Ας μιλήσουμε για ανάπτυξη
Του Δημήτρη Καζάκη*
Καθώς οι διαδικασίες για την ελεγχόμενη πτώχευση της Ελλάδας ολοκληρώνονται, ύστερα από πολλά σκαμπανεβάσματα, αντιθέσεις και αντιδικίες, με συμφωνίες ανάμεσα στη Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, με τον βασικό ρόλο να ανατίθεται στην ΕΚΤ και το ΔΝΤ, όλο και περισσότερο ακούμε τους αρχιτέκτονες της χρεοκοπίας να μιλάνε για ανάπτυξη.
Αναγκαίο το μνημόνιο, αλλά δεν αρκεί. Χρειάζεται και ανάπτυξη. Έτσι λένε. Και για να υπάρξει, υποτίθεται, ανάπτυξη πρέπει να επιταχυνθούν οι «διαρθρωτικές αλλαγές», να «απελευθερωθούν οι αγορές», να καταργηθούν τα «γραφειοκρατικά εμπόδια», έτσι ώστε να προσελκύσουμε τις πολυπόθητες ξένες επενδύσεις που θα μας λύσουν το πρόβλημα.
Στη συζήτηση που διεξάγεται από τον καθεστωτικό Τύπο υπήρξαν μάλιστα και εκείνοι που δίχως ντροπή βγήκαν να επαινέσουν τους παλιούς νόμους προστασίας των ξένων κεφαλαίων της δεκαετίας του 1950 και του 1960 για τη δήθεν μεγάλη συνεισφορά τους στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας.
Δεν θα μπούμε στον πειρασμό να μιλήσουμε για τους 600 χιλιάδες μετανάστες, ούτε για τη φτώχεια και την ασυδοσία, ούτε καν για το κοινωνικοπολιτικό καθεστώς που συνόδευσε αυτή η περίφημη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στη βάση της αποικιοκρατικής προστασίας των ξένων επενδύσεων. Έστω κι αν όλοι οι νεόκοποι νοσταλγοί του μετεμφυλιακού παρακράτους, των εκτελέσεων, των εκτοπίσεων και των τόπων ανανήψεως, των εργασιακών γκέτο, της αστυνομοκρατίας και της ανελευθερίας που γέννησε τη χούντα θέλουν να σβήσουν από τη συλλογική μνήμη τι κόστισε στον ελληνικό λαό και τη χώρα η οικονομική ανάπτυξη που προτείνουν για σήμερα.
Μνημεία υπό παραχώρηση
Ο πρωθυπουργός φρόντισε ακόμη μια φορά να ξεκαθαρίσει τη σχέση δημοκρατίας και ανάπτυξης στη δική του λογική. Απαντώντας σε ερώτηση της κ. Παπαρήγα για την ανεργία, άρχισε κάπως έτσι:
«Κύριε πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επιτρέψτε μου αρχικώς, πριν απαντήσω, να ξεκινήσω την τοποθέτησή μου λέγοντας ότι το δικαίωμα της έκφρασης κάθε πολίτη είναι ιερό. Ιερό, όμως, είναι και το δικαίωμα όλων στον κοινό μας πλούτο, έναν πλούτο που δεν ανήκει σε κανένα άτομο, σε καμία ομάδα, σε κανένα κόμμα. Ανήκει σε όλους μας και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να του βάζει λουκέτο. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να αιχμαλωτίζει τα αρχαία μας μνημεία. Κανένας δεν έχει το δικαίωμα να ιδιοποιείται μία παγκόσμια κληρονομιά, όπως είναι η Ακρόπολη…
Αυτές οι ενέργειες “τραυματίζουν” τη χώρα και “δίνουν πάτημα” σε όλους εκείνους οι οποίοι ποντάρουν στην ήττα της Ελλάδας και μπορούν και “τρίβουν τα χέρια τους”. Αυτές οι ενέργειες προκαλούν και ανεργία – που είναι το θέμα της σημερινής επίκαιρης ερώτησης της κυρίας Παπαρήγα –, διότι χτυπούν βασικές μας βιομηχανίες όπως είναι ο τουρισμός, αλλά απωθούν και επενδύσεις…» (Βουλή, 15/10).
Δεν είναι παράξενο το γεγονός ότι ο κ. Παπανδρέου θεωρεί «ιερό» το «δικαίωμα έκφρασης κάθε πολίτη», αρκεί να το ασκεί με τρόπο που δεν θα δημιουργεί πρόβλημα στην κυβερνητική πολιτική, δεν θα πλήττει τις «βασικές μας βιομηχανίες» και δεν θα «απωθεί επενδύσεις». Με άλλα λόγια το «δικαίωμα έκφρασης», όπως και τα υπόλοιπα δημοκρατικά δικαιώματα, είναι «ιερά», αρκεί να ασκούνται από τους πολίτες «κατά μόνας», όπως λέγανε στοv στρατό, δηλαδή χωρίς να εκφράζονται δημοσίως πουθενά.
Πολύ περισσότερο όταν πρόκειται να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην εργασία, αλλά και τα δημόσια αγαθά αυτής της χώρας, όπως είναι η Ακρόπολη και τα άλλα μνημεία. Διότι, μετά το ξεπούλημα των οδικών δικτύων και μεταφορών, των βασικών υποδομών της χώρας, της ΔΕΗ, του ΟΣΕ και τέλος πάντων όλων όσα έχουν απομείνει στο ελληνικό δημόσιο, έρχεται η ώρα και για τα μνημεία της χώρας.
Βέβαια η κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου επιτέθηκε με κλομπ, δακρυγόνα και ειδικές δυνάμεις εναντίον των εργαζομένων στην Ακρόπολη γιατί ήθελε να τους εκδικηθεί για ένα παλιό αμάρτημά τους.
Ήταν οι ίδιοι εργαζόμενοι που είχαν ξεσηκωθεί πριν από μια δεκαετία, όταν ο κ. Χριστοδουλάκης ως υπουργός Οικονομικών του Σημίτη σχεδίαζε να εκχωρήσει ουσιαστικά την Ακρόπολη σε ξένους επενδυτές προκειμένου να αντλήσει δανεικά η χώρα. Το ίδιο και άλλα σημαντικά μνημεία και μουσεία. Τότε είχαν ξεσηκωθεί οι εργαζόμενοι στις εφορείες αρχαιοτήτων και είχαν αποτρέψει αυτό το σχέδιο. Σήμερα τιμωρούνται αναδρομικά ώστε να μην τολμήσουν να το ξανακάνουν.
Άλλωστε ο κ. Παπανδρέου το ομολόγησε εμμέσως πλην σαφώς. Τα μνημεία δεν είναι δημόσια αγαθά, δεν ανήκουν πριν απ’ όλα σε όλο τον ελληνικό λαό, αλλά στην «παγκόσμια κληρονομιά» και επομένως «κανένας δεν έχει το δικαίωμα να ιδιοποιείται μία παγκόσμια κληρονομιά, όπως είναι η Ακρόπολη». Εκτός βέβαια από τους ιδιώτες επενδυτές και κερδοσκόπους που θα εμφανίσει η κυβέρνηση ως χορηγούς ή φορείς ανάδειξης αυτής «παγκόσμιας κληρονομιάς» με αραβικά, αμερικανικά, ντόπια και ομογενειακά κεφάλαια.
Η αγορά κυριολεκτικά βοά από πληροφορίες για σκιώδεις συμφωνίες με συγκεκριμένα διεθνή επιχειρηματικά συμφέροντα που αφορούν την τουριστική αξιοποίηση των αρχαίων και βυζαντινών μνημείων της χώρας. Γι’ αυτό και η πρεμούρα του κ. Παπανδρέου να «παγκοσμιοποιήσει» την κληρονομιά. Τα μνημεία της χώρας αποτελούν ένα φιλέτο που εποφθαλμιούν πολλοί και για πολλά χρόνια.
Επίσης, κανείς δεν γνωρίζει τι έχουν υποσχεθεί η κυβέρνηση και ο κ. Παπακωνσταντίνου ή τι έχουν παραχωρήσει ως εγγυήσεις προκειμένου να αντλήσουν δάνεια. Η δέσμευση των χρηματικών ροών από τα μουσεία και τα μνημεία της χώρας αποτελεί έναν από τους πιο προσφιλείς τρόπους που οι δανειστές της χώρας προτείνουν ήδη από την εποχή Μητσοτάκη και Σημίτη, προκειμένου να συνεχίσουν να τη δανείζουν. Λέγεται ότι ήταν μια από τις παρεχόμενες εγγυήσεις της κυβέρνησης Σημίτη για να εξασφαλιστούν οι περίφημες συμφωνίες swap. Μήπως γι’ αυτό αρνείται η κυβέρνηση να εμφανίσει τις συμφωνίες αυτές ακόμη και στην Eurostat;
«Το κράτος είμαι εγώ»
Όπως και να ’χει, είναι ένας από τους λόγους που η κυβέρνηση, με τροπολογία στον νόμο που κατοχύρωνε το Μνημόνιο στις 8.5, έδωσε το ελεύθερο στον υπουργό Οικονομικών να υπογράφει δανειακές ή άλλες διεθνείς συμβάσεις χωρίς να είναι υποχρεωμένος να τις περάσει από τη Βουλή ή να αποκαλύψει το περιεχόμενό τους. Το τι έχουν υπογράψει ο υπουργός και η κυβέρνηση στις επιμέρους δανειακές συμβάσεις με τις χώρες που μας δανείζουν, αλλά και στις συμφωνίες με το Κατάρ και τους άλλους επίδοξους «επενδυτές», κρατιέται επτασφράγιστο μυστικό.
Γι’ αυτό και ο κ. Παπανδρέου μετέτρεψε την Ακρόπολη σε πεδίο μάχης. Όπως κάθε γνήσια δύναμη κατοχής, δεν μπορεί να αφήσει τα μνημεία – σύμβολα στα χέρια των εργαζομένων και του λαού της χώρας. Πρέπει να διατεθούν σε σχήματα ιδιωτών επενδυτών με σκοπό την ανάδειξη της «παγκόσμιας κληρονομιάς». Μην ανησυχείτε, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να δείτε τη σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη, παρά μόνο τα logo ντόπιων και ξένων επιχειρηματικών ομίλων.
Κι αφού ο κ. Παπανδρέου ξεκαθάρισε ότι η δημοκρατία σ’ αυτή τη χώρα, εκτός από εικονική, είναι και υπό καταστολή προς όφελος των συμφερόντων της «βαριάς βιομηχανίας» και της προσέλκυσης επενδύσεων, ως άλλος Βασιλιάς Ήλιος διεμήνυσε σε όλους μας:
«Περιμένω, λοιπόν, απ’ όλους υπεύθυνη στάση, που να δείχνει ότι η χώρα μας είναι έτοιμη και σίγουρη σε μία πορεία ανάκαμψης, ανάτασης και αναμόρφωσης της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας μας…». Με άλλα λόγια, l’ etat c’ est moi (το κράτος είμαι εγώ), όπως θα έλεγε και ο Λουδοβίκος 14ος της Γαλλίας, και όλοι οφείλουν να συμμορφωθούν πάραυτα με τις επιλογές, τις εντολές και τις υποδείξεις της κυβέρνησης της Αυτού Μεγαλειότητος.
Πίσω στον 19ο αιώνα
Οι τοποθετήσεις του κ. Παπανδρέου σήμερα ενέχουν όλη την αλαζονεία, την απάθεια και την προκλητικότητα ενός τυπικού πολιτικού της «παγκόσμιας διακυβέρνησης». Όπως έχουμε ξαναγράψει, ο κύριος αυτός είναι περαστικός από τη χώρα. Η αποστολή που του είχε ανατεθεί ήταν να βγει πρωθυπουργός για να «αναμορφώσει» την οικονομία και την κοινωνία της Ελλάδας σύμφωνα με τις απαιτήσεις των διεθνών αγορών και των οργάνων τους. Γι’ αυτό και νιώθει δικαιωμένος. Δεν αισθάνεται πια καμιά ανάγκη να κρύψει τις προθέσεις του. Δείτε πώς αντιλαμβάνεται την ανάπτυξη της χώρας:
«Πρώτο μας μέλημα, λοιπόν, ήταν να αποφύγουμε την πτώχευση και αυτό κάναμε. Δεύτερο μέλημα ήταν να ανακτήσουμε την εμπιστοσύνη (των αγορών) και αυτό κάνουμε καθημερινά. Τρίτο μας μέλημα είναι να φέρουμε επενδύσεις στη χώρα μας και αυτό κάνουμε και το αποδεικνύουμε είτε είναι, παραδείγματος χάρη, η επένδυση της Νορβηγίας στα ελληνικά ομόλογα, είτε της Κίνας με σημαντικές επενδύσεις στη χώρα μας και με σημαντικές δεσμεύσεις απέναντι στη διεθνή οικονομία σ’ ό,τι αφορά την Ελλάδα, είτε από το Κατάρ, είτε και από δημόσιες επενδύσεις που επιταχύνονται μέσα από το ΕΣΠΑ» (Βουλή, 15/10).
Προσέξτε τι λέει ο πρωθυπουργός. Η χώρα δεν διαθέτει εσωτερικούς πόρους για να ανατάξει την οικονομία της και να χρηματοδοτήσει την ανάπτυξή της. Αυτό λέει επί της ουσίας. Οι πόροι της, τα λαϊκά εισοδήματα, οι αποταμιεύσεις, ο φυσικός πλούτος, η παραγωγική βάση, έχουν κατασπαταληθεί, λεηλατηθεί και επιπλέον έχουν υποθηκευτεί στους τοκογλύφους των διεθνών αγορών. Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα χρηματοδότησης της οικονομίας και των επενδύσεων στη χώρα εκτός από την άντληση κεφαλαίων από τις διεθνείς αγορές, την προσέλκυση ξένων επενδύσεων και «δημόσιες επενδύσεις» μέσα από το ΕΣΠΑ, δηλαδή τη χρηματοδότηση της Ε.Ε. Δεν θα βρείτε στην οικονομική ιστορία της Ελλάδας άλλη τόσο κυνική πρωθυπουργική ή κυβερνητική ομολογία απόλυτης χρεοκοπίας.
Η λογική αυτή μας ξαναγυρίζει πίσω στην Ελλάδα του 19ου αιώνα. Μια Ελλάδα εξ ιδρύσεως χρεοκοπημένη και έρμαιο των ξένων κεφαλαίων και δανειστών. Μια Ελλάδα που οι χρηματιστές και οι κυβερνήσεις των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης λοιδορούσαν ως διεφθαρμένη, με ανατολίτικη νοοτροπία και με έναν λαό αγροίκο και απολίτιστο.
Τα δάνεια της ανεξαρτησίας, που στην πραγματικότητα ήταν δάνεια κερδοσκοπίας και υποδούλωσης, έπρεπε να πληρωθούν στο πολλαπλάσιο από μια χώρα κατεστραμμένη και έναν λαό πεινασμένο. Και μέχρι να πληρωθούν η χώρα έπρεπε να φέρει το στίγμα της ατίμωσης και ο λαός να διδάσκεται τις αρετές της πενίας μέσα από μια δημοσιονομική πολιτική που ξέρει μόνο να φορολογεί άγρια και να αρπάζει. Προς όφελος πάντα των νέων δυναστών της χώρας. Ήταν τέτοια η κατάσταση, ώστε οδήγησε ακόμη και τον φιλελεύθερο Άγγλο συγγραφέα Λιούις Σέρτζεντ να γράψει το 1878:
«Η νέα Ελλάδα μπορεί να ειπωθεί με εγκυρότητα ότι ξεκίνησε την καριέρα της υπό καθεστώς χρεοκοπίας. Και από τότε δεν έχει κατορθώσει να πληρώσει τα αρχικά της δάνεια ή έστω να επιδείξει ένα αυθεντικό πλεόνασμα των εσόδων έναντι των εξόδων της. Το γεγονός αυτό θα ήταν μια διαρκής ντροπή γι’ αυτήν αν μπορούσε να αποδειχθεί ότι οι δαπάνες της ήταν αποτέλεσμα σπατάλης, ή ότι η Κυβέρνησή της δεν έκανε καμιά προσπάθεια να εξοφλήσει τις υποχρεώσεις του έθνους. Όμως δεν πρόκειται γι’ αυτό. Οι προϋπολογισμοί της, αν εξεταστούν δεόντως και με κριτική ματιά, αποκαλύπτουν ελάχιστα στοιχεία πάνω στα οποία θα ήταν σωστό ή πρακτικό για την ίδια να ασκήσει σημαντικές περικοπές».
Όμως αυτό δεν εμπόδισε τους δανειστές της χώρας να απαιτούν όλο και μεγαλύτερη λιτότητα, όλο και μεγαλύτερες περικοπές. Όπλο τους μια νέα ιδεολογία ραγιαδισμού και υποτέλειας, που ο Αναστάσιος Γεννάδιος είχε εύστοχα ονομάσει λεβαντινοραγιαδισμό: ‘‘Ο Ρωμηός ραγιάς ηθέλησε μεν να γείνη Ευρρρρρρρρρρωπαίος, αλλά έγινε πίθηκος λεβαντινορραγιάς’’» (Μη Χάνεσαι, 15.6.1883).
Η ανάπτυξη της Ελλάδας εναποτέθηκε στην προσέλκυση των ξένων κεφαλαίων. Δεν περίσσευε άλλωστε τίποτε από τις πληρωμές των δανείων. Το άνοιγμα της οικονομίας, το χρηματιστήριο, οι διεθνείς αγορές, οι εγγυήσεις για τα δάνεια των τραπεζών και οι απαλλοτριώσεις φάνταζαν ό,τι πιο μοντέρνο. Ήταν η χρυσή εποχή των χρυσοκάνθαρων και χαβιαρόχανων, όπως είχε ονομάσει η λαϊκή σατιρική μούσα της εποχής τους ομογενείς και διεθνείς τραπεζίτες, χρηματιστές και κερδοσκόπους που είχαν σπεύσει στη φτωχή Ελλάδα για να αλωνίσουν με τα τρικουπικά έργα υποδομών, με σκάνδαλα επί σκανδάλων, με κρατικά και ιδιωτικά ομόλογα, με τον φυσικό πλούτο της χώρας κ.ο.κ.
Η χρυσή αυτή εποχή έκλεισε με την επίσημη πτώχευση του 1893, με τον στημένο ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 και την επιβολή του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1898.
Οι «τίγρεις» που έγιναν γατούλες
Την ίδια χρυσή εποχή προσέλκυσης κεφαλαίων μιας ολοκληρωτικά χρεοκοπημένης οικονομίας μάς τάζει η σημερινή κυβέρνηση και προσωπικά ο κ. Παπανδρέου. Ο ελληνικός λαός θα δουλεύει όπως και όσο μπορεί για να πληρώνει εσαεί τους δανειστές του, ενώ η οικονομία του θα εξαρτά την όποια ανάπτυξη από τις ορέξεις, τις ιδιοτροπίες και τα βίτσια των διεθνών επενδυτών. Μόνο έτσι θα μπορεί να νιώθει Ευρωπαίος στις αγκάλες της Ε.Ε.
Μπορεί να υπάρξει τέτοια ανάπτυξη; Υπάρχει χώρα που να στηρίχθηκε σ’ αυτό το μοντέλο και να επιβίωσε; Ας θυμηθούμε την περίπτωση της Ιρλανδίας. Του Κέλτικου Τίγρη, όπως την ονόμαζαν. Για πάνω από μια δεκαετία πέτυχε να προσελκύσει μεγάλο όγκο ξένων άμεσων επενδύσεων (ΞΑΕ). Τη δεκαετία 1995-2005 κατά μέσο όρο οι εισροές ΞΑΕ αντιστοιχούσαν στο 26,9% των συνολικών επενδύσεων παγίου κεφαλαίου της χώρας. Το 2009 έφτασαν το 70,5%. Την ίδια χρονιά το συνολικό απόθεμα ΞΑΕ στη χώρα ξεπέρασε το 85% του ΑΕΠ, όταν στην Ελλάδα ήταν μόλις 13,6%.
Το ίδιο συνέβη και με την Ουγγαρία. Η Ουγγαρία ήταν η πρώτη χώρα της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης που άνοιξε την οικονομία της σε ξένους επενδυτές το 1989. Στο τέλος του 1990 οι άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ουγγαρία αναλογούσαν στο 1,7% του ΑΕΠ. Σήμερα η αναλογία είναι πάνω από 70%. Στην Ε.Ε. αυτό το ποσοστό είναι μόλις 40,9%, ενώ στη Ρουμανία 36,7%.
Σχεδόν το 100% των τραπεζών στην Ουγγαρία ανήκει στο διεθνές κεφάλαιο. Το 80% της βιομηχανικής παραγωγής προέρχεται από πολυεθνικές εταιρείες. Η ουγγρική οικονομία εξαρτάται από το ξένο κεφάλαιο πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ευρώπης. Ενώ σε συνθήκες κρίσης και πτώχευσης υπό καθεστώς ΔΝΤ ακόμη και η καλλιεργήσιμη γη της χώρας αρχίζει να περνά μαζικά σε διεθνείς επενδυτές και πολυεθνικές για «αξιοποίηση».
Μήπως γλίτωσαν η Ιρλανδία και η Ουγγαρία την κατάρρευση και την πτώχευση των οικονομιών τους; Κάθε άλλο. Η εξάρτησή τους από τις ξένες επενδύσεις και το άνοιγμά τους στις διεθνείς αγορές υπήρξε η βασική αιτία που οδηγήθηκαν η Ουγγαρία το 2009 στο ΔΝΤ με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες και η Ιρλανδία να μάχεται απεγνωσμένα να γλιτώσει την επίσημη πτώχευση.
Κι όλα αυτά παρά το γεγονός ότι ούτε η Ουγγαρία ούτε η Ιρλανδία είχαν σοβαρό πρόβλημα δημόσιου χρέους, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με την Ελλάδα. Σε ένα τέτοιο μοντέλο ανάπτυξης μπορεί να ελπίζει μόνο μια χώρα που έχει παραδοθεί ολοκληρωτικά στη χρεοκοπία της.
* Ο Δημήτρης Καζάκης είναι οικονομολόγος – αναλυτής
ΠΗΓΗ: (ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ “Π” ΣΤΙΣ 21-10-10), http://www.topontiki.gr/article/10703