Η ανακαίνιση: Όσο πιο ευγενικά μπορείτε
Της Πέννυς Οικονομάκη*
Η ιστορία που ακολουθεί στηρίζεται εν μέρει σε αληθινά γεγονότα κι εν μέρει στη φαντασία μου. Το μοντέλο που ποζάρει δεν βρισκόταν εκεί όταν διαδραματιζόταν το γεγονός. Μάρτυρας της ιστορίας είναι το κρεβάτι που βρίσκεται πίσω της.
Κάποιος ανέβαινε. To κατάλαβε από το τρίξιμο που έκαναν τα ξύλινα σκαλιά. Το σκοτάδι διαλύθηκε κι αισθάνθηκε ένα δροσερό αεράκι να μπαίνει στο δωμάτιο. «Χμ, επιτέλους ανοίγουν τα παραθυρόφυλλα» σκέφτηκε χαρούμενα το στρώμα. «Να μπει λίγος φρέσκος αέρας εδώ μέσα. Μπούχτισα κλεισούρα και μοναξιά.».
Ξαφνικά ένοιωσε να το ξεσκεπάζουν. Αν είχε μάγουλα θα είχε κοκκινίσει από ντροπή! Πω πω! Ήταν ολόγυμνο! Αναρίγησε. Θες από τη δροσιά, θες από σεμνότητα. Ποιος ξέρει; Ακούστηκαν κι άλλα βήματα. Τώρα η σκάλα έτρεμε ολόκληρη! «Νανά, έλα, βιάζομαι. Να το κατεβάσουμε. Σε λίγο περνάει το σκουπιδιάρικο!» είπε μια αντρική φωνή. Τι λέει αυτός, σκέφτηκε! Κάτι του έλεγε ότι δεν ήρθαν για καλό τούτοι δω. Όλο και πιο βαθιά άρχισε να βουλιάζει, να προσπαθεί να γαντζωθεί από τις γωνιές του κρεβατιού. Να το πετάξουν, λέει; Μα τι κακό είχε κάνει; Όχι, δε θέλω, σκέφτηκε.
«Αυτό το στρώμα δεν έχει λαβές. Πώς θα το σηκώσουμε;» Η φωνή του άντρα ακούστηκε έντονη. Την ήξερε αυτή τη φωνή. Την είχε ακούσει να γελάει, να μιλάει χαρούμενα, να μιλάει λυπημένα. Μπορούσε να πιάσει και τις πιο μικρές διαφορές στη διάθεση του ιδιοκτήτη από την ένταση αυτής της φωνής και τώρα ανίχνευε μια δόση βιασύνης και εκνευρισμού.
«Έλα, Ζαχαρία. Πάμε και οι δυο στην κεφαλή του κρεβατιού». Του απάντησε μια γλυκιά γυναικεία φωνή. « Ένας από τη μια μεριά κι ο άλλος απ’ την άλλη. Θα το τυλίξουμε ρολό».
Λογάριασαν όμως χωρίς το ξενοδόχο. Το στρώμα αποφάσισε να δώσει μάχη. Δεν πρόλαβε να το αγγίξει ο Ζαχαρίας και μια κραυγή του ξέφυγε. Κοίταξε το χέρι του. Μια τελίτσα αίμα στο δάχτυλο που άπλωνε όλο και πιο πολύ!
«Ανάθεμά το! Πού βρέθηκε η καρφίτσα!» μούγκρισε. Ανασήκωσε, όμως, τους ώμους, έβαλε την καρφίτσα στο τραπεζάκι και συνέχισαν. « Ένα, δύο, τρία» . Το τύλιγμα ξεκίνησε επί τέλους. Με τα χίλια ζόρια το σηκώσανε από το κρεβάτι. Ήταν πιο βαρύ απ΄ ότι υπολόγισαν. Πλησιάζοντας, όμως, τη στριφογυριστή σκάλα, εκσφενδονίσθηκε ένα κουμπί από το στρώμα . Τρόμαξε η Νανά. Χαλάρωσε η λαβή της και το ρολό ξετυλίχτηκε.
«Ε, δεν γίνεται, θα το πετάξω κάτω!» Ήταν λίγο πιο δυνατή από το φυσιολογικό η φωνή του άνδρα.
Προσπάθησαν να το αφήσουν να κατρακυλήσει μα δεν τα κατάφεραν. Ήταν πολύ στενή η σκάλα κι αυτό σφήνωσε σα να κρατιόταν πεισματικά από τα κάγκελα! Αν είχε στόμα και φωνή όλο το χωριό θα άκουγε τα τρανταχτά του γέλια. Πόσο ευχαριστιόταν με τον παιδεμό τους!
Χοντρές σταγόνες ιδρώτα είχαν σχηματισθεί στο μέτωπο του άντρα. Της Νανάς της πονούσε η μέση. Από τα νεύρα του ο Ζαχαρίας άρχισε να το κλωτσά. Έτσι είσαι, σκέφτηκε το στρώμα, και ακούστηκε ο ανατριχιαστικός ήχος που κάνει ένα χοντρό ύφασμα όταν σκίζεται. Μπαμπάκια άρχισαν να πετάγονται από εδώ κι από εκεί. «Παναγιά μου, γέμισε ο τόπος», φώναξε η Νανά. «Λες κι έσκασε από το κακό του! Περίμενε. Έχω μια ιδέα». Έφυγε και σε δυο λεπτά ήταν πίσω με σακούλες σκουπιδιών.
«Θα το αδειάσουμε! Θα βάλουμε εδώ το μπαμπάκι και το ύφασμα και θα τα πετάξουμε».
Ξεκίνησε το ξεκοίλιασμα του γέρικου στρώματος όταν ξαφνικά η Νανά κοκάλωσε. Αντί για μπαμπάκι είχε πιάσει μια νάυλον σακούλα. Μέσα ήταν τυλιγμένο σε κιτρινισμένη εφημερίδα ένα μικρό πακετάκι. Το έλυσε με προσεκτικές αλλά γρήγορες κινήσεις και τι να δει! Χαρτονομίσματα! Από κει και μετά το άδειασμα και πέταγμα του μπαμπακιού έγινε προσεκτικά, σχεδόν ευλαβικά. Μη και βρεθεί κι άλλος θησαυρός. Το μόνο, όμως που βρήκαν ήταν ένα σημείωμα, τυλιγμένο με τον ίδιο τρόπο, σαν υπογραφή και επιβεβαίωση ότι τα δύο πακετάκια είχαν τον ίδιο αποστολέα. Το ξεδίπλωσαν κι άρχισαν να διαβάζουν:
«Για να διαβάζετε αυτό το γράμμα μάλλον το στρώμα δεν θα σας είναι πια χρήσιμο. Όπως όλα, τέλειωσε κι η δικιά του αποστολή. Όμως αναλογιστείτε λίγο με πόση αγάπη κράτησε και νανούρισε στην αγκαλιά του τους ανθρώπους του σπιτιού. Τους χάρισε όμορφα όνειρα και τους ξεκούρασε μετά από τον καθημερινό τους μόχθο. Γι αυτό, από σεβασμό στις γενιές που αναπαύτηκαν στην αγκαλιά του, βγάλτε το από τη ζωή σας όσο πιο ευγενικά μπορείτε. Γιατί και τα άψυχα έχουν ψυχή. Τη ψυχή του σπιτιού μέσα στο οποίο ζήσανε».
Η Νανά κοίταξε το Ζαχαρία κι ο Ζαχαρίας τη Νανά. Ύστερα και οι δύο κάθισαν κατάχαμα και με αργές και σχεδόν τρυφερές κινήσεις άρχισαν να μαζεύουν τα μπαμπάκια. Μετά δίπλωσαν όμορφα το ύφασμα. Έριξαν μια ματιά στο κρεβάτι, μια ματιά στις γεμάτες σακούλες, τις πήραν στα χέρια τους αγκαλιά και κατέβηκαν σιγά σιγά τις σκάλες.
ΠΗΓΗ: 13.04.2019, https://www.facebook.com/penny.economakis/posts/696152397485519
Υστερόγραφο της συγγραφέως: Όντως όταν αλλάξαμε το στρώμα στην Κρήτη βρέθηκαν λεφτά όπως το περιγράφω σε σακουλάκι κάτω από το στρώμα σχεδόν τόσα όσα στοίχισε το καινούργιο!!!
* Η Πέννυ Οικονομάκη είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός φυσικός, καλλιτέχνης μικροκατασκευών και φωτογραφίας.
Συγχαρητήρια Πενυ! Πολύ τρυφερό και συγκινητικό κείμενο.