ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ» του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη
Του Νίκου Προσκεφαλά*
Θα επιχειρήσω να πω δυο λόγια για το καινούριο βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, έχοντας ωστόσο να αναμετρηθώ κατά τη διάρκεια της παρουσίασής μου, με το υπόρρητο ερώτημα δικό μου, αλλά ίσως και πολλών:
Μέσα στον πληθωρισμό των γραφόμενων βιβλίων και τον πλουραλισμό των νέων εκδόσεων, τι καινούριο άραγε έρχεται να κομίσει το βιβλίο του Χατζημωυσιάδη, ώστε ν’ αποκτήσει νόημα η αποψινή παρουσίαση;
Δίχως καθόλου να είμαι βέβαιος πως θα μπορέσω να απαντήσω στο παραπάνω ερώτημα, δε θα διστάσω ωστόσο να αναμετρηθώ μαζί του.
Ο συγγραφέας είναι μάχιμος φιλόλογος στην εκπαίδευση. Διαισθάνομαι ωστόσο πως η φιλολογική ιδιότητα δεν θα ήταν απαραίτητο να αναφερθεί, γιατί προδίδεται ήδη από τον τίτλο του βιβλίου: «Η ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΜΟΥ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ».
Στη συνέχεια δε, τούτη «η ιδιωτική αντωνυμία» επιμερίζεται στις γνωστές για τους φιλολόγους αντωνυμικές κατηγορίες, που αποτελούν ταυτόχρονα και τα υποκεφάλαια του βιβλίου:
ΟΡΙΣΤΙΚΗ, ΚΤΗΤΙΚΗ, ΔΕΙΚΤΙΚΗ, ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ, ΑΛΛΗΛΟΠΑΘΗΣ, ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΗ, ΑΟΡΙΣΤΗ, ΑΝΑΦΟΡΙΚΗ, ΑΥΤΟΠΑΘΗΣ.
Πριν όμως μπω στα ενδότερα, δύσκολα θα μπορούσα να αντισταθώ στον πειρασμό να μη σχολιάσω την τόσο καλαίσθητη εικόνα του εξωφύλλου, αλλά και τόσο οικεία για όσους τουλάχιστον δεν διστάζουμε να φανερώσουμε πως μεγαλώσαμε στο περιβάλλον της επαρχίας. Ένα παιδί, που χαμογελώντας αθώα και με αφέλεια, παίρνει το μπάνιο του ή απλώς δροσίζεται μέσα σ’ ένα στρογγυλό τενεκεδένιο κουβά. Αυτός ο αναπόφευκτος κοινωνικός χώρος, ο διαρκώς μεταβαλλόμενος κι απότομα εξελισσόμενος, πάντα όμως ασφυκτικός και περίκλειστος, που εδώ αισθάνομαι πως συμβολίζεται μ’ αυτή την πρωτότυπη μπανιέρα, είναι νομίζω αυτό το περιβάλλον -κοινωνικό κυρίως- με τις σαφείς προεκτάσεις στην ελευθερία της ύπαρξης, που η διαπλοκή και η διαλεκτική του μαζί της, θα απασχολήσει το συγγραφέα, μαζί με τις πολλαπλές μεταμορφώσεις της, σε όλη την έκταση του βιβλίου.
Απ’ τον τίτλο λοιπόν αρχικά, «ΙΔΙΩΤΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ», αλλά και απ’ τα υποκεφάλαια στη συνέχεια, γίνεται κατανοητό πως το τυπικό μέρος της Γραμματικής, αυτό που σαν παιδιά αντιπαθούσαμε, καθώς μας δυσκόλευε η εκμάθησή του, αλλά και σαν δασκάλους μας απελπίζει συχνά, λόγω του ατελέσφορου ή και αδιάφορου της διδασκαλίας του, γίνεται εδώ το πρώτο υλικό παραγωγής λογοτεχνικής γραφής συμβάλλοντας σ’ αυτό που η λογοτεχνία καλείται συχνά να επιτελέσει. Σε μια νέα δηλαδή ανάγνωση του εαυτού και του κόσμου. Να αποσυνθέτει πάει να πει διαρκώς και να ανασυνθέτει εξυπαρχής αυτά τα γνωστά και παραδομένα νοήματα του κόσμου με τα τετριμμένα και ξεφτισμένα σημαινόμενά τους, βάζοντας δυναμίτη στις δομές του, που κάποτε λειτουργούν σαν αιώνια φυλακή, συμβάλλοντας τελικά σε μιαν εκ νέου ανάγνωσή του. Να ζωντανέψει δηλαδή εν προκειμένω η πεθαμένη Γραμματική και ν’ αρχίσει να χορεύει γύρω μας εκπλήσσοντάς μας με τις άγνωστες διαστάσεις της.
«ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ» λοιπόν, καθώς στον κατακερματισμένο κόσμο όπου όλοι συμβιώνουμε, λειτουργούμε έχοντας εν πολλοίς απωλέσει το όνομα, δηλαδή το πρόσωπο, δηλαδή την αυθεντικότητα, προσποιούμενοι συνεχώς πως είμαστε κάποιοι άλλοι. «ΙΔΙΩΤΙΚΗ» δε, καθώς μέσα στη διάλυση του κοινωνικού, που βιώνουμε φαίνεται πως οι μικρές ιδιωτικές αντιστάσεις, τα μικρά αυτόνομα νησιά αποτελούν συχνά το έσχατο φρούριο διάσωσης μιας χαμένης αξιοπρέπειας, μιας όλο και περισσότερο φθίνουσας ανθρωπιάς, νησιά που απώτερο στόχο έχουν να συναποτελέσουν κάποτε μια κοινότητα ικανή να υφάνει και να συρράψει εκ νέου το κουρελιασμένο ύφασμα του κοινωνικού ιστού.
Το κειμενικό είδος που επιλέγει ο συγγραφέας στο εν λόγω βιβλίο, είναι η μικρή φόρμα, το αποκαλούμενο μικροδιήγημα, που καθόλου δεν πρέπει να υποτιμάται ως αφηγηματικό είδος. Το έχει άλλωστε εύστοχα διατυπώσει ο δικός μας Διονύσης Καρατζάς, γράφοντας κάπου πως «Το ελάχιστο – σπόρος, σπέρμα, σταγόνα, λέξη – παράγει το μέγιστο, ζωή και θάνατο». 145 μικρά πεζά αποτελούν το σώμα τούτης της συλλογής. Κι ας μη νομίσει κανείς πως είναι εύκολο το μικρό κείμενο, που τόσο προσιδιάζει στην ποίηση. Η πύκνωση του λόγου που απαιτείται, η προσεκτική επιλογή της λέξης, κάποτε και της στίξης, η απόσταση απ’ το συνήθη ρεαλισμό και τον εύληπτο συνταγματικό άξονα, που απαιτεί τούτο το κειμενικό είδος, βάζει το συγγραφέα πάντα σε διαδικασία συνεχούς εγρήγορσης, σε μια ατέλειωτη λεκτική ακροβασία, τέτοια που μοιάζει κάποτε συγγραφέας και αναγνώστης να αιωρούνται αγκαλιασμένοι και μετέωροι στο υπερβατικό δίχως ασφαλή ή διαφαινόμενο διάδρομο προσγείωσης. Γιατί είναι ανάγκη το κείμενο να μοιάζει με μικρή χειροβομβίδα που σε ένα ελάχιστο χώρο, συμπεριλαμβάνει τέτοια ποσότητα και πυκνότητα εκρηκτικού υλικού, ικανού να προκαλέσει σοβαρές εσωτερικές ανατινάξεις, αλλά και νέες απροσδόκητες αναδιατάξεις. Εξάλλου, τι ταιριαστότερο από αυτό το μικροκείμενο στο θραυσματικό κι αποσπασματικό χαρακτήρα που διατρέχει τη ζωή σήμερα. Κάθε κείμενό του Π.Χ. μοιάζει με μια μικρή σπαρακτική κραυγή, άλλοτε για την παιδικότητα που είναι θνησιγενής, άλλοτε για τη φθορά που είναι σύμφυτη με τη γέννα. Άλλα πάλι κείμενα θυμίζουν μικρά θρίλερ, ιστορίες απόκοσμες και φρικώδεις, με λέξεις ζοφερές και εικόνες που προκαλούν. Κάποια θυμίζουν αστραπές στην καταιγίδα ή φωτοβολίδες στο στερέωμα, διάττοντες αστέρες, που φιλοδοξούν να λάμψουν έστω για λίγο τη μικρή η μεγάλη αλήθεια τους κι ύστερα σβήνουν ήσυχα και μοιραία αφήνοντας τη μυστική τους άλω στη συνείδηση του αναγνώστη.
Από αριστερά προς δεξιά: Νίκος Προσκεφαλάς, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Γιάννης Δημογιάννης (έτερος παρουσιαστής) και φυσικά η ορχήστρα από κιθάρες!
Τα κείμενα στο σύνολό τους μοιάζουν αυτοβιογραφικά ή αυτοαναφορικά. Κι ως ένα βαθμό είναι. Ένα παιδί που μεγαλώνει κι ενηλικιώνεται σ’ ένα χωριό της Μακεδονίας, βιώνοντας παράλληλα με την ενηλικίωση την ολοκληρωτική και βίαιη αστικοποίηση του γύρω του κοινωνικού τοπίου. Διατηρούν επομένως τα κείμενα ένα τόνο εξομολογητικό, χαμηλόφωνο, μοιάζοντας συχνά με απελπισμένες εκκλήσεις για βοήθεια ή απεγνωσμένες φωνές στον τοίχο του αναγνώστη που προσδοκούν την απάντησή του. Σύντομα ωστόσο διαπιστώνει κανείς πως οι προσωπικές αναφορές ή η χρήση του α΄ ενικού προσώπου, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η υιοθέτηση μιας περσόνας που στόχο έχει να στοιχίσει στο κατόπι της τις μνήμες, τις διαψεύσεις τις ματαιώσεις, μα και τις δειλές ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς, αλλά και μιας συνολικά προδομένης κοινωνίας, απ’ τον εαυτό της, απ’ τους πολιτικούς που επέλεξε να διαχειριστούν τα του οίκου της, μα κι απ’ το σαρκαστικό χαμόγελο της ίδιας της ιστορίας. Αυτής της γενιάς που εκπροσωπεί ο συγγραφέας και που επιχειρεί με τη γραφή του να φέρει σε ένα φως συνειδητό διασώζοντας τα τραγικά μα κι ελπιδοφόρα βιώματά της από τ’ αδηφάγα δόντια της λήθης.
Όλα ωστόσο -πώς όχι- εκκινούν απ’ το υποκειμενικό, το προσωπικό. Αυτό το απροσδιόριστο εγώ, το οποίο στέκει πάντα προκλητικό με την ανεξερεύνητη πολυπρισματικότητά του και ζητάει έκφραση και εκτόνωση για ν’ αγγίξει κάποτε την ίδια την ουσία του.Θα λεγε κανείς πως υπάρχει στον Π.Χ. μια τάση, που τείνει να γίνει εμμονή να κάνει απόξεση στις κοινωνικές κατασκευές, που έχουν κατά καιρούς επικαθήσει στο πρόσωπο, για να ξεκινήσει, αλλά και να καταλήξει συχνά, ακολουθώντας ένα ιδιότυπο λογοτεχνικό σχήμα κύκλου πού; Μα πού αλλού. Σ’ αυτό το μυθικό χωροχρόνο, που προσφέρει τις πρώτες προσλαμβάνουσες και ορίζουσες, το πρώτο ατόφιο υλικό, το καθοριστικό για το υπόλοιπο του βίου. Μιλώ και μιλάει για την παιδική ηλικία στην οποία ο συγγραφέας έρχεται κι επανέρχεται συνεχώς, όχι για να νοσταλγήσει, να ωραιοποιήσει ή να συγκρίνει με το παρόν, αλλά περισσσότερο να τη χρησιμοποιήσει ως εμπεδωμένη βιωματική γνώση και πάνω της να χτίσει ή να αποδομήσει, όπου θεωρεί απαραίτητο, την προσωπική του πορεία.
Σ’ αυτό το κλίμα θαρρώ κινείται η «οριστική αντωνυμία» με την οποία ξεκινά το βιβλίο ως πρώτο μέρος. Είναι σαφής σ’ αυτό το πρώτο μέρος η προσωπική απορία του υποκειμένου απέναντι στον κοινωνικό περίγυρο, που ετοιμάζεται να τον τεμαχίσει χειρουργώντας τον, αντιμετωπίζοντας τον ως αντανακλαστικό καθρέφτη ή ως εύπλαστη μάζα, μεταφέροντας του παιδιόθεν όλες τις κοινωνικές κατασκευές ή συμβάσεις που έκτοτε θα λειτουργήσουν ως φυλακή ή κουρτίνα θεάτρου. Αυτό είναι το «ΠΛΑΝΟ», το εισαγωγικό του κεφάλαιο, που κάνοντας τον να αισθάνεται μια τρομαγμένη πεταλούδα τον εισάγει σταδιακά στις πρώτες υπαρξιακές αγωνίες με εμβληματικότερη βέβαια αυτή της φθοράς και του θανάτου. Κάποτε αυτή η αγωνία διαπερνά το συγγραφικό υποκείμενο μέχρι το μεδούλι. «Όσο κι αν κουκουλώνομαι, μια παγερή κάψα διαπερνά τα σώψυχά μου. Τινάζω το σεντόνι και πετάγομαι απ’ το κρεβάτι» γράφει στα «Αγαλματάκια ακούνητα». Η παγεράδα του θανάτου όμως δεν τον υποτάσσει, δεν τον πτοεί. Στα «κεραμιδάκια», τα συνεχώς αναδιατασσόμενα κεραμιδάκια και η πτώση τους ουδόλως τον απογοητεύουν. Αντίθετα μάλιστα, γίνονται αφορμή ανακαίνισης, κάποτε μάλιστα μιας εσώτατης κρυφής χαράς. Ό,τι έπεσε θα ξαναστηθεί με νέο τρόπο, σε νέα διάταξη. Στις «ΧΕΙΡΟΤΕΧΝΙΕΣ» δε, ο ήρωας πανηγυρίζει κατά κάποιο τρόπο τις ήττες του, τις αγκαλιάζει, τις θεωρεί ακριβή του περιουσία δοκιμάζοντας νέες πτήσεις, δίχως να φοβάται τις νέες πτώσεις. Χτίζει έτσι σταδιακά το προσωπικό, μα και ιδεολογικό του μανιφέστο, που μπορεί να συνοψιστεί κάπως έτσι:
«ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΥΠΑΡΞΙΑΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΣΥΝΑΜΑ ΑΝ ΚΑΙ ΠΡΟΔΟΜΕΝΟ, ΑΝ ΚΑΙ ΕΞΑΡΧΗΣ ΥΠΟΝΟΜΕΥΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΥΛΙΚΟ, ΕΝ ΤΕΛΕΙ ΠΟΥ ΝΟΗΜΑΤΟΔΟΤΕΙ ΤΗΝ ΥΠΑΡΞΗ».
Ας ειπωθεί εδώ πως τα παιδικά παιχνίδια γίνονται σ΄αυτό το πρώτο μέρος του βιβλίου το τοπίο εκείνο που επιτρέπει στο υποκείμενο να διαβλέψει αλλαγές, να υπονομεύσει στερεότυπα, να θραύσει γλυκανάλατες νοσταλγίες, να αμφισβητήσει τσιμεντωμένες συνήθειες του παρελθόντος, που τείνουν με το βάρος τους να του επιβληθούν. Μυρωδιές και εικόνες από το παρελθόν, ματαιωμένοι ή ανεκπλήρωτοι έρωτες, πληγές της μνήμης (τα λαμπαδιασμένα μυρμήγκια της Ανάστασης) ανακατεμένα μ’ ενοχές συνθέτουν την προσωπική μυθολογία του ήρωα, που μπαίνει στην ενηλικίωση, σημαδεμένος ήδη από τις αποσκευές της ανθρώπινης τραγικότητας, τη βαθύτατη και ριζική εγγραφή των πρώτων εκείνων καθοριστικών στοιχείων που στιγματίζουν την ύπαρξη, αλλά και τη σθεναρή απόφασή του να αποτινάξει ό,τι με το βάρος του εμποδίζει μιαν ελεύθερη και ανεξάρτητη ζωή. Η μνήμη ν’ απορροφάει, μα και να στραγγίζει ταυτόχρονα.
Έτσι λοιπόν το εξασκημένο μάτι ενός υποψιασμένου αναγνώστη δε θα δυσκολευτεί να διαβλέψει πως η νοσταλγία σε καμμιά περίπτωση δεν εμφανίζεται σαν ωραιοποιημένο μυθικό παρελθόν που χάθηκε ανεπιστρεπτί, ούτε σαν έξωθεν επιβολή-υποβολή μιας ανέφελης παιδικότητας, που τάχα προοιωνίζεται και μια ανέφελη ενηλικίωση. Κάθε άλλο. Η επιστροφή στο παρελθόν γίνεται μόνο σε διαλεκτική διαπλοκή με το παρόν, αλλά και με τον υποφώσκοντα στόχο του συγγραφέα να την υπονομεύσει συθέμελα, στην απέλπιδα, αλλά και ιερή προσπάθεια να κερδίσει το παρόν, μα και το μέλλον του. Έτσι ο ήρωας αποκηρύσσει μετά βδελυγμίας το «ΨΩΜΙ ΜΕ ΤΗ ΖΑΧΑΡΗ» στο ομώνυμο διήγημά του και προτιμά να συμφιλιώσει τον εαυτό του με το «σκιάχτρο» του μπαχτσέ, το περιθώριο, το ξεχασμένο, το ανοίκειο, το γκροτέσκο, αυτό που βαθιά και ανεπίγνωστα τον έλκει και του δείχνει ταυτόχρονα, ως τροχιοδεικτικό, τον κοινωνικό δρόμο που του μέλλεται ν’ ακολουθήσει.
Μια εικόνα του κοινού στην παρουσίαση στο βιβλιοπωλείο Πρωτοπορία της Πάτρας, την Πέμπτη 29.03.2019 το βράδυ.
Η απομάγευση τελικά από την παιδική ηλικία, η πτώση και η φθορά των συμβόλων της, (ο λύκος που γερνάει κι είναι ακίνδυνος πια), αλλά και η παντοκρατορία του θανάτου και της φθοράς συνθέτουν την παλέτα με την οποία θα προσπαθήσει ο ήρωας στο εξής να χρωματίσει το μέλλον του.
Η «κτητική» και η «δεικτική» αντωνυμία στη συνέχεια ως δεύτερο και τρίτο μέρος έρχεται να περιγράψει, αλλά και να διαγράψει αναδιατάσσοντάς το, αυτό το μείζον κομμάτι του εγγύτατου γονεϊκού περιβάλλοντος, που όλους μας βασάνισε κι όλους περισσότερο ή λιγότερο μας καθόρισε, αλλά και τον επαρχιακό μικρόκοσμο της μικρής του πόλης στην πορεία μετάβασής του από τις αγροτικές κυρίως κοινωνικές δομές σε μια ταχύτατη αστικοποίηση. Ο ήρωας, με απορρητική στάση πάντα, δίχως άμυνες, στέκεται, σχολιάζει, επαναστατεί, τραυματίζεται, μαζεύει αναμνήσεις, για να τις αξιολογήσει κατόπιν ως άχρηστες («Ο θησαυρός του σπαγκοραμμένου»). Κι ενώ η επαναστατημένη του φύση τον σπρώχνει στη θραύση και τη διάλυση των νεκρών γύρω του ανθρώπινων τοπίων, ταυτόχρονα μια άλλη δύναμη τον ωθεί να χαϊδέψει, να συγχωρέσει, να ξαναγυρίσει, να πει όσα τυχόν δεν ειπώθηκαν κι ας φαίνεται πια πως είναι αργά…
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος φυσικά από τη γραφή, που καλείται κι εδώ να επιτελέσει το ρόλο της, να σχίσει σαν φως το τσιμεντένιο σκοτάδι εν προκειμένω της στέρησης των αυθεντικών γονεϊκών σχέσεων. Πίσω απ’ το προπέτασμα του κοινωνικού κομφορμισμού μιας εποχής και μιας κοινωνίας που θεωρεί ανοίκειο κι αταίριαστο το άνοιγμα των ψυχών, τα πάντα μένουν θαμμένα κάτω από το μαύρο πέπλο των κοινωνικών στερεοτύπων της αγροτικής επαρχίας, που μόλις έχει βγει απ’ το γύψο της επταετίας. Έτσι, τα μαυρόρουχα της γιαγιάς («Κρεμάστρες – ερωτηματική αντωνυμία») μένουν αφόρετα, ενώ η μυγοσκοτώστρα στα χέρια της μάνας («Σκοτωμένες μύγες») γίνεται το άλλοθι, ή το τιμωρητικό εκείνο χέρι, που χτυπώντας με μανία τριγύρω της τις μύγες, αυτομαστιγώνεται κατ’ ουσίαν για τα κομμάτια του βίου που περάσαν ανεπιστρεπτί. Κι ο ήρωας, με την εξεγερμένη φαντασία, οραματίζεται …ήρωες από τα κόμικς της εποχής, την ίδια στιγμή που το διψασμένο του ασυνείδητο παλεύει να αρθρώσει λέξεις, να βρει κώδικες επικοινωνίας, να ικανοποιήσει την πρώτιστη ανθρώπινη ανάγκη, αυτή της κοινωνίας, να βρει, όπως ο ίδιος υποστηρίζει «Γραμμή ισορροπίας», καθώς πίσω από τα κατασκευασμένα προσωπεία χάσκει το υπαρξιακό κενό. Κενό, που αδυνατεί να βρει φυσικά διέξοδο στη γκλαμουριά του lifestyle, που αναδύεται ως παμφάγο κι αλλότριο τέρας στην ύστερη μεταπολίτευση. Τέτοιο που αποκοιμίζει κάθε αντίσταση, που ακυρώνει κάθε όραμα, που μας ξεβαφτίζει από κάθε ανθρωπιά… «Αγοράζω μικροσυσκευές, καταναλώνω αισθήματα και δαπανώ ιδέες. Διάγοντας τον βίο μου σχεδόν ευτυχής, μάλλον πλήρης και σίγουρα ελεύθερος. Αφού προηγουμένως απαλλάχτηκα απ’ όλα τα βαρίδια του παρελθόντος, τις φρούδες ελπίδες του μέλλοντος και την υπαρξιακή αγωνία του παρόντος».
Κι επειδή κανένα κείμενο δε στέκεται δίχως περιβάλλον, και τοπίο, να πούμε εδώ πως η Φύση στο Χατζημωυσιάδη είναι πανταχού παρούσα, με μια μάλιστα διπλή σημασία. Ως άφατο τοπίο ομορφιάς, αλλά και ως πεδίο μόχθου, οδύνης, παραγωγής. Τα τοπία του, της αγροτικής επαρχίας της δεκαετίας του 70 και του 80, δίχως να περιγράφονται εξαντλητικά είναι πλούσια σε ζωή, παρόλο που εν τέλει γίνεται φανερό πως τα εσωτερικά κυρίως τοπία και οι διαμορφώσεις τους είναι που αντιστικτικά με τη γύρω φύση κυρίως τον απασχολούν.
Ο κοινωνικός περίγυρος που διαλεκτικά δομεί και διαμορφώνει το υποκείμενο στον ιστορικό χρόνο της μεταπολίτευσης είναι στο κέντρο του προβληματισμού που απασχολεί το συγγραφέα στην «αλληλοπαθή του αντωνυμία», καθώς το αφηγηματικό υποκείμενο ενηλικιώνεται σταδιακά μέσα στις σελίδες του βιβλίου. Ο υποκριτικός μικρόκοσμος της επαρχίας, με την ασφυκτική κι ανυπόφορη συντηρητική υποκρισία του, αλώνεται εύκολα και δίχως σπουδαίες αντιστάσεις από το «θαυμαστό νέο κόσμο» που υπόσχεται η τηλεόραση, κι η αστραφτερή εκδοχή μιας νεοπλουτίστικης χρυσωμένης επιφάνειας. Η ζωή παραδίνεται αμαχητί στο καθεστώς της αντιπαροχής. («Σβουνιά»).
Η επαγγελία για έναν δικαιότερο κόσμο προδίδεται συνεχώς από έναν κοινωνικό μετασχηματισμό που συνεχώς διολισθαίνει σε μια ηθική και πολιτική παρακμή, τις οδυνηρές συνέπειες της οποίας βιώνουμε ως σήμερα. Κάθε προσπάθεια να σφυρηλατηθεί μια διαφορετική πορεία μοιάζει απ’ την αρχή υπονομευμένη μπροστά στον οδοστρωτήρα του νέου κόσμου, με το δανεικό χρήμα, τα σκυλάδικα της παραλιακής, τα ΑΤΜ της αφθονίας και την τηλεθέαση. Ένας νέος ανθρωπολογικός τύπος γεννιέται. Ο τηλεθεατής-καταναλωτής, ένας ζωντανός νεκρός, ένα αδιάφορο ζόμπι στην καταστροφή που σταδιακά συντελείται. Την ίδια στιγμή, το πολιτικό παιχνίδι φεύγει σταδιακά απ’ τα χέρια του πολίτη, τα χρηματιστήρια συνδέονται, ο καπιταλισμός προελαύνει κι υπόσχεται καταναλωτικούς παραδείσους. Ο τόπος, έχοντας μόλις βγει από τον εμφύλιο και την επταετία, ονειρεύεται την εποχή που το χρήμα θα ρέει άφθονο, κι ας είναι δανεικό και ας είναι το μέλλον υποθηκευμένο.
Και μένει ο ήρωας-αφηγητής του βιβλίου να καταγράφει απώλειες: φίλων, οικείων, ιδεών, οραμάτων. Μένουν μόνο κάποιοι φίλοι να τον κρατούν, να μας κρατούν απ’ το χέρι, όταν ακόμα κι αυτή η συντροφικότητα μεταλλάσσεται σε μια ακόμα κοινωνική υποκρισία, που μόνο το καθεστώς του θανάτου, λυτρωτικό μα και αμετάκλητο στα μάτια του ήρωα, εμφανίζεται ικανό να ανατρέψει. Η δε ματιά στο παρελθόν ως καταφυγή, μόνο σε επίταση των ψευδαισθήσεων είναι ικανή να οδηγήσει, καθώς τούτο εμφανίζεται ως άσαρκη πια όχληση της μνήμης, γυμνό από βίωμα, ανίκανο να ζωντανέψει στο νεκρό περιβάλλον του παρόντος. Όσοι δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν, παραμένουν στο περιθώριο της ζωής, οι μόνοι ωστόσο που είναι ικανοί να την ομορφύνουν. Ο Νίκος Κ. κι ο Βασίλης ο Λιώμας. («Άδειοι δρόμοι»).
Ακόμα κι ο έρωτας, αυτή η μεταμορφωτική δύναμη του παντός, εκπίπτει οριστικά πια στην κατάκτηση, τη δίχως έκσταση και δόσιμο, με τίμημα οδυνηρό τη μοναξιά. Κι η καθημερινότητα μια τυποποιημένη επανάληψη ίδιων κι απαράλλαχτων ημερών -ή μήπως νυχτών- δίχως την αναμονή καμιάς έκπληξης.
Στην επόμενη ενότητα κειμένων, στην «ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ», ο ήρωας αφηγητής δείχνει ακόμα και σ’ αυτό το δυστοπικό περιβάλλον, να επαναστατεί. Ανάμεσα στα κορναρίσματα της εκλογικής νίκης του ‘81 και στις υποσχέσεις ενός αλλότριου στα μάτια του κοινωνικού κατήφορου, ο ίδιος κρατάει πολύτιμες αποσκευές το πλατανόδασος της παιδικότητας, τα ποιήματα της Κατερίνας Γώγου, τα δισκάκια του Παύλου Σιδηρόπουλου, τον κρυφό έρωτα για τη φιλοσοφία και εκείνη την ζωοδότρα ένεση της γραφής που του μέλλεται να γίνει η μοναδική ερωτική του σύντροφος. Κι ας φαίνεται μελαγχολικά στον ορίζοντα πως η προϊούσα μετάλλαξη της επαρχίας σε μια κακόγουστη νεοαστική μουτσούνα απ’ τα Γιαννιτσά ως τα Γιάννενα, μα και παντού, είναι αναπόφευκτη, είναι σχεδόν ήδη συντελεσμένη.
Κι έτσι, νομοτελειακά σχεδόν, το υπαρξιακό -σύμφυτο με το κοινωνικό αδιέξοδο- αλλά και με την προδοσία της ιστορίας αναδύεται στην «ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΗ» αρχικά και στην «ΑΟΡΙΣΤΗ» μετέπειτα αντωνυμία. Το είδωλο του εγώ, το θρυμματισμένο πρόσωπο, κάθε βράδυ δένει τα τραύματά του, μα συνεχώς διαπιστώνει καινούρια, κάθε βράδυ συναρμολογεί τα κομμάτια του, μα είναι αδύνατο να σταθούν. Οι λογής λογής ψευδαισθήσεις υποχωρούν άτακτα, αφήνοντας τον αφηγητή γυμνό στις αμείλικτες δαγκάνες του τίποτα, στα αιχμηρά δόντια του χρόνου και του θανάτου, στο ατελέσφορο πέρα δώθε της αόριστης επανάληψης στο παρόν και στο μέλλον ενός ανανταπόδοτου υποθετικού λόγου. Κι η προσδοκία μιας απάντησης εναποτίθεται στη σιωπή των αστεριών μιας ξάστερης νύχτας ή στην αναμονή και την ευεργεσία της βροχής.
Κι όταν δε φτάνουν οι ζωντανοί για να μιλήσεις, (όπως εύστοχα είπε κάποτε ο Σεφέρης), μοιραία στρέφεσαι στους αγαπημένους νεκρούς. Εκείνους που καθόρισαν την ως τώρα πορεία σου, εκείνους που πίστεψες πως θα τους ξαναβρείς στο ελλαδικό μνημονιακό χάος, μα που ως φαίνεται σ’ αποχαιρέτησαν τελειωτικά. Η ιστορία δε γεννά πια ήρωες, δεν παράγει ιδανικά, στερεύει από οράματα. Και το συγγραφικό υποκείμενο κρατάει απ’ το χέρι σφιχτά τον Πόντιο δημοσιογράφο Καπετανίδη, τον Πόντιο αντάρτη του εμφυλίου ή εκείνο το Γιαννάκη το Στούπα, που ψήλωσε ένα μπόι, όταν στήθηκε μπροστά στο απόσπασμα των Γερμανών. Αλλά και τις άγνωστες εκείνες γιαγιάδες που υπέμειναν με καρτερική αυταπάρνηση την απώλεια των παιδιών τους στα σκληρά χρόνια του εμφυλίου κι έρχεται τώρα το συγγραφικό χέρι να τους αποδώσει την πρέπουσα τιμή, να τις διασώσει από την ταφόπλακα της λήθης. Το πικρό σχόλιο για το στήσιμο του μετεμφυλιακού κράτους είναι απ’ το συγγραφέα σαφές κι αιχμηρό. Δεν κρύβει ουδόλως τις προσδοκίες του για μια κοινωνιοκεντρικότερη ελληνική συνέχεια, που προδόθηκε, που κατέρρευσε που υποτάχθηκε σ’ ένα ιδιότυπο δοσιλογισμό. Δεν κρύβει ωστόσο και την υπόρρητη επιθυμία του για τη θεραπεία των τραυμάτων, την άρση των αναθεμάτων,το όραμα μιας ενωτικής πορείας, πέρα από τις μετεμφυλιακές πληγές. Τούτο με ενάργεια αποτυπώνεται στις «Αναμετρήσεις», ένα καταπληκτικό κείμενο, όπου οι δυο παππούδες, του εμφυλίου συντονίζουν εν τέλει τα βήματά τους σ’ ένα βαρύ ζεϊμπέκικο, μπρος στο φάσμα της φθοράς και του θανάτου, μπρος στην οριστική απώλεια του ανθρώπινου.
Κι απομένει πια στο συγγραφέα έσχατο καταφύγιο η γραφή. Το τελευταίο μέρος του βιβλίου, η «ΑΥΤΟΠΑΘΗΣ ΑΝΤΩΝΥΜΙΑ» με τούτο το σπουδαίο πρόταγμα αναμετριέται. Η ευθύνη απέναντι στην τέχνη του, τον τρομάζει την ίδια στιγμή που η σχέση μαζί της τον λυτρώνει. Ο Χατζημωυσιάδης το υπαινίσσεται ξεκάθαρα (αν μου επιτρέπεται το οξύμωρο). Δεν υπάρχει τέχνη για την τέχνη. Ο ρόλος της τέχνης είναι κοινωνικός κι η αποστολή της ανθρωποκεντρική. Να περισυλλέξει ναυαγούς, να στήσει στα πόδια παραλύτους, να διασώσει απωλεσμένους, να προβάλλει κακοφορμισμένα τραύματα, να δείξει με το δάχτυλο τους κακούς -όπως θα έλεγε ο Αναγνωστάκης- γνωρίζοντας εξ’ αρχής το μάταιο ή το ατελέσφορο του εγχειρήματος, καθώς έχει να αναμετρηθεί με την καθόλου ανθρώπινη τραγωδία. Κι όσο κι αν το γνωρίζει αυτό ο γραφιάς,δε μπορεί ν’ αντισταθεί στις λέξεις. Γιατί αυτές οι λέξεις που ως δια μαγείας, ως κόκκοι σκόνης ίπτανται μπρος στο πληκτρολόγιο υπόσχονται ερωτικά την ανάδυση ενός νέου κόσμου, ή ενός άλλου συνολικά εαυτού, εκείνου που η λογοτεχνία καλείται να υπερασπίσει, εκείνου που η λογοτεχνία καλείται να υπηρετήσει.
Τελειώνοντας κάπου εδώ, γίνεται φανερό πως αυτό το σύνολο από τις μικρές λεκτικές χειροβομβίδες, αυτό το σεντούκι της συλλογικής μνήμης μιας γενιάς και μιας εποχής, αξίζει και πρέπει να διαβαστεί. Το χιούμορ, το δράμα, η έκπληξη, η φρίκη, η σιωπή, η νοσταλγία, η λοξή ματιά εναλλάσσονται κάποτε σε ένα μόνο κείμενο, με όρους όμως πάντα υπαινικτικούς, πάντα κρυπτικούς, με οικονομία λέξεων τέτοια, που μόνο με πολλαπλές αναγνώσεις θα μπορέσει ο υπομονετικός αναγνώστης να διεισδύσει στο υπέδαφος τους και να εξορύξει την αλήθεια που κρύβεται επιμελημένα πίσω από τα ψέματα της μυθοπλαστικής συγγραφικής βούλησης. Ένας αντίστροφος λυρισμός, κατά τη γνώμη μου, τα διαπνέει, τέτοιος που δεν τους επιτρέπει να διολισθήσουν σε ρηχούς μελοδραματισμούς, ή σπαραχτικά κλαυθμυρίσματα, αλλά αντίθετα τα οδηγεί και τα καθοδηγεί τρυφερά στην αναπόφευκτη μα και ηρωική παραδοχή της πανανθρώπινης εκείνης συνθήκης, που καλούμε ανθρώπινη τραγικότητα.
Ο Χατζημωυσιάδης γράφει μέσα απ’ το υπόγειο. Κι ως συνεπής δάσκαλος, αλλά και λογοτέχνης που θέλει να τιμά την τέχνη του, θέτει τις ερωτήσεις, δίχως να δίνει εύκολες απαντήσεις. Και δε μιλώ μόνο για το μοναχικό υπόγειο του σπιτιού του, εκεί που ξέρω πως καταφεύγει τις μεγάλες νύχτες της γραφής, μιλώ κυρίως για κείνο το ντοστογιεφσκικό υπόγειο της βαθιάς ψυχής, το υγρό και σκοτεινό που ξέρει ωστόσο να μεταποιεί σε λάμψη τα σκοτάδια, θωπεύοντας πατρικά την εγγενή αδυναμία της ανθρώπινης φύσης. Τα κείμενά του, πολιτικά, με την ευρεία έννοια του όρου, τοποθετούνται στη δημόσια σφαίρα. Ο κόσμος του είναι ο άνθρωπος κι οι ανάγκες του και ξέρει καλά πως ακόμα κι αν η τέχνη κι η γραφή είναι το καταφύγιο που μισούμε, τουλάχιστον μαζί της πεθαίνουμε όρθιοι κι όταν επιτελεί τον ύψιστό της ρόλο, τον υπαρξιακό και κοινωνικό συνάμα, μας προετοιμάζει για μια ζωή πέρα και πάνω απ’ το θάνατο.
Βιβλιοπωλείο «Πρωτοπορία», Πάτρα, 29.03.2019
* Ο Νίκος Προσκεφαλάς είναι φιλόλογος καθηγητής.