Η Δημοσιονομική Χρεοκοπία της Ελλάδας, Συνέπεια της Ένταξης στην ΟΝΕ..
..και τα «Δεινά» της Αποχώρησης από το Ευρώ η και την Ε.Ε. – Πολιτικές Διαπιστώσεις.
Του Κώστα Παπουλή (Γέρου)
Σε γενικό επίπεδο οι ισχυρά οικονομικές χώρες, γίνονται όλο και πιο ισχυρές, η εντεινόμενη οικονομική δύναμη, ενισχύει την πολιτική δύναμη, μια σκληρή ιεραρχία εθνών και κεφαλαίων αναπτύσσεται, αφού οι πολιτικές αποφάσεις μεταφέρονται στον σκληρό πυρήνα της Ε.Ε.. Η Ελλάδα μετατρέπεται, σε προτεκτοράτο. Έτσι ενώ η ΟΝΕ επιτίθεται γενικά στις δυνάμεις της εργασίας σε όλη την Ήπειρο, στον Νότο, που επικεφαλής του είναι η πατρίδα μας, επιτίθεται διπλά, μια που καταργεί όχι μόνο την εθνική ανεξαρτησία και την στοιχειώδη λαϊκή κυριαρχία, αλλά και τα οποιαδήποτε δημοκρατικά προσχήματα. H κοινωνική πάλη στην Ελλάδα, είναι λοιπόν διττή, ο εργατικός αγώνας παίρνει τον χαρακτήρα και του εθνικού αγώνα, απέναντι στην Ε.Ε., στις δομές και την αρχιτεκτονική της, απέναντι στην πολιτικοοικονομική ελίτ της λέσχης των πιο ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών που την διευθύνει, και που φέρεται με τρόπους και μεθόδους, που «παλιά» θα χαρακτηρίζαμε ως ιμπεριαλιστικούς.
http://dosepasa.files.wordpress.com/2010/08/crash_1929.jpg?w=387&h=354
α) Η αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης της χώρας και το εξωτερικό δημόσιο χρέος, ως αποτέλεσμα της ΟΝΕ:
Η εμφάνιση της πατρίδας μας στο κέντρο του κόσμου, ως καρδιά της αστάθειας και της πιθανής διάλυσης της ευρωζώνης, δεν ήταν προϊόν σύμπτωσης, η πολιτικής συνομωσίας. Η πλήρης παράδοση της χώρας (μέσω της ΟΝΕ και της συνεπακόλουθης απελευθέρωσης του διεθνούς εμπορίου) στις δυνάμεις της αγοράς, είχε ως αποτέλεσμα, την μετατροπή της σε φθίνουσα περιφέρεια της ζώνης του ευρώ, αφού δεν διέθετε τους απαραίτητους δυναμικούς κλάδους σε (εντός της ΟΝΕ) διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά, συγκροτημένη παραγωγική-τεχνολογική δυνατότητα, οικονομίες κλίμακας ή συγκέντρωσης, ώστε να αποκτήσει κάποιο ειδικό βάρος μέσα στην ευρωζώνη, που να αποτρέψει την αποδιάρθρωση της παραγωγικής της βάσης. Αυτή η διαπίστωση δεν οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα ότι η Ελλάδα είναι «ψωροκώσταινα», αλλά απλά σημαίνει ότι μια χώρα στη κατηγορία β, ή γ, των αναπτυγμένων χωρών, όταν ανταγωνίζεται ελεύθερα χώρες πρώτης ταχύτητας, είναι πολύ πιθανόν, να μην μπορεί να ανταπεξέλθει στον ελεύθερο ανταγωνισμό και γι αυτό τον λόγο να απαιτείται μια συνεχή και διαρκή, οδυνηρή «προσαρμογή». Συνεπώς, είναι λάθος η συζήτηση για την ΟΝΕ να εντάσσεται στα παλιά ιδεολογικά «σχίσματα» της αριστεράς.
Καθώς η κατάργηση των εθνικών, νομισματικών και εμπορικών πολιτικών, οδηγεί τις περιφέρειες και τους οικονομικούς κλάδους να ανταγωνίζονται με όρους «απόλυτου πλεονεκτήματος», εντείνοντας και πολλαπλασιάζοντας τις τοπικές, χωρικές, διεθνείς και εθνικές ανισότητες, η Ελλάδα, όπως και ο υπόλοιπος ευρωπαϊκός «Νότος», εντός της ΟΝΕ, λειτούργησε όπως κάποια αδύναμη περιοχή, ενός κράτους, όπου με την «αποψίλωσή» της, τροφοδοτεί την ανάπτυξη των κεντρικών περιοχών. Όμως σε κρατικό επίπεδο, υφίστανται ο κρατικός προϋπολογισμός, η εθνική κοινωνική ασφάλιση, κλπ, μια ουσιαστική χωρική αναδιανομή των πόρων από το κέντρο προς την περιφέρεια, που λειτουργεί διορθωτικά, βελτιώνει την ανισομέρεια και επιτρέπει έτσι στην Θράκη, στον Έβρο, ή στην Γαύδο, να επιβιώνουν. Αντίθετα, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δεν υπάρχει κανένας διορθωτικός μηχανισμός, παρά μόνο ο αναιμικός κοινοτικός «προϋπολογισμός» της τάξης του 1% του ΑΕΠ (όταν π.χ. στις ΗΠΑ, ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός βρίσκεται στο 15%-20%). Ουσιαστικά η ΟΝΕ δεν επιβεβαιώνει την γενική θέση, ότι από το ελεύθερο εμπόριο κερδίζουν όλοι. Αντίθετα η ΟΝΕ αποδεικνύει, ότι είναι και αυτή ένα παίγνιο, που υπάρχουν και χαμένοι, όπως υπάρχουν και κερδισμένοι.
Σε δεύτερο επίπεδο πρέπει να σημειώσουμε ότι η θεωρία της βέλτιστης νομισματικής ζώνης, όπως αναπτύχθηκε από τον νομπελίστα οικονομολόγο R. Mundell, πέρα από ένα σύστημα μεταφοράς ρευστότητας σε περιοχές ή τομείς που έχουν πληγεί, προϋποθέτει (απολύτως ορθά), παρόμοιους οικονομικούς κύκλους των χωρών που συμμετέχουν σε αυτήν, έτσι ώστε η ύφεση, η ο πληθωρισμός, να μπορούν να αντιμετωπιστούν από την πολιτική της κεντρικής τράπεζας, αφού οι εθνικές νομισματικές πολιτικές έχουν καταργηθεί.
Αντίθετα στην ΟΝΕ, τα λεγόμενα PIIGS, δεν δοκιμάζονται μόνο από την ανισόμετρη ανάπτυξη του Βορρά εις βάρος του Νότου, αλλά και από αντίστροφες πολιτικές επιτοκίων, από αυτές που χρειάζονται, μια που η νομισματική πολιτική της ένωσης, καθορίζεται από τις ανάγκες των ανεπτυγμένων κρατών και κύρια της ατμομηχανής της Ευρώπης, της Γερμανίας, με συνέπεια την παραπέρα αποσάθρωση και στρέβλωση της παραγωγικής τους δομής. Τα πολύ χαμηλά επιτόκια, σε συνθήκες αύξησης του ΑΕΠ, τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα και στα PIIGS, ενέτειναν τον προσανατολισμό στις κατασκευές, και έχουν σημαντικό μερίδιο για την σφοδρότητα της κρίσης σε αυτές τις χώρες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τους ουσιαστικούς λόγους, που χώρες όπως η Μ. Βρετανία αποχώρησαν από την προσπάθεια της Ευρωπαϊκής-νομισματικής «ενοποίησης».
Η χώρα μας, «φυλακισμένη» στην ΟΝΕ και στην Ε.Ε., κάτω από την διαρκώς συρρικνούμενη ανταγωνιστικότητά της, διεύρυνε συνεχώς το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στην ελληνική περίπτωση, περισσότερο από την υπόλοιπη ευρωπαϊκή περιφέρεια, πήρε τον χαρακτήρα των «δίδυμων ελλειμμάτων»,1 (δημόσιο έλλειμμα-εξωτερικό έλλειμμα), και τελικά δημόσιου εξωτερικού χρέους, παρά ιδιωτικού. Από 20% του ΑΕΠ που ήταν το εξωτερικό δημόσιο χρέος της χώρας, στην «αυγή της χρυσής δεκαετίας» της ΟΝΕ, σύντομα θα ξεπεράσει το 100%. Το συνολικό εξωτερικό χρέος της χώρας – σύμφωνα με τα στοιχεία της τράπεζας της Ελλάδας – από 185 δις ευρώ που ήταν στο τέλος του 2004, έφτασε τα 406 δις ευρώ, λίγο πριν το τέλος του 2009. Ενώ αντίστοιχα το εξωτερικό έλλειμμα, όπως φωτογραφίζεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, προσέγγισε και το -15%, το 2007-2008, μέγεθος που ανεπτυγμένες οικονομίες, παρουσιάζουν μόνο σε εμπόλεμες καταστάσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι το έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο (πλην καυσίμων) – με την γέννηση του ευρώ – διογκώνεται υπέρμετρα ως ποσοστό του ΑΕΠ και ισούται περίπου με το συνολικό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, όλα τα χρόνια της ΟΝΕ. Αυτό δείχνει την περιθωριοποίηση του πρωτογενούς τομέα και της μεταποίησης, και διαπιστώνεται και από τα στοιχεία της απασχόλησης, αφού η στρέβλωση της «ανάπτυξης» με κέντρο τον τουρισμό και τις κατασκευές επεκτείνεται. Συνεπώς δεν μπορεί να παρομοιάζεται το σημερινό χρέος (κύρια εξωτερικό), με το χρέος που υπήρχε επί δραχμής (κύρια εσωτερικό), ούτε να υποστηρίζεται ότι το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κλείνει-προέρχεται, από εισαγωγή χρηματοπιστωτικού, η άλλων κεφαλαίων και την ανάλογη εκποίηση δημόσιας (π.χ. ΟΤΕ), η ιδιωτικής περιουσίας.
Στην πραγματικότητα η ΟΝΕ, ενώ κατέστρεφε την παραγωγική βάση της χώρας όπως και όλου του νότου, «στήριζε» την ελληνική οικονομία και την κατανάλωση, μέσω του «φτηνού» και τελικά πικρού και ακριβού – όπως αποδείχτηκε – εξωτερικού δανεισμού, αύξανε έτσι το ΑΕΠ, αλλά και το εξωτερικό έλλειμμα, και τροφοδοτούταν με πλεονάσματα η Γερμανία και οι δορυφορικές της χώρες, ενισχύοντας οι τελευταίες και την δικιά τους παραγωγική τους βάση.
β) Το δημόσιο χρέος ως μη διαχειρίσιμο μέγεθος και οι στόχοι των Δ.Ν.Τ.-Ε.Ε.:
Η κρατική χρεοκοπία, συνάγεται λοιπόν από την αναπτυξιακή χρεοκοπία. Ο περιορισμός ή, έστω, η σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους, ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι μάλλον απίθανα σενάρια,2 μια που απαιτούνται είτε εξωπραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης (από πού;) είτε πρωτογενή πλεονάσματα τέτοιου ύψους, που από την μια θα έχουν ιδιαίτερα αρνητικές συνέπειες στο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (άρα, θα αναιρούν τον στόχο τους) και από την άλλη θα δημιουργήσουν εντεινόμενη φτώχεια και κοινωνική αθλιότητα.
Το σύνολο των στόχων της οικονομικής πολιτικής του Δ.Ν.Τ. και της Ε.Ε, είναι οικονομικά και κοινωνικά ανέφικτοι (π.χ. αν οι τόκοι ξεπεράσουν τα επόμενα χρόνια, όπως προβλέπεται, το 8,5% (2014), ο στόχος για δημόσιο έλλειμμα στα επίπεδα του Μάαστριχτ, -3%, προϋποθέτει πρωτογενές πλεόνασμα +5,6%, όταν το 2009 το πρωτογενές έλλειμμα ήταν στο -8,6%. Μιλάμε, δηλαδή για στόχο πρωτογενούς δημοσιονομικής προσαρμογής 14,2% του ΑΕΠ, σε λίγα χρόνια, μέγεθος που προσεγγίζει, τα 3/4 των εσόδων του προϋπολογισμού, άρα στόχος παράξενα ανορθόδοξος). Όλα αυτά – ελλειμματικοί προϋπολογισμοί με τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα – θα επιχειρηθούν σε μια χώρα που ήδη εμφανίζει τους πιο αρνητικούς κοινωνικούς δείκτες διεθνώς, ένα αναιμικό κοινωνικό κράτος και μια έντονα αποκλεισμένη και απελπισμένη νεολαία. Είναι και για αυτό, που η εκτίμηση ότι η Ελλάδα αποτελεί τον αδύναμο κρίκο στην ευρωπαϊκή αλυσίδα, έχει ισχυρή θεμελίωση. Λείπουν όμως, αυτήν την στιγμή, οι αναγκαίες και ικανές πολιτικές δυνάμεις που θα στηρίξουν μια άλλη προοπτική.
Ενώ η κυβερνητική πολιτική προπαγανδίζεται με ένα πλήθος αβάσιμων επιχειρημάτων (π.χ.: ισχυρίζονται ότι αν η Ελλάδα κήρυσσε πτώχευση ή αναδιάρθρωση του χρέους, θα αποκλειόταν από τις αγορές και έτσι δεν θα μπορούσε να πληρώνει μισθούς και συντάξεις, ενώ στην πραγματικότητα, σύμφωνα με το πρόγραμμα σταθεροποίησης, η Ελλάδα θα βγαίνει στις αγορές μόνο για να αναχρηματοδοτεί τα τοκοχρεολύσια, και συγχρόνως, ένα σημαντικό κομμάτι εθνικών πόρων θα πηγαίνει στους ξένους πιστωτές), η αριστερά δεν μπορεί να αρθρώσει το απλό πολιτικό συμπέρασμα: «δεν μας έσωσαν», αλλά η «ελληνική» κυβέρνηση «έσωσε» τους πιστωτές και το ίδιο το ευρώ, θυσιάζοντας την πατρίδα μας και τον λαό της. Οι επιπτώσεις μιας ελληνικής στάσης πληρωμών η ή μονομερής αναδιάρθρωσης του χρέους, θα ήταν ιδιαίτερα «δυσάρεστες» στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα, ενώ αντίθετα η Ελλάδα θα γλύτωνε την ευρωπαϊκή κηδεμονία και τα αντικοινωνικά μέτρα.
Η παράδοση της χώρας στο Δ.Ν.Τ. και στους υπερεθνικούς μηχανισμούς, ήταν η λογική κατάληξη της ένταξης στην ΟΝΕ, όπως εύστοχα είχε προβλεφτεί προ δεκαετίας, 3 για να έρθει ο δεύτερος και πιο επώδυνος γύρος, λεηλασίας του εξωτερικού και εσωτερικού τομέα της ελληνικής οικονομίας, από τις «υγιείς δυνάμεις» της αγοράς, που θα σημάνουν και την πλήρη λατινοαμερικανοποίηση της πάλαι ποτέ, «ισχυρής» Ελλάδας. Αυτός είναι όντως, ένας πραγματικά εφικτός οικονομικός και πολιτικός στόχος του Δ.Ν.Τ. και της Γερμανίας. Στόχος που μέρος του καταγράφεται και στη σύμβαση δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από Ε.Ε.-Δ.Ν.Τ., όπου οι πιστωτές μπορούν να κατασχέσουν ελεύθερα, δημόσια περιουσία.
γ) Η έξοδος από το ευρώ και τα μεγάλα «δεινά» που θα επιφέρει:
Το πολιτικό ζήτημα που αναδεικνύεται από την διαπίστωση ότι το χρέος όχι μόνον δεν μπορεί να αποπληρωθεί, αλλά ούτε καν να μειωθεί ή να σταθεροποιηθεί, είναι το ξεπούλημα της χώρας στους πιστωτές, στο Δ.Ν.Τ. και στην Ε.Ε., χάρη μιας πιθανής «ελεγχόμενης» χρεοκοπίας, ή στην ρήξη μαζί τους. Η λύση, όμως, της ρήξης επιβάλλει, από μόνη της, την έξοδο από το ευρώ και πιθανόν και από την Ε.Ε., αφού δεν μπορείς να συγκρούεσαι, ή και να διαπραγματεύεσαι μια λύση υπέρ του ελληνικού λαού, την ίδια στιγμή που το σύνολο της οικονομικής σου πολιτικής, καθορίζεται από τους πιστωτές σου. Όσον αφορά τις απώλειες των κοινοτικών πόρων – από πιθανή έξοδο και από την Ε.Ε. -, αυτοί ήταν κατ' έτος πολύ μικρότεροι από το εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας σε σχέση μόνο με την Γερμανία, και σχετικά ασήμαντοι, μπροστά μόνο στους τόκους που πρέπει να πληρώνει μελλοντικά το ελληνικό κράτος για την εξυπηρέτηση του εξωτερικού του χρέους. Δεν «υπολογίζουμε» ούτε το τμήμα τους που επιστρέφει στην Ε.Ε, ούτε τα δεσμά που επιβάλλουν.
Είναι σαφές ότι έτσι ανοίγεται ο δρόμος για την έξοδο και των άλλων PIIGS από το ευρώ, που θα οδηγήσει στην μόνη ίσως πιθανή σωτηρία του, ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, και νόμισμα των χωρών μιας νέας Μπενελούξ, όπως βάσιμα τείνουν να παρατηρούν και οικονομολόγοι όπως ο Κρούγκμαν.
Η ίδια βέβαια η εικόνα της Ελλάδας, που της επιβάλλεται και βαθιά ύφεση, με διαιωνιζόμενα εξωτερικά ελλείμματα που προκύπτουν από την συνεχώς μειούμενη διεθνής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, υποδεικνύει, ως μόνη εφικτή διέξοδο, την μείωση της νομισματικής ισοτιμίας, ώστε η οικονομία να σταθεροποιηθεί και να ανακάμψει, να μειωθεί η ανεργία κλπ. Προφανή πράγματα, δηλαδή, για τους «παλιούς» οικονομολόγους, πριν η προσαρμογή της οικονομίας με εργαλείο την υποτίμηση «απαγορευθεί» από τον νεοφιλελευθερισμό και τους θιασώτες του, επειδή θίγει την ελεύθερη και απεριόριστη κυκλοφορία των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων.
Η αριστερά, λόγω κυρίως μιας παρανόησης του διεθνισμού ή ενός «ορθόδοξου» μαρξισμού (που θεωρεί το κοινό νόμισμα, ως κάποια φάση της καπιταλιστικής «εξέλιξης»-«προόδου»), βλέπει με τρόμο την έξοδο από το ευρώ. Ανασύρει, λοιπόν, τον πρώτο της μεγάλο φόβο, αυτόν του πληθωρισμού. Ουσιαστικά μερικοί υποστηρίζουν, ότι θα μας βρουν τέτοια μεγέθη πληθωρισμού, που θα σημάνουν την άμεση εξάτμιση της οποιασδήποτε υποτίμησης. Αντίθετα, όμως, η υποτίμηση εξατμίζεται μακροχρονίως, και κάνει χρόνια για να μετακυλισθεί στις τιμές. Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, η τελευταία επίσημη υποτίμηση του Σημίτη (Μάρτιος 1998) κατά περίπου 15%, δημιούργησε, τον πρώτο χρόνο, πληθωριστικό κύμα 1,2%,4 που έβαινε μειούμενο. Φυσικά, η πληθωριστική πίεση μπορεί να αυξηθεί, αν οι αρχές αποφασίσουν να χρηματοδοτήσουν το δημόσιο έλλειμμα, κόβοντας επιπλέον νόμισμα. Όμως, και σε αυτήν την περίπτωση, η αύξηση του πληθωρισμού θα είναι – ποσοστιαία- συγκριτικά μικρότερη. Η αύξηση της νομισματικής βάσης, με την σειρά της μπορεί να οδηγεί σε αύξηση του ΑΕΠ και (συνδυασμένη με τον πληθωρισμό) σε πιθανή μείωση του Ποσοστού του Δημοσίου Χρέους επί του ΑΕΠ. Ακόμη όμως και αν το δίλλημα ήταν – που δεν είναι – 25% πληθωρισμός η 25% ανεργία, φτώχια, διάλυση του κοινωνικού κράτους (υπό την τρόικα), η αριστερά έπρεπε να διαλέξει το πρώτο. Πρέπει να σημειώσουμε ότι στην Αργεντινή αυτές τις μέρες δόθηκαν αυξήσεις 22%, με πληθωρισμό 11%, ενώ η ανάπτυξη τρέχει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς.
Ο δεύτερος μεγάλος φόβος που εμφανίζουν, είναι ότι θα μπουν και θα βγουν (ήδη έχει γίνει) κεφάλαια από την χώρα, κερδοσκοπώντας από την υποτίμηση. Οι κινήσεις κεφαλαίων και καταθέσεων από και προς το εξωτερικό, οι ανάλογοι λογαριασμοί και τα φυσικά πρόσωπα που τους κατέχουν, μπορούν να ελεγχθούν από την Τράπεζα της Ελλάδας. Είναι συνεπώς θέμα εθνικής φορολογικής πολιτικής, αν το βγες-μπες, θα φορολογηθεί και πόσο, αν έτσι θα προκύψουν και σημαντικά συναλλαγματικά διαθέσιμα, άρα τίθεται το ζήτημα: ποια κυβέρνηση θα βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ; Η συνολική διαχείριση της βραχυχρόνιας νομισματικής αναταραχής που θα δημιουργηθεί, από την έξοδο από το ευρώ, ανάγεται επίσης στην σφαίρα της πολιτικής. Οι πρόσκαιρες λοιπόν ιδιαίτερες επιπτώσεις της στο σύνολο της οικονομίας και οι ανάλογες πολιτικές πρέπει να μελετηθούν, χωρίς αφορισμούς και καταστροφολογία. Βέβαιον είναι ότι η ζωή θα συνεχιστεί και μετά το ευρώ, και η απόφαση εξόδου από αυτό έχει να κάνει και με το πώς θα είναι η ζωή των εργαζόμενων και της στρατιάς των ανέργων, εντός της ευρωζώνης. Τα μεσοπρόθεσμα και μακροχρόνια κέρδη από την ανάκτηση της νομισματικής, συναλλαγματικής και εθνικής οικονομικής πολιτικής, σίγουρα θα είναι πολύ μεγαλύτερα από τις πιθανά σημαντικές βραχυχρόνιες ζημιές (μη τεκμηριωμένες μέχρι σήμερα) και το σοκ, που θα προκαλέσει η αποχώρηση.
Από την άλλη πλευρά, μια έξοδος από το ευρώ με πρωτοβουλία της Ελλάδας (γιατί υπάρχει και το σενάριο της μερικής αποχώρησης υπό τον πλήρη έλεγχο της Ε.Ε, και κάποιου διπλού νομίσματος, άλλο για τις εσωτερικές και άλλο για τις εξωτερικές συναλλαγές) θα οδηγήσει μάλλον σε κατολίσθηση, ή ίσως να είναι η αρχή του τέλους του ευρώ. Έτσι η υποτίμηση της νέας δραχμής έναντι του ευρώ(;) μπορεί να είναι μεγαλύτερη, έναντι του υπόλοιπου κόσμου (δολαρίου). Ίσως, μάλιστα, – υπό προϋποθέσεις ορθής οικονομικής πολιτικής – να κερδίσει η Ελλάδα ένα «παγκόσμιο» παραγωγικό πλεονέκτημα: η συνθετότητα και το απρόβλεπτο, της δυναμικής κατάστασης, που θα διαμορφωθεί, ίσως θα μπορούσε να οδηγήσει στο εργαλείο των πολλαπλών συναλλαγματικών ισοτιμιών (άλλη υποτίμηση ανά προϊόν), που ο Τσάβες θύμισε στον σύγχρονο νεοφιλελεύθερο κόσμο ότι υπάρχει.
Πάνω και πέρα από όλα, μια αριστερή ρήξη στην Ελλάδα με το ευρώ, τους πιστωτές και την τρόικα, σημαίνει έναν παγκόσμιο σεισμό, με άγνωστες συνέπειες για τους καπιταλιστές, χωρίς μάλιστα η Γερμανία και οι δορυφορικές της χώρες, να έχουν οικοδομήσει την άμυνά τους, με κάποιο στοιχειώδη αντισεισμικό κανονισμό. Πιθανόν να σημαίνει την διάρρηξη – όπως είπαμε και παραπάνω – ή και την διάλυση της ΟΝΕ, από την πλευρά των συμφερόντων του Νότου, αλλά και των εργαζόμενων τάξεων όλης της Ηπείρου. Για αυτό συνιστά και την πιο συνεπή διεθνιστική πράξη. Ακριβώς αυτό και οι «ευρωπαϊστές», πρέπει να το καταλάβουν, ότι έστω και ως απειλή, η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ, και η σύγκρουση με το διευθυντήριο της Ε.Ε, ότι δεν θυσιαζόμαστε για το ευρώ, αποτελεί το πιο ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί, μιας κυβέρνησης, που θα έρθει σε αναμέτρηση με την Τρόικα. Ουσιαστικά και για τους παραπάνω λόγους, «η έξοδος από το ευρώ», είναι κύρια πολιτικό ζήτημα και ύστερα ζήτημα που πρέπει να απαντήσει, η οικονομική ανάλυση και θεωρία.
Ακόμη και αν η έξοδος από το ευρώ θεωρηθεί ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί μέσα από ανάλογη εθνική οικονομική πολιτική, δηλαδή ακόμη και αν δεν συνταραχθεί η Ήπειρος, ακόμη και αν μείνουμε μόνοι μας στο Νότο, το βέβαιο είναι ότι η παραμονή στην ζώνη του ευρώ είναι ένα στοίχημα που έχει προ πολλού χαθεί, και τις συνέπειες τις πληρώνουν σήμερα οι εργαζόμενοι και η συντριπτική πλειοψηφία του λαού μας. Προς άρση παρερμηνειών: από τα παραπάνω δεν συνάγεται, ότι η αντίθεση με την ΟΝΕ και το ευρώ, πρέπει να είναι η μοναδική και κεντρική σημαία, ενός κοινωνικού κινήματος στην Ελλάδα5. Δίπλα της, πρέπει να αναδειχτούν όλες οι σημαίες και τα προτάγματα της αριστεράς, συμπεριλαμβανόμενου και αυτού της αυτοδιαχείρισης. Αλλά είναι μία αναγκαία συνθήκη, για να οικοδομηθεί στην χώρα μας, όχι μόνο ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης με σοσιαλιστική κατεύθυνση, αλλά για να υπάρξει και η στοιχειώδης παραγωγική ανασυγκρότηση, κοινωνική δικαιοσύνη, δημοκρατία και εθνική ανεξαρτησία.
1, 2: Βλ: Μαριόλης Θ.-Παπουλής Κ. (2010) Δυναμική του Χρέους, «Δίδυμα Ελλείμματα» και Διεθνής Ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής Οικονομίας. Όλη η μελέτη βρίσκεται στη διεύθυνση: http://mpra.ub.uni-muenchen.de/23173/):
3: Μαριόλης Θ., Ευρωπαϊκή Οικονομική και Νομισματική Ένωση στο: Θ. Μαριόλης και Γ. Σταμάτης (1999) ΟΝΕ και Νεοφιλελεύθερη Πολιτική, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, και Μαριόλης, Θ., Ο νέος διεθνής καταμερισμός εργασίας, στο: Θ. Μαριόλης και Γ. Σταμάτης (2000) Η Εντός ΟΝΕ Εποχή. Παγκοσμιοποίηση, ΟΝΕ, Δραχμή, Χρηματιστήριο, Αθήνα, Στάχυ.
4: Είναι αξιοσημείωτο ότι, ενώ όλοι οι «έγκυροι αναλυτές» (μεταξύ των οποίων και ο Καθηγητής Γ. Αλογοσκούφης) προέβλεπαν εισαγόμενο πληθωρισμό ύψους 10%-20%, επαληθεύτηκε η προγενέστερη της υποτίμησης μελέτη, των: Μαριόλη Θ., Οικονομίδη Χ., Σταμάτη Γ., και Φουστέρη Ν. (1996) Ποσοτική εκτίμηση των επιπτώσεων της υποτίμησης της δραχμής στο κόστος παραγωγής, Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας 19, σελ. 5-55 (ολοκληρωμένη εκδοχή: 1997, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική).
5: Υπό αυτή την έννοια, είναι πολύ εύστοχο το άρθρο του Στάθη Κουβελάκη: «Υπάρχει ζωή μετά τον ευρωπαϊσμό;», Κυριακάτικη Αυγή, 1-8-2010.
ΠΗΓΗ: 27/08/2010, http://dosepasa.wordpress.com/2010/08/27/%CE%B1%CF%85%CE%B3-27-2/