Περί λάθους, αξιοπιστίας και άλλων αλχημειών
Του Δημήτρη Καζάκη
Κατανοώ απόλυτα τη δύσκολη θέση όλων εκείνων που πασχίζουν να εμφανίσουν ως αριστερή πρόταση αυτό που επιδιώκουν τα διεθνή επενδυτικά κεφάλαια και οι μεγάλες τράπεζες, δηλαδή την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας εντός του ευρώ, υπό καθεστώς διεθνούς κηδεμονίας και επιτήρησης.
Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκει και ο κ. Καλλωνιάτης, ο οποίος σε ένα πρόσφατο σημείωμά του (http://youpayyourcrisis.blogspot.com/2010/09/blog-post_3287.html) αναλαμβάνει να μας διασώσει από ένα τρομερό λογιστικό λάθος και να αποκαταστήσει την χαμένη τιμή της συζήτησης για το δημόσιο χρέος που υποτίθεται ότι έχει διακορεύσει ο υποφαινόμενος.
Ποιο είναι το τρομερό «λογιστικό λάθος»;
Ο κ. Καλλωνιάτης ισχυρίζεται ότι ο γράφων κάνει μέγα λάθος με το να προσθέτει τις εξοφλήσεις του βραχυπρόθεσμου χρέους στα τοκοχρεωλύσια, διότι «ουσιαστικά πρόκειται για ταμειακές διευκολύνσεις – όχι για δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους – οι οποίες επαναλαμβάνονται, ανακυκλώνονται και αυτοακυρώνονται αρκετές φορές μέσα στη διάρκεια του έτους.» Και για να κάνει υποτίθεται κατανοητό αυτό που λέει παραθέτει το εξής παράδειγμα: «εάν κάποιος κάθε μήνα δαπανά εξ αρχής το ισόποσο του μισθού του (πριν τον εισπράξει πχ στο μέσο ή το τέλος του μήνα) χρησιμοποιώντας τη πιστωτική του κάρτα, και στο τέλος κάθε μήνα πηγαίνει και κλείνει το άνοιγμα της πιστωτικής του με τον μισθό που στο μεταξύ κανονικά εισέπραξε, τι να σημαίνει αυτό άραγε; Μήπως ότι δαπανά όλο τον μισθό του για τις αγορές που έκανε και άλλο τόσο για την αποπληρωμή της κάρτας του; Γιατί αυτό κάνει ο κ. Καζάκης όταν προσθέτει στα τοκοχρεολύσια τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων. Είναι σαν να σου λέει πως στο τέλος του έτους δαπάνησες 14.000 που ήταν ας πούμε το άθροισμα των μισθών σου και άλλες 14.000 για την αποπληρωμή της κάρτας σου (σύνολο 28.000 χωρίς να υπολογίζουμε τόκους χάριν ευκολίας). Μα είναι δυνατόν να έχεις δαπανήσει τα διπλά απ' όσα εισπράττεις ετησίως και μάλιστα αφήνοντας ελάχιστο υπόλοιπο ως χρέος στο τέλος του έτους;»
Έχει δίκιο ως προς το παράδειγμα που αναφέρει ο κ. Καλλωνιάτης; Απόλυτο. Μόνο που του ξεφεύγουν δυο μικρές ασήμαντες λεπτομέρειες: Αφενός δεν λειτουργεί έτσι όπως το περιγράφει το βραχυπρόθεσμο χρέος και, αφετέρου, δεν κάνω τίποτε τέτοιο εγώ. Αν εξαιρέσει κανείς αυτές τις ασήμαντες μικρές λεπτομέρειες, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι ο κ. Καλλωνιάτης έχει απόλυτο δίκιο!
Σχετικά με το παράδειγμα του κ. Καλλωνιάτη, πρέπει να επισημάνουμε ότι το κράτος χρησιμοποιεί την «πιστωτική κάρτα» μη έχοντας διαθέσιμο «μισθό» για να την καλύψει στο τέλος του μήνα. Ο «μισθός» του, δηλαδή τα δημόσια έσοδα, δεν του επαρκούν και γι’ αυτό τραβά από την «πιστωτική κάρτα». Κι όπως όλοι ξέρουν, όσοι τουλάχιστον έχουν βρεθεί στο τέλος του μήνα με ακάλυπτη πιστωτική κάρτα, για να συνεχίσεις να τραβάς από αυτήν και τον επόμενο μήνα, οφείλεις να καταβάλεις τη «δόση» που απαιτεί η εκδότρια τράπεζα. Αυτό συμβαίνει και με το κράτος. Επομένως οι εξοφλήσεις των βραχυπρόσθεσμων τίτλων δεν συνιστούν κάλυψη της «πιστωτικής κάρτας», αλλά καταβολή της τακτικής «δόσης» της.
Αν λοιπόν κάποιος έχει πάρει δάνειο (οικιστικό ή καταναλωτικό) από μια τράπεζα και πληρώνει τακτικά ανά μήνα το καθορισμένο τοκοχρεωλύσιό του και ταυτόχρονα είναι ανοιγμένος σε πιστωτικές κάρτες, είναι ποτέ δυνατόν να μην συνυπολογίσει στη μηνιαία εξυπηρέτηση των δανείων του και τη «δόση» που υποχρεούται να καταβάλει στην εκδότρια τράπεζα της πιστωτικής; Εκτός ίσως από τον κ. Καλλωνιάτη, εγώ προσωπικά δεν γνωρίζω κανέναν που να μην το κάνει. Γιατί λοιπόν να μην ισχύει το ίδιο και για το κράτος; Επειδή έτσι νομίζει ο κ. Καλλωνιάτης;
Ας δούμε τι ισχύει στ’ αλήθεια
Όμως, ας αφήσουμε τα αστεία και τα παραδείγματα και ας πάρουμε τα πράγματα όπως ακριβώς έχουν. Το πρόβλημα του κ. Καλλωνιάτη εντοπίζεται στον πίνακα που παρατίθεται σε ένα άρθρο μου, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Αυγή (7/3/10) και είναι ο παρακάτω:
Πίνακας 1: Δαπάνες εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους (εκατ. ευρώ) |
|||||
|
Α. Τοκοχρεολύσια |
Β. Εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων |
Σύνολο Α + Β |
% επί των Δημόσιων Δαπανών |
% επί του ΑΕΠ |
2000 |
22.688 |
6.342 |
29.030 |
66,0 |
21,3 |
2001 |
20.946 |
2.401 |
23.347 |
52,4 |
15,9 |
2002 |
28.874 |
1.303 |
30.177 |
65,0 |
19,3 |
2003 |
30.041 |
2.228 |
32.269 |
62,5 |
18,7 |
2004 |
27.799 |
7.631 |
35.430 |
61,2 |
19,1 |
2005 |
30.066 |
5.085 |
35.151 |
59,8 |
18,0 |
2006 |
26.065 |
8.091 |
34.156 |
56,3 |
16,2 |
2007 |
31.923 |
24.773 |
56.696 |
84,4 |
25,0 |
2008 |
37.452 |
25.674 |
63.126 |
84,2 |
26,4 |
2009 |
41.340 |
35.904 |
77.224 |
89,8 |
32,1 |
Πηγή: Επεξεργασία στοιχείων Προϋπολογισμού και Εθνικών Λογαριασμών |
Τον αναδημοσιεύουμε για να έχει υπόψη του ο αναγνώστης περί τίνος πρόκειται. Σ’ αυτόν δίνεται μια εκτίμηση των δαπανών εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους με βάση τα στοιχεία των Προϋπολογισμών για την δεκαετία 2000-2009. Σύμφωνα με τον κ. Καλλωνιάτη διαπράξαμε μέγα σφάλμα όταν προσθέσαμε στα τοκοχρεωλύσια, όπως τα ορίζει ο κρατικός προϋπολογισμός, τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων, για τους λόγους που αναφέραμε. Ποια είναι η αλήθεια;
Πρώτο: Το βραχυπρόθεσμο χρέος είναι δανεισμός, καλύπτει τρέχουσες δανειακές ανάγκες και όχι «ταμειακές διευκολύνσεις». Και όπως όλα τα χρέη, έχει κόστος και προπαντός εξυπηρέτηση. Όπως ακριβώς και ο δανεισμός του δημοσίου με έντοκα γραμμάτια και ομόλογα. Πώς αποτυπώνεται η εξυπηρέτηση των εντόκων γραμματίων και των ομολόγων; Με την πληρωμή τοκοχρεολυσίων. Πώς αποτυπώνεται η εξυπηρέτηση του βραχυπρόθεσμου χρέους; Με τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων. Εκτός κι αν ο κ. Καλλωνιάτης ισχυρίζεται ότι ο βραχυπρόθεσμος δανεισμός δεν έχει εξυπηρέτηση, απλά μας τον χαρίζουν οι χρηματογορές και η ΕΚΤ επειδή είμαστε μάγκες. Είναι κι αυτό μια άποψη, αλλά δυστυχώς δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Αν λοιπόν θέλει να δει κανείς τη συνολική εξυπηρέτηση του χρέους του από όλες τις πηγές άντλησης δανεισμού, τι κάνει; Αθροίζει τις εξυπηρετήσεις των διαφορετικών χρεών του. Αυτό λέει η κοινή λογική, αυτό κάνουν όλα τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις, αυτό γίνεται και για το κράτος.
Δεύτερο: Που το βρήκε ο κ. Καλλωνιάτης ότι οι βραχυπρόθεσμοι τίτλοι «αυτοακυρώνονται» εντός του έτους; Σε ποιον καζαμία; Γιατί στον προϋπολογισμό, αλλά και στα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους είναι σίγουρο ότι δεν το βρήκε. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ο κ. Καλλωνιάτης επιλέγει να αγνοήσει τον μηχανισμό ανακύκλωσης του βραχυπρόθεσμου χρέους που έχω εξηγήσει συνοπτικά στα άρθρα μου και κατασκευάζει μια δική του εκδοχή, δίνει το δικό του αυθαίρετο ορισμό, μόνο και μόνο για να «αποδείξει» το δήθεν μέγα λάθος μου. Με αυτό δεν ισχυρίζομαι ότι θα έπρεπε αναγκαστικά να συμφωνήσει μαζί μου, απλά δεν θα έπρεπε να πει και σ’ εμένα τον δυστυχή που κάνω λάθος; Δεν το κάνει. Όχι από παράλειψη, αλλά από σκοπιμότητα προκειμένου να φανεί ότι χρησιμοποιώ αυθαίρετα κάποια στοιχεία χωρίς να έχω εξηγήσει το γιατί. Πράγμα που στην κοινώς καθομιλουμένη αποκαλείται λαθροχειρία, είτε αρέσει στον κ. Καλλωνιάτη, είτε όχι. Και δεν είναι η μόνη, όπως θα δούμε παρακάτω.
Τρίτο: Ποιον «μισθό» άραγε δαπανά το κράτος για να καλύψει το «άνοιγμα» της πιστωτικής του κάρτας; Μήπως από τα δημόσια έσοδα; Αυτό που ισχυρίζεται με το παράδειγμά του ο κ. Καλλωνιάτης είναι ότι το κράτος έχει να εισπράξει ένα ποσό, αλλά επειδή δεν το έχει στο ταμείο του χρησιμοποιεί μια «πιστωτική κάρτα», παίρνει τα λεφτά που χρειάζεται προκαταβολικά και μετά όταν τα εισπράττει πηγαίνει και καλύπτει το άνοιγμα. Ωραία. Και ξαναρωτάμε, που βρήκε τα λεφτά το ελληνικό δημόσιο για να καλύψει το άνοιγμα της «πιστωτικής κάρτας»; Από τα δημόσια έσοδα; Δηλαδή το 2009 π.χ. που χρειάστηκε να εξοφλήσει βραχυπρόθεσμους τίτλους αξίας 36 δις ευρώ, το κράτος δαπάνησε από τα 55,5 δις ευρώ που ήταν το σύνολο των δημόσιων εσόδων του, το 65% για να καλύψει την «πιστωτική κάρτα»; Είναι ανάγκη να ξέρει οικονομικά κάποιος, ή να έχει τριβή με το θέμα για να αντιληφθεί ότι αυτό δεν έγινε; Κι επομένως τα 36 δις ευρώ αντλήθηκαν από νέο δανεισμό, που σε μεγάλο βαθμό προέρχεται από νέους βραχυπρόθεσμους τίτλους διογκώνοντας και αυτήν την κατηγορία του χρέους σε ετήσια βάση, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς και από τα στοιχεία που έχω παραθέσει στα άρθρα μου.
Το ίδιο «λογιστικό λάθος» κάνει το Ελεγκτικό Συνέδριο και το Υπουργείο Οικονομικών
Γιατί τον ίδιο διαχωρισμό που κάνει ο κ. Καλλωνιάτης δεν τον κάνουν και οι επιφορτισμένοι με την παρακολούθηση και καταγραφή των στοιχείων φορείς του κράτους; Γιατί δεν τον κάνει η Έκθεση του Ελεγκτικού Συνεδρίου; Αντίθετα, π.χ. στην «Έκθεση του ελεγκτικού συνεδρίου επί του Απολογισμού των εσόδων και εξόδων του Κράτους έτους 2008 και του Γενικού Ισολογισμού της 31ης Δεκεμβρίου 2008» αναφέρονται τα εξής: «Για την εξυπηρέτηση του Χρέους του Δημοσίου και έναντι πρόβλεψης του Προϋπολογισμού €35.876.972.000, καταβλήθηκαν €62.470.685.137,53, ποσό που αντιπροσωπεύει το 53% των δαπανών του Τακτικού Προϋπολογισμού, έναντι ποσού €55.040.688.847,25, πρόβλεψης του Προϋπολογισμού €30.913.349.000 και ποσοστού 51,22% του προηγούμενου οικονομικού έτους. Το ανωτέρω ποσό αναλύεται ως ακολούθως: Για την πληρωμή τόκων δαπανήθηκε ποσό €10.920.551.528,72, έναντι €10.162.655.000 των προβλέψεων του Προϋπολογισμού. Για την πληρωμή χρεωλυσίων και εξοφλήσεων δανείων καταβλήθηκαν €51.550.133.608,81, έναντι €25.714.317.000 των προβλέψεων του Προϋπολογισμού.» (σ. 34) Το Ελεγκτικό Συνέδριο εμφανίζει ως συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους για το 2008 το ποσό των 62,470 δις ευρώ. Το ποσό είναι πολύ κοντά με αυτό που παραθέτουμε στον Πίνακα 1 και πηγάζει από την άθροιση των εξυπηρετήσεων των διαφορετικών χρεών.
Μήπως όμως διαφώνησε το Υπουργείο Οικονομικών με την λογική της εκτίμησης του Ελεγκτικού Συνεδρίου; Κάθε άλλο. Στην «Έκθεση του Υπουργού Οικονομικών επί της Εκθέσεως του Ελεγκτικού Συνεδρίου για τον Απολογισμό των Εσόδων και Εξόδων του Κράτους οικονομικού έτους 2008 και το Γενικό Ισολογισμό της 31ης Δεκεμβρίου 2008» αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Οι δαπάνες για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους (τόκοι + χρεολύσια) ανήλθαν στο ποσό των 63.127.652.271,84 € έναντι πρόβλεψης 36.682.040.000,00 € και ειδικότερα: Οι δαπάνες για την πληρωμή τόκων ανήλθαν στο ποσό των 11.206.779.857,56 € έναντι πρόβλεψης 10.500.000.000,00 €, παρουσιάζουν δηλαδή υπέρβαση κατά 706.779.857,56 € ή κατά ποσοστό 6,7%. Σε σχέση με το 2007 οι τόκοι είναι αυξημένοι κατά 1.414.377.469,49 € ή κατά ποσοστό 14,4%.» (σ. 6)
Τι κάνει το υπουργείο οικονομικών; Μήπως εγκαλεί το Ελεγκτικό Συνέδριο και του επισημαίνει ότι κάνει τραγικό λάθος να συνυπολογίζει τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων στις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους; Όχι βέβαια. Απαντά στην ίδια ακριβώς λογική με το Ελεγκτικό Συνέδριο και διορθώνει την εκτίμηση των συνολικών δαπανών εξυπηρέτησης προς τα πάνω, φτάνοντας το ποσό στα 63,127 δις ευρώ για το 2008. Ο αναγνώστης δεν έχει παρά να δει τον δικό μας πίνακα για να διαπιστώσει ότι και οι δικοί μας «λανθασμένοι» υπολογισμοί για το 2008 φτάνουν την συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ακριβώς στο ίδιο ποσό. Τυχαίο; Δεν νομίζω.
Το ίδιο επαναλαμβάνεται σε όλες τις Εκθέσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου και τις Εκθέσεις του Υπουργού Οικονομικών για όλα τα χρόνια που αναφερόμαστε. Άρα δεν είναι μόνο δική μου η ευθύνη γι’ αυτό το τραγικό «λογιστικό λάθος». Περιμένουμε τον κ. Καλλωνιάτη να γράψει λάβρες επιστολές διαμαρτυρίας προς το Ελεγκτικό Συνέδριο, αλλά και προς το Υπουργείο Οικονομικών που παραποιούν έτσι βάναυσα τα στοιχεία. Όμως, τι είναι οι εκθέσεις όλων αυτών μπροστά στην αλάνθαστη λογική του κ. Καλλωνιάτη; Τι ξέρουμε όλοι εμείς οι άμοιροι από εκτιμήσεις εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους, όταν υπάρχει ένας Καλλωνιάτης που επιμένει ότι έχουμε κάνει «λογιστικό λάθος»; Και ποιοι είμαστε εμείς που τολμάμε να λέμε ότι έχουμε δίκιο, όταν ο κύριος αυτός μας διαβεβαιώνει ότι έχουμε άδικο;
Το ίδιο «λογιστικό λάθος» κάνει και ο προϋπολογισμός του κράτους
Θα περίμενε κανείς ο κ. Καλλωνιάτης να εμφανίσει κάποια επίσημη πηγή που να στηρίζει την άποψή του και να αποδεικνύει το λάθος μας. Εκτός όμως από τον λόγο της προσκοπικής του τιμής και την τετράγωνη λογική των παραδειγμάτων του – που όμως δεν έχουν καμμιά σχέση με το όλο ζήτημα – δεν έχει τίποτε να παρουσιάσει. Βασίζεται μόνο στην εντύπωση που αφήνει το γεγονός ότι στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού οι δαπάνες για τοκοχρεωλύσια παρουσιάζονται ξεχωριστά από τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων. Όμως η απλή εντύπωση δεν αποτελεί επιχείρημα, ιδίως όταν κάποιος γνωρίζει πώς να διαβάζει τα στοιχεία. Κάτι όμως που όπως φαίνεται δεν συμβαίνει στην περίπτωση του κ. Καλλωνιάτη.
Το γεγονός ότι η εκάστοτε Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού παρουσιάζει διαφοροποιημένα τα εν λόγω στοιχεία, καθόλου δεν σημαίνει ότι πρόκειται για μη αθροίσιμες δαπάνες εξυπηρέτησης. Αν ο κ. Καλλωνιάτης γνώριζε πώς να διαβάζει τα δεδομένα του προβλήματος, θα πήγαινε για παράδειγμα στη σ. 60 της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού του 2010 όπου παρατίθεται ο συγκεντρωτικός πίνακας 3.7 με τίτλο «δαπάνες τακτικού προϋπολογισμού κατά κατηγορίες» και θα έβλεπε – με την προϋπόθεση ότι γνωρίζει τι διαβάζει – μια υποσημείωση η οποία διευκρινίζει ότι στις δαπάνες του πίνακα (πρωτογενείς + τοκοχρεωλύσια) δεν περιλαμβάνονται οι επιπλέον «δαπάνες για βραχυπρόθεσμους τίτλους δημοσίου, ειδικές εκδόσεις ομολόγων και βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση», οι οποίες για το 2009 εκτιμάται ότι ανήλθαν στα 42,7 δις ευρώ. Τι σημαίνει αυτή η υποσημείωση; Ότι εκτός από τις πρωτογενείς δαπάνες του προϋπολογισμού και τα τοκοχρεωλύσια, υπάρχουν και πρόσθετες δαπάνες. Πόσο καλός γνώστης του προϋπολογισμού πρέπει να είναι κάποιος για να αντιληφθεί ότι αυτές οι πρόσθετες δαπάνες εντάσσονται στη συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους;
Έχει ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι οι δαπάνες για τους βραχυπρόθεσμους τίτλους ανέρχονταν το 2009 σχεδόν στα 36 δις ευρώ. Τα υπόλοιπα 6,7 δις ευρώ αφορούν δαπάνες έκδοσης και εξυπηρέτησης για «ειδικές εκδόσεις ομολόγων», όπως είναι τα γνωστά δομημένα ομόλογα, ή άλλου είδους τίτλων που το κράτος εκδίδει και διακινεί εκτός αγοράς, ή στο παρασκήνιο, αλλά και για «βραχυπρόθεσμη ταμειακή διευκόλυνση» την οποία ο προϋπολογισμός ξεχωρίζει από τους βραχυπρόθεσμους τίτλους. Αναρωτιέμαι ποιος γνωρίζει καλύτερα; Οι συντάκτες του Προϋπολογισμού ή ο κ. Καλλωνιάτης που επιμένει να θεωρεί τους βραχυπρόθεσμους τίτλους ως κάλυψη «ταμειακών διευκολύνσεων»;
Βέβαια το δυστύχημα δεν είναι αυτά που ισχυρίζεται ο κ. Καλλωνιάτης, αλλά το γεγονός ότι ο Προϋπολογισμός δεν παρέχει αναλυτικά στοιχεία για αυτές τις «ειδικές εκδόσεις ομολόγων», ούτε για τις «βραχυπρόθεσμες ταμειακές διευκολύνσεις», ώστε να μπορεί κάποιος να εκτιμήσει την πραγματική έκταση του δημόσιου χρέους, αλλά και της εξυπηρέτησής του. Πρόκειται για περίεργα αφανή χρέη, για τα οποία καμμιά κυβέρνηση δεν δίνει αναλυτικά στοιχεία. Γι’ αυτό και εμείς στον υπολογισμό του δικού μας πίνακα περιοριστήκαμε στην άθροιση των τοκοχρεολυσίων με τις δαπάνες των βραχυπρόθεσμων τίτλων, που για το 2009 δίνουν το ποσό των 77,2 δις ευρώ. Αν αντί για τις δαπάνες μόνο των βραχυπρόθεσμων τίτλων, προσθέταμε το συνολικό ποσό των 42,7 δις ευρώ, τότε το σύνολο της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους θα ανερχόταν λίγο πάνω από τα 84 δις ευρώ. Ποσό που αντιστοιχεί στο 34,9% του ΑΕΠ για το 2009.
Και για να μην αφήσουμε τον κ. Καλλωνιάτη παραπονεμένο και γεμάτο απορίες για το γιατί ο προϋπολογισμός διαφοροποιεί την παρουσίαση των τοκοχρεολυσίων από τις εξοφλήσεις των βραχυπρόθεσμων τίτλων έχουμε να πούμε τα εξής: Καθαρά για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας. Με την είσοδο της χώρας στο ευρώ η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να διαφοροποιήσει την αποτύπωση του δημόσιου χρέους. Αφενός στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης που για το 2009 ανερχόταν στο 125% του ΑΕΠ και στο χρέος της γενικής κυβέρνησης που για τον ίδιο χρόνο ανερχόταν στο 113% του ΑΕΠ. Η διαφορά έγκειται στο ότι το χρέος της γενικής κυβέρνησης είναι ο τρόπος με τον οποίο μετρά το δημόσιο χρέος η συνθήκη του Μάαστριχτ, ενώ το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης είναι το πραγματικό συνολικό χρέος του κράτους. Για να βγει το πρώτο αφαιρείται από το δεύτερο το λεγόμενο «ενδοκυβερνητικό χρέος», το οποίο είναι καθ’ όλα πραγματικό δημόσιο χρέος, αλλά δεν εντάσσεται στο ορισμό του δημόσιου χρέους που δίνει το Μάαστριχτ. Πρόκειται για μια καθαρά πολιτική συμφωνία σε επίπεδο ευρωζώνης για να υποτιμηθεί τεχνητά το δημόσιο χρέος των κρατών με το σκεφτικό ότι έτσι θα μειωθεί η επίδρασή του στη διαμόρφωση της αξίας του ευρώ.
Όμως συμφωνία, ξεσυμφωνία, το δημόσιο χρέος πρέπει να εξυπηρετηθεί στο σύνολό του. Κι έτσι οι κυβερνήσεις Σημίτη σε συνεργασία με την ευρωζώνη και την ΕΚΤ προώθησαν ως βασική μορφή εξυπηρέτησης του «πλεονάζοντος» δημόσιου χρέους τον βραχυπρόθεσμο δανεισμό. Αυτός είναι ο λόγος που διαφοροποιούν στα κατάστιχα του Προϋπολογισμού τα τοκοχρεωλύσια, που κυρίως αφορούν το δημόσιο χρέος κατά Μάαστριχτ, από τις δαπάνες για βραχυπρόθεσμούς τίτλους, που έρχονται να καλύψουν τις υπόλοιπες δανειακές ανάγκες. Πρόκειται για εσκεμμένη πολιτική τεχνητής υποβάθμισης του πραγματικού συνολικού βάρους που αντιπροσωπεύει το δημόσιο χρέος.
Το ίδιο «λογιστικό λάθος» κάνει και η ΕΣΥΕ
Το εντυπωσιακό δεν είναι αυτό που κάνουν οι κυβερνήσεις και οι συμφωνίες-μούφα που στηρίζουν το ευρώ, αλλά το γεγονός ότι υπάρχουν διάφοροι – ευτυχώς ελάχιστοι – σαν τον κ. Καλλωνιάτη που εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως. Άγνοια; Πολύ χειρότερα, σκοπιμότητα. Μιας και η άγνοια δεν ήταν ποτέ επιχείρημα θα πρέπει να πούμε ότι ο κ. Καλλωνιάτης όφειλε να ψάξει το ζήτημα λίγο περισσότερο πριν αμοληθεί να μας διορθώσει. Γιατί μπορεί να μην γνώριζε όσα είπαμε παραπάνω, αλλά πόσο δύσκολο του ήταν να ανοίξει τα κιτάπια της ΕΣΥΕ και να διαπιστώσει τα εξής:
Πίνακας 2: Σύνολο δαπανών εξυπηρέτησης δημόσιου χρέους (δις ευρώ) |
||
Έτος |
Σύνολο τόκων και χρεωλυσίων |
Υπολογισμός με βάση τους προϋπολογισμούς |
2001 |
23,353 |
23,347 |
2002 |
30,182 |
30,177 |
2003 |
32,272 |
32,269 |
2004 |
40,641 |
35,430 |
2005 |
35,153 |
35,151 |
2006 |
34,179 |
34,156 |
2007 |
56,646 |
56,696 |
Η πρώτη στήλη του πίνακα 2 είναι το «σύνολο των τόκων και χρεωλυσίων» που δαπανά το κράτος για το συνολικό δημόσιο χρέος του, όπως αυτό καταγράφεται από τους Εθνικούς Λογαριασμούς και παρουσιάζεται στην ειδική έκδοση της ΕΣΥΕ για τα Δημόσια Οικονομικά, έκδοση 2009 (Πίνακας VIII,1, σ. 58). Στη δεύτερη στήλη του πίνακα παραθέτουμε τους δικούς μας υπολογισμούς με βάση τον πίνακα του άρθρου της Αυγής, που ο κ. Καλλωνιάτης καταγγέλλει ως «λογιστικό λάθος». Οι αποκλίσεις που παρατηρούνται ανάμεσα στους δυο υπολογισμούς, οφείλονται στη διαφορετική πηγή των πρωτογενών στοιχείων, αφενός και αφετέρου, στο γεγονός ότι ο υπολογισμός της διεύθυνσης Εθνικών Λογαριασμών είναι σαφώς πιο πλήρης μιας και παίρνει υπόψη του όλες τις άλλες δαπάνες εξυπηρέτησης πέρα από τις εξοφλήσεις βραχυπρόθεσμων τίτλων, που δυστυχώς δεν καταγράφονται αναλυτικά στους προϋπολογισμούς. Αλλάζει όμως αυτό το γεγονός ότι και οι δυο υπολογισμοί, τόσο των Εθνικών Λογαριασμών, όσο και ο δικός μας έχουν ταυτόσημη λογική;
Επιτρέπουμε με όλη μας την καρδιά στον κ. Καλλωνιάτη να θεωρεί ότι ο δικός μας υπολογισμός είναι λάθος και ο υπολογισμός της ΕΣΥΕ είναι ο σωστός. Αλλάζει τίποτε επί της ουσίας; Η κοινή λογική λέει πώς όχι. Λέμε η κοινή λογική, γιατί για την λογική που φαίνεται να υιοθετεί ο κ. Καλλωνιάτης αμφιβάλουμε εντόνως.
Ο λόγος που εμφανίσαμε τον συγκεκριμένο πίνακα στο δημοσιευμένο άρθρο της Αυγής, αντί για τα στοιχεία των Εθνικών Λογαριασμών και της ΕΣΥΕ για το 2000-2007, του Υπουργείου Οικονομικών και του Προϋπολογισμού για το 2008-2009, ήταν απλός: θέλαμε να δώσουμε στον αναγνώστη να καταλάβει την βασική σύνθεση της συνολικής εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους με στοιχεία που είχαν μία ενιαία πηγή, αυτήν των Εισηγητικών Εκθέσεων των Προϋπολογισμών, ώστε όποιος θέλει να είναι σε θέση να τα ελέγξει εύκολα και γρήγορα. Που να φανταστώ ότι θα υπήρχαν ορισμένοι σαν τον κ. Καλλωνιάτη που θα αμφισβητούσαν την αλφαβήτα;
Μετά από όλα αυτά ειλικρινά δεν ξέρω τι άλλο θα μπορούσε να πει κανείς για να πείσει τον κ. Καλλωνιάτη. Όχι πώς τρέφω καμμιά αυταπάτη ότι ο κ. Καλλωνιάτης μπορεί να πειστεί από επιχειρήματα. Το αληθινό πρόβλημα για τον ίδιο δεν είναι το «λογιστικό λάθος», αλλά η αξιοπιστία της πρότασης και πώς θα την πλήξει. Θα μου πείτε βέβαια ότι αν είχα δημοσιεύσει τον πίνακα με τα στοιχεία της ΕΣΥΕ όλα θα ήταν μέλι γάλα. Ούτε ο κ. Καλλωνιάτης, ούτε τα φιλαράκια του στον ΣΥΝ θα είχαν πάρει μυρωδιά περί «λογιστικού λάθους». Αμ δε! Να είστε σίγουροι ότι ακόμη και στο 1+1 θα έβρισκαν «λογιστικό λάθος» ή κάποια παραποίηση, προκειμένου να διαβάλουν την αξιοπιστία της πρότασης και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα των αγορών και της ΕΕ. Πάντα με αριστερή εκφορά λόγου και αντικαπιταλιστικά επίθετα.
Το ζουμί της όλης της ιστορίας
Όμως ας κάνουμε τη χάρη στον κ. Καλλωνιάτη. Ας δεχτούμε ότι εμείς έχουμε το λάθος, ότι εμείς, μαζί με τους Εθνικούς Λογαριασμούς, την ΕΣΥΕ, το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Υπουργείο Οικονομικών, δεν ξέρουμε τι μας γίνεται και μόνο αυτός και ενδεχομένως τα φιλαράκια του στο γενικό επιτελείο του ΣΥΝ γνωρίζουν πώς να μην παραποιούν στοιχεία. Που θέλει να καταλήξει; Στο επιχείρημα ότι το 97% του δανεισμού πηγαίνει σε αναχρηματοδότηση του δημόσιου χρέους. Αφού λοιπόν μας κατηγορεί για λάθος υπολογισμό, οδηγείται στην εξής χοντροειδή παραποίηση των στοιχείων που έχουμε παραθέσει:
«Με τον τρόπο αυτό, ο κ. Καζάκης καταφέρνει πχ τα 41 δις τοκοχρεολυσίων του 2009 σχεδόν να τα διπλασιάσει, φουσκώνοντας έτσι τις δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους στα 77 δις με τη προσθήκη των εξοφλήσεων βραχυχρόνιων τίτλων του Πίν. 1. Ακολούθως, δε, να τις διογκώσει ακόμη περισσότερο στα 84 δις στον Πίν. 2 υπό τον τίτλο «πληρωμές δανείων». Τη διαφορά αυτή (84-77 = 7 δις.) πουθενά δεν εξηγεί πως προκύπτει, παρότι έχει επεξεργασθεί ο ίδιος τα στοιχεία. Εάν μείνουμε μόνον στα τοκοχρεολύσια της δεκαετίας που ανέρχονται στα 297 δις τότε οι πραγματικές δαπάνες εξυπηρέτησης του χρέους σαν ποσοστό του συνολικού νέου δανεισμού της περιόδου περιορίζονται στο 61% αντί του εκπληκτικού 97% που προβάλλει ο Καζάκης. Το ποσοστό παραμένει σημαντικό, όμως η διαφορά είναι μεγάλη, καθώς ξεπερνά το 1/3 του συνολικού δανεισμού της δεκαετίας. Η υπερβολή ουδέποτε ήταν καλός δάσκαλος. Σου προσφέρει πόντους εντυπώσεων αρχικά προσθέτοντας σε πειθώ, για να σου τα αφαιρέσει με το παραπάνω στη συνέχεια όταν αποκαλυφθεί η αλήθεια.»
Από πού να αρχίσει κανείς και που να τελειώσει. Δεν υπάρχει ίχνος αλήθειας σε όλα όσα ισχυρίζεται ο κ. Καλλωνιάτης, ακόμη κι αν κάποιος είναι αρκετά άσχετος και εύπιστος ώστε να δεχθεί την αρχική του άποψη για «λογιστικό λάθος». Καταρχάς ο Πιν. 2 που αναφέρει ο κ. Καλλωνιάτης δεν υπάρχει στο δικό μου άρθρο της Αυγής. Πρόκειται για έναν πίνακα που παραθέτω σ’ ένα άλλο άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στο Ποντίκι (25/3/10) και είναι ο παρακάτω:
Πίνακας 3: Εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους και νέος δανεισμός 2000-2009 (εκατ. ευρώ) |
||||
|
Πληρωμές δανείων |
Νέος δανεισμός |
Πιστωτικά υπόλοιπα 31/12 |
Πρωτογενές αποτέλεσμα** |
2000 |
23.773 |
29.875 |
143.608 |
1.601 |
2001 |
25.509 |
31.960 |
155.838 |
4.501 |
2002 |
33.340 |
35.897 |
166.117 |
3.773 |
2003 |
35.219 |
37.968 |
171.323 |
-431 |
2004 |
41.465 |
50.047 |
197.830 |
-3.397 |
2005 |
42.074 |
44.797 |
214.142 |
-1.543 |
2006 |
37.133 |
38.748 |
225.207 |
1.357 |
2007 |
60.920 |
61.656 |
239.801 |
-718 |
2008 |
67.467 |
69.661 |
262.308 |
-3.361 |
2009* |
84.184 |
85.230 |
298.524 |
-17.054 |
Σύνολα |
451.084 |
485.835 |
– |
-15.272 |
* Εκτιμήσεις Προϋπολογισμού 2010. |
||||
** Το Πρωτογενές Αποτέλεσμα (πλεόνασμα ή έλλειμμα) ισούται με την αφαίρεση των μη πιστωτικών εσόδων του δημοσίου από τις πρωτογενείς δαπάνες, οι οποίες είναι όλα τα έξοδα του δημοσίου εκτός από τις δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους. |
||||
Πηγή: Επεξεργασία Ισολογιστικών στοιχείων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους 2000-2008. Το Πρωτογενές Αποτέλεσμα από την Τράπεζα της Ελλάδος, Στατιστικό Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας, διάφορα τεύχη. |
Όπως μπορεί να διαπιστώσει ακόμη και ο πιο αδαής, ο πίνακας αυτός συντάχθηκε όχι από τα στοιχεία των Εισηγητικών Εκθέσεων του Προϋπολογισμού των ετών που αναφέρονται – με εξαίρεση το 2009 – αλλά από την επεξεργασία των στοιχείων των Ισολογισμών του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Δηλαδή αθροίζοντας έναν προς έναν τους κωδικούς των Ισολογισμών δημόσιου χρέους του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους. Για όσους δεν γνωρίζουν οφείλουμε να πούμε ότι το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους καταρτίζει ετήσια Ισολογισμούς σε σχήμα «Τ» όπου στη μια μεριά καταγράφονται όλες οι δαπάνες για τα δάνεια του δημοσίου και από την άλλη όλα τα νέα δάνεια που συνάπτει το κράτος εντός του έτους. Η άθροιση έγινε με βάση τις πρωτογενείς καταγραφές του Ισολογισμού κωδικό προς κωδικό. Μιλάμε για εκατοντάδες κωδικούς κατ’ έτος και επομένως για πολλές χιλιάδες αθροίσεις που έγιναν για να υπάρξει αυτή η εκτίμηση για όλα τα χρόνια του πίνακα.
Μόνη εξαίρεση του πίνακα είναι το 2009, για το οποίο την εποχή που έκανα τους υπολογισμούς δεν υπήρχαν ακόμη τα διαθέσιμα στοιχεία κωδικό προς κωδικό. Γι’ αυτό και χρησιμοποιήθηκαν οι εκτιμήσεις του Προϋπολογισμού.
Ο τρόπος αυτός, αν και εξαιρετικά χρονοβόρος και ιδιαίτερα κοπιώδης για όποιον τον επιχειρήσει, είναι κατά τη γνώμη μας ο πιο αξιόπιστος για να εκτιμηθεί κυρίως η έκταση του νέου δανεισμού κατ’ έτος, αλλά και οι συνολικές δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Οι διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σ’ αυτά τα στοιχεία και στα άλλα που έχουμε παρουσιάσει από άλλες πηγές, οφείλονται σε πιθανά λογιστικά λάθη στους υπολογισμούς που έκανε ο γράφων και είναι κάτι παραπάνω από πρόθυμος να αναγνωρίσει, αλλά και στον διαφορετικό τρόπο εγγραφής των στοιχείων από τις διαφορετικές υπηρεσίες.
Ορισμένοι, άλλοι καλοπροαίρετα, άλλοι λόγω άγνοιας και άλλοι γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να βρουν κάτι να πουν, αναρωτήθηκαν γιατί υπάρχει διαφορά ανάμεσα στη συνολική εξυπηρέτηση και το νέο δανεισμό, αφενός και αφετέρου, ανάμεσα στα πιστωτικά υπόλοιπα της δεκαετίας. Με άλλα λόγια, γιατί σύμφωνα με τον πίνακα 3 η διαφορά ανάμεσα στις πληρωμές δανείων και το νέο δανεισμό είναι γύρω στα 40 δις ευρώ, όταν η διαφορά ανάμεσα στα πιστωτικά υπόλοιπα της δεκαετίας είναι κοντά στα 155 δις ευρώ. Η απάντηση είναι απλή. Πέρα από τα όποια δικά μου λάθη στους υπολογισμούς, που δεν αρνούμαι να αναγνωρίσω προκαταβολικά, ο αναγνώστης δεν πρέπει να ξεχνά ότι υπάρχουν αρκετά ομόλογα ή άλλοι τίτλοι που έχουν μεγαλύτερη διάρκεια από δεκαετία και έτσι συμβάλουν στο πιστωτικό υπόλοιπο δυσανάλογα από την ετήσια κίνηση του λογαριασμού τους. Όπως επίσης υπάρχουν και δάνεια που δεν κινήθηκαν σχεδόν καθόλου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας. Πρόκειται κυρίως για συμφωνίες swap, ειδικές εκδόσεις ομολόγων, κοκ για τις οποίες οι κυβερνήσεις αρνούνται να δώσουν αναλυτικά στοιχεία. Αυτά επιβαρύνουν το γενικό πιστωτικό υπόλοιπο, δίχως να εμφανίζουν ετήσια κίνηση. Γι’ αυτό και υπάρχει αυτή η διαφορά.
Αν κ. Καλλωνιάτης έμπαινε στον κόπο να επαναλάβει τους υπολογισμούς αυτούς και να με διορθώσει, τότε στ’ αλήθεια θα του ήμουν ευγνώμων! Θα ήμουν ο πρώτος που θα αναγνώριζα τα λάθη μου, αλλά που τέτοια τύχη. Στο περίεργο είδος αριστεράς που ανήκει και ο κ. Καλλωνιάτης, έχει κυριαρχήσει η πιο μεγάλη προχειρότητα, η πιο απλοϊκή μετριότητα και η λατρεία της ήσσονος προσπάθειας, η οποία συνοδεύεται πάντα από μια βαθιά απέχθεια στη σοβαρή δουλειά και στην επίπονη συστηματική αναζήτηση των αληθινών δεδομένων ενός προβλήματος.
Όταν το ένα δεν έχει σχέση με το άλλο, αλλά πρέπει να δημιουργηθούν εντυπώσεις…
Όπως και να ‘χει όμως ακόμη και ο κ. Καλλωνιάτης θα μπορούσε να καταλάβει – αν βέβαια ήταν στοιχειωδώς καλοπροαίρετος – ότι άλλο το 77 δις και άλλο το 84 δις ευρώ εξυπηρέτηση που δίνουν οι δυο διαφορετικοί πίνακες και έχουμε εξηγήσει πιο πάνω από πού βγαίνουν. Όσο για το 61% που βγάζει ο ίδιος τι να πει κανείς; Προσέξτε τι κάνει: αθροίζει τα τοκοχρεωλύσια του δικού μας πίνακα 1 (297 δις ευρώ) και τα διαιρεί με το 490 δις ευρώ που προσεγγιστικά δίνεται από τον δικό μας πίνακα 3 ως νέο δανεισμό της δεκαετίας 2000-2009. Του διαφεύγουν όμως δυο λεπτομέρειες:
Πρώτο: Στα 490 δις ευρώ περιλαμβάνεται και το σύνολο των βραχυπρόθεσμων τίτλων που έχει εκδώσει το κράτος και για τα οποία γίνεται όλη η φασαρία. Τι έγινε η «αυτοακύρωση» για την οποία μιλούσε ο κ. Καλλωνιάτης; Ή μήπως ισχύει μόνο όταν πρόκειται να κάνει κριτική σ’ εμένα, αλλά δεν ισχύει όταν κάνει τις πράξεις αυτός; Βλέπετε ο κ. Καλλωνιάτης μπορεί να αφαιρεί ή να προσθέτει τους βραχυπρόθεσμους τίτλους κατά πώς τον βολεύει κάθε φορά. Αρκεί να πετύχει τον σκοπό του.
Δεύτερο: Το περίφημο 97% δεν βγαίνει από την διαίρεση της εξυπηρέτησης με το νέο δανεισμό. Επειδή γνωρίζουμε ότι τα καταγραμμένα στοιχεία εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους δεν είναι πλήρη, υπολογίσαμε το ποσοστό αναχρηματοδότησης από το συνολικό δημοσιονομικό έλλειμμα της δεκαετίας, όπως το παρουσιάζει ο πίνακας 3. Αυτό αντιστοιχεί μόλις στο 3,1% των 485 και πλέον δις ευρώ του νέου δημόσιου δανεισμού στη δεκαετία. Αν λοιπόν μόλις το 3% του νέου δανεισμού στη δεκαετία κάλυψε το πρωτογενές έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού, το υπόλοιπο 97% που πήγε; Θέλει ιδιαίτερη ευφυΐα για να αντιληφθεί κανείς ότι πήγε για να καλύψει παλιότερα δάνεια;
Ακόμη κι αν υποθέσει κανείς ότι τα πρωτογενή ελλείμματα δεν είναι πλήρη, ότι καταγράφονται υποτιμημένα, κοκ, αλλάζει μήπως η εικόνα; Ακόμη κι αν υποθέσουμε αυθαίρετα πως το συνολικό πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα της δεκαετίας είναι τριπλάσιο από αυτό που αποτυπώνεται στον πίνακά μας, τι θα συμβεί; Ακόμη κι έτσι αντιστοιχεί στο 9,3% του συνολικού νέου δανεισμού της δεκαετίας, ενώ το υπόλοιπο 90,7% πήγε για να καλύψει παλιότερα δάνεια.
Ελπίζω ο αναγνώστης να κατανόησε αυτό που φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ο κ. Καλλωνιάτης. Ακόμη κι αν ξεχνούσαμε αυτά που ξέρουμε και αποδεχόμασταν την υπόθεση του «λογιστικού λάθους», με την οποία ξεκινάει ο κ. Καλλωνιάτης, το 97% δεν έχει καμμιά σχέση μ’ αυτό. Έχει υπολογιστεί με βάση αφενός το σύνολο του νέου δανεισμού της δεκαετίας 2000-2009 – που αποδέχεται ο κ. Καλλωνιάτης ως βάση και των δικών του υπολογισμών – και αφετέρου το συνολικό πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα της ίδιας περιόδου.
Τότε προς τι όλος ο καυγάς; Μα είναι απλό. Έπρεπε πάση θυσία να πληγεί η αξιοπιστία της πρότασης για μη αναγνώριση και άρνηση του χρέους και επειδή δεν μπορούν να την αντικρούσουν με λογικά επιχειρήματα, πέραν της γνωστής επίσημης κινδυνολογίας, και ο υποφαινόμενος, όπως αναφέρει ο ίδιος ο κ. Καλλωνιάτης, «είναι ίσως ο βασικός θεμελιωτής της πρότασης για παύση πληρωμών-έξοδο από το ευρώ-άρνηση χρέους», έπρεπε οπωσδήποτε να βρεθεί ένα λάθος στα οικονομικά στοιχεία που παραθέτει και πάνω τους θεμελιώνεται η όλη πρόταση.
Και μάλιστα να βρεθεί τώρα. Γιατί όπως ομολογεί εμμέσως πλην σαφώς πάλι ο κ. Καλλωνιάτης η πρόταση περπατάει και περπατάει πλατιά όχι μόνο στην αριστερά, αλλά και ευρύτερα στην κοινωνία: «Οφείλω να διευκρινίσω πως τόσο καιρό δεν αποφάσιζα να σχολιάσω αυτό που, εγώ τουλάχιστον, θεωρώ λογιστικό λάθος του κ. Καζάκη γιατί δεν φανταζόμουν πως θα μπορούσε να υιοθετηθεί και να αναπαραχθεί σε τόση μεγάλη έκταση στον διάλογο της αριστεράς και γιατί, φυσικά, υπήρχαν πολύ σημαντικότερα πράγματα να καταπιαστεί κανείς. Όταν, όμως, ένα λάθος προβάλλεται σαν ύψιστη αλήθεια και γίνεται σημαία προπαγανδιστικής καμπάνιας, τότε ο κίνδυνος να γίνει μπούμερανγκ στον αγώνα για την κοινωνική αυτοσυνείδηση και χειραφέτηση αποκτά διαστάσεις που δεν πρέπει νομίζω να παραγνωρισθούν.»
Βλέπετε πόσο ψυχοπονιάρης είναι ο κ. Καλλωνιάτης; Μας λυπόταν τόσο καιρό και δεν μας διόρθωνε, αλλά τώρα που «προβάλλεται σαν ύψιστη αλήθεια και γίνεται σημαία προπαγανδιστικής καμπάνιας» τον έζωσαν τα φίδια. Γι’ αυτό και ούτε αυτός, ούτε οι φίλοι του πρόκειται να βρουν το θάρρος, την παρρησία και την προσωπική εντιμότητα να δεχτούν λογικά επιχειρήματα, όσο ακράδαντα κι αν είναι, ούτε να ομολογήσουν το λάθος τους ότι κι αν πούμε, ότι κι αν συμβεί. Θα συνεχίσουν το ίδιο βιολί και θα ανακαλύπτουν «λάθη» εκεί που δεν υπάρχουν μόνο και μόνο γιατί δεν μπορούν να πλήξουν αλλιώς την πρόταση που έχουμε καταθέσει.
Πώς μια «αθώα» κριτική γίνεται πρόστυχη…
Όπως είδαμε, η κριτική του κ. Καλλωνιάτη δεν είναι μόνο γεμάτη λαθροχειρίες και παραποιήσεις στοιχείων, αλλά γίνεται και πολιτικά πρόστυχη όταν αναφέρει: «Το επιχείρημα αυτό [του 97%, ΔΚ] επανέλαβε τακτικά σε άρθρα του ο κ. Καζάκης, και υιοθέτησαν πολλοί άλλοι (από τον κ. Τόλιο του ΣΥΝ σε εισηγήσεις του, ως τον κ. Σ. Χριστακόπουλο στο πρόσφατο εύστοχο πόνημά του «Η ομοιοπαθητική της διαφθοράς», Ποντίκι, 14/9). Το πρόβλημα είναι πως το επιχείρημα είναι πολύ βολικό για να είναι αληθινό.» Προφανώς ο κ. Καλλωνιάτης θεωρεί εκτός εμού του ιδίου, αλλά και όλους όσους έχουν υιοθετήσει τη λογική και τα στοιχεία της πρότασης, αφελείς, ανίδεους και ηλίθιους. Γιατί πώς είναι δυνατόν να υιοθετούν ένα επιχείρημα χωρίς να το έχουν τσεκάρει, χωρίς να είναι σίγουροι ότι έχει βάση; Αυτή η πρόστυχη αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα δεν είναι τυχαία. Επιχειρεί να διευκολύνει τον εσωκομματικό αγώνα της παρέας του μέσα στον ΣΥΝ, λεκιάζοντας τις απόψεις του Τόλιου και του Χριστακόπουλου που φαίνεται να έχουν απήχηση στις γραμμές του, αλλά και ευρύτερα.
Έτσι επιδιώκει να πετύχει μ’ έναν σμπάρο δυο τριγώνια. Μόνο που κρίνει εξ ιδίων τα αλλότρια. Αντί να κάτσει να σκεφτεί γιατί τα φιλαράκια του τον σπρώχνουν να εκτεθεί ισχυριζόμενος ανοησίες περί «λογιστικού λάθους», πήρε σβάρνα χωρίς καν να κάνει τον κόπο να ελέγξει στοιχειωδώς τον ισχυρισμό του. Μα καλά για τόσο χαζούς μας πέρασε. Να αναλύουμε ένα ζήτημα που ξέρουμε εκ των προτέρων ότι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων ειδικά στον χώρο όπου δημοσιεύτηκε αρχικά, χωρίς να έχουμε διπλοτσεκάρει τα δεδομένα μας;
Αν είχε δράμι μυαλό και λίγη καλή θέληση το όλο ζήτημα θα είχε επιλυθεί με ένα απλό τηλεφώνημα, ή με ένα email. Θα γλύτωνε κι αυτός τον διασυρμό. Αλλά, όπως είπαμε, έπρεπε πάση θυσία να χτυπηθεί ύπουλα η πρόταση. Κι ενώ τα φιλαράκια του λουφάζουν στις κρυψώνες τους και δεν τολμούν να αντιπαρατεθούν δημόσια – μιας και κάθε φορά που το επιχείρησαν τους βγήκε ξινό – βρήκαν τον κ. Καλλωνιάτη να το κάνει. Μπορεί να προσφέρθηκε εθελοντικά και ο ίδιος. Όλα μπορεί να τα περιμένει κανείς από έναν παλιό θαυμαστή του Σημιτικού εκσυγχρονισμού, που μόλις πριν λίγους μήνες ανακάλυψε ξανά την αριστερά. Έστω και στην πολύ λάιτ εκδοχή της. Μόνο και μόνο για να μην επιτρέψει την εξάπλωση του μιάσματος της άρνησης του χρέους και της εξόδου από το ευρώ.
Αυτός και ο κ. Τσίπρας, ο οποίος αποδείχτηκε πολύ πιο άσχετος και ανόητος απ’ ότι δείχνει εκ πρώτης όψεως, μιας και δέχεται να παπαγαλίσει ότι του σφυρίζουν στ’ αυτί. Θυμηθείτε τη σοφή ρήση του ότι η χρεωκοπία είναι παραμύθι χωρίς δράκο, που τον έβαλαν να την κάνει αμέσως μετά τη δημοσίευση του άρθρου μου στην Αυγή. Πρόκειται για τα ίδια πρόσωπα που μαζί με τον κ. Καλλωνιάτη ανακάλυψαν το «λογιστικό λάθος» στο ίδιο άρθρο. Θυμηθείτε τις δηλώσεις του ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι να αντιμετωπίσει κανείς το χρέος, ή τις άλλες ανοησίες που ψελλίζει κάθε φορά που αναγκάζεται να αναφερθεί στο δια ταύτα. Θυμηθείτε ότι είναι ο μόνος επίσημος εκπρόσωπος της αριστεράς που έχει υιοθετήσει κατά γράμμα τη θέση των αγορών για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, δηλαδή την αναδιάρθρωση. Κατά τ’ άλλα πλασάρεται για αριστερός. Της οδού Βαλαωρίτου, ίσως.
Γιατί εμφανίζεται να συμφωνεί, όταν είναι προφανές ότι διαφωνεί;
Όμως, ο μέγας τιμωρός, όχι ο Νομάρχης Ψωμιάδης, αλλά ο κ. Καλλωνιάτης, αυτός ο Ραδάμανθυς της Αριστεράς, διακατέχεται από τόση μεγαθυμία ώστε να αναγνωρίσει και σε εμένα τον άμυαλο που τόλμησα να τα βάλω με τέτοιες διάνοιες, τα εξής: «Σημαίνουν οι παρατηρήσεις αυτές πως δεν ισχύουν τα περί χρεοκοπίας και ανάγκης διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους; Ασφαλώς όχι. Αυτά ισχύουν, αλλά για άλλους λόγους που δεν προκύπτουν από τους πίνακες του κ. Καζάκη και έχουν να κάνουν με τέσσερις παράγοντες (ύψος χρέους, πρωτογενές ισοζύγιο, ύψος και τάση επιτοκίου, μεταβολή ΑΕΠ) ο αλγεβρικός συνδυασμός των οποίων προσδιορίζει στην ελληνική περίπτωση το αδιέξοδο της σημερινής κατάστασης και της πολιτικής του Μνημονίου που τη συντηρεί.»
Τρία πουλάκια κάθονται. Αυτό μόνο αξίζει να σχολιάσει κανείς στα παραπάνω. Μα θα πείτε, δεν είναι καλό που ο κ. Καλλωνιάτης παραδέχεται ότι έχω δίκιο για την χρεωκοπία, ειδικά όταν τα φιλαράκια του (Δραγασάκης, Σταθάκης, Τσακαλώτος, Μηλιός και Σία) ακόμη και σήμερα αγωνίζονται να πείσουν ότι δεν υπάρχει τίποτε τέτοιο, εκτός ίσως από μια σκοτεινή συνωμοσία κακών κυβερνήσεων και ακόμη πιο κακών κερδοσκόπων που στρέφεται μάλιστα και εναντίον της αυτού μεγαλειότητος του ευρώ, ή μια «κρίση κεφαλαίου» που δεν αφορά την εργατική τάξη; Είναι δώρο, άδωρο. Γιατί ο κ. Καλλωνιάτης επιχειρεί να κρύψει πίσω από μια παραδοχή για την οποία σήμερα βοά σύσσωμη η ίδια η πραγματικότητα δυο λαθροχειρίες:
Πρώτο: Το γεγονός ότι ο ίδιος δεν είναι υπέρ της μονομερούς διαγραφής μεγάλου μέρους του δημόσιου χρέους, αλλά υπέρ της αναδιάρθρωσης με «κούρεμα». Πράγμα εντελώς διαφορετικό. Η αναδιάρθρωση με «κούρεμα» είναι αυτό που ζητάνε επίσημα τα επενδυτικά κεφάλαια και μάλιστα τα πιο κερδοσκοπικά (Hedge και Vulture Funds) τα οποία ξέρουν πώς να κερδίζουν από την «συντεταγμένη πτώχευση» μιας χώρας.
Δεύτερο: Ο «αλγεβρικός συνδυασμός» που επικαλείται είναι μια μπούρδα που έχει αντιγράψει από τα εγχειρίδια του νεοφιλελευθερισμού. Άλλωστε αυτά είναι και τα κριτήρια που χρησιμοποιεί επίσημα το ΔΝΤ, η τρόικα, αλλά και οι κυβερνήσεις που μας οδήγησαν στη σημερινή χρεωκοπία και το αδιέξοδο.
Το ύψος του χρέους, το πρωτογενές ισοζύγιο του κρατικού προϋπολογισμού, το ύψος και η τάση του επιτοκίου, καθώς και η μεταβολή του ΑΕΠ, είναι παράγοντες που μπορεί να επιδρούν στον ένα ή στον άλλο βαθμό στη γενικότερη κατάσταση του δημόσιου χρέους, αλλά δεν είναι αυτοί που καθορίζουν τη δυναμική του. Ούτε το αν θα χρεοκοπήσει ένα κράτος. Τι είναι εκείνο που καθορίζει το αν ένα χρέος οδηγεί στη χρεωκοπία ή όχι; Δεν χρειάζεται να είναι κανείς γνώστης των οικονομικών για να αντιληφθεί ότι το καθοριστικό είναι η εξυπηρέτηση του χρέους. Ότι ισχύει για ένα νοικοκυριό, ή μια επιχείρηση, ισχύει και για το κράτος. Αυτό που μετρά κανείς για να κρίνει τις προοπτικές του χρέους είναι η δυνατότητά του να το εξυπηρετήσει.
Αν έχει οδηγηθεί σε μια κατάσταση όπου πρέπει να δανείζεται για να εξυπηρετεί τα παλιότερα χρέη, τότε βρίσκεται αμετάκλητα σε χρεωκοπία, είτε βρίσκει να του δανείσουν εκ νέου, είτε όχι, είτε πετυχαίνει χαμηλό επιτόκιο, είτε όχι. Αυτό έχει συμβεί και με το δημόσιο χρέος της Ελλάδας. Αυτό αποδεικνύει το 97% των νέων δανείων που πάνε για την κάλυψη των παλιών χρεών του κράτους και το οποίο έχει καθίσει τόσο άσχημα στο λαιμό του κ. Καλλλωνιάτη.
Η τεχνική του κ. Καλλωνιάτη είναι γνωστή από παλιά. Αντί να κάνει τον κόπο να αποδείξει τις δικές του θέσεις και τη δική του λογική, επιχειρεί να προσβάλει την αντίπαλη τεκμηρίωση. Συμφωνούμε στα συμπεράσματα, λέει, αλλά διαφωνούμε στη μεθοδολογία προσέγγισης γιατί ο κ. Καζάκης έχει κάνει σοβαρό «λογιστικό λάθος». Έτσι καθώς υποτίθεται ότι καταρρέει η αξιοπιστία της αντίπαλης άποψης, μπορεί να περάσει χωρίς πολλά-πολλά τη δική του λογική ως τη μόνη σωστή, έστω κι αν δεν έχει εμφανίσει ούτε δείγμα απόδειξης, αλλά και χωρίς να ομολογήσει ότι ταυτίζεται απόλυτα με την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη αντίληψη.
Πώς φτάσαμε στη χρεοκοπία και τι μπορεί να γίνει με το χρέος
Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κανένα σημείο επαφής και συμφωνίας ανάμεσα στις απόψεις που υπερασπίζομαι και στις απόψεις του κ. Καλλωνιάτη. Ούτε καν στο επίπεδο των παραδοχών. Ξεκινάμε από εντελώς διαφορετικές ταξικές, κοινωνικές και πολιτικές αφετηρίες ακόμη και στο επίπεδο της μεθοδολογίας. Εμένα με ενδιαφέρει να δω πώς θα διασωθεί η χώρα από τη χρεωκοπία για να μπορέσει ο λαός και η εργατική τάξη να σταθούν στα πόδια τους και να ξεκινήσουν μια νέα πορεία. Αυτόν τον ενδιαφέρει πρώτα και κύρια να μην πληγεί η ΕΕ και το ευρώ. Πρόκειται για δυο ριζικά διαφορετικούς κόσμους, οι οποίοι δεν συναντώνται πουθενά εκτός από το πεδίο της αναμέτρησης.
Ακόμη και ο τρόπος που κατανοούν αυτοί οι δυο κόσμοι την επιβάρυνση του δημόσιου χρέους είναι ριζικά διαφορετικός. Αν ξεκινάς από τη σκοπιά των δανειστών και το μόνο που σε απασχολεί είναι τι μπορεί να πετύχεις μέσα από μια συμφωνία μαζί τους, τότε είναι λογικό να σε απασχολεί το ύψος του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ και το επιτόκιο δανεισμού. Όμως ο δανειστής δεν νοιάζεται για το πού θα βρεθούν τα λεφτά για να εξυπηρετηθεί το χρέος, ούτε τον ενδιαφέρει αν προέρχονται από το υστέρημα του λαού και της οικονομίας. Γι’ αυτό και το κριτήριο όλων εκείνων που μιλάνε για αναδιάρθρωση με «κούρεμα» του δημόσιου χρέους είναι η υφιστάμενη υποχώρηση της τρέχουσας αξίας των ελληνικών ομολόγων στην αγορά.
Όλοι οι περισπούδαστοι αυτοί αναλυτές μιλάνε για ρύθμιση του χρέους μέσα από μια μείωσή του της τάξης του 10, 20, 30, 40, 50%, ανάλογα από το τι θα βγάλει η διαπραγμάτευση με τους ομολογιούχους. Κανένας όμως από δαύτους δεν μπήκε στον κόπο να υπολογίσει και να μας πει πόση εξυπηρέτηση χρέους μπορεί να αντέξει η ελληνική οικονομία και ο κρατικός προϋπολογισμός στην παρούσα κατάστασή τους. Πόση εξυπηρέτηση χρέους μπορούν να αντέξουν χωρίς να οδηγηθούμε στη λιτότητα, τις περικοπές και τα ξεπουλήματα αφενός και αφετέρου στον φαύλο κύκλο ενός νέου δανεισμού; Κανείς, εξ όσων γνωρίζω, δεν έχει μπει στον κόπο να κάνει και να μας παρουσιάσει τέτοιους υπολογισμούς.
Κι όμως η ουσία του όλου ζητήματος είναι ακριβώς εκεί. Πώς μπορούμε να αποφασίσουμε πόσο δημόσιο χρέος στο ΑΕΠ είναι σε θέση να αντέξει η ελληνική οικονομία και ο κρατικός προϋπολογισμός, αν δεν βρούμε πρώτα το μέγεθος της εξυπηρέτησης στο οποίο μπορούν να ανταποκριθούν χωρίς να συνθλίβουν τα λαϊκά εισοδήματα, να συμπιέζουν την εσωτερική αγορά, να περικόπτουν διαρκώς κρίσιμες δαπάνες για την κοινωνία και την οικονομία; Ο λόγος που δεν το κάνουν αυτό όσοι μιλούν για αναδιάρθρωση με «κούρεμα» είναι γιατί πολύ απλά δεν τους καίγεται καρφί. Νοιάζονται μόνο για τη «χασούρα» των δανειστών, αν δεν είναι πράκτορες των συμφερόντων τους. Γι’ αυτό και μιλάνε για το τι είναι «δίκαιο» να περικοπεί από το δημόσιο χρέος και τι δεν είναι με βάση μια πιθανή συμφωνία μαζί τους. Κουβέντα για το αν η όποια «δίκαιη» συμφωνία τους μπορεί να εξυπηρετηθεί από την ελληνική οικονομία και το κράτος χωρίς να γυρίσουμε ξανά μανά στα ίδια: λιτότητα και πάλι λιτότητα, μαζί με νέα δάνεια για να πληρωθούν τα παλιά δάνεια.
Για να γίνει κατανοητό αυτό που λέμε, ας δούμε τα υπάρχοντα στοιχεία. Από πού προκύπτει ότι η χώρα έχει οδηγηθεί σε χρεωκοπία; Όπως είπαμε από το βάρος της ετήσιας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Οι δυο πιο συνήθεις δείκτες με βάση τους οποίους μετριέται αυτή η επιβάρυνση είναι συγκρινόμενη με τις εισπράξεις από τις εξαγωγές της οικονομίας και με το σύνολο των δημοσίων εσόδων. Έτσι το 2009 με συνολική εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους 84 δις ευρώ, οι εισπράξεις από τις εξαγωγές (εμπορεύματα + υπηρεσίες) ανήλθαν σε 42,2 δις ευρώ, ενώ το σύνολο των δημοσίων εσόδων στα 55,5 δις ευρώ. Με άλλα λόγια η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ανήλθε σχεδόν στο διπλάσιο των εισπράξεων από τις εξαγωγές της χώρας και σχεδόν στο 150% των δημοσίων εσόδων.
Αν τώρα πάρουμε τις αντίστοιχες εκτιμήσεις για ολόκληρη τη δεκαετία του 2000-2009, τότε τι έχουμε; Με συνολική εξυπηρέτηση 450 δις ευρώ περίπου, είχαμε για την ίδια περίοδο σύνολο δημοσίων εσόδων γύρω στα 477 δις ευρώ. Έτσι η συνολική εξυπηρέτηση του τρέχοντος δημόσιου χρέους ανήλθε στο 94% του συνόλου των δημοσίων εσόδων της δεκαετίας. Την ίδια περίοδο το σύνολο των εισπράξεων της ελληνικής οικονομίας από τις εξαγωγές της (εμπορεύματα + υπηρεσίες) ανήλθαν σχεδόν στα 400 δις ευρώ. Επομένως η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ανήλθε στο 112% των εισπράξεων από το σύνολο των εξαγωγών της δεκαετίας. Με αυτούς τους δείκτες εξυπηρέτησης το δημόσιο χρέος στο τέλος της δεκαετίας (31/12/2009) έφτασε να είναι περίπου 300 δις ευρώ, ή το 125% του ΑΕΠ.
Πόσο πρέπει να κατέβει η συνολική εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους ώστε να πάψει αφενός η λιτότητα και αφετέρου να σπάσει ο κύκλος του νέου δανεισμού; Κανείς δεν έχει απαντήσει σ’ αυτό το ερώτημα απ’ όσους μιλάνε για αναδιάρθρωση του χρέους με «κούρεμα», ή για διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους. Στη δεκαετία του ’80 οι μελέτες για το χρέος είχαν δείξει ότι μια οικονομία του επιπέδου των χωρών της Λατινικής Αμερικής, όπως Χιλή, Αργεντινή, Βραζιλία, Μεξικό, μπορεί να αντέξει μια εξυπηρέτηση της τάξης του 10% έως 20% επί των εξαγωγών. Αν πάρουμε αυτό το μέτρο και το εφαρμόσουμε στην ελληνική οικονομία με βάση τα δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας, θα διαπιστώσουμε τα εξής: Για να κατέβει η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους στο 20% επί των εισπράξεων από τις εξαγωγές, θα πρέπει το συνολικό δημόσιο χρέος να πέσει στο 22% του ΑΕΠ από 125% που ήταν στο τέλος του 2009. Για την εξυπηρέτηση αυτού μειωμένου δημόσιου χρέους θα απαιτείται το λιγότερο ένα 4% του ετήσιου ΑΕΠ με την προϋπόθεση ότι οι ρυθμοί μεταβολής του θα είναι τουλάχιστον οι ίδιοι της τελευταίας δεκαετίας.
Που θα βρεθεί αυτό το 4% του ετήσιου ΑΕΠ; Είτε μέσα από ένα πλεόνασμα του κρατικού προϋπολογισμού, το οποίο κάθε χρόνο θα πρέπει να είναι τουλάχιστον τόσο. Είτε, στην περίπτωση κρατικού ελλείμματος, μέσα από νέο δανεισμό, ο οποίος για να μην οδηγήσει σε έναν νέο φαύλο κύκλο υπερχρέωσης θα πρέπει να πληροί δυο θεμελιώδεις προϋποθέσεις: Αφενός, να γίνεται σε εθνικό νόμισμα και όχι σε ξένο σκληρό συνάλλαγμα, όπως είναι το ευρώ, ή άλλο παγκόσμιο νόμισμα από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Κι αφετέρου, να αντλείται από την εσωτερική αγορά όπου η εθνικοποίηση των μεγαλύτερων τραπεζών που κατέχουν τον βασικό όγκο της αγοράς, αλλά και της κεντρικής τράπεζας, εξασφαλίζει την ρύθμιση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα.
Αν επιχειρήσει κανείς να ανεβάσει τον πήχη στο 40% του υπάρχοντος δημόσιου χρέους, τότε θα πρέπει να εξασφαλίζει γύρω στο 8% ετήσια από το ΑΕΠ της χώρας για την εξυπηρέτησή του. Με την προϋπόθεση βέβαια ότι το ΑΕΠ γνωρίζει ρυθμούς μεταβολής τουλάχιστον της προηγούμενης δεκαετίας. Βέβαια η άντληση αυτού του 8% από τον κρατικό προϋπολογισμό, ή από την εγχώρια τραπεζική αγορά, μάλλον θα αποτελέσει πρόβλημα έστω και κάτω από τις καλύτερες συνθήκες. Όποια σενάρια υπολογισμών και να κάνει κανείς σε παρόμοια συμπεράσματα θα καταλήξει.
Για να μπορέσει η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους της χώρας να πέσει σε τόσο χαμηλά επίπεδα ώστε να είναι υποφερτή για την οικονομία και τον προϋπολογισμό, χωρίς λιτότητες, περικοπές ζωτικών δαπανών και ξεπουλήματα, θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να πληροί τις εξής βασικές προϋποθέσεις:
Πρώτο: Μονομερής διαγραφή άνω του 80% του υπάρχοντος δημόσιου χρέους.
Δεύτερο: Έξοδος από το ευρώ και εισαγωγή εθνικού νομίσματος.
Τρίτο: Εθνικοποίηση των μεγάλων τραπεζών με πρώτη την Τράπεζα της Ελλάδος.
Σε κάθε άλλη περίπτωση η χώρα είναι αδύνατον να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο του δημόσιου χρέους, ακόμη κι αν το «κουρέψει» σε μεγάλο ποσοστό. Θα παραμείνει αιχμάλωτη των εξωτερικών και των εσωτερικών ελλειμμάτων και εξαρτημένη από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου.
Βέβαια το πραγματικό ερώτημα είναι το εξής: Μπορεί στ’ αλήθεια μια οικονομία με τους πόρους της ήδη κατασπαταλημένους και λεηλατημένους να προχωρήσει γρήγορα σε παραγωγική ανασυγκρότηση, η οποία απαιτεί πολλαπλάσιες επενδύσεις και δαπάνες από το δημόσιο, έχοντας ταυτόχρονα να εξυπηρετεί έστω κι αυτό το 4% ή έστω ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό επί του ΑΕΠ; Κατά τη γνώμη μου όχι. Τουλάχιστον για μια δεκαετία η ελληνική οικονομία, αφού πρώτα ξεφύγει από το δόκανο του ευρώ, θα χρειαστεί ότι έχει και δεν έχει από άποψη χρηματοδοτικών πόρων προκειμένου να πετύχει την παραγωγική της ανασυγκρότηση. Όχι μόνο δεν θα της περισσεύει τίποτε, αλλά θα χρειαστεί πρόσθετους πόρους από το εξωτερικό για να εξασφαλίσει τεχνογνωσία, τεχνολογία και εφαρμογές για μια σύγχρονη ανάπτυξη της δικής της παραγωγής.
Εδώ βρίσκεται και η διαφορά της μη αναγνώρισης και άρνησης του χρέους από όλες τις άλλες προτάσεις που επικεντρώνονται απλά στη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του. Δεν μιλάμε φυσικά για τις προτάσεις αναδιάρθρωσης του χρέους με «κούρεμα» και μάλιστα εντός του ευρώ, όπως του κ. Καλλωνιάτη, διότι αυτές δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να πρακτορεύουν συγκεκριμένα συμφέροντα των διεθνών δανειστών και των οργάνων τους στο ΔΝΤ, την ΕΕ και την ΕΚΤ. Μιλάμε για προτάσεις που μένουν μόνο στο μέγεθος του δημόσιου χρέους, χωρίς να απαντάνε στο κρίσιμο ερώτημα της εξυπηρέτησης: πόση εξυπηρέτηση μπορεί να σηκώσει η ελληνική οικονομία, ο λαός και τα δημόσια οικονομικά του;
Η διαφορά τους με τη δική μας πρόταση δεν έγκειται όπως παραπλανητικά συχνά λέγεται στο ότι εκείνοι επιζητούν τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους, ενώ εμείς τη διαγραφή ολόκληρου του χρέους. Η αληθινή διαφορά βρίσκεται στο ότι η πρόταση για μη αναγνώριση και άρνηση του δημόσιου χρέους ξεκινά από μια διαφορετική αφετηρία. Ξεκινά από την ανάγκη ανατροπής της σχέσης οφειλέτη-δανειστή υπέρ της χώρας μας. Ξεκινά από την τεκμηρίωση της ανάγκης το κράτος και η χώρα να μην αναγνωρίσει το υπάρχον δημόσιο χρέος, να μην αναγνωρίσει το σύνολο των υποχρεώσεών της, όχι απαραίτητα για να το διαγράψει ολόκληρο, αλλά για να αλλάξει ριζικά τους συσχετισμούς δύναμης με τους δανειστές. Μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιλέξει η χώρα και ο λαός της ποιο μέρος του χρέους αντέχει να πληρώσει, πότε, υπό ποιες συγκεκριμένες προϋποθέσεις και ποιο το όφελος. Χωρίς να δυναμιτιστεί η προσπάθεια ανασύνταξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης της οικονομίας. Χωρίς δηλαδή να πάθει ότι και η Αργεντινή, η οποία ενώ διέγραψε το 70% του χρέους της το 2003 αναγνώρισε τις οφειλές της για το 30%, το οποίο έτσι ή αλλιώς δεν μπορούσε να εξυπηρετήσει ευθύς εξαρχής. Τώρα σέρνεται ξανά πίσω στο κατώφλι του ΔΝΤ.
Ας ξαναγυρίσουμε στον κ. Καλλωνιάτη κι ας τελειώνουμε με τις χοντράδες του. Ο κ. Καλλωνιάτης γκρινιάζει διαρκώς ότι παρουσιάζω στοιχεία που υποστηρίζουν τη λογική μου. Μακάρι να μπορούσα να πω και εγώ το ίδιο γι’ αυτόν και την παρέα του. Τουλάχιστον εγώ παρουσιάζω στοιχεία, ενώ οι κύριοι αυτοί εμφανίζονται μονάχα με ισχυρισμούς που βασίζονται αποκλειστικά και μόνο στην κινδυνολογία. Έτσι και τα βάλουμε με την ΕΕ και τολμήσουμε να φύγουμε από το ευρώ θα επιπέσουν οι δέκα πληγές του Φαραώ επί της φτωχής Ελλαδίτσας. Η λογική αυτή αποτελεί επιχείρημα, όσο επιχείρημα είναι και η κόλαση για τους αμαρτωλούς στη χριστιανική πίστη.
Για να απαντήσει κανείς στο ερώτημα αν μπορεί να επιβιώσει η χώρα χωρίς το ευρώ θα πρέπει πρώτα να απαντήσει στο αν μπορεί να επιβιώσει η χώρα με το ευρώ. Αν έχετε προσέξει όλοι οι απολογητές του ευρώ και της ΕΕ, από τους διατεταγμένους προπαγανδιστές του επίσημου δωσιλογισμού, έως τα βαποράκια τους στην αριστερά, αποφεύγουν όπως ο διάβολος το λιβάνι να αναφερθούν στο συγκεκριμένο ερώτημα. Αρκούνται μόνο σε μια απίστευτη καταστροφολογία για το τι δήθεν πρόκειται να γίνει, αν τυχόν η χώρα απαλλαγεί από τον χαλινό του ευρώ.
Ενώ όταν αναγκάζονται να μιλήσουν για το τι μας έχει «προσφέρει» το ευρώ, τότε απογειώνονται από τον μάταιο τούτο κόσμο της κοινής λογικής και αναζητούν καταφύγιο στην νεφελοκοκκυγία του παραλόγου. Εκεί δηλαδή όπου τα εξωτερικά ελλείμματα είναι απόδειξη αναπτυξιακής δυναμικής και όχι παραγωγικής αποσύνθεσης. Εκεί όπου ο υπερδανεισμός, ιδιωτικός και δημόσιος δεν αποτελεί πρόβλημα, ούτε οδηγεί στην χρεωκοπία. Εκεί όπου με την δραχμή είχαμε πολύ περισσότερα αδιέξοδα και προβλήματα, παρά με το ευρώ. Εκεί όπου η άνοδος του ΑΕΠ, του πιο εικονικού δείκτη της οικονομίας, αποτελεί βασικό κριτήριο της οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί όπου το να πληρώσει με κάποιο τρόπο ο λαός και η εργατική τάξη το τοκογλυφικό χρέος που έχει συσσωρεύσει η άρχουσα τάξη, είναι ο μόνος δρόμος.
Κι όχι μόνο αυτό. Η ίδια η κρίση του ευρώ και της ευρωζώνης έχει εξαφανιστεί παντελώς από την ανάλυσή τους. Δεν είναι παρά μια απλή παράπλευρη συνέπεια της παγκόσμιας κρίσης, έστω κι αν ο ίδιος ο Τρισέ έχει πει ότι «από τον Σεπτέμβριο του 2008 αντιμετωπίζουμε την πιο δύσκολη κατάσταση από την εποχή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου – ίσως ακόμη και από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.» (Der Spiegel, 15/5/10) Τι ξέρει ο Τρισέ από ευρώ και κρίση, όταν υπάρχουν αριστεροί σαν τους Καλλωνιάτη, Μηλιό και Λαπατσιώρα, που ξεμπερδεύουν στα γρήγορα με όλα αυτά σαν να ήταν ασήμαντες λεπτομέρειες. Η απολογητική στην οποία ασκούνται οι κύριοι αυτοί κάνει ακόμη και τους Μπαρόζο-Τρισέ να ωχριούν. Όσο για την τερατώδη υπερδιόγκωση των τραπεζών και την επιβολή ενός δημοσιονομικού ολοκληρωτισμού στην ευρωζώνη υπέρ των χρηματαγορών, ούτε που τους απασχολεί. Γι’ αυτούς δεν υπάρχει μεγαλύτερος «διεθνισμός» από την ολοκληρωτική ισοπέδωση λαών, χωρών και εργατικών τάξεων που εφαρμόζει η ΕΕ σήμερα.
Τέλος θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ένα πράγμα: Αυτός που σε μια τόσο κρίσιμη καμπή της χώρας, του λαού και της εργατικής τάξης αναλαμβάνει να πείσει τον απλό κόσμο ότι μπορεί να κάνει ελάχιστα, ότι δεν μπορεί να πετύχει και πολλά και γενικά ότι δεν μπορεί να αποτινάξει με την πάλη του καταπιεστικά πλαίσια και δεσμά, εδώ και τώρα που το χρειάζεται, που κρίνεται η επιβίωσή του, τότε αυτός δεν ανήκει στην αριστερά. Ότι κι αν δηλώνει, ότι κι αν λέει, ότι κι αν επικαλείται, όποια κι αν είναι η ιστορία του, όσες φορές την ημέρα κι αν προσεύχεται στο μαρξισμό, όσα ευχέλαια κι αν κάνει στην παγκόσμια επανάσταση, όσα καντήλια κι αν ανάβει στον Λένιν, στον Στάλιν ή στον Τρότσκι, όσα πρόβατα κι αν βάφει κόκκινα σαν τον Τραμπάκουλα του Χάρι Κλιν. Δεν αντιπροσωπεύει παρά μια συντηρητική και καθεστωτική δύναμη, μια δύναμη δωσιλογισμού, εθνικής και ταξικής προδοσίας, ανάχωμα και εμπόδιο στην αναγκαία πάλη για τη χειραφέτηση του λαού και της χώρας.
Και με τέτοιες δυνάμεις δεν χωρά διάλογος. Ιδίως σε μια περίοδο όπου η εργατική τάξη, η διανόηση και ο υπόλοιπος λαός καλούνται να δώσουν τη μάχη της ζωής τους. Να με συγχωρούν λοιπόν όλοι οι σ/φοι και φίλοι για τον τρόπο που μεταχειρίζομαι όλους αυτούς τους βολεμένους κυρίους της δήθεν αριστεράς, της δήθεν επιστήμης και της δήθεν αντικειμενικότητας, που σαν τον κ. Μπινιάρη ή σαν τον κ. Καλλωνιάτη έρχονται για να ασκήσουν αφ’ υψηλού κριτική σε πράγματα που δεν σκαμπάζουν μόνο και μόνο για να υπερασπιστούν την κυρίαρχη τάξη και λογική. Καλοπροαίρετος διάλογος ανάμεσα σ’ όσους συνειδητά στρατεύονται σήμερα στην υπηρεσία του λαού, της εργατικής τάξης και των αληθινών συμφερόντων της χώρας και σε όσους πασχίζουν να υπερασπιστούν το άθλιο και χρεοκοπημένο καθεστώς της ευρωενωσιακής υποδούλωσης, δεν μπορεί να υπάρξει. Μόνο ανελέητη πολεμική.
Ο θυμόσοφος λαός συνηθίζει να λέει, δείξε μου τον φίλο σου για να σου πω ποιος είσαι. Στο λαϊκό κίνημα και περισσότερο στην αριστερά ισχύει πάντα το δείξε μου με ποιον κάνεις «διάλογο» για να σου πω ποιος πραγματικά είσαι. Σε όλες τις εποχές όπου κυριαρχεί η δράση με ιστορικούς όρους, όπου η συνεισφορά καθενός μετριέται πολύ συγκεκριμένα και σε ημερήσια βάση, όπου μέτρο σύγκρισης όχι μόνο για συλλογικότητες, αλλά και για τους μεμονωμένους αγωνιστές είναι οι ανάγκες και οι απαιτήσεις ενός ολόκληρου λαού, βρίσκονται κάποιοι ξεπεσμένοι διανοούμενοι, περιπλανώμενοι παράγοντες και παραγοντίσκοι, ανερχόμενοι αστέρες, αποτυχημένοι γραφειοκράτες των κομματικών μηχανισμών και ιδεολογικοπολιτικά ερείπια μιας άλλης εποχής που κηρύττουν την ανάγκη του «διαλόγου» μέσα στην αριστερά. Την ίδια ακριβώς ώρα που χρειάζονται τεκμηριωμένα αιτήματα για να εμπνεύσουν τη μαζική δράση. Είναι κι αυτό ένα στοιχείο της βαθιάς σήψης και αποσύνθεσης μιας αριστεράς που πρέπει να εκλείψει μια δια παντός, να πεταχτεί στα σκουπίδια, ώστε να ανοίξει ο δρόμος σε μια νέα ρωμαλέα επαναστατική δύναμη που να μπορεί να τεθεί επάξια επικεφαλής του τιτάνιου αγώνα που καλείται να δώσει η εργατική τάξη, ο λαός και η χώρα.
Σε τέτοιους «διαλόγους» όπου οποιοσδήποτε μπορεί να αναβαπτιστεί ως έντιμος αριστερός, προοδευτικός, ή δημοκράτης, σαν να βγήκε μόλις από την κολυμπήθρα του Σιλωάμ, παρά το γεγονός ότι υποστηρίζει ότι πιο αντιδραστικό υπάρχει σήμερα, εγώ προσωπικά δεν πρόκειται να συμμετάσχω. Όπως λέει κι ο λαός μας, καλύτερα να σου βγει το μάτι, παρά το όνομα.
30/9/2010,
Δημήτρης Καζάκης