Σας απαντώ για τελευταία φορά
Του Σεβ. Μεσσηνίας Χρυσόστομου ( Σαββάτου) στον Καθηγητή Τσελεγγίδη
[Στο τέλος η επιστολή – αφορμή – του κ. Δημητρίου Τσελεγγίδη]*
Καλαμάτα 15 Ιουλίου 2010
Προς Τον Ελλογιμώτατον Καθηγητήν κ. Δημ. Τσελεγγίδην
Αριστοτέλειον Πανεπιστήμιον Θεσσαλονίκης, Θεολογική Σχολή
Τμήμα Θεολογίας, Τομέα Δογματικής Θεολογίας
54124 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ελλογιμώτατε Κύριε Καθηγητά,
Α. Σας διαφεύγει, Κύριε Καθηγητά, ότι:
1) Κατά το διαρρεύσαν χρονικό διάστημα συναντηθήκαμε μία φορά δια ζώσης στην Αθήνα, ως μέλη Εκλεκτορικού Σώματος, και επικοινωνήσαμε τηλεφωνικώς άλλες δύο φορές για ανάλογη υπόθεση και ουδεμία συζήτηση η υπόδειξη μου κάνατε ή κάποια επιφύλαξη μου εκφράσατε για το σχετικό θέμα.
2) Ορθώς αναφέρατε στην επιστολή της 5-10-2009, ότι σκοπός Σας ήταν, όπως «εν όψει της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής επί του Θεολογικού Διαλόγου Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών στην Κύπρο, ουσιαστικά», να υπενθυμίσετε ο,τι «η Κανονική τάξη της Εκκλησίας επιβάλλει:
α) Να γνωστοποιηθεί το θέμα στους σεπτούς Ιεράρχες μας.
β) Να τεθεί το θέμα στην Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, προκειμένου να συζητηθεί με βάση τον υπάρχοντα σχεδιασμό (προσχέδιο) της Επιτροπής, να τοποθετηθεί η Ιεραρχία και να εκδώσει τη Συνοδική της πρόταση. Και
γ) ο εκπρόσωπος της Ελλαδικής Εκκλησίας να μεταφέρει στην Κύπρο τη Συνοδική της τοποθέτηση, και εντός των ορίων της να κινηθεί και ο ίδιος», (αυτό άλλωστε ήταν και το μοναδικό αίτημά Σας).
Όπως καλώς γνωρίζετε η ΙΣΙ του μηνός Οκτωβρίου (16/2009) σε δύο πολύωρες Συνεδρίες της (μία απογευματινή και μία πρωϊνή), συνεζήτησε το θέμα επί μακρόν και εξέδωσε το παρακάτω Ανακοινωθέν, με το οποίον και έδωσε απαντήσεις προς τα αιτήματά Σας. Ειδικότερα στο Ανακοινωθέν μεταξύ άλλων αναφέρεται, ότι:
«Οι Εκπρόσωποι της Εκκλησίας μας στον συγκεκριμένο διάλογο έχουν σαφή γνώση της Ορθοδόξου Θεολογίας, της Εκκλησιολογίας και της Εκκλησιαστικής Παραδόσεως και προσφέρουν τις γνώσεις και τις δυνάμεις τους προς το σκοπό «της των πάντων ενώσεως», «εν αληθεία» και μέσα στα απαραίτητα θεολογικά πλαίσια και τις αποφάσεις των Πανορθοδόξων Συνδιασκέψεων».
Εσείς βέβαια και οι ομόφρονές Σας έχετε το δικαίωμα να διαφοροποιηθήτε από την παρούσα Συνοδική απόφαση και επίσης να την αμφισβητείτε, αλλά και μετά την διαφοροποίησή Σας να συνεχίζετε να ανήκετε στην Εκκλησία (!!!)
2) Κατά την ίδια Συνεδρία εξέφρασαν τις απόψεις τους αρκετοί Αρχιερείς και σε κανένα από τα μέλη της ΙΣΙ δεν απαγορεύτηκε ο λόγος, δεν κατάλαβα λοιπόν γιατί ο Σεβ. Κυθήρων δεν ζήτησε επί πλέον διευκρινήσεις, είτε εν συνεδρία, είτε κατ' ιδίαν (όπως έκανε ο Σεβ. Πειραιώς), αλλά επέλεξε να επαναφέρει το θέμα λίγες μέρες προ της συγκλήσεως της εκτάκτου Ιεραρχίας, κατά μήνα Ιούνιον 2010, μετά παρέλευση ενός έτους και όταν το ζήτημα είχε πλέον κλείσει, ενώ προ των πυλών υπάρχει η προσεχής σύγκλησις της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής του Διαλόγου; Εσείς βεβαίως περισσότερο σώφρων καταλάβατε, ότι μετά το παραπάνω Ανακοινωθέν ουδένας διάλογος χωρεί, ξαφνικά όμως, ένα χρόνο μετά (!!!), αντιληφθήκατε ότι δεν Σας ικανοποιούσαν εκκλησιολογικά τα όσα η ΙΣΙ του Οκτωβρίου 2009 απεφάσισε σχετικά «με το εκκλησιολογικό αυτό θέμα, που αφορά καίρια την ταυτότητα και την αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας» (σελ. 2, επιστολής 7-7-2010, προς τον γράφοντα) και αποφασίσατε να σπάσετε τη σιωπή Σας και να θέσετε και πάλιν το ζήτημα (!!!).
Μου γεννάται όμως μία απορία. Πως αντέξατε Κύριε Καθηγητά έναν ολόκληρο χρόνο να δοκιμάζεται η θεολογική Σας αγωνία, και πως υπομείνατε τη δοκιμασία της εκκλησιολογικής Σας αυτοσυνειδησίας, ως πιστό και ενεργό μέλος του Σώματος της Ορθόδοξης Εκκλησίας και δεν αντιδράσατε; Είμαι σίγουρος, ότι και του χρόνου αλλά και κάθε χρόνο, λίγο πριν τη σύγκληση της Μικτής Θεολογικής Επιτροπής θα Σας υπομιμνήσκουν οι ομόφρονές Σας τη θεολογική Σας αγωνία και τη τρωθείσα εκκλησιολογική Σας αυτοσυνειδησία, προς αφύπνιση του ορθο-δόξου φρονήματός Σας (!!!).
Επιπλέον δεν αποτελούν άλλοθι για Σας, τα όσα δηλώνετε στην παράγραφο 1, της επιστολής της 7-7-2010 προς τον γράφοντα, σχετικά με την Εισήγησή Σας, σε Ημερίδα, στην Ιερά Μητρόπολη Πειραιώς (28-4-2010), κατευθυνόμενης και ποδηγετούμενης νοοτροπίας, στην οποίαν δεν εκλήθησαν και «άλλες» φωνές, ώστε να γίνει διάλογος. Δεν είμαι υποχρεωμένος να ασχολούμαι και να παρακολουθώ με ο,τι μπορείτε να εκφράζετε και να δηλώνετε. Στη παραπάνω Ημερίδα μόνοι Σας τα είπατε, μόνοι Σας τα ακούσατε (!!!), σε αντίθεση με την Ημερίδα της Θεσσαλονίκης (20-5-2009), όπου κληθήκατε, προκειμένου ελεύθερα να εκφράσετε τις απόψεις Σας και μάλιστα «εν πομπή».
Φρονώ ότι από έναν ακαδημαϊκό διδάσκαλο και άνθρωπο της επιστήμης, τέτοιου είδους ενέργειες απάδουν, τουλάχιστον ως προς την ιδιότητά Του.
Β. Έρχομαι τώρα στα όσα με κατηγορείτε Εσείς, ο Σεβ. Κυθήρων και οι ομόφρονές Σας, τα οποία μάλιστα συνεπάγονται «κατά τα Πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων………… καθαίρεση και αφορισμό κατά περίπτωση σ' όποιον εμμένει στη θεώρηση αυτή» (σελ. 4, επιστολή 7-7-2010 προς τον γράφοντα).
1) Από την εποχή ήδη του Ιγνατίου Αντιοχείας και του Κυπριανού Καρθαγένης η Καθολικότητα της Εκκλησίας δεν προσδιορίζετο στη βάση της διαφοροποίησής της από τα σχίσματα και τις αιρέσεις, αλλά αποκλειστικά και μόνο στη βάση της θείας Ευχαριστίας. Η «καθόλου» Εκκλησία εκφράζεται στην Ευχαριστία, στην οποία προΐσταται ο επίσκοπος, περιστοιχιζόμενος από τους πρεσβυτέρους και τους διακόνους. Η τοπική Εκκλησία δεν είναι μέρος της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι η Καθολική Εκκλησία καθαυτή. Η Καθολική Εκκλησία συνηγμένη γύρω από τον Χριστό είναι ταυτόσημη με την τοπική Εκκλησία που συνάζεται γύρω από τον επίσκοπό Της. Κάθε τοπική Εκκλησία με τον επίσκοπό Της είναι η Καθολική Εκκλησία, γιατί πραγματώνει την απτή παρουσία του όλου Χριστού. Επιπλέον η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνδέεται και με την ορθοδοξία, ενώ συνεχίζει να συσχετίζεται με την τοπική Εκκλησία, γι'αυτό η τοπική Εκκλησία ταυτίζεται με την Καθολική Εκκλησία και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνδέεται όλο και πιο συχνά με την ορθοδοξία. Σύμφωνα μάλιστα με τον Κυπριανό, η ορθόδοξη πίστη δεν είναι το μόνο γνώρισμα της Καθολικότητας της Εκκλησίας, γιατί η Καθολική Εκκλησία είναι το κριτήριο για την ορθοδοξία, ενώ δεν ισχύει το αντίστροφο, αφού η Καθολική Εκκλησία κατέχει την πληρότητα του Σώματος του Χριστού, η οποία συγκροτείται στην ευχαριστιακή σύναξη των ορθοδόξων υπό τον κανονικό επίσκοπο. Υπ' αυτήν την προϋπόθεση οι σχιματικοί είναι εκτός της μίας Ευχαριστίας υπό τον ένα και κανονικόν επίσκοπον της Καθολικής Εκκλησίας, γεγονός το οποίον επιβεβαιώνει ότι οι σχισματικοί δεν ανήκουν στην Εκκλησία και τα μυστήριά τους δεν έχουν καμία ισχύ. Η ορθοδοξία και η μυστηριακή ζωή λοιπόν βρίσκονται σε μία αμοιβαία εξάρτηση και ενυπάρχουν στην Εκκλησία της οποίας είναι επικεφαλής ο ένας και μοναδικός κανονικός επίσκοπος.
Ανάλογη είναι και η θέση σχετικά προς την Ενότητα της Καθολικής Εκκλησίας. Η Ενότητα συνδέεται με την Ευχαριστία όπως και το λειτούργημα του επισκόπου, ενώ οποιαδήποτε αποκοπή από την Ευχαριστία σημαίνει αποκοπή από την τοπική αλλά και από την οικουμενική Εκκλησία, δηλαδή σχίσμα. Η σχισματική αυτή διάσπαση η η αιρετική αυτή διαίρεση δεν συνεπάγεται ούτε μία νέα «καθολική» Εκκλησία, ούτε μία διάσπαση της Ενότητας της Εκκλησίας, ενώ η ύπαρξη της νέας ομάδας, υπό τον αντικανονικόν επίσκοπον, δεν διαταράσσει την Ενότητα της τοπικής Εκκλησίας. Γιατί συμβαίνει αυτό ; Διότι είναι γνωστόν, από την Εκκλησιαστική Ιστορία (βλ. Αντιοχειακό Σχίσμα), ότι η κανονικότητα του επισκόπου κάθε τοπικής Εκκλησίας είναι αποτέλεσμα όχι μόνο της αποστολικής διαδοχής, της χειροτονίας και της κοινής ομολογίας της πίστεως, αλλά και της αδιακόπου και συνεχούς συμμετοχής του εις την επισκοπικήν σύνοδον, των λοιπών τοπικών Εκκλησιών, μέσα από την οποίαν εκφράζει και επιβεβαιώνει την κανονικότητα του επισκοπικού του λειτουργήματος, γι' αυτό και η ευχαριστιακή κοινωνία μεταξύ των τοπικών Εκκλησιών καθίσταται η υπέρτατη έκφραση της Ενότητάς τους και της Καθολικότητάς τους.
Στο σημείο αυτό είναι αναγκαίον να κάνουμε την εξής διευκρίνηση. Η νέα πραγματικότητα, η οποία προήλθε από την σχισματική διάσπαση η την αιρετική απόκλιση είναι ελευθέρα να εκφράζει την εκκλησιολογική της αυτοσυνειδησία σε σχέση και αναφορά προς το ποίμνιό της και όχι προς την «καθόλου» Εκκλησία, γι' αυτό και δεν συνεπάγεται ότι κλονίζεται η Ενότητα της Εκκλησίας καθεαυτή.
Οποιαδήποτε λοιπόν σχισματική διαίρεση ή αιρετική διάσπαση δεν αλλοιώνει ούτε τη Μοναδικότητα, ούτε την Καθολικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ούτε την Ενότητά της. Η δημιουργία μετά το σχίσμα μίας νέας εκκλησιαστικής πραγματικότητας δεν συνεπάγεται και αλλοίωση της Καθολικής Εκκλησίας. Όσο και αν οι πιστοί η οι επίσκοποι διασπώνται από τον κανονικό τρόπο έκφρασης της εκκλησιαστικής ενότητας και της καθολικότητας, εντούτοις η Ενότητα και η Καθολικότητα της Εκκλησίας παραμένει αναλλοίωτη. Αυτό αποδεικνύει η εκκλησιαστική ιστορία, αυτό επιβεβαιώνουν κάθε φορά οι Οικουμενικές και οι Τοπικές Σύνοδοι όταν κατεδίκαζαν τις αιρέσεις και τα σχίσματα της εποχής τους και συγχρόνως διακήρυτταν την πίστιν τους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία.
Η Ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι προϊόν μιας αθροιστικής ένωσης επιμέρους τοπικών Εκκλησιών, όπως αφήνετε να εννοήσουν οι αναγνώστες της Επιστολής Σας, ( 7-7-2010 προς τον γράφοντα), ούτε η Καθολικότητα της Εκκλησίας είναι άθροισμα επιμέρους αριθμητικών εκκλησιαστικών μονάδων, γι' αυτό˙ και το οποιοδήποτε ιστορικό σχίσμα η η οποιαδήποτε διαίρεση στο σώμα της αδιαίρετης Εκκλησίας δεν συνεπάγεται και την διατάραξη της Ενότητας, της Καθολικότητας και της Μοναδικότητας της Εκκλησίας, όπως και η οποιαδήποτε αιρετική απόκλιση δεν συνεπάγεται την αλλοίωση της ορθοδοξίας καθεαυτή. Ποιό είναι λοιπόν το κριτήριο όλων αυτών και η ασφαλιστική δικλείδα; Ο κανονικός επίσκοπος, ο οποίος είναι τόσο ο προεστώς της Ευχαριστίας όσο και ο θεματοφύλακας της ορθοδοξίας γι' αυτό και είναι ο υπεύθυνος και ο εγγυητής για την πραγμάτωση της Ενότητας και της Καθολικότητας της Εκκλησίας. Για να συνδέσει τον επίσκοπο με την Ενότητα της Εκκλησίας ακόμη πιο ξεκάθαρα ο Κυπριανός, αναφέρει, «episcopum in ecclesia esse, et si qui cum episcopo non sit in ecclesia non esse» [ο επίσκοπος είναι εν τη Εκκλησία και αν κάποιος δεν είναι με τον επίσκοπο δεν είναι ούτε με την Εκκλησία], και συνεχίζει, «ecclesia super episcopos constituatur» [η Εκκλησία είναι οικοδομημένη πάνω στους επισκόπους]. Χωρισμός από τον επίσκοπο σημαίνει χωρισμός από την Εκκλησία. Όσοι θέλουν λοιπόν να ανήκουν στην Εκκλησία, πρέπει να δεσμεύονται και να σέβονται, αλλά και να διαφυλάττουν την Ενότητα της Εκκλησίας, η οποία πραγματώνεται και εκφράζεται στο πρόσωπο του εκάστοτε κανονικού επισκόπου και σε αναφορική σχέση προς το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Αυτός που δεν είναι με τον επίσκοπο, ακόμη και οι χαρισματούχοι και οι «άγιοι», δεν είναι ούτε με την Εκκλησία και αυτοί που δεν είναι με την Εκκλησία δεν είναι ούτε με τον Χριστό.
2) Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι, σύμφωνα με τον Τερτυλλιανό, ο όρος «καθολική Εκκλησία» είναι συνώνυμος με τον όρο «ορθόδοξη Εκκλησία», ώστε αυτή να διακριθεί από τις αιρέσεις και τα σχίσματα, τα οποία δεν έχουν Καθολικότητα, ενώ η Ευχαριστία και η Καθολικότητα της Εκκλησίας συνεχίζουν να παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένες. «Η Ορθοδοξία είναι αδιανόητη χωρίς την Ευχαριστία» και το αντίστροφο. Εκφράζεται δε περίφημα με τα λόγια του Ειρηναίου «Ημών σύμφωνος η γνώμη τη ευχαριστία και η ευχαριστία βεβαιοί την γνώμην». Έτσι λοιπόν η ορθοδοξία ήταν το προαπαιτούμενο για τη συμμετοχή στην Ευχαριστία και η Ευχαριστία «επιβεβαίωνε» τη μετοχή στην κοινή ορθόδοξη πίστη, ενώ για τον Ωριγένη, η ευχαριστιακή προσευχή έπρεπε να συμφωνεί με το ορθόδοξο δόγμα. Η ορθοδοξία όμως, δεν εκλαμβάνεται ως μία ιδεολογοποιημένη αλήθεια, η οποία αποτελεί την συνθηματολογία μιας εκκλησιαστικής ομάδας η παρατάξεως, αλλά, είναι το αγιοπνευματικό εκείνο βίωμα της ευχαριστιακής εμπειρίας και κοινωνίας του αγίου Πνεύματος αλλά και η πραγματικότητα εκείνη, η οποία ενσαρκώνεται στο μυστήριο της Ευχαριστίας, το οποίον τελείται από τον κανονικό επίσκοπο και μέσα στο οποίο φανερώνεται η Ενότητα της Εκκλησίας, όπως και στο βάπτισμα και στην πίστη. Όλα αυτά είναι τα στοιχεία εκείνα μέσα από τα οποία αναδεικνύεται ότι η Καθολικότητα της Εκκλησίας ταυτίζεται με το αυθεντικό και γνήσιο περιεχόμενο της εις Χριστόν πίστης. Η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν μπορεί να εκφράζεται σε κάθε εκκλησιαστική ομάδα, η οποία βρίσκεται σε σχίσμα η αίρεση, έστω και αν χρησιμοποιεί τον τίτλο "Ορθόδοξη Εκκλησία" και μάλιστα με τον επιπλέον χαρακτηρισμό "Γνήσια", γιατί τότε θα είμεθα υποχρεωμένοι να δεχθούμε και να αναγνωρίσουμε ως κανονικά και γνήσια και τα μυστήρια κάθε εκκλησιαστικής κοινότητας η ομάδας, η οποία θα αυτοχαρακτηρίζεται Ορθόδοξη και θα παρουσιάζει εκκλησιαστική δομή και ιεραρχία όμοια με αυτή της κανονικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, πολλώ δε μάλλον, όταν εκφράζει και την ίδια πίστη. Είναι αναγκαίον λοιπόν, όχι μόνο να δηλώνουμε πιστοί αλλά και να βρισκόμαστε σε εκκλησιαστική κοινωνία με την Καθολική Εκκλησία, προκειμένου να είμαστε ενταγμένοι στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η οποιαδήποτε διαίρεση, είτε ως προς την πίστη (αίρεση), είτε ως προς την κανονικότητα (σχίσμα), ανεξάρτητα εάν είναι κατάτμηση ενός όλου σε δύο η περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό Γ. Μπαμπινιώτη), και η οποία θεολογικά είναι δυνατόν να δηλώνει και τη διαφορά και τη διάκριση, δεν μπορεί να δρα διαλυτικά στην Ενότητα και στην Καθολικότητα της Εκκλησίας καθεαυτήν (βλ. G.W.H. Lampe, A Patristic Greek Lexicon, Oxford 2001, σελ. 349, και σελ. 33, αναφορικά με τον όρο "αδιαίρετος"), γι' αυτό και ο Κυπριανός Καρθαγένης, δηλώνει : extra Ecclesia nulla salus. Η θέση αυτή ισχύει πάντοτε και παντού, ακριβώς γιατί η διαίρεση, η διάσταση η η διάκριση δεν αναιρεί τον σωτηριολογικό ρόλο της Εκκλησίας, ενώ έχει αρνητικές συνέπειες για τους διασπώμενους η αποσχιζόμενους, τους ευρισκομένους δηλαδή εκτός Εκκλησίας. Ενώ αυτή η θεολογική αρχή ισχύει κατανοείται υπό διαφορετικές προϋποθέσεις, όταν η ορθοδοξία εκλαμβάνεται ως ιδεολογία και όχι ως ένα ευχαριστιακό γεγονός στην ζωή της Εκκλησίας.
Άρα η Ορθόδοξη Εκκλησία, ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν είναι μία γενική και αόριστη Εκκλησία, όπως Εσείς Κύριε Καθηγητά την προσδιορίζετε (βλ. § 13 του άρθρου Σας, στο περιοδικό "Εν Συνειδήσει"), αλλά η κάθε τοπική Εκκλησία, η οποία λειτουργεί υπό τον κανονικόν Επίσκοπον και με συγκεκριμένο τρόπο, το μυστήριο δηλαδή της Θείας Ευχαριστίας, όπου βλέπει να εκφράζεται το "όλον", όχι με γεωγραφικούς προσδιορισμούς (Ανατολή-Δύση, Βορράς-Νότος) η χρονικούς (πριν-μετά), αλλά ως Σώμα Χριστού, στο οποίο περιλαμβάνονται απείρως περισσότερα μέλη από αυτά, τα οποία η ευχαριστιακή εμπειρία και η ορατή Εκκλησία μπορεί να αριθμίσει μέχρι και σήμερα.
Γ. Το σχίσμα του 1054, σημαίνει διαίρεση της Εκκλησίας. Νομίζω ότι ουδεμία αμφισβήτηση υφίσταται, πολλώ μάλλον όταν ολόκληρη η πατερική γραμματεία του ΙΕ αἰῶνος αποδέχεται ότι έχουμε διηρημένη την Εκκλησία του Χριστού, την ευρισκομένην υπό την Μίαν Κεφαλήν του Σώματος, τον Χριστό. (βλ. Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός).
Ήταν δυνατόν να είχαμε σχίσμα / διαίρεση, διάκριση η διαφοροποίηση χωρίς διαίρεση; Νομίζω όχι. Η διαίρεση αυτή διετάραξε η αλλοίωσε την Ενότητα και Καθολικότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, όπως αυτή περιγράφεται και σημαίνεται στο Σύμβολο της Πίστεως, το Σύμβολο της Β΄ Οἰκουμενικής Συνόδου; Όχι βέβαια, γιατί κάθε διαίρεση η διάσπαση δεν σημαίνει αλλοίωση της Ενότητας, (όχι της εκκλησιαστικής ένωσης, εδώ χρειάζεται μεγάλη προσοχή ως προς την διάκριση και τη χρήση των δύο αυτών όρων), ούτε της Καθολικότητας, την οποίαν εκφράζει η υπό τον κανονικόν επίσκοπον Ορθόδοξη Εκκλησία, γιατί οι εκκλησιολογικές συνέπειες οποιασδήποτε διαφοροποίησης δεν αποδίδον-ται προς το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας, αλλά προς αυτόν, ο οποίος αποσχίζεται η διαφοροποιείται από το Καθολικό Σώμα της Εκκλησίας.
Δ. Στα όσα αναφέρετε, με τόση επιμονή και αποκλειστικότητα, σχετικά με την έννοια της ΜΙΑΣ Εκκλησίας, θα Σας συνιστούσα να βάζετε πάντοτε τα παραπάνω όρια (κανονικά και χρισματικά) και τις θεολογικές προϋποθέσεις που προανέφερα, γιατί κινδυνεύετε να πέσετε Εσείς η να παρασύρετε και άλλους σε μία αντίληψη περί ΜΙΑΣ Εκκλησίας, μοναδικής και αποκλειστικής, η οποία είτε κατανοείται αθροιστικά, οπότε η ΜΙΑ Εκκλησία ταυτίζεται με το άθροισμα των τοπικών Εκκλησιών, είτε εμφανίζεται ως ομοσπονδία τοπικών Εκκλησιών. Τι σημαίνει αυτό εκκλησιολογικά; Ότι η ΜΙΑ αυτή μοναδική και αποκλειστική Εκκλησία είναι η γενική, αόρατη και υπερβατική Εκκλησία, η οποία καθίσταται η ΜΙΑ καθολική Εκκλησία, η ΜΙΑ "Υπέρ-Εκκλησία", με τις άλλες τοπικές Εκκλησίες να φέρονται απλά και μόνο ως "επαρχίες" της ΜΙΑΣ καθολικής – οικουμενικής Εκκλησίας.
Και γίνομαι πιο συγκεκριμένος. Χρειάζεται να επεξηγήσετε. Τι πραγματικά σημαίνεται/περιγράφεται με τον όρο Εκκλησία η ΜΙΑ Εκκλησία; Είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία η η ΜΙΑ Εκκλησία, η οποία είναι μία κοινωνία από τοπικές Εκκλησίες; Ποιά είναι τα όρια – κανονικά και χαρισματικά – της ΜΙΑΣ Εκκλησίας; Ταυτίζονται με τα όρια της Καθολικής Εκκλησίας; Η τοπική και η Μία Εκκλησία αλληλοπεριχωρούνται; Ισχύει δηλαδή και το Ecclesia in et ex Ecclesiis αλλά και το Ecclesiae in et ex Ecclesia;
Η κοινωνία των τοπικών Εκκλησιών είναι ο τρόπος φανέρωσης της Ενότητας, και της Καθολικότητας των τοπικών Εκκλησιών, η απλά ο τρόπος έκφρασης της Ενότητας ως Πολλαπλότητας;
Θέτω όλα αυτά τα ερωτήματα γιατί με την εμμονή Σας στην έκφραση, ότι «Η Μία και μόνη – αδιαίρετη πάντοτε – Εκκλησία γεννά μυστηριακώς "δι' ύδατος και Πνεύματος", τα μέλη της, δεν γεννά άλλες Εκκλησίες», χωρίς τα διευκρινιστικά όρια (κανονικά και χρισματικά), προϋποθέτει την αντίληψη του Αυγουστίνου, ο οποίος, επηρεασμένος από το εν του Νεοπλατωνισμού και με βάση τις νεοπλατωνικές απορροές, προσπάθησε να ερμηνεύσει την μοναδικότητα της Εκκλησίας και οδηγήθηκε στην αποκλειστικότητα της ΜΙΑΣ και μοναδικής (ορατής η αόρατης) Εκκλησίας. Με βάση όμως τις ίδιες αυγουστίνειες αρχές, στη Δύση εμφανίστηκε όχι μόνο η ΜΙΑ παγκόσμια Εκκλησία αλλά και μία ακόμη θεωρητική διάκριση, μεταξύ της ουσίας και της υπάρξεως της Εκκλησίας ( Rahner και Ratzinger), μέσα από την οποίαν η ουσία της MIAΣ Εκκλησίας βρίσκεται στην παγκόσμια Εκκλησία. ΜΙΑ Εκκλησία δηλαδή αόριστη και αόρατη, κατά την ουσία της, καθίσταται ορατή, μόνο αθροιστικά κατά την ύπαρξή της, και φανερώνεται στο άθροισμα των επιμέρους τοπικών Εκκλησιών.
Νομίζω όμως, ότι ύστερα από όσα Σας ανέφερα καθίσταται κατανοητό, από έναν Καθηγητή της Δογματικής και Συμβολικής Θεολογίας, τι συνεπάγονται όλα αυτά !!!
α) Καθολικότητα αθροιστικού τύπου,
β) Ενότητα μελών και μερών ως άθροισμα, η οποία προϋποθέτει την πολλαπλότητα των Εκκλησιών.
γ) Επισκοπικό λειτούργημα, το οποίο οδηγεί αναγκα-στικά σε ένα πρωτείο εξουσίας και αλαθήτου, του ενός επισκόπου στην Καθόλου Εκκλησία.
Καταλαβαίνετε λοιπόν γιατί όλες οι επιφυλάξεις μου, γι' αυτή την έννοια της μοναδικότητας (ΜΙΑ Εκκλησία) και της αποκλειστικότητας της ΜΙΑΣ Εκκλησίας, την οποίαν προσπαθείτε να επιβάλλετε κατ' εφαρμογήν του Συμβόλου της Πίστεως, Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και μόνον, το οποίον βέβαια και αναγνωρίζουμε και ομολογούμε.
Ότι η Εκκλησία είναι Μία, είναι μία εκκλησιολογική αρχή την οποίαν όλοι αποδεχόμαστε, η Μία όμως αυτή Εκκλησία ταυτίζεται με την ΜΙΑ – παγκόσμια Εκκλησία, όπως την εξέλαβαν οι Α καί Β Βατικανές Σύνοδοι; Η Δυτική Εκκλησία, μετά το κείμενο της Ραβέννας, βρίσκεται σε μία θεολογική αμηχανία, γιατί τόσο στο συγκεκριμένο κείμενο, όσο και στα προηγούμενα κείμενα του Διαλόγου (Μονάχου, Bari, Νέου Βαλάμου), χωρίς να αναγνωρίζεται η προτεραιότητα της Καθολικότητας της παγκόσμιας Εκκλησίας τονίζεται και αναγνωρίζεται η Καθολικότητα της τοπικής Εκκλησίας έναντι της Καθολικότητας της παγκόσμιας Εκκλησίας.
Ε. Έρχομαι τώρα στα μεθοδολογικά Σας λάθη, Κύριε Καθηγητά, τα οποία δεν θα ήθελα να Σας τα αναφέρω, και τόσο καιρό σιωπώ, ένεκα σεβασμού σε ένα πρόσωπο το οποίο στον πανεπιστημιακό χώρο τρεις φορές με ψήφισε στην εξελικτική μου διαδικασία και μάλιστα στις δύο ως μέλος της Εισηγητικής Επιτροπής και ανεπιφυλάκτως υπέγραψε και εψήφισε για την εξέλιξή μου.
Δυστυχώς όμως ο τρόπος με τον οποίον προσπαθείτε, στη τελευταία επιστολή Σας (7-7-2010), να στηρίξετε τις ανυπόστατες αντιλήψεις του Σεβ. Κυθήρων και των ομοφρόνων Σας, για αιρετική απόκλισή μου από την εκκλησιολογία των πατέρων και των Οικουμενικών Συνόδων, μου επιβάλλει να αντισταθώ, σύμφωνα άλλωστε και με την προτροπή των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι ορίζουν ότι κάθε κατηγορία μπορούμε να υπομείνουμε εκτός από την κατηγορία της αίρεσης.
α) Όπως Σας ανέφερα στην πρώτη Επιστολή μου (1-10-2009) κάνετε ένα σοβαρό μεθοδολογικό λάθος, το οποίο δυστυχώς το επαναλαμβάνετε συνεχώς, σε κάθε τοποθέτησή Σας στα κείμενα του Θεολογικού Διαλόγου, ανεπίτρεπτο για έναν επιστήμονα!
Το κείμενο της Ραβέννας (2008), όπως και τα προηγούμενα τρία θεολογικά κείμενα (Μονάχου, Bari, Νέου Βαλάμου), αναφέρονται σε εκκλησιολογικά θέματα της πρώτης χιλιετίας, δηλαδή προ του 1054, περίοδο της Αδιαίρετης Εκκλησίας σε Ανατολή και Δύση. Οποιαδήποτε λοιπόν θεώρηση λειτουργίας του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης, με βάση τα κείμενα της Α' καί Β' Βατικανής Συνόδου, είναι εκτός του ορίζοντος ερεύνης των συγκεκριμένων κειμένων, γι' αυτό και δεν καταλαβαίνω ποιά σημασία έχουν τα όσα αναφέρετε στην δεύτερη παράγραφο της τελευταίας σελίδας του άρθρου Σας (<<Άλλωστε, ποτέ η Ορθόδοξη Εκκλησία… – έχει πάρει αυθαιρέτως τη θέση του Πνεύματος της Αληθείας στην Παγκόσμια Εκκλησία>>). Τα ίδια και για τα περί αλαθήτου (19ος αιώνας) και κτιστής χάριτος (15ος αιώνας), τα οποία επισημαίνετε στην § 5 του άρθρου Σας, θέματα επίσης τα οποία αφορούν την δεύτερη χιλιετία.
Θεωρώ ότι υποπίπτετε στο ίδιο μεθοδολογικό λάθος με τα όσα κριτικά δηλώνετε στην § 7 του άρθρου, σχετικά με τις §§ 9-11 και 18-33 του κειμένου της Ραβέννας. Στα πλαίσια εξετάσεως του πρωτείου του επισκόπου Ρώμης κατά τη δεύτερη χιλιετία, θα εξετασθεί οπωσδήποτε και το θέμα της Ουνίας, ως πρόβλημα καθαρώς εκκλησιολογικό.
Είναι άξια παρατηρήσεως και σχολιασμού τα όσα διαπραγματεύεσθε στη § 6 του άρθρου Σας, με μία υπόθεση η οποία δεν επιβεβαιώνεται από το ίδιο το κείμενο της Ραβέννας, όπου προσπαθείτε να οδηγήσετε τον αναγνώστη στις ατραπούς της έννοιας της <<Παγκόσμιας Εκκλησίας>>, άποψη η οποία δεν είναι παραδεκτή ούτε κατ' έννοιαν, ούτε κατά περιεχόμενο από το συγκεκριμένο κείμενο.Στην § 13 του άρθρου Σας δεν κατανοώ εις τι έγκειται η επιφύλαξή Σας και <<το εκκλησιολογικό απαράδεκτο και το αντιφατικό>>. Η Εκκλησία του Χριστού, είναι Μία και Αδιαίρετη, πριν το σχίσμα, σήμερα είναι διηρημένη, αφού βρισκόμαστε σε σχίσμα, αυτό επιβεβαιώνει το περιεχόμενο της § 41 του Κειμένου της Ραβέννας, εκτός εάν ιστορικά δεν υφίσταται σχίσμα, οπότε έχουμε ένωση των Εκκλησιών !!!
Δεν νοείται από έναν έγκριτο Καθηγητή της Δογματικής και της Συμβολικής Θεολογίας να διατυπώνει <<ότι παρέχεται σαφώς η εντύπωσις στον αναγνώστη, πως υπάρχει Μία αόριστη, αλλά υπερκείμενη όλων των επί μέρους Εκκλησιών, Εκκλησία του Θεού. Αυτό όμως κατανοείται μάλλον προτεσταντικώς>>. Σας διαφεύγει ότι δεν υπάρχει Μία αόριστη Εκκλησία, αλλά η Μία και Αδιαίρετη Εκκλησία, η οποία εκφράζεται σε κάθε τοπική Εκκλησία και δεν θεωρείται αθροιστικώς ούτε η Ενότητά της, ούτε η Καθολικότητά της. Για παράδειγμα, υπήρχε η τοπική Εκκλησία της Καρθαγένης υπό τον Κυπριανόν, όπου εξεφράζετο η Καθολικότητα της Εκκλησίας όπως υπήρχε και η τοπική Εκκλησία της Σμύρνης υπό τον Πολύκαρπον, όπου επίσης εξεφράζετο η Καθολικότητα της Εκκλησίας.
Αυτή είναι πεποίθηση η οποία υπάρχει σ' Ανατολή και Δύση, πριν το σχίσ
μα, δηλαδή πριν το 1054. Μετά το σχίσμα, ουδέποτε υπήρξε στην Ανατολή η αντίληψη ότι υπάρχει Μία Εκκλησία ως υπερκείμενη όλων των άλλων επί μέρους Εκκλησιών (!!!). Η τοπικότητα των Εκκλησιών δεν καταργήθηκε και μάλιστα σε σχέση προς την Καθολικότητα της Εκκλησίας. Η αντίληψη αυτή δεν ισχύει βέβαια, μετά το 1054, στην Δύση, γιατί διαμορφώθηκαν άλλες αρχές και όροι κατανόησης και προσέγγισης της <<Καθολικότητας>>, αλλά αυτά θα μελετηθούν όταν θα συζητηθεί, η έννοια του πρωτείου στη δεύτερη χιλιετία. Αυτό δηλώνει η § 3 του κειμένου της Ραβέννας, την οποίαν προκειμένου να την αποδυναμώσετε στο άρθρό σας (σελ. 104) προσπαθείτε να την κρίνετε, όχι με τις αρχές και τις εκκλησιολογικές δομές, τις υφιστάμενες στην πρώτη χιλιετία, αλλά με την υφιστάμενη εκκλησιολογική διαφοροποίηση της δεύτερης χιλιετίας.
Η διευκρινιστική υποσημείωση περί της Εκκλησίας (υποσ. 1) είναι ακριβώς η έκφραση της αυτοσυνειδησίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε σχέση προς την πίστη Της και σε αναφορά προς το Σύμβολο της Πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και όχι σε αντιδιαστολή προς την εκκλησιολογική συνείδηση των κειμένων της Β Βατικανής Συνόδου. Με την παραπάνω παράγραφο διατυπώνεται η θέση των ορθοδόξων Αντιπροσώπων, σε αναφορά προς την εκκλησιολογική τους αυτοσυνειδησία, εκτός εάν και αυτό είναι κατά τη γνώμη Σας αίρεσι (!!!)
β) Ευτυχώς τις ίδιες απόψεις με μένα, ως προς τα μεθοδολογικά Σας λάθη, εκφράζει και ο Καθηγητής κ. Γ. Μαρτζέλος, συνάδελφός Σας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης. Συγκεκριμένα στο άρθρό του, στο περιοδικό "Θεολογία" (81/2010, σελ. 46-47 υποσ. 37), σημειώνει με έμφαση τη σύγχυση, την οποίαν δημιουργούν οι εσφαλμένες αυτές αφετηριακές και μεθοδολογικές προϋποθέσεις Σας.
γ) Στην επιστολή Σας (7-7-2010) αναφέρετε ότι προσπαθώ να στηρίξω την εκκλησιολογική μου τοποθέτηση, όχι στο Σύμβολο της Πίστεως αλλά στην § 41 του κειμένου της Ραβέννας, το οποίο κάνει λόγο για την «εποχή της αδιαίρετης Εκκλησίας», και συνεχίζετε, «έτσι, δίνετε την εντύπωση ότι αποδίδετε μεγαλύτερη σημασία σε ένα Κοινό Κείμενο μιας Διεθνούς Επιτροπής για το Θεολογικό Διάλογο, συνισταμένης από ανθρώπους που αναζητούν την αλήθεια, παρά τις αποφάσεις και Όρους Οικουμενικών Συνόδων, οι οποίες αποφαίνονται εν Αγίω Πνεύματι για την αλήθεια της Εκκλησίας. Πάντως, από τη διατύπωση του Κοινού Κειμένου γίνεται, πράγματι, σαφές ότι για τα Μέλη της Μικτής Διεθνούς Επιτροπής δεν υφίσταται σήμερα η αδιαίρετη Εκκλησία. Η Εκκλησία δηλαδή σήμερα είναι διηρημένη, παρά την δογματική αλήθεια της ίδιας της Εκκλησίας, που ομολογούμε λεκτικά στο Σύμβολο της Πίστεώς μας. Αυτό όμως έχει ως συνέπεια την αποκοπή από την Εκκλησία όλων εκείνων, που συνειδητά υποστηρίζουν όσα διαλαμβάνει το κείμενο της Ραβέννας για την ταυτότητα της Εκκλησίας, επειδή εμμέσως πλην σαφώς, δεν αποδέχονται μέρος της δογματικής διδασκαλίας της Β Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Όμως, Σεβασμιώτατε, κανένα απολύτως κείμενο δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό από την Εκκλησία, εφόσον αυτό αντίκειται στο Σύμβολο της Πίστεως, στον Όρο δηλαδή της Β' Οικουμενικής Συνόδου» (σελ. 4).
Πρέπει να ξεκαθαρίσετε Κύριε Καθηγητά, με ποιό κείμενο εργάζεσθε όταν κάνετε θεολογικές αναλύσεις, (Ραβέννας η Συνοδικά Κείμενα, γιατί η ανάμιξη στοιχείων από το ένα κείμενο στο άλλο απαιτεί κάθε φορά τον καθορισμό του ιστορικού πλαισίου συντάξεως του κάθε κειμένου, των αιτίων που προκάλεσαν την σύνταξη του κάθε κειμένου, τις συνθήκες αλλά και τις προϋποθέσεις συντάξεώς τους.
Μπορεί ο δικός Σας σκοπός να ήταν πολεμικός – αντιρρητικός, ως προς το κείμενο της Ραβέννας, ώστε να αποδείξετε το μη σύμφωνο του κειμένου της Ραβέννας με το Σύμβολο της Πίστεως, αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και εγώ να ακολουθήσω την ίδια μέθοδο, ούτε είμαι υποχρεωμένος να αποδεχθώ την ίδια την σκοποθεσία με τη δική Σας. Η θεολογική προσέγγιση του κειμένου της Ραβέννας, σημαίνει ότι παρουσιάζω το περιεχόμενο του κειμένου και το αναλύω θεολογικά, όχι αποκλειστικά, αντιρρητικά, η πολεμικά. Και βέβαια έχετε την δυνατότητα να επιλέξετε οποιαδήποτε μέθοδο θέλετε και ίσως διευκολύνει και τις επιδιώξεις Σας, αυτό όμως δεν Σας επιτρέπει να αμφισβητήσετε τη δική μου μεθοδολογική προσέγγιση και ανάλυση, ώστε να μου προσδώσετε την κατηγορία της αιρέσεως !!!
δ) Τα περί «μητέρων, αδελφών, θυγατέρων και εγγονών Εκκλησιών» ως και τα «περί συμπροσευχής» αποτελούν δικές Σας προσωπικές προεκτάσεις, και προσωπικούς θεολογικούς ακροβατισμούς (σελ. 45), οι οποίοι δεν απηχούνται ούτε στο κείμενο της Ραβέννας, ούτε με εκφράζουν θεολογικά, αλλά δεν θα τις ανέφερε ούτε πρωτοετής μεταπτυχιακός φοιτητής της Δογματικής. Η επιπολαιότητα με την οποία χειρίζεσθε τους όρους και ερμηνεύετε τους ι. Κανόνες σας οδηγεί να αμφισβητήσετε και αυτόν τον Μάρκο Εφέσου τον Ευγενικό !!!
Ελλογιμώτατε Κύριε Καθηγητά,
Ύστερα από όσα ανέλυσα δια μακρόν, το θέμα για μένα έχει κλείσει και ο μεταξύ μας διάλογος σταματά εδώ. Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή Σας και την κατανόησή Σας.
Κοινοποιήσεις:
1. Μακαριώτατον Αρχιεπίσκοπον Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Πρόεδρον της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
2. Σεβασμιωτάτους Μητροπολίτας Μέλη της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
ΠΗΓΗ: Amen, Τελευταία Ενημέρωση: Aug 2, 2010,
http://www.amen.gr/index.php?mod=news&op=article&aid=2984
* Θεσσαλονίκη, 7-7-2010
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΣΧΟΛΗ, ΤΜΗΜΑ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΤΟΜΕΑΣ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ
ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΤΣΕΛΕΓΓΙΔΗΣ
———–
541 24 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τηλ. Γραφ. 2310-996957
Οἰκ. 2310-342938
Προς τόν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Μεσσηνίας κ. Χρυσόστομο
Μητροπολίτου Μελετίου13, 24100 ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Σεβασμιώτατε,
Μοῦ γνωστοποιήθηκε ἀπό Ἱεράρχες τῆς Ἐκκλησίας μας ἡ ἐπιστολή σας πρός τόν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερώνυμο μέ κοινοποίησή της πρός ὅλους τούς Μητροπολίτες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ἀριθ. πρωτ. 311/17-6-2010…….ι Στήν ἐπιστολή σας αὐτή ἀναφέρεσθε καί στό ὄνομά μου, σελ. 2, παρ. 3, ἐδάφ. α. Συγκεκριμένα, γράφετε τά ἑξῆς: «Τήν ἐπιφύλαξη τοῦ Σεβ. Κυθήρων δέν τήν ἔχει ἐκφράσει μέχρι σήμερα οὔτε προφορικά οὔτε γραπτά ὁ Ἐλλογιμ. Καθηγητής κ. Δημήτριος Τσελεγγίδης, ὁ ὁποῖος ἔλαβε τήν ἐπιστολή, τήν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ Σεβ. Κυθήρων, καί μέ τόν ὁποῖον κατ' ἀντίληψιν ἐπικοινώνησα τόσο τηλεφωνικά ὅσο καί διά ζώσης, ἐξ ἀφορμῆς πανεπιστημιακῶν θεμάτων καί ὑποχρεώσεων.
Ἕνα τέτοιου εἴδους σοβαρό ἐκκλησιολογικό ἀτόπημα πέρασε ἀπαρατήρητο ἀπό τόν καταξιωμένο Καθηγητή τῆς Δογματικῆς καί Συμβολικῆς Θεολογίας καί ἀσχολίαστο;».
Νά σημειώσω διευκρινιστικά, ὅτι τό ἐπίμαχο σημεῖο τῆς διαφωνίας ἐδῶ εἶναι ἡ θεολογική θέση, πού διατυπώσατε σέ προηγούμενη ἐπιστολή σας (01-10-2009, σ.4) πρός ἐμέ, καί ἡ ὁποία ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι μία καί ἀδιαίρετη πρίν τό σχῖσμα, σήμερα εἶναι διηρημένη, ἀφοῦ βρισκόμαστε σέ σχῖσμα, αὐτό ἐπιβεβαιώνει τό περιεχόμενο τῆς παρ. 41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας».
Ἐπειδή δέν θέλω, Σεβασμιώτατε, νά καλλιεργοῦνται καί νά διαδίδονται ἐσφαλμένες πληροφορίες γιά τήν τοποθέτησή μου σέ ἕνα τόσο σοβαρό ἐκκλησιολογικό θέμα, ἀναγκάζομαι πλέον τώρα νά σᾶς γράψω.
Καταρχήν, νά σᾶς ἐνημερώσω, γιατί δέν ἀπάντησα τότε στήν ἀπό 01-10-2009 ἐπιστολή σας. Τήν ἐπιστολή σας αὐτή τήν ἔλαβα, ὅλως περιέργως, μόλις τήν παραμονή τῆς Συνόδου τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἀλλά ἐκεῖνο πού μέ ἐμπόδισε κατεξοχήν νά προχωρήσω τότε σέ ἀπαντητική ἐπιστολή ἦταν τό γεγονός ὅτι ἡ ἐπιστολή σας ἐκείνη κοινοποιήθηκε στόν Ἀρχιεπίσκοπο καί στούς Μητροπολίτες, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Σκέφτηκα τότε, Σεβασμιώτατε, ὅτι τό συγκληθέν σῶμα τῆς Ἱεραρχίας εἶναι τό πλέον ἁρμόδιο νά κρίνει τό ὀρθό ἤ τό ἐσφαλμένο τῆς ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτήρα διατυπώσεώς σας. Ἡ Ἱεραρχία ἤ λειτουργεῖ μέ ἁγιοπνευματικά κριτήρια καί παίρνει θέση στό θέμα – σκέφτηκα – ἤ ἁπλῶς τό ἀντιπαρέρχεται. Γιατί, δηλαδή, θά ἔπρεπε νά ἀπαντήσω ἐγώ, ὅταν αὐτό τό καίριο πρόβλημα ἦταν ἤδη ἐκπεφρασμένο ἐγγράφως ἐνώπιόν της; Πίστεψα, δηλαδή, συγκεκριμένα, ὅτι ὁ Μακαριώτατος Πρόεδρος καί τά Μέλη τῆς Διαρκοῦς Ἱερᾶς Συνόδου θά ἔθεταν ὡς πρῶτο θέμα στήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας, πού συγκλήθηκε τόν Ὀκτώβριο τοῦ 2009, «τό σοβαρό ἐκκλησιολογικό ἀτόπημα», ὅπως ὁ ἴδιος τό χαρακτηρίσατε στήν ἐπιστολή σας, καί ὅτι θά σᾶς καλοῦσε νά δώσετε τίς ἀπαραίτητες διευκρινίσεις, καί νά τό ἀνακαλέσετε. Καί τοῦτο, γιατί ὡς δογματολόγος γνωρίζω, ὅτι ἐκπίπτει ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ὁ κάθε πιστός -καί πολύ περισσότερο ὁ κληρικός- πού συνειδητά ἀμφισβητεῖ ἤ ἀπορρίπτει μερικῶς ἤ ὁλικῶς τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως αὐτή διατυπώνεται μέ ἀκρίβεια στούς Ὅρους τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Γιατί, ἀσφαλῶς, κανείς δέν μπορεῖ νά καταλύει οὔτε νά σχετικοποιεῖ τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή κανείς δέν βρίσκεται ὑπεράνω αὐτῆς.
Δυστυχῶς, ἡ Ἱεραρχία τότε δέν ἀσχολήθηκε μέ τό ἐκκλησιολογικό αὐτό θέμα, πού ἀφορᾶ καίρια τήν ταυτότητα καί τήν αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας.
Μετά ἀπό τίς παραπάνω ἐξηγήσεις γιά τήν ἕως τώρα σιωπή μου, θά περιοριστῶ νά ἀπαντήσω μέ τήν παρούσα ἐπιστολή μόνο στήν ἐκκλησιολογική ἄποψη, πού διατυπώσατε στήν πρός ἐμέ ἐπιστολή σας (01-10-2009). Καί αὐτό τό κάνω γιά τρεῖς κυρίως λόγους:
Πρῶτον, γιά χάρη τῆς δογματικῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας.
Δεύτερον, ἐξαιτίας τῆς σημασίας πού ἔχει ἡ παραπάνω ἀλήθεια στόν ἤδη διεξαγόμενο Θεολογικό Διάλογο μέ τούς ἑτεροδόξους καί εἰδικότερα μέ τούς Ρωμαιοκαθολικούς. Κατά σύμπτωση, τόν τελευταῖο καιρό ἡ Ἐκκλησιολογία εἶναι ὁ πυρήνας τοῦ Διμεροῦς Θεολογικοῦ Διαλόγου, ὁ ὁποῖος μετά τήν μή ὁλοκλήρωσή του πέρυσι στήν Κύπρο θά συνεχιστεῖ τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2010 στή Βιέννη. Στήν παρούσα περίσταση τό εὔλογο καί καίριο ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: Μέ ποιά αἴσθηση αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας προσέρχονται οἱ ἐκπρόσωποί της στόν Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο; Ἀκόμη πιό συγκεκριμένα, προσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ἐκπροσώπων της ὡς ἡ «ΜΙΑ, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία» ἤ ὡς διηρημένη Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τήν ὀντολογική ἑνότητά της στήν ἕνωσή της μέ τούς κατά καιρούς ἀποκομμένους ἀπό αὐτήν ἑτεροδόξους;
Τρίτον – μέ ὅλο τό σεβασμό πρός τό πρόσωπο καί τό ἐκκλησιαστικό ἀξίωμά σας – σᾶς γράφω αὐτήν τήν ἐπιστολή, ἐπειδή θεωρῶ ὅτι μέ τήν ἐκκλησιολογική τοποθέτησή σας ἀλλοιώνεται οὐσιωδῶς ἡ δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί ἀδικεῖται κατάφωρα ὁ ἀρχιερατικός νοῦς σας, ἐνῶ δικαιώνεται ὁ κάθε Ἀρχιερέας, ἀλλά καί ὁ κάθε ἁπλός πιστός πού ὑπερασπίζεται, ὡς ὀφείλει, τήν ἀκεραιότητα τῆς ἁγιοπνευματικῆς διατυπώσεως τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀλήθειας στόν Ὅρο τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες.
Τώρα, ὡς πρός τό ἐκκλησιολογικό ἐρώτημα – ἄν δηλαδή ἡ Ἐκκλησία μετά τό σχῖσμα τοῦ 1054 εἶναι ΜΙΑ καί ἀδιαίρετη ἤ διηρημένη – ἔχω νά καταθέσω ἀπεριφράστως τά ἑξῆς:
Στό Σύμβολο τῆς Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε «εἰς μίαν, ... Ἐκκλησίαν». Ἀπό τήν διατύπωση αὐτή τοῦ Συμβόλου προκύπτει ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός, στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἡ ἰδιότητα τῆς ΜΙΑΣ Ἐκκλησίας, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματός του σ' αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς δογματική ἀλήθεια ἐκφράζει τόσο τήν αὐτοσυνειδησία της ὅσο καί τήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία της. Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, τότε μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, ἀλλά οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καί ἐγγονές ἐκκλησίες. Ἡ ΜΙΑ καί μόνη -ἀδιαίρετη πάντοτε- Ἐκκλησία γεννᾶ μυστηριακῶς «δι' ὕδατος καί Πνεύματος» τά μέλη της, δέν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες. Οἱ κατά τόπους (Ὀρθόδοξες) Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση ἐν τόπῳ καί χρόνῳ τῆς ΜΙΑΣ καί μόνης Ἐκκλησίας (βλ. ἐνδεικτικῶς, Α΄ Κορ. 1,2). Οὔτε βέβαια μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ταυτόχρονα ΜΙΑ καί διηρημένη. Γιατί ἡ διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνός ὅλου σέ δύο ἤ περισσότερα μέρη (βλ. Λεξικό, Γ. Μπαμπινιώτη). Κατά συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στή ρητή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πράγμα πού συνεπάγεται, κατά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, καθαίρεση καί ἀφορισμό, κατά περίπτωση, σ' ὅποιον ἐμμένει στή θεώρηση αὐτή.
Στήν ἐπιστολή σας, Σεβασμιώτατε, ἐπιχειρεῖτε νά θεμελιώσετε τήν ἐκκλησιολογική τοποθέτησή σας ὄχι στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ἀλλά στό περιεχόμενο τῆς παρ. 41 τοῦ Κειμένου τῆς Ραβέννας, τό ὁποῖο κάνει λόγο γιά τήν «ἐποχή τῆς ἀδιαίρετης Ἐκκλησίας». Ἔτσι, δίνετε τήν ἐντύπωση ὅτι ἀποδίδετε μεγαλύτερη σημασία σέ ἕνα Κοινό Κείμενο μιᾶς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς γιά τό Θεολογικό Διάλογο, συνισταμένης ἀπό ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦν τήν ἀλήθεια, παρά σέ ἀποφάσεις καί Ὅρους Οἰκουμενικῶν Συνόδων, οἱ ὁποῖες ἀποφαίνονται ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι γιά τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας. Πάντως, ἀπό τή διατύπωση τοῦ Κοινοῦ Κειμένου γίνεται, πράγματι, σαφές ὅτι γιά τά Μέλη τῆς Μικτῆς Διεθνοῦς Ἐπιτροπῆς δέν ὑφίσταται σήμερα ἡ ἀδιαίρετη Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία δηλαδή σήμερα εἶναι διηρημένη, παρά τήν δογματική ἀλήθεια τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁμολογοῦμε λεκτικά στό Σύμβολο τῆς Πίστεώς μας. Αὐτό ὅμως ἔχει ὡς συνέπεια τήν ἀποκοπή ἀπό τήν Ἐκκλησία ὅλων ἐκείνων, πού συνειδητά ὑποστηρίζουν ὅσα διαλαμβάνει τό Κείμενο τῆς Ραβέννας γιά τήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἐμμέσως πλήν σαφῶς δέν ἀποδέχονται μέρος τῆς δογματικῆς διδασκαλίας τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὅμως, Σεβασμιώτατε, κανένα ἀπολύτως κείμενο δέν μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτό ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἐφόσον αὐτό ἀντίκειται στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, στόν Ὅρο δηλαδή τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.[1]
Τέλος, Σεβασμιώτατε, θεωρῶ ὅτι ἡ ἐκκλησιολογική ἄποψη πού ἐκφράζεται στήν ἐπιστολή σας γιά τήν ἑνότητα καί ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τήν πρωτογενῆ αἰτία τῆς σύγχρονης πρακτικῆς τῶν συμπροσευχῶν ὁρισμένων Ὀρθοδόξων – κληρικῶν καί λαϊκῶν – μέ τούς ἑτεροδόξους. Γιατί, ἔτσι ἑρμηνεύεται θεολογικῶς ἡ σαφής παραβίαση Κανόνα Οἰκουμενικῆς Συνόδου (2ου τῆς Πενθέκτης, μέ ἀναφορά στόν 10ο Κανόνα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων), πού ἀπαγορεύει τήν συμπροσευχή, μέ ἐπιτίμιο τόν ἀφορισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία.
Μέ τόν προσήκοντα σεβασμό ἀσπάζομαι τήν δεξιά σας
Δημήτριος Τσελεγγίδης, Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.
ΠΗΓΗ: 22/07/2010, http://thriskeftika.blogspot.com/2010/07/blog-post_9082.html
_______________________