Για έναν εκπαιδευτικό αντιαμερικανισμό
Του Παναγιώτης Σωτήρη*
Οι δηλώσεις της κ. Διαμαντοπούλου ύστερα από την επίσκεψή της στις ΗΠΑ ήταν ιδιαίτερα αποκαλυπτικές για το είδος της εκπαίδευσης που οραματίζεται.
Καταρχάς συναντήθηκε με τον Πρύτανη του Πανεπιστημίου Stanford, ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο που στηρίζεται σε χρηματοδοτήσεις από ιδιωτικές εταιρείες που αξιοποιούν την ερευνητική υποδομή του, στη γενναιόδωρη χρηματοδότηση του Αμερικανικού Υπουργείου Άμυνας και στην αντιμετώπιση της έρευνας ως προϊόν σε αναζήτηση αγοραστή.
Έπειτα συναντήθηκε με πανεπιστημιακούς που κυρίως ασχολούνται με το να ιδρύουν εταιρείες και να αξιοποιούν εμπορικά τις καινοτομίες τους και συνολικά ενημερώθηκε για το πώς μπορούν τα Πανεπιστήμια να επιδίδονται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Στην Ουάσιγκτον επισκέφτηκε ένα charter school, δηλαδή ένα είδος δημόσιου σχολείου που λαμβάνει πλάι στην δημόσια χρηματοδότηση και ιδιωτικές χορηγίες και έχει το «δικαίωμα» να παρεκκλίνει από το αναλυτικό πρόγραμμα, θεσμό που έχει προκαλέσει συζητήσεις στις ΗΠΑ γιατί λειτουργεί ως μοχλός ιδιωτικοποίησης των δημόσιων σχολείων και υπονόμευσης των εργασιακών σχέσεων.
Ο εκστατικός τόνος της κ. Διαμαντοπούλου και οι κορώνες για το «αναπτυξιακό θαύμα», δεν πρέπει να μας εμποδίσουν να δούμε ότι η ίδια οραματίζεται ένα πανεπιστήμιο που θα στηρίζεται στις διαθέσεις των ιδιωτών χορηγών και τις διακυμάνσεις της αγοράς. Σε αυτό το πανεπιστήμιο οι διδάσκοντες θα συμπληρώνουν το εισόδημά τους εκμεταλλευόμενοι το ερευνητικό τους έργο και θα χρησιμοποιούν το δημόσιο πανεπιστήμιο ως «θερμοκοιτίδα» της επιχειρηματικότητάς τους. Η βασική έρευνα θα είναι υποβαθμισμένη και εξόριστες οι κοινωνικές επιστήμες και οι ανθρωπιστικές σπουδές, ως μη άμεσα εμπορικά αξιοποιήσιμοι κλάδοι.
Στο λόγο της κ. Διαμαντοπούλου κυριαρχούν έννοιες όπως επιχειρηματικότητα, καινοτομία, ανάπτυξη, αλλά απουσιάζουν έννοιες όπως ποιοτική μόρφωση, σφαιρική επιστημονική κατάρτιση, κριτική κοινωνική θεωρία, επαφή με τον πλούτο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Για την κ. Διαμαντοπούλου ο σκοπός της Ανώτατης Εκπαίδευσης εξαντλείται στην παροχή εφαρμόσιμων δεξιοτήτων και στην παραγωγή εμπορεύσιμων εφαρμογών.
Ότι μπορεί να έχουμε ανάγκη για βασική επιστημονική συγκρότηση και έρευνα, που άλλωστε είναι και η βάση των τεχνολογικών εφαρμογών, για επιστημονική προσέγγιση και μελέτη των κοινωνικών αντιθέσεων και προβλημάτων και για μια δημιουργική και ανανεωμένη σχέση με τα γράμματα και τις τέχνες είναι κάτι που μάλλον της διαφεύγει. Άλλωστε, η ταχεία μετάλλαξη του συναφούς Υπουργείου Πολιτισμού σε Υπουργείο Τουρισμού, καθώς και η δια των ΜΑΤ λειτουργία της Ακρόπολης αποτυπώνει το… μορφωτικό στίγμα της κυβέρνησης.
Ούτε είναι τυχαίο ότι από το λόγο της κ. Διαμαντοπούλου απουσιάζουν οι αναφορές στην κρατική χρηματοδότηση. Ο λόγος είναι απλός: πίσω από τη ρητορεία για την επιχειρηματικότητα κρύβεται ο κυνισμός των περικοπών στην εποχή του Μνημονίου. Κοινώς, βρείτε ιδιωτικές χορηγίες, γιατί η στρόφιγγα του δημοσίου κλείνει.
Ο υστερικός εκπαιδευτικός αμερικανισμός της κ. Διαμαντοπούλου ούτε συγκυριακός είναι ούτε αθώος. Ήδη από τη δεκαετία του 1980 οι διεθνείς οργανισμοί προσπαθούν να μας πείσουν ότι το πρόβλημα της Ανώτατης Εκπαίδευσης είναι η κακή Ευρωπαϊκή παράδοση της ακαδημαϊκότητας, της έμφασης στην ολοκληρωμένη μόρφωση, της ανιδιοτελούς έρευνας και της κοινωνικής συμμετοχής και ότι η λύση είναι το αμερικανικό πρότυπο της εκτεταμένης συμμετοχής των επιχειρήσεων στη διοίκηση, της εμπορευματοποίησης, της επιχειρηματικής διοίκησης.
Εάν θέλουμε να αποτρέψουμε την μετάλλαξη της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης, ο εκπαιδευτικός αντιαμερικανισμός είναι παραπάνω από επίκαιρος.
ΠΗΓΗ: 22-10-2010, http://www.alfavita.gr/artro.php?id=12565
* (Σ. Σ.) Ο Παναγιώτης Σωτήρης είναι πανεπιστημιακός.