Η γεωπολιτική του νέο-οθωμανισμού

Α. ΝΤΑΒΟΥΤΟΥΓΛΟΥ: Η γεωπολιτική του νέο-οθωμανισμού – οι αξίες στην υπηρεσία της Ισχύος.

Του Σπύρου Κουτρούλη

Ο Α. Νταβούτογλου στο βιβλίο του «Το στρατηγικό βάθος: Η διεθνής θέση της Τουρκίας» (Εκδόσεις Ποιότητα, Μετάφραση Νικ.Ραυτόπουλος, Επιστημονική Επιμέλεια Ν. Σαρρής, Αθήνα 2010), επιχειρεί να θεμελιώσει το νέο στρατηγικό δόγμα της Τουρκίας, να θέσει τους νέους στόχους της και να διακρίνει με ένα καινοτόμο τρόπο τους εχθρούς από τους φίλους της.

Όπως κάθε στοχαστής των διακρατικών σχέσεων που φιλοδοξεί να τον πάρουνε σοβαρά, συνδέει εξ αρχής τον λόγο με την Ισχύ. Αναγκαστικά λοιπόν θα καταφύγει στα πορίσματα του Θουκυδίδη: «Από τον Θουκυδίδη ως τον Ιμπν Χαλντούν και από τον Clausewitz ως τον Morgenthau το βασικό ερώτημα στο οποίο επικεντρώθηκαν οι διανοούμενοι που μελέτησαν την πορεία της πολιτικής ιστορίας και τη θέση των πολιτικών υποκειμένων μέσα σε αυτή την πορεία είχε σχέση με τον ορισμό της ισχύος, τις εκδηλώσεις της και την αλλαγή του άξονά της…. Στο πλαίσιο αυτό ο διάλογος περί δικαιοσύνης – ισχύος που εξελίχθηκε μεταξύ του Πλάτωνα και του Θρασύμαχου εγκαινίασε μια από τις σημαντικότερες συζητήσεις της πολιτικής φιλοσοφίας, ενώ οι αναλύσεις του Θουκυδίδη του Πελοποννησιακού πολέμου κατευθύνονταν προς την ανάδειξη της κεντρικής σημασίας της ισχύος ως στοιχείου της πολιτικής πραγματικότητας» (σελ. 45).

Ο στοχαστής, ο οποίος κατ’ εξοχήν, ασχολήθηκε με την Ισχύ, είναι ο Παναγιώτης Κονδύλης. Στα έργα του «Ισχύς και Απόφαση», «Θεωρία του Πολέμου», «Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος» θέτει με ριζικό τρόπο το ζήτημα της Ισχύος. Το αν τον αγνοεί ο Νταβούτογλου, δεν είναι κάτι που θα πρέπει απαραίτητα να μας ξενίζει. Υπάρχουν τα προβλήματα της γλώσσας, ίσως δε και μια γνώση της σύγχρονης βιβλιογραφίας από μέρους του με πολλά κενά, που μπορεί να εξηγηθεί. Όμως αν αυτοί που χαράσσουν την ελληνική εξωτερική πολιτική αγνόησαν τον Π. Κονδύλη πεισματικά και επιδεικτικά – σε αντίθεση με όλη την υπόλοιπη Ευρώπη -, όσο ζούσε και κατόπιν όταν πέθανε, τότε η συμπεριφορά αυτή αποδεικνύει κάτι βαθύτερο: η απουσία σοβαρής στρατηγικής ανάλυσης στην χώρα μας και η εμμονή σε αφελή ιδεολογήματα είναι ένα γεγονός σημαντικό που υποθηκεύει την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού κράτους.

Ο Νταβούτογλου χρησιμοποιεί την γεωπολιτική ως βασικό εργαλείο της ανάλυσής του, συνεπώς και των συμπερασμάτων που καταλήγει. Η γεωπολιτική έχει ένα χαρακτηριστικό, ότι επιβάλει ορισμένες σταθερές στρατηγικές, που δεν αλλάζουν με την αλλαγή των κυβερνήσεων ή των ιδεολογιών ενός κράτους. Έτσι η Ρωσία είτε υπό το τσαρικό είτε το σοβιετικό καθεστώς είναι υποχρεωμένη από την γεωπολιτική της θέση να ακολουθεί μια λίγο – πολύ ίδια εξωτερική πολιτική.

Η σημαντική διάκριση που κάνει ο Νταβούτογλου είναι ανάμεσα στα γεωπολιτικά και νομικά-πολιτικά σύνορα. Θεωρεί ότι στην «πλειονότητα των συνοριακών συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των εθνοκρατών, τα οποία προέκυψαν κυρίως από τον διαμελισμό των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν οι ασυμβατότητες που παρουσιάζονται μεταξύ των «νομικών» συνόρων και των γεωπολιτικών ζωνών» (σελ. 50).

Από αυτή την διάκριση ξεκινά η ανατροπή των επιλογών του κεμαλισμού και η θεμελίωση του νέο-οθωμανισμού. Ο κεμαλισμός πιστεύει σε ένα συγκεκριμένο εθνικό κράτος, που έχει εκκαθαριστεί από κάθε μειονότητα και έχει σταθερά φιλοδυτικό προσανατολισμό. Αντίθετα ο νέο-οθωμανισμός θεωρεί ως σύνορα της Τουρκίας, όχι αυτά που έχουν καθορίσει οι διεθνείς συμβάσεις, αλλά τα «γεωπολιτικά της σύνορα», που ταυτίζονται περίπου με την πρώην οθωμανική αυτοκρατορία και τις πρώην κτήσεις της στα Βαλκάνια και στην Μέση Ανατολή. Εξ αρχής συνεπώς ο νέο-οθωμανισμός έχει αναθεωρητικό χαρακτήρα, διότι παραβλέπει τα κράτη που δημιουργήθηκαν στα ερείπια του οθωμανισμού, όσο και ιμπεριαλιστικό, διότι αποσκοπεί να ελέγξει ανεξάρτητες πολιτικές οντότητες, περιφρονώντας τις υφιστάμενες διεθνείς συμβάσεις και συνθήκες.

Έτσι μπορεί να χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο προστατευτισμού για την Αραβία, ή για τα Βαλκάνια – από το Ισραήλ ή την Δύση αντίστοιχα -, αλλά τελικά αυτό που ομολογείται κυνικά είναι η επίτευξη του πολιτικού τους ελέγχου. Ο Νταβούτογλου στοχεύει σε μία Τουρκία, που αν δεν έχει το πολιτικό βάρος της Ρωσίας ή των ΗΠΑ θα είναι ένα σκαλοπάτι κάτω από αυτές. Ομολογεί: «Είναι αδύνατο για την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε στη βάση του ιστορικού και γεωπολιτικού παρελθόντος του Οθωμανικού και υπεισήλθε στην κληρονομιά της,  να διανοηθεί και να σχεδιάσει την άμυνά της αποκλειστικά στο πλαίσιο των συνόρων που κατέχει. Η ιστορική κληρονομιά μπορεί να αναγκάσει την Τουρκία να επέμβει σε de facto καταστάσεις που εμφανίστηκαν πέραν των συνόρων της. Τα πιο απτά παραδείγματα είναι οι κρίσεις της Βοσνίας και του Κοσόβου»(σελ.83). Ενώ ως προς το Αιγαίο που φυσικά μας ενδιαφέρει πιο άμεσα καταλήγει ότι η «Τουρκία, που κατέχει ένα πολύ μικρό ποσοστό των τριών χιλιάδων μικρών και μεγάλων νησιών του Αιγαίου, είναι αναγκασμένη να συγκροτήσει τη ναυτική δύναμη που μια τέτοια γεωγραφία επιβάλλει» (σελ. 85).

Είναι εντυπωσιακό, ότι ενώ ο Νταβούτογλου θρηνολογεί για την εκδίωξη των Οθωμανών από τα Βαλκάνια, συγχρόνως συνδέει κάθε εναπομένων ισλαμικό στοιχείο (αλλά και την FYROM) με την προώθηση της εξωτερικής της πολιτική: «Κάθε τέμενος που γκρεμίζεται στα Βαλκάνια, κάθε ισλαμικός θεσμός που εκλείπει, κάθε εθιμικό στοιχείο που εξαφανίζεται από πολιτισμική άποψη αποτελούν ένα θεμέλιο λίθο ο οποίος αφαιρείται από την επιρροή που μπορεί να ασκήσει η Τουρκία σε αυτή την περιοχή πέραν των συνόρων της» ( σελ .103). Σε ένα άλλο σημείο γράφει «Η βάση της πολιτικής επιρροής της Τουρκίας στα Βαλκάνια είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, που είναι οι μουσουλμανικές κοινότητες … Πρωτίστως στις δύο χώρες (Βοσνία και Αλβανία), όπου οι μουσουλμάνοι είναι πλειονότητα και θεωρούνται φυσικοί σύμμαχοι της Τουρκίας εμφανίστηκε η βούληση να μετατραπεί αυτή η κοινή ιστορική συσσώρευση σε μια συμμαχία. Οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα, στη Μακεδονία, στο Σαντζάκ (επαρχία της Σερβίας), στο Κόσοβο και στη Ρουμανία αποτελούν σημαντικά στοιχεία της βαλκανικής πολιτικής της Τουρκίας» (σελ. 200). Σε έναν ενδεχόμενο βαλκανικό συνασπισμό η Τουρκία, πιστεύει, ότι θα πρέπει να αντιπαραθέσει την συμμαχία της με την Βοσνία, την Αλβανία και την FYROM (σελ. 231).

Αρκετές φορές επαναλαμβάνει ότι μια πιθανή συνεργασία της Ελλάδας με τις άλλες βαλκανικές χώρες μπορεί να ανατρέψει τα γεωπολιτικά της σχέδια. Οι φοβίες του να μην «αντιμετωπίσει, (η Τουρκία), μόνη ένα ενδεχόμενο Βαλκανικό συνασπισμό» (σελ. 201), ή ένα «σερβοελληνικό συνασπισμό» (σελ. 365), που πιθανόν να υλοποιηθεί και εντός του ΝΑΤΟ, φτάνει στο σημείο να φαντάζεται ενδεχόμενες απειλές για την τουρκική κυριαρχία στα στενά του Βοσπόρου, προερχόμενες όχι μόνο από την Ρωσία, αλλά και την Ελλάδα (σελ. 201), ενώ εκτιμά «ένας Σερβοελληνικοβουλγαρικός συνασπισμός θα έχει ως συνέπεια την αύξηση των πιέσεων επί της στρατηγικής ζώνης, ζωτικής αρτηρίας της Τουρκίας στην περιοχή, στη διάλυση της Μακεδονίας και στην κατάρρευση των σχέσεων της Τουρκίας με την Βοσνία και την Αλβανία» (σελ. 481, 482). Με ρητό τρόπο αναγνωρίζει τον κίνδυνο που σημαίνει για αυτή η συνεργασία των Βαλκανικών λαών με την Ρωσία: «…Το ορθοδοξοσλαβικό πεδίο επιρροής, το οποίο αντικατοπτρίζει το ιδανικό της τρίτης Ρώμης των Ρώσων, που αργότερα, έχοντας μετατραπεί σε σοσιαλιστική ιδεολογία, προκάλεσε τη δημιουργία του σιδηρού παραπετάσματος. Αυτό ξεκινώντας από τη Βεσαραβία κινείται νοτίως, μέσω της Βουλγαρίας και της Σερβίας προς το Αιγαίο και την Αδριατική, έτσι ώστε να περιλαμβάνει και την Ελλάδα» (σελ. 474). Έτσι η αδυναμία της Τουρκίας «να παράγει μια αποτελεσματική βαλκανική πολιτική» (σελ. 230) λόγω της ταυτόχρονης κρίσης των σχέσεων της με την Ελλάδα και την Βουλγαρία, ίσως να είναι το μικρότερο κακό, από το μέγιστο που θα είναι μια πιθανή βαλκανική συνεργασία.

Η κεμαλική Τουρκία – σύμφωνα με τον Νταβούτογλου – μεταπολεμικά δέθηκε πίσω από το άρμα της Δύσης, διότι θεώρησε την ΕΣΣΔ ως την κύρια απειλή της. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής, ήταν να αποξενωθεί από τους λαούς της Μέσης Ανατολής, ώστε να δίνει την «εικόνα μιας χώρας που ταυτίζει τις πολιτικές της σε ό,τι αφορά την περιοχή με τις στρατηγικές του Ισραήλ» (σελ. 108). Βεβαίως είναι περίεργο να θεωρεί ως βέβαιο σχεδόν, ότι ακολουθώντας τις κατάλληλες τακτικές, θα μπορούσαν να την εμπιστευθούν λαοί που στο παρελθόν ήταν υπό την κατοχή των Οθωμανών. Όμως ακόμη και αν θάβανε βαθιά στην μνήμη τους, όλες τις δυσάρεστες ιστορικές εμπειρίες, γιατί θα παραχωρούσε το Ιράν για παράδειγμα στην Τουρκία την πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους μουσουλμάνους; Ή γιατί η Συρία θα διέγραφε τις διαφορές που έχει μαζί της, για το θέμα των υδάτων ή της Αλεξανδρέττας; Το γεγονός ότι είναι ομόθρησκοι δύο λαοί, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχουν κοινή πολιτική πορεία. Πρόσφατη απόδειξη αυτού, είναι δύο κράτη με κοινή θρησκεία και κοινό αντίπαλο το Ισραήλ – το Ιράν και το Ιράκ – πολέμησαν μεταξύ τους, για περίπου δέκα χρόνια.

Είναι ιδεολογική σταθερά του βιβλίου να εξιδανικεύει το οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας, να το παρουσιάζει ως μια τάξη που «εκλάμβανε αυτή την ποικιλομορφία ως πλούτο» (σελ. 158) και ως σημείο ανάσχεσης της αποικιοκρατίας (σελ. 610), ενώ ήταν στην πραγματικότητα μια μορφή κατάκτησης αρκετά πρωτόγονης και απλοϊκής βέβαια, όμως πραγματικός εφιάλτης για όλη την Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Ξεκινώντας μάλιστα από το ιστορικό παρελθόν επιχειρεί να προσδιορίσει την Τουρκία «ταυτόχρονα μια χώρα της Ευρώπης, της Ασίας, των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου» (σελ. 158). Το ιστορικό παρελθόν του οθωμανισμού φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να βαραίνει περισσότερο από ότι η σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα: «Η εξαίσια εξόρμηση των Οθωμανών προς τα εσωτερικά της Ευρώπης έχοντας στηριχθεί στη Μικρά Ασία βασίστηκε μερικώς και στην σελτσουκική κληρονομιά, που ολοκληρώνει τη γεωγραφία της Μικράς Ασίας με εκείνης της Περσίας» (σελ. 642).). To σημερινό τουρκικό κράτος εμφανίζεται ότι «είναι η ιστορική κληρονόμος της τελευταίας γεωπολιτικής, γεωπολιτισμικής και γεωοικονομικής ενότητας της περιοχής, οφείλει να αναπτύξει μια στρατηγική προσέγγιση, που θα υπερβαίνει αυτό τον γεωπολιτικό, γεωπολιτισμικό και γεωοικονομικό κατακερματισμό και θα εμπερικλείει την περιοχή ως σύνολο, καθώς και βαθμιαία να την εφαρμόσει στα πλαίσια μιας ευέλικτης τακτικής. Αυτή η στρατηγική προσέγγιση δεν θα αρκεστεί μόνο να αυξήσει την επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή, αλλά ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει μια λειτουργία μεταξύ των παγκόσμιων ισορροπιών και των περιφερειακών ισορροπιών, που δεν δύναται να παραβλεφθεί από κανένα υποκείμενο» (σελ. 674). Τηρουμένων των αναλογιών είναι σαν το ελληνικό κράτος να καθόριζε την σημερινή εξωτερική του πολιτική με βάση τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων του. Ο προσδιορισμός της Γερμανίας και της Ρωσίας ως ηπειρωτικών δυνάμεων και της Αγγλίας και των ΗΠΑ ως θαλάσσιων δυνάμεων δεν αποτελούν ανακαλύψεις του Νταβούτογλου, αλλά παλαιό συμπέρασμα της γεωπολιτικής. Αυτό που προσθέτει είναι η τοποθέτηση της Τουρκίας στην «κεντρική θέση των ανταγωνισμών της χερσαίας και θαλάσσιας ισχύος».

Η πολιτική της Τουρκίας θα πρέπει να παντού επεμβατική. Υποτίθεται μάλιστα ότι αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος για να διατηρήσει την ακεραιότητα της. Δηλαδή ότι όλοι οι υπόλοιποι θα εκλαμβάνουν ως επιθετική πολιτική, για αυτή θα είναι άμυνα: «Μια μικρασιατική χώρα που δεν είναι σε θέση να ασκήσει επιρροή στις εξελίξεις οι οποίες λαμβάνουν χώρα στα Βαλκάνια, στον Καύκασο και στη Μέση Ανατολή δεν μπορεί να διατηρήσει την ενότητα της σε αυτή την ευαίσθητη γεωπολιτική περιοχή ούτε να πετύχει ένα άνοιγμα προς τον έξω κόσμο» (σελ. 196).
Το ζήτημα των σχέσεων Ελλάδος-Τουρκίας δοκιμάζει τους επιστημονικούς όρους που θα πρέπει να έχει ο λόγος του. Έτσι ενώ θεωρεί ότι η τουρκική κατάκτηση έχει εντυπωθεί αρνητικά στους βαλκανικούς λαούς, ισχυρίζεται ότι η ελληνική διπλωματία «επικρέμεται επί της κεφαλής μας ως Δαμόκλειος σπάθη» (σελ. 232). Ταυτόχρονα συμπεραίνει ότι η αντιπαράθεση με την Ελλάδα κονταίνει το μπόι της Τουρκίας, γράφοντας ότι «έτσι υφίσταται σοβαρή μείωση στην υψηλή κλίμακα πολιτικής» (σελ. 236). Η σχέση με την Ελλάδα καθορίζεται από κάποια ιδιαίτερα ψυχολογικά στοιχεία, θεωρώντας την υπεύθυνη – μαζί με την απουσία ναυτικής ισχύος από τους Οθωμανούς – της διάλυσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (σελ. 241). Αυτό βέβαια που δεν μπορεί να χωνέψει είναι η παράδοση στην Ελλάδα, από την ηττημένη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου Ιταλία, των Δωδεκανήσων. Οι γεωπολιτικές επιπτώσεις είναι δυσμενείς για την Τουρκία: «Όπως ελέγχει η Τουρκία μέσω των Στενών τον «παλμό» του στρατηγικού ελαφρού υπογαστρίου της Ρωσίας, με τον ίδιο τρόπο και η Ελλάδα μέσω των νησιών του Αιγαίου απέκτησε το ίδιο στρατηγικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Το σημείο με τις μεγαλύτερες πιθανότητες εμπλοκής σε σύρραξη της Τουρκίας είναι τα νησιά του Αιγαίου, που στενεύουν σε σημαντικό βαθμό τον ζωτικό χώρο της, και ο λόγος είναι τα ασυγχώρητα λάθη που έγιναν ως συνέπεια της ανυπαρξίας μίας συνεπούς θαλάσσιας στρατηγικής» (σελ. 244).Τα ίδια περίπου λέει και σε ένα άλλο σημείο όπου τονίζει «τα νησιά του Αιγαίου εγκαταλείφθηκαν κατά ένα απερίσκεπτο τρόπο στην Ελλάδα» (σελ. 248).

Αλλά δεν θα αρκεστεί σε αυτές τις επισημάνσεις. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου (σελ. 266- 281) αφιερώνεται στην Ελλάδα-Κύπρο, που λαμβάνονται ως ένας ενιαίος γεωπολιτικά εχθρικός χώρος. Θεωρεί ότι ο έλεγχος του Αιγαίου και της Κύπρου από τον ελληνισμό σημαίνει ότι τα περιθώρια της Τουρκίας «να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» (σελ. 267).

Το γεγονός αυτό αιτιολογείται από την βαρύνουσα θέση που κατέχει το Αιγαίο «που έχει από αυτή την άποψη μια πρώτης τάξης στρατηγική σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, που διαθέτουν ακτές σε αυτή τη θάλασσα, αλλά κατ’ αρχάς για τις παρευξείνιες χώρες και έπειτα για όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις που έχουν ανάγκη ενός μεταφορικού και εμπορικού κόμβου. Αυτή η παγκόσμιας κλίμακας σημασία έχει ενισχυθεί και με πάμπολλα περιφερειακά στοιχεία. Αυτή η θάλασσα – πέρασμα, που κατέχει μια προσδιοριστική θέση στη γεωπολιτική, γεωστρατηγική, γεωοικονομική και γεωπολιτισμική αλληλεπίδραση της Βαλκανικής χερσονήσου με τη χερσόνησο της Μικράς Ασίας και τη Μέση Ανατολή, παρουσιάζει μια πολύπλοκη δομή στο εσωτερικό της αποτελούμενη από χιλιάδες νησιά, νησίδες και βραχονήσια… Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει προσκυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα, όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά ύδατα, ο εναέριος χώρος, η ζώνη FIR, τα πεδία διοίκησης και ελέγχου και ο εξοπλισμός των νησιών» (σελ. 268). Προφανώς ένα τέτοιο πρόβλημα θα λυνόταν, σύμφωνα με τον Νταβούτογλου με την ταύτιση της γεωπολιτικής πραγματικότητας – δηλαδή ότι δήθεν τα νησιά ου Αιγαίου είναι προέκταση της Μικράς Ασίας-, με την θεσμική πραγματικότητα. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει την ανατροπή του νομικού πλαισίου, που διέπει τις σχέσεις των δύο κρατών – είτε αυτό προέρχεται από μεταξύ τους συμφωνίες, σαν την συνθήκη της Λωζάννης, είτε προέρχεται από κανόνες του διεθνούς δικαίου.

Εξίσου σημαντικός είναι ο γεωπολιτικός ρόλος της Κύπρου για όποια δύναμη θέλει να κυριαρχεί παγκόσμια. Μοιάζει με ένα σταθερό αεροπλανοφόρο, από το οποίο μπορεί να ελέγχονται οι κυριότερες υδάτινες αρτηρίες ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Έτσι «μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές» (σελ. 275). Το συμπέρασμα που καταλήγει είναι: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου» (σελ.279).

Άραγε όταν η τουρκική πολιτική διατυπώνεται με τόσο καθαρό και κατηγορηματικό τρόπο, η ελληνική πλευρά θα μπορέσει να βγάλει τα ορθά συμπεράσματα. Θα κατανοήσει ότι από την άλλη πλευρά του Αιγαίου, απειλείται, μεθοδικά και συστηματικά, όλο το σημερινό καθεστώς του αρχιπελάγους, η κυριαρχία επί του οποίου θεωρείται προυπόθεση για τα στρατηγικά σχέδια του νέο-οθωμανισμού; Θα καταλάβει ότι όποια διαπραγμάτευση κι αν γίνεται στην Κύπρο, αυτό για το οποίο εργάζεται η τουρκική πλευρά είναι να διασφαλίσει την κυριαρχική της παρουσία στο νησί; Θα αντιληφθεί ότι δεν μπορεί να λαμβάνει την επιθυμία ως πραγματικότητα δίχως να πληρώσει το αντίστοιχο τίμημα; Όπως γράφει ο Νταβούτογλου «εκείνες οι κοινωνίες που έχοντας χάσει την αυτοπεποίθησή τους αποδέχτηκαν να γίνουν τα περιφερειακά στοιχεία άλλων κοινωνιών, μετά από μια ψυχολογική κατάρρευση θα μείνουν αντιμέτωπες και με τον κίνδυνο της στρατηγικής διάλυσής τους» (σελ. 832).

Ο Νταβούτογλου θεωρεί ότι η Τουρκία θα πρέπει να έχει ένα παγκόσμιο ρόλο, με ενεργή παρουσία σε κάθε ήπειρο, να γίνει μια θαλάσσια δύναμη αναπτύσσοντας εμπορικό στόλο που σήμερα δεν διαθέτει, να αναπτύσσει νέες συμμαχίες με την Ρωσία και το Ιράν, να συνδυάσει το ιστορικό με το στρατηγικό και γεωγραφικό βάθος. Ισχυρίζεται ότι η ισλαμική της ταυτότητα διευκολύνει αντί να εμποδίζει τον οικουμενικό της ρόλο: «Ο 21ος αιώνας θα προσφέρει στις κοινωνίες, οι οποίες μετατρέπουν τις τοπικές πολιτισμικές τους παραμέτρους σε παγκόσμιες αξίες, όχι μόνο κύρος αλλά και ένα σημαντικό στρατηγικό άνοιγμα» (σελ. 401). Μια δύναμη που προσπαθεί να ισορροπεί και να εκμεταλλεύεται τις διεθνείς αντιφάσεις και αντιθέσεις, όπως ανάμεσα σε Ρωσία-ΗΠΑ και ΗΠΑ-Ισραήλ-Ιράν κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή, μετατρέψει τα πλεονεκτήματα σε μειονεκτήματα, να απομονωθεί και να συντριβεί. Το όραμα να βρεθεί η Τουρκία στα επίπεδα μίας πλανητικής δύναμης μπορεί να καταλήξει σε έναν εφιάλτη, όπου υπέρτερες δυνάμεις, μπορούν να χρησιμοποιούν διάφορες παραμέτρους – με προφανέστερη το Κουρδικό κίνημα – για να της δημιουργήσουν προβλήματα, που δεν θα μπορεί να λύσει. Πέραν αυτού οι σημερινοί φίλοι, μπορεί να είναι οι εχθροί του αύριο. Η Ρωσία – λόγω της ελληνικής αβελτηρίας και αναποφασιστικότητας – μπορεί να χρησιμοποιεί την Τουρκία για να διοχετεύει ένα μέρος του πετρελαίου της στις αγορές της Δύσης -, όμως σε συνδυασμό με άλλες βαλκανικές δυνάμεις μπορεί να αναδειχθεί ότι ήταν σχεδόν πάντα για την Τουρκία: ένας επικίνδυνος εχθρός. Αλλά και το Ιράν σήμερα μπορεί να χρειάζεται την τουρκική βοήθεια, καθώς αντιμετωπίζει την αμερικανο-ισραηλινή απειλή, αλλά αύριο πιθανόν, να ανταγωνιστούν για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής και ο νέο-οθωμανισμός να αναδειχθεί για τους λαούς της Μέσης Ανατολής, ότι ήταν και στον παρελθόν ένα δυνάστης εξίσου σκληρός με την δυτική αποικιοκρατία.

Ο ελληνισμός θα πρέπει να μελετά και να γνωρίζει την Τουρκία. Είναι σίγουρο ότι σπατάλησε πολύ χρόνο, όχι για να προσπαθήσει να κλείσει την διαφορά με αυτήν, ή να κτίσει σοβαρές συμμαχίες – όπως αυτή με τα Βαλκάνια και την Ρωσία που όπως είδαμε είναι ο μεγάλος φόβος του Νταβούτογλου – αλλά για να αφοσιωθούν απερίσπαστες οι πολιτικές ελίτ και ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, σε ένα ξέφρενο πανηγύρι που τροφοδοτήθηκε από τον δανεισμό και την λεηλασία του κράτους. Παρόμοια δημιουργήθηκε μια αφελής ιδεολογία, που ως ψευδής συνείδηση προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτή την κατάσταση, δηλαδή τον συνδυασμό μιας ευδιάκριτης υπαρξιακής απειλής για τον ελληνισμό με το αίτημα για ευδαιμονισμό και εφησυχασμό («των οικιών ημών εμπιμπραμένων ημείς άδωμεν»). Προφανώς τώρα έρχεται η ώρα που δεν μπορούμε να κρυφτούμε άλλο από την αλήθεια.

ΠΗΓΗ: Κυριακή, 5-9-2010, http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2010/09/blog-post_6498.html

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.