Ο Ψιλικατζής
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Ψιλικατζής λοιπόν ε; Ψιλικατζής, ναί. Ψιλικατζής. Όχι με την επιτηδευμένη περιφρόνηση που συνοδεύει καμιά φορά τη λέξη, όταν μιλούν απαξιωτικά οι «μεγάλοι», εκείνοι που κάνουν τα «μεγάλα κόλπα». Όχι. Ψιλικατζής κυριολεκτικά. Ψιλικά, λίγο απ’ όλα. Από εφημερίδες και τσιγάρα μέχρι κανά τυράκι και γάλα, με μερικά κατοστάευρα μπαξίσι για την άδεια, και βρίσκεσαι εκεί νυχθημερόν, απάγκιο για τους καταναλωτές που ξέμειναν. Με το πτυχίο του Πολιτικού της Νομικής, της Αθήνας παρακαλώ, διπλωμένο στην κολώτσεπη. Κομμένο και ραμμένο στην απομέσα φόδρα κάθε ρούχου. Ποιός κοιτά τη φόδρα;
Για τέτοια είμαστε, τώρα. Ρίξε ένα ρουχαλάκι απάνω σου, το πολύ. Οι νύχτες φορτωθήκαν υγρασία. Κι η ένταξη σου, η καθιέρωση σου, η αξία σου, το έχει σου ολάκερο, ζυγιάζεται στο περίβλημα της εσώτερης φόδρας. Στο κατοχυρωμένο brand που αγγυλώθηκε στο μέρος της καρδιάς. Σα καρφιτσωμένο μαρτυρίκι μιας ακόμη «άγιας βάπτισης» στο μυστήριο του καταναλωτισμού.
Κι’ η κοινωνιολογία, η αγία κοινωνιολογία, το εφηβικό ρεσάλτο προς τον ουρανό; Άγνωστη λέξη. Ίδια απαράλλαχτα άγνωστη όπως στο λεξικό της συγχωρεμένης της μάνας σου. Ποιά κοινωνιολογία… Ποιός λόγος κι ακόμη χειρότερα ποιά κοινωνία; Ποιός ο λόγος; Ακοινώνητες μοναχικές υπάρξεις ταμπουρωμένες πίσω από δικαιώματα και υγειονομικές διατάξεις. Μάθαν οι «Αλβανοί» το νόμο απ’ έξω κι ανακατωτά, βοηθήσανε κι οι ντόπιοι δικολάβοι, οι υπηρεσίες του κράτους κουνήσανε συγκαταβατικά τους ώμους – άλλο που δεν θέλανε στο ραχάτι τους – και γίνηκε ο νόμος εργαλείο κατέναντι της ανθρωπιάς. Που να ανθρωπίσει ο άνθρωπος έτσι καθώς παραφυλάει, γιομάτος πάνοπλες καχυποψίες, μη τύχει και αδικηθεί. Σιγά τα ωά. Μα με κάτι τέτοια χτίστηκε η ιδέα να λογαριάζεται το νόμιμο και ηθικό. Ανυποψίαστοι όλοι στο ερώτημα, μα μπορούν αυτά τα δυό να διαφέρουν;
Γι’ αυτό σου λέω, ψιλικατζής. Ένα Winston μαλακό, την Αυγή και μήπως έχετε κέτσαπ; Έχουμε. Ως υποκατάστατο αίματος. Υποκατάστατο κοχλάζοντος νεανικού αίματος που τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα. Τώρα πια δεν θέλει τίποτα και δεν το θέλει ποτέ. Ποτέ πια. Πέταξε πετσέτα ή μάλλον μπουρνούζι. Έχουμε. Έχουμε και μπουρνούζι και Αυγή. Ως υποκατάστατο της προχωρημένης Δύσης μας. Ή μάλλον ως μαρτυρίκι (ακόμη ένα) στο μυστήριο του αφόρητου εκδυτικισμού μας.
Γι’ αυτό σου λέω, ψιλικατζής. Κι ο καλοζωισμένος κύριος έφορος που γυρεύει πάντα την απόδειξη του. Ο κύριος υπηρέτης του δημοσίου συμφέροντος, υπερασπιστής του ταμείου του κράτους, δίχως την ελάχιστη ένδειξη εντιμότητας, εντεταλμένος να ζητά αποδείξεις. Χαμογελάς. Δεν ξέρεις που θα τον χρειαστείς. Χαμόγελα κλειστής καρδιάς, προκαταβολές στις πιθανές μελλοντικές επεμβάσεις ανοιχτής τσέπης. Κι ύστερα ο κύριος ελεγκτής της κοινωνικής ασφάλισης, προασπιστής των αδύναμων εργαζόμενων απέναντι στη στυγνή κερδοσκοπία των ψιλικατζίδων. Νεόκοπος στοιχηματίας μοιράζεται το ίδιο εύκολο όνειρο με τον απέναντι ανταγωνιστή κι έναν μπάτσο. Εσείς έχετε άδεια για το ψυγείο; Μα δεν είναι η αρμοδιότητα σας αυτή, – δεν – του απαντάς. Εεεεε…. μετεωρίζεται λίγο το ε…. και ύστερα…. Τι έγινε πάλι κέρδισε ο γαύρος ε; Σωστή απάντηση. Να κεράσω ένα καινούργιο κρασάκι απ’ την κάβα μας; Ακόμη σωστότερη.
Ψιλικατζής φοροφυγάς, το ομολογεί, ανερυθρίαστα. Σε ένα διεφθαρμένο κράτος, η φοροδιαφυγή είναι πράξη εθνικής αντίστασης, λέει.
Εδώ να δεις κοινωνιολογία. Λαμπρός επιστήμων. Ψιλικατζής βέβαια, αλλά λαμπρός επιστήμων. Χαλούμι έχετε; Έχουμε; Χαλούμι κυπριακό; Έχουμε; Έχουμε ως δείγμα Κύπρου ελληνικής. Χαλούμι από σάρκα Κερύνειας και οστά Μόρφου. Έχουμε. Από γάλα αίγας του Πενταδάκτυλου. Έχουμε. Στυφό στη γεύση, αλλά πιο delicatessen, απ’ τα δάκρυα. Αν είναι στυφό αφήστε το, δεν θα πάρω… Ακούστηκες. Στην τηλεόραση φαίνεστε σοφότερη. Σ’ αυτό με τις ξανθές δεν παίζετε; Κρίμα, στον Πενταδάκτυλο, δεν έχει μάλλον καλό σήμα.
Κάρτες δέχεστε; Των ελληνικών τραπεζών; Ναι των τραπεζών. Διστάζει στο ελληνικών… Ρε τους μπαγάσηδες, αφού αθωώσανε την απληστία τώρα γυρεύουνε να ενοχοποιήσουνε την επιβίωση. Ψιλικατζίδικο που αγοράζει ένα και πουλάει 15 φορές επάνω έχεις δεί; Γι΄ αυτό οι τράπεζες δεν είναι ψιλικατζίδικα. Κι’ όπως κάθε θρησκεία – που σέβεται τον εαυτό της – πουλάει ενοχές, έτσι και τα νέα ιερά την ενοχή της φτώχειας πουλάνε, με τόκο μάλιστα 15 φορές επάνω απ’ ότι δίνουνε. Κι ο νέος θεός, ακριβοδίκαιος κριτής και τιμωρός, ένας δόλιος προτεστάντης του κερατά, κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο, στους «καθυστερημένους» των δόσεων. Τους σύγχρονους «καθυστερημένους» του παγκόσμιου χυλού. Όπως είπε κι η θειά μου, γνωστή καλβινίτισα με καμιά δεκαριά νοίκια, για όλα φταίω εγώ. Η Eurobank, για τίποτα!
Ψιλικατζής φοροφυγάς, το ομολογεί, ανερυθρίαστα. Σε ένα διεφθαρμένο κράτος, η φοροδιαφυγή είναι πράξη εθνικής αντίστασης, λέει.
Μοναδική παραφωνία στην παρέλαση των υψωμένων σημαιών ευκαιρίας, ο κυρ Τάσος κι ο Αναστάσης. Παππούς και εγγονός. Ο πρώτος μου ‘δειξε πως μπορείς να ‘σαι αριστερός και ορθόδοξος χριστιανός μαζί. Ταυτόχρονα. Ήτανε πιτσιρικάς με τον Άρη και με κέρασε μιαν θυμαρίσια ιστορία. Ο δεύτερος, στα χνάρια του παππού του, με μαθήτεψε πως μπορεί κανείς να ακούει ελληνικό hiphop. Αμερικάνικο Hiphop που μπολιάζεται στον τρόπο μας και γίνεται ελληνικό, δηλαδή οικουμενικό. Με τράταρε ένα cd των active member.
Γι’ αυτό σου λέω, ψιλικατζής. Ψιλικατζής κοινωνιολόγος του Πολιτικού της Νομικής. Παντρεμένος με κόρη της παντρειάς. Γυναίκα επίσης της παντρειάς και … πεθερά επίσης. Εκκλησιάζεται σπάνια σε ναούς δίχως ηλεκτρικά καντηλέρια και μεγαφωνικές. Τόσο σπάνια. Κοινωνεί στο μαγαζάκι του. Το μαγαζί του Ισίδωρου. Κοινωνεί και κοινωνείται συχνά-πυκνά, όταν ιερουργούν παλιές ροκές ανάμεσα σε κρητικά τσίπουρα και μη ματαιωμένα όνειρα. Κοινωνεί στην παρέα των παλαιών συντρόφων ως απερισκέπτως εύελπις, όταν απουσιάζουν η κυρία κοινωνιολογία, ο κύριος έφορος, ο κύριος δικολάβος, ο κύριος απάνθρωπος, ο κύριος αγανακτισμένος ανταγωνιστής, ο κύριος ελεγκτής, ο κύριος μπάτσος, η κυρία πελάτισσα της Αυγής, η κυρία πελάτισσα του κέτσαπ, ο κύριος με το στοίχημα του εύκολου ονείρου, η κυρία τηλεαστέρας με το χαλούμι, η κα Τράπεζα.
Απερισκέπτως εύελπις ψιλικατζής προς χάριν όλων αυτών των απόντων προσώπων, μαρτυρώντας μνήμη Κερύνεια,ς Μόρφου, Πενταδάκτυλου, Αιγαίου, Μακεδονίας, Κρήτης, Λέρου, Ίμβρου, Ιωαννίνων… Αλεξάνδρειας, Ψερίμου, Καπαδοκίας και Πόντου… και υπέρ πάσης σαρκός ελληνικής. Υπέρ κυρ Τάσου και Αναστάση. Πρέπει να σπουδάσεις τους απόντες για να αξιωθείς μια συνάντηση.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, 28.08.10
Σχετικά