H θρησκεία ως κρατική υπηρεσία
Του Περικλή Κοροβέση*
Ολα τα παιδιά, σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής τους, θέτουν στους γονείς τους αλλεπάλληλα ερωτήματα. Αλλα μπορούν να απαντηθούν και άλλα όχι. Και σε κάποια στιγμή μπαίνει το ερώτημα, συνήθως στον μπαμπά -παραδοσιακά αυτός είναι ο σοφός αρχηγός-, για το ποιος έφτιαξε τον κόσμο. Και η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι: ο Θεός.
Μετά ακολουθεί ένα ακόμα πιο σύνθετο ερώτημα: «Και τον Θεό ποιος τον έκανε;». Η σίγουρη απάντηση είναι πως τον Θεό δεν τον έφτιαξε κανείς. Υπήρχε πάντα από μόνος του. Αλλά αυτή η απάντηση δεν μοιάζει να ικανοποιεί το παιδί. Και συνεχίζει να ταλαιπωρεί τον μπαμπά του, μέχρι να επέμβει κατασταλτικά η μαμά νουθετώντας το βλαστάρι της, πως αυτά δεν είναι πράγματα για την ηλικία του.
Θα τα μάθει όταν μεγαλώσει. Ψευδής φυσικά διαβεβαίωση, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν χωρίς να έχουν καταλάβει κάτι, γιατί ξέχασαν τα παιδικά τους ερωτήματα. Και ο άνθρωπος που δεν ρωτάει και δεν αμφισβητεί είναι κλινικά νεκρός, ένα αναπνέον πτώμα που περπατάει. Και κατά κανόνα αυτοί οι άνθρωποι διαμορφώνουν τις μεγάλες πλειοψηφίες που αναγνωρίζονται σε ένα κέντρο, πολιτικό ή θρησκευτικό ή και τα δύο μαζί. Με άλλα λόγια, η σιωπηλή πλειοψηφία. Δηλαδή αυτοί οι άνθρωποι που δεν έχουν λόγο.
Ολοι ξέρουμε πως γύρω από το παιδικό αυτό ερώτημα υπάρχουν δύο στρατόπεδα: αυτοί που είναι άθεοι και αυτοί που είναι θρήσκοι. Κατά μία αφελή προσέγγιση, οι άθεοι είναι οι προοδευτικοί, και οι θρήσκοι, σκοταδιστές και αντιδραστικοί. Αλλά υπάρχει και μια άλλη προσέγγιση. Αυτή του μεγάλου θρησκειολόγου Βάλτερ Σούμπαρτ, που τα ίχνη του εξαφανίστηκαν μυστηριωδώς. Εβραίος γαρ.
Στο βιβλίο του «Θρησκεία και Ερως» (εκδόσεις Ολκός) λέει: «Κάθε συζήτηση για τον Θεό είναι επιτρεπτή, εκτός από μία: ότι δεν υπάρχει. Βέβαια δεν μπορεί να αποδειχθεί η ύπαρξή του, αλλά ούτε και να αμφισβητηθεί. Πρέπει να πιστεύει κανείς σ’ αυτόν, πράγμα που σημαίνει: πρέπει να τον βιώνει.
Οπου ο Θεός βιώνεται, καμιά απόδειξη δεν έχει ισχύ, και όπου έχει βιωθεί, δεν απαιτείται καμιά απόδειξη». Αν λοιπόν η πίστη είναι βίωμα, εξ ου και δεν μπορεί να διδαχτεί, δεν είναι αντικείμενο μάθησης, αλλά μύησης, μπορεί να είναι μονοπώλιο ενός κρατικού οργανισμού; Φυσικά μιλάμε για την Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδας, που ενώ είναι αναπόσπαστο μέρος μιας «διεθνούς» Ορθοδοξίας, πώς μπορεί να αποτελείται από περίπου δέκα χιλιάδες ιερείς-δημόσιους υπαλλήλους;
Μια μικρή παρένθεση για τον όρο «διεθνής». Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η Εκκλησία της Ελλάδας είναι αναπόσπαστα ενωμένη δογματικά με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινούπολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού, άρα είναι οικουμενική θρησκεία, και όχι ελληνορθόδοξη, όπως χαρακτηρίστηκε υποτιμητικά από τη Δύση.
Το πραγματικό όνομα της Θρησκείας είναι: Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Πουθενά δεν χαρακτηρίζεται ελληνική. Στο σημείο που μια θρησκεία ταυτίζεται με το κράτος, μπαίνει στην υπηρεσία του, και το κράτος εκμεταλλεύεται το κύρος της και τη δύναμή της, για να εδραιώσει την εξουσία του. Απόδειξη το Σύνταγμα που είναι «εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος». Δηλαδή το παλιό «ελέω Θεού Μονάρχης» γίνεται το προοίμιο του Συντάγματος με άλλη διατύπωση.
Ετσι, κάθε έγκλημα του κράτους -φασιστικά πραξικοπήματα, εκτελέσεις, φυλακίσεις, εξορίες κ.λπ.- δικαιολογείται γιατί γίνεται στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Ξέρουμε πως ο Εθνοφυλετισμός, δηλαδή η ταύτιση έθνους-κράτους με Ορθοδοξία είναι αίρεση και έχει καταδικαστεί από το Πατριαρχείο.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να λέγαμε την Εκκλησία της Ελλάδας αιρετική; Ο,τι και να πούμε εμείς δεν μετράει. Αυτή είναι δουλειά των θεολόγων και των σοφών χριστιανών που υπερασπίζονται την πίστη τους. Αυτό που μπορούμε να πούμε εμείς ως πολίτες είναι πως μια κρατική υπηρεσία είναι ακατάλληλη να διαχειριστεί θέματα πίστης.
Γίνεται ιδεολογία του κράτους και ως εκ τούτου παύει να είναι θρησκεία. Γίνεται πολιτικό κόμμα, ζητάει μερίδιο από την εξουσία και φυσικά νέμεται και τα οφέλη της. Και αυτό το βλέπουμε καθαρά στις παρεμβάσεις κάποιων μητροπολιτών που υποστηρίζουν τις θέσεις της εγκληματικής οργάνωσης Χρυσή Αυγή.
Εντούτοις υπάρχει και η Θεολογία της Απελευθέρωσης που άνθησε στη Λατινική Αμερική και είχε τον δικό της Τσε Γκεβάρα: τον Καμίλο Τόρες, τον παπά που έγινε αντάρτης και δολοφονήθηκε άγρια. Οπως έγραφε ο εκδότης του περιοδικού «Σύναξις» (ένα από τα πιο έγκυρα περιοδικά για θέματα θρησκείας), Θανάσης Παπαθανασίου, στην «Ελευθεροτυπία»: «Τα κόκαλα του Τσε βρέθηκαν. Οχι όμως του Καμίλο Τόρες».
Μπορεί κανείς να υποθέσει βάσιμα πως τον βασάνισαν βάναυσα, τον κατακρεούργησαν και τον διαμέλισαν εξαφανίζοντας κάθε ίχνος του. Για να μην μπορούν τα λείψανά του να μιλήσουν για τα μαρτύρια που τράβηξε. Δηλαδή, έχουμε παπάδες με τον λαό και όχι με το κράτος. Εχουμε κι εμείς τέτοιους. Για αυτούς θα μιλήσουμε σε ένα επόμενο σημείωμα.
ΠΗΓΗ: 20.10.2017, https://www.efsyn.gr/arthro/h-thriskeia-os-kratiki-ypiresia