρέπει ν' αυξάνει το χρήμα αφαιμάσσοντας τις ικανότητες και στρεβλώνοντας τις ανάγκες. Το χρήμα τα κάνει όλα αυτά αγοράζοντας τον χρόνο των ανθρώπων. Και τι απομένει από τον άνθρωπο αν του στερήσεις τον χρόνο του, αν όχι το κουφάρι του εαυτού του; Ορίστε, λοιπόν, πως η φυσική ιστορία του καπιταλισμού έρχεται σε σύγκρουση με την φυσική ιστορία του ανθρώπινου είδους, ανάγοντας τον άνθρωπο σε απλή βιολογική ύπαρξη. Τουτέστιν, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει διόλου αν η ψυχιατρική επιστήμη αναπαράγει τις ιδεολογικές θέσεις της κυρίαρχης τάξης, αναζητώντας με το σιδερένιο νεο-θετικιστικό πάθος του «νεκρού γεγονότος», την «Ηθική» στις εγκεφαλικές λειτουργίες και επινοεί την νιοστή «ψυχική διαταραχή». Η ψυχική οδύνη του πραγματικού, ιστορικού ανθρώπου ως οδύνη πραγματική και όχι αφηρημένα ψυχολογική ή βιολογική δεν είναι μια υποκειμενική κατασκευή που μπορεί να αντικειμενοποιηθεί στο ντελίριο ή στις εκκρίσεις του βιολογικού του σώματος αλλά στην κοινωνική του σωματικότητα και, πάνω απ’ όλα, στις πραγματικές αντιφάσεις παραγωγής και αναπαραγωγής αυτής της υλικής σωματικότητας.

 

Η κοινωνική παθογένεια ως πραγματική συνθήκη νοσηρότητας

 

Με την ουσιαστική υπαγωγή της εργασίας στο Κεφάλαιο, διανοίγεται και ο δρόμος για την πολιτική της βιοεξουσίας η οποία και εγκαθιδρύεται σταδιακά, στο πλάι της πολιτικής εξουσίας, μετά τη μεγάλη βιομηχανική επανάσταση. Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, η βιοεξουσία, ως παράγωγη των οικονομικών νόμων της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης της συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου που φτάνει και ως το σήμερα, μετατρέπεται στην πλέον «τριχοειδή» εξουσία και με τις νεώτερες τεχνικές αποκλεισμού και ελέγχου (που δεν είναι φανταστική αλλά ζώσα πραγματικότητα να τις συγκρίνουμε με το « Πανόπτικον» του Jeremy Bentham εφαρμοσμένο σε ευρεία κλίμακα σε όλη την κοινωνία) παράγονται τεράστια κέρδη για το Κεφάλαιο και την αστική τάξη. Η ψυχιατρική επιστήμη -των βιολογιστικών, οργανιστικών καταβολών -είναι ένα από τα πολλά νόμιμα τέκνα της πολιτικής της βιοεξουσίας. Αν εξετάσουμε, μ’ ένα σύντομο αλλά διεισδυτικό βλέμμα, τη σύγχρονη ψυχιατρική επιστήμη των βιολογιστικών καταβολών θα διαπιστώσουμε το «υπαρξιακό» της άγχος να καθιερωθεί σαν ομοούσια επιστήμη με την επιστήμη της κλασικής οργανικής ιατρικής και γενικότερα με τις υπόλοιπες φυσικές επιστήμες.

Στην οργανική ιατρική, η έννοια της ασθένειας και της αρρώστιας, εμπεριέχει μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, δηλαδή μια πραγματική αντιφατική συνθήκη ιστορικής ανάπτυξης της νόσου που μπορεί να αφαιρεθεί και να αντικειμενοποιηθεί νοητικά, κάνοντας επιστημονικές εννοιολογικές αφαιρέσεις, χρησιμοποιώντας τα μεθοδολογικά εργαλεία που είναι διαθέσιμα ιστορικά. Με αυτό τον τρόπο η ασθένεια μελετάται και κατανοείται στις πολύπλευρες και ουσιώδεις σχέσεις αλληλεπίδρασης και αλληλοδιείσδυσης των βιολογικών και κοινωνικών νομοτελειών της, αναδεικνύοντας εμπράκτως την ερμηνευτική και θεραπευτική αδυναμία του τυπικού μεταφυσικού σχήματος (σημαίνον -σημαινόμενο) που προϋποθέτει μια αρχική αιτία και ένα τελικό αποτέλεσμα και τη μεταξύ τους γραμμική σχέση. Η ιατρική διάγνωση, προϋποθέτει τη διαλεκτική σχέση μεταξύ γιατρού και ασθενή: ο γιατρός ακούει τον ασθενή που του διηγείται τα συμπτώματα. Τα συμπτώματα συνιστούν το αισθητηριακά συγκεκριμένο, το ειδικό. Η ιατρική σκέψη, ξεκινώντας από το συγκεκριμένο, προσπαθεί να το γενικοποιήσει, να αντικειμενοποιήσει τις εξωτερικές και απλούστερες σχέσεις του (πρώτη άρνηση, Διάνοια – Verstand) σε μια αντικειμενική σημειολογία στο σώμα του ασθενή προβαίνοντας σε σύνθεση διαμέσου της ανάλυσης, του διαμελισμού και της απόσπασης της ενιαίας -μέσα στη διαφορά -αντιφατικής ανάπτυξης της νόσου εκλαμβάνοντας την ουσία της νόσου ως ενυπάρχουσα στα αποκομμένα και διαμελισμένα μέρη της. Εδώ, οι ιατρικές νοητικές αφαιρέσεις και έννοιες είναι στατικές, δεδομένες, έτοιμες, αμετάβλητες και ταυτίζουν (ανάγουν) την αντικειμενικότητα της νόσου με τα διαμελισμένα μέρη και τις αποσπασμένες πλευρές της (ή και με το μηχανικό τους άθροισμα), το ουσιώδες με το επουσιώδες, την αναγκαιότητα με το τυχαίο και ούτω καθεξής. Η ιατρική σκέψη, κατά την επιστροφή της από το αφηρημένο στην «επιφάνεια», στο ειδικό και συγκεκριμένο σύμπτωμα, προβαίνει σε διάγνωση των εσωτερικών του συνδέσεων και συναφειών, το ανασυνθέτει νοητικά ως εσωτερική ενότητα των διάφορων πολλαπλών προσδιορισμών της αντικειμενικής (πραγματικής) συνθήκης νοσηρότητας, υπερβαίνοντας διαλεκτικά τα άμεσα δεδομένα της εμπειρικής εποπτείας. (Λόγος και Γνώση, άρνηση της άρνησης – Vernunft). Εδώ, η ανάλυση γίνεται μέσω της σύνθεσης και ο ιατρικός Λόγος "διευρύνει" την υφή των ίδιων των ιατρικών εννοιών προβαίνοντας στην απεικόνιση της εσωτερικής ενότητας της νόσου δια της διαφοράς, η υλική ενότητα της νόσου συνίσταται στην εσωτερική συνάφεια του διαφορετικού και η διαφορά της παρίσταται μέσω της ενότητας, δηλαδή διαμέσου της νοητικής σύλληψης της ενότητας των πολλαπλών προσδιορισμών της πραγματικής συνθήκης νοσηρότητας από και διαμέσου της νοητικής -και όχι απλά και μόνο αισθητηριακής -ανασύνθεσης των διαμελισμένων από τη διάνοια πλευρών και μερών ως στιγμών της ενιαίας αναπτυξιακής διαδικασίας της νόσου που διαμεσολαβούνται και αλληλοπροσδιορίζονται αμοιβαία και διαλεκτικά.

Η ιατρική νόηση στο επίπεδο του διαλεκτικού λόγου είναι το ίδιο το μεταβαλλόμενο, το αναπτυσσόμενο περιεχόμενο της ουσίας της νόσου που μορφοποιείται στο λόγο. Η ιατρική νόηση, ως λόγος, αρνείται διαλεκτικά τη διάνοια και στοχεύει στην πράξη και στη θεραπεία. Η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών κάνει εφικτή την εργαστηριακή και εργαλειακή διάγνωση (ραδιογραφία, υπέρηχος, αξονική και μαγνητική τομογραφία, PET, SPECT…) που επιτρέπουν στο γιατρό να προβεί σε διάγνωση ασθένειας, δηλαδή να διαγνωστεί μια αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, ανεξάρτητα, ως ένα βαθμό, από την παρουσία του υποκειμενικού συμπτώματος.

Στην περίπτωση της ψυχιατρικής, το σύμπτωμα, που είναι αυτό που λέει ο «ασθενής» για τον εαυτό του και για τον κόσμο και αυτό που λένε οι συγγενείς, οι φίλοι και οι γονείς του για αυτόν τον ίδιο, γίνεται αμέσως αντικειμενική σημειολογία, δηλαδή γίνεται άμεσα διάγνωση οργανικής ασθένειας του εγκεφάλου. Η ψυχιατρική σκέψη, εγκλωβισμένη στην προδιαλεκτική βαθμίδα της γνώσης, στην προσπάθειά της να ορίσει την αντικειμενική συνθήκη νοσηρότητας, διαπράττει και το «προπατορικό της αμάρτημα»: το πάσχων και υποφέρων υποκείμενο που καλείται να το κατανοήσει και να το ερμηνεύσει, απογυμνώνεται από την αντιφατική του υποκειμενικότητα και ανάγεται σε παθητικό αντικείμενο που προσεγγίζεται ποσοτικά και εφόσον «τεμαχίζεται» πάνω στο τραπέζι της αυτοψίας των κλινικών κατηγοριών και υποκατηγοριών. Αυτή η αφαίρεση που αφαιρεί το άτομο από την ολότητα των κοινωνικών του σχέσεων αφαιρεί, ταυτοχρόνως, τον ανθρώπινο ψυχισμό από το οντολογικό του θεμέλιο καταλήγοντας σε μια αφαίρεση απριοριστική και στο βάλτο του βιολογικού αναγωγισμού, θεωρώντας τον ψυχισμό ενυπάρχων ή αναδυόμενο στον «καθεαυτό» βιολογικό εγκέφαλο. Μια τέτοια αφαίρεση, στη θέση του πραγματικού ατόμου, επινοεί το αφηρημένο άτομο, το μεταφυσικό άτομο που υπάρχει μονάχα στην ανθηρή ψυχιατρική φαντασία και σύμφωνα με την οποία, η ψυχική διαταραχή είναι ένα εσωτερικό γνώρισμα του πάσχοντος υποκειμένου, μια ιδιωτική και προσωπική του συνθήκη που χρίζει διαχείρισης, δηλαδή μια οργανική ασθένεια του εγκεφάλου του, όπου η σχέση του υποκειμένου με την κοινωνία είναι μια απλή εξωτερική σχέση. Στο σημείο αυτό, αξίζει να αναφερθεί πως η ψυχιατρική είχε ήδη μετουσιώσει σε σύλληψη και διαγνωστική πρακτική, από την εποχή του «Ληναίου της ψυχιατρικής», Emil Kraepelin, το νεο-θετικιστικό δόγμα «Evidence Based Medicine» -Ιατρική του «καθαρού γεγονότος» -το οποίο απονεκρώνει και την παραμικρή διαλεκτική σύλληψη της ασθένειας και την αντίστοιχη διαλεκτική μέθοδο διάγνωσής της, όπως αυτές συνοπτικά περιγράφτηκαν παραπάνω, αφού απολυτοποιεί την κίνηση της σκέψης από το αισθητηριακά συγκεκριμένο στο νοητά αφηρημένο (Διάνοια) με αποτέλεσμα η αντικειμενικότητα της νόσου ως νοητά συγκεκριμένη να ανάγεται στις ταξινομήσεις των συμπτωμάτων και στην εξωτερική ομοιότητα ουσιαστικά αποκομμένων και διαμελισμένων αντικειμενικών σημειολογιών (ή και στο μηχανικό άθροισμά τους). Οι ψυχικές διαταραχές έχουν μια υλική προέλευση, δηλαδή μια προέλευση πραγματική, που δεν κατάγεται όμως μέσα «στο κεφάλι» εκείνου που υποφέρει. Ο άνθρωπος που υποφέρει ψυχικά και που μάλιστα μπορεί να υποφέρει ανυπερθέτως τραγικά, είναι η έκφραση μιας κοινωνικής αντίφασης. Η ψυχική διαταραχή είναι μια ανθρώπινη συνθήκη που εσωτερικοποίησε και εσωτερικοποιεί κοινωνικές αντιφάσεις και που τις κάνει δικές της, εσωτερικές και υποκειμενικές αντιφάσεις. Αντιφάσεις, που φυσικά διαμεσολαβούνται από το βιολογικό υπόστρωμα του υποκειμένου. Το Είναι, συνεπώς, καθορίζει τη συνείδηση. Ο χυδαίος υλισμός, τυπικός της αστικής κοινωνίας που ανασυνθέτει το Όλον προσθέτοντας μηχανιστικά τα Επιμέρους διαμελισμένα τμήματά του, αποτραβά το βλέμμα του από την κοινωνία και θεωρητικοποιεί τον μεταφυσικό άνθρωπο που πάσχει ψυχικά εξαιτίας μιας νευροενδοκρινολογικής ή και νευροδιαβιβαστικής διαταραχής και εσχάτως προστέθηκε και μια ενδοκυτταρική διαταραχή των νευρώνων στη διάδοση κάποιων χημικών μηνυμάτων. Οι ενδεχόμενες και απειράριθμες συνέπειες της ψυχικής διαταραχής ταυτοποιούνται με τις αιτίες, η συνείδηση καθορίζει το Είναι, η αίσθηση εξομοιώνεται με το αισθανόμενο και ιδού πως αναγεννιέται «μαγικά» ο υποκειμενικός ιδεαλισμός πάνω στο έδαφος του χυδαίου υλισμού. Η (βιο)ψυχιατρική επιστήμη από τη γενετήσια πράξη της γίνεται ιδεολογία, αυθεντική σκοταδιστική δύναμη που μυστικοποιεί το πραγματικό της αντικείμενο και που μπορεί επάξια να σταθεί δίπλα στις υπόλοιπες παραποιητικές αστικές ιδεολογίες. Η ιατρικοποίηση του ανθρώπινου υπαρξιακού αδιεξόδου και η ταύτιση του συναισθήματος της ευτυχίας ως εγγραφή μέσα στο νευρικό σύστημα του απομονωμένου «Ροβινσόνα» ανθρώπου αποτελεί ατόφια ιδεολογική κατασκευή που νομιμοποιεί με το κύρος του αστικού επιστημονισμού τις πραγματικές υλικές αντιφάσεις των καπιταλιστικών σχέσεων (ανα)παραγωγής της ανθρώπινης ζωής, όπου «τα πράγματα αποκτούν ιδιότητες προσώπων στο μέτρο που το πρόσωπο του ανθρώπου πραγμοποιείται». Ο αντικειμενοποιημένος άνθρωπος χωρίς αντικειμενική υποκειμενικότητα, ο άνθρωπος «πράγμα» τμήμα του εαυτού του, είναι ο «καθολικός, αφηρημένος και γενικός άνθρωπος» που συνιστά condicio sine qua non για την αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου – αναπαραγωγή που εξασφαλίζει την ταξικότητα των κοινωνιών και το homo homini lupus που τις χαρακτηρίζει -στις αλλοτριωμένες και αλλοτριωτικές κοινωνίες των μοντέρνων χρόνων της νεωτερικότητας και του ανορθόλογου ορθολογισμού της κοινωνικής σχέσης κεφάλαιο.

Παραφράζοντας τον Καρλ Μαρξ, μπορούμε να συνοψίσουμε με τη νουθέτηση πως, αυτό που πραγματικά χρειάζεται, δεν είναι να δημιουργήσουμε «μια σωστή επιστημονική συνείδηση» για το «υπάρχον γεγονός» των ψυχικών διαταραχών ως εκδηλώσεων της κακής λειτουργίας του βιολογικού σώματος του αφηρημένου ανθρώπου αλλά να ανατρέψουμε αυτό το «υπάρχον».

 

* Ο Σταύρος Κιολέογλου είναι Φοιτητής ιατρικής


Πηγές και προτεινόμενη βιβλιογραφία:

 
1. Per la critica dell’economia politica & introduzione del 1857 – K. Marx.
Edizioni “Lotta Comunista”, Italia

2. Manoscritti economico-filosofici del 1844 – K. Marx. Edizioni “Einaudi”, Italia.

3. L’utopia della realta – F. Basaglia. Edizioni “Einaudi”, Italia

4. Materialismo ed empiriocriticismo – V. I. Lenin. Edizioni “Lotta Comunista”, Italia

5. Sorvegliare e punire – M. Foucault. Edizioni “Einaudi”, Italia

6. Problemi dello sviluppo psichico – A. N. Leontyev. Edizioni “Riuniti”, Italia

7. Il materialismo dialettico – Henri Lefebvre. Edizioni “Einaudi”, Italia

8. Gene, organismo e ambiente – Richard Lewontin. Edizioni “Laterza”, Italia

 

ΠΗΓΗ: http://imiorofos.org/node/697 και 30-10-2010-23:47:17, http://www.politikokafeneio.com/neo/modules.php?name=News&file=article&sid=8779

 

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.