Η «Μορφή του Νερού»: Το σινεμά ως εργοστάσιο (υπέροχων) παραμυθιών
Επιστροφή στην παιδικότητα
Του Παναγιώτη Τσερόλα*
Ένα κινηματογραφικό παραμύθι για έναν αλλόκοτο και παράξενο έρωτα και ταυτόχρονα μια όμορφη πλην σκοτεινή εξερεύνηση για την επιθυμία και την ετερότητα. Ότι όμως και αν είναι η «Μορφή του Νερού», προσφέρει απλόχερα αγάπη για το σινεμά και την φαντασία.
Επιστροφή στην παιδικότητα
Το σινεμά του φανταστικού βρισκόταν επί δεκαετίες στη σκιά τόσο του «σοβαρού» όσο και του «εμπορικού» μαζικού κινηματογράφου. Χρειάστηκε το όραμα του Peter Jackson στις αρχές του 2000 με τον «Άρχοντα των Δαχτυλιδιών» του για να βάλει το fantasy είδος για τα καλά στον παγκόσμιο κινηματογραφικό χάρτη και να δώσει «καύσιμα» για σειρά πετυχημένων (ή και λιγότερο πετυχημένων) ταινιών που ακολούθησαν. Για να ένα είδος που ταυτίστηκε εν πολλοίς με τα περίφημα sword-and-sandals έργα (συνήθως κακότεχνες παραγωγές), ελάχιστες ταινίες είχαν καταφέρει να «ξεφύγουν» από τον Κανόνα του και να αγαπηθούν από το ευρύ κοινό, παρά την εντελώς λαϊκή τους αναφορά. Από τον αρχετυπικό «Μάγο του Οζ» (1939) μέχρι το (αγαπημένο) «The Neverending Story» που διεύρυνε τον χάρτη της φαντασίας το 1984. Είχε προηγηθεί ο cult «Κόναν ο Βάρβαρος» το 1982 ενώ ακολούθησε η Burtonική σφραγίδα («Ψαλιδοχέρης», «Σκαθαροζούμης» ή ακόμα και ο γοτθικός του «Batman») και οι πανέμορφες (και δυστυχώς παραγνωρισμένες) εξερευνήσεις του πρώην Python Terry Gilliam (βλ. Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν ή Time Bandits). Στο μεταξύ, τόσο το sci-fi όσο και το horror (και τα μεταξύ τους υβρίδια) «ξαδελφάκια» του fantasy έχουν καταφέρει, στα χέρια μεγάλων δημιουργών, να καθιερωθούν ως είδη με υπόσταση και βαρύτητα (και στην περίπτωση π.χ. του Star Wars, πολλά εισιτήρια). Το fantasy είναι ακόμα ένα εργοστάσιο για cult classics (Barbarian Queen και λοιπά έπη) αλλά θα χρειαστεί μερικά χρόνια ακόμα για να «ωριμάσει», τεχνικά και καλλιτεχνικά‧ πράγμα παράδοξο, καθώς ειδικά το σινεμά του φανταστικού είναι ότι πιο κοντά στις ρίζες και τα παιδικά χρόνια της 7ης τέχνης. Θα λέγαμε μάλιστα πως, όταν το 2001 ο Jackson έφερε σε πέρας τον άθλο για το «βιβλίο που ήταν αδύνατον να κινηματογραφηθεί», το ίδιο το σινεμά επέστρεψε στα θεμέλια του, δηλαδή στην ατόφια και ανόθευτη παιδικότητά του.
Ο όρος παιδικότητα δεν θα πρέπει να παρερμηνεύεται ως ανωριμότητα, αλλά ως η πιο ατόφια και αυθεντική χρήση της φαντασίας. Η φαντασία, ως εργαλείο ανασύνθεσης και μεταποίησης της πραγματικότητας (από την λάβα ανάμεσα στους καναπέδες μέχρι το τέρας που παραμονεύει πίσω από την μισάνοιχτη ντουλάπα) είναι ταυτόχρονα ερμηνεία και απόδραση από τον κόσμο των αισθήσεων. Η εξερεύνηση, το ρίσκο, ο ενθουσιασμός, η απαλλαγμένη από κυνικούς υπολογισμούς αθωότητα σκέψεων και πράξεων, τελικά το παιχνίδι στην ραφή μύθου και πραγματικότητας, είναι τα στοιχεία που μπορούν σε μεγάλο βαθμό να περιγράψουν την παιδικότητα και αναμφίβολα να περιγράψουν πλήρως την καρδιά της καινούριας ταινίας του Guillermo Del Toro, «Η Μορφή του Νερού». (Βέβαια, άγνωστο γιατί το Shape of Water μεταφράστηκε από τους ελληνικούς διανομείς ως μορφή και όχι ως σχήμα, δεδομένου ότι το θέμα με το νερό είναι πάντα το σχήμα του, που προσαρμόζεται στο δοχείο που το τοποθετείς)
Το Shape of Water, που κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες και είναι υποψήφιο για τα περισσότερα Όσκαρ της φετινής απονομής (13 τον αριθμό, μεταξύ των οποίων και καλύτερης ταινίας), είναι πρώτα και κύρια μια επιστροφή στην παιδική ανάγκη για μυθοπλασία και συγκίνηση. Που ως τέτοια, δεν έχει ηλικιακούς περιορισμούς – η παιδικότητα άλλωστε είναι άχρονη και ανεξάρτητη της ηλικίας. Είναι δηλαδή ένα παραμύθι. Και συγκεκριμένα, ένα πολύ όμορφο, φτιαγμένο με άδολη αγάπη και τρυφερότητα κινηματογραφικό παραμύθι.
Ο Del Toro, πιστός εδώ και πολλά χρόνια στην αγάπη του για το σινεμά του φανταστικού και του τρόμου (Λαβύρινθος του Πάνα, Hellboy, Πορφυρός Λόφος κ.α.), αφηγείται μια ιστορία που αγκαλιάζει ξεχωριστές στιγμές της ιστορίας του είδους (Η Πεντάμορφη και το Τέρας του Κοκτό βασική του αναφορά) αλλά βάζει την προσωπική και γνώριμη πλέον αισθητική σφραγίδα του. Σε μια συγκυρία λίγων πραγματικά αξιόλογων ταινιών, ίσως είναι η «σειρά του» να κερδίσει το Όσκαρ σκηνοθεσίας, σε μια δεκαετία που κυριαρχούν οι εκ Μεξικού σκηνοθέτες (Cuaron για το Gravity το 2013 και Inarritου δις, για Birdman και Revenant το 2014 και το 2015 αντίστοιχα). Το βραβείο αυτό δεν αφορά όμως μόνο την πληθωρική φροντίδα (μέχρι την ελάχιστη λεπτομέρεια) της ταινίας του, όσο το γεγονός ότι η κινηματογραφική του εξερεύνηση έχει σαν βασικό στόχο να προσφέρει μια συγκίνηση ανάλογη με αυτήν που αισθάνεται ένα παιδί όταν βλέπει για πρώτη φορά (με ταυτόχρονο δέος) έναν ολοκαίνουριο κόσμο να σχηματίζεται στην μεγάλη οθόνη. Κάπου τα καταφέρνει και κάπου χάνει στις λεπτομέρειες, αλλά αν μη τι άλλο το σινεμά του Del Toro βρίσκεται εδώ και καιρό στο σωστό μονοπάτι για την καρδιά και τις αισθήσεις του κοινού.
Το νερό παίρνει πάντα το σχήμα του δοχείου
Το παραμύθι μας δεν είναι αλληγορία, ή μάλλον δεν θα έπρεπε να κρίνεται μονοσήμαντα ως κάποια αλληγορία. Ναι, βρισκόμαστε στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, στην «Κούρσα του Διαστήματος», στην κορύφωση των φυλετικών αγώνων στις ΗΠΑ. Ναι, έχουμε σοβιετικούς πράκτορες και σαδιστές ρατσιστές Αμερικάνους, έχουμε πειράματα και επιλογές που θολώνουν κάθε ηθικό όριο. Ναι, έχουμε ένα «τέρας», ένα ανθρωπόμορφο αμφίβιο ον και μια «πεντάμορφη», μουγκή καθαρίστρια, που παρά το προφανές χάσμα τους ενώνει η αβάσταχτη μοναξιά τους. Τέλος, έχουμε μια απέλπιδα προσπάθεια για την απελευθέρωση των «διαφορετικών» από την Κανονιστική εξουσία: Όλα τα παραπάνω είναι τα υλικά του παραμυθιού και προφανώς εγκιβωτίζουν συμβολισμούς και σημασιοδοτήσεις, όμως εδώ η χαρά και το κέφι της αφήγησης και της εξιστόρησης είναι αρκετά πιο σημαντικές αρετές από τον όποιον διδακτισμό. Αν πρέπει να αναζητηθεί ένα επιμύθιο αυτό μάλλον βρίσκεται στην ειλικρινή πίστη του Del Toro πως το μέλλον (ή ίσως, η ομορφιά του μέλλοντος) ανήκει στους ονειροπόλους, τους παράτολμους, τους καλλιτέχνες και τους επιστήμονες, που τελικά θα επικρατήσουν απέναντι στον συντηρητικό και τεχνοκρατικό Νόμο της εξουσίας.
Κάπως έτσι, το «Shape of Water», μιλάει μεν για την μοναξιά, την ετερότητα, την επανάσταση του έρωτα απέναντι στη βία και για πολλά ακόμα πράγματα, αλλά πρώτα και κύρια μιλάει για τον παράξενο έρωτα ανάμεσα στην Ελάζια, την μουγκή καθαρίστρια ενός απόρρητου ιατρικού κέντρου (Sally Hawkins, σε σωματική ερμηνεία) και ένα παράξενο πλάσμα του Αμαζονίου, που ίσως είναι προϊστορικό κατάλοιπο ή ίσως μια τυχαία παραφωνία της φύσης. Όμως το πλάσμα, το οποίο μπορεί ή μπορεί και όχι να έχει να προσφέρει στην Διαστημική Έρευνα (σύμφωνα με τον τρόπο που αναπνέει), όχι απλά μπορεί να επικοινωνήσει αποδεικνύοντας υψηλή νοημοσύνη, αλλά έχει ακόμα μεγαλύτερη συναισθηματική νοημοσύνη, διαμορφώνοντας μια ξεχωριστή σχέση με την καθαρίστρια. Ο αφύσικος και παράδοξος έρωτάς τους μοιάζει, υπό την ονειρική καθοδήγηση του Del Toro, απόλυτα ταιριαστός και φυσιολογικός. Απέναντί τους στέκεται το πραγματικό τέρας, ο δεσμώτης του αμφίβιου πλάσματος Strickland, τον οποίο υποδύεται με όλη του την ψυχή ο Michael Shannon. Παρενθετικά, από τις 13 υποψηφιότητες της ταινίας αυτή του Shannon απουσιάζει ηχηρά (επιλέχθηκε στην θέση του ο πάντα συναισθηματικός Richard Jenkins, που εδώ όντως χαρίζει μια ζεστή και τρυφερή ερμηνεία ως φίλος και βοηθός της Ελάιζα) – θα μπορούσε κάλλιστα αυτή η ταινία να είναι η αναγνώριση που από καιρό δικαιούται.
Για να πετύχει τους στόχους της, η Ελάιζα επιστρατεύει την συνάδελφό της Ζέλντα (Octavia Spencer, γεμίζει τα κενά των σιωπών της Ελάιζα με ομιλία μυδραλιοβόλου), τον ευαίσθητο μυστικοπαθή επιστήμονα Χοφστάτλερ (Michael Stuhlbarg, σε μια ακόμα αξιομνημόνευτη εμφάνιση) και τον καταπιεσμένο σεξουαλικά γείτονα και φίλο της Τζάιλς (Richard Jenkins). Για εκείνη, μια γυναίκα βυθισμένη σε μια σιωπή που πέρα από άηχη, την κάνει εξ’ ίσου αόρατη, το πλάσμα δεν είναι μόνο μια βασανισμένη ψυχή που πρέπει να απελευθερωθεί ‧ είναι, όπως το ομολογεί, το μόνο πλάσμα που την έχει αποδεχθεί ολόψυχα χωρίς να εστιάζει καθόλου στο «ελάττωμά» της, και στα μάτια του οποίου ορατοποιείται και η ίδια ολοκληρωμένη. Ένας καταπιεσμένος συναισθηματικός και σεξουαλικός ποταμός απελευθερώνεται ακριβώς επειδή νιώθει για πρώτη φορά πως είναι εκεί, πως είναι ορατός. Και το νερό αποκτά έτσι το σχήμα της παράδοξης αυτής ένωσης.
Παραμύθια σε κυνικούς καιρούς
Θα έλεγε κανείς πως όσες φορές ο Del Toro προσπαθεί να δώσει στο παραμύθι του μια κάποια «επικαιρότητα» και νοηματοδότηση (οι ρατσιστικές επιθέσεις στην τηλεόραση και διάφορα άλλα ιντερλούδια φυλετικού χαρακτήρα) είναι και οι μόνες αμήχανες στιγμές του έργου. Με καλά σχεδιασμένη την εποχή (τέλη ’60) χωρίς να είναι ταινία εποχής, με δεκάδες ψυχροπολεμικές λεπτομέρειες χωρίς να είναι ο Ψυχρός Πόλεμος ουσιώδης για την ιστορία, αυτή η μετάβαση εντός-εκτός της πραγματικότητας μπορεί να είναι φύση του σινεμά του φανταστικού (που μεταποιεί το ιστορικό ‘’εδώ και τώρα’’ χωρίς να το αναιρεί) αλλά εδώ μάλλον αποσπούν από ένα παραμύθι που ξεκινάει μοναδικά στο πρώτο μέρος της ταινίας και στην συνέχεια κάπως υποχωρεί για τις ανάγκες της πλοκής και την λύση των επιμέρους υπο-ιστοριών.
Παρά τις όποιες αδυναμίες του ωστόσο, το «Shape of Water» έχει μια σειρά από λόγους που το κάνουν ξεχωριστό, και αυτοί δεν έχουν να κάνουν μόνο με την αισθητική του ομορφιά και την τρυφερή ιστορία που αφηγείται. Παρατηρώντας τις υποψήφιες ταινίες στα φετινά Όσκαρ συναντά κανείς πολλά αξιόλογα έργα στα οποία όμως δεσπόζει η ιστορία και πολιτική (Darkest Hour, Dunkirk, The Post), η έμμεση μέσω της μυθοπλασίας πολιτική και κοινωνική αναφορά (Οι Τρεις Πινακίδες έξω από το Έμπινγκ, Να με φωνάζεις με το όνομά σου, Τρέξε!) μια ιστορία ενηλικίωσης (Lady Bird) και μια ταινία που μοιάζει περισσότερο με βιογραφία παρά μυθοπλασία (Phantom Thread). Με άλλα λόγια, η κρυφή γοητεία του σινεμά της απόδρασης και της φαντασίας παίρνει (για φέτος) το σχήμα του νερού και του όμορφου, με μεράκι φτιαγμένου έργου του Del Toro. Αυτό το συγκεκριμένο σινεμά έχουμε ανάγκη να συνεχίσει να αναπνέει – ή τουλάχιστον τα παιδιά που κατοικούν μέσα μας.
ΠΗΓΗ: Κυριακή, 18 Φεβρουάριος, 2018, http://www.alfavita.gr/special-edition/i-morfi-toy-neroy-sinema-os-ergostasio-yperohon-paramythion .
* Σημείωση από τΜτΒ: Μικρό βιογραφικό του Παναγιώτη Τσερόλα: «Ο Παναγιώτης Τσερόλας γεννήθηκε το καλοκαίρι του 1985 στην Αθήνα. Η καταγωγή του είναι από την Εύβοια, την οποία επισκέπτεται συχνά. Από το 2003 μένει στην Πάτρα, όπου σπούδασε στο Τμήμα Γεωλογίας, έκανε μεταπτυχιακό στην εφαρμοσμένη γεωλογία και κάνει το διδακτορικό του στη γεωλογία πετρελαίων.
Αρθρογραφεί για διάφορα θέματα σε πολυάριθμα πολιτικά και πολιτιστικά έντυπα και site. Είναι μέλος του Δ.Σ. του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας και άλλων πολιτιστικών οργανισμών. Το πρώτο το μυθιστόρημα για παιδιά «Ο προϊστορικός ζωγράφος» (Κέδρος, 2014) τιμήθηκε με έπαινο από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά και βρέθηκε στις βραχείες λίστες διάκρισης στα λογοτεχνικά βραβεία του Κύκλου του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και του περιοδικού Ο Αναγνώστης. Η Διεθνής Νεανική Βιβλιοθήκη του Μονάχου το συμπεριέλαβε στα 200 καλύτερα παιδικά βιβλία από 55 χώρες που κυκλοφόρησαν το 2014. Το δεύτερο παιδικό «Τζου, ο δεινόσαυρος ανζού» (Κέδρος, 2015) τιμήθηκε με το βραβείο του περιοδικού Ο Αναγνώστης στην κατηγορία Λογοτεχνικό Βιβλίο Γνώσεων. Η «Ασημένια θάλασσα» βρέθηκε στη βραχεία λίστα για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από την Εταιρεία Συγγραφέων.
Το μυθιστόρημα «Περί έρωτος» (Ιzzy Questions) κυκλοφορεί στα ελληνικά και στα αγγλικά από τις εκδόσεις Paper Publishing σε μορφή e-book».