Mια θετική εξέλιξη σε μια πτυχή του «Μακεδονικού»
Του Χάρη Ανδρεόπουλου*
Στο υπό τον τίτλο «Η εκκλησιαστική πτυχή στο “Μακεδονικό”» άρθρο μας στην εφημερίδα «Ελευθερία» Λαρίσης της 4ης Φεβρουαρίου 2018 (σελ. 12), αναφορικώς με την σχισματική «Εκκλησία της Μακεδονίας», καταλήγαμε με την πρόταση ότι εξ επόψεως νομοκανονικότητος «η μόνη λύση είναι ν΄ αποδεχθούν την ονομασία της εκκλησιαστικής τους επαρχίας ως “Αρχιεπισκοπής Αχρίδος – Σκοπίων”».
Στο πλαίσιο των εν εξελίξει διαβουλεύσεων μεταξύ της Ελλάδος και της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (FYROM) για το ονοματολογικό ζήτημα, πληροφορούμαστε περί του υποβληθέντος στο Οικουμενικό Πατριαρχείο αιτήματος της «εν σχίσματι τελούσης Εκκλησίας των Σκοπίων, το υποστηριζόμενον και δια γράμματος του Πρωθυπουργού της FYROM κ. Ζόραν Ζάεφ», δια του οποίου ζητείται «η ανάληψις υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου της πρωτοβουλίας επαναφοράς της Εκκλησίας αυτής εις την κανονικότητα, υπό το όνομα της Αρχιεπισκοπής Αχριδών».
Συμφώνως με το σχετικό ανακοινωθέν (30 Μαϊου 2018), «η Αγία και Ιερά Σύνοδος απεφάσισε να επιληφθεί αυτού (του αιτήματος) και διενεργήση τα δέοντα υπό τους απαραβάτους όρους των ιστορικοκανονικών αρμοδιοτήτων και προνομίων του πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου». Αναμφιβόλως, πρόκειται για μια κατ΄ αρχήν θετική εξέλιξη για την επίλυση ενός προβλήματος, μιας ιδιαίτερης πτυχής στο όλο «Μακεδονικό» ζήτημα που ταλαιπωρεί το σώμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας εδώ και 70 χρόνια (από της πραξικοπηματικής αυτοαναγορεύσεως της εκκλησιαστικής επαρχίας των Σκοπίων ως αυτονόμου «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας», το 1945, επί Τίτο, μέχρι σήμερα).
Η Εκκλησία των Σκοπίων από το 1967, οπότε ανεκήρυξε de facto την πλήρη ανεξαρτησία της («αυτοκεφαλία»), θεωρείται σχισματική από όλα τα Πατριαρχεία και τις κατά τόπους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες. Η πρώτη, μάλιστα, εκ των Εκκλησιών που απεδοκίμασαν την πραξικοπηματική αυτοκεφαλία των Σκοπίων υπήρξε η Εκκλησία της Ελλάδος, η οποία τον Σεπτέμβριο του 1967, με απόφαση της υπό τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο (Κοτσώνη), τότε «Αριστίνδην» Ι. Συνόδου, θεώρησε ως «πάντη αντικανονικόν και άθεσμον τον τρόπον κατά τον οποίον ανεκηρύχθη εις αυτοκέφαλον η λεγομένη Μακεδονική Εκκλησία», και «κατά τα υπό των ιερών κανόνων επιτασσόμενα» διέκοψε «πάντα δεσμόν και πάσαν μετά των σχισματικών επισκόπων και λοιπών κληρικών αυτής επικοινωνίαν» (βλ. Χ. Μ. Ανδρεόπουλου, «Η σχισματική “Εκκλησία της Μακεδονίας”. Ιστορική και νομοκανονική προσέγγιση», Νομοκανονικά, 1/2018, σσ. 51-70, και ιδίως σ. 63, υποσημ. 35).
H πρώτη, ουσιαστική απόπειρα επαναφοράς της σχισματικής «Εκκλησίας της Μακεδονίας» στην κανονικότητα έγινε μια δεκαετία μετά την διάλυση της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας και την ανεξαρτητοποίηση των Σκοπίων (1991) και συγκεκριμένα τον Μάϊο του 2002, όταν εκπρόσωποι του Πατριαρχείου Σερβίας και της (αυτοαποκαλούμενης ως «Μακεδονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας») Εκκλησίας των Σκοπίων συναντήθηκαν στη πόλη Νις της Σερβίας και υπέγραψαν προσχέδιο συμφωνίας που προέβλεπε η Εκκλησία των Σκοπίων να ονομάζεται «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος – Σκοπίων» (χωρίς, φυσικά, τον προσδιορισμό «μακεδονική») και να της δοθεί ευρεία αυτονομία. Ωστόσο, ύστερα από πιέσεις των εθνικιστικών κύκλων της FYROM, τον Ιούλιο του 2002 η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας των Σκοπίων απέρριψε το προσχέδιο του είχαν υπογράψει ένα μόλις μήνα πριν εκπρόσωποί της στο Νις και έτσι το αδιέξοδο παρέμεινε.
Χθες, με την υποβολή του αιτήματος προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για διευθέτηση του προβλήματος επί τη βάσει της «Συμφωνίας του Νις», του 2002, διανοίγεται μια νέα, ελπιδοφόρα προοπτική, καθώς διαφαίνεται στον ορίζοντα λύση η οποία και στην κανονική τάξη ανταποκρίνεται (δια της, επι της ουσίας, αποδοχής της προτάσεως του Πατριαρχείου της Σερβίας – στην κανονική αρμοδιότητα του οποίου υπάγεται η Εκκλησία των Σκοπίων – για το όνομα «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος») και την ιστορική αλήθεια αποκαθιστά (δια της απαλείψεως από το όνομα της εν λόγω Εκκλησίας του όρου «Μακεδονία» και των – όποιων – παραγώγων του, όπως επιτακτικά είχαν ζητήσει τον περασμένο Ιανουάριο, με παρέμβασή τους στον Ελληνα Πρωθυπουργό ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και η περί αυτόν Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος).
Εις ότι αφορά στο προτεινόμενο όνομα («Αρχιεπισκοπή Αχριδών» / Αχρίδος) και επειδή στο παρελθόν επιχειρήθηκε και εδώ ο σφετερισμός της ονομασίας μιας Αρχιεπισκοπής (της Αχρίδος) δια της αλλοιώσεως της αληθούς ιστορικής προελεύσεως αυτής, θα πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Το χρησιμοποποιηθέν στο παρελθόν (το 1945, με την πρώτη πραξικοπηματική αυτοαναγόρευση της εκκλησιαστικής επαρχίας των Σκοπίων ως αυτόνομης Εκκλησίας) επιχείρημα ότι η Εκκλησία τους αποτελεί ιστορική συνέχεια της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος (και μάλιστα αυτής θεωρηθείσης –και προσδιορισθείσης– ως «μακεδονικής»), στερείται ιστορικών και εκκλησιολογικών ερεισμάτων, καθώς η εν λόγω Αρχιεπισκοπή: α) Δεν υπήρξε ποτέ εθνική Εκκλησία, αφού δεν ταυτίσθηκε με την πολιτική υπόσταση κανενός σλαβικού κράτους, β) Δεν υπήρξε ποτέ κανονικώς αυτοκέφαλη Εκκλησία, αφού δεν ιδρύθηκε με απόφαση πατριαρχική, κατά τα εκκλησιαστικώς θέσμια, αλλά με αυτοκρατορική διάταξη (επί Ιουστινιανού, τον 6ο αιώνα, με αρχική ονομασία ως Αρχιεπισκοπή «Πρώτης Ιουστιανιανής»), η οποία δεν επικυρώθηκε από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αλλά αναγνωρίσθηκε de facto. Μετονομάσθηκε τον 11ο αιώνα σε «Αχρίδος» και καταργήθηκε το 1767, ενσωματωθεισών των εκκλησιαστικών επαρχιών της στον Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, γ) Δεν είχε ποτέ την ονομασία «μακεδονική», αφού ποτέ δεν είχε μακεδονικό χαρακτήρα. Το ποίμνιό της ήταν μεικτό: ελληνικό, βουλγαρικό, σερβικό, δ) Γεωγραφικά μόνο ένα μικρό τμήμα του σημερικού κράτους των Σκοπίων (FYROM) περιλαμβανόταν στην τότε Αρχιεπισκοπή Αχρίδος. Το μεγαλύτερο μέρος της ξεπερνούσε κατά πολύ τα μικρά δικαιοδοσιακά όρια της σημερινής σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων. Πλην της πόλεως και μικρής περιοχής γύρω απ΄ αυτήν, το υπόλοιπο μέρος της τότε Αρχιεπισκοπής ανήκει σήμερα στις Ορθόδοξες Εκκλησίες Ελλάδος, Βουλγαρίας, Σερβίας και Αλβανίας. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι η σημερινή εκκλησιαστική ηγεσία των Σκοπίων, αφ΄ ής στιγμής υπέβαλε το αίτημα επαναφοράς στην κανονικότητα, έχει εγκαταλείψει την πολιτική της φαλκιδεύσεως της εκκλησιαστικής ιστορίας. Εξ άλλου η «Συμφωνία του Νις» είναι σαφής ως προς την προτεινομένη ονομασία: «Αρχιεπισκοπή Αχρίδος – Σκοπίων», με το δεύτερο συνθετικό να οριοθετεί με σαφήνεια τα δικαιοδοσιακά όρια της εν λόγω Εκκλησίας.
Εν συμπεράσματι: Η εξέλιξη, ως κατ΄ αρχήν θετική, επιτρέπει τη συγκρατημένη αισιοδοξία. Οπωσδήποτε δεν πρέπει να βιαζόμαστε και θαρρώ ότι θα πρέπει να εμπιστευτούμε στους χειρισμούς τους το Οικουμενικό Πατριαρχείο και το Πατριαρχείο της Σερβίας. Ο Θεός να δώσει να κλείσει το συντομότερο αυτή η πληγή στο σώμα της Ορθοδοξίας.
* Ο Χάρης Ανδρεόπουλος είναι θεολόγος καθηγητής, Δρ. Εκκλησιαστικής Ιστορίας του ΑΠΘ