Το θαυμάσιο βλέμμα του φακού
Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
«Η κινηματογραφική περίοδος αρχίζει το 1913», γράφει κάπου ο Μπουνιουέλ, «όταν ο Γκρίφφιθ, με τη χρήση του close-up, αναβάθμισε τον κινηματογράφο σε μια από τις καλές τέχνες.» Αν πάρουμε τοις μετρητοίς αυτή τη θέση, τότε ο κινηματογράφος φέτος μόλις έγινε εκατό χρονών. Ο Μπουνιουέλ, υποστηρίζοντας περισσότερο τη θέση του, θα γράψει λίγο παρακάτω πως έτσι πλησιάζοντας στα πρόσωπα και στα αντικείμενα ο φακός, προικισμένος με «νοημοσύνη και ευαισθησία», θα κάνει τον κινηματογράφο να «αφήσει για πάντα τη βάρβαρη πανηγυριώτική του παράγκα, για να πάρει τη σωστή του θέση στα σημερινά παρεκκλήσια.»
«Σιωπηλό σαν παράδεισος, εμψυχωτικό και απαραίτητο όσο η θρησκεία», συνεχίζει ο Μπουνιούελ σε μια έκρηξη λυρισμού, «το θαυμάσιο βλέμμα του φακού εξανθρωπίζει όντα και αντικείμενα.»
Όλα, λοιπόν, αναπτύσσονται ζωντανά μέσα στο χρόνο, γιατί αυτό είναι που ξεχωρίζει το φακό από τον χρωστήρα, ο χρόνος, κι όλα τείνουν να εξανθρωπιστούν μέσα σε μια κινηματογραφική ταινία μέσω του βλέμματος. Αυτό, φυσικά, προϋποθέτει κάτι που ο Μπουνιούελ δεν βρίσκεται στην ανάγκη να το πει, αλλά σήμερα που ο κινηματογράφος κρατά μόνο ένα μέρος –ολοένα και μικρότερο– της παραγόμενης εικόνας, πρέπει να το ξεχωρίσουμε: ότι, δηλαδή, πίσω από το φακό βρίσκεται ένα ανθρώπινο βλέμμα. Κι όχι μόνον αυτό. Ένα βλέμμα ποιητικό, που ξαναδημιουργεί και ζωντανεύει τον κόσμο δηλαδή, εάν θέλουμε να εξακολουθήσουμε να μιλάμε για τον κινηματογράφο ως μία από τις καλές τέχνες. Η επισήμανση αυτή γίνεται ζωτική σήμερα, αφ’ ενός μεν γιατί πλέον σχεδόν όλοι κρατούν στο χέρι τους μια κάμερα και καταγράφουν τον κόσμο συχνά ανεπίγνωστα και συνήθως χωρίς «νοημοσύνη και ευαισθησία». Έπειτα, ο φακός σήμερα έχει γίνει αυτόματο εργαλείο. Οι κάμερες, που βρίσκονται παντού, καταγράφουν άγρυπνα χωρίς απαραίτητα να κατευθύνονται από κάποιο βλέμμα. Αυτή η λειτουργία του αυτοματισμού απέχει από τη συνείδηση και κάνει τις, παραγόμενες μ’ αυτό τον τρόπο, εικόνες σχεδόν προϊόντα της αυτόματης φύσης.
Όλη η ανθρωπότητα είδε, φερ’ ειπείν, τον περασμένο Ιούλιο στις ειδήσεις, ένα υπερταχύτατο τραίνο να συντρίβεται πριν εισέλθει στο Σταθμό του Σαντιάγκο ντε Κομποστέλλα, παρασέρνοντας δεκάδες προσκυνητές στο θάνατο. Το βίντεο δεν ήταν τραβηγμένο απο μια κάμερα που κάποιος έστρεψε για να κινηματογραφήσει την καταστροφή. Τραβήχτηκε αυτόματα από τη μόνιμα στραμένη πάνω στις ράγες του Σταθμού κάμερα. Η εικόνα είναι τρομακτική, καθηλωτική. Κι ακόμα παραπάνω από το γεγονός πως, επίσης αυτόματα, μέσα από το παγκόσμιο σύστημα μετάδοσης εικόνων, το βίντεο αυτό το είδαν ταυτόχρονα εκατομύρια θεατές σ’ όλο τον κόσμο. Δεν ήταν εμπειρία λιγότερο καθηλωτική και τρομακτική, για τους μόλις τριάντα πέντε θεατές σ’ ένα Καφέ του Παρισιού, στις 28 Δεκεμβρίου του 1895, η πρώτη κινηματογραφική ταινία των αδελφών Λυμιέρ, εξίσου σύντομη, η Άφιξη του τραίνου στο σταθμό της Λα Σιοτά. Πολλοί από τους θεατές εκείνους φοβήθηκαν, πως το τραίνο που κατέφθανε, θα διέσχιζε τη σκοτεινή αίθουσα. Αυτή ωστόσο, η πρώτη εμπειρία της ανθρωπότητας στην προβολή κινούμενης εικόνας, δεν ήταν προϊόν αυτόματης λήψης, έστω κι αν αυτό ήταν το ζητούμενο των εφευρετών: μια εικόνα «που δε θα βάραινε επάνω της η υποθήκη της ελεύθερης ερμηνείας ενός αρτίστα». Όσο κι αν το βίντεο της συντριβής βρίσκεται πιο κοντά στον «μύθο του απόλυτου κινηματογράφου», όπως τον φαντάστηκαν οι εφευρέτες του και όπως τον περιγράφει πιο πάνω ο Αντρέ Μπαζεν, δεν είναι εν τέλει κινηματογράφος. Εκείνο που λείπει είναι αυτό τα θαυμάσιο βλέμμα, όπως το λέει ο Μπουνιουέλ, που εξανθρωπίζει και φωτίζει. Ο «τόσο μαγικός χαρακτήρας της κινηματογραφικής εικόνας», όπως παρατηρεί άλλωστε ο Μαρσέλ Μαρτέν, ο οποίος βρίσκει τις ταινίες των Λυμιέρ, σχετίζοντάς τες και με τ’ όνομά τους (Lumière σημαίνει φως) «ολοφώτεινες», κάνει τη μηχανή λήψης να δημιουργεί μια «τελείως διαφορετική εικόνα από ένα πιστό αντίτυπο της πραγματικότητας.»
Ο κινηματογράφος, λοιπόν, γεννιέται απ’ αυτό το φως. Όχι μόνον εκείνο, που ο προβολέας ρίχνει πάνω στην οθόνη, στη σκοτεινή αίθουσα, αλλά κυρίως από το φως που ρίχνει το βλέμμα του κινηματογραφιστή πάνω στον κόσμο. Αυτό το βλέμμα είναι που εξασφαλίζει πως δεν βρισκόμαστε «σ’ έναν κόσμο που τείνει ν’ απογυμνωθεί απ’ την ίδια του την εικόνα», όπως το λέει αλλού ο Μπαζέν, όπου «εκατοντάδες χιλιάδες οθόνες μας αναγκάζουν να συμμετέχουμε την ώρα των επικαίρων, στην τρομερή απογύμνωση που εκκρίνουν καθημερινά δεκάδες χιλιάδες κάμερες.» Άρα, «ο κινηματογράφος ήταν τέχνη από τη στιγμή που γεννήθηκε» , αν και –και σ’ αυτό ο Μπουνιουέλ δεν κάνει λάθος– ως τέχνη την γλώσσα του την καθιερώνουν οι μεγάλοι ποιητές του. Είναι μια από τις καλές τέχνες, για να ακριβολογήσουμε, ακόμα κι αν –ή μήπως, ακριβώς όταν– διατηρεί εν μέρει ατόφιο τον καταγωγικό του χαρακτήρα του θαυματοποιού των πανηγυριών.
Άλλωστε, ο ίδιος ο Μπουνιουέλ υπερασπίστηκε αυτόν τον θαυματοποιό-ονειρικό χαρακτήρα των εικόνων του. Αρχές Σεπτέμβρη είχαμε την ευκαιρία να ξαναδούμε, σ’ ένα μικρό αφιέρωμα στο σινέ «Άστυ», μερικές από τις καλύτερες ταινίες του. Ανάμεσά τους κι Ο Γαλαξίας (1969), όπου οι δικοί του προσκυνητές, λίγο θρησκόληπτοι, λίγο αλήτες, καταφθάνουν στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλλα με τα πόδια από το Παρίσι, για το μεγάλο ετήσιο πανηγύρι του Αγίου Ιακώβου (Σαντιάγκο στα ισπανικά), στον Καθεδρικό όπου κατά την παράδοση φυλάσσεται το σκήνωμα του αγίου. Έτσι, λοιπόν, στην κινηματογραφική πραγματικότητα του Μπουνιουέλ οι σύγχρονοι αυτοί προσκυνητές συναντώνται με πρόσωπα της δισχιλιετούς χριστιανικής ιστορίας, ακόμα και με τον ίδιο τον Χριστό και τους μαθητές του. Είναι σίγουρο πως μόνο ο κινηματογράφος θα μπορούσε να πετύχει αυτό το θαύμα. Οι λαϊκές αφηγήσεις θαυμάτων θα συνδυαστούν με τη μεγάλη αφήγηση της διαμάχης γύρω από τα χριστιανικά δόγματα: της ενανθρώπισης του Χριστού, της Αγίας Τριάδος, του αειπάρθενου της Θεοτόκου κ.λπ. Πανταχού παρών, εν τέλει, ο κινηματογράφος, «αυτή η νέα πίστη που μιλά σε όλους την ίδια γλώσσα (και) έχει επεκταθεί σε κάθε γωνιά του κόσμου.» Κυρίαρχο το βλέμμα του σκηνοθέτη, του θεατή, πίσω από το βλέμμα του φακού.
Αυτό το θαυμάσιο βλέμμα του φακού, που μπορεί δημιουργικά να ανασυντάσσει τον κόσμο, σ’ εκείνη τη μύχια γλώσσα του ανθρώπου, που καμμιά φορά φανερώνουν τα όνειρα ή κάποιο θαύμα, που ξορκίζει τον θάνατο σε τέχνη.
ΠΗΓΗ: Aντίφωνο, 11 August 2018 http://antifono.gr/portal/…/4580-to-thaymasio-vlemma-toy-fakoy.html, από τo περιοδικό «Νέα Ευθύνη», τχ 19, σελ. 573-575.