Φιλοσοφία καί πρόσωπο (Πλάτων καί πρόσωπο) μέρος Β’
Του Φώτη Σχοινά
Στό παρόν ἄρθρο θά προσπαθήσουμε νά καταδείξουμε τήν ὅποια συμβολή τοῦ Πλάτωνος στήν διαμόρφωση τῆς ἐννοίας τοῦ προσώπου. Πρός τόν σκοπό αὐτό θά παρακάμψουμε τίς ἄλλες πλευρές τῆς πλατωνικῆς φιλοσοφίας καί θά ἐπικεντρωθοῦμε στήν ψυχολογία (τήν θεωρία περί ψυχῆς) καί στήν στενά συνημμένη μέ αὐτήν πολιτειολογία τοῦ Πλάτωνος.
Ἡ περί ψυχῆς διδασκαλία κατέχει κεντρική θέση στήν καθόλου φιλοσοφία τοῦ Πλάτωνος καί συνάπτεται στενά μέ τήν θεωρία τῶν Ἰδεῶν καί τήν πολιτειολογία, ὅπως μόλις ἀνωτέρω ἐσημειώσαμε. Ἡ ἀνθρώπινη ψυχή εἶναι συγγενής μέ τίς Ἰδέες καί γι’αὐτό ἔχει ἐγγενῆ τή δυνατότητα γνώσεως αὐτῶν. Ἡ ψυχή εἶναι ἄϋλη καί ἀθάνατη ὀντότητα. Προϋπάρχει καί μεθυπάρχει τοῦ σώματος. Στήν προΰπαρξή της ἔχει θεαθεῖ τίς Ἰδέες, τίς ὁποῖες λησμονεῖ κατά τόν ἐγκλωβισμό της στό σῶμα· μπορεῖ ὅμως κατά τήν ἐνσώματη περίοδό της νά τίς θυμηθεῖ (ἡ περίφημη θεωρία τῆς ἀναμνήσεως). Ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατη. Στόν Φαίδωνα ὁ Πλάτων φέρει τέσσερα ἐπιχειρήματα γιά νά στηρίξει τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς. Τά ἀναφέρουμε ὅπως τά καταγράφει ὁ καθηγητής Βασίλης Κάλφας:
«Ο Φαίδων, τώρα, που πιθανόν γράφεται αμέσως μετά τον Μένωνα, είναι ολόκληρος αφιερωμένος στην αθανασία της ψυχής. Εκεί ο Πλάτων, με αφορμή τον επικείμενο θάνατο του Σωκράτη, προσφέρει τρεις ή τεσσερεις «αποδείξεις» για την αθανασία της ψυχής: (α) Το επιχείρημα των «εναντίων» (70c-72e): όπως τα πάντα, έτσι και η ζωή παράγεται από τον αντίθετό της θάνατο, ο οποίος με τη σειρά του την διαδέχεται σε έναν αέναο κύκλο. (β) Το επιχείρημα της «ανάμνησης» (72e-77a): αφού η γνώση των Ιδεών προϋπάρχει των αισθήσεων, οι ψυχές μας ήρθαν σε επαφή με τις Ιδέες πριν γεννηθούμε, και άρα προϋπήρχαν του σώματος και της γέννησής μας. (γ) Το επιχείρημα της «συγγένειας» (78b-80e): η ψυχή είναι συγγενής με τις νοητές Ιδέες, οποτε το πιθανότερο είναι να κατευθυνθεί προς τον χώρο του νοητού και του αιωνίου, ενώ το σώμα προς τον χώρο του θνητού και μεταβλητού. (δ) Τέλος ένα τελευταίο επιχείρημα (102a-107a): καθώς οι ενάντιες Ιδέες αλληλοαποκλείονται, αφού η ψυχή μετέχει εξ ορισμού στη ζωή, δεν είναι συμβατή με τον θάνατο, και επομένως δεν πεθαίνει ποτέ». Ἐπίσης στόν Φαῖδρο 145 e στηρίζει ὁ Πλάτων τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς στό ὅτι εἶναι αὐτοκινούμενη καί δημιουργός κινήσεως.
Ἡ ψυχή εἶναι λοιπόν ἀθάνατη καί ἐπιβιώνει μετά τόν χωρισμό της ἀπό τό σῶμα καί ἀναλόγως τῆς βιοτῆς της στήν ἐνσώματη ζωή της μετοικίζει σέ ἄλλο σῶμα. Ἔτσι βλέπουμε πώς ὁ Πλάτων ἀκολουθώντας τήν ὀρφικο-πυθαγορική παράδοση πρεσβεύει τό δόγμα τῆς μετενσαρκώσεως. Στό σημεῖο αὐτό ἡ πλατωνική ἀνθρωπολογία ἀπομακρύνεται πολύ ἀπό τήν χριστιανική ἀνθρωπολογία.
Ἡ οὐσία τῆς ψυχῆς εἶναι ἄγνωστη. Ὅπως ἔχει γραφεῖ: «ἡ γνώση τῆς οὐσίας τῆς ψυχῆς εἶναι ἐξαιρετικά δύσκολη καί ἴσως ξεπερνάει τά ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἀντίληψης» (Karl Bormann, Πλάτων, μετάφραση Ἰωάννης Γ. Καλογεράκος, ἐκδ. Καρδαμίτσα, Ἀθήνα 2006, σελ. 195). Ἐπ’αὐτοῦ γράφει ὁ Πλάτων στόν Φαῖδρο 246 a: «Περί μέν οὖν ἀθανασίας αὐτῆς ἱκανῶς· περί δέ τῆς ἰδέας αὐτῆς ὧδε λεκτέον· οἷον μέν ἐστι, πάντῃ πάντως θείας εἶναι καί μακρᾶς διηγήσεως…». Μετάφραση (Ἰωάννη Θεοδωρακόπουλου): «Ὅσο λοιπόν γιά τήν ἀθανασία της, ἀρκετά εἶναι αὐτά· γιά τή μορφή της ὅμως πρέπει νά ποῦμε τά ἀκόλουθα: Τί λογῆς βέβαια εἶναι, αὐτό γιά νά φανῇ θέλει δίχως ἄλλο θεϊκή καί μακρόλογη περιγραφή…» (Ι. Ν.Θεοδωρακόπουλου, Πλάτωνος Φαῖδρος, εἰσαγωγή – ἀρχαῖο καί νέο κείμενο, τρίτη ἔκδοση, Ἀθῆναι 1971, σελ. 449). Παρόμοια ἄποψη γιά τό ἀπρόσιτον στήν γνωστική ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς ἐκφράζει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ἀνώνυμός σου καί ἄγνωστος ἡ νοερά καί ἀθάνατος τῆς ψυχῆς οὐσία κατ’εἰκόνα τυπικήν τοῦ ἀνωνύμου καί ἀγνωρίστου καί ἀθανάτου Θεοῦ καθέστηκεν. Οὔτε γάρ θεοῦ οὔτε ψυχῆς λογικῆς οὐσίαν ἔγνω τῶν ἐξ αἰῶνός τις γεγεννημένων ἀνθρώπων». (PG 44, 1344 B).
Ὁ Πλάτων δέν ὁμιλεῖ μόνο περί ἀτομικῆς ψυχῆς, ἀλλά καί περί κοσμικῆς ψυχῆς (VIII κεφάλαιο Τιμαίου).Τό ἐρώτημα πού τίθεται εἶναι: ἡ ἀνθρώπινη ψυχή ἔχει ἀτομικότητα; Ἡ ἀπάντηση εἶναι διφορούμενη. Ὁ U.v. Wilamovitz ἔχει τήν ἑξῆς γνώμη:
«Μία ψυχή πού περιφέρεται σέ ἀναρίθμητα ἀνθρώπινα σώματα δέν ἔχει ἀτομικότητα, καί ὅσο κι ἄν τήν ἀποκτᾶ σέ κάθε μιά ἐνσάρκωση, πρέπει νά τήν ἀποβάλει… Καί ἐν τούτοις φανερώνεται (στόν Πλάτωνα) τό ἰσχυρό αἴσθημα τοῦ ἀτομικοῦ ψυχικοῦ βίου, γιατί ὁ ἴδιος ὁ Πλάτων εἶχε μιά τόσο ἰσχυρή ἀτομική ψυχή. Στήν πραγματικότητα δέν ἔφερε σέ πλήρη λογική ἑνότητα ὅ,τι διδάσκει καί πιστεύει γιά τήν ἀνθρώπινη ψυχή» (παρατίθεται στό ἀνωτέρω μνημονευθέν βιβλίο τοῦ Karl Bormann στή σελ.185). Ὁ Karl Bormann γράφει περί τοῦ προκειμένου: «Ἡ ἰδέα ὅτι ἡ ψυχή ἀμείβεται ἤ τιμωρεῖται στό ἐπέκεινα γιά τίς πράξεις της (Φαίδων, Πολιτεία) ἔχει νόημα μόνο ἄν ἡ ψυχή συνεχίζει νά ζεῖ ὡς ἄτομο. Ἐπίσης ἡ θεωρία τῆς ἀναμνήσεως δείχνει ὅτι κάθε ἐπιμέρους ψυχή εἶδε τίς οὐσίες στήν προηγούμενη ὕπαρξή της.Καμιά ἔνδειξη δέν ὑπάρχει γιά τό ὅτι ἡ ψυχή μετά τό χωρισμό της ἀπό τό σῶμα ἀπορροφᾶται ἀπό τήν κοσμική ψυχή καί χάνει συγχρόνως τήν ἀτομικότητά της». (Karl Bormann, ὅ.π., σσ. 185-186).
Ὁ θάνατος δέν εἶναι τό τέλος τῆς ἀτομικῆς ψυχῆς. Δέν τερματίζεται μέ τόν θάνατο ἡ ἀτομική ὀντότητα καί ἡ συνείδηση τῆς ψυχῆς. (H.D. Rankin, Ὁ Πλάτων καί τό ἄτομο, μετάφραση-ἐπιμέλεια Κατερίνα Καραμήτρου, ἐκδ. Παπαζήση, Ἀθήνα 2016, σ. 166). Ὁ θάνατος δέν ἀποτελεῖ τόν τερματισμό τῆς ἀτομικῆς πορείας τῆς ψυχῆς. Ἡ ψυχή μεταφέρει στόν μετά θάνατον κόσμο τήν ἐμπειρία, τήν ἐκπαίδευση καί τήν ἠθική ποιότητα πού ἀπέκτησε στήν ἐνθαδική ζωή. «Νῦν δέ, ἐπειδή ἀθάνατος φαίνεται οὖσα (ἐνν. ἡ ψυχή), οὐδεμία ἄν εἴη αὐτῇ ἄλλη ἀποφυγή κακῶν οὐδέ σωτηρία, πλήν τοῦ ὡς βελτίστην καί φρονιμωτάτην γενέσθαι· οὐδέν γάρ ἄλλο ἔχουσα εἰς Ἅιδου ἡ ψυχή ἔρχεται πλήν τῆς παιδείας καί τροφῆς, ἅ δή καί μέγιστα λέγεται ὠφελεῖν ἤ βλάπτειν τόν τελευτήσαντα, εὐθύς ἐν ἀρχῇ τῆς ἐκεῖσε πορείας» (Φαίδων 107 d). Μετάφραση (Εὐάγγελου Παπανούτσου): «Τώρα ὅμως ἀφοῦ φαίνεται ὅτι ἡ ψυχή εἶναι ἀθάνατος, δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχῃ δι’αὐτήν καμμία ἄλλη ἀποφυγή τῶν κακῶν οὐδέ σωτηρία, παρά μόνο μία: νά γίνῃ ὅσον ἠμπορεῖ καλύτερη καί φρονιμώτερη· διότι ἡ ψυχή ἔρχεται εἰς τόν Ἅδην μή ἔχουσα τίποτε ἄλλο ἐκτός ἀπό τήν ἠθικήν της μόρφωσιν καί τόν τρόπον τῆς ζωῆς της, αὐτά δέ εἶναι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα, κατά τήν παράδοσιν, ὠφελοῦν ἤ βλάπτουν τόν ἀποθανόντα εὐθύς μόλις ἀρχίσῃ ἡ πορεία του ἐκεῖ κάτω». (Πλάτωνος Φαίδων, μετάφρασις Εὐάγ. Παπανούτσου, ἐκδοτικός οἶκος Ἰωάννου Ν. Ζαχαροπούλου, Ἀθήνα χ.χ., σελ. 187). Ἡ ψυχή λοιπόν μεταφέρει στήν μετά θάνατον ζωή της τά προτερήματα καί τίς ἀτέλειες πού διεμόρφωσε στήν παροῦσα ζωή. Καί αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό κριτήριον τῆς μετά θάνατον ζωῆς της, τῆς μετενσαρκώσεώς της σέ ἄλλο σῶμα. Ὁ μετά θάνατον κόσμος πού δέχεται τήν ψυχή, δέν εἶναι ὁ τελικός, ἀλλά ὑπάρχει ἡ δυνατότητα μετενσαρκώσεως, ἡ ὁποία ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ἀρετή ἤ τήν φαυλότητα τῆς ψυχῆς. (H. D. Rankin, ὅ.π., σελ. 186).
Τό κρίσιμο κριτήριο τῆς μετά θάνατον τύχης τῆς ψυχῆς εἶναι ἡ κτηθεῖσα στήν γήϊνη ζωή ἀρετή, σοφία μέσῳ τῆς παιδείας. Στήν ἐνσώματη κατάσταση εἶναι δυνατή μία μερική ἀνάμνηση τῶν Ἰδεῶν. Πρός τοῦτο πρέπει ἡ ψυχή νά ἀποδυθεῖ σέ ἐπίμοχθο ἀγῶνα γιά τήν κατάκτηση μέσῳ τῆς παιδείας τῆς ὁλοκλήρωσής της. Ὁ Ἰωάννης Θεοδωρακόπουλος γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου:
«Ἀπό τή σκοπιά τούτη φαίνεται πόσο μεγάλο εἶναι τό ἔργο, πού ἀρχίζει ὀ πλατωνικός ἔρως. Ἀνοίγει τό δρόμο τῆς ἀνάμνησης καί τῆς αὐτογνωσίας. Σύμβολο αἰώνιο τοῦ ἔργου τούτου εἶναι ὁ πλατωνικός Σωκράτης. Καί τούτη εἶναι ἡ βαθειά ἔννοια τῆς συντροφιᾶς τοῦ Σωκράτη μέ τόν ἔφηβο. Ἡ συντροφιά τούτη ἔχει σκοπό νά βοηθήσῃ τόν ἔφηβο νά πάρῃ τό δρόμο τῆς ἀνάμνησης, νά ἀρχίσῃ τή σύνθεση τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς του, ὅπως πλαστικά καί ἔντονα τήν παρουσιάζει ὁ μεγάλος μῦθος τοῦ “Φαίδρου”, ἡ παλινῳδία τοῦ Σωκράτη. Ὅλοι εἴδαμε κάποτε τήν ἰδέα, ἀλλιῶς δέν θά εἴχαμε μορφή ἀνθρώπου. Ἀλλά ὅλοι ἤπιαμε ἀπό τήν πηγή τῆς λήθης καί λησμονήσαμε τήν ἑνότητά μας. Γιά τοῦτο ὅλοι εἴμαστε ὑποχρεωμένοι νά πάρωμε τώρα ἐδῶ πάνω στή γῆ τόν τραχύ κι ἀνηφορικό δρόμο τῆς ἀνάμνησης, τῆς γνώσης. Ἡ παιδεία εἶναι ὁ ἀπαραίτητος μόχθος γιά τήν ἀποκατάσταση τῆς ἑνότητάς μας. Χωρίς τοῦτον τό μόχθο δέν εἶναι δυνατόν νά γίνουμε ποτέ πρόσωπα, θά μείνουμε εἴδωλα». (Ι. Ν. Θεοδωρακόπουλου, Εἰσαγωγή στόν Πλάτωνα, πέμπτη ἔκδοση, Ἀθῆναι 1970, σ. 140).
Ὑπάρχει στενή σχέση μεταξύ ψυχῆς καί (πλατωνικῆς) πολιτείας. Ἡ ψυχή εἶναι μία μικρογραφία τῆς πολιτείας καί ἡ πολιτεία μία μακρογραφία τῆς ψυχῆς, Τριμερής εἶναι ἡ ψυχή, τριμερής καί ἡ πολιτεία. Καί ὑπάρχει μία ἀπόλυτη ἀντιστοιχία μεταξύ τῶν τριῶν μορίων τῆς ψυχῆς καί τῶν τριῶν τάξεων τῆς πολιτείας. Ἡ Ψυχή ἀποτελεῖται ἀπό τρία μέρη τό λογιστικόν, τοῦ ὁποίου ἰδιάζουσα ἀρετή εἶναι ἡ σοφία, τό θυμοειδές, τοῦ ὁποίου ἰδιάζουσα ἀρετή εἶναι ἡ ἀνδρεία καί τό ἐπιθυμητικόν, τοῦ ὁποίου ἰδιάζουσα ἀρετή εἶναι ἡ σωφροσύνη. Περιεκτική ἀρετή εἶναι ἡ δικαιοσύνη. Σέ ὅσους ἐκ τῶν πολιτῶν κυριαρχεῖ τό λογιστικόν καί ἡ σοφία καί ἡ δικαιοσύνη εἶναι οἱ ἄρχοντες στήν πλατωνική πολιτεία. Σέ ὅσους δεσπόζει τό θυμοειδές καί ἡ ἀνδρεία εἶναι οἱ φύλακες. Σέ ὅσους κυριαρχεῖ τό ἐπιθυμητικόν καί ἡ σωφροσύνη εἶναι ἡ παραγωγική τάξη, οἱ ἐργάτες, οἱ γεωργοί, οἱ τεχνῖτες. Τήν διακυβένηση πρέπει νά ἔχουν οἱ φιλόσοφοι, διότι αὐτοί ἔχουν ἀνεπτυγμένο τό λογιστικόν, κυριεύει σέ αὐτούς ἡ σοφία καί ἡ δικαιοσύνη καί αὐτοί ἔχουν θεαθεῖ τίς ἰδέες. Καί αὐτοί μποροῦν νά ἐγκαθιδρύσουν μία δίκαιη πολιτεία στήν ὁποία θά πρυτανεύει ἡ δικαιοσύνη, ἡ ἀρετή καί ἡ ἀρμονία. Ὅσον ἀφορᾶ στό ποῦ ἑδράζονται τά μέρη τῆς ψυχῆς ἔχουν γραφεῖ τά ἀκόλουθα: «Στόν Τίμαιο (69 c κ. ἑ.) ὁ Πλάτων ἐντοπίζει τά μέρη τῆς ψυχῆς ὡς ἑξῆς: Ἕδρα τοῦ λογιστικοῦ εἶναι τό κεφάλι, τό θυμοειδές βρίσκεται ἀνάμεσα στό λαιμό καί στό διάφραγμα, τό ἐπιθυμητικόν ἀνάμεσα στό διάφραγμα καί στόν ὀμφαλό». (Karl Bormann, ὅ.π., σελ. 189).
Τό ἄτομο, ἡ ἀτομική ψυχή, εἶναι ὁ φορέας καί ὁ κοινωνός τῶν ἀξιῶν στήν πλατωνική φιλοσοφία. Ἐν τούτοις διχάζονται οἱ ἀπόψεις τῶν μελετητῶν γιά τήν στάση τοῦ Πλάτωνος ἔναντι τοῦ ἀτόμου. Ὅπως ἔχει γραφεῖ «ἕνα εὐρύ φάσμα ἀπόψεων ὑποστηρίζει ὅτι ὁ Πλάτων ἐνδιαφερόταν πραγματικά γιά τό ἄτομο καθαυτό, ἐνῶ παραδέχεται ὅτι ἦταν ἀντίθετος στόν ὄψιμο ἀτομικισμό “τοῦ δικαίου τοῦ ἰσχυροῦ” τῆς σχολῆς πού ἀντιπροσώπευε ὁ Καλικλῆς, στόν “Γοργία” καί ὁ Θρασύμαχος στήν “Πολιτεία”. Ἀπό τήν ἄλλη, λέγεται ὅτι ὁ Πλάτων δέν ἦταν ἔνθερμος ὑποστηρικτής τοῦ ἀτόμου καί στήν πραγματικότητα ἦταν ψυχρός ἤ ἀκόμα καί ἐχθρικός ἀπέναντί του». (H.D. Rankin, ὅ.π., σελ. 18). Ἀνάμεσα στούς δεύτερους περίοπτη θέση ἔχει ὁ Κάρλ Πόππερ, ὁ ὁποῖος ὑποστήριξε ὅτι ὁ Πλάτων ἦταν φανατικός πολέμιος τοῦ ἀτόμου:
«Ποτέ δέν ὑπῆρξε ἄνθρωπος πιό εἰλικρινής στήν ἐχθρότητά του πρός τό ἄτομο.Καί τό μίσος αὐτό εἶναι βαθειά ριζωμένο στό θεμελιακό δυϊσμό τῆς φιλοσοφίας τοῦ Πλάτωνα· μισοῦσε τό ἄτομο καί τήν ἐλευθερία του, ὅπως ἀκριβῶς μισοῦσε τίς διαφοροποιημένες ἐπιμέρους ἐμπειρίες, τήν ποικιλία τοῦ μεταβαλλόμενου κόσμου τῶν αἰσθητῶν πραγμάτων. Στήν περιοχή τῆς πολιτικῆς τό ἄτομο εἶναι γιά τόν Πλάτωνα ὁ ἴδιος ὁ Διάβολος». (Κάρλ Πόππερ, Ἡ ἀνοιχτή κοινωνία καί οἱ ἐχθροί της, τόμος 1, εἰσαγωγή-μετάφραση Εἰρήνης Παπαδάκη, ἐκδόσεις Παπαζήση, Ἀθήνα 2003, σσ. 180-181).
Ἡ θέση αὐτή τοῦ Κ. Πόππερ βρῆκε πολλούς μελετητές τοῦ Πλάτωνος ἀντιτιθεμένους καί πολέμιους. Ἀπό τούς Ἕλληνες μελετητές θά ἀναφερθοῦμε στόν καθηγητή Κωνσταντῖνο Βουδούρη, ὁ ὁποῖος γράφει ἐπί τοῦ προκειμένου: «Κατά τόν Πλάτωνα δέν ὑφίσταται δίλημμα περί τοῦ προτιμᾶν τό ἄτομον ἤ τήν πολιτείαν. Ἡ ἀντίθεσις αὕτη εἶναι ψευδής καί καταστροφική εἰς τά τῆς πολιτικῆς ζωῆς.Ἡ πολιτεία καί τό ἄτομον τελοῦν ἐν ἀμοιβαίᾳ ἐξαρτήσει. Ἡ σημασία ἔγκειται εἰς τήν εὕρεσιν τοῦ μέτρου, τό ὁποῖον κρατεῖ τήν πολιτικήν κοινωνίαν ἐν ὑγιεῖ ἰσορροπίᾳ. Ἀλλά τοῦτο κατά πρῶτον ἀπαιτεῖ πλήρη ἀνάλυσιν τῆς ψυχῆς καί τῆς πολιτείας καί δεύτερον ἔλλογον ἐξήγησιν τῆς μεταξύ αὐτῶν σχέσεως. Ὁ Πλάτων πιστεύει ὅτι ἡ πολιτεία ἔχει δομήν ἀνάλογον πρός τήν τῆς ψυχῆς, ὅτι ἡ δομή ἀμφοτέρων εἶναι δυναμική καί ὅτι ἡ σχέσις τοῦ ἀτόμου πρός τήν πολιτείαν πρέπει νά ἐξετασθῇ ἐντός τοῦ εὐρυτέρου περιβάλλοντος ὡς πρός τό τί ἀποτελεῖ τήν πολιτικήν δύναμιν ἔν τινι πολιτείᾳ καί πῶς ἡ δύναμις αὕτη, ὡς βασικός παράγων ἐπηρεασμοῦ τῆς σχέσεως ἀτόμου καί πολιτείας, χρησιμοποιεῖται». (Κωνσταντίνου Ἰ. Βουδούρη, Ψυχή καί πολιτεία, διατριβή ἐπί διδακτορίᾳ, ἐν Ἀθήναις 1970, σελ. 92) Ἐπιπροσθέτως ὁ καθηγ. Κ. Βουδούρης γράφει:
«Ἡ πολιτεία ὑπάρχει διά τόν πολίτην καί ὑπό τινα ἄποψιν ἐξαρτᾶται ἐξ αὐτοῦ… Ἡ ἄποψις ὅτι ὁ Πλάτων περί πολλοῦ ποιεῖται τήν ἀτομικήν ψυχήν καί τάς ἀρετάς ταύτης ἐκτείνεται ἕως τοιούτου σημείου ὥστε ἐρευνηταί τινες νά ἀνευρίσκουν τάς ἀρχάς τοῦ νεωτέρου ἀτομισμοῦ εἰς τό ἔργον τούτου. Οὗτοι ὡσαύτως πιστεύουν ὅτι ὁ Πλάτων εἶναι κατ̉ ἐξοχήν ἐκπρόσωπος τῆς δημοκρατικῆς πολιτικῆς θέσεως. Ἡ τάσις αὕτη παρατηρεῖται εἰδικῶς εἰς τούς ἀμερικανούς ἐρευνητάς». (Κωνσταντίνου Ἰ. Βουδούρη, ὅ. π., σσ. 9-10).
Βέβαια τό κατά πόσο ὁ Πλάτων ἦταν ὀπαδός τῆς δημοκρατίας εἶναι συζητήσιμο. Ἦταν μᾶλλον ἐχθρικός πρός τήν δημοκρατία. Μάλιστα ὁ Κορνήλιος Καστοριάδης θεωρεῖ πώς ἦταν ὀρκισμένος ἐχθρός τῆς δημοκρατίας.Παρ’ὅλο τοῦτο ὅμως οὐδόλως ἔθετε ἐκποδών τό ἄτομο ἀπό τήν οὐτοπική πολιτεία του. Ὅπως ἔχει γραφεῖ
«Ἡ πολιτεία θεμελιώνεται πάνω στήν ἀρχή τῆς δικαιοσύνης καί τίς παραμέτρους της, τήν σοφία, τήν ἀνδρεία καί τήν σωφροσύνη, οἱ ὁποῖες εἶναι θεμελιακές ἀρετές τῆς ψυχῆς καί μάλιστα τῆς ἀνθρωπίνης. Ἄν ἡ πολιτεία εἶναι ἡ πραγματοποίηση τῆς δικαιοσύνης, τό ἄτομο καθίσταται ἡ ἐντελέχειά του, πράττοντας τά ἑαυτοῦ. Ἡ οἰκειοπραγία ἀναδεικνύει τό ἄτομο μέσα στήν συναρπαστική δομική τάξη τῆς πολιτείας. Ὁ Πλάτων δέν θά μποροῦσε ἐπ’οὐδενί λόγῳ νά ὑποβαθμίσει ἀξιολογικά τό ἄτομο ὡς ψυχοσωματική ὀντότητα, τῆς ὁποίας τό ἀθάνατο μόριο, τό λογιστικό, μέ τά λοιπά μέρη συνιστοῦν μία ἑνότητα ζωῆς καί συνείδησης, πού περιλαμβάνει ἀντίληψη, αἴσθηση καί αἴσθημα. Ἡ συνειδητή προσωπικότης τοῦ ἀτόμου, μέ τήν μεταφυσική θεμελίωσή της καί τήν ἀσώματη ἀμέριστη βάση τῆς ψυχῆς της, συνιστᾶ ὑπέρτατη ἀξία πού δέν χάνεται στόν εὐρύτερο κύκλο στόν ὁποῖο ἀνήκει». (Ἀνδρέα Μάνου, Προσωκρατική-Πλατωνική καί Μεταπλάτωνική διανόηση, ἐκδ. Τυπωθήτω, Γιῶργος Δάρδανος, Ἀθήνα 2001, σ. 162).
Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ἡ συνειδητή προσωπικότητα μέ τήν μεταφυσική θεμελιωσή της ἀποτελεῖ ὑπέρτατη ἀξία μέσα στήν πλατωνική πολιτεία. Εἶναι ὅμως γεγονός πώς ὁρισμένοι μελετητές (ἀναφέραμε π.χ. τόν Κάρλ Πόππερ ἀνωτέρω) θεωροῦν ἀνυπόστατη τήν παρουσία τοῦ ἀτόμου στήν πλατωνική φιλοσοφία. Ὁ Σεβασμιώτατος π. Ἀθανάσιος Γιέβτιτς αἴφνης ὑποστηρίζει ὅτι στόν Πλωτῖνο, στόν Βούδα, σέ παλαιούς καί συγχρόνους μυστικούς, στόν Πλάτωνα (τόν ὁποῖο δέν κατονομάζει ρητῶς, ἀλλά ὑπονοεῖ) ὑπάρχει αἰωνία μακαριότητα, ὄχι ὅμως αἰώνιοι μακάριοι. (Ἀθανασίου Γιέβτις, Φῶς ἱλαρόν, ἐκδ. Ἀκρίτας, Ἀθήνα 1991, σ. 33).
ΠΗΓΗ: Πέμπτη, 01 Ιούνιος 2017, Aντίφωνο.
Συνέχεια στο: Φιλοσοφία καί πρόσωπο (Ἀριστοτέλης καί πρόσωπο) Μέρος Γ