Α. ΝΤΑΒΟΥΤΟΥΓΛΟΥ: Η γεωπολιτική του νέο-οθωμανισμού – οι αξίες στην υπηρεσία της Ισχύος.
Του Σπύρου Κουτρούλη
Όπως κάθε στοχαστής των διακρατικών σχέσεων που φιλοδοξεί να τον πάρουνε σοβαρά, συνδέει εξ αρχής τον λόγο με την Ισχύ. Αναγκαστικά λοιπόν θα καταφύγει στα πορίσματα του Θουκυδίδη: «Από τον Θουκυδίδη ως τον Ιμπν Χαλντούν και από τον Clausewitz ως τον Morgenthau το βασικό ερώτημα στο οποίο επικεντρώθηκαν οι διανοούμενοι που μελέτησαν την πορεία της πολιτικής ιστορίας και τη θέση των πολιτικών υποκειμένων μέσα σε αυτή την πορεία είχε σχέση με τον ορισμό της ισχύος, τις εκδηλώσεις της και την αλλαγή του άξονά της…. Στο πλαίσιο αυτό ο διάλογος περί δικαιοσύνης – ισχύος που εξελίχθηκε μεταξύ του Πλάτωνα και του Θρασύμαχου εγκαινίασε μια από τις σημαντικότερες συζητήσεις της πολιτικής φιλοσοφίας, ενώ οι αναλύσεις του Θουκυδίδη του Πελοποννησιακού πολέμου κατευθύνονταν προς την ανάδειξη της κεντρικής σημασίας της ισχύος ως στοιχείου της πολιτικής πραγματικότητας» (σελ. 45).
Ο στοχαστής, ο οποίος κατ’ εξοχήν, ασχολήθηκε με την Ισχύ, είναι ο Παναγιώτης Κονδύλης. Στα έργα του «Ισχύς και Απόφαση», «Θεωρία του Πολέμου», «Το Πολιτικό και ο Άνθρωπος» θέτει με ριζικό τρόπο το ζήτημα της Ισχύος. Το αν τον αγνοεί ο Νταβούτογλου, δεν είναι κάτι που θα πρέπει απαραίτητα να μας ξενίζει. Υπάρχουν τα προβλήματα της γλώσσας, ίσως δε και μια γνώση της σύγχρονης βιβλιογραφίας από μέρους του με πολλά κενά, που μπορεί να εξηγηθεί. Όμως αν αυτοί που χαράσσουν την ελληνική εξωτερική πολιτική αγνόησαν τον Π. Κονδύλη πεισματικά και επιδεικτικά – σε αντίθεση με όλη την υπόλοιπη Ευρώπη -, όσο ζούσε και κατόπιν όταν πέθανε, τότε η συμπεριφορά αυτή αποδεικνύει κάτι βαθύτερο: η απουσία σοβαρής στρατηγικής ανάλυσης στην χώρα μας και η εμμονή σε αφελή ιδεολογήματα είναι ένα γεγονός σημαντικό που υποθηκεύει την ίδια την ύπαρξη του ελληνικού κράτους.
Η σημαντική διάκριση που κάνει ο Νταβούτογλου είναι ανάμεσα στα γεωπολιτικά και νομικά-πολιτικά σύνορα. Θεωρεί ότι στην «πλειονότητα των συνοριακών συγκρούσεων που λαμβάνουν χώρα μεταξύ των εθνοκρατών, τα οποία προέκυψαν κυρίως από τον διαμελισμό των αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών, σημαντικό μερίδιο ευθύνης έχουν οι ασυμβατότητες που παρουσιάζονται μεταξύ των «νομικών» συνόρων και των γεωπολιτικών ζωνών» (σελ. 50).
Έτσι μπορεί να χρησιμοποιεί ένα λεξιλόγιο προστατευτισμού για την Αραβία, ή για τα Βαλκάνια – από το Ισραήλ ή την Δύση αντίστοιχα -, αλλά τελικά αυτό που ομολογείται κυνικά είναι η επίτευξη του πολιτικού τους ελέγχου. Ο Νταβούτογλου στοχεύει σε μία Τουρκία, που αν δεν έχει το πολιτικό βάρος της Ρωσίας ή των ΗΠΑ θα είναι ένα σκαλοπάτι κάτω από αυτές. Ομολογεί: «Είναι αδύνατο για την Τουρκία, η οποία δημιουργήθηκε στη βάση του ιστορικού και γεωπολιτικού παρελθόντος του Οθωμανικού και υπεισήλθε στην κληρονομιά της, να διανοηθεί και να σχεδιάσει την άμυνά της αποκλειστικά στο πλαίσιο των συνόρων που κατέχει. Η ιστορική κληρονομιά μπορεί να αναγκάσει την Τουρκία να επέμβει σε de facto καταστάσεις που εμφανίστηκαν πέραν των συνόρων της. Τα πιο απτά παραδείγματα είναι οι κρίσεις της Βοσνίας και του Κοσόβου»(σελ.83). Ενώ ως προς το Αιγαίο που φυσικά μας ενδιαφέρει πιο άμεσα καταλήγει ότι η «Τουρκία, που κατέχει ένα πολύ μικρό ποσοστό των τριών χιλιάδων μικρών και μεγάλων νησιών του Αιγαίου, είναι αναγκασμένη να συγκροτήσει τη ναυτική δύναμη που μια τέτοια γεωγραφία επιβάλλει» (σελ. 85).
Αρκετές φορές επαναλαμβάνει ότι μια πιθανή συνεργασία της Ελλάδας με τις άλλες βαλκανικές χώρες μπορεί να ανατρέψει τα γεωπολιτικά της σχέδια. Οι φοβίες του να μην «αντιμετωπίσει, (η Τουρκία), μόνη ένα ενδεχόμενο Βαλκανικό συνασπισμό» (σελ. 201), ή ένα «σερβοελληνικό συνασπισμό» (σελ. 365), που πιθανόν να υλοποιηθεί και εντός του ΝΑΤΟ, φτάνει στο σημείο να φαντάζεται ενδεχόμενες απειλές για την τουρκική κυριαρχία στα στενά του Βοσπόρου, προερχόμενες όχι μόνο από την Ρωσία, αλλά και την Ελλάδα (σελ. 201), ενώ εκτιμά «ένας Σερβοελληνικοβουλγαρικός συνασπισμός θα έχει ως συνέπεια την αύξηση των πιέσεων επί της στρατηγικής ζώνης, ζωτικής αρτηρίας της Τουρκίας στην περιοχή, στη διάλυση της Μακεδονίας και στην κατάρρευση των σχέσεων της Τουρκίας με την Βοσνία και την Αλβανία» (σελ. 481, 482). Με ρητό τρόπο αναγνωρίζει τον κίνδυνο που σημαίνει για αυτή η συνεργασία των Βαλκανικών λαών με την Ρωσία: «…Το ορθοδοξοσλαβικό πεδίο επιρροής, το οποίο αντικατοπτρίζει το ιδανικό της τρίτης Ρώμης των Ρώσων, που αργότερα, έχοντας μετατραπεί σε σοσιαλιστική ιδεολογία, προκάλεσε τη δημιουργία του σιδηρού παραπετάσματος. Αυτό ξεκινώντας από τη Βεσαραβία κινείται νοτίως, μέσω της Βουλγαρίας και της Σερβίας προς το Αιγαίο και την Αδριατική, έτσι ώστε να περιλαμβάνει και την Ελλάδα» (σελ. 474). Έτσι η αδυναμία της Τουρκίας «να παράγει μια αποτελεσματική βαλκανική πολιτική» (σελ. 230) λόγω της ταυτόχρονης κρίσης των σχέσεων της με την Ελλάδα και την Βουλγαρία, ίσως να είναι το μικρότερο κακό, από το μέγιστο που θα είναι μια πιθανή βαλκανική συνεργασία.
Είναι ιδεολογική σταθερά του βιβλίου να εξιδανικεύει το οθωμανικό παρελθόν της Τουρκίας, να το παρουσιάζει ως μια τάξη που «εκλάμβανε αυτή την ποικιλομορφία ως πλούτο» (σελ. 158) και ως σημείο ανάσχεσης της αποικιοκρατίας (σελ. 610), ενώ ήταν στην πραγματικότητα μια μορφή κατάκτησης αρκετά πρωτόγονης και απλοϊκής βέβαια, όμως πραγματικός εφιάλτης για όλη την Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Ξεκινώντας μάλιστα από το ιστορικό παρελθόν επιχειρεί να προσδιορίσει την Τουρκία «ταυτόχρονα μια χώρα της Ευρώπης, της Ασίας, των Βαλκανίων, του Καυκάσου, της Μέσης Ανατολής και της Μεσογείου» (σελ. 158). Το ιστορικό παρελθόν του οθωμανισμού φαίνεται σε ορισμένες περιπτώσεις να βαραίνει περισσότερο από ότι η σύγχρονη γεωπολιτική πραγματικότητα: «Η εξαίσια εξόρμηση των Οθωμανών προς τα εσωτερικά της Ευρώπης έχοντας στηριχθεί στη Μικρά Ασία βασίστηκε μερικώς και στην σελτσουκική κληρονομιά, που ολοκληρώνει τη γεωγραφία της Μικράς Ασίας με εκείνης της Περσίας» (σελ. 642).). To σημερινό τουρκικό κράτος εμφανίζεται ότι «είναι η ιστορική κληρονόμος της τελευταίας γεωπολιτικής, γεωπολιτισμικής και γεωοικονομικής ενότητας της περιοχής, οφείλει να αναπτύξει μια στρατηγική προσέγγιση, που θα υπερβαίνει αυτό τον γεωπολιτικό, γεωπολιτισμικό και γεωοικονομικό κατακερματισμό και θα εμπερικλείει την περιοχή ως σύνολο, καθώς και βαθμιαία να την εφαρμόσει στα πλαίσια μιας ευέλικτης τακτικής. Αυτή η στρατηγική προσέγγιση δεν θα αρκεστεί μόνο να αυξήσει την επιρροή της Τουρκίας στην περιοχή, αλλά ταυτόχρονα θα εξασφαλίσει μια λειτουργία μεταξύ των παγκόσμιων ισορροπιών και των περιφερειακών ισορροπιών, που δεν δύναται να παραβλεφθεί από κανένα υποκείμενο» (σελ. 674). Τηρουμένων των αναλογιών είναι σαν το ελληνικό κράτος να καθόριζε την σημερινή εξωτερική του πολιτική με βάση τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου και των επιγόνων του. Ο προσδιορισμός της Γερμανίας και της Ρωσίας ως ηπειρωτικών δυνάμεων και της Αγγλίας και των ΗΠΑ ως θαλάσσιων δυνάμεων δεν αποτελούν ανακαλύψεις του Νταβούτογλου, αλλά παλαιό συμπέρασμα της γεωπολιτικής. Αυτό που προσθέτει είναι η τοποθέτηση της Τουρκίας στην «κεντρική θέση των ανταγωνισμών της χερσαίας και θαλάσσιας ισχύος».
Αλλά δεν θα αρκεστεί σε αυτές τις επισημάνσεις. Ένα σημαντικό μέρος του βιβλίου (σελ. 266- 281) αφιερώνεται στην Ελλάδα-Κύπρο, που λαμβάνονται ως ένας ενιαίος γεωπολιτικά εχθρικός χώρος. Θεωρεί ότι ο έλεγχος του Αιγαίου και της Κύπρου από τον ελληνισμό σημαίνει ότι τα περιθώρια της Τουρκίας «να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά» (σελ. 267).
Εξίσου σημαντικός είναι ο γεωπολιτικός ρόλος της Κύπρου για όποια δύναμη θέλει να κυριαρχεί παγκόσμια. Μοιάζει με ένα σταθερό αεροπλανοφόρο, από το οποίο μπορεί να ελέγχονται οι κυριότερες υδάτινες αρτηρίες ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Έτσι «μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές» (σελ. 275). Το συμπέρασμα που καταλήγει είναι: «Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου» (σελ.279).
Ο Νταβούτογλου θεωρεί ότι η Τουρκία θα πρέπει να έχει ένα παγκόσμιο ρόλο, με ενεργή παρουσία σε κάθε ήπειρο, να γίνει μια θαλάσσια δύναμη αναπτύσσοντας εμπορικό στόλο που σήμερα δεν διαθέτει, να αναπτύσσει νέες συμμαχίες με την Ρωσία και το Ιράν, να συνδυάσει το ιστορικό με το στρατηγικό και γεωγραφικό βάθος. Ισχυρίζεται ότι η ισλαμική της ταυτότητα διευκολύνει αντί να εμποδίζει τον οικουμενικό της ρόλο: «Ο 21ος αιώνας θα προσφέρει στις κοινωνίες, οι οποίες μετατρέπουν τις τοπικές πολιτισμικές τους παραμέτρους σε παγκόσμιες αξίες, όχι μόνο κύρος αλλά και ένα σημαντικό στρατηγικό άνοιγμα» (σελ. 401). Μια δύναμη που προσπαθεί να ισορροπεί και να εκμεταλλεύεται τις διεθνείς αντιφάσεις και αντιθέσεις, όπως ανάμεσα σε Ρωσία-ΗΠΑ και ΗΠΑ-Ισραήλ-Ιράν κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή, μετατρέψει τα πλεονεκτήματα σε μειονεκτήματα, να απομονωθεί και να συντριβεί. Το όραμα να βρεθεί η Τουρκία στα επίπεδα μίας πλανητικής δύναμης μπορεί να καταλήξει σε έναν εφιάλτη, όπου υπέρτερες δυνάμεις, μπορούν να χρησιμοποιούν διάφορες παραμέτρους – με προφανέστερη το Κουρδικό κίνημα – για να της δημιουργήσουν προβλήματα, που δεν θα μπορεί να λύσει. Πέραν αυτού οι σημερινοί φίλοι, μπορεί να είναι οι εχθροί του αύριο. Η Ρωσία – λόγω της ελληνικής αβελτηρίας και αναποφασιστικότητας – μπορεί να χρησιμοποιεί την Τουρκία για να διοχετεύει ένα μέρος του πετρελαίου της στις αγορές της Δύσης -, όμως σε συνδυασμό με άλλες βαλκανικές δυνάμεις μπορεί να αναδειχθεί ότι ήταν σχεδόν πάντα για την Τουρκία: ένας επικίνδυνος εχθρός. Αλλά και το Ιράν σήμερα μπορεί να χρειάζεται την τουρκική βοήθεια, καθώς αντιμετωπίζει την αμερικανο-ισραηλινή απειλή, αλλά αύριο πιθανόν, να ανταγωνιστούν για τον έλεγχο της Μέσης Ανατολής και ο νέο-οθωμανισμός να αναδειχθεί για τους λαούς της Μέσης Ανατολής, ότι ήταν και στον παρελθόν ένα δυνάστης εξίσου σκληρός με την δυτική αποικιοκρατία.
ΠΗΓΗ: Κυριακή, 5-9-2010, http://koutroulis-spyros.blogspot.com/2010/09/blog-post_6498.html