Διαίρει και «δημοκράτευε» …

Διαίρει και «δημοκράτευε» – με υψηλή αισθητική…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα


 

Οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων συχνά αποδεικνύονται απροσανατόλιστες κι αναποτελεσματικές, φαίνεται ωστόσο πως τουλάχιστον διαθέτουν υψηλή αισθητική αντίληψη. Γιατί, τι άλλο πέρα από την υψηλή αισθητική θα εξηγούσε την ύπαρξη τόσων διακοσμητικών στοιχείων στην πολιτική σάλα; Διακοσμητικό το δικαίωμα στην απεργία, που μονίμως χαρακτηρίζεται «παράνομη και καταχρηστική», διακοσμητικές οι δικαστικές αποφάσεις, που εκδίδονται για να μην εφαρμόζονται, διακοσμητικά τα κρατικά όργανα, όπως η αστυνομία, η οποία λαμβάνει από την πολιτική ηγεσία εντολές δράσης διαφορετικές από εκείνες που υπαγορεύουν οι δικαστικές αποφάσεις.



* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 304, 1/10/2010.

Το αληθές της διακόσμησης επιβεβαιώνεται καταρχάς από την εικοσιτετράωρη απεργία των σιδηροδρομικών υπαλλήλων στις 14/9/2010: «Η απεργία πραγματοποιείται, παρότι κρίθηκε παράνομη και καταχρηστική από το Πρωτοδικείο Αθηνών», σημειώνεται στο σάιτ της Ε.Ρ.Τ. (http://www.inews.gr/23/apergia-para-tin-dikastiki-apofasi.htm).

Ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Σιδηροδρομικών (Π.Ο.Σ.) κ. Νίκος Κιουτσούκης επιβεβαιώνει την είδηση, εκφράζοντας τη βούληση του κλάδου του να υπερασπιστεί τα αιτήματά του: «Παρότι η κυβέρνηση έβγαλε την απεργία παράνομη και καταχρηστική, εμείς προχωρούμε σε εικοσιτετράωρη απεργία […]» Η αγνόηση των δικαστικών αποφάσεων φαίνεται πως αποτελεί τον κανόνα, όπως προκύπτει κι από την περίπτωση των ιδιοκτητών φορτηγών. Εδώ, μάλιστα, εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ η επίταξη του Ιουλίου, που υποχρεώνει τους ιδιοκτήτες φορτηγών δημόσιας χρήσης να εργαστούν. Όμως, παρά τη σχετική κυβερνητική απόφαση, «η μοναδική εντολή που εφαρμόζεται μέχρι στιγμής από τις αστυνομικές δυνάμεις είναι να μην επιτρέψουν την είσοδο των βαρέων οχημάτων στο κέντρο της Αθήνας», πληροφορεί η ηλεκτρονική «Ζούγκλα» (18/9/2010,  http://www.zougla.gr/page.ashx?pid=2&aid=174202&cid=4)

Η διακοσμητική αντίληψη του πολιτικού συστήματος δοκιμάζεται και υπόκειται σε βελτιώσεις εδώ και μια εικοσαετία περίπου, αφότου η κυβέρνηση του κ. Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στις αρχές της δεκαετίας του ’90, συγκρουόμενη μετωπικά με τα λαϊκά στρώματα (χαρακτηριστική η καταιγιστική εισαγωγή στα ελληνικά πολιτικά ήθη του χαρακτηρισμού των απεργιών από τα «ανεξάρτητα» δικαστήρια ως «παράνομων και καταχρηστικών»), εισέπραξε εκλογικά την κοινωνική κατακραυγή και καταβαραθρώθηκε. Για μια εικοσαετία έκτοτε, την πρακτική μιας κυβέρνησης στιγματισμένης ως αντιλαϊκής την υιοθετούν ασμένως και κατ’ επανάληψη ακόμη και οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ., που κινούνται υποτίθεται στον ιδεολογικό αντίποδα τής Ν.Δ., φροντίζουν όμως να διακοσμούν εντέχνως το ιδεολογικό τους ξεθώριασμα με δικαστικές αποφάνσεις – μπιμπελό. Η κατευθυνόμενη δικαιοσύνη απέδειξε παράλληλα πως όταν πρόκειται να εξυπηρετήσει πολιτικές σκοπιμότητες εκδίδει αποφάσεις καταδικάζοντας τις απεργίες σε χρόνο ρεκόρ: ούτε αναβολές, ούτε εφετεία, ούτε παραγραφές.

Τυχαία ο πρόεδρος της Π.Ο.Σ. σημειώνει πως εκείνη που κήρυξε την απεργία του κλάδου του παράνομη και καταχρηστική ήταν η κυβέρνηση κι όχι τα δικαστήρια; Βέβαια, η ειδίκευση στη διακόσμηση αρνείται την πολιτική ποδηγέτηση της δικαιοσύνης. Επικαλείται πως η ισχύς της «ανεξάρτητης» δικαιοσύνης δεν επιτρέπει στην παρούσα κυβέρνηση, ως εκπρόσωπο της πολιτείας, να εφαρμόσει, για παράδειγμα στην περίπτωση των ιδιοκτητών φορτηγών, τα όποια κατασταλτικά μέτρα απορρέουν από τη δικαστική γνωμοδότηση, εφόσον εδώ δεν πρόκειται πλέον για απεργία αλλά για «στάση εργασίας», σύμφωνα με τη μετονομασία της από τους ιδιοκτήτες φορτηγών, δεδομένης της πολιτικής επιστράτευσης που παραμένει σε ισχύ.

Τα προσχήματα δεν έχουν νόημα. Ούτε πρωτεύει να ελεγχθεί σε ποια σημεία υπερτερεί η επιχειρηματολογία των ιδιοκτητών φορτηγών έναντι της κυβέρνησης και σε ποια χωλαίνει. Το ποιος έχει δίκιο είναι μάλλον ψευδοδίλημμα. Οι ιδιοκτήτες φορτηγών απευθύνονται στο συναίσθημα των πολιτών όταν προβλέπουν πως ο νέος νόμος θα οδηγήσει στην εξόντωσή τους, καθώς οι πολυεθνικές μεταφορικές εταιρείες θα τους εκπαραθυρώσουν. Δεν έχουν άδικο, όμως δεν απαλείφεται ούτε το γεγονός πως κατά τη μονοπωλιακή λειτουργία τους υπήρξαν γρανάζι του συστήματος που εκτόξευε στα ύψη τις τιμές των προϊόντων από την παραγωγή στην κατανάλωση. Οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης, πάλι, πως οι νομοθετικές αλλαγές στον χώρο των μεταφορών αποσκοπούν στην ανταγωνιστικότερη λειτουργία του κλάδου και στην ωφέλεια του αγοραστικού κοινού από την πτώση των τιμών που θα επιφέρει ο ανταγωνισμός, αποτελούν ευσεβείς πόθους. Καμία απελευθέρωση δεν έχει αποτρέψει ως τώρα τον παρασιτισμό των καρτέλ, με χαρακτηριστικά παραδείγματα τις τράπεζες, την ιδιωτική τηλεόραση, τις γαλακτοβιομηχανίες, κι ακόμη χαρακτηριστικότερο την επικείμενη συγχώνευση της «Olympic Air» με την «Aegean» στις αερομεταφορές, η οποία θα σημάνει ουσιαστικά την ανασύσταση μονοπωλίου στις εναέριες μεταφορές.

Το δίλημμα «συμφέρον των απεργών ή συμφέρον του κοινωνικού συνόλου» είναι, συνεπώς, αναμφίβολα ψευδοδίλημμα. Οι κυβερνήσεις στο συμφέρον του μεγαλοεπιχειρηματικού κύκλου αποσκοπούν, καθώς αυτός τις τροφοδοτεί. Το χρόνιο νόσημα είναι ο υποκριτικός τρόπος με τον οποίο οι κυβερνήσεις προωθούν τις μεθοδεύσεις τους, διακοσμώντας τες με δημοκρατικότητα και φιλολαϊκή έγνοια. Η ύπουλη στάση τους εξοργίζει, που στερεί τη νομιμότητα του απεργιακού δικαιώματος από κάθε κλάδο εργαζομένων· η κουτοπόνηρη πρακτική τους, που αποποιείται την πολιτική αναλγησία δικαιολογώντας την πίσω από τις δήθεν δικαστικές αποφάσεις· η συμφεροντολογική τακτική, που εξαιρεί τον πολιτικό κόσμο από κάθε κανόνα. Γιατί, αν ίσχυε καθολικά η θέση της κυβέρνησης περί ανοίγματος των «κλειστών» επαγγελμάτων, πρώτο απ’ όλα θα ’πρεπε ν’ ανοίξει το επάγγελμα του πρωθυπουργού!

Η αυθάδης πολιτική υποκρισία υπερκεράζει κάθε επικοινωνιακό τέχνασμα. Οι επιστήμονες της επικοινωνίας θα πρέπει να τρέμουν μπροστά στην ευφάνταστη πολιτική επικοινωνιακή πρωτοπορία: κάθε απεργία κηρύσσεται παράνομη ώστε να αποστερηθεί οποιαδήποτε βάση νόμιμης πραγματοποίησής της. Αν και παράνομη, ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν κινητοποιούνται για τη διάλυσή της: δίνουν εντολή στα αστυνομικά όργανα, όπως σημειώθηκε και νωρίτερα στο ρεπορτάζ της «Ζούγκλας», να εμποδίσουν τις πορείες των απεργών, ιδίως την προσέγγισή τους στα κτίρια που στεγάζουν τις επιτελικές υπηρεσίες, όχι όμως και να καταστείλουν τις κινητοποιήσεις. Έτσι συντελείται το «θαύμα»: οι κυβερνήσεις αποδεικνύονται «δημοκρατικές», «μεγάθυμες» κι «ανεκτικές», αφού δεν καταστέλλουν τις «παράνομες» κινητοποιήσεις. Παράλληλα φροντίζουν, μέσω των προσκείμενών τους μέσων «ενημέρωσης», να διεκτραγωδούν τις «επιπτώσεις» για τους υπόλοιπους πολίτες λόγω της αποχής των «φιλοτομαριστών» απεργών από την εργασία τους. Ο ψυχολογικός πόλεμος μεγαλουργεί και η ευθύνη των όποιων επιπτώσεων αντί να βαραίνει κάθε φορά τις άκαμπτες κυβερνήσεις, βαραίνει τους εργασιακούς κλάδους! Ποιος ο λόγος, λοιπόν, να επιβάλει μια κυβέρνηση την άρση της «παρανομίας» με τα κατασταλτικά της όργανα, εφόσον, πιέζοντας ψυχολογικά, σπιλώνοντας και διαιρώντας, βασιλεύει και πετυχαίνει τον πολυπόθητο στόχο της; Όλο τούτο το σκηνικό δεν εφαρμόστηκε, εξάλλου, με την πολιτική επιστράτευση των ιδιοκτητών φορτηγών τον Ιούλιο; Τα φύλλα πορείας επιδόθηκαν, όμως δεν επιβλήθηκαν σε κανέναν: η κατάσταση αφέθηκε στη νομιμοφροσύνη όσων συμμορφώθηκαν κι ανέλαβαν υπηρεσία εφοδιάζοντας εκ νέου την αγορά. Οι νομοταγείς έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης και η ατιμωρησία όσων δεν συμμορφώθηκαν κατέστησε τους νομιμόφρονες παίγνιο μιας άνισης και συμφεροντολόγας εξουσίας. Μονίμως η ίδια κουτοπόνηρη τακτική: όσοι συμμορφώνονται στην επιταγή του νόμου στιγματίζονται ως απεργοσπάστες, όσοι δεν συμμορφώνονται αφήνονται να περιαυτολογούν, οι κυβερνήσεις δίνουν ρεσιτάλ «δημοκρατικότητας», μιας και δεν καταπιέζουν κανέναν(;), και η εδραζόμενη στη φιλονομία διαίρεση ισχυροποιεί τις πολιτικές μοναρχίες.

Ο τρόπος με τον οποίο χειρίζονται τα μέσα ενημέρωσης τις ανισότητες, εξυπηρετώντας τα συμφέροντα των μεγαλοεπιχειρηματιών ιδιοκτητών τους, αβαντάρει τον εκπορευόμενο από τις κατ’ όνομα σοσιαλιστικές κυβερνήσεις διχασμό εντός κάθε επαγγελματικής ή κοινωνικής ομάδας. Η μέθοδος δοκιμασμένη κι επιτυχημένη: στήνεται ένας εκπρόσωπος των εργαζομένων απέναντι στο δημοσιογραφικό εκτελεστικό απόσπασμα, βομβαρδίζεται από ερωτήσεις στις οποίες δεν αφήνεται να απαντήσει, και χρεώνεται την «οργή» του κοινωνικού συνόλου που «δεινοπαθεί» από την απεργιακή κινητοποίηση. Η εφαρμογή της μεθόδου στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων του «Mega» στις 18/9/2010 ήταν άψογη, με τον πρόεδρο των ιδιοκτητών φορτηγών κ. Γιώργο Τζωρτζάτο να μη χρεώνεται μόνο την αποκλειστικότητα της δυσκαμψίας στη διαμάχη του κλάδου του με την κυβέρνηση, μα και την ταλαιπωρία του κοινωνικού συνόλου. Η επιτυχής επίρριψη των ευθυνών στον κλάδο των ιδιοκτητών φορτηγών επισφραγίστηκε μάλιστα από ένα δικό του μέλος, τον ιδιοκτήτη μεταφορικής εταιρείας κ. Δημήτρη Κιούση, ο οποίος αποφάνθηκε: «Δεν πρέπει τα φορτηγά, κύριε Τζωρτζάτο, να κάνουν παρέλαση στον δρόμο, δεν πρέπει να πάμε κόντρα στην κοινωνία, δεν πρέπει να πάμε κόντρα στον κόσμο, και θέλω να σας πω ότι όλοι αυτοί, όλος αυτός ο κόσμος θα στραφεί στο τέλος εναντίον μας.» Κι ο διχασμός επέφερε πράγματι «ρήγμα στους κόλπους των μεταφορέων», σύμφωνα με τον ηλεκτρονικό «Σκάι» (22/9/2010, http://www.skai.gr/news/greece/article/152379/apostaseis-stis-kinitopoiiseis-apo-toys-vytioforeis). Για σίγουρα αποτελέσματα, «διαίρει και… “δημοκράτευε”»: θαυματουργό ανά τους αιώνες, δαιμονοποιεί και διαλύει.

Από κοντά, ο κεντρικός παρουσιαστής του δελτίου κ. Νίκος Στραβελάκης, με ύφος χιλίων καρδιναλίων, «δίδαξε» στον κ. Τζωρτζάτο πως εξαιτίας των μπλόκων που στήνουν οι συνάδελφοί του «δεν υπάρχει ο σεβασμός και στο δικαίωμα στην εργασία»! Αλήθεια, όταν ο δημοσιογραφικός κλάδος απεργεί, γίνεται σεβαστό το δικαίωμα στην εργασία όσων δημοσιογράφων επιθυμούν να εργαστούν; Ή μήπως οι ειδησεογραφικές εκπομπές υποχρεώνονται σε απεργιακό πάγωμα χωρίς εξαιρέσεις; Τουλάχιστον, βέβαια, οι απεργίες των δημοσιογράφων δεν πλήττουν το κοινωνικό σύνολο δυσκολεύοντας τη ζωή του, αφού το μόνο που του στερούν είναι ο σχολιασμός των… ποδοσφαιρικών αγώνων – χώρια που και η «στέρηση» τούτη είναι αμφιλεγόμενη! Κι ίσως γι’ αυτό οι δημοσιογράφοι απολαμβάνουν το – σχεδόν αποκλειστικό – προνόμιο να απεργούν χωρίς να κηρύσσονται οι κινητοποιήσεις τους παράνομες και καταχρηστικές.

Αν όμως το δικαίωμα των επαγγελματικών κλάδων να υπερασπίζονται την υπόστασή τους καταλύεται στο όνομα της «δικαιοσύνης», η ευθύνη δεν βαραίνει μόνο τις κυβερνήσεις που δρουν αντιλαϊκά προωθώντας τα μεγαλοεπιχειρηματικά συμφέροντα, ούτε μόνο τα φερέφωνά τους στα μέσα ενημέρωσης, που ’χουν άλλωστε για εργοδότες τους ίδιους κύκλους συμφερόντων. Μεγάλο μερίδιο ευθύνης φέρει το ίδιο το κοινωνικό σύνολο που, εγωκεντρικό κι αδιάφορο, ασχολείται μόνο με την ευκολία και την ιδιώτευσή του, παραβλέποντας ότι η τακτική του «διαίρει και “δημοκράτευε”» σε λίγο θα επισκεφτεί και τη δική του πόρτα. Μόνο που τότε θα τεθεί και το ίδιο αντιμέτωπο με την αδιαφορία και την «οργή» των υπολοίπων.

 

Γιάννης Στρούμπας

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.