Οι νέοι Φιλελεύθεροι
Το πολυθρύλητο πια τέλος της μεταπολίτευσης, πριν πλησιάσει ως πραγματικότητα, έχει υπάρξει αντικείμενο πόθου από πολλές πλευρές.
Του Νικόλα Σεβαστάκη*
Προς διευκρίνιση: οι νέοι φιλελεύθεροι δεν είναι νεοφιλελεύθεροι. Ή δεν είναι κατά βάση νεοφιλελεύθεροι. Παρά το ότι αναγνωρίζουν την «ελεύθερη οικονομία» ως τον αξεπέραστο ορίζοντα της εποχής και μάλλον ως την οριστική μορφή του ανθρώπινου Λόγου, παρά το ότι γοητεύονται από τη συγκινητική φιγούρα του επιχειρηματία-δημιουργού καινοτομίας, η αιχμή των παρεμβάσεών τους είναι μια ορισμένη πολιτισμική κριτική. Κατά κάποιον τρόπο ανακαλύπτουν πράγματα που στη Γαλλία των αρχών του '80 αποτελούσαν το αντι-ολοκληρωτικό ρεύμα. Οι ιδέες και αξίες στις οποίες αναγνωρίζονται είναι ο υπεύθυνος ατομικισμός, η καταγγελία του μεγάλου κράτους, η αντίθεση στα άκρα και στους «εξτρεμισμούς».
Συχνά υιοθετούν έναν σκεπτικιστικό φιλελευθερισμό για να λοιδορήσουν τον αιώνιο αρχαϊσμό της Αριστεράς ή τη μετριότητα του πολιτικού προσωπικού της Δεξιάς. Το κοινό πεδίο στο οποίο κινούνται είναι η υπεράσπιση του «ορθολογισμού» απέναντι στη νεοελληνική «παράνοια». Άλλοι επενδύουν στους κανόνες τής – δικής τους βεβαίως – κοινής λογικής και άλλοι στην επινόηση μιας νέας πολιτικής, περισσότερο συμπονετικής και χαρούμενης, μακριά από τις κακές ουτοπίες και τις αγωνιστικές ταυτότητες. Προς Θεού, «όχι άλλοι αγώνες» γράφει αηδιασμένος ένας από τους πρωτοπόρους του χώρου στο «Κυριακάτικο Βήμα».
Οι νέοι φιλελεύθεροι θέλουν να είναι το κόμμα της κίνησης, της ανοιχτόμυαλης διαθεσιμότητας, της πρόθυμης προσαρμογής στα θαυμαστά κελεύσματα της νέας εποχής. Παρ' όλα αυτά, επειδή πιστεύουν ότι βασικός αντίπαλος του εκπολιτισμού των ηθών είναι η σκληρή πολιτική, αναζητούν όλο και συχνότερα τη φιλική συνδρομή των δυνάμεων της τάξης, των άγρυπνων φυλάκων της δημοκρατίας μας. Ο αντι-αυταρχισμός τους είναι κυρίως πολιτισμικός.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι ο συγκεκριμένος χώρος πιστεύει πως αντιπροσωπεύει μια αντικομφορμιστική προσέγγιση στην παρούσα κρίση. Αλλά η ουσία των όσων διακινούν είναι η πιο κοινότοπη αντίληψη περί συλλογικής ευθύνης για τα ελληνικά δεινά. Το κακό ανάγεται στην ηθική τού νεοέλληνα, στο ότι δεν έκανε τα «αυτονόητα» όταν έπρεπε και τώρα πληρώνει τη γαϊδουριά του. Η νεοελληνική μιζέρια, οι συναισθηματικές υπερβολές, ο λαϊκισμός των διαδηλώσεων, η κοινωνική βία, η ξύλινη γλώσσα: ιδού οι αιτίες της κρίσης. Χάσαμε το μέτρο, λένε. Ωραία. Και πώς συνέβη αυτό; Ποιοι ιδεολογικοί μηχανισμοί, ποιες εικόνες πλούτου και ευημερίας, ποια life style εγχειρίδια ευφορίας συνέβαλαν στις αυταπάτες; Δεν υπάρχουν όλα αυτά τα χρόνια ηγεμονικοί μηχανισμοί διαμόρφωσης των πεποιθήσεων ή μήπως όλα τούτα ήλθαν από τον ουρανό;
Αλλά για τους νέους φιλελεύθερους ουσιαστικά δεν υφίσταται κοινωνικό πρόβλημα. Ή αν υπάρχει, αφορά μόνο τους απολύτως φτωχούς, τους αποδεδειγμένα αποκλεισμένους, τις ευπαθείς ομάδες. Οπως θα έλεγε και ο Φλομπέρ, το κοινωνικό πρόβλημα (ανισότητες, εργασιακή βία, εργοδοτικός δεσποτισμός) είναι απώθηση ενός πολύ πιο σημαντικού προβλήματος, το οποίο είναι η άνοδος της βλακείας, ο θρίαμβος της ανοησίας.
Η σημερινή μετάφραση αυτής της υποθήκης είναι ανησυχητική. Εμφανίζεται με την ανακύκλωση των συνθημάτων του αντι-λαϊκιστικού – αλλά πάντοτε υπέρ πλουσίων και ισχυρών – εκσυγχρονισμού. Εκδηλώνεται στη μορφή μιας σωφρονιστικής ηθικολογίας, η οποία αθωώνει τις πολιτικοεπιχειρηματικές ελίτ για να κατακεραυνώσει απλώς κάποιες κραυγαλέες και ασυμμάζευτες περιπτώσεις. Ως προς τούτο υπάρχει μια συνέχεια: στην άποψη ότι το όλο πρόβλημα της Ελλάδας είναι το κακό γούστο, το ύφος της εξουσίας, η άσχημη αισθητική, το κιτς. Πολύ παλιά ιδέα, που επανέρχεται για να διανθίσει το έξυπνο ύφος των νέων φιλελεύθερων.
Οι νέοι φιλελεύθεροι συχνά ισχυρίζονται ότι υπερασπίζονται κάποιες αξίες που απειλούνται: λ.χ. την αυτονομία της λογοτεχνίας, τον ελεύθερο πλουραλισμό της γνώμης, την ανεκτικότητα. Πράγματι, όλα αυτά πρέπει να αποτελούν θεμελιώδη σημεία αναφοράς για να έχει νόημα η κριτική αντιπαράθεση στην πολιτική, στην κουλτούρα, στα κοινωνικά θέματα. Έχω, ωστόσο, την εντύπωση ότι η συγκεκριμένη ευαισθησία θα ήταν πιο πειστική – σε αυτούς τουλάχιστον που τη βρίσκουν νόστιμη – αν δεν εξαντλούνταν μόνο στο ανελέητο μαστίγωμα των «ακραίων», αλλά έθετε και το πρόβλημα των «μέσων» και των «μετριοπαθών». Αν δεν κάνω λάθος, οι συνταγές, η διακυβέρνηση, τα πρόσωπα, οι αποφάσεις, οι παρέες, τα δίκτυα της λαμογιάς που μας έφεραν ώς εδώ ανήκουν κυρίως σε αυτούς τους τελευταίους. Όσο και αν επιμένουν, δεν μας κυβέρνησε η άκρα Αριστερά αλλά το διαπαραταξιακό μπλοκ της νοικοκυροσύνης.
Οι νέοι φιλελεύθεροι θα ήταν μάλλον πιο ενδιαφέροντες στην πολιτισμική τους κριτική αν δεν διεκδικούσαν τη τωρινή τους λειτουργία: να είναι η εναλλακτική, προωθημένη, branche – θα έλεγαν οι Γάλλοι – εκδοχή του μεσαίου χώρου. Τους λείπει όμως κάτι για να γίνουν ενδιαφέροντες συντηρητικοί: η ποιότητα της απόγνωσης, η αίσθηση της πικρίας, η αυθεντική ηθική αγανάκτηση. Αλλά ούτε και αυτό είναι παράδοξο: η μελαγχολία ποτέ δεν ήταν το φόρτε του μεταμοντέρνου φιλελεύθερου Κέντρου.
ΠΗΓΗ: Έντυπη Έκδοση, Ελευθεροτυπία, Σάββατο 19 Ιουνίου 2010, http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=174563
* Ο Νικόλας Σεβαστάκης γεννήθηκε στη Σάμο το 1964. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο και πολιτική θεωρία στο Ινστιτούτο Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Lyon II της Γαλλίας. Η διδακτορική του διατριβή αναφέρεται στη χαϊντεγγεριανή κριτική της τεχνικής και της νεωτερικότητας. Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, την κριτική και περιστασιακά με τη μετάφραση.
Από το 1999 διδάσκει πολιτική και κοινωνική φιλοσοφία, αρχικά στο τμήμα Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, και από το 2006 ως αναπληρωτής καθηγητής στο τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Μέσα από μια σειρά βιβλίων και άρθρων του, έχει ασχοληθεί με ζητήματα κριτικής της ιδεολογίας και της νεωτερικότητας. Ζει στη Θεσσαλονίκη.
Πηγή βιογραφικού: http://www.perizitito.gr/authors.php?authorid=61605