Η απεργία σε απεργία διαρκείας…*
Του Γιάννη Στρούμπα
Η ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται ιδιαιτέρως ευάλωτη απέναντι στις διχαστικές πρακτικές που ακολουθούν την τελευταία εικοσαετία οι ελληνικές κυβερνήσεις, προκειμένου να καθιερώσουν μέτρα για την ανάκαμψη δήθεν της οικονομίας, τα οποία ωστόσο ενισχύουν τον μεγαλοεπιχειρηματικό κύκλο σε βάρος των υπόλοιπων κοινωνικών στρωμάτων.
Η συνθηκολόγηση των πολιτών αποτυπώνεται κυρίως στην απουσία αγωνιστικής διάθεσης για την ανατροπή των κεφαλαιοκρατικών μεθοδεύσεων, δεδομένου πως έχει περιπέσει σε αχρησία το απεργιακό όπλο, το μόνο ίσως πιεστικό μέσο που θα ’ταν ικανό να αποτρέψει την εκμετάλλευση στο πλαίσιο δημοκρατικών ενεργειών, πέρα από φασίζουσες, διαλυτικές παρεκτροπές.
Παρεξηγημένη ιδεολογικά, η απεργία απώλεσε τη δραστικότητά της συντριβόμενη διαρκώς στις συμπληγάδες τής εκάστοτε κυβερνητικής ακαμψίας, του διαστρεβλωμένου απεργιακού ρόλου με την ενοχική του «αντικοινωνικότητα», της παραιτημένης απραξίας και του ιδιοτελούς μοναχικού βηματισμού.
Βέβαια, τα σωματεία εργαζομένων επέδειξαν μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις, ιδίως τον τελευταίο χρόνο, κι έπειτα από τα ασφυκτικά μέτρα του «μνημονίου». Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απεργία της 20/5/2010, στην οποία η συμμετοχή των εργαζομένων ανήλθε, σύμφωνα με τη Γ.Σ.Ε.Ε., στο 70% (ηλεκτρονικό «Πρώτο Θέμα», http://www.protothema.gr/greece/article/?aid=69123, 20/5/2010). Τα μέτρα του «μνημονίου» πράγματι οδήγησαν τους εργαζόμενους σε εντυπωσιακά συλλαλητήρια, ιδίως στην πρωτεύουσα και στα μεγάλα αστικά κέντρα.
Η εικόνα όμως των κινητοποιήσεων δεν είναι αντίστοιχη στα μεσαία και μικρά αστικά κέντρα. Στην απεργία της 10/2/2010 η συμμετοχή των δημόσιων υπαλλήλων της Κομοτηνής περιορίστηκε μόλις στο 20%, σύμφωνα με τον «Παρατηρητή της Θράκης» (http://www.paratiritis-news.gr/detailed_article.php?id=133328&categoryid=5, 11/2/2010). Ωστόσο, ακόμη κι αν γίνει δεκτό πως η πρωτεύουσα και τα μεγάλα αστικά κέντρα, υπερτερώντας σε πληθυσμό, δίνουν το απεργιακό στίγμα, η απεργιακή αποτελεσματικότητα δεν θα πρέπει να θεωρείται ικανοποιητική. Οι κινητοποιήσεις έχουν στην πλειοψηφία τους μονοήμερο χαρακτήρα, τον οποίο, έστω, επαναλαμβάνουν έπειτα από λίγο καιρό. Οι πολυήμερες κινητοποιήσεις μειοψηφούν (περίπτωση ιδιοκτητών φορτηγών). Ο προσωρινός χαρακτήρας των απεργιών υπονομεύει τη δραστικότητά τους λόγω της παροδικότητάς τους κι ελλείψει οποιωνδήποτε συντονισμένων πιέσεων.
Στην εξάρτηση των συνδικαλιστικών παρατάξεων από τα πολιτικά κόμματα αποδίδεται κατ’ επανάληψη η αδυναμία των επαγγελματικών κλάδων να διεκδικήσουν επιτυχώς τα αιτήματά τους. Τα κόμματα εξουσίας ασφαλώς ασκούν πιέσεις στις προσκείμενές τους συνδικαλιστικές παρατάξεις. Οι ηγετικοί συνδικαλιστές αποδεικνύονται συχνά δούρειοι ίπποι για την «άλωση» των συναδέλφων τους, καθώς αποσκοπούν στην αναρρίχησή τους στην εξουσία, όπως προκύπτει από τις υπουργοποιήσεις τους. Όμως η ερμηνεία τούτη είναι απλουστευτική και αρκετά βολική, αφού παραγνωρίζει πως η διαρκής κυριαρχία των συνδικαλιστικών παρατάξεων που πρόσκεινται στα κόμματα οφείλεται στις επιλογές των εργαζομένων, οι οποίοι – κατά συνέπεια – δεν είναι άμοιροι των ευθυνών τους. Το παιχνίδι των συναλλαγών και των εξυπηρετήσεων αφορά, δυστυχώς, και τους ίδιους τους εργαζόμενους, που με τη στάση τους δικαιώνουν τους κομματικούς συνδικαλιστές όταν δικαίως εντέλει διαβλέπουν πως πέρα από τις θεωρητικές διαμαρτυρίες των εργαζομένων δεν υφίσταται εκ μέρους των τελευταίων καμία διάθεση προς υποστήριξη οποιουδήποτε εργασιακού αιτήματος.
Η κατάσταση θυμίζει φαύλο κύκλο που καταλήγει απαρεγκλίτως στο ίδιο δρομολογημένο αδιέξοδο: οι μονοήμερες απεργιακές κινητοποιήσεις δεν ανησυχούν τις κυβερνήσεις· οι πολυήμερες απεργίες βουλιάζουν στην ακαμψία των κυβερνήσεων και στη δυσαρέσκεια του κοινωνικού συνόλου που υφίσταται τις επιπτώσεις τους· η άσκηση πιέσεων διαρκείας συντρίβεται στο ιδεολογικό τείχος των ειλημμένων πολιτικών στάσεων εκ μέρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οποιοσδήποτε αγώνας χάνει το νόημά του, εφόσον προδιαγράφεται η αποτυχία του. Διαπίστωση παραίτησης και ήττας. Είναι, ωστόσο, πραγματικά τόσο αδιέξοδη κάθε απόπειρα υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους από τους εργασιακούς κλάδους; Πόσο πείθει η προσποίηση πως δεν υπάρχει προοπτική απεργιακής ευόδωσης; Κυρίως, πόσο πείθουν τον ίδιο τον εαυτό τους όσοι εργαζόμενοι υπόκεινται σε παραίτηση;
Η όλη συζήτηση, βέβαια, δεν αφορά ομάδες εργαζομένων, κυρίως στον ιδιωτικό τομέα, που υφίστανται εργοδοτικούς εκβιασμούς ώστε να μην απεργήσουν. Ακόμη όμως και στον δημόσιο τομέα, όπου η απειλή της απόλυσης δεν επικρέμαται δαμόκλειος σπάθη πάνω από τα κεφάλια των εργαζομένων, η συνθηκολόγηση επισυμβαίνει σχεδόν άνευ όρων. Αν οι εργαζόμενοι συμφωνούσαν ιδεολογικά με τις εξελίξεις στους όρους εργασίας τους και στην οικονομική αξιολόγηση του έργου τους, δεν θα εγειρόταν ζήτημα. Αν θεωρούσαν ότι οι αμοιβές τους είναι υπερβολικά υψηλές και καλώς μειώνονται, δεν θα καταθέτονταν ενστάσεις. Όσοι όμως συμφωνούν στο θεωρητικό επίπεδο με τις εξελίξεις είναι μειοψηφία. Η πλειοψηφία των εργαζομένων θεωρητικά απορρίπτει τη συρρίκνωση των εισοδημάτων της. Εδώ εισάγεται το παράλογο της υπόθεσης: η θεωρητική απόρριψη δεν συμβαδίζει με κάποια έμπρακτη αποδοτική αντίδραση διαρκείας.
Ήδη επισημάνθηκε πως η επίκληση του επιχειρήματος ότι οι άκαμπτες κυβερνήσεις δεν θα υποχωρήσουν με κανέναν τρόπο φανερώνει ηττοπάθεια και δεν γίνεται αποδεκτή, όχι μόνο για λόγους στοιχειώδους αξιοπρέπειας, μα κι επειδή τις «άκαμπτες» κυβερνήσεις τις αναδεικνύουν, στο πλαίσιο του δικομματισμού, οι ίδιοι που υποτάσσονται «θλιμμένα» στην ανελαστικότητά τους. Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: πίσω από την παγιωμένη υποστήριξη του δικομματισμού βρίσκεται απλώς το συναισθηματικό δέσιμο με τις ιδεολογίες του, το οποίο δεν επιτρέπει καμία μετακίνηση κατά την εκλογική απόφαση, ή μήπως η προσήλωση στον δικομματισμό είναι απόρροια της προσμονής για ένα εργασιακό «βόλεμα» στο πλαίσιο της αειθαλούς αναξιοκρατίας, γεγονός που επιτρέπει και την ανοχή απέναντι στον «μερικό» οικονομικό εκφυλισμό της εργασίας; Γιατί, αν η συντήρηση της παρούσας κατάστασης υπόσχεται κάποια εργασιακή ανέλιξη ή την «αποκατάσταση» ενός ακόμη συγγενικού προσώπου, τότε η όποια οικονομική επιδείνωση ωχριά μπροστά στο συνολικό όφελος. Επομένως, συντρέχουν λόγοι συμπόρευσης, όχι αντίστασης.
Εξίσου ηττοπαθής, κυρίως όμως μίζερη, κουτοπόνηρη και συμφεροντολογική, άρα αντισυναδελφική και αντικοινωνική, είναι η στάση της αγωνιστικής αποχής που οφείλεται στην επανάπαυση ότι αν ευοδωθεί ο αγώνας των υπολοίπων, θα ωφεληθούν και όσοι δεν αγωνίστηκαν, και μάλιστα χωρίς καμία απώλεια! Ψήγματα αντικοινωνικότητας εμπεριέχονται, επιπλέον, στον διχασμό των εν ενεργεία και των εν δυνάμει εργαζομένων, όσων δηλαδή θα διοριστούν μελλοντικά. Η πρακτική του «διαίρει και “δημοκράτευε”» εξυπηρετεί απόλυτα τις κυβερνήσεις, που υπόσχονται να μη θίξουν όσους ήδη εργάζονται, παρά μόνο τις μελλοντικές γενιές εργαζομένων. Ακόμη και τώρα, που η διχαστική πρακτική των κυβερνήσεων έχει εμφανώς καταδειχτεί, η πολιτική επιμένει να διασπά. Στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του ΑΝΤ1 τής 4/10/2010 ο υπουργός Οικονομικών κ. Γιώργος Παπακωνσταντίνου απάντησε στο ερώτημα της δημοσιογράφου κ. Μαρίας Χούκλη αναφορικά με το ποιους θα αφορά το ενιαίο μισθολόγιο στον δημόσιο τομέα: «Σίγουρα προφανώς θα αφορά τους νεοεισερχόμενους.» Ωστόσο, ο εύκολος συμβιβασμός των «βολεμένων» φανερώνει και πάλι εγωισμό, έλλειψη συλλογικής συνείδησης, αλτρουισμού και συνοχής. Επιπρόσθετα, δικαιολογίες της μορφής «δεν απεργώ, γιατί δεν αντέχω οικονομικά» εμπερικλείουν την αντίφαση πως η αποδοχή της επιδείνωσης στους εργασιακούς όρους – γιατί ως αποδοχή των δυσμενών ρυθμίσεών τους εκλαμβάνεται από τις κυβερνήσεις η μη συμμετοχή στην απεργία – επιφέρει την παγίωση των αρνητικών εξελίξεων, άρα επιδεινώνει το όποιο οικονομικό πρόβλημα, αν όντως είναι υπαρκτό.
Οι ατομικιστικές μικρότητες που περιγράφτηκαν φαίνεται ότι σε πολλές περιπτώσεις λειτουργούν υπονομευτικά για τους απεργιακούς αγώνες. Εξίσου υπονομευτική όμως είναι, ακόμη κι όταν οι προθέσεις των εργαζομένων είναι αγαθές, η εσωτερική, ψυχική και πνευματική, διαίρεση που τους προκαλεί η επικρατούσα ιδεοληψία πως ένας απεργιακός αγώνας διαρκείας ενέχει αντικοινωνικότητα, αφού εμποδίζει τις δραστηριότητες του κοινωνικού συνόλου, ενώ παράλληλα υποθάλπει ακραίες ομάδες που προβαίνουν σε βανδαλισμούς. Μια μελετημένη πρακτική προπαγάνδας ενοχοποιεί το δικαίωμα στην απεργία και καταπιέζει ψυχολογικά την κοινή γνώμη, ώστε να απορρίψει το απεργιακό όπλο. Ο ψυχολογικός διχασμός αποτυπώνεται σε έρευνα της «Public Issue» (http://www.publicissue.gr/578/nautergates/) για την εφημερίδα «Η Καθημερινή» τής 26/2/2006. Ενώ, λοιπόν, η πλειοψηφία όσων συμμετείχαν στη δημοσκόπηση θεωρούσε δίκαιη την απεργία των ναυτεργατών που εξελισσόταν εκείνη την εποχή, φρονούσε παράλληλα ότι έπρεπε να τερματιστεί! Η έρευνα καταδεικνύει την εσωτερική αμφιταλάντευση ενός κοινωνικού συνόλου διχασμένου ανάμεσα στο αίσθημα συλλογικότητας και στην πληγμένη από τις κινητοποιήσεις ατομικότητά του.
Κι ενώ οι προφάσεις αποχής από τους απεργιακούς αγώνες τραυματίζουν ανεπανόρθωτα τα δικαιώματα των εργαζομένων, η επιδερμική συμμετοχή σ’ αυτούς ενεργεί ακριβώς με τον ίδιο τρόπο. Γιατί, όταν οι απεργοί προκρίνουν την… καφετέρια από τη συμμετοχή στην πορεία διαμαρτυρίας, κανείς δεν θ’ αντιμετωπίσει με σοβαρότητα την κινητοποίησή τους. Το ρεπορτάζ της ηλεκτρονικής εφημερίδας «Trikalanews» δικαίως εμπαίζει εμμέσως τους «καφεπότες» απεργούς, αφού οι ίδιοι φρόντισαν νωρίτερα να εξευτελίσουν τον αγώνα τους προκαλώντας την εντύπωση ότι η απεργία ήταν ένα ωραίο διάλειμμα ξεδόματος κι αναψυχής: «[…] οι διαδηλωτές αναζήτησαν μέρος να απολαύσουν στην λιακάδα το… καφεδάκι τους […]» (http://www.trikalanews.gr/article/11720/, 5/5/2010).
Αντιμέτωποι με την προπαγάνδα, τις ενοχές, τον ατομισμό, την παραίτηση, μα και μ’ έναν απωθημένο στα ενδότερα ρομαντισμό συλλογικότητας, οι εργαζόμενοι καλούνται να επαγρυπνήσουν. Σ’ ένα αντίξοο ιδεολογικά περιβάλλον, στο οποίο η απεργία μονίμως απεργεί ενοχοποιημένη για αντικοινωνικότητα, απαιτείται επειγόντως απαγκίστρωση από την ατολμία, τον ατομικισμό, τη ρηχή συμφεροντολογία και τις πλαστές ενοχές. Οποιοδήποτε όραμα των εργαζομένων προς βελτίωση της θέσης τους επιτεύχθηκε μέσα από απεργίες διαρκείας, όπως στην περίπτωση των εκπαιδευτικών που αγωνίστηκαν για τη θέσπιση της πενθήμερης εργασίας στον κλάδο τους. Κι οποιαδήποτε εμπέδωση της υποχωρητικότητας, που καταπίνει θυσίες για τα αμαρτήματα τρίτων, θα σημάνει για τους εργαζόμενους απλώς την περαιτέρω συρρίκνωση της θέσης τους προς όφελος των εκμεταλλευτών τους. Μόνο που τότε δεν θα δικαιούνται να διαμαρτύρονται, γιατί για την εδραίωση της διαρκούς τους ολίσθησης δεν θα ευθύνεται κανείς πέρα από τον ίδιο τους τον επαναπαυμένο κι αδρανή εαυτό.