Ο ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΚΑΙ ΟΙ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΕΣ ΤΟΥ ΣΧΕΣΕΙΣ
Του Χρήστου Τσουκαλά*
Ο προφορικός λόγος προηγείται του γραπτού. Χρειάστηκαν χιλιετίες εξέλιξης του ανθρώπινου πολιτισμού μέχρι να εφεύρει ο άνθρωπος τη γραφή. Αυτή πάλι πέρασε πολλά στάδια εξελικτικών μετασχηματισμών από τα εικονογράμματα και τα ιδεογράμματα στη φωνητική-συλλαβική (π.χ Μινωική) και εν τέλει στην αλφαβητική γραφή. Ανάλογη λίγο-πολύ ακολουθία παρατηρείται και οντογενετικά, το παιδί πρώτα μιλά και μετά γράφει. Επειδή προφανώς η γραφή απαιτεί υψηλότερο στάδιο νοητικής ανάπτυξης του ανθρώπου.
Επιπλέον το γράψιμο, ιδιαίτερα στην αρχαία εποχή, ήταν διαδικασία χρονοβόρα, δαπανηρή και επίπονη. Όσοι κατέχουν την τέχνη της γραφής, γράφουν μόνο ό,τι είναι ανάγκη και ό,τι αξίζει να γραφεί κατά την υποκειμενική τους εκτίμηση ή κατά την εκτίμηση των εντολέων τους. Έτσι έχουν βρεθεί γραπτά κείμενα σε ναούς, σε παλάτια, στις έδρες των κρατικών διοικητικών μηχανισμών, σε ταφικά μνημεία, σε επιγραφές, σε αγγεία και πινακίδες κλπ. Συνήθως γράφονταν ονόματα θεών, βασιλιάδων, νικητών αγώνων, ύμνοι προς τιμήν των θεών και των βασιλιάδων, λογιστικοί κατάλογοι, λογαριασμοί, κρατικά αρχεία κλπ.
Η αλφαβητική γραφή των Ιώνων (8ος αιώνας π.χ.) είναι εξέλιξη της γραφής των Φοινίκων. Είναι ταυτόχρονα συνέχειά της, διαφοροποίησή της και άρνησή της. Είναι η γραφή που αντιστοιχεί, που αποδίδει πληρέστερα, πιστότερα και ευκολότερα τον προφορικό λόγο. Είναι ένα εξελικτικό άλμα. Αυτό σημαίνει διαλεκτική εξέλιξη γενικότερα, που όμως διαπιστώνεται και στην περίπτωση της αλφαβητικής γραφής. Ταυτόχρονα, ως επινόηση των εμπόρων, συγκρούεται με την παλιότερη μορφή γραφής του ιερατείου.
Όπως ήταν λοιπόν φυσικό, στα πρώτα χρόνια η αλφαβητική γραφή, αφού επινοήθηκε από τους εμπόρους, για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες τους, το έκανε, στη συνέχεια όμως απόκτησε και άλλες χρήσεις. Στους επόμενους αιώνες η χρήση της δεν περιοριζόταν μόνο στην κοινωνική τάξη των εμπόρων ούτε μόνο στους Ίωνες ή τους Έλληνες, αντίθετα διαδόθηκε και σε άλλες κοινωνικές τάξεις και σε άλλους λαούς. Από αυτή την άποψη διέθετε πλέον διαταξικό και υπερεθνικό χαρακτήρα. Έτσι προσφερόταν σε οποιονδήποτε σχεδόν χρειαζόταν να γράψει κάτι, αρκεί να τη γνώριζε, όπως γίνεται και με τα εργαλεία ή τα μέσα παραγωγής αλλά και επικοινωνίας γενικότερα. Ακόμα περισσότερο η γραφή ως γνώση, ως εργαλείο γνώσης και ισχύος είναι απαραίτητη στην εκάστοτε άρχουσα τάξη, αλλά και στην καταπιεσμένη τάξη, που θέλει να απελευθερωθεί.
Όσον αφορά τώρα στο σύνολο των γραπτών μνημείων της ελληνικής αρχαιότητας που αποτελούν εκδηλώσεις ανώτερης πνευματικής δημιουργίας, στην Αρχαία Ελληνική Γραμματεία, επειδή η ανάπτυξη του ποιητικού λόγου προηγείται της ανάπτυξης του πεζού, τα παλαιότερα λογοτεχνικά έργα, που πήραν γραπτή μορφή, είναι ποιητικά: Ομηρικά έπη, διδακτικά έπη του Ησιόδου. Βέβαια πολλά είδη λαϊκού πολιτισμού, όπως η επική ποίηση, δημιουργούνται σε προφορικό λόγο και δεν απαιτούν την ύπαρξη γραφής. Προϋπάρχουν της γραφής. Είναι δημιουργήματα συλλογικής επεξεργασίας, υπόκεινται σε διαρκή επεξεργασία, παράγονται σε προφορικό λόγο, μεταδίδονται προφορικά και είναι κατάλληλα διαμορφωμένα για απομνημόνευση. Όταν όμως ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει πια παραγάγει και προσφέρει για χρήση τη γραφή, η ήδη υπάρχουσα ποίηση τη χρησιμοποιεί. Ο λόγος που γράφτηκαν τα έπη ήταν για χάρη της διαιώνισής τους, της διάδοσης τους, επειδή άξιζαν να γραφούν, γιατί τα αγαπούσαν, τα εκτιμούσαν, τα θαύμαζαν οι κοινωνίες της εποχής εκείνης, όπως και όλες οι επόμενες, γιατί η επική ποίηση είχε φθάσει στον ύψιστο βαθμό τελειότητας, στην κορύφωση της ακμής της.
Καθώς όμως η κοινωνία αλλάζει, αλλάζει και η τέχνη, με την οποία κυρίως εκφράζεται. Ιστορικά, από πλευράς λογοτεχνικής, ο 7ος αιώνας π.Χ. ανήκει στη Λυρική ποίηση, με την έννοια πως αυτή πια ακμάζει και εκφράζει «το πνεύμα» της εποχής. Και αυτής η σχέση με την επική ποίηση είναι διαλεκτική, είναι συνέχειά της, διαφοροποίησή της και άρνησή της. Η Λυρική ποίηση αναπτύσσεται με την προϋπόθεση ύπαρξης γραφής, έχει ανάγκη τη γραφή, για μια σειρά λόγους καθώς και επειδή είναι προσωπική δημιουργία. Αναπτύχθηκε, βέβαια, εξαιτίας του ευρύτερου κοινωνικού περιβάλλοντος, στο οποίο όμως συμπεριλαμβανόταν και η τέχνη της γραφής. Έτσι η γραφή είναι δημιούργημα του ανθρώπινου πολιτισμού, που γίνεται παράγοντας νέας δημιουργίας και εξέλιξης ανώτερου επιπέδου.
Ο επόμενος αιώνας, ο 6ος, είναι ο αιώνας του πεζού λόγου, της λογικής, της φιλοσοφίας, της προ-επιστήμης. Είναι ο αιώνας των λογογράφων, των επτά σοφών, των αρχαίων νομοθετών. Βέβαια, το γραπτό δίκαιο (και οι μεγάλοι νομοθέτες) είχε κάνει την εμφάνισή του από τον προηγούμενο αιώνα στους Έλληνες (σε άλλους λαούς ακόμα παλαιότερα), αλλά τότε πια βελτιώνεται, διαδίδεται σε περισσότερες περιοχές, γίνεται πληρέστερο, κοινωνικά πιο λειτουργικό. Και ασφαλώς οι νόμοι γράφονται σε πεζό λόγο.
Ο πεζός λόγος προϋπάρχει της γραφής ως προφορικός, ως λόγος καθημερινής πρακτικής επικοινωνίας των ανθρώπων. Ο λόγος αυτός όμως δεν προσφερόταν, δεν ήταν κατάλληλος για γραφή, δεν άξιζε να γραφεί, κατά την κρίση των εχόντων αυτή τη δυνατότητα. Όταν λοιπόν μιλάμε για πεζό λόγο στη λογοτεχνία, στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, εννοούμε γραπτό πεζό λόγο, ο οποίος προέρχεται μεν από τον απλό προφορικό λόγο των ανθρώπων αλλά έχει υποστεί τέτοια επεξεργασία, επιλογή και προσαρμογή ώστε ν’ ανέβει τόσο η ακρίβειά του, η σαφήνειά του που να αξίζει η γραφή του. Αλλά και αντίστροφα χωρίς τη γνώση, την τέχνη και τη χρήση της γραφής η φιλοσοφία και η επιστήμη δεν θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Αυτονόητα λοιπόν η γραφή ήταν προαπαιτούμενο για την ανάπτυξή τους.
Παρατηρείται επομένως πως ο ανθρώπινος πολιτισμός παράγει καινοτόμα προϊόντα στους τομείς των υλικών και των πνευματικών κατασκευών συγκροτώντας τα με τη σύνθεση απλών προϋπαρχόντων υλικών ή συστατικών, τα οποία με τη σειρά τους γίνονται πρώτη ύλη για τη συγκρότηση νέων, ανώτερων, πολυπλοκότερων κατασκευών. Στην περίπτωση του γραπτού πεζού λόγου αυτός συγκροτείται από τον προφορικό λόγο, τη γραφή, τη λαϊκή σοφία, τις πρακτικές γνώσεις, την επική και τη λυρική ποίηση, τη φιλοσοφία, την πρώιμες επιστημονικές γνώσεις των μαθηματικών, της λογογραφίας, από το γραπτό δίκαιο κλπ. Με τη σειρά του γίνεται πρόσφορη μορφή λόγου και γλώσσας για την ανάπτυξη της φιλοσοφίας, της επιστήμης, της ρητορικής κλπ.
Η χρήση του πεζού λόγου ξεκινά επομένως από τις πρακτικές ανάγκες των ανθρώπων: εμπορικά λογιστικά, κατάλογοι, αρχεία, νομοθεσία, ονόματα ιδιοκτητών ή κατασκευαστών. Στη συνέχεια επεκτείνεται και σε έργα θεωρητικά, λογοτεχνικά, φιλοσοφικά, επιστημονικά. Στην αρχή της εμφάνισής του ο πεζός λόγος αναπτύσσεται στη σκιά του ποιητικού, με το πέρασμα του καιρού όμως αυτός αυξάνεται, επεκτείνεται, βελτιώνεται, ισχυροποιείται και τελικά κυριαρχεί. Η διάδοση λοιπόν της χρήσης του πεζού λόγου σε διάφορους τομείς του ανθρώπινου πολιτισμού γίνεται σταδιακά όπως σταδιακή είναι και η διάδοσή του στο χώρο, καθώς αυτός θα διαδοθεί τελικά σε όλες σχεδόν τις ελληνόφωνες περιοχές της Μεσογείου.
(Στην πορεία ισχυροποίησης του πεζού λόγου αναδεικνύεται και η πολιτισμική κοινότητα των οργανωμένων σε πόλεις-κράτη Ελλήνων, η οποία είναι πραγματικά και λογικά συμβατή με τις συχνότατα εμπόλεμες μεταξύ τους σχέσεις. Μια πολιτισμική κοινότητα ανοιχτή στους γειτονικούς της πολιτισμούς ανά τη Μεσόγειο και σε όσους άλλους υπήρχε η δυνατότητα επικοινωνίας μαζί τους. Μια οικουμενικότητα που διατηρεί όμως συχνά στοιχεία του τόπου προέλευσης ή πρωταρχικής δημιουργίας. Έτσι ο πεζός λόγος καθώς διαδίδεται στις εκτός Ιωνίας περιοχές κρατά ιωνικά καταγωγικά του στοιχεία. Όπως είχε συμβεί προηγουμένως με τα διάφορα είδη της Λυρικής ποίησης. Στη χορική λυρική ποίηση, για παράδειγμα, αναγνωρίζουμε δωρικά στοιχεία, σημάδια της προέλευσής της, και σε μη δωρικές περιοχές, στις οποίες διαδίδεται και αναπτύσσεται.)
Η ταχεία και ευρεία διάδοση του πεζού λόγου είναι λοιπόν συμβατή, (κατά τη διαλεκτική λογική, ως αντίθεση), με την ταυτότητά του, την εντοπιότητά του, το γεγονός πως, στην πραγματική ζωή των κοινωνιών και ειδικά στη γραμματεία ο πεζός λόγος έχει και ονομασία προέλευσης, συγκεκριμένο τόπο και χρόνο γέννησης: Μίλητος, 6ος αιώνας. [3**]
Έχουμε ακόμα και τα ονόματα των προσώπων που πρωταγωνίστησαν: Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης, Κάδμος, Εκαταίος. Πρόκειται για φιλοσόφους και για λογογράφους. Καθώς μάλιστα ζουν στην ίδια πόλη, την ίδια εποχή, αν και διαφέρουν ηλικιακά, μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι γνωρίζονται, ότι έχουν προσωπική επαφή (πιθανόν ως δάσκαλοι και μαθητές) και οπωσδήποτε ζουν στο ίδιο περιβάλλον πολιτισμού.
Επομένως, ακόμα και αν δεν μπορούσαμε να βρούμε αιτιώδη σχέση μεταξύ της φιλοσοφίας και του πεζού λόγου, μπορούμε να δούμε την παράλληλη πορεία τους, τη συνεξέλιξή τους. Ακόμα διαπιστώνουμε την ύπαρξη ενός τρίτου κοινού παράγοντα στη συνάρτηση αυτών των δύο: το λόγο, τη λογική. Καθώς και οι δυο, φιλοσοφία και λογογραφία, πασχίζουν να απομακρυνθούν από το μύθο και τη φαντασία και να κινηθούν προς την αλήθεια, η οποία θεωρείται ως συμφωνία του ονόματος και του πράγματος. Από την άλλη πεζός λόγος και φιλοσοφία δεν ταυτίζονται, καθώς έχουμε και περιπτώσεις φιλοσόφων που εκφράστηκαν σε ποιητικό λόγο (Παρμενίδης, Εμπεδοκλής, Ξενοφάνης…) ούτε αποκλείεται να αποδίδονται μύθοι, νοητικές κατασκευές ή φανταστικά πράγματα σε λόγο πεζό. Αυτό όμως δεν εμπόδισε τους ανθρώπους, με το πέρασμα των χρόνων, να ταυτίσουν την ποίηση με το μύθο και τον πεζό λόγο με τη φιλοσοφία, τη λογική, την επιστήμη και την αλήθεια. Έτσι, όταν φτάνουμε στον 5ο αιώνα, θα δούμε πως ο Πλάτωνας* αποκλείει τους ποιητές από την ιδανική πολιτεία του, γιατί «πολλά ψεύδονται αοιδοί», όπως υποστηρίζει.
Βέβαια η απαγόρευση του Πλάτωνα, ως νοητική κατασκευή που ήταν, δεν ίσχυε στην πραγματική ζωή των κοινωνιών ούτε η αξία του πλατωνικού έργου μειώθηκε εξαιτίας αυτής της … (αστοχίας;). Ο ίδιος μάλιστα ο Πλάτωνας στο έργο του χρησιμοποιεί μύθους στην υπηρεσία όμως του λόγου, για χάρη της φιλοσοφίας, την οποία μάλιστα ορίζει σε αντιδιαστολή με την ποίηση, τους μύθους και το ρητορικό λόγο. Γιατί πίστευε πως ρόλος της φιλοσοφίας είναι η αναζήτηση της αλήθειας με οδηγό τη λογική κριτική κάτι που δεν ισχύει με την ποίηση, τους μύθους ή τη ρητορική. Έτσι ενώ μέχρι την εποχή του η μορφή του φιλοσοφικού λόγου ήταν ρευστή, έκτοτε η μορφή εναρμονίζεται με το περιεχόμενο και ο πεζός λόγος επικρατεί. Όχι όμως ως αποκαθαρμένος του μύθου λόγος. Άλλωστε ούτε η ζωή είναι «καθαρή» ούτε ο έρωτας ευδοκιμεί σε αποστειρωμένο περιβάλλον, πολύ δε περισσότερο δεν μπορεί να υπάρξει σε συνθήκες εργαστηρίου.
Η σχέση επομένως του πεζού λόγου με τον ποιητικό λόγο είναι διαλεκτική. Αυτός αποτελεί συνέχεια του έπους ή του μύθου, είναι διαφορετικό είδος λόγου και είναι άρνηση τους. Το επίθετο ‘’πεζός’’ τίθεται ακριβώς για να τονίσει τη διαφορά του με το μύθο, το έπος, την ποίηση, τίθεται σε σχέση με την ποίηση, σε ένα δυαδικό σχήμα: έμμετρο-πεζό, ως ετεροκαθορισμός.
Οι διαφορές του πεζού λόγου με την ποίηση παρατηρούνται και στη μορφή και στην ουσία.
– Ως προς τη μορφή, γιατί δεν έχει μέτρο, ρυθμό, ομοιοκαταληξία.
– Στην τεχνική διαφέρει επίσης, γιατί χρησιμοποιεί κατά κανόνα τις λέξεις με την κυριολεκτική τους σημασία ενώ η ποίηση με τη μεταφορική.
-Η σημασία των λέξεων είναι μία και ορισμένη, συγκεκριμένη ιδιαίτερα στον επιστημονικό πεζό λόγο ενώ στην ποίηση εκτός από τη δήλωση υπάρχουν η υποδήλωση, η συνδήλωση, οπότε συνυπάρχουν ταυτόχρονα πολλές σημασίες στα διάφορα πεδία ανάγνωσης του ποιήματος, και ένα ποίημα επιδέχεται πολλές αναγνώσεις, πολλές ερμηνείες. Το νόημα πάλλεται και κυματίζει.
– Χρησιμοποιεί έννοιες ενώ στην ποίηση κυριαρχούν οι εικόνες και οι αναπαραστάσεις,
– Επιδιώκει την αντικειμενικότητα, τη συναισθηματική ουδετερότητα ενώ η ποίηση τον υποκειμενικό και το βιωματικό λόγο.
– Απευθύνεται στη λογική κρίση του ανθρώπου ενώ η ποίηση στο συναισθηματικό του κόσμο, ως προς την ουσία, γιατί πατάει στο έδαφος της πραγματικότητας, της αλήθειας. Αυτό άλλωστε σημαίνει το επίθετο «πεζός» αυτός που βαδίζει με τα πόδια του, πατώντας πάνω στο πεδίο, στο έδαφος. Έχουμε εδώ μια παραστατική εικόνα: λόγια που ακουμπάνε πάνω στα πράγματα, πάνω στα γεγονότα.
Ανάλογη στάση με τον Πλάτωνα και γενικότερα με τη φιλοσοφία παίρνει και η επιστήμη της ιστοριογραφίας με τον Θουκυδίδη, τον πρώτο κριτικό ιστοριογράφο, στο ζήτημα του πεζού λόγου. Επίσης στη σχέση που έχει ο λόγος με την αλήθεια, με την πραγματικότητα, με τα γεγονότα και τη λογική:
«καὶ ἐς μὲν ἀκρόασιν ἴσως τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται· ὅσοι δὲ βουλήσονται τῶν τε γενομένων τὸ σαφὲς σκοπεῖν καὶ τῶν μελλόντων ποτὲ αὖθις κατὰ τὸ ἀνθρώπινον τοιούτων καὶ παραπλησίων ἔσεσθαι, ὠφέλιμα κρίνειν αὐτὰ ἀρκούντως ἕξει. κτῆμά τε ἐς αἰεὶ μᾶλλον ἢ ἀγώνισμα ἐς τὸ παραχρῆμα ἀκούειν ξύγκειται». [1.22.4] Θουκυδίδης. Το «σαφὲς σκοπεῖν», την πιστή καταγραφή των γεγονότων έχει ως ιδανικό του ο ιστορικός και ισχυρίζεται πως το έργο του έχει τη δύναμη να καταστεί αιώνιο απόκτημα και κατάκτηση των ανθρώπων εξαιτίας της ωφελιμότητάς του, αφού η ανθρώπινη φύση παραμένει κοινή στο βάθος, έστω και αν δεν είναι ευχάριστος ο πεζός, ο αληθινός λόγος όπως ο μύθος.
Αυτή είναι η δύναμη, το όπλο και η αξία του πεζού λόγου: η πιστότητά του, η ακρίβεια και η σαφήνεια στην καταγραφή των γεγονότων και των πραγμάτων. Αυτό πίστευαν οι αρχαίοι ιστοριογράφοι και για αυτό τους παλαιότερους από αυτούς, οι οποίοι δεν είχαν κατορθώσει να απαλλαγούν από τους μύθους, τους ονόμαζαν λογογράφους.
«Η μαθηματική γλώσσα γεννήθηκε μέσα στα πλαίσια της φυσικής γλώσσας µε σημασιολογικές διαφοροποιήσεις των εκφραστικών μέσων της καθομιλουμένης. Δηλαδή η μαθηματική γλώσσα διαφοροποιείται, σ’ εκείνη τη φάση, από την καθομιλουμένη µόνο ως προς το σύστημα των σημασιολογικών κανόνων, ενώ διατηρεί το ίδιο αλφάβητο και την ίδια σύνταξη. Εκείνο δε που θεσμοθετεί τις σημασιολογικές αυτές διαφοροποιήσεις είναι οι μαθηματικοί ορισμοί. Ο μαθηματικός ορισμός είναι ουσιαστικά µια συμφωνία για το νέο περιεχόμενο του όρου που εισάγεται στο λεξιλόγιο της νέας γλώσσας, οριοθετεί δηλαδή σημασιολογικά τη νέα γλώσσα». (Φυσικές Γλώσσες και Μαθηματικός λόγος- Ευτύχης Παπαδοπετράκης).
Η μαθηματική γλώσσα και ο επιστημονικός λόγος δεν προέκυψαν άμεσα από τη γλώσσα της ποίησης ούτε από το μύθο ή το έπος αλλά από τον πεζό λόγο και τη φιλοσοφία. Η φιλοσοφία και ο πεζός λόγος ήταν προαπαιτούμενο για την κοινωνική παραγωγή του επιστημονικού λόγου. Ήταν αυτά ένα ενδιάμεσο, ένα μεταβατικό στάδιο, ένα σκαλοπάτι ανάμεσα στο μύθο και τον επιστημονικό λόγο. Αυτός όμως δεν στέκεται στο επίπεδο του πεζού λόγου αλλά ανέρχεται σε μια ανώτερη κλίμακα. Ανέρχεται στην ουσία της αλήθειας, στη σημασία, στη σχέση σημαίνοντος και σημαινόμενου, στον ορισμό των εννοιών, στη σχέση της έννοιας με την αντικειμενικά υπαρκτή πραγματικότητα. Επιδιώκει να σταματήσει την πολυσημία των λέξεων, τον κυματισμό του νοήματος. Κάθε λέξη πια είναι όρος, με μία μόνο αυστηρά προσδιορισμένη σημασία.
(Ο Αριστοτέλης μάλιστα ισχυρίζεται πως τα αξιώματα στην επιστήμη, πάνω στα οποία και θεμελιώνεται αυτή, προκύπτουν «εκ φύσεως» και γίνονται αποδεκτά από όλους όσοι ασχολούνται ή επιθυμούν να ασχοληθούν µε την επιστήμη αυτή. Άρα προκύπτουν από μια διπλή συμφωνία πρώτα με τη φύση και μετά με τη λογική κρίση των ανθρώπων χωρίς απόδειξη μεν αλλά όχι αυθαίρετα. Η μη αυθαιρεσία δεν σημαίνει βέβαια απόλυτη ταύτιση με τους νόμους της φύσης, γι αυτό και τα αξιώματα δεν είναι αιώνια.)
Ακόμα η επιστήμη, η γλώσσα της, ο λόγος της είναι παράγωγο του πολιτισμού που γίνεται στη συνέχεια παραγωγό στοιχείο του. (Είναι και ο λόγος της επιστήμης συνέχεια του πεζού λόγου, διαφοροποίησή του και άρνησή του.) Έτσι η μαθηματική γλώσσα επηρέασε, εμπλούτισε και αναδιαμόρφωσε τη φυσική γλώσσα από την οποία προέκυψε αρχικά. Γιατί η γλώσσα είναι σύστημα, δομή αυτοποιούμενη, ανοικτό σύστημα που αυτοδομείται αενάως, όπως και ολόκληρος ο ανθρώπινος πολιτισμός ευρύτερα ή σε ευρύτερη θεώρηση.
Μέσα από τέτοιες διαδικασίες και σύμφωνα με τη θέση του Ηράκλειτου πως τα πάντα στο σύμπαν και τον κόσμο τα κυβερνά ο λόγος (…λόγῳ, τῷ τά ὅλα διοικοῦντι, …), την οποία ο υλιστής Αναξαγόρας την ονομάζει «Νου» και στους αιώνες που ακολούθησαν οι στωικοί θα ονομάσουν κοσμικό λόγο, αντιστρέφοντας όμως μια θέση της υλιστικής φιλοσοφίας σε θέση της ιδεαλιστικής κοσμοθεωρίας. Τη θέση αυτή των στωικών θα προσαρμόσει περαιτέρω η θρησκεία του χριστιανισμού και θα διακηρύξει με τον ευαγγελιστή Ιωάννη «ΕΝ ΑΡΧΗ ἦν ὁ Λόγος καί ὁ Λόγος ἦν πρός τόν Θεόν καί Θεός ἦν ὁ Λόγος· οὗτος ἦν ἐν ἀρχῇ πρός τόν Θεόν. Πάντα δι᾿ αὐτοῦ ἐγένετο. Ἐν αὐτῷ ζωή ἦν καί ἡ ζωή ἦν τό φῶς τῶν ἀνθρώπων·…». Έτσι ο λόγος ή Λόγος είτε ως τρόπος ύπαρξης του αντικειμενικά υπαρκτού υλικού κόσμου είτε ως Θεός Λόγος θα κυριαρχήσει ως έννοια. Με όλες τις σημασίες του, με όλο τον κυματισμό της πολυσημίας του, με όλη την πανοπλία του, τη φιλοσοφική, την επιστημονική, τη θρησκευτική, τη λογική, τη μαθηματική, την καλλιτεχνική. Δεν χρειάζεται πλέον ετεροπροσδιορισμούς, αυτοπροσδιορίζεται ως Λόγος σε όλα τα μήκη και τα πλάτη, σε όλες σχεδόν τις γλώσσες.
Βιβλιογραφία
-«ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ» Σπ. Δ. Κυριαζόπουλου ΑΘΗΝΑΙ 1969
-«Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της «Εκδοτικής Αθηνών»
-«ΟΙ ΠΕΝΤΕ ΕΠΟΧΕΣ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ» Θεοδόσιου Ν. Πελεγρίνη, Πεδίο, 2016
-«Τι είναι Φιλοσοφία» Ευτύχη Μπιτσάκη, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1984, 1985
Ο παραπάνω κατάλογος είναι ενδεικτικός. Χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολλές πηγές. Πιο ακριβές θα ήταν να ειπωθεί πως όλα όσα γράφονται είναι «κλεμμένα», δανεισμένα. Να μην παραλείψω να ευχαριστήσω φίλους που με βοήθησαν με συζητήσεις και κείμενα: τον Ευτύχη τον Παπαδοπετράκη, το Χρήστο Πανταζή, τον Παναγιώτη τον Κατριμπούζα και τον Παναγιώτη το Χαλούλο για τη φιλολογική επιμέλεια.
Σημείωση: Δημοσιεύτηκε στα »αντιτετράδια της ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» τεύχος 116 Άνοιξη 2017
Παραπομπές
1. Το κείμενο αποτελεί τμήμα μιας ευρύτερης εργασίας. Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, http://tsoucalas.blogspot.com/2016/08/blog-post.html
2.* Αυτή η ρήση είναι του Αριστοτέλη.
3.** Η εντοπιότητα, ο συγκεκριμένος τόπος της πρώτης εμφάνισης του πεζού λόγου δεν αναιρεί το γεγονός, την άλλη αλήθεια, την άλλη πλευρά της αλήθειας πως αυτός προέκυψε από διεργασίες πανελλήνιες και στη συνέχεια λειτούργησε, επεξεργάστηκε, αναπτύχθηκε σε πανελλήνια κλίμακα. Κάτι ανάλογο παρατηρείται και στην γέννηση της φιλοσοφίας. Αυτή εμφανίζεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο (Ιωνία 6ος αιώνας) αλλά είναι ταυτόχρονα προϊόν της οικουμενικότητας εκείνης της εποχής.
ΠΗΓΗ: 10th December 2016, https://tsoucalas.blogspot.gr/2016/12/blog-post.html.
* Ο Χρήστος Τσουκαλάς είναι συνταξιούχος φιλόλογος και μέλος των Αντιτεραδίων της Εκπαίδευσης.