Τραγωδία καί Δημοκρατία
Του Φώτη Σχοινά*
«Θά ἔπρεπε νά εὐχαριστήσουμε τήν Ἑλλάδα. Εἶναι ἡ Δύση πού χρωστάει στήν Ἑλλάδα. Ἡ φιλοσοφία, ἡ δημοκρατία, ἡ τραγωδία… Πάντα ξεχνᾶμε τή σχέση ἀνάμεσα στήν τραγωδία καί τή δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλῆ δέν θά ὑπῆρχε Περικλῆς. Χωρίς τόν Περικλῆ δέν θά ὑπῆρχε Σοφοκλῆς».
(Ζάν Λύκ Γκοντάρ)
1. Εἰσαγωγή
Ἡ τραγωδία εἶναι ἀποκλειστικό προϊόν τοῦ ἑλληνικοῦ πνεύματος, ὅπως καί ἡ δημοκρατία. Θέατρο ἔχουμε καί σέ ἄλλους Ἀνατολικούς λαούς, τραγωδία ὅμως ὄχι. Μάλιστα οἱ τῦχες τῆς τραγωδίας καί τῆς δημοκρατίας βαίνουν παραλλήλως. Ἡ τραγωδία γεννιέται ὅταν γεννιέται ἡ δημοκρατία καί στερεύει ὅταν ἡ δημοκρατία παρακμάζει ὁριστικά. Οὐσιαστικά ἡ τραγωδία ζεῖ τόν 5ο αἰώνα, ὅσο καί ἡ ἀκμή τῆς δημοκρατίας. Τόν 4ο αἰώνα δέν ἔχουμε πιά μεγάλους τραγικούς ποιητές. Βέβαια ἡ δημοκρατία διατηρεῖται ἐν ζωῇ, ἀλλά σέ παρακμή, γιά ἕνα ἀκόμα αἰώνα περίπου ὡς τό 322 π.Χ, ὁπότε πεθαίνει ὁριστικά.
Εἶναι ἑπομένως λογικό καί ἀκόμη ἐντελῶς βάσιμο νά ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἕνας ὀργανικός, ἐσωτερικός καί αἰτιώδης δεσμός ἀνάμεσα στήν τραγωδία καί τή δημοκρατία. Ἡ κοινή τους μοῖρα δέν εἶναι μόνο ψιλή χρονική σύμπτωση. Ἡ δημοκρατία συνδέεται αἰτιωδῶς μέ τήν τραγωδία, σέ βαθμό πού ἡ τελευταία δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τήν πρώτη. Ἡ δημοκρατία εἶναι ἡ μήτρα πού κυοφόρησε καί ἔκανε νά ἀνθίσει καί νά καρπίσει ἡ τραγωδία.
Ὅπως ἐσημειώσαμε μόλις ἀνωτέρω θέατρο εἶχαν καί οἱ Ἀνατολικοί λαοί στήν ἀρχαιότητα. Ἕνα εἶδος θεάτρου σκιῶν συναντᾶται καί σέ ἄλλους ἀρχαίους λαούς. Ἡ τραγωδία ὅμως εἶναι ἀποκλειστική ἐπινόηση τῶν Ἑλλήνων στήν ἀρχαιότητα. Ὁ Τζώτζ Στάϊνερ γράφει χαρακτηριστικά: «Ἡ τραγωδία ὅμως, σάν μορφή δράματος, δέν ἀποτελεῖ παγκόσμιο φαινόμενο. Ἡ τέχνη τῆς Ἀνατολῆς γνωρίζει τή βία, τόν πόνο καί τό χτύπημα τῆς φυσικῆς ἤ ἐπινοημένης συμφορᾶς. Τό γιαπωνέζικο θέατρο εἶναι πλημμυρισμένο θηριωδία καί τελετουργικό θάνατο. Αὐτή ὅμως ἡ ἀναπαράσταση προσωπικοῦ μαρτυρίου καί ἡρωικότητας πού ἀποκαλοῦμε τραγικό δρᾶμα, εἶναι αἰσθητά διαφορετική ἀπό τή δυτική παράδοση. Εἶναι τόσο δεμένη μέ τήν αἴσθηση πού ἔχουμε γιά τίς δυνατότητες τῆς ἀνθρώπινης συμπεριφορᾶς, (ἡ “Ὀρέστεια”, ὁ “Ἄμλετ” καί ἡ “Φαίδρα” εἶναι τόσο βαθιά ριζωμένα στίς πνευματικές μας προσβάσεις), ὥστε ξεχνᾶμε πόσο παράξενη καί πολύπλοκη ἔννοια εἶναι ἡ ἀναπαράσταση, σέ μιά δημόσια σκηνή, τῆς καθαρά προσωπικῆς ἀγωνίας. Ἡ ἔννοια αὐτή, καί τό ἀνθρώπινο ὅραμα πού περικλείει, εἶναι καί τά δυό ἑλληνικά. Κι ὡς τή στιγμή σχεδόν τῆς παρακμῆς τους, οἱ τραγικές φόρμες παραμένουν αὐστηρά ἑλληνικές».1
2. Ἡ ἔννοια τοῦτραγικοῦ
Σέ τί ὅμως συνίσταται τό τραγικό αἴσθημα τῆς ζωῆς πού ἐβίωσαν πρῶτοι οἱ Ἕλληνες, τό ὁποῖο καί κατέστησε δυνατή τήν ἐμφάνιση τοῦ λογοτεχνικοῦ εἴδους πού ὀνομάζουμε τραγωδία; Ὁ Ἀριστοτέλης μᾶς λέει στήν Ποιητική του τί εἶναι τραγωδία, ἀπό ποῦ ἕλκει τήν καταγωγή της, πῶς ἀνεπτύχθη καί ἤκμασε πουθενά ὅμως δέν λέει τί εἶναι τό “τραγικόν”, τί εἶναι ἡ τραγική αἴσθηση τῆς ζωῆς, τό τραγικῶς ὑπάρχειν καί πῶς αὐτό συνάπτεται μέ τήν δημοκρατία. Κατά τήν ἀναζήτησή μας λοιπόν μεταξύ τῆς ἐννοίας τοῦ “τραγικοῦ” καί τῆς συνάψεώς του μέ τή δημοκρατία θά στηριχθοῦμε σέ νεώτερους ἐρευνητές καί φιλοσόφους πού στοχάστηκαν σχετικά μέ τό θέμα.
Γιά νά ὑπάρξει τραγικότητα χρειάζονται δύο ἀντιτιθέμενες δυνάμεις, ἡ θεϊκή καί ἡ ἀνθρώπινη, πού νά ἔρχονται σέ σύγκρουση μεταξύ τους. Χωρίς τό θεϊκό στοιχεῖο καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο καί τῆς μεταξύ τους βίαιης συγκρούσεως δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει τραγωδία.2 Ὁ Ηegel δίδει τόν ἑξῆς ὁρισμό τοῦ τραγικοῦ: «Σύγκρουση ἀνάμεσα σέ δύο δυνάμεις, πού κάθε μιά τους ἔχει τό δικαίωμα νά πραγματώσει τήν οὐσία της, ἀλλά δέν τό κατορθώνει ἀλλιῶς παρά καταπατώντας τά ἐπίσης σεβαστά δίκαια τῆς ἄλλης».3 Ὁ τραγικός ἥρωας κατά τόν Ηegel ἐνσαρκώνει τή μία ἀπό τίς δύο βασικές δυνάμεις πού συγκρούονται, τόν θεϊκό νόμο καί τόν ἀνθρώπινο νόμο, τόν προγονικό νόμο τῆς οἰκογένειας καί τόν πολιτικό νόμο τοῦ κράτους.4 Ἔτσι λοπόν ἡ τραγωδία γεννιέται ἀπό τή σύγκρουση τοῦ θείου μέ τό ἀνθρώπινο στήν διεκδίκηση ἐκ μέρους κάθε μίας δύναμης, τῆς θείας ἤ τῆς ἀνθρώπινης, τοῦ καθορισμοῦ τῆς ἀνθρώπινης καί κοσμικῆς μοίρας. Σέ ποιό παράγοντα βρίσκεται ἡ δικαιοδοσία νά καθορίζει τήν ἀνθρώπινη καί κοσμική τάξη τῶν πραγμάτων, στόν θεῖο ἤ στόν ἀνθρώπινο; Ὅταν ὁ ἄνθρωπος διεκδικεῖ δυναμικά γιά λογαριασμό του νά καθορίζει αὐτός τή μοῖρα του, ἀφαιρώντας τό προνόμιο αὐτό ἀπό τό θεῖον γεννιέται τό τραγικόν, ἡ τραγικότητα. Μέ ἄλλα λόγια, χρησιμοποιώντας καστοριαδικούς ὅρους, μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τό τραγικόν ἀναδύεται ὅταν περνᾶμε ἀπό τήν ἑτερονομία, τήν θεονομία, στήν αὐτονομία. Καί αὐτό συνέβη δύο φορές στήν ἀνθρώπινη ἱστορία, τόν 5ο αἰώνα π.Χ. στήν κλασσική Ἀθήνα καί στήν αὐγή τῶν Νεωτέρων χρόνων στή Δυτική Εὐρώπη, ὅπου ἔχουμε τήν ἐμφάνιση τῆς τραγωδίας στό Ἐλισαβετιανό θέατρο τῆς Ἀγγλίας καί στό Γαλλικό τραγικό θέατρο.
Ὁ Albert Camus γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «οἱ μεγάλες ἐποχές τῆς τραγικῆς τέχνης τοποθετοῦνται, στήν ἱστορία, σέ αἰῶνες μεταίχμιους, σέ στιγμές ὅπου ἡ ζωή τῶν λαῶν εἶναι γεμάτη ἀπό δόξα καί ἀπειλές, ὅπου τό μέλλον εἶναι ἀβέβαιο καί τό παρόν δραματικό. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ὁ Αἰσχύλος εἶχε λάβει μέρος σέ δύο πολέμους καί ὁ Σαίξπηρ ἔζησε σέ ἐποχή οὐκ ὀλίγων φρικαλεοτήτων. Καί οἱ δύο τους ἄλλωστε παρευρίσκονται σ᾿ ἕνα εἶδος ἐπικίνδυνης καμπῆς στήν ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ τους. Γιατί, πράγματι, στούς τριάντα αἰῶνες τῆς δυτικῆς ἱστορίας, ἀπό τήν κάθοδο τῶν Δωριέων μέχρι τήν ἀτομική βόμβα, μόνο δύο περίοδοι τραγικῆς τέχνης ὑπάρχουν καί στενά περιορισμένες στό χῶρο καί τό χρόνο. Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἑλληνική, παρουσιάζει ἀξιοσημείωτη ἑνότητα καί διαρκεῖ ἕναν αἰώνα, ἀπό τόν Αἰσχύλο ὡς τόν Εὐριπίδη. Ἡ δεύτερη διαρκεῖ λίγο παραπάνω καί ἀνθίζει στίς χῶρες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Ἔχει ἤδη ἀπό πολλούς ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ μεγαλειώδης ἔκρηξη τοῦ ἐλισαβετιανοῦ θεάτρου, τό ἱσπανικό θέατρο τοῦ χρυσοῦ αἰώνα καί ἡ γαλλική τραγωδία τοῦ 17ου αἰώνα εἶναι σχεδόν σύγχρονα φαινόμενα… Εἴκοσι περίπου αἰῶνες κύλησαν ἀνάμεσα στίς δύο αὐτές στιγμές. Στή διάρκεια τῶν εἴκοσι αὐτῶν αἰώνων δέν ἔχουμε τίποτα, τίποτα, ἔξω ἀπό τό χριστιανικό μυστήριο πού εἶναι ἴσως δραματικό, ὄχι ὅμως τραγικό… Ἐξετάζοντας τήν κίνηση τῶν ἰδεῶν τόσο στίς δύο αὐτές ἐποχές ὅσο καί στά τραγικά ἔργα τοῦ καιροῦ, βρισκόμαστε μπρός σέ μία συνιστῶσα. Οἱ δύο αὐτές ἐποχές σημειώνουν μετάβαση ἀπό τίς μορφές κοσμικῆς σκέψης πού διαποτίζονταν ἀπό τήν ἔννοια τοῦ θείου καί τοῦ ἱεροῦ σέ ἄλλες μορφές πού ἐμπνέονται, ἀντίθετα, ἀπό τόν ἀτομικό καί λογοκρατικό στοχασμό… Καί τίς δύο φορές, στό πεδίο τῶν ἰδεῶν, τό ἄτομο ἀποσπᾶται σιγά-σιγά ἀπό ἕνα ἱερό σῶμα καί ὀρθώνεται ἀπέναντι στόν παλαιό κόσμο τοῦ τρόμου καί τῆς εὐλάβειας. Καί τίς δύο φορές, στό πεδίο τῶν ἔργων περνοῦμε ἀπό τήν τελετουργική τραγωδία καί τή σχεδόν θρησκευτική ἱερούργηση στήν ψυχολογική τραγωδία. Καί τίς δύο φορές, ὁ ὁριστικός θρίαμβος τοῦ ἀτομικοῦ λόγου, τόν 4ο αἰώνα στήν Ἑλλάδα καί τό 18ο αἰώνα στήν Εὐρώπη, στερεύει γιά αἰῶνες τήν τραγική παραγωγή…»5.
Ἡ τραγωδία ἀναπτύσσεται λοιπόν σέ μία μεταβατική ἐποχή, κατά τήν ὁποία τό ἐγκόσμιο ἀρχίζει νά ἐπιβάλλεται, ἐνῶ οἱ μνῆμες τοῦ ἱεροῦ εἶναι ἀκόμη ζωντανές. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἡ προσπάθεια νά ἀναπαρασταθοῦν τά σημεῖα σύγκλισης, ὅπου συναντῶται τό φῶς μέ τό σκοτάδι, τό ἱερό μέ τό ἐγκόσμιο, ἡ θεία δύναμη μέ τήν ἀνθρώπινη λογική εἶναι κοινό στοιχεῖο στόν Σοφοκλῆ, στόν Σαίξπηρ καί στόν Ρακίνα. Οἱ ἐποχές πού τό δράμα γνώρισε ἰδιαίτερη ἄνθηση δέν χαρακτηρίζονταν ἀπό σταθερές, ὁμοιογενεῖς πεποιθήσεις. Ἀποτελοῦσαν ἀκριβῶς τήν ἔκφραση τῆς διαμάχης ἀνάμεσα στήν παλαιά θρησκεία καί τή νέα πολιτική, στήν παραδοσιακή πίστη καί τό σύγχρονο ὀρθολογισμό, στό ἱερό καί τό ἐγκόσμιο»6.
Τό κοσμικό γίγνεσθαι εἶναι τό πεδίο δράσης τοῦ θείου καί τοῦ ἀνθρωπίνου. Ἡ τραγικότητα ἐμφανίζεται ἀπό τήν συνειδητοποίηση τοῦ ἀδιεξόδου πού διέπει τό κασμικό γίγνεσθαι: ὁ θεός καί ὁ ἄνθρωπος συγκρούονται στήν προσπάθεια νά ἐλέγξουν, νά καθορίσουν καί νά νοηματοδοτήσουν ὁ καθένας γιά λογαριαμό του τό κοσμικό εἶναι. Ἑπομένως τό τραγικό ἐμφανίζεται ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα ξυπνᾶ ἀπό τόν παιδικό της, μακάριο ὕπνο καί διεκδικεῖ γιά τόν ἑαυτό της τή δυνατότητα καθορισμοῦ τῆς μοίρας της, σφετεριζόμενη τήν μέχρι τή στιγμή ἐκείνη ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ θείου. Ὁ Βερνάν μιλώντας γιά τήν ἐμφάνιση τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας γράφει «γιά νά ὑπάρξει τραγική δράση, πρέπει νά ἔχει ἤδη διαμορφωθεῖ ἡ ἔννοια μιᾶς ἀνθρώπινης φύσης, μέ τά δικά της γνωρίσματα καί νά ἔχουν, κατά συνέπεια, διακριθεῖ ἀρκετά καί τά δύο ἐπίπεδα, τό ἀνθρώπινο καί τό θεϊκό, ὥστε νά ἀντιτάσσονται τό ἕνα στό ἄλλο· ἀλλά πρέπει ἐπίσης νά ἐξακολουθοῦν νά ἐμφανίζονται καί ἀλληλένδετα. Τό τραγικό νόημα τῆς εὐθύνης προβάλλει, ὅταν ἡ ἀνθρώπινη πράξη ἀφήνει κάποιο πεδίο ἐλεύθερο στόν ἐσωτερικό διάλογο τοῦ ὑποκειμένου, στήν πρόθεση καί στήν προμελέτη, χωρίς ὅμως νά ἔχει ἀποκτήσει ἀρκετή συνεκτικότητα καί αὐτονομία, ὥστε νά εἶναι πέρα γιά πέρα αὐτάρκης. Ὁ καθαυτό χῶρος τῆς τραγωδίας βρίσκεται σέ αὐτή τήν ὁριακή περιοχή, ὅπου οἱ ἀνθρώπινες πράξεις ἀρθρώνονται μέ τίς θεϊκές δυνάμεις καί ἀποκτοῦν τό πραγματικό τους νόημα – ἕνα νόημα πού τό ἀγνοεῖ ὁ φορέας δράσης- ἐνσωματωμένες σέ μιά τάξη πού ὑπερβαίνει τόν ἄνθρωπο καί τοῦ ξεφεύγει»7.
Μόνοι οἱ Ἕλληνες ἔθεσαν κατά τόν Κarl Jaspers στούς θεούς των διά τῆς τραγωδίας ἐρωτήματα τοῦ τύπου: Γιατί εἶναι ἔτσι τά πράγματα τοῦ κόσμου καί ὄχι ἀλλιῶς; τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος; Τί τόν κατευθύνει; Τί εἶναι ἡ ἐνοχή; Τί ἡ μοῖρα; Ποιά εἶναι ἡ τάξη τοῦ ἀνθρώπινου κόσμου καί ἀπό ποῦ προΐενται τά ριζώματά της; Τί εἶναι οἱ θεοί;8 Καί ἀκόμη ποιά ὅρια τῆς ἐξουσίας τῶν θεῶν καί ποιά τά ὅρια τῆς ἐξουσίας τοῦ ἀνθρώπου; Ποιά τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας; Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ξεφύγει ἀπό τό κράτος τῆς ἄτεγκτης μοίρας; Ποιό τό τίμημα αὐτῆς τῆς ἀνταρσίας τοῦ τραγικοῦ ἥρωα στήν κοσμική τάξη πραγμάτων πού διέπεται ἀπό τήν ἀναπόδραστη Εἱμαρμένη; Σέ ποιό βαθμό ὁ ἄνθρωπος εἶναι πραγματικά πηγή τῶν πράξεών του; 9
Ἀλλά καί ἡ σύγκρουση μέ τό θεῖον εἶναι μία ἰδιαίτατη σύγκρουση, μία τραγική σύγκρουση, μία σύγκρουση δηλαδή στήν ὁποία «κανένα ἀπό τά (συγκρουόμενα) μέρη δέν μπορεῖ νά ὑποχωρήσει, χωρίς νά κλονιστεῖ ἡ ὑπόληψή του».10 Ὅπως γράφει καί ὁ Γκαῖτε «ἐν ὅσῳ ἡ ἐξισορρόπηση εἶναι δυνατή, ἀφανίζεται τό τραγικό»11.
Τό τραγικό εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος κοσμοθέασης, κοσμοαντίληψης, κοσμοερμηνείας καί κοσμονοηματοδότησης. Ὁ τραγικός ἄνθρωπος εἶναι ἕνας ἐντελῶς ἰδιαίτατος ἀνθρωπολογικός τύπος. Ὁ Jean-Pierre Vernant γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἡ ἐπινόηση τῆς ἑλληνικῆς τραγωδίας, στήν Ἀθήνα τοῦ 5ου αἰώνα π.Χ., δέν εἶναι μόνο ἡ παραγωγή λογοτεχνικῶν ἔργων, ἀντικειμένων γιά πνευματική κατανάλωση, πού προορίζονται γιά τούς πολίτες καί προσαρμόζονται σέ αὐτούς· μέσ᾿ἀπό τό θέαμα, τήν ἀνάγνωση, τή μίμηση καί τή θεμελίωση μιᾶς λογοτεχνικῆς παράδοσης, ἔχουμε τή δημιουργία ἑνός “ὑποκειμένου”, μιᾶς τραγικῆς συνείδησης, τήν ἔλευση ἑνός τραγικοῦ ἀνθρώπου. Τά ἔργα τῶν Ἀθηναίων δραματουργῶν, στά πλαίσια τῆς ἴδιας κίνησης, ἔκφράζουν καί ἐπεξεργάζονται μιά τραγική θέαση, ἕναν νέο τρόπο γιά νά κατανοήσει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του, νά τοποθετηθεῖ στίς σχέσεις του μέ τόν κόσμο, τούς θεούς, τούς ἄλλους, ἀλλά καί μέ τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό καί τίς ἴδιες του τίς πράξεις. Ὅπως δέν ὑπάρχει καθόλου μουσικό αὐτί ἔξω ἀπό τή μουσική καί τήν ἱστορική της ἐξέλιξη, ἔτσι δέν ὑπάρχει καί τραγική θέαση ἔξω ἀπό τήν τραγωδία καί τό λογοτεχνικό εἶδος, τοῦ ὁποίου τήν παράδοση θεμελιώνει ἡ τραγωδία»12.
3. Τραγωδία καί δρᾶμα
Στήν τραγωδία συγκρούονται δύο δυνάμεις ἐξίσου, ἤ ἔστω περίπου ἐξίσου, νόμιμες, ἔχοντας κάθε μιά ἕνα μέρος δικαίου καί μέρος ἀδίκου. Στό δρᾶμα ὑπάρχει μόνο ἕνα ἀπόλυτο ἀγαθό πού συγκρούεται μέ ἕνα ἀπόλυτο κακό. Στό δρᾶμα ἐλλείπει ἡ ἰδέα τῆς συγκρούσεως μεταξύ ἑνός μερικοῦ καλοῦ-μερικοῦ κακοῦ, ἑνός μερικοῦ δικαίου-μερικοῦ ἀδίκου καί ἑνός μερικοῦ καλοῦ-μερικοῦ κακοῦ, μερικοῦ δικαίου-μερικοῦ ἀδίκου (ὅπου τό καλό καί τό δίκαιο συνυπάρχουν στή τραγική σύγκρουση μέ τό κακό καί τό ἄδικο ταυτόχρονα) πού χαρακτρηρίζει τήν τραγωδία. Ὁ Albert Camus γράφει σχετικά: «Πρῶτα-πρῶτα τί εἶναι τραγωδία; Ὁ ὁρισμός τοῦ τραγικοῦ ἀπασχόλησε πολύ τούς ἱστορικούς τῆς φιλολογίας καί τούς ἴδιους τούς συγγραφεῖς, παρόλο πού καμμία διατύπωση δέν ἔτυχε κοινῆς συναινέσεως. Χωρίς νά διατείνομαι ὅτι θά λύσω ἕνα πρόβλημα πού ταλανίζει τόσα καί τόσα μυαλά, μπορῶ, ἐντούτοις, μέσω τῆς συγκριτικῆς μεθόδου νά δῶ σέ τί, ἄς ποῦμε, διαφέρει ἡ τραγωδία ἀπό τό δράμα ἤ τό μελόδραμα. Νομίζω, λοιπόν, ὅτι ἡ διαφορά αὐτή συνίσταται σέ τοῦτο: οἱ δυνάμεις πού συγκρούονται στήν τραγωδία εἶναι ἐξίσου νόμιμες, ἐξίσου ἐξοπλισμένες μέ λόγο. Ἀντίθετα στό μελόδραμα καί τό δράμα, μία μόνο εἶναι νόμιμη. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ τραγωδία εἶναι ἀμφίλογη, τό δράμα ἁπλουστευτικό. Στήν τραγωδία κάθε δύναμη εἶναι ταυτόχρονα καλή καί κακή. Στό δράμα, ἡ μία δύναμη εἶναι τό ἀγαθό, ἡ ἅλλη τό κακό (γι’αὐτό ἄλλωστε καί στήν ἐποχή μας τό θέατρο προπαγάνδας δέν εἶναι παρά νεκρανάσταση τοῦ μελοδράματος). Ἡ Ἀντιγόνη ἔχει δίκιο, ἀλλά καί ὁ Κρέων δέν ἔχει ἄδικο. Τό ἴδιο καί ὁ Προμηθέας: εἶναι ταυτόχρονα καί δίκαιος καί ἄδικος, ἐνῶ ὁ Δίας πού τόν τυραννᾶ ἀνελέητα βρίσκεται κι ἐκεῖνος ἐν δικαίῳ. Θά μπορούσαμε συνοπτικά νά διατυπώσουμε ὡς ἑξῆς τήν οὐσία τοῦ μελοδράματος: “ἕνας μοναχά εἶναι δίκαιος καί δικαιολογημένος”, ἐνῶ ἡ κατ’ἐξοχήν τραγική διατύπωση εἶναι: “ὅλοι ἔχουν δίκιο καί κανένας τους”. Γι’αὐτό καί ὁ χορός τῶν ἀρχαίων τραγωδιῶν δίνει κυρίως συμβουλές σύνεσης. Γιατί γνωρίζει πώς σέ κάποιο ὅριο ὅλοι ἔχουν δίκιο καί ὅτι ὅποιος, ἀπό τύφλωση ἤ πάθος, ἀγνοεῖ τό ὅριο αὐτό βαδίζει πρός τόν ὄλεθρο ἐπιδιώκοντας τό θρίαμβο τοῦ δικαίου πού νομίζει ὅτι αὐτός μόνο κατέχει.Τό σταθερό θέμα τῆς ἀρχαίας τραγωδίας εἶναι λοιπόν τό ὅριο πού δέν πρέπει νά παραβιασθεῖ. Ἀπό τή μία καί τήν ἄλλη πλευρά τοῦ ὁρίου τούτου συναντιοῦνται ἐξίσου νόμιμες δυνάμεις σέ μία πάλλουσα καί ἀκατάπαυστη σύγκρουση μεταξύ τους. Ἡ πλάνη περί τοῦ ὁρίου αὐτοῦ, ἡ ἐπιθυμία διατάραξης τῆς ἰσορροπίας αὐτῆς σημαίνει πτώση στήν ἄβυσσο».13 Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων νομιμοποιούμεθα νά μιλοῦμε γιά θεῖο Δρᾶμα ἀναφερόμενοι στό πάθος, τό θάνατο καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ οὐδόλως ὅμως γιά θεία Τραγωδία. Τό ἀπόλυτο ἀγαθό, ὑποστασιαζόμενο στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, συντρίβει ὁριστικά καί ἀνέκκλητα τόν ἀπόλυτο φορέα τοῦ κακοῦ, τό Σατανᾶ. Ἑπομένως δέν μπορεῖ νά γίνει λόγος γιά τραγωδία.
4. Πολιτική συνείδηση καί τραγωδία
Μόνο οἱ Ἕλληνες στήν ἀρχαιότητα δημιούργησαν τραγωδία, διότι μόνοι αὐτοί ὡς ἐλεύθεροι πολῖτες ὁρίζουν τή μοῖρα τους καί ὄχι ἡ βούληση τῶν θεῶν. Μόνοι οἱ Ἕλληνες ἀπό τούς λαούς τῆς ἀρχαιότητος πῆραν τή μοῖρα πάνω τους. Μόνοι αὐτοί ἐθεώρησαν τούς ἑαυτούς τους ὡς ὑπευθύνους γιά τή μοῖρα τους καί δημιουργούς τοῦ πεπρωμένου τους. Ἡ ἀντίληψη αὐτή ὅτι πηγή κάθε ἐξουσίας εἶναι οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες καί ὅτι ἡ συγκρότηση τῆς πολιτικῆς κοινωνίας ἐξαρτᾶται ἀπό αὐτούς τούς ἴδιους καί ὄχι ἀπό οἱουσδήποτε θεούς ἤ ἀπό οἱουσδήποτε ἐπί γῆς ἀντιπροσώπους τους (ἱερατεῖο, ἀπόλυτο μονάρχη) εἶναι θεμελιώδης στήν ἀρχαία Ἑλλάδα. Ἐξ οὗ καί ἡ ἔννοια τοῦ πολίτη ἀπαντᾷ μόνο στήν Ἑλλάδα στόν ἀρχαῖο κόσμο (βεβαίως ἀπαντᾷ καί στή Ρώμη), ἐξ οὗ καί τό περίφημο τριπλό πρόταγμα τῆς ἐξουσίας κατά τόν Θουκυδίδη, τό αὐτόνομον (=ἐμεῖς οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες θεσπίζουμε τούς νόμους τῆς πολιτικῆς κοινωνίας μας), τό αὐτόδικον (=ἐμεῖς οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες ἀπονέμουμε δικαιοσύνη γιά τίς ὅποιες διαφορές πού προκύπτουν στήν πολιτική κοινωνία μας) καί τό αὐτοτελές (=ἐμεῖς οἱ ἐλεύθεροι πολῖτες ἀσκοῦμε τήν ἐξουσία στήν πολιτική κοινωνία μας) καί δέν ἐκχωροῦμε αὐτή τήν ἐξουσία σέ κανένα ἔξω ἤ πάνω ἀπό ἐμᾶς. Ἑπομένως ἡ ρήξη μέ τό θεῖον καί ἡ σύγκρουση μαζί του ἦταν ἀναπόφευκτη. Ὅθεν καί ἡ ἐμφάνιση τῆς τραγικῆς αἰσθήσεως τῆς ζωῆς, τῆς τραγικῆς κασμοθεάσεως.
Ὅ καθ. Βασίλειος Κύρκος γράφει χαρακτηριστικά ἐπί τοῦ προκειμένου: «Ἡ τραγωδία καταγράφει τήν προσπάθεια τοῦ διαφωτισμένου ἀνθρώπου τοῦ 5ου αἰ. νά ἀναλάβει τήν εὐθύνη τῶν πράξεών του καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν κηδεμονία τῶν θεῶν καί τά δεσμά τῆς εἱμαρμένης. Τοῦτον, λέγεται, συνέβη τό πρῶτον μέ τόν Αἰσχύλο. Ἀπό τήν στιγμή, λοιπόν, πού ὁ ἄνθρωπος στήν ἱστορική του πορεία κατέκτησε τήν ἐλευθερία του, ἀπέκτησε δηλαδή ἱστορική καί κοινωνική συνείδηση, ἔγινε τραγικό ὄν, τραγικό πρόσωπο. Τότε γεννήθηκε ἡ τραγική αἴσθηση τῆς ζωῆς. Αὐτό ἀκριβῶς τόν ἔφερε ἀναπότρεπτα καί κατά ὀντολογική ἀναγκαιότητα σέ σύγκρουση μέ τό θεῖον πού κατεξουσίαζε τή ζωή καί τίς πράξεις του. Ἐπακολούθησε δηλαδή ἡ ἐκμύθευση τοῦ κόσμου καί ἡ κρίση ἐμπιστοσύνης πρός τήν “τάξη τοῦ θείου”. Αὐτή ἡ ριζική διασάλευση τῶν ὀντολογικῶν θεμελίων τοῦ κόσμου, ἡ ρήξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἱερό κατέστησε τόν ἄνθρωπο τοῦ 5ου αἰ. π.Χ. τραγικό ὄν. Ὁ ἀρχαϊκός ἄνθρωπος ὅταν ἀρχίζει νά ἀποκτᾶ πολιτική καί κοινωνική συνείδηση, τότε ἀκριβῶς ἀρχίζει νά ὑποψιάζεται καί τήν τραγικότητα τῆς ὕπαρξής του… Ἡ κρίση καί ἡ ρήξη τοῦ ἀνθρώπου μέ τό θεῖον συνέβη μόνο στούς κόλπους τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ καί μόνο στόν ἀνοιχτό ὁρίζοντα τῆς δημοκρατικῆς κοινωνίας, στό ἀρχαῖο ἑλληνικό ἄστυ, στήν Ἀθήνα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος κατέκτησε τήν πολιτική του καταξίωση, χωρίς νά ἀπεμπολήσει τά ἱερά θέσμια τῆς θεοφρούρητης πόλης του. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη καί μοναδική φορά στόν ἀρχαῖο κόσμο, ὅπου διαπέρασε τό ἀνθρώπινο ὄν ἡ αἴσθηση τῆς τραγικότητας, ὡς ὀντολογικό ρῖγος καί ὑπαρξιακό θάμβος…Γι᾿ αὐτό ἄλλωστε κανένας ἄλλος πολιτισμός ἔξω ἀπό τόν ἑλληνικό στήν ἀρχαιότητα δέν ἐβίωσε τό τραγικό ρῖγος καί δέν ἔλαβεν πεῖραν τοῦ τραγικοῦ ἐλέου καί φόβου. Διότι ὁ ἄνθρωπος καί οἱ σχέσεις του μέ τό θεῖον, δέν διῆλθαν ἀπό τήν αἰχμηρή καί δύσβατη ὁδό τῆς τραγικῆς συνείδησης»14. Ἡ διάσπαση τοῦ ἀρχαϊκοῦ, θεογονικοῦ μύθου, ὡς κεντρικοῦ ἑρμηνευτικοῦ σχήματος τοῦ κοσμικοῦ γίγνεσθαι καί ἡ ἀνάληψη τῆς εὐθύνης ἀπό τόν ἄνθρωπο-πολίτη γιά τήν προσωπική του ἐγκόσμια μοῖρα σηματοδοτεῖ τήν ἐμφάνιση τῆς τραγωδίας. «Ἡ τραγωδία γεννιέται ὅταν ἀρχίζει νά κοιτᾶ κανείς τό μῦθο μέ τά μάτια τοῦ πολίτη»15, λέγει ὁ Βερνάν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ὡς πολίτης ἀρχίζει νά ὁρίζει μόνος τή μοῖρα του.
Ὁ τραγικός ἄνθρωπος βρίσκεται σέ ἄμεση συνάφεια καί συνάρτηση πρός τόν πολιτικό ἄνθρωπο, τόν πολίτη. Τό φαινόμενο τοῦ τραγικοῦ συνάδει πρός τό καινοφανές φαινόμενο τοῦ πολιτικοῦ, ὅπως τό σκιαγραφεῖ ὁ καθ. Christian Meier: «οἱ πρῶτες δημοκρατίες στήν παγκόσμια ἱστορία θά προέκυπταν μόνο σέ συνθῆκες συμβίωσης τῶν πολιτῶν ὡς πολιτῶν καί μόνο ἄν αὐτά τά πλαίσια τοῦ “πολιτικῶς” ζῆν ἀναδεικνύονταν βασικό γνώρισμα τῆς ζωῆς τους. Αὐτό ἐξαρτᾶτο ἀπό ποικίλες προϋποθέσεις καί ὁδήγησε σέ ποικίλες συνέπειες. Προέκυψε μία ἐξαιρετική κατάσταση, ἕνας κόσμος ὅπου οἱ πολῖτες ἀσκοῦσαν πρωτόγνωρο ἔλεγχο πάνω στίς συνθῆκες τῆς ζωῆς τους, ἕνας κόσμος ἀλληλένδετος μέ μία ἰδιαίτερη μορφή κοινωνικῆς ταυτότητας, συγκεκριμένη ἀντίληψη περί χρόνου, εἰδική σχέση μεταξύ σταθερότητας καί ἀλλαγῆς, μέ νέες μορφές ἐμπειρίας, ἀντίληψης καί κατανόησης τῶν ἀνθρωπίνων δυνατοτήτων, τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, τῆς κοινωνίας καί τῆς ἀλλαγῆς, καί βέβαια προέκυψαν νέες μορφές ἔκφρασης, ποίησης, θεολογικοῦ, ἐπιστημονικοῦ καί φιλοσοφικοῦ προβληματισμοῦ, καθώς καί ἀναρίθμητες ἄλλες, πέρα ἀπό αὐτές πού γνωρίζουμε – ἤ ἴσως δέν γνωρίζουμε (ἀκόμη) – ὅτι σχετίζονταν μέ αὐτή τή πρωτόφαντη κατάσταση. Ἀκόμη ὁ ἑλληνικός πολιτισμός δέχθηκε ἰσχυρή ὥθηση ἀπό τήν πολιτική σέ τομεῖς ὅπως ἡ γλυπτική καί ἡ ἀρχιτεκτονική. Αὐτό πού ἐπιδιώκουμε ἐδῶ νά κατανοήσουμε ὀνομάζοντάς το “πολιτικό”, εἶναι τό περιβάλλον στό ὁποῖο οἱ κοινωνίες τῶν ἑλληνικῶν πόλεων διαμορφώθηκαν καί δοκίμασαν τίς ἀναμφίβολα σημαντικότερες ἐμπειρίες τους· εἶναι κάτι εὐρύτερο ἀπό τή δημοκρατία, στήν ὁποία τό πολιτικό ἔφτασε στό ἀποκορύφωμά του»16.
Ὑπάρχει στενή συνάφεια μεταξύ τραγωδίας καί πολιτικῆς. Ἡ τραγωδία ὅπως καί ἡ πολιτική θεωροῦνται ὕψιστες τέχνες. Ἡ τραγωδία θεωρεῖται ὑψίστη τέχνη, διότι εἶναι μίμησις (δηλαδή ἀναπαράσταση) πράξεων κατά τό εἰκός καί τό ἀναγκαῖον. Ἡ πολιτική ἐθεωρεῖτο ἀπό τούς ἀρχαίους ὡς ἡ ὑψίστη τέχνη, διότι ἀποσκοπεῖ στή διαχείριση ἐμψύχων ὄντων, δηλαδή τῶν πολιτῶν, καί ὄχι ἀψύχων πραγμάτων. Καί ἡ τραγική τέχνη ἦταν ἐπίκουρη τῆς πολιτικῆς τέχνης. Ἀκόμη καί μέσω τῆς χρησιμοποιούμενης γλωσσικῆς ὁρολογίας ἀνιχνεύουμε τή στενή συνάφεια τραγωδίας καί πολιτικῆς. Ἡ τραγωδία ἦταν μίμησις πράξεων πού διενεργοῦνταν ἀπό πρόσωπα δρῶντα, πράττοντα καί ὄχι ἁπλῶς ἀπαγγέλλοντα. Ἡ λέξη δρᾶμα προέρχεται ἀπό τή δωρική λέξη δρῶ πού σημαίνει ὅ,τι τό ἀττικό πράττω. Ἀλλά καί γιά τήν πολιτική οἱ Ἕλληνες χρησιμοποιοῦσαν τά ρήματα πράττειν τά πολιτικά καί θεωρεῖν τά πολιτικά. Τό θεωρεῖν τά πολιτικάἐσήμαινε στούς Ἕλληνες τό θεωρητικῶς στοχάζεσθαι πάνω στή φύση τῆς πολιτικῆς (πῶς θά μποροῦσε ἤ καί πῶς θά ἔπρεπει αὐτή νά ἠσκεῖτο) καί τό πράττειν τά πολιτικά ἐσήμαινε τό ἀσκεῖν στήν πράξη τήν πολιτική λειτουργία (πῶς ἔμπρακτα αὐτή ἀσκεῖται).17 Ὅπως ἡ πολιτική ἦταν ἀποκλειστική ἐπινόηση τῶν Ἑλλήνων, ἔτσι καί ἡ τραγωδία εἶναι ἀποκλειστικό ἐπίτευγμα τῆς Ἑλληνικῆς ψυχῆς, τῆς ἑλληνικῆς τραγικῆς ἀντίληψης, ὅπως τήν ἐκθέσαμε ἀνωτέρω.
Τελικά στή Δημοκρατία τήν κυριαρχία τῶν θεῶν διαδέχεται ἡ κυριαρχία τῶν ἀνθρώπων. Ὅπως γράφει ἡ Rose-Marie Lamy: « οἱ Πιέρ Λεβέκ καί Πιέρ Βιντάλ-Νακέ στό βιβλίο τους Κλεισθένης ὁ Ἀθηναῖος παρατηροῦν ὅτι οἱ νέοι πολιτικοί θεσμοί πού ἀποδίδονται στό θεμελιωτή τῆς δημοκρατίας εὐνοοῦν τρεῖς ἀριθμούς καί τά πολλαπλάσιά τους: τόν ἀρθμό τρία, μέ τίς τρεῖς ζῶνες τῆς Ἀττικῆς, καί τούς τρεῖς δήμους τῆς καθεμιᾶς· τόν ἀριθμό πέντε μέ τά πολλαπλάσιά του πενῆντα (τόσοι ἦταν οἱ Πρυτάνεις) καί πεντακόσια (τόσοι ἦταν οἱ Βουλευτές)· τέλος, τόν ἀριθμό δέκα καί τό τετράγωνό του (δέκα ἦταν οἱ φυλές καί ἑκατό οἱ δῆμοι). Ὁ ἀριθμός τρία συμβόλιζε τό ὁλοκληρωμένο σύνολο· ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀντικατάσταση τοῦ ἱεροῦ ἀριθμοῦ δώδεκα, πού ἀντιστοιχοῦσε στόν ἀριθμό τῶν θεῶν τοῦ Πανθέου, μέ τόν ἀριθμό δέκα, αὐτή δηλώνει μία ρήξη μέ τή θρησκευτική παράδοση καί τό ἀντίστοιχο κοσμικό ἡμερολόγιο πού χώριζε τό ἔτος σέ δώδεκα μῆνες. Μέ τήν ἀντικατάσταση ἑνός ἀριθμητικοῦ συμβόλου μέ ἕναν ἄλλο ἡ κυριαρχία τῶν ἀνθρώπων διαδεχόταν τήν κυριαρχία τῶν θεῶν. Ἀπό τή στιγμή πού χαλάρωσαν οἱ παλιές μορφές ἀλληλεγγύης τῶν φυλῶν καί τῶν δήμων, μποροῦσε ὁ Κλεισθένης νά δημιουργήσει ἕναν ὁμογενοποιημένο δημόσιο χῶρο γεωμετρικοῦ τύπου καί νά ἐγκαθιδρύσει μιά ἀληθινή ἰσονομία – μιά ἰσότητα νομική ἤ μία ἰσότητα ἐνώπιον τοῦ νόμου καί μέσω τοῦ νόμου – ἐντάσσοντας τούς πολῖτες σέ ἕνα νέο ὀργανισμό, ὄχι θρησκευτικό ἀλλά λαϊκό καί ὀρθολογιστικό»18. Μάλιστα οἱ Ἕλληνες προέβησαν καί στήν ἀντικατάσταση τῆς ὁρολογίας πού σημαίνει τήν δικαιοσύνη. Τή λέξη θέμις, πού συγγενεύει ἐτυμολογικά μέ τή λέξη θεός, καί δηλοῖ τήν θεόθεν ἐγκαθιδρυμένη καί ἐκπροσωπουμένη ἀπό τόν μονάρχη καί τήν ἀριστοκρατία δικαιοσύνη ἀντικαθιστᾶ ἡ λέξη δίκη πού σημαίνει «τό μέρος τό ὀφειλόμενο στόν καθένα ἀκριβιδίκαια»19 πρός ὑποδήλωση τῆς δημοκρατικῆς, νομικῆς ἐπαναστάσεως.
5. Λόγος καί δημοκρατία
Ἡ δημοκρατική ἐπανάσταση ἦταν πρωτίστως καί στήν βαθύτερη οὐσία της ἡ ἐπανάσταση τοῦ Λόγου. Ἀπόλυτος ρυθμιστής τῶν κοινωνικοπολιτικῶν σχέσεων καί καταστάσεων εἶναι πλέον ὁ ἀνθρώπινος Λόγος καί ὄχι ἡ παροπαράδοτη, θείας ἐμπνεύσεως καί προελεύσεως, παράδοση, ὁ θεογονικός μῦθος. Εἶναι χαρακτηριστικά αὐτά πού γράφει ἡ Rose-Marie Lamy: «ἡ ἐγκαθίδρυση τῆς δημοκρατίας, ἔτσι ὅπως ἔγινε στήν Ἀθήνα, γίνεται συχνά κατανοητή ὡς ἡ ἐπινόηση τῆς πολιτικῆς ἀλλά ἐπίσης καί ὡς ἡ ἔλευση τῆς λογικῆς. Σ᾿ αὐτό τό θέμα ἡ λογική ἐκδηλώνεται πράγματι ὡς ἡ κυρίαρχη δύναμη μέ τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι μποροῦν νά ἀναλάβουν τήν εὐθύνη τῆς κοινῆς τους μοίρας ἀπό μόνοι τους, δηλαδή χωρίς νά χρειάζεται νά ἐξαρτῶνται ἀπό τούς θεούς»20. Πράγματι στή Δημοκρατία θεμέλιο καί ὁδηγητικός κανόνας τῆς κοινωνίας εἶναι ὁ Λόγος καί ὄχι ἡ μυστική ἐμπειρία τῶν θεοπτῶν. Ἡ μυστική ἐμπειρία εἶναι κτῆμα ὀλίγων, τῶν ἐκλεκτῶν, τῶν διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, ἐνῶ ὁ Λόγος εἶναι κτῆμα ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν ἀνθρώπων. Κατά τόν κλασσικό ὁρισμό τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Ἀριστοτέλη, “ἄνθρωπος ἐστίν ζῷον λόγον ἔχον”, ὁ λόγος ἀποσπᾶ τόν ἄνθρωπο ἀπό τά ἄλλα ζῶα καί συγκροτεῖ τήν φύση/οὐσία του. Ἑπομένως ὁ λόγος εἶναι ἰδιάζον καί συστατικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρωπίνου εἴδους. Τόν μοιράζονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σέ ἴσο βαθμό. Ἄρα μόνο αὐτός, ὁ Λόγος, μπορεῖ νά ἀποτελέσει τόν ὑπέρτατο νομοθέτη, κανόνα καί ρυθμιστή τοῦ συλλογικοῦ βίου σέ μία δημοκρατική κοινωνία. Ἐξάλλου ὁ λόγος προϋποθέτει τήν πειθώ τήν βασισμένη σέ ὀρθολογική ἐπιχειρηματολογία, ἐνῶ ἡ μυστική ἐμπειρία τήν ὑποταγή/ ὑπακοή στήν ἀνώτερη, ἀπρόσιτη στούς πολλούς, γνώση τοῦ θεόπτη.
Ἡ τραγωδία λοιπόν γεννιέται καί ἀναπτύσσεται ὅταν ἡ ἀνθρωπότητα ἀποτινάσσει τήν κηδεμόνευση ἀπό τό θεῖον καί ξανοίγεται στήν περιπέτεια τῆς αὐτόνομης πορείας της στό κοσμικό γίγνεσθαι. Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέγερσης τῆς ἀνθρωπότητας εἶναι ἡ σύγκρουση μέ τό θεῖον. Ἀπό τή σύγκρουση αὐτή ἀναδύεται ἡ τραγική αἴσθηση τῆς ζωῆς. Ὁ τραγικός τρόπος τοῦ ὑπάρχειν εἶναι ἕνας ἰδιαίτερος τρόπος τοῦ ζῆν πού προσιδιάζει σέ ἐλεύθερους καί αὐτόνομους ἀνθρώπους, ἐπωμισμένους μέ τό χρέος ἀλλά καί τό βάρος τῆς ἀνάληψης τῆς προσωπικῆς τους εὐθύνης γιά τή ζωή καί τή μοῖρα τους καί ἐμφορουμένους ἀπό τό Λόγο. Ὁ Λόγος, ὁ ἀνθρώπινος καί κοινός σ᾿ ὅλους, θά εἶναι πλέον ὁ ὁδηγητικός κανόνας στήν διευθέτηση καί ὀργάνωση τῆς ζωῆς τους. Ἡ εὐδαιμονία τους εἶναι δική τους ὑπόθεση καί ἐργαλεῖο οἰκοδόμησής της εἶναι ὁ ἀνθρώπινος Λόγος. Ὁ νόμος, ὡς ρυθμιστής τῆς συλλογικῆς συμβίωσης, πηγάζει ἀπό τήν ἀνθρώπινη λογική καί ὄχι πλέον ἀπό τή θεία ἀποκάλυψη ἤ ἔστω τή θεία ἐπίνοια. Εἶναι προϊόν ἀνθρώπινης διαβούλευσης, συμφωνίας καί συναίνεσης. Καί ἀκόμα ὡς προϊόν ἀνθρώπινης σύμβασης εἶναι πάντα ὑποκείμενος σέ τροποποιήσεις καί ἀλλαγές σύμφωνα μέ τίς κοινωνικές ἀνάγκες. Οἱ θεϊκοί νόμοι, οἱ νόμοι πού πηγάζουν ἀπό τό θεό ἤ ἀπό μία φυσική ἀναγκαιότητα εἶναι ἐξ ὁρισμοῦ λίγο-πολύ ἀκίνητοι καί ἀμετάβλητοι.
Ἐξάλλου ὁ Λόγος συνάπτεται στενά καί συνυπάρχει μέ τόν (τραγικό) Μῦθο. Καί ὁ Λόγος καί ὁ Μῦθος εἶναι δύο θεμελιακοί τρόποι ἑρμηνείας καί νοηματοδοτήσεως τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς πού σέ ὁρισμένες ἱστορικές ἐποχές, ἐξόχως προνομιακές, − ὅπως στήν κλασσική Ἀθήνα τοῦ 5ου π.Χ. αἰῶνα – συνυπάρχουν δημιουργικά καί κυοφοροῦν τήν στενή συνάφεια τοῦ τραγικοῦ στοιχείου μέ τή δημοκρατία. Εἶναι ἐσφαλμένη ἡ εὐρέως ἐπικρατοῦσα ἄποψη ὅτι τόν 6ο π.Χ. αἰῶνα στά παράλια τῆς Ἰωνίας ὁ Λόγος ἐκτοπίζει τό Μῦθο καί αὐτός μόνος ἡγεμονεύει τοῦ ἀνθρωπίνου βίου. Στήν ἀρχαϊκή Ἑλλάδα τοῦ 6ου π.Χ. αἰῶνα, ἀλλά καί στήν κλασσική Ἑλλάδα τοῦ 5ου αἰῶνα συνυπάρχουν δημιουργικά ὁ Μῦθος μέ τό Λόγο. Ἀπό τόν 4ο αἰῶνα καί μετά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι στερεύει ὁ Μῦθος. Ὁ καθ. Δημήτριος Κουτσογιαννόπουλος-Θηραῖος γράφει συναφῶς: «Ὁ μῦθος κλείνει ἐντός του μίαν αὐτόνομον σύνθεσιν τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς, μίαν πρώτην καί ριζικήν διαφοροποίησιν τῆς σχέσεως τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν θεόν, σχέσεως ὅμως ἰδιοτύπως προσωπικῆς καί, ἑπομένως, πολύ βαθύτερα εἰσχωρούσης ἀπό ὅ,τι τό κάμνει ἡ φιλοσοφία καί (πολύ περισσότερον) ἡ φυσική ἐπιστήμη. Ὁ μῦθος δέν εἶνε, ὅπως συνήθως λέγεται, ἕνα προ – λογικόν στάδιον τῆς ἑρμηνείας τοῦ ὄντος. Ὁ Λόγος ὑπάρχει καί εἰς τόν μῦθον, ἀλλά εἶνε λόγος σκοτεινός, πονηρός, “αἱμύλιος” (=ἀπατηλός), ὁ ὁποῖος συνδέει θεούς καί ἀνθρώπους εἰς μίαν σχέσιν κατ’ ἐπίφασιν ἀφελῆ, ἡ ὁποία ὅμως ὑποκρύπτει εἰς τό βάθος της τόν ἀνελέητον ἀνταγωνισμόν τῶν βουλήσεων νά ἐπιβληθῇ ἡ μία εἰς τήν ἄλλην». 21
6. Ἡ γλῶσσα τῆς τραγωδίας
Στό Ἑλληνικό φαντασιακό, ἤδη ἀπό τήν προδημοκρατική ἐποχή τοῦ Ὁμήρου, ὁ λόγος – ἡ γλῶσσα – ἔπαιζε σημαντικό ρόλο στίς σχέσεις ἀρχόντων καί ἀρχομένων καί στίς σχέσεις τῶν ἀρχομένων μεταξύ τους. Ἰδανικός Ὁμηρικός ἥρωας εἶναι αὐτός πού συνδυάζει ἁρμονικά λόγο καί πράξη. Μύθων ρητήρ, ἔργων πρηκτήρ.22
Ὁ ἰδανικός αὐτός ἀνθρωπολογικός τύπος πού εἶναι ἐξίσου ἱκανός στό λόγο καί στήν πράξη κορυφώνεται, ὅπως εἶναι εὔλογο, στήν δημοκρατική Ἀθήνα τοῦ 5ου αἰώνα. Ὁ Εrnst Cassirer γράφει χαρακτηριστικά: «Στήν ἀθηναϊκή ζωή τοῦ πέμπτου αἰώνα ἡ γλῶσσα εἶχε γίνει ὄργανο ὁρισμένων, συγκεκριμένων καί πρακτικῶν σκοπῶν. Ἦταν τό ἰσχυρότερο ὅπλο στούς μεγάλους πολιτικούς ἀγῶνες. Κανένας δέν μποροῦσε νά ἐλπίζει ὅτι θά ἔπαιζε ἡγετικό ρόλο χωρίς αὐτό τό ὄργανο. Ἡ σωστή του χρήση κι ἡ ἀδιάκοπη βελτίωση καί ὄξυνσή του εἶχαν ζωτική σημασία»23. Τά πεδία ἀσκήσεως τοῦ ἐπιδεικτικοῦ λόγου ἦσαν οἱ δημοκρατικοί θεσμοί, δηλαδή ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου καί τά δικαστήρια, κυρίως ἡ Ἡλιαία καί ἄλλα ἥσσονος ἐμβέλειας δικαστήρια
Θεμελιώδης ἀρχή τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἦταν ἡ ἰσηγορία, δηλαδή τό ἴσο δικαίωμα λόγου γιά ὅλους τούς πολῖτες. Δυνητικά κάθε ἐλεύθερος πολίτης ἄνω τῶν δεκαοκτώ ἐτῶν εἶχε τό δικαίωμα νά πάρει τό λόγο στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου καί νά ἐκφράσει τή γνώμη ἐπί ζητημάτων πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἀθηναϊκή πολιτεία – καί τά ὁποῖα εἶχαν βεβαίως τύχει προεργασίας στόν ἄλλο δημοκρατικό θεσμό, στή Βουλή τῶν πεντακοσίων. Στήν πράξη βέβαια τόν λόγο ἔπαιρναν οἱ περισσότερο μορφωμένοι, οἱ περισσότεροι ἱκανοί καί νά ἀγορεύσουν καλύτερα καί νά πείσουν καλύτερα τούς συμπολῖτες τους. Ὅμως τελικός κριτής τῶν συζητήσεων στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου ἦταν ὁ λαός. Ὁ λαός, ἀσχέτως μορφωτικοῦ καί οἰκονομικοῦ ἐπιπέδου, ἦταν ὁ τελικός ἀποδέκτης καί κριτής τῶν δημοσίων ἀγορεύσεων. Ἔπρεπε νά ἦταν σέ θέση νά ἀκούσει προσεκτικά καί νά ἀξιολογήσει ἀποτελεσματικά τά ἀντιπαρατιθέμενα λεκτικά ἐπιχειρήματα, γιά νά εἶναι σέ θέση νά λάβει τίς ὀρθότερες ἀποφάσεις γιά τό κοινό συμφέρον. Ἑπομένως ἡ ἀποτελεσματική χρήση καί ἀξιολόγηση τοῦ λόγου ἦταν ζωτικῆς σημασίας στήν Ἀθηναϊκή πολιτεία. Χαρακτηριστικά ἔχει γραφεῖ ὅτι «στήν Ἀθήνα ὅλα ἐξαρτῶνται ἀπό τόν λαό καί ὁ λαός ἐξαρτᾶται ἀπό τόν λόγο»24.
Ὡσαύτως καί στά λαϊκά δικαστήρια οἱ δικαστές καί οἱ ἔνορκοι ἦσαν πολῖτες ὁρισμένοι μέ κλήρωση. Ἑπομένως καί στό δημόσιο λόγο τῶν Δικαστηρίων ἡ ἀποτελεσματική χρήση τοῦ λόγου καί ἡ ἀξιολόγηση τῆς λεκτικῆς ἀντιπαράθεσης ἦταν ἀναγκαία. Γι᾿ αὐτό ὁ Ἀριστοτέλης ὁρίζει τήν ἔννοια τοῦ πολίτη ὡς ἑξῆς: “Πολίτης δ᾿ ἁπλῶς οὐδενί τῶν ἄλλων ὁρίζεται μᾶλλον ἤ τῷ μετέχειν κρίσεως καί ἀρχῆς”25. Δομικά στοιχεῖα τῆς ἐννοίας τοῦ πολίτη εἶναι ἡ μετοχή στή δικαστική (κρίσις) καί πολιτική ἐξουσία (ἀρχή). Καί αὐτή ἡ ἀποτελεσματική μετοχή στήν δικαστική καί πολιτική ἐξουσία προϋποθέτει ἀπαραίτητα τήν ἀποτελεσματική χρήση καί ἀξιολόγηση τοῦ δημοσίου λόγου.
Στήν βαθύτερη οὐσία της ἡ τραγωδία εἶναι ἡ μεταφορά τοῦ ἀπώτατου ἡρωϊκοῦ παρελθόντος στό σύγχρονο δημοκρατικό παρόν. Ἔτσι ἡ φραστική διατύπωσή της συνδυάζει στοιχεῖα τοῦ ἡρωϊκοῦ παρελθόντος καί τοῦ δημοκρατικοῦ παρόντος. Ἡ τραγωδία ἐνσωματώνει στό λεκτικό της σέ πλεῖστες περιπτώσεις τό δημόσιο λόγο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου καί τῶν δικαστηρίων. Ἡ γλῶσσα τῆς τραγωδίας συντίθεται ἀπό τήν ἡρωϊκή μεγαλοπρέπεια τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν, τήν ὑψιπετῆ ἔκφραση τῆς θρησκευτικῆς – τελετουργικῆς συμβολικῆς γλώσσας, καί τά σχήματα λόγου καί τό λεξιλόγιο τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν, δηλαδή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου καί τῶν δικαστηρίων.26 Ἡ χρήση τῆς πολιτικῆς καί νομικῆς γλώσσας ἀνιχνεύεται σέ πλεῖστες ἀρχαῖες τραγωδίες. Ὁ Simon Goldhill γράφει: «Τρίτη (σημ. δική μου, μετά τήν Ὁμηρική καί θρησκευτική-τελετουργική γλῶσσα) κατά σειρά εἶναι ἡ μείζονος σημασίας ἐπίδραση τοῦ κόσμου τοῦ δημοκρατικοῦ δικαστηρίου καί τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Δήμου στή γλῶσσα τῆς τραγωδίας. Στή δημοκρατική πόλη τό δικαστήριο καί ἡ Ἐκκλησία τοῦ Δήμου εἶναι θεσμοί ἀνάλογοι μέ τό θέατρο, καί αὐτοί οἱ τρεῖς σημαντικοί δημόσιοι χῶροι ὅπου παρουσιάζονται λόγοι – ὁμιλίες, ἐπιχειρήματα, ὁ ἐπιδεικτικός λόγος – συνδέονται φανερά μεταξύ τους».27 Γενικά κατά τόν Simon Goldhill «ἡ τραγική γλῶσσα εἶναι δημόσιος, δημοκρατικός λόγος μεταξύ ἀντρῶν: ἡ γλῶσσα τῆς τραγωδίας εἶναι πολιτική, μέ ὅλες τίς ἐπιμέρους σημασίες τοῦ ὅρου».28 Καί μάλιστα εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι ἡ τραγωδία δίνει “φωνή”-λόγο, παρέχει ἐκπροσώπηση στίς γυναῖκες, στούς δούλους καί στούς ξένους, κοινωνικές ὁμάδες πού ἀποκλείονταν ἀπό τό δημόσιο λόγο τῆς κλασσικῆς Ἀθήνας.
Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι τό δημοκρατικό λεξιλόγιο κάνει ἔντονη τήν παρουσία του στήν τραγωδία. Ἐπί παραδείγματι οἱ Ἱκέτιδες τοῦ Αἰσχύλου, πού παρεστάθησαν τό 462, καί ὅπως σημειώνει ὁ καθ. Ἰωάννης Τουλουμάκος, εἶναι «τό δρᾶμα πού ἐξακολουθεῖ νά ἀποτελῆ τό πρῶτο ἀπό τά ὡς τώρα γνωστά τεκμήρια τοῦ δημοκρατικοῦ λεξιλογίου».29 Ὁ στίχος 604 “δήμου κρατοῦσα χείρ ὅπῃ πληθύνεται” (Μετάφραση Κ.Χ. Μύρη: «μέ πόσες ψήφους μίλησε ὁ κυρίαρχος λαός;»)30 εἶναι τό πρῶτο γραπτό κείμενο τῆς ἀρχαιότητος, στό ὁποῖο – σέ περίφραση βεβαίως – χρησιμοποιεῖται ὁ ὅρος “δημοκρατία”.31 Ὁμοίως τήν ἔννοια τῆς δημοκρατίας ἀποδίδει σαφέστατα ἡ φράση “τό δάμιον, τό πτόλιν κρατύνει” (στιχ. 698) (Μετάφραση Κ. Χ. Μύρη: «ἡ βουλή τοῦ λαοῦ πού τήν πόλιν ὁρίζει».32 Ἀκόμη στόν στίχο 604 δέν ὑποδηλώνεται μόνο ἡ κυριαρχοῦσα ἀρχή (πού εἶναι ὁ δῆμος), ἀλλά συνυποδηλώνεται καί ἡ διαδικασία λήψεως τῶν ἀποφάσεων πού εἶναι κατ᾿ ἐξοχήν δημοκρατική, ἡ ψηφοφορία δι᾿ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν. Ἀκόμη ὑποδηλοῦται μέ τό ρῆμα πληθύνεται ἡ ἀρχή τῆς πλειοψηφίας πού κυβερνᾶ στό δημοκρατικό πολίτευμα.33
7. Δημοκρατικοί θεσμοί καί τραγωδία
Τό τραγικό θέατρο διαδραμάτιζε μεγίστης σημασίας πολιτική λειτουργία στό ἀρχαῖο ἄστυ. Μέ τή μορφή τοῦ τραγικοῦ μύθου συζητοῦνταν πλεῖστα πολιτικά, ἠθικά, ἰδεολογικά καί θεσμικά προβλήματα τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας καί γίνονταν ζυμώσεις καί προβληματισμός πάνω σ᾿ αὐτά. Κυριολεκτικῶς εἰπεῖν ἡ τραγωδία ἦταν σχολεῖο δημοκρατίας καί ἠθικῆς στό κλεινόν ἄστυ. Ἦταν ἕνα εἶδος λαϊκῆς ἐπιμόρφωση ἤ ἕνα εἶδος think tank τῆς ἐποχῆς. Μέ τό θέατρο, τραγικό καί κωμικό, ἐπετελεῖτο ἡ διά βίου παιδεία τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν. Εἶναι γεγονός ὅτι «τό δράμα ἦταν ἀπό τή φύση του ἕνα μέσο ἔκφρασης πολιτικῶν ἀπόψεων».34 Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ὁ ποιητής ἐνοφθαλμίζει στόν ὑπό δραματοποίηση μύθο σύγχρονους προβληματισμούς, καθιστώντας ἔτσι ἐπίκαιρο τό ἔργο του καί ἐνεργό τήν παρουσία του στό ἱστορικό καί κοινωνικό γίγνεσθαι τῆς ἐποχῆς του».35 Δεδομένου ὅτι στήν Ἀθηναϊκή κοινωνία τοῦ 5ου αἰώνα δέσποζε κυριαρχικά ἡ πολιτική, ἡ λειτουργία τοῦ δραματικοῦ θεάτρου ἦταν κυρίως – ὄχι βέβαια ἀποκλειστικά – πολιτική. Ἀποτελοῦσε χῶρο πολιτικῶν ζυμώσεων καί πολιτικοῦ προβληματισμοῦ. Ὁ Ἀριστοτέλης στό δεύτερο ἥμισυ τοῦ 4ου αἰώνα, ὅταν πλέον ἡ τραγική μοῦσα εἶχει σιγήσει ὁριστικά, στήν Ποιητική λέγει ὅτι “οἱ μέν γάρ ἀρχαῖοι πολιτικῶς ἐποίουν λέγοντας, οἱ δέ νῦν ρητορικῶς”36 (Μετάφραση: «Διότι οἱ μέν ἀρχαῖοι ποιηταί παρίσταναν ἥρωας ὁμιλοῦντας πολιτικῶς, οἱ δέ σημερινοί ρητορικῶς»37). Τό τραγικό θέατρο στήν ἀθηναϊκή δημοκρατία ἦταν βαθιά ριζωμένο στούς πολιτικούς καί θρησκευτικούς θεσμούς της. Κατ᾿ ἀρχήν ἡ τραγωδία ἔχει θρησκευτική καταγωγή. Βλέποντας ἐμεῖς σήμερα τραγωδία εἶναι ἀδύνατον νά νιώσουμε τήν ἴδια θρησκευτική συγκίνηση πού ἔνιωθαν οἱ Ἀθηναῖοι μέ τήν παράσταση τῆς τραγωδίας. Εἶναι ἀδύνατον σήμερα νά νιώσουμε τό ρῖγος καί τό δέος πού διαπερνοῦσε τό ἀρχαῖο Ἕλληνα ὅταν ἔβλεπε τήν Ὀρέστεια, τόν Οἰδίποδα ἤ τήν Ἀντιγόνη. Ἀκόμη ἡ τραγωδία δέν ἀποτελοῦσε μία ἀμιγή μορφή τέχνης, δέν ἐπιτελοῦσε μία ψιλή αἰσθητική λειτουργία, ὅπως συμβαίνει μέ τό σύγχρονο θέατρο, ἀλλά ἕνα, κυριολεκτικῶς εἰπεῖν, κοινωνικό-πολιτικό θεσμό («Ἡ τραγωδία δέν εἶναι μονάχα μιά μορφή τέχνης, εἶναι ἕνας κοινωνικός θεσμός, πού εἰσάγει ἡ πόλη μέ τήν ἵδρυση τῶν τραγικῶν ἀγώνων, πλάϊ στά πολιτική καί δικαστικά της ὄργανα»38 θά πεῖ ὁ Βερνάν), ἀφοῦ πέρα ἀπό ἐργαστήριο παραγωγῆς πολιτικῆς σκέψεως καί προβληματισμοῦ τόσο ἡ σύνθεσή του (οἱ ἠθοποιοί καί ὁ τραγικός χορός ἦσαν πολῖτες), ὅσο καί ἡ ἀξιολόγησή του (οἱ κριτές ἦσαν πολῖτες καί, ἐπειδή ἡ ἐπιλογή γινόταν μέ κλήρωση, κάθε πολίτης ἦταν, δυνάμει τοὐλάχιστον, κριτής) ἐλάμβαναν χώρα ἀπό ἐνεργούς πολῖτες. Ἡ ἀθηναϊκή πολιτεία ἦταν μία θεατροποιημένη κοινωνία μέ τήν κυριολεκτική ἔννοια τοῦ ὅρου.39 Μάλιστα οἱ θεατρικές παραστάσεις στήν Ἀθήνα, ὅπως ἄλλωστε καί στίς ἄλλες ἑλληνικές πόλεις, διεξάγονταν κατά τίς θρησκευτικές ἑορτές (κυρίως τοῦ Διονύσου) καί ἡ Ἀθήνα, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Ξενοφῶν στήν Ἀθηναίων πολιτεία, εἶχει τίς περισσότερες ἑορτές ἀπό κάθε ἄλλη ἑλληνική πόλη.40 Ὁ Πλάτων στά μισά τοῦ τετάρτου αἰῶνος, ὅταν πιά ἡ ποιητική φλέβα εἶχε στερέψει ὁριστικά, ὅπως μόλις παραπάνω εἴπαμε, χαρακτηρίζει τήν Ἀθηναϊκή πολιτεία τοῦ πέμπτου αἰῶνος, ἐπιτιμητικά βεβαίως, οὔτε ὡς δημοκρατία οὔτε ὡς ἀριστοκρατία, ἀλλ᾿ ὡς θεατροκρατία.41 Ὁ Ρaul Cartledge ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Πλάτων ἐπινόησε τόν ὅρο θεατροκρατία γιά νά συνεπινοήσει τήν ὑπέρτατη ἐξουσία τοῦ θεατρικοῦ κοινοῦ θέλοντας νά ὁρίσει τή δικτατορία τῆς μάζας.42 Ὁ ἴδιος μάλιστα ἐρευνητής χαρακτηρίζει τό Ἀθηναϊκό κράτος τοῦ 5ου αἰώνα ὡς «θεατρικό κράτος» καί τόν Ἀθηναϊκό πολιτισμό ὡς «πολιτισμό τῶν παραστάσεων».43 Τόσο κυρίαρχο ρόλο καί μεγίστη λειτουργία στήν πολιτική ζωή καί – ὄχι μόνο – τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας ἔπαιζε τό τραγικό (καί τό κωμικό φυσικά) θέατρο.
Εἶναι μάλιστα χαρακτηριστικό ὅτι στήν Ἐκκλησία τοῦ Δήμου ἦταν ἀδύνατο νά συγκεντρωθεῖ τό σύνολο τῶν ἐλευθέρων πολιτῶν τῆς Ἀθήνας. Οἱ πιό ἐπίσημες καί κρίσιμες συνελεύσεις ἔπρεπε νά συγκεντρώσουν τουλάχιστον ἕξη χιλιάδες ἄτομα, ἀριθμός πού ἦταν πολύ δύσκολο νά ἐπιτευχθεῖ. Ὑποθέτουμε ὅτι τίς περισσότερες φορές ὁ ἀριθμός τῶν πολιτῶν πού παρευρίσκετο στίς συνελεύσεις δέν ὑπερέβαινε τίς τρεῖς-τρισήμισυ χιλιάδες.44 Μάλιστα ἀναφέρεται ὅτι ἠσκεῖτο τρόπο τινά κάποια βία (ἔσπρωχναν τούς πολῖτες πρός τήν ἐκκλησία μέ ἕνα σχοινί βαμμένο μέ κόκκινη μπογιά), ὥστε νά συμπληρωθεῖ ὁ ἀπαραίτητος ἀριθμός παρόντων.45
Οἱ δραματικοί ποιητές εἶχαν βαθιά συνείδηση τῆς σημασίας τῆς σπουδαιοτάτης αὐτῆς λειτουργίας τοῦ θεάτρου στήν πολιτική διαπαιδαγώγηση τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν. Ὁ Ἀριστοφάνης αἴφνης στήν κωμωδία του Βάτραχοι ἐξετάζει τό ρόλο πού μπορεῖ νά διαδραματίσει ἡ τραγική ποίηση στήν πόλη, στή λύση τῶν προβλημάτων της καί στή διαπαιδαγώγηση τῶν πολιτῶν. Ἔτσι στούς στίχους 1008 ἕως 1010 βάζει τόν Εὐριπίδη νά ἀπαντᾶ στήν καίρια ἐρώτηση τοῦ Αἰσχύλου “τίνος ἕνεκα χρή θαυμάζειν ἄνδρα ποιητήν;” ὡς ἑξῆς: “(ἕνεκα) δεξιότητος καί νουθεσίας, ὅτι βελτίους ποιοῦμεν τούς ἀνθρώπους ἐν ταῖς πόλεσι”. Ἐνῶ λίγο πιό κάτω στόν στίχο 1055 ὁ Αἰσχύλος ἀποκαλεῖ τόν ποιητή ὡς δάσκαλο τοῦ λαοῦ.
Ὁ Wilamonitz γράφει χαρακτηριστικά ὅτι «ὁ Ὅμηρος καί οἱ τραγικοί ἀποτελοῦν γιά τήν Ἑλλάδα τόν Μωϋσῆ καί τούς προφῆτες».46
Ὅμως ἡ τραγωδία σχολιάζοντας τά πολιτικά δρώμενα ἐπιτελοῦσε καί ἕνα ἀκόμα σημαντικό ρόλο στήν πολιτική κονίστρα τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας: ἀναστοχαζόταν, ἀνασκοποῦσε τό ἴδιο τό φαινόμενο, τή φύση καί τά ὅρια τῆς δημοκρατίας. Μόνοι οἱ Ἕλληνες ἔφθασαν στήν ἀμφισβήτηση τῶν ἰδίων τῶν θεμελίων τοῦ πολιτισμοῦ τους. Ὅπως ἔχει χαρακτηριστικά γραφεῖ: «ἡ ἀρχαία ἑλληνική κοινωνία εἶναι ἡ πρώτη κοινωνία πού θέτει ὡς προϋπόθεση τῆς λειτουργίας της τήν κριτική ἀμφισβήτηση τοῦ ἴδιου τοῦ ἑαυτοῦ της – ἀκόμη καί τῶν ἐσχάτων θεμελίων της. Εἶναι ἡ πρώτη κοινωνία πού ὁρίζει ὅτι θά πρέπει νά ἐξηγῆ γιατί εἶναι αὐτή πού εἶναι, νά ἀποδεικνύη συνεχῶς τό πῶς καί τό γιατί τῆς συστάσεώς της. Καί ἐνῶ οἱ ἄλλες κοινωνίες θεσμοθετοῦν μηχανισμούς ἐπιβολῆς τοῦ λόγου των, ἡ ἑλληνική κοινωνία θεσμοθετεῖ μηχανισμούς ἐλλόγου ἐλέγχου της».47 Τό δυσκολότερο πρᾶγμα γιά τή σκέψη, γράφει κάπου ὁ Χάϊντεγκερ, εἶναι νά στραφεῖ ἐνάντια στόν ἑαυτό της. Οἱ τραγικοί ποιητές ἐπιχειροῦσαν κριτική στήν ἴδια τή δημοκρατία, τουλάχιστον στίς ἀκραῖες δραστηριότητές της. Τό τραγικό (ἀλλά καί τό κωμικό) θέατρο ὑπέβαλε σέ κριτική ἀμφισβήτηση, ἀνάλυση καί ἔλεγχο τά ἴδια τά θεμέλια, τίς ἀρχές καί τούς πρωταγωνιστές τῆς δημοκρατίας. Ὁ Σάϊμον Γκόντχιλ γράφει ἐπ᾿ αὐτοῦ: «ἡ τραγωδία δέν παρουσιάζει τόν ἥρωα ὡς λαμπρό παράδειγμα πού πρέπει νά ἀκολουθήσουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ὡς ἕνα δύσκολο καί ἐπικίνδυνο χαρακτήρα ἀπορροφημένο ἀπό τόν ἑαυτό του, ὁ ὁποῖος φτάνει στήν ὑπέρβαση ἔχοντας πρῶτα βιώσει τό κόστος τῆς ἀνομίας. Ὅπως πάντα, οἱ Ἕλληνες ἔχουν καί γι᾿ αὐτό μιά φράση: ἐς μέσον πού σημαίνει “θέτω κάτι σέ δημόσια συζήτηση”. Ἡ δημοκρατία ὑπερηφανεύεται γιά τό πόσο δεκτική εἶναι στήν ἀμφισβήτηση. Ἡ τραγωδία εἶναι ὁ θεσμός πού ἀνεβάζει τή δεκτικότητα αὐτή στή σκηνή μέ κατεξοχήν ἐντυπωσιακό τρόπο. Ἡ ἀττική κωμωδία δέν εἶναι λιγότερο προκλητική, μέ τό δικό της τρόπο βέβαια… Τά Μεγάλα Διονύσια, αὐτή ἡ ἐπιχορηγούμενη ἀπό τήν πόλη γιορτή, κάτω ἀπό τήν κυριαρχία τοῦ χαμογελαστοῦ καί ἐπικίνδυνου Διόνυσου ἔβαζαν σέ κίνδυνο μερικές ἀπό τίς βασικές καί πιό ἱερές ἀρχές τῆς πόλης».48 Ἐν τέλει τά Μεγάλα Διονύσια ἦσαν “ἡ δημόσια κουλτούρα” τῆς Ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας,49 ὅπου μέ τό περίβλημα τοῦ τραγικοῦ μύθου ἐτίθεντο σέ δημόσια συζήτηση καί στοχασμό ὅλα τά κοινά προβλήματα.
Κατά τόν Ἀριστοτέλη ἡ τραγωδία ἐπιτελεῖ τήν κάθαρσιν τῶν παθῶν, ἐγείροντας τόν ἔλεον καί τόν φόβον στίς ψυχές τῶν θεατῶν. Ἐγείρεται συμπάθεια ἄρα καί ταύτιση μέ τούς πάσχοντες τραγικούς ἥρωες «ὅταν εἰκάζουμε ὅτι θά μπορούσαμε νά ἤμαστε κι ἐμεῖς θύματα ἤ κάποιος ἀπό τούς δικούς μας καί ὁ κίνδυνος φαίνεται νά εἶναι κοντά μας» (Ἀριστοτέλους Ρητορική ΙΙ: 3). Ἑπομένως στήν τραγωδία ὑπάρχει συναισθηματική ταύτιση καί βιωματική μέθεξη τοῦ θεατῆ μέ τούς πάσχοντες τραγικούς ἥρωες. Ἀκόμη ὑπάρχει καί τό ἀπολαυστικό στοιχεῖο: “ἡ ἀπό ἐλέου καί φόβου διά μιμήσεως ἡδονή”.50 Οἱ τραγικοί ποιητές, ἐκμεταλλευόμενοι τήν συναισθηματική ταύτιση καί τήν ἡδονή πού προκαλεῖ ἡ τραγωδία, προσπαθοῦν νά προφυλάξουν τό Ἀθηναϊκό κοινό ἀπό τήν ὕβριν. Ὁ τραγικός ἥρωας καταστρέφεται δι᾿ ἁμαρτίαν τινά, δηλ. γιά ἕνα ἐσφαλμένο ὑπολογισμό, γιά μιά τύφλωση τοῦ νοῦ, γιά ἕνα μοιραῖο ἐλάττωμα πού πρισιδιάζει στόν χαρακτῆρα τοῦ τραγικοῦ ἥρωα πού τόν ὁδηγοῦν στήν καταστροφή. Ὁ θεατής μέσω τῶν τραγικῶν παθημάτων συνειδητοποιεῖ πόσο εὔθραστη, ἀβέβαιη καί ἐφήμερη εἶναι ἡ ἀνθρώπινη εὐτυχία καί πόσο ἐκτεθειμένοι εἴμαστε σέ λανθασμένους ὑπολογισμούς ἤ ὑποκείμενοι σέ μοιραῖα ἐλαττώματα πού μποροῦν νά ἐπιφέρουν τήν καταστροφή.51 Ὁ τραγικός ποιητής προσπαθεῖ νά χαράξει τή μορφή, ἀλλά καί τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης δράσης, πέραν τῶν ὁποίων ἐλλοχεύει ἡ ἄτη, ἡ συμφορά. Καί, ὅπως εὔστοχα γράφει ὁ Παναγιώτης Πανταζάκος, «οἱ ἀληθινά τραγικές συμφορές ἔχουν τήν ἰδιομορφία νά πέφτουν πάνω σέ ὅσους θέλουν νά κατευθύνουν οἱ ἴδιοι τή μοῖρα τους»,52 παραβιάζοντας τά ὅρια τῆς θείας τάξεως πραγμάτων.
Οἱ δραματουργοί χαράσσουν μέ ἐπιμονή τά ὅρια τῆς πολιτικῆς καί γενικώτερα τῆς ἀνθρώπινης δράσης πέρα ἀπό τά ὁποῖα ἡ διολίσθηση στήν καταστροφή εἶναι ἄφευκτη. Συνεχῶς θυμίζουν στόν Ἀθηναῖο τήν ὑπευθυνότητά του ὡς ἔλλογου καί αὐτόνομου πολίτη: ὁ Ἀθηναῖος πολίτης εἶναι κύριος, αὐτεξούσιος τῶν πράξεών του, πρέπει ὅμως μέ σύνεση, μέτρο καί στοχασμό νά ἐπιλέγει ἐκεῖνες, τῶν ὁποίων οἱ ἐπιπτώσεις δέν θά εἶναι καταστροφικές γιά τόν ἴδιο καί τήν πόλη του. Ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης εἶναι χαρακτηριστικός ἐπ᾿ αὐτοῦ: «Δέν ὑπάρχει ἑλληνική τραγωδία, ὑπάρχει μόνο ἀθηναϊκή τραγωδία. Δέν παράγουν ὅλες οἱ ἑλληνικές πόλεις τραγωδία, οὔτε κἄν ὅλες οἱ δημοκρατικές πόλεις. Μόνο ἐκεῖ πού κορυφώνεται ἡ αὐτοδημιουγία τῆς δημοκρατίας, στήν Ἀθήνα, ἐμφανίζεται συγχρόνως καί ἡ τραγωδία. Χωρίς ἀμφιβολία ἐπίσης, διότι ἀκριβῶς στήν Ἀθήνα – ἐξ αἰτίας τῆς ἰσχύος τῆς θέσης της – κάτι ἔπρεπε νά θυμίζει ὅτι εἴμαστε ἐλεύθεροι, πλήν ὅμως, ὅπως παρατηρεῖ ἡ Hannah Arendt ἄν καί ἔχουμε τή δυνατότητα νά ἐκτελέσουμε πράξεις, δέν εἴμαστε ποτέ κύριοι τῶν ἐπιπτώσεών τους, καί κυρίως – ἐπειδή δέν πρόκειται περί ὑλικῶν ἐπιπτώσεων, δέν μιλοῦν γι᾿ αὐτές οἱ τραγωδίες – δέν εἴμαστε κύριοι τῆς σημασίας τους. Αὐτό ἀκριβῶς θυμίζει συνεχῶς ἡ τραγωδία στό ἀθηναϊκό κοινό. Καί, ὅπως γνωρίζετε, παρουσιαζόταν ἔτσι, ὥστε κατά κάποιο τρόπο νά συμμετέχουν οἱ πάντες σ᾿ αὐτή τή μεγάλη λαϊκή γιορτή. Ἡ τραγωδία εἶναι θεσμός μέ ἀπολύτως θεμελιώδη πολιτική διάσταση – ἤ μᾶλλον πού παίζει θεμελιώδη ρόλο στούς ἀθηναϊκούς πολιτικούς θεσμούς».53
8. Ἐπιλεγόμενα
Τελικά μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι οἱ Ἀθηναῖοι δέν ὠφελήθηκαν ὅσο ἔπρεπε ἀπό τή μαθητεία στήν τραγωδία. Ἡ δημοκρατία κατά τόν Κ. Καστοριάδη εἶναι ἕνα τραγικό πολίτευμα πού ἀπαιτεῖ τόν αὐτοπεριορισμό, τήν αὐτοσυγκράτηση τῶν πολιτῶν. «Ἡ αὐτονομία δέν εἶναι δυνατή παρά ἄν ἡ κοινωνία ἀναγνωρίζει ὅτι εἶναι ἡ πηγή τῶν νορμῶν της. Κατά συνέπεια, ἡ κοινωνία δέν μπορεῖ νά ἀποφύγει αὐτό τό ἐρώτημα: Γιατί αὐτή ἡ νόρμα κι ὄχι ἐκείνη ἡ ἄλλη… Δέν μπορεῖ ἐπίσης νά ἀποφύγει τό ἐρώτημα τῶν ὁρίων τῶν πράξεών της. Σέ μιά δημοκρατία ὁ λαός μπορεῖ νά κάνει ὁτιδήποτε – καί ὀφείλει νά ξέρει ὅτι δέν πρέπει νά κάνει ὁτιδήποτε. Ἡ δημοκρατία εἶναι τό καθεστώς τοῦ αὐτοπεριορισμοῦ· εἶναι συνεπῶς ἐπίσης τό καθεστώς τοῦ ἱστορικοῦ ρίσκου – ἄλλος τρόπος νά ποῦμε ὅτι εἶναι τό καθεστώς τῆς ἐλευθερίας – καί ἕνα καθεστώς τραγικό. Ἡ μοίρα τῆς ἀθηναϊκῆς δημοκρατίας δείχνει αὐτό τό πράγμα. Ἡ πτώση τῆς Ἀθήνας – ἡ ἧττα της στόν Πελοποννησιακό πόλεμο – ἦταν ἀποτέλεσμα τῆς ὕβρεως τῶν Ἀθηναίων. Τώρα ἡ ὕβρις δέν ὑποθέτει ἁπλῶς τήν ἐλευθερία· ὑποθέτει ἐπίσης τήν ἀπουσία πάγιων νορμῶν, τήν θεμελιώδη ἀβεβαιότητα τῶν ἔσχατων σημασιῶν γιά τίς πράξεις μας. (Ἡ χριστιανική ἁμαρτία εἶναι, φυσικά μιά ἔννοια ἑτερονομίας). Ἡ παραβίαση τοῦ νόμου δέν εἶναι ὕβρις, εἶναι ἕνα ὁρισμένο καί περιορισμένο παράπτωμα. Ἡ ὕβρις ὑπάρχει ὅταν ὁ αὐτοπεριορισμός εἶναι ἡ μόνη νόρμα, ὅταν παραβιάζονται ὅρια πού δέν ἦταν πουθενά ὁρισμένα». 54
Ὅσο ζοῦσε ὁ Περικλῆς καί προΐστατο τῆς Ἀθηναϊκῆς πολιτείας αὐτή λειτουργοῦσε ὁμαλά. Ὁ Περικλῆς “κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως, καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ᾿ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγε”55 Μετάφραση (Ἐλ. Βενιζέλου): «συνεκράτει τόν λαόν, μολονότι σεβόμενος τάς ἐλευθερίας του, καί αὐτός μᾶλλον ὡδήγει αὐτόν παρά ὡδηγεῖτο ἀπό αὐτόν».56 Μετά τόν θάνατο τοῦ Περικλῆ τό πολίτευμα ἀπορρυθμίστηκε, ἐπικράτησαν οἱ δημαγωγοί, οἱ ἀχαλίνωτες φιλοδοξίες τους, ὁ Ἀθηναϊκός δῆμος ἀποθρασύνθηκε, περιέπεσε σέ ἄμετρη ἀσυδοσία καί τελικά αὐτοκαταστράφηκε.
* Δημοσιεύθηκε στήν Ἑλληνική Φιλοσοφική Ἐπιθεώρηση, τεὖχος 82, τόν Ἰανουάριο τοῦ 2011
Σημειώσεις
1 Τζώρτζ Στάϊνερ, Ὁ θάνατος τῆς τραγωδίας, μετάφραση Φώντα Κονδύλη, ἐκδ. Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα 1988, σελ. 7
2 Adrian Poole, Τραγωδία, μετάφραση Βικτωρίας Σμοκοβίτη, Oxford Yniversity Press, ἐκδ. Ἑλληνικά Γράμματα, Ἀθήνα 2007, σελ. 59-60
3 Παράθεμα ἀπό τό Ἐ. Π. Παπανούτσου, Αἰσθητική, ἐκδ. Ἵκαρος, Ἀθήνα 1976, σελ. 286
Ἐπίσης βλ. Γκέοργκ Χέγκελ, Αἰσθητική, μετάφραση Σταμάτη Γιακουμῆ, Νομική Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα χ.χ. σσ. 640-641
4 Ζεράρ Μπρά, Ὁ Χέγκελ καί ἡ τέχνη, μετάφραση Στρατῆ Πασχάλη, ἐπιμέλεια Γεράσιμου Βώκου, ἐκδ. Πατάκης, Ἀθήνα 2000, σελ. 127
5 Albert Camus, “Τό μέλλον τῆς τραγωδίας” στήν Ἐποπτεία, μετάφραση Μπάμη Λυκούδη, τεῦχος 88, Μάρτιος 1984, σσ. 211-216
6 Adrian Poole, ἔνθ. ἀν., σελ. 33
7 Jean-Pierre Vernant, “Μῦθος καί τραγωδία” στό Amelie O. Rorty, 6+1 Δοκίμια γιά τήν Ποιητική τοῦ Ἀριστοτέλη, μετάφραση Κατερίνας Χατζοπούλου, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ἰακώβ, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 61
8 Karl Jaspers, Περί τοῦ τραγικοῦ, μετάφραση Θεόδωρου Λουπασάκη, ἐκδ. Ἔρασμος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 19
9 Jean-Pierre Vernant, “Μῦθος καί τραγωδία” στό Amelie O. Rorty, 6+1 Δοκίμια γιά τήν Ποιητική τοῦ Ἀριστοτέλη, μετάφραση Κατερίνας Χατζοπούλου, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ἰακώβ, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 61
10 Patrice Pavis, Λεξικό τοῦ Θεάτρου, μετάφραση Ἀγνῆς Στρουμπούλη, γενική ἐπιμέλεια Κώστα Γεωργουσόπουλου, ἐκδ. Gutenberg, Ἀθήνα 2006, σελ. 463
11 Παράθεμα ἀπό τό ἀνωτέρω μνημονευθέν βιβλίο τοῦ Karl Jaspers, σελ. 64
12 Jean-Pierre Vernant−Pierre Vidal-Naquet, Μῦθος καί Τραγωδία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, τόμος Β, μετάφραση Ἀριάδνης Τάττη, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα 1991, σελ. 101-102
13 Albert Camus, ἔνθ. ἀν., σελ 213
14 Βασιλείου Κύρκου, “Τό κράτος τῶν θεῶν καί ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου στήν ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία” στόν Τιμητικό Τόμο τοῦ Κώστα Ε. Μπέη ὡς αἷνος τῆς Ἀττικῆς διαλέκτου, τόμος τέταρτος, ἐκδ. Ἀντ. Ν. Σάκκουλα, Ἀθήνα 2003, σσ. 3029-3053
15 Jean-Pierre Vernant, “Μῦθος καί τραγωδία” στό Amelie O. Rorty, 6+1 Δοκίμια γιά τήν Ποιητική τοῦ Ἀριστοτέλη, μετάφραση Κατερίνας Χατζοπούλου, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ἰακώβ, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2006, σελ. 58
16 Christian Meier, Ἡ Ἑλληνική καταγωγή τῆς πολιτικῆς, μετάφραση Νίκου Στεφάνου, ἐκδ. Χιωτέλλη, Ἀθήνα 2007, σελ. 15-16
17 Fransis Wolff, Ὁ Ἀριστοτέλης καί ἡ πολιτική, μετάφραση Κώστα Ν. Πετρόπουλου, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1995, σελ. 13
18 Rose-Marie Lamy, Ξανασκεφτόμαστε τή δημοκρατία, μετάφραση Σπύρου Γ. Γεωργακόπουλου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2005, σελ. 12-13
19 Rose-Marie Lamy, ἔνθ. ἀν., σελ. 25
20 Rose-Marie Lamy, ἔνθ. ἀν., σελ. 26
21 Δ. Κουτσογιαννοπούλου-Θηραίου, Ἱστορική εἰσαγωγή εἰς τήν φιλοσοφίαν, ἐκδόσεις Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Ἀθῆναι 1974, σελ. 23
22 Ἰλιάδα Ι 443: Μύθων τε ρητῆρ ἔμμεναι πρηκτῆρα τε ἔργων
23 Ernst Cassirer, Δοκίμιο γιά τόν ἄνθρωπο. Εἰσαγωγή στή φιλοσοφία τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, μετάφραση Τάκη Κονδύλη, ἐκδ. Κάλβος, Ἀθήνα 1985, σελ. 171
24 Jacqueline de Romilly, Ἡ ἔξαρση τῆς δημοκρατίας στήν ἀρχαία Ἀθήνα, μετάφραση Μπάμπη Ἀθανασίου καί Κατερίνας Μηλιαρέση, ἔκδ. Τό Ἄστυ, Ἀθήνα 2006, σελ. 37
25 Ἀριστοτέλους, Πολιτικά 1275 a 22-23
26 P.E. Easterling (ἐπιμέλεια), Ὁδηγός γιά τήν ἀρχαία ἑλληνική τραγωδία ἀπό τό Πανεπιστήμιο τοῦ Καῖμπριτζ, μετάφραση Λίνας Ρόζη καί Κώστα Βουλάκου, Πανεπιστημιακές ἐκδόσεις Κρήτης, Ἡράκλειο 2007, σελ. 192 κ. ἑξ.
27 P.E. Easterling (ἐπιμέλεια), ἔνθ. ἀν., σελ. 196
28 P.E. Easterling (ἐπιμέλεια), ἔνθ. ἀν., σελ. 191
29 Ἰωάννου Σ. Τουλουμάκου, Ἡ θεωρητική θεμελίωση τῆς δημοκρατίας στήν κλασσική Ἑλλάδα, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 1979, σελ. 27
30 Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, μετάφραση Κ. .Χ. Μύρη, εἰσαγωγή-σχόλια Ἀθ. Φραγκούλη, ἐκδ. Πατάκης, Ἀθήνα 1997, σελ. 79
Ὁ Γρηγόριος Βερναρδάκης στό Λεξικόν Ἑρμηνευτικόν τῶν ἐνδοξοτάτων Ἑλλήνων ποιητῶν καί συγγραφέων στό λῆμμα πληθύνω δίδει τήν ἑξῆς ἑρμηνεία τοῦ στίχου: «πόσον (πολλαί) εἶνε αἱ ὑπερισχύουσαι χεῖρες τοῦ δήμου (διότι διά χειροτονίας ἐγίνετο ἡ ἀπόφασις)».
31 Ἰωάννου Σ. Τουλουμάκου, ἔνθ. ἀν., σελ. 27
32 Αἰσχύλου, Ἱκέτιδες, μετάφραση Κ. .Χ. Μύρη, εἰσαγωγή-σχόλια Ἀθ. Φραγκούλη, ἐκδ. Πατάκης, Ἀθήνα 1997, σελ. 89
33 Στό Λεξικό Liddel-Scott στό λῆμμα πληθύνω δίδεται ἡ ἑξῆς ἑρμηνεία: «φέρω εἰς πέρας διά πλειονοψηφίας, ἀποφασίζω».
34 Christian Meier, Ἡ πολιτική τέχνη τῆς Ἀρχαίας Τραγωδίας, μετάφραση Φλώρας Μανακίδου, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 1997, σελ. 187
35 Δανιήλ Ἰ. Ἰακώβ, Ἡ ποιητική τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς τραγωδίας, ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Ἀθήνα 2001, σελ. 55-56
36 Ἀριστοτέλους, Περί ποιητικῆς 1450 b 17
37 Άριστοτέλους, Περί ποιητικῆς, μετάφρασις ὑπό Σίμου Μενάρδου, εἰσαγωγή, κείμενον καί ἑρμηνεία ὑπό Ἰωάννου Συκουτρῆ, Ἐστία, Ἀθῆναι χ.χ., σελ. 64 (τοῦ κειμένου)
38 Jean-Pierre Vernant, Μῦθος καί κοινωνία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Στέλλας Γεωργούδη, ἐκδ. Ἰ. Ζαχαρόπουλος, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 27
39 Jean Charles Morreti, Θέατρο καί κοινωνία στήν ἀρχαία Ἑλλάδα, μετάφραση Ἑλένης Δημητρακοπούλου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2002, σελ. 240
40 Ξενοφῶντος, Ἀθηναίων πολιτεία ΙΙΙ, 2: “Πῶς γάρ ἄν οῐοί τε εἶεν, οὕστινας πρῶτον μέν δεῖ ἑορτάσαι ἑορτάς ὅσας οὐδεμία τῶν ἑλληνίδων πόλεων”
41 Πλάτωνος, Νόμοι 710 a
42 P.E. Easterling (ἐπιμέλεια), ἔνθ. ἀν., σελ. 11
43 P.E. Easterling (ἐπιμέλεια), ἔνθ. ἀν., σελ. 7
44 Jaqueline de Romilly, ἔνθ. ἀν., σελ. 29
45 Jaqueline de Romilly, ἔνθ. ἀν., σελ. 29
46 Ulrich von Wilamovitz-Moellendorff, Ἡ Ἀττική τραγωδία. Γένεση καί διαμόρφωση ἑνός εἴδους, μετάφραση Ἠλία Τσιριγκάκη, ἐπιμέλεια Δανιήλ Ἰ. Ἰακώβ, ἐκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2003, σελ 65
47 Παναγιώτη Δρακόπουλου, Μεσαίωνας ἑλληνικός καί δυτικός, ἐκδ. Παρουσία, Ἀθήνα 2002, σελ. 37
48 Σάϊμον Γκόλντχιλ, Ἔρωτας καί τραγωδία, μετάφραση Κωνσταντίνας Τριανταφυλλοπούλου, ἐκδ. Πατάκη, Ἀθήνα 2004, σελ. 311-312
49 Σάϊμον Γκόλντχιλ, ἔνθ. ἀν., σελ. 312-313
50 Ἀριστοτέλους, Ποιητική 1453 b 12
51 Δανιήλ Ἰ. Ἰακώβ, ἔνθ. ἀν., σελ. 69
52 Παναγιώτη Ν. Πανταζάκου, “Τό τραγικό στόν Ἕγελο καί στόν Σοφοκλῆ” στήν Ἑλληνική Φιλοσοφική Ἐπιθεώρηση, τεῦχος 45, Ἀθήνα Σεπτέμβριος 1998, σς 280-285.
53 Κορνηλίου Καστοριάδη, Ἡ ἑλληνική ἰδιαιτερότητα, μετάφραση Ξενοφῶντα Γιαταγάνα, ἐκδ. Κριτική, Ἀθήνα 2007, σσ. 63-64
54 Κορνηλίου Καστοριάδη, Χῶροι τοῦ ἀνθρώπου, μετάφραση Ζήση Σαρίκα, Ὕψιλον/βιβλία, Ἀθήνα 1995, σελ. 198-199
55 Θουκυδίδου, Ἱστορίαι ΙΙ, 65
56 Θουκυδίδου, Ἱστορίαι, μετάφρασις Ἐ. Κ. Βενιζέλου, Ἐστία, Ἀθήνα χ.χ., σελ 111
Η ανάρτηση πλαισιώνεται από σχεδίασμα θεατρικών κοστουμιών, φιλοτεχνημένο από τον Σπύρο Βασιλείου.
ΠΗΓΗ: 15 Μαρτίου 2018, Aντίφωνο.
* Ο Φώτης Σχοινάς είναι συνταξιούχος φιλόλογος εκπαιδευτικός και πρώην σχολικός σύμβουλος.
Σημείωση: Οι υπογραμμίσεις έγιναν από τΜτΒ.