Στην τρομερή κόψη του μυαλού των βουλευτών
Του Νίκου Ηλιόπουλου*
Εισαγωγή: η συζήτηση για μία λέξη
Έφτασε και σε μένα ο απόηχος μιας συζήτησης στη Βουλή των Νεοελλήνων γύρω από το ζήτημα της βίας. Δεν έχω ακόμα καταλάβει για ποια βία πρόκειται. Τη βία ενός απελευθερωτικού αγώνα ; Την καθημερινή βία, που πράγματι εκδηλώνεται, πολύμορφα, στη σημερινή κοινωνία ; Την «επαναστατική βία» που μπορεί να αντιτάξει ένα μέρος του πληθυσμού στη «βία της εξουσίας» ;
Για να φωτιστώ λίγο, κρατώ τις παρακάτω φράσεις του Αλέκου Αλαβάνου :
«Υποθέτουμε ότι ξέρει τον Εθνικό Ύμνο του Σολωμού ο πρωθυπουργός που λέει σε μια αποστροφή "που με βία μετράει τη γη". Η βία κ. πρωθυπουργέ γεννάει τη βία. Και η Βουλή δεν είναι για να κάνουμε καλλιστεία της βίας και να μη σκεφτούμε την άλλη διάσταση της βίας, την πολιτική.»
Αρχίζω να καταλαβαίνω. Αξιοποιείται ο Σολωμός, που έγραψε τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν, για μία μόνο λέξη του. Η λέξη υπάρχει πράγματι στην πρώτη στροφή ενός ποιήματος 158 στροφών. Έρχεται στο προσκήνιο ο «εθνικός ποιητής», ο οποίος για να απευθύνει το χαίρε στην Ελευθερία, την αναγνωρίζει, χωρίς περιστροφές και αποστροφές, από την κόψη του σπαθιού την τρομερή. Όλη η «βία» του ποιήματος βρίσκεται εδώ.
Και από τι άλλο αναγνωρίζει ο ποιητής την Ελευθερία του ; Από την όψη (βλέμμα) που μετράει (εκτιμά, εξετάζει) με μια γρήγορη ματιά τη γη, δηλαδή τη στεριά. Αυτή η ερμηνεία προκύπτει από το ίδιο το ποίημα, όπως δείχνω παρακάτω.
Φανταστείτε ο ποιητής να άρχιζε το ποίημα Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον, άλλο μεγάλο ποίημά του 166 στροφών, μεταγενέστερο κατά ένα χρόνο, αντί
Λευθεριά, για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί,
με το δίστιχο
Λευθεριά για λίγο πάψε
να μετράς με βία τη γη.
Αυτή η Ελευθερία, όμως, με κεφαλαίο έψιλον, έχει βγει από τα κόκκαλα των Ελλήνων τα ιερά. Είναι τόσο μυθική, όσο μυθική είναι η επίσημη νεοελληνική ιδεολογία κατά την οποία οι Νεοέλληνες αποτελούν συνέχεια των μαραθωνομάχων και των σαλαμινομάχων, αλλά και των (ορθόδοξων χριστιανών) «βυζαντινομάχων». Σε κάθε περίπτωση, η Ελευθερία αυτή αποτελεί σίγουρα το σύμβολο ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Και, αν πιστέψουμε τον ποιητή, δεν της αρέσει τόσο η πολιτική, γιατί φέρνει τη «Διχόνοια». Όπως μαρτυρά μάλιστα η προτελευταία στροφή, αυτή η Ελευθερία μπορεί να χαθεί «εξ αιτίας πολιτικής».
Νόμιζα ότι είχα βρει τη λύση, αλλά τα πράγματα μπερδεύονται πάλι. Άραγε η «βία» του Σολωμού έχει κάποια σχέση με τη σημερινή κατάσταση στην Ελλάδα ; Ποια ελευθερία διεκδικούμε σήμερα ; Τέλος, τι χρειάζεται να ξαναθυμηθούμε τις στροφές που μας ανάγκαζαν να τραγουδάμε κάθε μέρα στο σχολείο ; (Από αυτή την άποψη ο κ. πρωθυπουργός θα γνωρίζει σίγουρα τους στίχους, διότι … επανάληψις μήτηρ μαθήσεως.)
Τα ερωτηματικά πολλαπλασιάζονται. Ποιο είναι το πολιτικό περιεχόμενο της φράσης η οποία ακολουθεί την αναφορά του Αλαβάνου στον εθνικό ύμνο : «Η βία κ. πρωθυπουργέ γεννάει τη βία» ; Πολιτικά, η φράση αυτή είναι τόσο κοινότοπη όσο και πάμπτωχη. Σε μια κοινωνία, που θέλει να λέγεται χριστιανική – το μαρτυρά και αυτό ο εθνικός της ύμνος -, είναι γεγονός ότι η επιταγή : να δώσεις και το άλλο μάγουλο όταν σου αστράψουν μία στο ένα, είναι τελείως ανεφάρμοστη. Αφού όμως «η βία γεννάει τη βία», είμαστε στον φαύλο κύκλο : βία-αντιβία-βία.
Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι ο Σολωμός, στο δεύτερο δίστιχο της πρώτης στροφής, μιλά για βία και όχι για βιασύνη, τι μπορούμε να αποκομίσουμε από αυτό ; Μήπως ότι, για να απαλλαγούμε από την πολιτική κατοχή του κ. πρωθυπουργού, πρέπει να πάρουμε το σπαθί της ελευθερίας με την κόψη την τρομερή ; Μα, ο Αλαβάνος θα ήταν ο τελευταίος που θα έλεγε κάτι τέτοιο.
Άλλα είναι τα κρίσιμα πολιτικά ζητήματα της χώρας σήμερα. Η κατοχή είναι ιδεολογική – φαντασιακή, όχι πλασματική. Η κατασταλτική κρατική βία (την οποία ο Αλαβάνος ονομάζει πολιτική !) δεν θα επαρκούσε να στομώσει τις ιδέες, αν υπήρχαν. Ούτε να καταστείλει τους αγώνες, αν ήταν σημαντικοί και αυτόνομοι. Και, προπαντός, αν είχαν εναλλακτική πολιτική πρόταση συνολική.
Βασικός στόχος αυτού του γραπτού, λοιπόν, είναι να καταδείξει – έχει αρχίσει ήδη να το κάνει – την ιδεολογική γύμνια της αριστεράς. Η δεξιά μπορεί εύκολα να οχυρωθεί στα ιερά της φυλής, αν αυτό θα μπορούσε να είναι ιδεολογία για το σήμερα. Αν η αριστερά δείχνει ότι επιδιώκει να βρει και αυτή κρησφύγετο σε αυτά, ο δρόμος είναι άγονος και χαμένος. Αν, επιπλέον, αυτή η αριστερά, αποδείχνεται τελείως ακαλλιέργητη και αμόρφωτη σε στοιχειώδη θέματα, τότε η μάχη των ιδεών είναι χαμένη.
Ο υποψιασμένος πολίτης, που σίγουρα υπάρχει σήμερα, θα αναρωτιέται : μια γιατί αυτή η διαίρεση δεξιά-αριστερά ; Ναι, αποτελεί και αυτό στοιχείο της σημερινής ιδεολογικής ηγεμονίας, χωρίς όμως ιδέες, της καθεστηκυίας πολιτικής. Πρέπει τα πράγματα να είναι διχασμένα, κομμένα στα δύο. Είναι ένα μέσο για να κρύβεται ακριβώς αυτή η ιδεολογική γύμνια που ανέφερα. Εμείς και οι άλλοι. Οι καλοί και οι κακοί. Ποιος έχει δίκιο για μια λέξη ο καλός ή ο κακός ;
Και το ζήτημα της βίας, κεντρικό πρόβλημα της σημερινής κοινωνίας, χάνεται στη συζήτηση για μία λέξη και στην κοινοτοπία : «Η βία κ. πρωθυπουργέ γεννάει τη βία.»
Το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα αυτής της συζήτησης : η αξιοποίηση των εθνικών συμβόλων είναι πάντα εθνικιστική
Γιατί όμως χρειάστηκε η επίκληση ενός εθνικού συμβόλου για να στηριχθεί αυτή η κοινοτοπία ; Αυτό είναι το κρίσιμο πολιτικό ζήτημα. Η απάντηση σε αυτό δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τη φιλολογικό ζήτημα του αν ο Σολωμός μιλά, στο συγκεκριμένο δίστιχο, για βία ή για βιασύνη. (Θα καταθέσω στη συνέχεια μερικά στοιχεία από το ίδιο το ποίημα που δείχνουν με τρόπο αδιάσειστο ότι ο Σολωμός μιλούσε για βιασύνη. Αυτό όμως είναι δευτερεύον.)
Δεν διακυβεύεται η φιλολογική γνώση ενός ηγέτη της αριστεράς, αυτή αποδείχτηκε διάτρητη. Μικρή σημασία έχει η διόρθωσή του από τον ορθόδοξο εθνικιστή που δεν είπε παρά αυτό που ήξεραν όλοι. Για να προσθέσει, όμως, το γελοίο : «δεν ήταν ακραίος ο Σολωμός». Και το είπε αυτό για έναν ποιητή που γράφει :
Ακούω κούφια τα τουφέκια,
ακούω σμίξιμο σπαθιών,
ακούω ξύλα, ακούω πελέκια,
ακούω τρίξιμο δοντιών.
Επιπλέον, για έναν ποιητή που βάζει ένα τρομερό επίγραμμα στον ύμνο του για την ελευθερία: «Τη Λευτεριά τραγουδώ, την τόσο ακριβή, όπως ξέρει αυτός που αρνείται για αυτή τη ζωή.» (Ελαφρά αλλαγμένη φράση από το πρώτο τραγούδι του Καθαρτηρίου της Κωμωδίας – που έγινε Θεία εκ των υστέρων – του Δάντη.) Αυτός που αρνήθηκε τη ζωή για την ελευθερία, είναι ο αυτόχειρας για ένα ιδανικό προτίμησε το θάνατο αντί να χάσει την ελευθερία του, χρησιμοποιώντας την υπέρτατη βία εναντίον του εαυτού του.
Γεννιέται όμως το ερώτημα : γιατί επιζητά την αναγνώριση εθνικοφροσύνης ένας κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος κόμματος που θέλει να ονομάζεται αριστερό ;
Διότι αυτή η διεκδίκηση βρίσκεται στο βάθος της αναφοράς του Αλαβάνου. Και τούτο είναι επίσης τελείως ανεξάρτητο από την ερμηνεία της επίμαχης λέξης. Θα μπορούσε να πει : «Ο εθνικός μας ύμνος, τον οποίο γνωρίζετε κύριε πρωθυπουργέ, αρχίζει με την κόψη του σπαθιού την τρομερή.» Τελεία και παύλα. Αλλά πάλι τότε, θα είχε χρησιμοποιήσει την αυθεντία ενός εθνικού συμβόλου. Το οποίο βέβαια αναφέρεται σε τελείως άλλη εποχή και σε τελείως άλλες συνθήκες. Και προπαντός, δεν θα είχε εξηγήσει ή δικαιολογήσει παρά μόνο τη βία που εξυμνεί ο «εθνικός ποιητής». Την είχαν εξυμνήσει, πριν από αυτόν, πολλοί άλλοι, αλλά τα ποιήματά τους δεν είχαν την τύχη να γίνουν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδος. (Διάβασα κάπου ότι είναι ο μόνος εθνικός ύμνος που αφιερώνεται στην ελευθερία. Θα συμφωνήσω απολύτως ότι μια τέτοια άποψη δεν είναι καθόλου αντιπροσωπευτική. Το ότι όμως υπάρχει κάποιος που τολμά και την δημοσιεύει, δείχνει κάτι. Λίγο ακόμα θα ιδούμε … )
Η βασική πολιτική ιδέα, την οποία μαρτυρά όλη η ανθρώπινη ιστορία και η ιδιαίτερη παράδοση των αγώνων για την ελευθερία όλων των λαών, είναι η απλή ιδέα ότι η ελευθερία κατακτιέται με το σπαθί μας. Τούτη η ιδέα δεν μπορεί να καταφύγει σε καμιά εθνική αυθεντία, που είναι πάντα εθνικιστική ως μονομερής και άρα ψευδής.
Το τρομερό στην ατυχέστατη αναφορά του Αλαβάνου δεν συνίσταται στη σημασία και τον τονισμό της λέξης (βία ή βια, έχουμε σε αυτό τη μαρτυρία του ίδιου του ποιητή, βλέπε παρακάτω), αλλά στον περιορισμό του σε μία λέξη, για να υποστηρίξει αυτό που μαρτυρά όλη η ανθρώπινη ιστορία. Αυτό με εξέπληξε περισσότερο, πέρα από τη φιλολογική γύμνια ενός σημερινού ηγέτη της αριστεράς. Κάνω εδώ την πιο ευνοϊκή για τον βουλευτή υπόθεση. Εάν η προσφυγή του στον εθνικό ύμνο αποσκοπούσε στην προβολή της άποψης ότι η βία στον αγώνα για τη δημοκρατία και την ελευθερία είναι μερικές φορές ή πάντα δικαιολογημένη, τότε η καταφυγή του στη λεξικογραφική πλευρά των πραγμάτων, επιπλέον καταφυγή λανθασμένη, μαρτυρά ιδεολογική γύμνια και απουσία στοιχειώδους καλλιέργειας.
Ας προσθέσω ότι το σπαθί δεν σημαίνει μόνο βία, αλλά και πολλά άλλα πράγματα, παραδείγματος χάριν πολιτική ευστροφία, φαντασία και μαεστρία, τόλμη και … αρετή. Ας προσθέσω ακόμα ότι είναι εντελώς άλλο πράγμα η απελευθέρωση και εντελώς άλλο πράγμα η ελευθερία. Απελευθέρωση μπορεί να είναι η αποτίναξη ενός ξενικού ζυγού. (Κατά βάση, για αυτή την ελευθερία μιλά ο Σολωμός.) Ελευθερία είναι η δημιουργία θεσμών που εξασφαλίζουν ελεύθερη ζωή, σε όλους τους τομείς, για όλα τα μέλη μιας κοινωνίας.
Σε αυτό το στάδιο βρισκόμαστε σήμερα στην ελληνική κοινωνία. Και το θέμα της δημιουργίας τέτοιων θεσμών είναι βασικό πολιτικό ζήτημα που δεν θα μας το λύσει κανένα εθνικό σύμβολο. Το ζήτημα αυτό προηγείται κάθε συζήτησης περί βίας, για τον απλούστατο λόγο ότι οφείλουμε πρώτα να έχουμε θέσεις και ιδέες για μια κοινωνία με λιγότερη βία, και να προσπαθήσουμε δημοκρατικά να τις υλοποιήσουμε. Η δική μας δημοκρατική άποψη για την πολιτική διακηρύσσει ότι το μόνο μέσο για αυτή την υλοποίηση είναι η πειθώ. Αν όμως αντιτάσσεται η αντιδημοκρατική βία, η οποία είναι ιστορικά αποδεδειγμένο ότι προέρχεται από την υπάρχουσα εξουσία, τότε η ελευθερία κατακτιέται με το σπαθί μας. Η ελευθερία όμως, κι αν βιάζεται, με την διπλή έννοια (παραβιάζεται και δείχνει βιασύνη), δεν βιάζει.
Έτσι, η βασική μου γνώμη είναι ότι, όποια ερμηνεία κι αν δώσουμε στη λέξη βία στο συγκεκριμένο δίστιχο του Σολωμού, η αναφορά του βουλευτή Αλέκου Αλαβάνου είναι πολιτικά εθνικιστική και ταυτόχρονα κενή περιεχομένου. Αν, επιπλέον, ληφθεί υπόψη και το λάθος που έκανε, η αναφορά αυτή είναι φιλολογικά ατυχέστατη.
Δεν έχω στόχο να επιχειρηματολογήσω υπέρ της άποψης ότι η αναφορά αυτή μαρτυρά μια βαθιά συντηρητική σκέψη. Άλλωστε, όπως δείχνει η συνέχεια της ομιλίας του Αλαβάνου, που περιέχει και δεύτερη ποιητική αναφορά ατυχέστατη και αυτή, το πρόβλημά του δεν είναι διόλου η ελευθερία αλλά η ασφάλεια στην οικογένεια : «Τι κάνετε για να μειώσετε τα άνθη του κακού ; Το χρήμα πάει στις τράπεζες αντί να πάει εκεί που πρέπει, στους αγρότες, τους χαμηλόμισθους, τους απολυμένους, στην απασχόληση, ώστε να αισθανθεί ασφάλεια η οικογένεια.»
Πέρα από την προσωπικότητα του κάθε βουλευτή, η ένδεια ιδεών που παρουσιάζουν όλα τα πολιτικά κόμματα είναι ολοφάνερη. Στοιχείο της αποτελεί όχι μόνο η συντηρητική επιστροφή στα εθνικά ποιήματα, για να μιλήσουν για τις πραγματικότητες του σήμερα, αλλά και η στενόμυαλη περιχαράκωση σε λέξεις και τον τονισμό τους ως στοιχείο πολιτικής συζήτησης. Η αποφασιστική απόρριψη της καθεστηκυίας πολιτικής, η μη συμμετοχή σε οποιονδήποτε από τους θεσμούς της, αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της δημιουργίας μιας ριζικά άλλης πολιτικής. Σε όσους σπεύσουν να σκεφτούν ότι μπορεί να υποτιμώ τα ζητήματα που αναφέρει ο βουλευτής, απαντώ εν τάχει: πρώτον, είμαστε στη σημερινή κατάσταση λόγω της αξεπέραστης αδυναμίας της αριστεράς να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στη δεξιά και του ελέγχου που ασκεί ακόμα στις συλλογικές κινητοποιήσεις δεύτερον, η λογική που εμπνέει τις προτάσεις του βουλευτή είναι τελείως λαθεμένη.
Αναφύεται όμως εδώ και ένα δεύτερο πολιτικό ζήτημα, που είναι στην ουσία το ίδιο. Γιατί τόση συζήτηση γύρω από μία λέξη ; Γιατί ένα μέρος των πολιτών θέλουν να δικαιωθεί η μία ή η άλλη άποψη, περί βίας ή βιασύνης, όταν άλλα είναι τα καυτά ζητήματα της κοινωνίας ; Η ανάγκη ποιας αυθεντίας αναδεικνύεται ;
Αναδεικνύεται η ανάγκη των ειδικών, των φιλόλογων, των γλωσσολόγων και των λεξικογράφων, για να μιλήσουν για ένα θέμα που ξέρουμε από παιδιά. Επιζητείται η συνδρομή τους για κάτι που μπορεί ο καθένας μας να καταλάβει αμέσως, αρκεί να σκεφτεί ποιο είναι το νόημα περισσότερων από μιας λέξεων. Αρκεί να διαθέσει λίγο χρόνο για να κοιτάξει όλο το ποίημα, και ιδίως τις στροφές 122-127.
Η ερμηνεία της λέξης «βία» στο συγκεκριμένο σημείο
Αντιγράφω τις δύο πρώτες στροφές, και αυτές που μόλις ανέφερα. Χρησιμοποιώ το βιβλίο : Διονυσίου Σολωμού, Άπαντα, Ποιήματα και πεζά, και 6 μελέτες για τη ζωή και το έργο του, έκδοσις Μπίρη, με πρόλογο του εκδότη που δίνει ως χρονολογία Σεπτέμβριος 1968. Αλλάζω για ευκολία το πολυτονικό σε μονοτονικό, κάτι που δεν επηρεάζει καθόλου τα νοήματα, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
1
Σε γνωρίζω από την κόψι
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψι,
που με βία μετράει τη γη.
2
Απ' τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά,
και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά !
Όπως ήδη έγραψα, για τον καλόπιστο αναγνώστη, που δεν έχει χάσει την κοινή λογική, η βία, αν αυτή ψάχνουμε να βρούμε, υπάρχει ήδη στους δύο πρώτους στίχους. Τι πιο φοβερό, ως βία, από την κόψι του σπαθιού την τρομερή ; Μπορούμε να σκεφτούμε ότι θα ήταν πλεονασμός, και μάλιστα πτώχευση αυτής της βίας, αν ο ποιητής την επαναλάμβανε μετά την κρυστάλλινη σαφήνεια των πρώτων στίχων. Οι δύο επόμενοι στίχοι, πράγματι, δεν έχουν αυτή τη σαφήνεια. Μας λείπουν οι ακριβείς έννοιες τριών τουλάχιστον λέξεων : όψι, μετράει, γη. Ο ποιητής γράφει στη δημοτική. Για την όψι, μπορούμε να σκεφτούμε ότι εννοεί όλη την όψι της Ελευθερίας, δηλαδή το πρόσωπό της, και ο ίδιος επικεντρώνει την προσοχή του στο βλέμμα της. Θα ήταν μονοδιάστατο και αντιποιητικό να υποθέσουμε ότι ο Σολωμός φαντάζεται το βλέμμα της Ελευθερίας βίαιο, βάναυσο, άγριο, απότομο. Μπορεί όμως αυτό το βλέμμα να έχει σπουδή, βιασύνη, να είναι γρήγορο, αποφασιστικό, ερευνητικό. Και γιατί όχι έξυπνο. Για το μετράει, δεν μπορούμε να σκεφτούμε κάτι άλλο από μια συνηθισμένη σημασία του ρήματος αυτού : εκτιμά, εξετάζει (με το βλέμμα), εξέταση που μαρτυρά όλο το πρόσωπό της. Έτσι, γίνεται κλειδί η λέξη γη.
Πριν προχωρήσω αμέσως παρακάτω σε αυτή τη λέξη, ας πω πρώτα ότι η αναγνώριση της ελευθερίας με το σπαθί, που κόβει τρομερά, και το έντονο βλέμμα, που μετράει τη γη (κόβει κάτι με το μάτι, λέμε μερικές φορές για το γρήγορο και ερευνητικό βλέμμα), γίνεται για να της απευθύνει τον χαιρετισμό που ακολουθεί άμεσα, και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την επωδό του ποιήματος (επαναλαμβάνεται 4 φορές μόλις μπαίνει σε νέο θέμα). Η ιδέα ότι αυτή η Ελευθερία αναδύεται από τα ιερά οστά των προγόνων, δεν είναι πρωτότυπη. Ο Σολωμός θέλει να υπογραμμίσει εκ νέου ότι είναι γενναία, αφού έχει αρχίσει ήδη να κόφτει: το τουφέκι ανάβει, αστράφτει, / λάμπει, κόφτει το σπαθί (στροφή 39), και μάλιστα: Χάμου πέφτουνε κομμένα / χέρια, πόδια, κεφαλές, … (στροφή 64). Άλλη μια φορά, η βία είναι εδώ, στο σπαθί της Ελευθερίας. Δεν καταλαβαίνω γιατί να την αναζητούμε στο βλέμμα της. Ας υπενθυμίσουμε επίσης ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε τη βία που είχαν υποστεί αυτοί που κρατούν τώρα το σπαθί της ελευθερίας. Στροφή 9: Με τα ρούχα αιματωμένα, / ξέρω ότι έβγαινες κρυφά, / να γυρεύεις εις τα ξένα / άλλα χέρια δυνατά.
(Σε μία παραλλαγή του ποιήματος Εις το θάνατο του Λορδ Μπάιρον, διαβάζουμε : Εβασίλευεν η βία, / η αρπαγή και ο σκοτωμός. Ουδεμία αμφιβολία εδώ ότι πρόκειται για τη βία, και συγκεκριμένα των κατακτητών. Η παραλλαγή αυτή αναφέρεται στη σελίδα 94 του βιβλίου, για τη στροφή 86, αλλά δεν είμαι σίγουρος αν η παραπομπή σε αυτή τη στροφή είναι η ορθή. Πάντως αποδεικνύεται ότι ο Σολωμός δεν χρησιμοποιεί τη βία μόνο με την έννοια της βιασύνης, όπως γράφτηκε από «έγκυρο» φιλόλογο.)
Το ερώτημα για τη λέξη γη, παραμένει. Λίγη υπομονή, για προχωρήσουμε ώς τη στροφή 122 η οποία είναι ακριβώς η ίδια με την πρώτη του ποιήματος.
122
Σε γνωρίζω από την κόψι
του σπαθιού την τρομερή,
σε γνωρίζω από την όψι,
που με βία μετράει τη γη.
123
Εις αυτήν, είν' ξακουσμένο, (Το «Εις αυτήν», αναφέρεται σαφέστατα στη γη.)
δεν νικιέσαι εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε. (Αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε ότι γη σημαίνει στεριά.)
124
Το στοιχείον αυτό ξαπλώνει
κύματ' άπειρα εις τη γή,
με τα οποία την περιζώνει,
κ' είναι εικόνα σου λαμπρή.
125
Με βρυχίσματα σαλεύει
που τρομάζει η ακοή
κάθε ξύλο κινδυνεύει
και λιμώνα αναζητεί.
126
Φαίνετ' έπειτα η γαλήνη
και το λάμψιμο του ηλιού,
και τα χρώματα αναδίνει
του γλαυκότατου ουρανού.
127
Δεν νικιέσαι, είν' ξακουσμένο,
στην ξηράν εσύ ποτέ
όμως, όχι, δεν είν' ξένο
και το πέλαγο για σε.
Ίδια περίπου με την 123, η στροφή 127 λύνει σαφέστατα το πρόβλημα που είχανε για τη λέξη γη. Είναι η ξηρά, σε αντιδιαστολή ας πούμε, με το πέλαγο, τη θάλασσα.
Έτσι η Ελευθερία του Σολωμού ρίχνει μια γρήγορη ματιά καταρχάς στη στεριά, πρώτο και αποφασιστικό πεδίο του απελευθερωτικού αγώνα – πολέμου – των Ελλήνων τότε.
Αν ακόμα και τώρα υποθέσουμε ότι αυτή η ματιά είναι βίαιη, η βία που μάταια αναζητούν μερικοί στην τρίτο και τέταρτο στίχο της πρώτης στροφής, όχι μόνο θα ήταν πτωχή, αλλά θα στηριζόταν επίμονα σε μία λέξη, ενώ όχι μόνο οι δύο πρώτες στροφές αλλά και πολλές άλλες την λένε και την τραγουδούν σαφέστατα.
Πώς διαβάζεται η λέξη «βία» ; Σημειώσεις του ίδιου του ποιητή, στη σελ. 52. Υπερασπίζει το ποίημά του απέναντι σε αυτούς που είπαν: «Κρίμα! Υψηλά νοήματα και στίχοι σφαλμένοι! » Και γράφει: «Για να δεχθώ την πρώτη, ακαρτερώ να δικαιολογήσουν την δεύτερη παρατήρησι.» Αλλά συμπληρώνει: «Κάθε συλλαβή είναι ένα πόδι, …, όποιος και αν είναι ο στίχος όμως εσύ δεν ηξεύρεις να τα μετράς. Το φωνήεν, με το οποίον τελειώνει η λέξι, χάνεται εις το φωνήεν με το οποίον η ακόλουθη αρχινά όμως το προφέρω, επειδή έτσι με συμβουλεύει η τέχνη της αληθινής αρμονίας. Το ια (βία), το εει (ρέει), τοαϊ (Μάϊ) και τα εξής, όταν δεν είναι εις το τέλος του στίχου, δεν κάνουν παρά μία συλλαβή.» Τι χρείαν έχουμε άλλων μαρτύρων;
Ο ποιητής ήθελε η λέξη «βία» να διαβάζεται ως μία συλλαβή, για λόγους του ποιητικού μέτρου, και ο συνθέτης που μελοποίησε τον Ύμνον εις την Ελευθερίαν δεν γελάστηκε σε αυτό. Όλοι έτσι τον έχουν τραγουδήσει.
(Η πεζή πένα του Σολωμού μας βοηθά να σκεφτούμε ότι θα μπορούσαμε να εννοήσουμε τη φράση «μετράει τη γη» με τον πιο απλό τρόπο : εκτιμά την έκταση.)
Μια βοηθητική ερμηνεία, στη σελίδα 351 του βιβλίου που έχω αναφέρει «Εις τον "Ύμνον" ο Σολωμός έδειχνε ότι ήδη ήταν ικανός να ρυθμίζη το ύφος του κατά τα διαφορετικά ποιητικά αντικείμενα. Επικρατεί, με αμίμητην απλότητα, ο ελεγειακός χαρακτήρας εις το προοίμιον – Στρ. 3-14 -, όπου ο ποιητής ενθυμίζει το περασμένο και κανονικώς το έκαμε, διότι δίχως την αρχαία λαμπρότητα, δίχως την υπομονή μες τα πολυχρόνια ποιήματα [παθήματα;], δεν εννοείται η ακαταμάχητη ορμή του αυτόνομου Ελληνικού πνεύματος, όπου παρουσιάζεται εις την φαντασία του ποιητή βγαλμένο από τα ιερά κόκκαλα των προγόνων, με την ακονισμένη ρομφαία, και με το μάτι όπου με βία μετράει τη γη, ως να εθαρρούσε ότι γλήγορα θα την κάμη δική του.» Ιάκωβου Πολυλά, Προλεγόμενα, όπως εδημοσιεύθησαν στην έκδοσι Κερκύρας, 1859.
Η λέξη γλήγορα του Πολυλά ερμηνεύει σαφέστατα τη λέξη βία. Το παραπάνω χωρίο όμως χρησιμοποιήθηκε για να αποδείξει το αντίθετο. Η υπόθεση θα ήταν τότε ότι ο Πολυλάς θέλει να πει : ως να εθαρρούσε, ο ποιητής, ότι γλήγορα η ακαταμάχητη ορμή του αυτόνομου Ελληνικού πνεύματος θα την κάμη δική του, τη γη, με τη βία. Υπόθεση γελοία.
Αντί επιλόγου
Δεν θέλω να τα συσχετίζω και να τα γενικεύω όλα. Έχω, έχουμε μερικοί, διαπιστώσει από καιρό την αντιπνευματικότητα, την αντιποιητικότητα, την αποβλάκωση της ελληνικής κοινωνίας. (Η Γαλλία, δεν θα πάψω να το επαναλαμβάνω, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Απαιτεί άλλη ανάλυση. Θα επανέλθω αμέσως όμως.) Η τελευταία συζήτηση στη Βουλή για το ποίημα του Σολωμού με άφησε άναυδο. Να συζητούν αν ο ποιητής γράφει βία ή βια, και να μη βλέπουν τα συμφραζόμενα και το περιεχόμενο της στροφής και όλου του ποιήματος, αυτό ξεπερνά κάθε όριο ηλιθιότητας, και αποδεικνύει αποβλάκωση και τρομερή, παρά … την κόψη του σπαθιού, απουσία καλλιέργειας, στοιχειώδους μόρφωσης και κοινής λογικής. Να ψάχνουν αυτό που κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια, δηλαδή το ρόλο της βίας στην ιστορία, σε μία λέξη του εθνικού ύμνου, ε ! αυτό πια ξεπερνά και τους τυφλοσούρτες του μαρξισμού.
Η ιδεολογική γύμνια της αριστεράς είναι ανομολόγητη, και επιπλέον δεν κρύβεται. Τα λέω αυτά διότι, εντούτοις, υπήρξαν φίλοι που μου έλεγαν ότι η λέξη είναι βία και όχι βια, λες και αυτό είναι το πρόβλημα. Που άνοιγαν τα λεξικά αντί για το ποίημα και τα βιβλία της ιστορίας που μαρτυρούν : η ελευθερία κατακτιέται με αίμα. Που έμπαιναν αμήχανοι στο δίλημμα, αντί να κάνουν να δουλέψουν τα μυαλά, που κόβουν όταν είναι ελεύθερα.
Εντούτοις, παρά τον δεύτερο προπατορικό νεοελληνικό μύθο κατά τον οποίο τα φώτα έφυγαν από μας γιατί πήγαν αλλού, η βλακεία σήμερα δεν είναι μόνο ελληνικό φαινόμενο. Μετά την αποδοκιμασία του εθνικού ύμνου της Γαλλίας, στην αρχή ενός ποδοσφαιρικού αγώνα των εθνικών ομάδων της Γαλλίας και του Μαρόκου, ψηφίστηκε νόμος στη γαλλική Βουλή για την αυστηρή τιμωρία όποιου αποδοκιμάζει το εθνικό σύμβολο. Ο Σαρκοζί μάλιστα πρότεινε, ως αποτρεπτικό μέτρο, να διακόπτεται οριστικά ο αγώνας αν κάποιοι αποδοκιμάσουν την Μασσαλιώτιδα. Κομμάτι δύσκολο να εφαρμοστεί. Το κλου : ακούστηκε στην εθνική ποδοσφαιρική ομοσπονδία της Γαλλίας και η ιδέα να αναγκάζονται οι παίκτες της εθνικής ομάδας να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο που παίζεται στην αρχή του αγώνα. Έτσι, όταν η τηλεόραση θα δείχνει την όψη τους, εκατομμύρια τηλεθεατές θα διαπιστώνουν ότι οι καλοί ποδοσφαιριστές γνωρίζουν τον εθνικό ύμνο της χώρας τους σαν καλοί πατριώτες. Ίτε παίδες Ελλήνων. Allons enfants de la Patrie. Ελλάς, Γαλλία, συμμαχία. Και αυτά γίνονται εν έτει 2008. Ποιος είπε ότι η ανθρωπότητα προοδεύει ;
Η δικαιοσύνη και η απόλυτη αμεροληψία, έναντι χωρών και πολιτικών δυνάμεων, επιβάλλουν να θυμίσω ότι, κατά την προεκλογική εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2007, η υποψήφια του σοσιαλιστικού κόμματος, Σεγκολέν Ρουαγιάλ, βασιλικότερη του βασιλέως, πρότεινε στους οπαδούς της να τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και να κρατούν τη γαλλική σημαία, για να μη χαρίζονται, όπως υποστήριζε, αυτά τα σύμβολα στη δεξιά και την ακροδεξιά. Ποιος θα μπορούσε να πει ότι κάποιος μεροληπτεί υπέρ της χώρας στην οποία ζει 23 χρόνια ;
Και όμως, έχει πλοίο για μας, έχει οδό.
* νίκος ηλιόπουλος
Παρίσι, 8-12 Μαΐου 2009