Σαλιχλί
Του παπα Ηλία Υφαντή
Βαδίζαμε προς το Σαλιχλί (Μικρασία, 1922), μέρα και νύχτα. Χωρίς κουραμάνα, αλλά προπάντων χωρίς νερό, που ήταν ο μεγάλος κίνδυνος. Βρήκαμε, κατά τα μεσάνυχτα, μια λούτσα και μέσα σ' αυτή βουβάλια. Βουτάμε τα παγούρια στις γούβες της λούτσας και πήραμε λίγο νερό.
Κατά το κολατσιό, φτάσαμε 5-6 χιλιόμετρα έξω απ' το χωριό και ξεφορτώσαμε λίγο πάνω απ' τη σιδηροδρομική γραμμή. Ακούμπησα σ' ένα σακί. Αποκοιμήθηκα αμέσως. Σε κάποια στιγμή ένας μεταγωγικός άρπαξε το σακί και το κεφάλι μου χτύπησε πάνω στις πέτρες. Ξύπνησα. Ακούω οβίδες.
Παρατηρώ ότι έσκαγαν συνέχεια 50 μέτρα κάτω απ' τη σιδηροδρομική γραμμή. Όλη η πλαγιά σε μήκος χιλιομέτρων κινούνταν απ' την άτακτη οπισθοχώρηση του στρατού. Όποιος περάσει τον άλλο. Πανικός. Απελπισία. Πίσω ερχόταν τούρκικο ιππικό.
Βαδίζοντας στο λιοπύρι του Αυγούστου, βρήκαμε σ' ένα μέρος σωλήνες σκεπασμένους, που δράζανε λίγο νερό, ανακατεμένο με χώμα κόκκινο. Πήρα με το πλουχέρι λίγο και το 'βαλα στο στόμα πηχτό, όπως ήταν. Σε λίγα λεπτά ξεράθηκε κι έβγαζα τώρα από το στόμα στεγνό χώμα.
Εκεί δίπλα ήταν ένα οίκημα ανοιχτό με τσουβάλια σταφίδα. Γέμισα το σακίδιο. Κατέβηκα από κάτω μέσα σε ένα αμπέλι και μάζεψα κοτρίδια για τη δίψα και γύρισα πίσω να πάρουμε το δρόμο, που 'ταν ψηλότερα, απ' το αμπέλι. Μέσα στο οίκημα καθόταν ένας Τούρκος πάνω σε κάτι παλιόρουχα κι ένας στρατιώτης τον φοβέριζε, ενώ αυτός σήκωνε τα χέρια και τον παρακαλούσε. Ο στρατιώτης του ρίχνει μια στα στήθια. Εγώ στη στιγμή έστριψα, για να μη ιδώ τα χάλια του.
Και βέβαια αυτό ήταν ανανδρία.
Καθώς ανεβήκαμε να πάρουμε το δρόμο, βλέπω δυο στρατιώτες να κάθονται ακουμπισμένοι στα όχτια, αμίλητοι. Πλησιάζω και βλέπω πως τα μάτια τους ήταν γεμάτα χώμα. Είχαν πεθάνει από κούραση και ηλίαση.
Βαδίζοντας σουρούπωσε πολύ καλά και βρήκαμε ένα νερόμυλο. Γύρω στ' αυλάκι ήταν ροϊδιές. Μετά το αυλάκι ήταν δρόμος. Κι άρχιζε έπειτα βουνό με ερείπια βυζαντινής εποχής.
Εκεί, στον τοίχο του αυλακιού, είδαμε ένα φαντάρο να σκεπάζει με τη μαντύα έναν άλλο φαντάρο και να του λέει κλαίγοντας απαρηγόρητα:
«Τώρα τι να πω εγώ αδερφούλη μου στη μάνα μας, που θα με ρωτάει για σένα»!!! Έκλαιγε γοερά. Έφυγε μπροστά από μας, αφήνοντας, βέβαια, άταφο τον αδερφό του. Συγκινηθήκαμε όλοι μας και κλάψαμε κι εμείς. Πόσα άλλα παιδιά έμειναν πεθαμένα κι άταφα στη Μικρασία. Και μεταξύ αυτών κι ο Αντώνης της Πετράκαινας. Είχε λαβωθεί σε μια μάχη. Κι ενώ τον μετέφερναν μαζί με άλλους λαβωμένους στο χειρουργείο, τους έπιασαν οι τσέτες και τους έσφαξαν όλους.
Η Πετράκαινα είχε καημό για τον Αντώνη της. Πέντε, δέκα, εκατό ανθρώπους αντάμωνε την ημέρα, έστω και τους ίδιους, θα τους ρωτούσε από πού έρχονται κι αν άκουσαν τίποτες για τον Αντώνη της.
Όταν απολύθηκα από στρατιώτης, πήγα στο χωριό (Σταυροχώρι Ευρυτανίας) και, σαν ήμασταν συγγενείς, πήγα να τους δω. Καλύτερα να μην πήγαινα. Αν και δεν της είπα πως ήμουνα στη Μ. Ασία, αλλά πως ρχόμουνα απ' τ' Αγρίνιο, άρχισε με μια παραπονιάρικη τρεμουλιαστή φωνή να μου λέει: -«Γιώργο μ', μήπους άκσις τίπουτις απ' αυτού πό'ρχισι για τουν Αντώνη μ'»;
Άρχισε τα κλάματα. Έκλαιγα κι εγώ. Και δεν ήταν η μόνη φορά, που με ρώτησε για τον Αντώνη της.
Παπα-Ηλίας, 18-8-2010