Η Ουκρανία ήταν πάντοτε η κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου
Συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Τελμησσού κ. Ιώβ
Μετάφραση: Vasilios Papathanasiou
Σεβασμιώτατε, ως γνωστόν ο Οικουμενικός Πατριάρχης απέστειλε τους αντιπροσώπους του (Έξαρχους) στην Ουκρανία με σκοπό να συζητήσουν με τους εκπροσώπους των διαφορετικών εκκλησιαστικών οργανώσεων της Ουκρανίας την πιθανή χορήγηση αυτοκεφαλίας. Εντούτοις, η Σύνοδος του Πατριαρχείου Μόσχας αντιμετώπισε αυτό το βήμα άκρως αρνητικά, δηλώνοντας ότι αποτελεί «παράνομη εισπήδηση στο κανονικό έδαφος» της Μόσχας, φτάνοντας στο σημείο να δηλώσει ότι διακόπτει το συλλείτουργο με τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Σχολιάστε, παρακαλώ, σε ποίο βαθμό είναι δίκαιες οι δηλώσεις του Μόσχας; Ήταν πράγματι παράνομη και αντικανονική η απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου;
Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής να καθησυχάσω τους πάντες: για καμία «εισπήδηση σε ξένη κανονική δικαιοδοσία» ούτε γινόταν, ούτε γίνεται λόγος. Έτσι δε περισσότερο δεν μπορούμε να ομιλούμε για την δημιουργία σχίσματος ή την νομιμοποίησή του. Τουναντίον, όπως επανειλημμένως δήλωνε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, η Εκκλησία Κωνπόλεως, ως η Μήτηρ Εκκλησία, επιδιώκει να βρει την βέλτιστη κανονική οδό για την θεραπεία και υπέρβαση του υφιστάμενου εκκλησιαστικού σχίσματος στην Ουκρανία.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο ορίσθηκαν οι έξαρχοι του Οικουμενικού Θρόνου ώστε να ξεκινήσει ο διάλογος και η αναζήτηση των πιθανών οδών. Διότι το σχίσμα που εδώ και 30 χρόνια διατηρείται στην Ουκρανία δεν είναι φυσιολογικό. Εξ αιτίας του σχίσματος χιλιάδες ενορίες και εκατομμύρια ορθοδόξων πιστών δεν είναι ενωμένοι με την Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία και δεν έχουν απωλέσει μόνο της ευχαριστιακή κοινότητα με τους ομόθρησκους αδελφούς τους, έχουν απωλέσει το σπουδαιότερο – την σωτηρία εντός της κανονικής Εκκλησίας.
Όλα αυτά τα χρόνια η Εκκλησία Κωνπόλεως παρακολουθούσε με πόνο το μαρτύριο που προκαλούσε στην θυγατέρα της Εκκλησία Ουκρανίας το εσωτερικό σχίσμα. Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο ήλπιζαν ότι αυτό το πρόβλημα θα θεραπευθεί εσωτερικά, προσεύχονταν υπέρ αυτής της θεραπείας, χωρίς ποτέ να λησμονούν τον πολύπαθη ορθόδοξο ουκρανικό λαό. Όμως τα γεγονότα των τελευταίων 30 χρόνων, ιδιαιτέρως μετά το 2014, αποδεικνύουν χωρίς αμφιβολία ότι στηριζόμενη μόνο στις εσωτερικές της δυνάμεις η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία δεν μπορεί να λύσει το πρόβλημα του σχίσματος και να ενωθεί, εφόσον σε αυτή την πορεία εμφανίζεται το εμπόδιο των εξωτερικών πολιτικών παραγόντων και η επιρροή συγκεκριμένα από την γειτονική Ρωσία. Και από ότι φαίνεται για αυτή το κυριότερο δεν είναι να συμβάλει στην ένωση της Εκκλησίας στην Ουκρανία, αλλά μέσω της Εκκλησίας να διατηρήσει την πολιτική της επιρροή στην χώρα. Εδώ βλέπουμε και άλλους στόχους, η επίτευξη των οποίων απαιτεί την χρήση και άλλων μέσων. Ίσως γι’ αυτό και η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ρωσία, επηρεαζόμενη από κάποιους πολιτικούς παράγοντες, δεν έχει την δυνατότητα να εξασφαλίσει την ένωση των ορθοδόξων πιστών στην Ουκρανία, δεν επιδιώκει τον διάλογο με εκείνους που για διάφορους λόγους βρέθηκαν εκτός του κανονικού εκκλησιαστικού χώρου και αυτό σημαίνει ότι, ούτε και επιδιώκει να αναζητήσει τα κατάλληλα κατ’ οικονομία μέτρα για την επιστροφή αυτών των πιστών στο λίκνο της οικουμενικής Εκκλησίας. Η τελευταία ανακοίνωση της Ι. Συνόδου του Πατριαρχείου Μόσχας απλά για άλλη μια φορά επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Διότι χάρη των ίδιων πολιτικών φιλοδοξιών όχι μόνο διέκοψαν τις σχέσεις με ένα τμήμα του ορθοδόξου πληρώματος στην Ουκρανία, αλλά προχώρησαν και στην διακοπή των σχέσεων με την οικουμενική Ορθοδοξία. Αυτό προκαλεί κινδύνους, θλίψη και πόνο, εφόσον δεν είναι μια κανονική οδός, η οποία θα βοηθούσε στην θεραπεία του σχίσματος, αλλά αντιθέτως συμβάλλει στην ανάπτυξη του σχίσματος και των διαιρέσεων.
Ελπίζουμε ότι αυτή η βεβιασμένη και αντικανονική απόφαση των Ρώσων αδελφών μας θα ακυρωθεί και θα αποκατασταθεί ο διάλογος. Είναι απαράδεκτο εξ αιτίας των πολιτικών φιλοδοξιών να προκαλείται σχίσμα και να διαρρηγνύεται το Σώμα του Χριστού. Ταυτόχρονα σε αυτή την κατάσταση το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ως η Μήτηρ Εκκλησία, είναι υποχρεωμένο να φροντίζει τα ορθόδοξα τέκνα της στην Ουκρανία, τα οποία εδώ και σχεδόν 30 χρόνια ζητούν αδιάκοπα να τους παρασχεθεί ένα κανονικό καταφύγιο και η βοήθεια να υπερβούν το σχίσμα. Ως Μητέρα Εκκλησία αυτό είναι το κανονικό της καθήκον. Ακριβώς αυτή η φροντίδα για το μέλλον και την σωτηρία του ορθοδόξου ποιμνίου της Ουκρανίας αποτέλεσαν το κίνητρο των τελευταίων αποφάσεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου για την αποστολή στην Ουκρανία των έξαρχων, οι οποίοι θα είναι σε θέση επί τόπου να βοηθήσουν στην έναρξη του διαλόγου μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της διηρημένης σήμερα Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ουκρανία.
Πείτε μας παρακαλώ, σε ποιο βαθμό είναι ιστορικά και κανονικά θεμελιωμένη η απόφαση της Κωνπόλεως να διορίσει στην Ουκρανία τους έξαρχούς της; Υπήρξαν παρόμοια κανονικά και ιστορικά προηγούμενα; Και πάλι: δεν αποτελεί αυτό εισπήδηση σε μια ξένη δικαιοδοσία;
Θα ήθελα ευθύς εξ αρχής, για να σταματήσουν όλες αυτές οι εικασίες και τεχνητές κατηγορίες περί «εισπηδήσεως σε ξένη δικαιοδοσία», να υπογραμμίσω ότι η Ουκρανία ποτέ δεν αποτελούσε το κανονικό έδαφος οποιασδήποτε άλλης Εκκλησίας, εκτός του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Από την στιγμή της ιδρύσεώς της την εποχή των κιεβινών χριστιανών πριγκίπων Ασκόλδ, Όλγας και Βλαδιμήρου, η μητρόπολη Κιέβου υπαγόταν για περισσότερα από 700 χρόνια στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ακόμα και μετά την μεταβίβαση το 1686 ενός τμήματος αυτής στα υπό των Ρώσων εδάφη στην τοποτηρητεία των πατριαρχών Μόσχας, η Ουκρανία παρέμενε κανονικό έδαφος της Εκκλησίας Κωνπόλεως.
Σχετικά με το ιστορικό προηγούμενο αποστολής στην Ουκρανία έξαρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παραδείγματα αυτού του είδους υπάρχουν πολλά στην ιστορία. Για να μην μακρηγορούμε, ας αναφερθούμε στον πρόσφατο 20ο αιώνα. Επειδή οι περιοχές της Γαλικίας και της Υπερκαρπαθίας θεωρούνταν ακόμα και στις αρχές του 20ου αιώνα κανονικό έδαφος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το μέλος της Συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας μητροπολίτης Κιέβου Αντώνιος (Χραποβίτσκι) θέλοντας να εξασφαλίσει την διαποίμανση των ορθοδόξων σε αυτές τις περιοχές, έστειλε επιστολή ζητώντας από τον Οικουμενικό Πατριάρχη την άδεια και την ευλογία του και τον παρακαλούσε για την διευκόλυνση του έργου του να το δοθεί ο τίτλος του πατριαρχικού Έξαρχου Γαλικίας και Υπερκαρπαθίας. Ο τίτλος αποδόθηκε στον Ρώσο αρχιερέα το 1910 με εγκύκλιο του Οικουμενικού Πατριάρχου Ιωακείμ Γ’. Αργότερα ο Πατριάρχης Γερμανός Δ΄ (1913-1918) επικύρωσε αυτόν τον τίτλο.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στις αρχές του 20ου αιώνα η ίδια η Εκκλησία της Ρωσίας ζητούσε να διορισθεί ένας αρχιερέας της Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου χωρίς να θεωρεί ότι παραβιάζονται τα κανονικά της σύνορα. Γι’ αυτό και είναι ακατανόητο με ποια λογική η Ι.Σ. της Εκκλησίας Ρωσίας αλλάζει σήμερα την θέση της και προσπαθεί να αρνηθεί στην Μητέρα Εκκλησία το δικαίωμα να διορίζει έξαρχους στο έδαφος που ιστορικά και κανονικά πάντα αποτελούσε κανονική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχου;
Στο σημείο αυτό αξίζει να προσθέσουμε ότι ο θεσμός των έξαρχων του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία έχει μια μακρά και σταθερή παράδοση. Όταν το 1596 ένα μέρος της ιεραρχίας με επί κεφαλής τον μητροπολίτη Κιέβου αποσχίσθηκε από την Εκκλησία Κωνπόλεως και ενώθηκε με την Ρώμη, δυο αρχιερείς παρέμειναν πιστοί στην Ορθοδοξία: ο Λβοφ Γεδεών και ο Περεμισλίας Μιχαήλ. Για αυτό και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Μελέτιος διόρισε έξαρχό του στην Ουκρανία και τοποτηρητή της μητροπόλεως Κιέβου τον μητροπολίτη Λβοφ Γεδεών. Την ίδια περίοδο ορίσθηκε ως έξαρχος στην Ουκρανία ο αρχιδιάκονος Νικηφόρος Καντακουζηνός, ο οποίος προέδρευε στην αντιενωτική Ορθόδοξη Σύνοδο του Μπρεστ και συνέβαλε στην διάσωση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Ουκρανία. Εξ αιτίας αυτού οι ουνίτες επίσκοποι και οι πολωνικές αρχές τον κατηγόρησαν ότι ήταν κατάσκοπος των Τούρκων, τον συνέλαβαν και τον φυλάκισαν στο κάστρο του Μάλμπροκ όπου και πέθανε το 1599. Το 2001 η σύνοδος της Εκκλησίας Ουκρανίας του Πατριαρχείο Μόσχας κατέταξε τον έξαρχο του Οικουμενικού Πατριαρχείου μεταξύ των αγίων μαρτύρων. Έτσι, δεν έχουμε μόνο ιστορικά προηγούμενα διορισμού έξαρχων του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Ουκρανία, αλλά και αγίους μεταξύ αυτών.
Ένας άλλος γνωστός έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Ουκρανία ήταν ο διάδοχος του Γεδεών στην καθέδρα του Λβοφ επίσκοπος Ιερεμίας (Τισαρόφσκι, †1641). Εκτός από τον τίτλο του επισκόπου Λβοφ, ο Ιερεμίας κληρονόμησε και το αξίωμα του τοποτηρητή της Κιεβινής καθέδρας. Από το 1610 και για δέκα συνεχή χρόνια παρέμενε ο μοναδικός ορθόδοξος επίσκοπος στο έδαφος της Πολωνικής – Λιθουανικής Κοινοπολιτείας, μέχρι το 1620 όταν ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης Γ΄ με την ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχου αποκατέστησε την ορθόδοξη ιεραρχία στην Ουκρανία και χειροτόνησε νέο μητροπολίτη Κιέβου τον Ιώβ (Μπορέτσκι). Έκτοτε οι ορθόδοξοι μητροπολίτες Κιέβου φέρνουν τον τίτλο του Έξαρχου του Οικουμενικού Πατριάρχου, τον οποίον όφειλαν να διατηρήσουν και μετά την προσωρινή μεταβίβαση της κιεβινής καθέδρας το 1686 στους πατριάρχες Μόσχας.
Ας προσθέσουμε ότι εκείνη την περίοδο, εκτός από τα δικαιώματα του έξαρχου, οι Οικουμενικοί πατριάρχες χορήγησαν σε μια σειρά ουκρανικών μονών και αδελφοτήτων το καθεστώς του σταυροπηγίου, δηλαδή υπήχθησαν απευθείας στον Οικουμενικό Θρόνο. Συγκεκριμένα τον τίτλο του σταυροπηγίου του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Ουκρανία έφεραν η Λαύρα των Σπηλαίων στο Κίεβο (από το 1589), η Αδελφότητα της Κοιμήσεως στο Λβοφ (από το 1589), η κιεβινή Αδελφότητα των Θεοφανείων (από το 1620), η Σκήτη Μανιάφσκι (από το 1620), η Αδελφότητα του Τιμίου Σταυρού στο Λουτσκ (από το 1623. Όλες αυτές οι αποφάσεις της Μητρός Εκκλησίας σχετικά με τα πατριαρχικά σταυροπήγια στην Ουκρανία δεν έχουν ακυρωθεί.
Ευχαριστώ, τώρα γίνεται κατανοητό ότι, ο διορισμός έξαρχων στην Ουκρανία αποτελεί ένα κανονικό και ιστορικό προνόμιο του Πατριάρχου Κωνπόλεως. Όμως ποια μορφή απέκτησε μετά το 1686; Πράγματι μετά από αυτή την ημερομηνία η Ουκρανία δεν αποτελούσε το «κανονικό έδαφος του Πατριαρχείου Μόσχας»;
Ακριβώς! Η Ουκρανία ήταν και παρέμεινε μετά το 1686 κανονικό έδαφος μόνο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Μετά την ένταξη στα μέσα του 17ου αι. της αριστερής όχθης της Ουκρανίας στο μοσχοβίτικο κράτος, η Εκκλησία Κιέβου διασπάστηκε σε πολλά κομμάτια ανάμεσα στις διάφορες αντιμαχόμενες πλευρές, με αποτέλεσμα για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα το Κίεβο δεν μπορούσε να εκλέξει μητροπολίτη. Σε αυτή την δύσκολη κατάσταση και για να μην μείνει το ποίμνιο χωρίς ποιμένα, ο Οικουμενικός Πατριάρχης μεταβιβάζει προσωρινά το 1686 ένα τμήμα της κιεβινής Εκκλησίας από τις ελεγχόμενες από την Ρωσία περιοχές στην ποιμαντική φροντίδα του Πατριάρχου Μόσχας, ώστε αυτός να μπορεί να τοποθετεί στις επαρχίες της Αριστερής όχθης της Ουκρανίας μητροπολίτες και επισκόπους. Μάλιστα δε, ένας σημαντικός όρος ήταν η υποχρέωση οι μητροπολίτες Κιέβου να παραμείνουν ανεξάρτητοι από την Μόσχα έξαρχοι του Οικουμενικού Πατριάρχου και να μνημονεύουν υποχρεωτικά το όνομά του σε όλες τις ακολουθίες. Με άλλα λόγια κάθε άλλο παρά επρόκειτο για μεταβίβαση της μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία των πατριαρχών Μόσχας. Εφόσον αυτή η μεταβίβαση θα ήταν αντικανονική, μιας και στην απόφαση της ιδρύσεως του Πατριαρχείου Μόσχας τα όρια του κανονικού εδάφους καθορίζονταν σύμφωνα με τα σύνορα του κράτους της Μόσχας το 1589. Και αυτά τα σύνορα σε καμία περίπτωση δεν περιλάμβαναν την μητρόπολη Κιέβου, η οποία ενέτασσε υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου την Ουκρανία, την Λευκορωσία, την Λιθουανία και την Πολωνία.
Αυτό, δηλαδή, ήταν κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη πριν 66 χρόνια, το 1620, όταν με την ευλογία του πατριάρχου Κωνπόλεως Τιμοθέου Β΄, ο πατριάρχης Ιεροσολύμων Θεοφάνης Γ΄ χειροτόνησε στο Κίεβο ο ορθόδοξο μητροπολίτη και επισκόπους, δηλαδή αποκατέστησε την ορθόδοξη ιεραρχία στην Ουκρανία. Όμως ουδείς θεωρεί από τότε την μητρόπολη Κιέβου εξαρτημένη από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Το ίδιο συνέβη και το 1686. Στην Κωνπολη δεν μπορούσαν ούτε να σκεφτούν ότι η θυγατέρα Εκκλησία της Μόσχας θα παραβιάσει την συμφωνία και θα προσπαθήσει δια της βίας να ακυρώσει την κανονική δικαιοδοσία της Μητρός Εκκλησίας Κωνπόλεως στην Ουκρανία. Για αυτό αργότερα, μετά την διάλυση της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκδίδοντας στις 13 Νοεμβρίου του 1924 ιδιαίτερο Τόμο για την χορήγηση του αυτοκέφαλου στην Πολωνία ήταν υποχρεωμένος να ανακηρύξει την πράξη του 1686 αντικανονική και άκυρη.
Ήταν εύκολη η υπαγωγή αυτού του τμήματος της κιεβινής καθέδρας υπό την Εκκλησία της Ρωσίας;
Αυτές οι ενέργειες συναντούσαν την αντίσταση του ουκρανικού ορθοδόξου κλήρου. Αρκεί να θυμηθούμε μερικούς σπουδαίους ουκρανούς ιεράρχες όπως ο Συλβέστρος Κόσωφ, ο Ιωσήφ Νιελιούμποβιτς – Τουκάλσκι, ο Βαρλαάμ Γιασίνσκι, ο Ιωασάφ Κροκόφσκι, ο Βαρλαάμ Βονάτοβιτς, ο Θεοφύλακτος Λοπατίνσκι, ο Αρσένιος Ματσιέβιτς, ο Βαρλαάμ Σισάτσκι και πολλοί άλλοι, οι οποίοι υπέφεραν τα πάνδεινα από τις αντικανονικές ενέργειες του ρωσικού κράτους και της ηγεσίας της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Εκτός αυτού, στα όρια της Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας ακριβώς μετά τα γεγονότα του 1686 άρχισε να αναπτύσσεται ένα ιδιαίτερο εσωτερικό εκκλησιαστικό ρεύμα γνωστό ως «περιπλανώμενοι» ή «ανεξέλεγκτοι παπάδες». Επρόκειτο για ιερείς, χειροτονημένους στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Δεξιά Όχθη ή στην Μολδοβλαχία, τους οποίους προσκαλούσαν να λειτουργήσουν οι ουκρανικές ενορίες της Αριστερής Όχθης που δεν αναγνώριζαν την δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Στη διάρκεια όλου του ΙΗ΄ αι. η ρωσική κοσμική και εκκλησιαστική ηγεσία κατεδίωξαν σκληρά αυτό το κίνημα και τους εκπροσώπους του, συλλαμβάνοντας και φυλακίζοντας τους «αντικανονικούς» κληρικούς. Παρ’ όλα αυτά όμως, μέχρι το τέλος του ΙΗ΄ αι. οι πιστοί της Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας κατέφευγαν με κίνδυνο της ζωής τους στην Μολδοβλαχία για να χειροτονηθούν από τον επίσκοπο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αποφεύγοντας την ρωσική συνοδική διοίκηση. Οι δε ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχεδόν πάντα ανταποκρίνονταν θετικά στις εκκλήσεις της Ανατολικής Όχθης της Ουκρανίας.
Ιδού και ένας γεγονός που δεν είναι ευρέως γνωστό. Το 1724 ο μητροπολίτης Ιάσιου Γεώργιος, μαζί με άλλους αρχιερείς του Οικουμενικού Πατριαρχείου, χωρίς την άδεια της ρωσικής Συνόδου χειροτόνησε τον αρχιμανδρίτη Επιφάνιο σε επίσκοπο Τσιγκιρίας, βοηθό και πρωτοσύγκελο του αρχιεπισκόπου Κιέβου Βαρλαάμ (Βονατόβιτς). Στην επιστολή που επιδόθηκε στον Επιφάνιο, γραμμένη εξ ονόματος του αρχιεπισκόπου Βαρλαάμ και απευθυνόμενη στον Μολδαβό μητροπολίτη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπογραμμιζόταν η δυσαρέσκεια που προκάλεσε στους Ουκρανούς η απομάκρυνση της κιεβινής μητροπόλεως από την δικαιοδοσία της Κωνπόλεως, η επιβολή του «Πνευματικού κανονισμού» και της συνοδικής διοικήσεως, όπως επίσης και η υποβάθμιση των κιεβινών μητροπολιτών σε αρχιεπισκόπους.
Λαμβάνοντας από τους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου την χειροτονία σε επίσκοπο Τσιγκιρίας, ο Επιφάνιος επέστρεψε στην Ουκρανία, επιτελώντας ένα σημαντικό έργο και χειροτονώντας 14 ιερείς και διακόνους. Οι ρωσικές αρχές τον είχαν συλλάβει επανειλημμένα, αλλά κάθε φορά κατόρθωνε να δραπετεύσει από την φυλακή. Είναι γνωστό ότι υπηρέτησε στα όρια των στρατιωτικών μονάδων του Ζαπορόζιε. Όταν το 1733 εξορίστηκε για άλλη μια φορά στην Σιβηρία Ρώσοι κοζάκοι παλαιόπιστοι απελευθέρωσαν τον σιδηροδέσμιο επίσκοπο και τον έκρυψαν στην περιοχή του Γκόμελ στο χωριό Βέτκα. Όμως τον Φεβρουάριο του 1735 με εντολή της αυτοκράτειρας Άννας Ιωάννοβνας τα ρωσικά στρατεύματα περικύκλωσαν την Βέτκα και συνέλαβαν εκ νέου τον Επιφάνιο, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στην φυλακή του φρουρίου του Κιέβου την 1 Απριλίου του ιδίου έτους και ετάφη στο ναό του Αγ. Θεοδοσίου στο φρούριο των Σπηλαίων του Κιέβου.
Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι το 1759 υπηρετούσε στην ημιαυτόνομη πολιτεία των κοζάκων Σιτς του Ζαπορόζιε ως ανεξάρτητος αρχιερέας ο διορισμένος από τον Πατριάρχη Κύριλλο Ε΄ επίσκοπος Μελετινής Ανατόλιος (Μελές). Με την βοήθεια των κοζάκων του Ζαπορόζιε και χωρίς την άδεια της ρωσικής Συνόδου προΐστατο των εκκλησιών του Ζαπορόζιε και μνημόνευε τον Οικουμενικό Πατριάρχη. Για τον λόγο αυτό οι ρωσικές αρχές τον συνέλαβαν και τον εξόρισαν στην Σιβηρία όπου παρέμεινε για 9 χρόνια. Σύμφωνα με την άποψη πολλών ερευνητών, ο επίσκοπος Ανατόλιος προσπάθησε να ιδρύσει στο Ζαπορόζιε μια αυτόνομη επαρχία των κοζάκων υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Πολύ ενδιαφέρον. Είπατε προηγουμένως ότι το 1686 μεταβιβάστηκε στην τοποτηρητεία των πατριαρχών Μόσχας μόνο το τμήμα εκείνο της Εκκλησίας Κιέβου που βρισκόταν στις ρωσοκρατούμενες περιοχές. Ποια ήταν η κατάσταση στις υπόλοιπες περιοχές της Ουκρανίας που δεν εντάχθηκαν στο Ρωσικό κράτος;
Έτσι ακριβώς. Και αυτό είναι ένα σημαντικό σημείο, το οποίο για κάποιο λόγο λησμονούν όταν αναφέρονται για την πράξη του 1686. Μετά την μεταβίβαση ενός τμήματος της κιεβινής καθέδρας στις υπό την Ρωσία περιοχές στην προσωρινή εποπτεία των πατριαρχών Μόσχας, στις υπόλοιπες περιοχές της Ουκρανίας που δεν περιλαμβάνονταν στο κράτος της Μόσχας, οι ορθόδοξες ενορίες και τα μοναστήρια παρέμεναν υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Με άλλα λόγια, η πράξη του 1686 αφορούσε τις ουκρανικές περιοχές, οι οποίες βρέθηκαν προσωρινά στη σύνθεση του ρωσικού κράτους και δεν είχε κανονική ισχύ στις άλλες περιοχές της Ουκρανίας και συγκεκριμένα στην Υπερκαρπαθία, Μπουκοβίνα, Ποντόλγιε, Γκαλιτσινά, Βολίν, στην «Ουκρανία του χάνου» στο νότο και στην Κριμαία. Όλες αυτές οι περιοχές συνέχιζαν να ευρίσκονται υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου.
Μπορείτε να μας πείτε περισσότερες λεπτομέρειες, διότι αυτό το περιστατικό δεν αναφέρεται σχεδόν πουθενά…
Πράγματι, μετά το 1686 στην δικαιοδοσία της Κωνπόλεως παρέμεναν πολύ περισσότερες περιοχές της Ουκρανίας. Συγκεκριμένα η επαρχία του Λβοφ δεν αναγνώρισε την προσωρινή υπαγωγή υπό τον πατριάρχη Μόσχας. Από το 1675 ο ορθόδοξος αρχιεπίσκοπος του Λβοφ ήταν εξουσιοδοτημένος να ασκεί την διοίκηση της μητροπόλεως Κιέβου και της Λάβρας των σπηλαίων του Κιέβου υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Αυτό το καθεστώς συνεχίστηκε και μετά το 1700, όταν ο αρχιεπίσκοπος του Λβοφ Ιωσήφ Σουμλιάνσκι υπό την πίεση των πολωνικών αρχών ασπάσθηκε την Ουνία και η ορθόδοξη επαρχία του Λβοφ χήρευε. Το 1708 και η σταυροπηγιακή αδελφότητα του Λβοφ διατηρούσε την υπαγωγή της στην Κωνπολη, έως ότου δεν την υποχρέωσαν να δεχθεί την Ουνία. Όμως ακόμα και μετά από αυτό, οι ορθόδοξες ενορίες και τα μοναστήρια στην Γαλικία παρέμεναν στην δικαιοδοσία των οικουμενικών πατριαρχών, οι οποίοι είχαν αναθέσει την προσωρινή τους διαποίμανση στους μητροπολίτες Μπουκοβίνας που και αυτοί υπάγονταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ένα από πιο γνωστά μοναστήρια και κέντρο της Ορθοδοξίας στην Γαλικία και στην περιοχή των Καρπαθίων ήταν η Σκήτη της Μανιάβας, η αδελφότητα της οποίας παρέμενε πιστή στον Οικουμενικό Πατριαρχικό Θρόνο μέχρι την βίαιη κατάργησή της το 1785, 100 χρόνια δηλαδή μετά τα γεγονότα του 1686.
Αξίζει να σημειώσουμε άλλο ένα γεγονός. Στις 17 Ιουνίου του 1791 στην Πίνσκα, στην περιοχή της Μονής των Θεοφανείων, έλαβε χώρα η Τοπική Σύνοδος του ορθοδόξου κλήρου και των πιστών της Δ. Ουκρανίας, της Λευκορωσίας, της Λιθουανίας και της Πολωνίας, η οποία είναι γνωστή στην ιστορία ως «η Σύνοδος της Πίνσκας». Στις εργασίες της συμμετείχαν 103 αντιπρόσωποι του ορθοδόξου κλήρου, των μοναχών και των λαϊκών. Σε αυτή την Σύνοδο αποφασίσθηκε η αποκατάσταση της αυτονομίας υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου. Προσωρινός πρόεδρος της Συνόδου της Πίνσκας εξελέγη ο ηγούμενος του Μπιέλσκ Σάββας (Παλμόφσκι). Σχεδίαζαν επίσης να συγκαλέσουν άλλη μια Σύνοδο, η οποία θα αποτελείτο από έναν αρχιεπίσκοπο με εξουσίες μητροπολίτου και τρεις επισκόπους. Συνέταξαν επίσης και τους «μόνιμους και βασικούς κανονισμούς και κανόνες οργανώσεως» της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνική – Λιθουανική Κοινοπολιτεία ως αυτόνομης εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας, ανεξάρτητης από την Ρωσική Σύνοδο, και υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Στην συνεδρία της 21ης Μαΐου του 1792 η πλειοψηφία της πολωνικής βουλής (123 «υπέρ» και 13 «κατά») επικύρωσε το καταστατικό που είχε προτείνει η Σύνοδος της Πίνσκας ως συνοδικό σχέδιο της νέας οργανώσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνική – Λιθουανική Κοινοπολιτεία υπό την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχου, στην οποία το κράτος είχε χορηγήσει ευρύτατα δικαιώματα και ελευθερίες. Όμως οι δυο νέες διασπάσεις της Πολωνικής – Λιθουανικής Κοινοπολιτείας και η διάλυση του Πολωνικού κράτους είχαν ως αποτέλεσμα να μην εφαρμοστεί ποτέ στην πράξη η απόφαση της Τοπικής Συνόδου της Πίνσκας και η Απόφαση της 21ης Μαΐου του 1792.
Έχει σημασία να σημειώσουμε ότι, οι ορθόδοξοι Ουκρανοί στην Μπουκοβίνα, στην Υπερκαρπαθία και στην Γαλικία παρέμεναν επί μακρόν υπό την κανονική τοποτηρητεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι περιοχές αυτές υπήχθησαν δια της βίας στο Πατριαρχείο Μόσχας μόλις στα μέσα του 20ου αιώνα κατά την σοβιετική κατοχή της Δυτικής Ουκρανίας, γεγονός το οποίο ουδέποτε αναγνώρισε ο Οικουμενικός Πατριαρχικός Θρόνος.
Αναφερθήκατε και στην δικαιοδοσία της Κωνπόλεως στα πλαίσια του «χανάτου της Ουκρανίας» και της Κριμαίας. Μπορείτε να μας δώσετε περισσότερες λεπτομέρειες;
Υπήρχε στην Κριμαία η αρχαία μητρόπολη Γοτθίας και Καφά, η οποία μέχρι το τέλος του 18ου αι. ανήκε στο Οικουμενικό Πατριαρχείου. Αποτελείτο από ορθόδοξους Έλληνες, Βούλγαρους, Ουκρανούς και άλλους λαούς της Κριμαίας και της περιοχής της Μαύρης Θάλασσας. Το 1788 μετά την προσάρτηση του χανάτου της Κριμαίας η ρωσική κυβέρνηση την διέλυσε. Όμως ο Οικουμενικός Πατριάρχης ποτέ δεν αναγνώρισε τη νομιμότητα της υπαγωγής στην ρωσική Σύνοδο και την διάλυση των ιστορικών του μητροπόλεων στην Κριμαία.
Εκτός αυτού, η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχου περιλάμβανε και την ουκρανική Μπουκοβίνα και το νότιο τμήμα της Ουκρανίας, η οποία τότε αποτελούσε επίσημα το προτεκτοράτο του χανάτου της Κριμαίας και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήδη ο χέτμαν Πέτρος Ντοροσένκο είχε προσπαθήσει να ιδρύσει ένα ουκρανικό κράτος υπό την προστασία των Οθωμανών σουλτάνων παρόμοιο με αυτό στην Μολδοβλαχία. Την ιδέα υποστήριζε και ο μητροπολίτης Κιέβου Ιωσήφ (Νελιουμπόβιτς – Τουκάλσκι), ο οποίος υποστήριζε επίσης και την διατήρηση της μητροπόλεως Κιέβου στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι προσπάθειες του χέτμαν Ντοροσένκο είχαν ως αποτέλεσμα, σύμφωνα με την συνθήκη του Μπουτσάτς του 1672, τέθηκε υπό την προστασία του σουλτάνου όλη η περιοχή του ανατολικού και δυτικού Ποντόλγιε (από το Μπουτσάτς μέχρι το Μπράτσλαβ) που είχε αφαιρεθεί από την Πολωνία. Από το 1672 μέχρι το 1699 στο έδαφος του ουκρανικού Ποντόλγιε που ανήκε στην Οθωμανική αυτοκρατορία, υπήρχε το βιλαέτι του Ποντόλσκ ή Κάμενετς με διοικητικό κέντρο την πόλη Κάμεντς (σήμερα Κάμενετς – Ποντόλσκ). Μετά τον θάνατο του Ιωσήφ ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιάκωβος διόρισε τον Αύγουστο του 1681 στην πόλη Κάμενετς τον μητροπολίτη Παγκράτιο, ιδρύοντας με αυτόν τον τρόπο την μητρόπολη Κάμενετς στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία λειτουργούσε μέχρι το 1699.
Αργότερα τα σύνορα της «Ουκρανίας του χανάτου» συμπεριέλαβαν και τα εδάφη ανάμεσα στον Δνείπερο και τον Δνείστερο, στα οποία ίσχυε το καθεστώς του προτεκτοράτου των χάνων της Κριμαίας και των Οθωμανών σουλτάνων. Αυτά τα εδάφη ανήκαν τυπικά στην οθωμανική αυτοκρατορία, εφόσον δεν υπήρχαν οθωμανικοί οικισμοί εκτός από κάποιες πόλεις στο νότο. Μετά την ήττα του Ιβάν Μαζέπα στον αγώνα του για την ανεξαρτησία της Ουκρανίας και την διάλυση της σετς του Ζαπορόζιε από τον Πέτρο Α΄, την περίοδο 1711-1734 στα όρια της «Ουκρανίας του χανάτου» στην περιοχή του Αλέσκα απέναντι από την σημερινή Χερσώνα, εμφανίσθηκε η νέα σετς του Ζαπορόζιε (γνωστή και ως σετς του Αλέσκα), ο κλήρος της οποίας επίσης υπαγόταν στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Από το 1712 το έδαφος που κατείχαν οι κοζάκοι απλώθηκε προς τον βορρά και στην αριστερή όχθη των παραποτάμων του Δνείπερου Ορέλ και Σαμάρα. Δηλαδή όλες αυτές οι περιοχές της σύγχρονης Ν. Ουκρανίας όχι μόνο δεν υπάγονταν στην Ρωσική αυτοκρατορία, αλλά και παρέμεναν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Για αυτό και η πράξη του 1686 δεν τις αφορούσε.
Τα εδάφη της «Ουκρανίας του χανάτου», οι ορθόδοξες ενορίες και τα μοναστήρια εντός των ορίων της υπάγονταν στην μητρόπολη Μπραϊλίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κέντρο αρχικά την πόλη Μπράιλα στν αριστερή όχθη του Δουνάβεως. Την περίοδο 1751-1789 έδρα του μητροπολίτου Μπραϊλίας ήταν η πόλη Ισμαήλ (σήμερα νομός Οδησσού της Ουκρανίας). Σε αυτήν την μητρόπολη του Οικουμενικού Πατριαρχείου ανήκαν τα εδάφη Ντομπρούτζα, Μουτζάκα, Μπεντέρ, ενώ μετά την συμφωνία ειρήνης του Μπουτσάτς το 1672 υπήχθη και η επισκοπή Χοτίνης μαζί με όλες τις ορθόδοξες περιοχές και ενορίες της Δεξιάς και Αριστερής Όχθης της Ουκρανίας που ευρίσκονταν υπό την προστασία της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, συγκεκριμένα η «Ουκρανία του χανάτου», η σετς Αλέσκα καθώς και οι ορθόδοξες κοινότητες που ευρίσκονταν στο ηπειρωτικό τμήμα του χανάτου της Κριμαίας.
Από το 1751 μέχρι το 1779 ευρισκόταν στην πόλη Ισμαήλ η καθέδρα του μητροπολίτου Μπραϊλίας Δανιήλ, ο οποίος υπέγραφε τα εκκλησιαστικά έγγραφα «ελέω Θεού μητροπολίτης Προηβλαβίας, Τομάρωφ και Χοτίν, πασών οχθών Δουνάβεως, Δνείπερου και Δνείστερου και πάσης χανάτου Ουκρανίας». Με αυτόν τον τίτλο υπέγραφαν και οι διάδοχοι του Δανιήλ μητροπολίτες Ιωακείμ (1773-1780) και Κύριλλος (1780-1792), δηλαδή αυτό συνέβαινε ήδη 100 χρόνια μετά την πράξη του 1686.
Μετά την δεύτερη βίαιη διάλυση της σετς του Ζαπορόζιε το 1775 από την Αικατερίνη Β΄, πολλοί από τους κατοίκους της περιοχής κατέφυγαν στις περιοχές που έλεγχε η Οθωμανική αυτοκρατορία και εκεί, στις όχθες του Δουνάβεως ίδρυσαν την νέα Παραδουνάβια σετς, η οποία παρέμεινε μέχρι τα μέσα του 19ου αι. Εξ απόψεως εκκλησιαστικής αναγνώριζε την αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Όπως βλέπουμε, όλα αυτά τα στοιχεία μαρτυρούν ότι, η πράξη του 1686 αφορούσε μόνο την υπό την κατοχή της Μόσχας Αριστερή όχθη της Ουκρανίας και ουσιαστικά δεν αφορούσε άλλες περιοχές της Ουκρανίας.
Είπατε ότι μετά την πρώτη συντριβή του Σιτς της Ζαπορίζια από τα ρωσικά στρατεύματα το 1709, οι Ουκρανοί κοζάκοι που κατέφυγαν στο προτεκτοράτο του χάνου της Κριμαίας, επέστρεψαν στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Πως το αντιμετώπισαν αυτό οι Ουκρανοί χέτμαν Ιβάν Μαζέπα και Φίλιππος Όρλικ, οι οποίοι τέθηκαν επικεφαλής αυτών των πρώτων Ουκρανών εμιγκρέδων;
Αυτοί ήταν από τους πρώτους που επέστρεψαν υπό το ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου και μαζί με αυτούς και οι κοζάκοι. Παρά την επιβολή στον Μαζέπα αντικανονικού αναθέματος από την Ρωσική Εκκλησία, οι εκπρόσωποι του Οικουμενικού Πατριαρχείου δεν το αναγνώρισαν, εφόσον είχε τεθεί για πολιτικούς λόγους, ως μέσο πολιτικών και ιδεολογικών διώξεων και ουδεμία θεολογική ή κανονική αιτία υφίστατο. Στην πόλη Μπεντέρα όπου είχε καταφύγει ο Μαζέπα, εξομολογείτο ελεύθερα στους κληρικούς του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Και ήταν αυτοί που του έδωσαν άφεση αμαρτιών λίγο πριν πεθάνει και έψαλαν την εξόδιο ακολουθία. Ετάφη στην ορθόδοξη εκκλησία του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην μικρή πόλη Βάρνιτσα και στη συνέχεια το σώμα του μεταφέρθηκε στο Γαλάτσι, όπου στο καθολικό της μονής του Αγίου Γεωργίου ο επιτόπιος μητροπολίτης τέλεσε την εξόδιο ακολουθία. Αυτός ο μητροπολίτης ήταν ιεράρχης του οικουμενικού Πατριαρχείου. Μπορούμε, λοιπόν, να πούμε ότι ο Ιβάν Μαζέπα εκοιμήθη παραμένοντας πιστός στην Μητέρα Εκκλησία, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο!
Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει ένα πολύτιμο ιστορικό έγγραφο, γνωστό ως το πρώτο Ουκρανικό Σύνταγμα της 5ης Απριλίου 1710. Επρόκειτο για ένα ιδιόρρυθμο συνταγματικό συμφωνητικό ανάμεσα στον εκλεγέντα μετά τον θάνατο του Μαζέπα χέτμαν Φίλιππο Ορλίκ και όλο τα στράτευμα της Ζαπορίζια. Στην πρώτη παράγραφο αυτού του πρώτου ουκρανικού συντάγματος αναφερόταν η υποχρέωση αποκαταστάσεως της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου επί της μητροπόλεως Κιέβου καθώς και του τίτλου των μητροπολιτών Κιέβου ως έξαρχων των Οικουμενικών Πατριαρχών.
Βλέπουμε λοιπόν ότι στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος του χέτμαν Φιλίππου Ορλίκ και του στρατεύματος της Ζαπορίζια, ως διαθήκη για όλες τις επόμενες γενεές των Ουκρανών, αναφερόταν η υποχρέωση να επιστρέψει η μητρόπολη Κιέβου στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και να αποκατασταθούν τα δικαιώματα των μητροπολιτών Κιέβου ως έξαρχων του Οικουμενικού Πατριάρχου. Για αυτό και δεν πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι πρόεδροι της σύγχρονης Ουκρανίας προσπαθούσαν και προσπαθούν να εκπληρώσουν αυτή την διαθήκη, ξεκινώντας εκ νέου τον διάλογο με την Μητέρα Εκκλησία, το οικουμενικό Πατριαρχείο.
Σήμερα και συγκεκριμένα στον 20ο αι. υφίσταται σε κάποιες περιοχές της Ουκρανίας η δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνπόλεως;
Ναι, συγκεκριμένα στην Υπερκαρπαθία. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία. Η Υπερκαρπαθία μέχρι την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων κατοχής στα μέσα του 20ου αι., ιστορικά και κανονικά υπαγόταν στην δικαιοδοσία ακριβώς του Οικουμενικού Πατριαρχείου και αυτή η περιοχή ποτέ δεν αποτελούσε «κανονικό έδαφος» του πατριαρχείου Μόσχας.
Στην αρχή της συζητήσεώς μας είχαμε πει ότι, το μέλος της Ι.Σ. της Εκκλησίας της Ρωσίας μητροπολίτης Αντώνιος (Χραποβίτσκι), επιθυμώντας να οργανώσει την διαποίμανση των ορθοδόξων σε αυτές τις περιοχές της Ουκρανίας, ζήτησε με επιστολή του την άδεια και την ευλογία του Οικουμενικού Πατριάρχου καθώς και την απόδοση σε αυτόν του τίτλου του Έξαρχου του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Γαλικία και στην Υπερκαρπαθία. Με άλλα λόγια, η ίδια η Σύνοδος τα Εκκλησίας της Ρωσίας αναγνώριζε σε αυτές τις περιοχές την δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ενώ ένας από τους κορυφαίους της ιεράρχες χρησιμοποιούσε τον τίτλο του Έξαρχου του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Γαλικία και στην Υπερκαρπαθία.
Στην βάση αυτού του ιστορικού και κανονικού δικαιώματος σχετικά με τις ορθόδοξες επαρχίες στις περιοχές της Δυτικής Ουκρανίας και Δυτικής Λευκορωσίας που είχε καταλάβει η Πολωνία, ο Οικουμενικός Πατριάρχης εξέδωσε στις 13 Νοεμβρίου 1924 τον Τόμο αποδόσεως της αυτοκεφαλίας στην Ορθόδοξη Εκκλησία Πολωνίας. Αυτός ο Τόμος αναιρούσε την πράξη του 1686, σύμφωνα με την οποία η καθέδρα του Κιέβου ετέθη υπό την προσωρινή τοποτηρητεία του πατριάρχου Μόσχας. Ο Τόμος του Οικουμενικού Πατριάρχου του 1924 επιβεβαιώνει ότι αυτή η ένωση ήταν αντικανονική και το πατριαρχείο Μόσχας δεν τήρησε τις απαιτήσεις που προβλέπονταν από την πράξη του 1686, σύμφωνα με τις οποίες η μητρόπολη Κιέβου έπρεπε να διατηρήσει το δικαίωμα της αυτονομίας και την κανονική σχέση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η αυτοκέφαλη Εκκλησία Πολωνίας (ουσιαστικά της Δ. Ουκρανίας και Λευκορωσίας) ανακηρύχθηκε νόμιμος κληρονόμος της ιστορικής αυτόνομης μητροπόλεως Κιέβου και Γαλικίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ας σημειώσουμε δε ότι, σε αυτήν ανήκε η Λάβρα της Κοιμήσεως του Ποτσάεφ, ηγούμενος της οποίας θεωρείτο ο προκαθήμενος της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας Πολωνίας, ο μητροπολίτης Βαρσοβίας και πάσης Πολωνίας. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, από τα τμήματα των επαρχιών της Εκκλησίας Πολωνίας στην Δ. Ουκρανία με την απόφαση του προκαθημένου της μητροπολίτου Βαρσοβίας Διονυσίου (Βαλεντίνσκι) από 24ης Δεκεμβρίου 1941, δημιουργήθηκε ήδη το 1941 η «Διοίκηση της Ορθοδόξου Εκκλησίας στις ελεύθερες περιοχές της Ουκρανίας» με επικεφαλής τον μητροπολίτη Λουτσκ Πολύκαρπο (Σικόρσκι), κανονικό επίσκοπο της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνία. Συχνά την Διοίκηση την ονομάζουν «Αυτοκέφαλη Ορθόδοξος Εκκλησία Ουκρανίας», όμως αυτό δεν είναι απολύτως σωστό, διότι επρόκειτο για την διεύρυνση της εκκλησιαστικής δικαιοδοσίας της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας στην Πολωνία στις κατεχόμενες από τους Γερμανούς περιοχές της Ουκρανίας, η οποία στηριζόταν στο γεγονός ότι η Εκκλησία στην Πολωνία έλαβε το αυτοκέφαλο στην βάση της μητροπόλεως Κιέβου. Εκτός αυτού, τοποτηρητής του κιεβινού μητροπολιτικού θρόνου ανακηρύχθηκε τότε ο μητροπολίτης Βαρσοβίας Διονύσιος, ως ο κανονικός προκαθήμενος της αυτοκεφάλου Ορθοδόξου Εκκλησίας στο έδαφος της Πολωνίας, Ουκρανίας και Λευκορωσίας, αναγνωρισμένος από τον Οικουμενικό Θρόνο και από τις άλλες κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Αυτό σε ότι αφορά την Γαλικία, Βολίν, Ποντόλγιε και άλλες περιοχές της Ουκρανίας. Ας επιστρέψουμε όμως στην Υπερκαρπαθία…
Εδώ η κατάσταση εξελισσόταν κάπως διαφορετικά. Μετά την διάλυση της Αυστροουγγαρίας η ουκρανική Υπερκαρπαθία δόθηκε στην Τσεχοσλοβακία. Οι δε ορθόδοξες ενορίες της περιοχής αυτής υπάγονταν κανονικά στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στις αρχές του 20ου αι. στο πατριαρχείο Σερβίας. Στις 4 Μαρτίου του 1923 επί πατριαρχίας Μελετίου Δ΄, η Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου εξέλεξε Αρχιεπίσκοπο Πράγας τον απόφοιτο της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου Σαββάτιο (Βραμπέτς, 1880-1959) και αποφάσισε την ένταξη των ορθοδόξων ενοριών της Υπερκαρπαθίας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Έκτοτε οι κανονικές ουκρανικές ενορίες της Υπερκαρπαθίας παρέμειναν σε μόνιμη πλέον βάση στην δικαιοδοσία στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στην οποία και ευρίσκονταν πριν την άφιξη των σοβιετικών κατοχικών στρατευμάτων.
Στις 9 Νοεμβρίου 1939 ο Έξαρχος του Οικουμενικού Πατριάρχου αρχιεπίσκοπος Σαββάτιος ανακοίνωσε στον ιερέα Μιχαήλ Ποπώφ ότι προτίθεται να τον χειροτονήσει επίσκοπο ή γενικό βοηθό για την Υπερκαρπαθία και την Ουγγαρία. Στις 26 Σεπτεμβρίου 1940 ο Σαββάτιος εξέδωσε εγκύκλιο, σύμφωνα με την οποία ο ιερέας Μ. Ποπώφ διοριζόταν πρωτοσύγκελος της Ορθοδόξου Εκκλησίας Υπερκαρπαθίας και Ουγγαρίας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του αποδιδόταν το οφίκιο του πρωτοπρεσβυτέρου. Σε μια επιστολή του προς τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βενιαμίν με ημερομηνία 5 Οκτωβρίου 1940, ο αρχιεπίσκοπος Σαββάτιος παρακαλούσε να χειροτονηθεί επίσκοπος ο πρωτοπρεσβύτερος Μιχαήλ για την Ορθόδοξο Εκκλησία της Υπερκαρπαθίας και Ουγγαρίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όμως στις 30 Μαΐου 1942 οι Γερμανοί συνέλαβαν τον αρχιεπίσκοπο Σαββάτιο και τον έστειλαν στο στρατόπεδο συγκεντρώσεως Νταχάου όπου παρέμεινε 3 χρόνια (1942-1945). Μετά την απελευθέρωσή του δεν του επετράπη να επιστρέψει στα καθήκοντά του, διότι αρνήθηκε να διακόψει την κανονική του εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Μέχρι την κοίμησή του στις 14 Δεκεμβρίου 1959 υπέστη συνεχής διώξεις και πιέσεις από το κομμουνιστικό καθεστώς.
Τραγικότερη ήταν η μοίρα του πρωτοσυγκέλου της επαρχίας Υπερκαρπαθίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου πρωτοπρεσβύτερου Μιχαήλ Ποπώφ. Στις 13 Ιουνίου 1944 συλλαμβάνεται από τους ναζί με την υποψία ότι βάπτιζε Εβραιόπουλα. Στα τέλη του 1944 ο π. Μιχαήλ στάλθηκε στην Γερμανία σε καταναγκαστικά έργα, όμως κατά την μεταφορά του κατόρθωσε να δραπετεύσει. Στις Απριλίου 1947 ο π. Μιχαήλ συνελήφθη στην Βουδαπέστη τώρα από τα σοβιετικά όργανα ασφαλείας, την NKVD. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1949 καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλακής με την κατηγορία της «αντισοβιετικής προπαγάνδας». Τον έστειλαν σε ένα στρατόπεδο της Σιβηρίας, στο οποίο κατά πάσα πιθανότητα πέθανε ως μάρτυρας της πίστεως του Χριστού.
Δηλαδή με άλλα λόγια, οι κανονικές δομές του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Υπερκαρπαθία λειτουργούσαν μέχρι το 1946;
Μάλιστα, ακριβώς μέχρι το 1946. Και αυτές προσαρτήθηκαν δια της βίας στο Πατριαρχείο Μόσχας με την βοήθεια της NKVD. Όσοι δε αρνήθηκαν διώχθηκαν και εξοντώθηκαν γενόμενοι μάρτυρες της πίστεως του Χριστού. Έχει σημασία να τονίσουμε ότι, η Κωνπολη ουδέποτε και με ουδεμία απόφαση αναγνώρισε την εξόντωση από το κομμουνιστικό καθεστώς των Υπερκαρπαθίων επαρχιών της και την προσάρτησή τους σε άλλη δικαιοδοσία. Αυτή η προσάρτηση ήταν αντικανονική και βίαιη και δεν συνέβη πριν 300 χρόνια, αλλά το 1946.
Τον απόηχο της παραμονής της Υπερκαρπαθίας υπό τον ωμοφόριο του Οικουμενικού Πατριάρχου αποτελεί η αυτόνομη Ορθόδοξη επαρχία των Καρπαθορώσων, η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα στις ΗΠΑ στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Προκαθήμενος αυτής είναι ο επίσκοπος Νύσσης Γρηγόριος (Τάτσης). (…)
Βλέπουμε λοιπόν ότι η ανάπτυξη της δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία και στην ουκρανική διασπορά έχει μια απευθείας ιστορική και κανονική διαδοχή. Για αυτό και όλες οι κατηγορίες σε βάρος της Κωνπόλεως περί «εισπηδήσεως σε ξένα εδάφη» είναι αστήρικτες, εφόσον τόσο από το 860 μέχρι το 988, όσο και από το 1686 και μέχρι το 1946 η Κωνπολη είχε πάντα σε διάφορες περιοχές της σύγχρονης Ουκρανίας τις κανονικές της δομές. Για αυτό και έχει σημασία να μιλάμε όχι μόνο για την πράξη του 1686, αλλά και για μεταγενέστερα προηγούμενα αναπτύξεως της δικαιοδοσίας της Κωνπόλεως στις διάφορες περιοχές της Ουκρανίας.
Πως μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός ότι αυτή την συγκεκριμένη στιγμή το Πατριαρχείο Κωνπόλεως θυμήθηκε ότι η Ουκρανία αποτελούσε και αποτελεί κανονικό του έδαφος;
Δεν είναι ακριβώς έτσι. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο το υπογράμμιζε αυτό επανειλημμένως. Είναι όμως φανερό ότι, όσο η Ουκρανία δεν ήταν ένα ανεξάρτητο κράτος και ανήκε στην Ρωσική αυτοκρατορία ή στην κομμουνιστική ΕΣΣΔ, θα ήταν ανώφελο να μιλήσουμε για αυτό. Όμως είναι εντελώς διαφορετικό όταν η Ουκρανία απέκτησε την κρατική της ανεξαρτησία… Αν και σε αυτήν ακόμα την πράξη του 1686 σχετικά με την μεταβίβαση της κιεβινής καθέδρας στην προσωρινή κηδεμονία των πατριαρχών Μόσχας, τονιζόταν ότι οι μητροπολίτες Κιέβου όφειλαν να αναγνωρίζουν την εξουσία του Οικουμενικού Πατριάρχου, να μνημονεύουν υποχρεωτικά το όνομα του σε όλες τις ακολουθίες και να παραμένουν έξαρχοι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Όπως ήδη είπαμε, ο τόμος του Οικουμενικού Πατριάρχου από 13ης Νοεμβρίου 1924 σχετικά με το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας Πολωνίας ακύρωνε την πράξη του 1686, για τον λόγο ακριβώς ότι αυτή η προσάρτηση ήταν αντίθετη προς τους κανόνες και επειδή το Πατριαρχείο Μόσχας δεν τηρούσε τις προβλεπόμενες από την πράξη του 1686 υποχρεώσεις.
Αυτή η θέση του Οικουμενικού Πατριαρχείου σχετικά με την Ουκρανία παραμένει η ίδια μέχρι σήμερα. Στην από 10ης Ιανουαρίου 1991 επιστολή του προς τον Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιο Β΄, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Δημήτριος έγραφε: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο αναγνωρίζει μόνο μια κανονική Ορθόδοξη Εκκλησία εντός των καθορισμένων υπό της Πατριαρχικής και Ιεράς Συνόδου του 1593 ορίων της Αγιωτάτης ημών Εκκλησίας».
Ως γνωστόν, εντός αυτών των ορίων αναγνωρίζονταν στην δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας μόνο οι ΒΑ επαρχίες της Μοσχοβίας, ενώ οι επαρχίες της μητροπόλεως Κιέβου (Ουκρανίας, Λευκορωσία, Λιθουανία και Πολωνία), βάσει των καθορισμένων το 1593 ορίων, εντάσσονταν υπό το καθεστώς διευρυμένης αυτονομίας στην δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Δηλαδή ουσιαστικά στην επιστολή του ο Πατριάρχης Δημήτριος έλεγε ότι, σύμφωνα με τα προσδιορισθέντα το 1593 όρια η μητρόπολη Κιέβου παρέμενε στα κανονικά όρια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αυτή ακριβώς η θέση εκφράσθηκε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο στην πρόσφατη Σύναξη των Αρχιερέων του Θρόνου στην Κωνπολη από 1-3 Σεπτεμβρίου 2018. Δηλαδή δεν ειπώθηκε κάτι καινούργιο. Όπως υποστήριζε το Οικουμενικό Πατριαρχείο ότι η Ουκρανία εξ απόψεως ιστορικής και κανονικής ήταν και παραμένει κανονικό του έδαφος, το ίδιο υποστηρίζει με συνέπεια και σήμερα. Για αυτό και η δυσαρέσκεια των εκπροσώπων της θυγατέρας Εκκλησίας της Ρωσίας σχετικά με την θέση της Μητρός Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στερείται οποιασδήποτε βάσεως. Ελπίζουμε ότι μετά από μια βαθύτερη μελέτη αυτού του ζητήματος, αυτή η άδικη δυσαρέσκεια θα παρέλθει.
Σεβασμιώτατε, με την βοήθειά σας κάναμε μια ωφέλιμη περιήγηση στο ιστορικό παρελθόν που είχαμε λησμονήσει. Όμως τελειώνοντας θα ήθελα να ρωτήσω, τινί τρόπο υπό τις σημερινές συνθήκες το Οικουμενικό Πατριαρχείο μπορεί να επιλύσει αυτό το πολύπλοκο και δύσκολο ουκρανικό εκκλησιαστικό πρόβλημα;
Μόνο δια της οδού της προσευχής, του διαλόγου της αγάπης, της τηρήσεως των κανόνων και της αποκαταστάσεως της ιστορικής δικαιοσύνης. Χρειάζεται να ερευνήσουμε και να επανεξετάσουμε το παρελθόν, να απαλλαγούμε από τους τεχνητούς μύθους και τις διαστρεβλώσεις της ιστορίας, να διορθώσουμε τα λάθη του παρελθόντος, την παραβίαση των κανόνων και να στρέψουμε το πρόσωπό μας στην αλήθεια. Διότι όπως διαβάζουμε και στην Αγία Γραφή: «και έσται τα έργα της δικαιοσύνης ειρήνη» (Ησαΐας, 32, 17).
Προσωπικά πιστεύω ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημερινής καταστάσεως στην Ουκρανία, μόνο η χορήγηση του κανονικού αυτοκεφάλου στην Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας θα μπορέσει να βοηθήσει στην υπέρβαση των υφισταμένων προβλημάτων και σχισμάτων, να ειρηνεύσει και να απομακρύνει από αυτή την φοβερή κρίση, στην οποία βρέθηκε τα τελευταία 30 χρόνια. Και αυτό θα αποτελούσε την αποκατάσταση της ιστορικής δικαιοσύνης.
Έχουμε πολύ δουλειά μπροστά μας. Ευρισκόμαστε μόλις στην αρχή αυτής της μεγάλης ιστορικής πορείας και θα συναντήσουμε ακόμα πολλά εμπόδια. Ο διάλογος μόλις ξεκίνησε. Δεν πρέπει να κάνουμε βεβιασμένες κινήσεις.
Και εδώ είναι μεγάλη η ευθύνη και η υποχρέωση εκ μέρους της Μητρός Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Θα υπογραμμίσω για μια εισέτι φορά ότι, το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι υποχρεωμένο να λάβει όλα τα εξαρτώμενα από αυτό μέτρα σύμφωνα με τις κανονικές του προτεραιότητες για να εξασφαλίσει την εκκλησιαστική ενότητα και να μην επιτρέψει την περαιτέρω παραμονή εκατομμυρίων ορθοδόξων Ουκρανών εκτός της κανονικής Εκκλησίας. Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι η διακονία της ενότητας ολοκλήρου της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι μόνο κάποιου τμήματος αυτής. Και εφόσον η Ορθόδοξη Εκκλησία στην Ουκρανία είναι διηρημένη σε πολλά μέρη, τότε και η υποχρέωση του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως Μητρός Εκκλησίας, είναι η αναζήτηση με την βοήθεια του διαλόγου τα βέλτιστα μέσα της κανονικής οικονομίας για την αποκατάσταση της ενότητας.
Για αυτόν ακριβώς τον λόγο η Ι. Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου απέστειλε στην Ουκρανία τους έξαρχους της, ώστε μέσω του ειλικρινούς διαλόγου με όλες τις πλευρές να βοηθήσουν στην εξεύρεση μιας κοινής γλώσσας και να καταλήξουν σε μια συμφωνία. Δεν μπορούμε να μοιράζουμε το σώμα του Χριστού. Αυτό δεν ανήκει στην Μόσχα, στο Κίεβο ή σε κάποιον άλλο. Δεν μπορεί να υπάρξει Εκκλησία του «ρωσικού κόσμου» ή κάποιου άλλου. Στην Οικουμενική Εκκλησία, ως του μυστικού Σώματος του Χριστού, έχουν δικαίωμα να ανήκουν όλοι, όσοι επιθυμούν ειλικρινά να είναι με τον Χριστό, ανεξάρτητα από τις εθνικές ή πολιτικές πεποιθήσεις τους. Είναι καιρός να σταματήσουν όλες αυτές οι αυτοκρατορικές φιλοδοξίες και εικασίες. Και η αλήθεια είναι ότι σήμερα υπάρχουν εκατομμύρια ορθοδόξων πιστών στην Ουκρανία που δεν πρόκειται να πάνε με την Μόσχα. Αυτό το καταλαβαίνουν όλοι. Και το να μην τους επιτρέπουν εξ αιτίας αυτού να φθάσουν στον Χριστό, να τους αφορίζουν και να τους αφαιρούν την δυνατότητα σωτηρίας δεν είναι χριστιανικό, δεν είναι κανονικό. Πρέπει να αναζητηθούν άλλες αποδεκτές οδοί επιλύσεως αυτού του προβλήματος, χρησιμοποιώντας τους ιερούς κανόνες, την οικονομία και την αγάπη.
Κρίμα που οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας Ουκρανίας του Πατριαρχείου Μόσχας αρνούνται προς το παρόν τον διάλογο με τους εκπροσώπους του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των άλλων τμημάτων των ουκρανικών εκκλησιών. Οι αρνητικές δηλώσεις σχετικά με αυτές τις αδελφικές συναντήσεις και τον διάλογο, ο εκβιασμός της ευχαριστιακής ενότητας και η απαγόρευση συλλειτουργίας με τους ιεράρχες του Οικουμενικού Πατριαρχείου απλά οδηγούν σε αδιέξοδο και χειροτερεύουν έτι περισσότερο την κανονική τους θέση.
Ελπίζω ότι αυτό είναι προσωρινό και ότι οι αδελφοί μας από την Ορθόδοξη Εκκλησία Ουκρανίας του Πατριαρχείου Μόσχας θα συνειδητοποιήσουν ότι αυτή είναι μια λανθασμένη οδός και θα ανοίξουν τις καρδιές τους στον διάλογο και στην αδελφική εν Χριστώ ένωση. Το ίδιο και οι εκπρόσωποι των άλλων τμημάτων των Ουκρανικών Εκκλησιών, οι οποίες για διάφορους λόγους δεν ευρίσκονται προς το παρόν σε κοινωνία με την Οικουμενική Ορθοδοξία. Η εν Χριστώ ενότητα θα πρέπει να αποτελεί τον κυριότερό μας σκοπό, διότι αυτή ήταν η διαθήκη του ίδιου του Χριστού: (…) (Ιωάν. 17, 21). Και (…) (Ιωάν. 13, 35).
Όπως είχε πει με αυτή την αφορμή ο Παναγιώτατος Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος: «Το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι υποχρεωμένο να υπενθυμίζει σε όλους τον συνοδικό και οικουμενικό χαρακτήρα της Εκκλησίας, κηρύττοντας το πνεύμα της καταλλαγής, το οποίο υπερβαίνει τις συγκρούσεις και υπηρετεί την ενότητα της Ορθοδοξίας». Θεωρώ ότι ο διάλογος είναι η μοναδική σωστή οδός. Ο απόστολος Παύλος μας καλούσε: (…) (Κορ. Α΄, 11, 19). Και όπως έγραφε ο ιερός Αυγουστίνος: «Το πρωτεύον είναι η ενότητα, το δευτερεύον η ελευθερία, τα πάντα είναι η αγάπη».
Πηγή: «Главком»
* Ο Αρχιεπίσκοπος Τελμησσού κ. Ιώβ είναι αντιπρόσώπος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών.
ΠΗΓΗ: 06 Οκτωβρίου 2018, http://www.ukranorama.gr/el/sb-istoria/3586-h-oukrania-htan-pantote-h-kanoniki-dikaiodosia-tou-patriarxeiou