Ο φαύλος κύκλος του προβλήματος της Εκπαίδευσης
«Εν αρχή ην ο .. δάσκαλος» "Μεταρρυθμίσεων συνέχεια"
Συνέντευξη του Αριστοτέλη Ράπτη
Τι γίνεται κύριε Ράπτη με τις εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις; Είναι τόσο απαραίτητες κάθε τόσο;
Τα τελευταία 25 χρόνια κάθε υπουργός Παιδείας έκανε τη δική του «μεταρρύθμιση» εκτός από εκείνους που δεν προλάβαιναν και αναδομούνταν γρήγορα. Ο επόμενος υπουργός συνήθως αμφισβητούσε την προηγουμένη "μεταρρύθμιση" (έστω και αν ήταν υπουργός της ίδιας κυβέρνησης). Η «μεταρρύθμιση» είναι ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο και θλιβερό ελληνικό «προνόμιο» σε σύγκριση με όσα συμβαίνουν σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, στον όμιλο των οποίων φιλοδοξεί και η χώρα μας να ανήκει.
Αυτές οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις» περιορίζονται συνήθως σε επιφανειακές λύσεις, αφού ως επί το πλείστον έχουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός τους τη δομή των εκπαιδευτικών δικτύων, τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, τα συστήματα αξιολόγησης των μαθητών και των εκπαιδευτικών (εντοπίζοντας σε αυτά τα αίτια και τα μέσα θεραπείας των εκπαιδευτικών και οικονομικών κρίσεων), την εκπόνηση γενικόλογων και κλειστών αναλυτικών προγραμμάτων συγκεντρωτικού χαρακτήρα και, πάνω απ' όλα, τον καθορισμό και την οργάνωση της διδακτέας ύλης με τη συγγραφή σχολικών εγχειριδίων, που συνοδεύονται από μερικές σύντομες οδηγίες για τον εκπαιδευτικό. Εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, παιδαγωγικά εμπνευσμένων σχολικών βιβλίων, το αποτέλεσμα ήταν ένα συνεχές ράβε- ξήλωνε, ένας θόρυβος για το αν θα πρέπει να γράφει αυτό ή εκείνο το βιβλίο της Ιστορίας, σε ποια σημεία του βρίσκονται οι σωστές απαντήσεις των εισαγωγικών εξετάσεων, πόσα χωριστά μαθήματα να προστεθούν ή να καταργηθούν, ποιες είναι οι σωστές απαντήσεις στις εισαγωγικές εξετάσεις κ.ά.
Εκείνο όμως που περιέργως διαφεύγει από τις περισσότερες μεταρρυθμίσεις, είναι ο βασικός μοχλός και καταλύτης της εκπαιδευτικής διαδικασίας: ο δάσκαλος. Ως εκπαιδευτικός παράγοντας, δεν είχε μέχρι σήμερα σχεδόν καμία προτεραιότητα» .
Δηλαδή;
«Ο εκπαιδευτικός παρέμενε – και εξακολουθεί να παραμένει – στο περιθώριο του συστήματος, περιορισμένος στο να ασκεί ένα ρόλο υπαλληλικό, χωρίς ουσιαστικά εφόδια, χωρίς τη δυνατότητα να αναπτύσσει δημιουργικές πρωτοβουλίες και να συμβάλλει δυναμικά στην παραγωγή της γνώσης από τους μαθητές και από τον ίδιο σε προωθημένα επίπεδα μάθησης με αναβαθμισμένες διδακτικές μεθοδολογίες και με δημιουργική αξιοποίηση της διαθέσιμης εκπαιδευτικής τεχνολογίας, σε αντίθεση με τις προσδοκίες που η πολιτεία και η κοινωνία έχουν από το σύγχρονο παιδαγωγικό του ρόλο. Είναι υποχρεωμένος να διδάσκει το περιεχόμενο που άλλοι έχουν επιλέξει γι' αυτόν, χωρίς να έχει λάβει ποτέ μέρος σε καμία διαδικασία σχεδιασμού, επιλογής και ανάπτυξης του περιεχομένου αυτού. Η παροχή σε αυτόν σχολικών βιβλίων με ορισμένες άνωθεν οδηγίες διδασκαλίας, οι επίσημες ολιγοήμερες ενημερώσεις για τις τυχόν επιχειρούμενες αλλαγές και η ύπαρξη παροπλισμένων σχολικών συμβούλων (προϊόν και αυτοί του ίδιου συστήματος, με ελάχιστες θεσμικές δυνατότητες ουσιαστικής υποστήριξης του σχολείου), φαίνεται ότι θεωρούνταν αρκετές ενέργειες, για να κυλήσουν τα πράγματα «όπως-όπως».
Γιατί νομίζετε ότι συνέβαινε αυτό;
«Η παραμέληση του εκπαιδευτικού δεν συνέβαινε οπωσδήποτε εξαιτίας κάποιων συνειδητών και κατακριτέων προθέσεων των πολιτικών ηγεσιών, όσο εξαιτίας διαφόρων ιδεολογικών μυθευμάτων και άλλων εμποδίων, όπως οι εκάστοτε κυρίαρχες κοινωνικο-πολιτικές δομές και οι δυναμικές της αγοράς εργασίας, οι ατελείς επιστημονικές και εκπαιδευτικές εμπειρίες των θεσμοθετούντων και των εκπαιδευτικών σχεδιαστών, οι ταξικές και οι συντεχνιακές πιέσεις της εποχής, οι αυξημένες βλέψεις της ελληνικής οικογένειας για πανεπιστημιακή εκπαίδευση, η έλλειψη συνέχειας της εκπαιδευτικής πολιτικής, έρευνας, συνέργιας και συστημικής οργάνωσης των εκπαιδευτικών φορέων κ.ά.»
Υποστηρίζετε λοιπόν ότι ότι η αναβάθμιση των διδακτικών και παιδαγωγικών δεξιοτήτων και εμπειριών του δασκάλου δεν έχει ακόμη τύχει της δέουσας προσοχής και της προτεραιότητας που της αξίζει από την πολιτεία;
«Ακριβώς. Ό,τι και να κάνουν οι «μεταρρυθμιστές», τίποτε ουσιαστικό δεν θα αλλάξει, αν δεν αναβαθμιστεί η ποιότητα της μαθησιακής διαδικασίας μέσα στην τάξη, αν ο εκπαιδευτικός δεν μάθει – και δεν υποστηριχθεί κατάλληλα, να διδάσκει αλλιώς! Πέρασε ο καιρός που θεωρούσαμε ότι η μάθηση των μαθητών, αλλά και των ίδιων των εκπαιδευτικών, είναι μία μηχανική διαδικασία παροχής οδηγιών, μία διαδικασία μετάδοσης ή απλής αναπαραγωγής έτοιμων γνώσεων. Τώρα πλέον γνωρίζουμε ότι η μάθηση και η διδασκαλία είναι διαπραγμάτευση δυσνόητων εννοιών και ιδεών, είναι σχέση και επικοινωνία, είναι κατάθεση ψυχής. Χρειάζεται γνώση, τέχνη και εμπειρία για να καταφέρουν οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί να δημιουργήσουν για τους μαθητές τους ένα γόνιμο μαθησιακό περιβάλλον αξιοποιώντας σημαντικές αρχές της παιδαγωγικής και της διδακτικής επιστήμης, εφαρμόζοντας τις κατάλληλες μεθοδολογίες, μετασχηματίζοντας τη διδακτέα ύλη σε ποικίλες μαθησιακές δραστηριότητες, ενεργοποιώντας και δίνοντας κατάλληλα κίνητρα και ευκαιρίες μάθησης σε όλους τους μαθητές – ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, τις λανθάνουσες δυνατότητες και τους προσωπικούς τους τρόπους μάθησης – και καλλιεργώντας ένα κλίμα δημοκρατικό, ανθρώπινο, συνεργατικό μέσα στην τάξη.
Με λίγα λόγια, ο κατάλληλα εκπαιδευμένος δάσκαλος είναι εκείνος, που θα μπορέσει να δώσει στα διδακτικά μέσα πνοή, να αντισταθμίσει τις αδυναμίες του κακού βιβλίου, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να επινοήσει λύσεις και να αναπτύξει καινοτομίες, να «σκηνοθετήσει» μαθησιακές δραστηριότητες, να αυτοσχεδιάσει επιστημονικά με βάση την επικαιρότητα και τις ανάγκες των μαθητών, να επιλέξει το βάρος που θα δοθεί σε συγκεκριμένους στόχους, να ανταποκριθεί στα κενά του απρόβλεπτου, να προσφέρει την κατάλληλη σκαλωσιά της μάθησης τη στιγμή που υπάρχει η ανάγκη, να μετατρέψει την ψυχρή τάξη σε παραγωγικό εργαστήρι και κόσμο δημιουργικό, να βελτιώνεται συνεχώς αξιοποιώντας τους διαθέσιμους θεσμούς και τα σύγχρονα μέσα αυτομόρφωσης.
Εκπαιδευτικός: ο κρίσιμος καταλύτης της μάθησης
Από ό,τι καταλαβαίνω, πιστεύετε ότι στη χώρα μας δεν παρέχονται στους εκπαιδευτικούς κατάλληλα εκπαιδευτικά και επαγγελματικά εφόδια για να ασκήσει το δύσκολο έργο του. Τα βιβλία, τα διδακτικά μέσα και οι υπολογιστές δεν βοηθούν την κατάσταση;
«Ασφαλώς όλα βοηθούν, όλα απαιτούν όραμα, σχεδιασμό και οργάνωση. Σε μια εποχή όμως που διακηρύττουμε την ανάπτυξη της κριτικής και δημιουργικής σκέψης, της ενίσχυσης των κοινωνικών, δεξιοτήτων και των πολύπλευρων προσωπικών δυνατοτήτων των μαθητών της συνεργατικής μάθησης και της διαφοροποιημένης διδασκαλίας, το ζήτημα δεν είναι τόσο αν έχουν οι μαθητές και οι δάσκαλοι βιβλία, διδακτικά μέσα και υπολογιστές, όπως ο περισσότερος κόσμος και οι πολιτικοί νομίζουν, αλλά το τι κάνουν με αυτά. Πώς θα καταφέρουν δηλαδή οι εκπαιδευτικοί να σχεδιάσουν δημιουργικά τις διδακτικές τους παρεμβάσεις, να διδάξουν και να μάθουν διαφορετικά από τον καθιερωμένο, συγκεντρωτικό και παθητικό τρόπο της παραδοσιακής διδασκαλίας, μιας και ο ρόλος τους σήμερα υποτίθεται ότι έχει αλλάξει από καιρό. Ας μην ξεχνάμε ότι το ευνοϊκό αυτό για τη μάθηση περιβάλλον δεν το δημιουργούν οι υπουργοί και οι εκπαιδευτικοί σχεδιαστές με τις θεωρητικές προθέσεις τους, με τη λήψη διοικητικών μέτρων και με την εκπόνηση ενός συνόλου αφηρημένων ή απρόσωπων οδηγιών, που συνοδεύονται από σύντομα ενημερωτικά σεμινάρια και μόνον. Το δημιουργεί ο έμπειρος και παιδαγωγικά εμπνευσμένος δάσκαλος, σε συνεργασία με τους μαθητές και τους άλλους φορείς της εκπαιδευτικής κοινότητας. Πρόκειται για το πιο κρίσμο σημείο οποιασδήδοπτε αλλαγής στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο όμως προσεγγίζεται από την επίσημη εκπαιδευτική πολιτική επιφανειακά, πρόχειρα, αποσπασματικά, με παλαιωμένες αντιλήψεις».
Αφού εξηγήσετε γιατί θεωρείτε την πολιτική της ενίσχυσης της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής ανάπτυξης των εκπαιδευτικών κομβικό στοιχείο μίας αναγκαίας εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, μπορείτε να μας πείτε αν σας βρίσκουν σύμφωνο τα μέτρα που προτείνονται από το Υπουργείο Παιδείας στον τομέα αυτό;
«Ας δούμε πρώτα το ζήτημα της δυσκολίας και της μακροχρόνιας προετοιμασίας που προϋποθέτει η ανάπτυξη των διδακτικών, παιδαγωγικών και δια-προσωπικών δεξιοτήτων που αναφέραμε ότι απαιτεί σήμερα το έργο και ο ρόλος του σύγχρονου εκπαιδευτικού όλων των βαθμίδων: πρόκειται για γνώση και εμπειρία που δεν υπάρχει κάπου έτοιμη προς κατανάλωση, αλλά χρειάζεται να κατασκευαστεί ενεργά – και με κατάλληλη βοήθεια στην πράξη – από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, όπως ακριβώς συμβαίνει και με κάθε μαθητευόμενο. Σχολικά βιβλία μπορούν να γραφούν, κτίρια μπορούν να χτιστούν, εργαστήρια μπορούν να δημιουργηθούν, εκπαιδευτικά δίκτυα μπορούν να αναδομηθούν, αποφάσεις για τις εισαγωγικές εξετάσεις και για την αξιολόγηση εκπαιδευτικών και μαθητών μπορούν να νομοθετηθούν μέσα σε ένα χρόνο. Ο μετασχηματισμός όμως του ανθρώπινου δυναμικού της εκπαίδευσης δεν είναι τόσο εύκολη, ούτε απλή και ανώδυνη υπόθεση, όσο έχουμε αφεθεί να πιστεύουμε, ούτε πραγματώνεται αυτόματα και αυτονόητα από τον εκπαιδευτικό με τη λήψη ενός πτυχίου ή με την πάροδο του χρόνου μέσα στην τάξη, χωρίς τη συμβουλευτική υποστήριξη έμπειρων εκπαιδευτών, ακαδημαϊκών φορέων και συστηματικών, ανανεωμένων εκπαιδευτικών-επιμορφωτικών προγραμμάτων, χωρίς τη συνέργια πολλών εκπαιδευτικών και κοινωνικών φορέων. Πανεπιστήμια, Υπουργείο, σχολικοί σύμβουλοι, επιμορφωτικοί θεσμοί, τοπική αυτοδιοίκηση, όλοι χρειάζεται να ανανεωθούν, να εκσυγχρονιστούν και να συνεργαστούν σε οργανωμένα προγράμματα ως ένα βιώσιμο σύστημα με συνέχεια και συνέπεια, αν θέλουμε να προγματοποιήσουμε ένα από τα πολιτιστικά άλματα που έχει ανάγκη ο τόπος μας, επενδύοντας στο ανθρώπινο δυναμικό της εκπαίδευσής μας. Αυτού του είδους η συνέργια δυστυχώς απουσιάζει ακόμη στον τόπο μας με ευθύνη όλων των ενδιαφερομένων φορέων.
Με όσα προανέφερα, επιχειρώ να δείξω, από τη μια πλευρά, ότι, σε τελευταία ανάλυση, η οποιαδήποτε μεταρρυθμιστική προσπάθεια στο σχολείο δεν μπορεί παρά να περάσει παρά μέσα από τον εκπαιδευτικό και, από την άλλη, ότι η μέχρι τώρα αγνόηση των αναγκών του εκπαιδευτικού μάς οδηγεί στο να αναλογιστούμε τις ευθύνες της πολιτείας και της εκπαιδευτικής ηγεσίας, ειδικότερα, για τη μεγάλη υστέρηση που υπάρχει στον τομέα αυτό στη χώρα μας, αφού και η εκπαίδευση και τα συστήματα υποστήριξης και επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, για την ανταπόκρισή τους στις απαιτήσεις του σύνθετου, ευαίσθητου και απαιτητικού έργου τους, είναι ανεπαρκή. Έτσι ο φαύλος κύκλος της εκπαιδευτικής μας ανάπτυξης φαίνεται ότι θα μείνει για καιρό ακόμη μαζί μας, όσο τουλάχιστον οι εκπαιδευτικοί μας ταγοί θα συνεχίζουν να διαχειρίζονται τόσο επιπόλαια το πρόβλημα .
Πώς ερμηνεύετε τη μειωμένη αυτή φροντίδα για την επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών; Ισχύει αυτή και για τους πανεπιστημαικούς δασκάλους;
«Βεβαίως, το παιδαγωγικό έλλειμμα ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς των ανωτάτων ιδρυμάτων. Μόνο που εκείνοι, λόγω της θέσης και της σχετικής αυτονομίας, των παρατεταμένων σπουδών και των μορφωτικών ευκαιριών και των προχωρημένων σπουδών που απολαμβάνουν, φέρουν μεγαλύτερο βάρος ευθύνης. Πολύ δε περισσότερο που εκείνοι δημιουργούν το φυτώριο των μελλοντικών εκπαιδευτικών του συστήματος. Γενικά, η τριτοβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας δεν είναι άμοιρη διαρθρωτικών προβλημάτων, όπως εξ' άλλου και όλοι οι άλλοι εκπαιδευτικοί και κοινωνικοί φορείς.
Οι λόγοι της παραμέλησης του παράγοντα του δασκάλου στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης έχουν επανειλημμένα αναφερθεί από πολλούς μελετητές. Οι κυριότεροι από τους λόγους αυτούς αποδίδονται στην προσπάθεια του στρεβλά αναπτυσσόμενου νεοελληνικού και μετεμφυλιακού κράτους για αυστηρό κοινωνικό και ιδεολογικό έλεγχο μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία, πράγμα που θα εμποδιζόταν με έναν εκπαιδευμένο και σκεπτόμενο δάσκαλο και με ένα αποκεντρωμένο αναλυτικό πρόγραμμα, που θα του έδινε ελευθερία ιδεών, πρωτοβουλιών και δράσεων. Στις μέρες μας βέβαια αυτός ο λόγος έπαψε να υπάρχει, όμως τόσο οι τάσεις αυτοσυντήρησης του συστήματος, όσο και η άγνοια των πολιτικών ιθυνόντων για το τι πραγματικά σημαίνει μάθηση, πώς μαθαίνουν οι μαθητές και οι δάσκαλοι, ποιες οι προϋποθέσεις για την ύπαρξη θετικού κλίματος και ανθρώπινης επικοινωνίας μέσα στην τάξη κτλ., τους κάνει να θεωρούν ικανοποιητικές τις πρόχειρες λύσεις που δίνουν, όπως είναι τα προγράμματα των Περιφερειακών Επιμορφωτικών Κέντρων (ΠΕΚ) και τα σύντομα σεμινάρια που γίνονται με την ευκαιρία της απορρόφησης των ευρωπαϊκών κονδυλίων. Όλοι μας, ακόμη και οι πολιτικοί, είτε είμαστε δέσμιοι των δικών μας παλιομοδίτικων προτύπων εκπαίδευσης, είτε αδυνατούμε να μετατρέψουμε με συνέπεια και επιτυχία τη θεωρία σε πράξη.
Ανάγκη συνθετικών και συναινετικών διαδικασιών.
Πώς βλέπετε όμως γενικά τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της νέας κυβέρνησης ειδικά στο θέμα της εισαγωγής των Νέων Τεχνολογιών στην Εκπαίδευση;
Προσπάθειες γίνονται. Άλλες είναι ώριμες και διέπονται από μία καταξιωμένη φιλοσοφία, ενώ άλλες σκοντάφτουν σε ατελείς θεωρήσεις, εμπόδια, φοβίες και εσωτερικές αντιφάσεις. Κάτι προσπαθούν να βελτιώσουν στον τομέα της επιλογής και αξιολόγησης των εκπαιδευτικών, όμως το πρόβλημα που προανέφερα παραμένει ανοιχτό. Θα φέρω μόνο ένα αρνητικό παράδειγμα, που σχετίζεται με όσα ανέφερα προηγουμένως. Πρόκειται για το ζήτημα της εκπαιδευτικής πολιτικής στον τομέα της ένταξης και αξιοποίησης των Νέων Τεχνολογιών στην ελληνική εκπαίδευση, που προβληματίζει ιδιαίτερα εδώ και πολλά χρόνια τους ειδικούς στο χώρο αυτό. Τολμώ μάλιστα να πω ότι η όλη φιλοσοφία και τα μέτρα που παίρνονται είναι εξαιρετικά λανθασμένα και απογοητευτικά, τα οποία μπορούν να αποδοθούν είτε σε άγνοια και επιπολαιότητα, είτε σε επιρροές άσχετων με τα εκπαιδευτικά ζητήματα ημετέρων που απαρτίζουν εισηγητικές επιτροπές, ακόμη και σε μη συνειδητή σύμπλευση με ισχυρούς παράγοντες που, διακατεχόμενοι από προσωπικά ή συντεχνιακά συμφέροντα βρίσκονται σε διάφορες θέσεις στα υπουργεία και επηρεάζουν τις πολιτικές αποφάσεις στο θέμα αυτό.
Παρόλο που δεν μου αρέσει να εκφράζομαι με τέτοιου χαρακτηρισμούς και με τέτοιο απόλυτο τρόπο, το κάνω εν γνώσει μου διότι πρόκειται για ένα από τα ακραία δείγματα παρανόησης, στενοκεφαλιάς και πεισματικής προσκόλλησης σε ακατάλληλες για την εκπαίδευση προσεγγίσεις του εν δυνάμει ευεργετικής συμβολής των Νέων Τεχνολογιών στη μαθησιακή διαδικασία, που όχι μόνο ταλανίζει την εκπαίδευσή μας εδώ και πολλά χρόνια, αλλά ευθύνεται και για την απώλεια σημαντικών ευκαιριών αναγέννησης του εκπαιδευτικού και κοινωνικού μας συστήματος καθώς και για μία υστέρηση στη χώρα μας στον τομέα αυτό με απρόβλεπτες, επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της παραγωγικής και κοινωνικής μας ζωής. Και δεν το υποστηρίζω μόνον εγώ, που ασχολούμαι με το θέμα από τις αρχές του '80, αλλά και όλη σχεδόν η σχετική με το θέμα πανεπιστημιακή κοινότητα, που έχει σχηματίσει Ένωση ειδικών εμπειρογνωμόνων στο χώρο αυτό.
Πού βασίζετε αυτές τις σοβαρές καταγγελίες;
Είναι μια μακρά ιστορία, που θα μπορούσαμε ίσως να διαφωτίσουμε σε μία άλλη ευκαιρία. Για να γίνω περισσότερο κατανοητός, πολύ σύντομα και απλά, θα εξηγήσω μόνον ότι το ζήτημα της εισαγωγής των ΝΤ στην Εκπαίδευση έχει δύο όψεις:
α) τη διδασκαλία της Πληροφορικής ως γνωστικού αντικειμένου (που αφορά είτε την εκμάθηση της απλής χρήσης του υπολογιστή για τις καθημερινές ανάγκες, είτε την εισαγωγή των μαθητών στην επιστήμη και τα επαγγέλματα της Πληροφορικής) και
β) την παιδαγωγική αξιοποίησή των ΝΤ σε όλα τα μαθήματα και όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, Με βάση τη σχετική διεθνή βιβλιογραφία και εμπειρία, είναι πλέον γενικά παραδεκτό ότι οι ΝΤ διαθέτουν εξαιρετικές δυνατότητες και παρέχουν πρωτόγνωρες προκλήσεις στους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές για την αλλαγή του μαθησιακού περιβάλλοντος στο σχολείο και την αναβάθμιση της εκπαίδευσης γενικότερα. Οι διευκολύνσεις αυτές δεν αφορούν μόνον την πρόσβαση στις πληροφορίες και τη χρήση του Ίντερνετ, ούτε την αψυχολόγητη χρήση των διαφόρων ειδών λογισμικού του υπολογιστή και των πολυμέσων που μοιάζουν με πργραμματισμένη μάθηση ή απλά ηλεκτρονικά βιβλία. Αφορούν την παιδαγωγική χρήση δυναμικών, προσομοιωτικών και πειραμματικών εργαλείων του υπολογιστή στα διάφορα μαθήματα και τις λειτουργίες του σχολείου, που με τον κατάλληλο σχεδιασμό της διαδικασίας από τον εκπαιδευτικό, μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να λειτουργήσουν σε επίπεδα περισσότερο κριτικής, διερευνητικής, ανακαλυπτικής, αυτόνομης και συνεργατικής μάθησης. Οι διευκολύνσεις αυτές δεν είναι τόσο γνωστές στο ευρύτερο κοινό, στους γονείς, ακόμη και σε πολλούς εκπαιδευτικούς και πολιτικούς ιθύνοντες.
Όπως εξήγησα και προηγουμένως, η ευεργετική χρήση της σύγχρονης τεχνολογίας δεν είναι δεδομένη και αυτονόητη, αλλά συντελείται κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, που όταν απουσιάζουν, είναι δυνατόν να οδηγήσουν ακόμη και στην ενίσχυση των ανεπιθύμητων χαρακτηριστικών του παραδοσιακού σχολείου, αντί για την υπέρβασή τους. Αποτελεί μάλιστα το πιο τρανταχτό παράδειγμα συνάρτησης των αποτελεσμάτων της εκπαιδευτικής τεχνολογίας από την ποιότητα του διδακτικού πλαισίου που ο έμπειρος – τόσο εκπαιδευτικά όσο και τεχνολογικά – εκπαιδευτικός θα μπορέσει να σχεδιάσει και να εφαρμόσει για τους μαθητές του. Διότι, εκείνο που θα προσδώσει αξία στις ΝΤ, είναι η παιδαγωγική μάλλον χρήση των δυνατοτήτων τους και όχι τόσο η τεχνολογική διάστασή τους καθ' εαυτή.
Δυστυχώς όμως οι διάφορες μέχρι τώρα κυβερνήσεις επιμένουν να προσεγγίζουν το θέμα μόνον με την πρώτη τους διάσταση, δηλαδή την καθαρά τεχνολογική και όχι την ολοκληρωμένη και παιδαγωγική. Αυτό φαίνεται από πολλά μέτρα που σχεδιάζονται ή που έχουν παρθεί, όπως ο διορισμός των ειδικών της Πληροφορικής στο Δημοτικό σχολείο, κάτι που με διάφορους τρόπους έχουμε υποστηρίξει ότι είναι άσκοπο και ασυνεπές με τους στόχους της δημοτικής εκπαίδευσης, τις ανάγκες των παιδιών μικρής ηλικίας, αλλά και τεράστια απώλεια ευκαιριών αναβάθμισης του μαθησιακού περιβάλλοντος με τις ποικίλες ευεργετικές συνέπειες για την πολύπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας των μαθητών. Επί πλέον, χωρίς παιδαγωγικά εκπαιδευμένους στην αξιοποίηση των ΝΤ εκπαιδευτικούς, οι κίνδυνοι από τις παρενέργειες της κακής χρήσης τους, όπως αυτοί της κατάχρησης του διαδικτύου, της εξάρτησης από τον υπολογιστή και της συνεχούς ενασχόλησης με αντιπαιδαγωγικά παιχνίδια, είναι ορατοί καθημερινά και αυξημένοι.
Ένα ακόμη δείγμα αυτής της στενόμυαλης τεχνοκεντρικής και επικίνδυνης για τους μικρούς μαθητές προσέγγισης του θέματος της ένταξης των ΝΤ στην εκπαίδευση, είναι και η απόφαση του Υπουργείου Παιδείας να αγοράσει με κρατικά κονδύλια ειδικούς φορητούς υπολογιστές υψηλού σχετικά κόστους για δωρεάν διανομή σε όλους τους μαθητές του Γυμνασίου. Αποτέλεσμα, χωρίς να έχει προηγηθεί κατάλληλη εκπαίδευση των εκπαιδευτικών, τα οφέλη της αξιοποίησής τους είναι δυσανάλογα μικρά σε ςσχέση με τα οφέλη της διάθεσης των κονδυλίων αυτών για τη δημιουργία γνωσιακής και εμπειρικής υποδομής των ίδιων των εκπαιδευτικών με κατάλληλα σχεδιασμένα προγράμματα, που συνδυάζουν την παιδαγωγική με την τεχνολογική κατάρτιση.
Χαρακτηριστικό της ασχετοσύνης και του γραφειοκρατικού συγκεκτρωτισμού του Υπουργείου στον τομέα αυτό είναι κάτι που και εγώ προσωπικά βιώνω εδώ και χρόνια: Το Υπουργείο υποτιμά την αξία των μεταπτυχιακών σπουδών διετούς διάρκειας των φοιτητών ειδικής κατεύθυνσης στα Παιδαγωγικά Τμήματα των πανεπιστημίων, τα οποία συνδυάζουν υψηλού επιπέδου παιδαγωγική και εμπειρική γνώση με την κατάλληλη για εκπαιδευτικούς τεχνολογική κατάρτιση (και θεωρούνται σε όλο τον κόσμο η ιδανική λύση για εκπαιδευτικούς) και αναγνωρίζεται το δικαίωμα της διδασκαλίας και χρήσης των σχολικών εργαστηρίων μόνον από τους τεχνολόγους της Πληροφορικής ή όσους άσχετους εκπαιδευτικούς έτυχε να λάβουν κάποια από τις ταχύρρυθμες και χαμηλού επιπέδου επιμορφώσεις του Υπουργείου Παιδείας!
Η νοοτροπία αυτή δείχνει ακόμη μία φορά πόσο υποτιμάται η προϋπόθεση της παιδαγωγικής ενδυνάμωσης των εκπαιδευτικών και γενικότερα το πολιτιστικό έλλειμμα στο οποίο έχουν καταδικαστεί οι εκπαιδευτικοί. Αντανακλάται όμως και στο δημόσιο λόγο της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ, που χωρίς, να έχουν επίγνωση του παιδαγωγικού ελλείμματος που προανέφερα και των κινδύνων που απορρέουν από αυτό, μιλούν για τη δημιουργία του ψηφιακού σχολείου, την προμήθεια των μαθητών με βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή, τον τεχνολογικό εξοπλισμό της τάξης για χωρίς βοήθεια προς τους εκπαιδευτικούς να μάθουν να τον χρησιμοποιούν παιδαγωγικά κτλ. Δυστυχώς, το ευρύ κοινό μην γνωρίζοντας τα νέα δεδομένα και τους συναφείς κινδύνους, υποδέχεται με χαρά αυτές τις εξαγγελίες τεχνολογικού χαρακτήρα, αποπροσανατολίζεται και αδυνατεί να ασκήσει κριτική στην κυβερνητική πολιτική και των δύο κομμάτων της εξουσίας, μια που η στενά τεχνοκεντρική φιλοσοφία φαίνεται να έχει υπερισχύσει και στα δύο κόμματα εξουσίας, ενώ η αντιπολίτευση παραμένει ανενημέρωτη και αδιάφορη πάνω στα θέματα αυτά