Οι Τρεις μεγάλες κρίσεις του καπιταλισμού: 1873-1895, 1929-1945, 2007-;
Του Αλέκου Αναγνωστάκη*
«Η συνεχής ανατροπή της παραγωγής, ο αδιάκοπος κλονισμός όλων των κοινωνικών καταστάσεων, η αιώνια αβεβαιότητα και κίνηση διακρίνουν την αστική εποχή από όλες τις προηγούμενες», υπογράμμιζαν έντονα οι Μαρξ – Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο εκατό εξήντα δύο χρόνια από σήμερα. «Διαλύονται – συνέχιζε – όλες οι στέρεες, σκουριασμένες σχέσεις με την ακολουθία τους από παλιές σεβάσμιες παραστάσεις και αντιλήψεις και όλες οι καινούριες που διαμορφώνονται παλιώνουν, πριν προλάβουν να αποστεωθούν. Κάθε τι κλειστό και σταθερό εξατμίζεται, κάθε τι ιερό βεβηλώνεται και στο τέλος οι άνθρωποι αναγκάζονται να αντικρούσουν με νηφάλιο μάτι τη θέση τους στη ζωή και τις αμοιβαίες σχέσεις τους».
Εδώ και τρία περίπου χρόνια η ανθρωπότητα ζει στη δίνη μιας από τις τρεις μεγαλύτερες κρίσεις των αιώνων του καπιταλισμού, που κλονίζει καταστάσεις και βεβαιότητες. Ο καπιταλισμός μετά από κρίσεις τέτοιου ιστορικού χαρακτήρα γίνεται άλλος από αυτόν που γνωρίσαμε. Αλλά και το εργατικό κίνημα, κάτω από την ιδιαίτερα βίαιη ταξική αναμέτρηση, παίρνει άλλη μορφή και περιεχόμενο.
Η πρώτη μεγάλη κρίση, η κρίση του 1873-1895 συνδέθηκε με το πέρασμα στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, την αντιδραστικοποίηση της αστικής τάξης, στην ποιοτική και ποσοτική άνοδο του εργατικού κινήματος, που συμπυκνώνεται στον επαναστατικό εργατικό αγώνα για το οκτάωρο.
Η κρίση του 1929-'45 συνδέθηκε τελικά με την ανελέητη, μέσω πρωτίστως του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων και πάνω από όλα της εργατικής δύναμης. Συνδέθηκε επίσης με την «ολοκλήρωση» του κρατικού μονοπωλιακού καπιταλισμού, την προώθηση του κεϋνσιανισμού – κράτους πρόνοιας. Ο κεϋνσιανισμός αποτέλεσε την πολιτική απάντηση στο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα που έβγαινε από τον πόλεμο ενισχυμένο και επικίνδυνο, παρά τη συντελούμενη μετατόπιση προς τα δεξιά των κομμουνιστικών κομμάτων.
Η σημερινή κρίση μεταμορφώνει ποιοτικά και επιταχύνει την υπεραντιδραστικοποίηση του καπιταλισμού που ζήσαμε. Απαιτεί, μέσα στην εξελισσόμενη ταξική πάλη, ραγδαίες και σοβαρές αλλαγές στο περιεχόμενο και τις μορφές άσκησης εργατικής πολιτικής από το εργατικό κίνημα και την Αριστερά, που δεν μπορούν πλέον να δρουν όπως πάντα και όπως συνήθως.
Η αποκάλυψη της γενικότερης πολιτικής στάσης της αστικής και εργατικής τάξης στις κρίσεις του 1873-1895 και του 1929-'45, διευκολύνει στην ανίχνευση κάτω από το βαρύ στρώμα του σημερινού προσωρινά δυσμενούς πολιτικού συσχετισμού, ισάριθμων ναρκών στο έδαφος του συστήματος. Νάρκες των οποίων η ενεργοποίηση από το εργατικό κίνημα, δηλαδή το κίνημα των εργατικών κομμάτων, των πολιτικών μετώπων και το συνδικαλιστικό κίνημα στη μεταξύ τους αυτοτέλεια και αλληλοσύνδεση, μπορεί να αντιστρέψει το βέλος της πολιτικής και τελικά να τινάξει στον αέρα το πλέγμα της ατομικής αστικής ιδιοκτησίας και της μισθωτής δουλείας.
Η μεγάλη κρίση φέρνει ανατροπές
Η πρώτη Μεγάλη Ύφεση του καπιταλισμού ξεκινά με την κρίση του 1873 και συνεχίστηκε με διάφορα επεισόδια ανάκαμψης και επανερχόμενης κρίσης έως το 1895, καθώς επεκτάθηκε σε όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες. Σε κάθε ένα από τα κρισιακά επεισόδια το θεαματικότερο σημείο είναι χρηματιστηριακής (κατάρρευση αξιών – πανικός) ή τραπεζικής φύσης (πτώχευση ενός μεγάλου ιδρύματος, που ακολουθείται από σειρά πτωχεύσεων).
Στις 9 Μαΐου 1873 κατέρρευσαν οι χρηματιστηριακές τιμές στη Βιέννη και συμπαρέσυραν τα χρηματιστήρια στη Γερμανία και τις ΗΠΑ. Το χρηματιστηριακό κραχ συνοδεύεται από τραπεζικές πτωχεύσεις σε Αυστρία και Γερμανία. Στην Αγγλία μεταξύ 1873 και 1875 οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων διπλασιάζονται (από 7.490 το 1873 σε 13.130 το 1879), οι τιμές πέφτουν, η ανεργία εξαπλώνεται, οι εξαγωγές μειώνονται κατά 25%. Ακολουθεί μια οξεία κρίση το 1890 στην αγορά της Μ. Βρετανίας εξαιτίας τοποθετήσεων δανείων στην αγορά της Αργεντινής, τα οποία δεν μπορούν να αποπληρωθούν, με αποτέλεσμα η εξαιρετικής βαρύτητας Τράπεζα Baring να βρεθεί πολύ κοντά στη χρεοκοπία. Σώζεται μετά από παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία αποτρέπει τον τραπεζικό πανικό και την οικονομία από μεγαλύτερη ύφεση, που πλήττει ήδη ιδίως τη μεταλλουργία, την υφαντουργία και τη ναυπηγική.
Στη Γαλλία, το 1882 το χρηματιστηριακό κραχ στη Λυόν συνοδεύεται από την πτώχευση της εξαιρετικά ισχυρής τράπεζας Union General, την οποία ακολουθούν πτωχεύσεις τραπεζών και βιομηχανιών. Και ενώ το πράγμα φαινόταν να ελέγχεται, εφτά χρόνια αργότερα, το 1889, η εταιρεία που είχε αναλάβει τη διώρυγα του Παναμά και η Εταιρεία Μετάλλων εμπλέκονται σε κερδοσκοπία που αφορά το χαλκό και χρεοκοπούν, οδηγώντας ξανά σε χρηματιστηριακό πανικό και πιστωτική κρίση. Το 1884 καταρρέουν ξανά στις ΗΠΑ οι μετοχές των μεγάλων σιδηροδρομικών εταιρειών εξαιτίας του αιώνιου καταλυτικού νόμου του καπιταλισμού, του ανταγωνισμού, γεγονός που συνοδεύεται ξανά από επιβράδυνση της βιομηχανικής δραστηριότητας. Επιβράδυνση που στα επόμενα εννιά χρόνια συνοδεύτηκε από μια περίοδο σχετικής ανάκαμψης, κατά την οποία εδραιώθηκαν μεγάλα τραστ (Rocfeller, Morgan, Carnergie), όταν – το 1893 – 491 τράπεζες κηρύσσουν ξανά πτώχευση μετά την προηγηθείσα κατάρρευση πάλι των χρηματιστηριακών αξιών των εταιρειών σιδηροδρόμων.
Στη διάρκεια αυτής της εικοσιπενταετούς περίπου Μεγάλης Ύφεσης, με τις αλλεπάλληλες κρίσεις, η ανεργία εμφανίζεται με κυματοειδή μορφή, ακολουθώντας την κρίση και τους ταξικούς συσχετισμούς. Από 1% επί των συνδικαλισμένων μόνο εργατών που υπήρχαν για παράδειγμα στην Αγγλία το 1873, ανέρχεται στο 11% το 1879, για να πέσει ως το 2% το 1882, να ανέβει στο 10% το 1886, να πέσει πάλι στο 2% το 1890 και να φτάσει στο 7,5% το 1893. Στην ίδια διάρκεια εμφανίζεται πτώση των τιμών. Οι τιμές χονδρικής μειώνονται, για παράδειγμα κατά 32% στη Μ. Βρετανία, 40% στη Γερμανία, 43% στη Γαλλία, 45% στις ΗΠΑ. Όσο για τους μισθούς, αυτοί αυξομειώνονται ακολουθώντας επίσης τους ρυθμούς των κρίσεων. Καθορίζονται όμως από τους εκάστοτε ταξικούς συσχετισμούς, με την αστική τάξη να επιχειρεί σταθερά τη μείωσή τους. Και τελικά μεταξύ 1873 και 1896 και με βάση το 1873, στη Βρετανία οι αποδοχές εμφανίζουν μια άνοδο της τάξης του 37%, στη Γαλλία, μετά από αυξομοιώσεις, αύξηση κατά 25%. Στις ΗΠΑ πλήττονται γεγονός που συνοδεύεται από σκληρούς αγώνες.
Στη διάρκεια της κρίσης και στην εξέλιξή της το εργατικό κίνημα αλλάζει θετικά τους συσχετισμούς. Διαδηλώσεις στους δρόμους, αποφασιστικές απεργίες, θυσίες και αίμα, συνδικαλιστικές οργανώσεις, συνεταιρισμοί, σωματεία αλληλεγγύης, εργατικά κόμματα και κινήματα, βελτιώνουν σοβαρά το συσχετισμό δυνάμεων, δίχως να φτάνει ακόμα ως το επίπεδο εργατικών επαναστάσεων.
Στις ΗΠΑ, το συνδικαλιστικό κίνημα σφυρηλατείται εντός των κρίσεων της Μεγάλης Ύφεσης. Οι Ιππότες της Εργασίας από 110.000 το 1885 φτάνουν τους 720.000 το 1886 για να πέσουν στις 100.000 το 1896. Η Αμερικανική Συνομοσπονδίας Εργασίας (American Federation of Labor) αναπτύσσεται στα 280.000 μέλη το 1896. Η χρονιά του 1877 αποτελεί έτος ορόσημο, αφού τότε πραγματοποιείται η πρώτη γενική απεργία: Η μεγάλη πανεθνική απεργία των σιδηροδρομικών, η οποία συγκλονίζει την πολιτική και οικονομική ζωή και κορυφώνεται με την κομμούνα του Πίτσμπουργκ. Το Μάιο του 1886, η χώρα βρίσκεται σ' αναβρασμό. Χιλιάδες εργαζομένων αντιδρούν στις συνθήκες εργασίας τους ζητώντας καθιέρωση του 8ώρου με σύνθημα «είτε εργάζεστε με το κομμάτι είτε με τη μέρα, μειώνοντας τις ώρες, αυξάνεται ο μισθός σας». Μόνο στο Σικάγο, στην ιστορικής σημασίας πλέον εξέγερση, την 1η Μαΐου απεργούν 40.000 εργάτες και τους ακολουθούν 350.000 εργάτες σε 1.200 εργοστάσια σ' όλη τη χώρα. Η δυναμική αυτή συνεχίζεται αμείωτη συναντώντας το νέο αιώνα, τον 20ο. Στη Γαλλία, μέσα στον αναβρασμό των σχολών πολιτικής σκέψης, των παραδόσεων και τις απεργίες στην υαλουργία και υφαντουργία, το εργατικό κίνημα οργανώνεται με μια δυναμική που οδηγεί σε 415.000 συνδικαλισμένα μέλη το 1895 και σε 750.000 το 1905. Ανάλογες τάσεις εμφανίζονται και στη Γερμανία. Στη Βρετανία, μετά τη κάμψη της δεκαετίας του '70, σοσιαλιστικά ρεύματα τη δεκαετία του '80 ξαναζωντανεύουν. Ο αριθμός των συνδικαλισμένων αυξάνει στα 1,1 εκατ. 1876, σε μια δυναμική που οδηγεί σε 4,1 εκατ. το 1913. Στο ίδιο διάστημα ισχυροποιούνται τα εργατικά κόμματα και δημιουργούνται νέα, όπως στις ΗΠΑ το 1876, στη Γαλλία και στην Ισπανία το 1879, στη Νορβηγία το 1887, στην Αυστρία, στην Ελβετία και τη Σουηδία το 1889. Μαρξιστικές ομάδες συγκροτούνται στην Αγγλία και τη Ρωσία.
Σε αυτές τις συνθήκες, η πρώτη Διεθνής διαλύεται το 1876 τόσο γιατί, κατά τον Ένγκελς, «με την παλιά της μορφή, έχει πια ξεπεραστεί… Πιστεύω ότι η επόμενη Διεθνής -ύστερα από μερικά χρόνια επίδρασης των έργων του Μαρξ- θα είναι καθαρά κομμουνιστική (…)», όσο και εξαιτίας της διαλυτικής διαπάλης των αναρχικών απέναντι στο μαρξιστικό ρεύμα. Δυνάμωνε όμως το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των εργατών διαφόρων χωρών και ισχυροποιούνταν το ιδεολογικοπολιτικό εκείνο ρεύμα που ζητούσε να δημιουργηθεί μια νέα Διεθνής. Έτσι από τον επόμενο χρόνο, με τις συνδιασκέψεις στο Γκεντ το 1877, στο Chur της Ελβετίας το 1881, στο Παρίσι στα 1883 και 1886 και στο Λονδίνο το 1888, ανοίγει ο δρόμος για τα δύο συνέδρια του Παρισιού το 1889 και στην ίδρυση της Δεύτερης Διεθνούς.
Στον τομέα της θεωρίας και της πολιτικής, επίσης, οι εξελίξεις είναι σημαντικές. Το 1885 – δύο χρόνια μετά το θάνατο του Μαρξ – και το 1894, με τη φροντίδα του Ένγκελς κυκλοφόρησαν αντίστοιχα ο Β' και ο Γ' τόμος του Κεφαλαίου. Το 1891 είδε το φως της δημοσιότητας η Κριτική του προγράμματος της Γκότα. Το 1877 – 1878 δημοσιεύτηκε το Αντι-Ντύρινγκ του Ένγκελς, στα 1884 εκδόθηκε το έργο του Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους και στα 1886 Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας. Η Αριστερά καταμεσής της κρίσης κάνει τομές στη θεωρία και πολιτική της, η Αριστερά καταμεσής της κρίσης και στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, αλλάζει.
Αυτός ο καινούριος συσχετισμός δυνάμεων σε συνδυασμό με την εσωτερική δυναμική του εργατικού κινήματος και τις τολμηρές καινοτόμες αλλαγές στην πολιτική και θεωρία της Αριστεράς, τους επαναστατικούς εργατικούς αγώνες του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος, προκύπτει τελικά η τάση για άνοδο των μισθών στις τέσσερις κυριότερες καπιταλιστικές χώρες και η σπουδαιότητα των κοινωνικών νόμων που ψηφίστηκαν στη διάρκεια της κρίσης: Νόμοι που αφορούν στη διευκόλυνση του συνδικαλιστικού κινήματος, παρά την αποτυχημένη αστική πολιτική της συντριβής του. Νόμοι σχετικά με το χρόνο εργασίας, τη σύνταξη, την εβδομαδιαία αργία, την υγιεινή και ασφάλεια. Η εργατική τάξη και τα καταπιεζόμενα στρώματα, σε μια εποχή επέλασης του καπιταλισμού, με σκληρούς εργατικούς αγώνες μπόρεσαν να επιβάλουν νίκες και κατακτήσεις, σε σφοδρή αντίθεση με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης, αλλά και τις ανομολόγητες εκτιμήσεις ρευμάτων ότι κάτι τέτοιο ήταν αντικειμενικά αδύνατο.
Η ιστορία πλέον διδάσκει πως όπου σπάει με τον εργατικό αγώνα η μοιρολατρία των μαζών, η αστική τάξη αναγκάζεται σε μεγαλύτερες ή μικρότερες παραχωρήσεις, οι οποίες, όχι μόνο δεν σταματούν την ταξική πάλη, αλλά αντίθετα την οξύνουν περαιτέρω. Γεγονός που ερμηνεύει το ό,τι αυτός ακριβώς ο καινούριος συσχετισμός δυνάμεων, η ίδια η εσωτερική δυναμική του εργατικού κινήματος και η καινοτόμα δράση της Αριστεράς, αναπτύσσουν, γονιμοποιούν και ενδυναμώνουν την αντίληψη που έχουν τότε κομμουνιστές, σοσιαλιστές και αριστεροί αναρχικοί για την επερχόμενη και επιδιωκόμενη ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος: «Η επανάσταση είναι κοντά (…) θα είναι αρκετή η σύγκρουση δύο σύννεφων για να προκαλέσει την ανθρώπινη έκρηξη» έγραφε ο Λαφάργκ. «Το ξεκίνημα του επόμενου αιώνα θα είναι το ξεκίνημα της καινούργιας εποχής» συμπλήρωνε ο Πουζέ. «Κύριοι πιστέψτε με, η κοινωνική επανάσταση θα ξεσπάσει πριν περάσουν δέκα χρόνια» σημείωνε ο Κροπότκιν το 1883. Πεποίθηση και επιδίωξη που ανατροφοδοτούσε το εργατικό κίνημα.
Μετά τη Μεγάλη Ύφεση και την πάλη των τάξεων στη διάρκεια της, η Αριστερά ήταν άλλη, το εργατικό κίνημα ήταν διαφορετικό, ο καπιταλισμός με τις δρομολογούμενες καινούριες καπιταλιστικές δομές (συσσώρευση και συγκέντρωση κεφαλαίου, χρηματιστικό κεφάλαιο και συνύφανση του με το βιομηχανικό) είναι πλέον μονοπωλιακός – ιμπεριαλιστικός, η αστική τάξη, καθολικά πλέον κυριαρχούσα, αντιδραστικοποιείται.
Ο κόσμος είχε αλλάξει.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 19ΟΥ ΑΙΩΝΑ ΣΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ΟΥ ΑΙΩΝΑ
Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 1873-1895 εξελίχθηκε σε ιστορικής σημασίας κρίση με μακροπρόθεσμες συνέπειες στην εξέλιξη της ταξικής πάλης και όχι εφήμερη τροποποίηση των δεδομένων της. Είχε ως επίκεντρο την καρδιά του καπιταλιστικού κόσμου (ΗΠΑ, Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία). Εκδηλώθηκε στην Ευρώπη με τάσεις γρήγορης διεθνοποίησης επιδρώντας στο τότε διεθνές σύστημα του κεφαλαίου, στις γεωστρατηγικές ισορροπίες. Έθεσε σε δοκιμασία βασικά δεδομένα στο διεθνές σύστημα. Η άνοδος του γερμανικού και βορειοαμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οδήγησε στην αμφισβήτηση της ιδιαίτερα πληττόμενης από την κρίση βρετανικής ηγεμονίας. Η ίδια η εξέλιξη της έθεσε σε δοκιμασία τους δεσμούς των εργαζομένων με την αστική ιδεολογία αφού αναδείκνυε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι άτρωτος.
Έτσι, το ίδιο το εργατικό κίνημα και η Αριστερά, σε μια εποχή επέλασης του καπιταλισμού, ανάλογης με τη σημερινή, μέσα στην οργή του κόσμου, αγωνίστηκε για την ανατροπή της επιδιωκόμενης αστικής πολιτικής. Απέκρουσε την καλλιέργεια της μοιρολατρίας, της καταστροφικής αναμονής, του αναπόφευκτου. Δημιούργησε ρήγματα. Και επάνω σε αυτά τα ρήγματα δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για τη διείσδυση της απελευθερωτικής – επαναστατικής ιδεολογίας σε πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης, η οποία πλέον θέτει αισθητά το πολιτικό της βάρος στη λειτουργία των εθνικών καπιταλισμών. Με την επαναστατική επαγγελία στο τιμόνι και αποφασιστικούς εργατικούς αγώνες στις ταχύτητες του οχήματος της εργατικής πολιτικής, χρειάστηκαν μόλις 10 χρόνια ως το 1905, 22 ως το 1917 και 24 ως το 1919, για την έκρηξη των προλεταριακών επαναστάσεων στη Ρωσία, Γερμανία, Ουγγαρία και την ιστορικής σημασίας Οκτωβριανή Επανάσταση.
Τριάντα τέσσερα χρόνια μετά, ήρθε η δραματικότερη κρίση του 1929-'45. Τριάντα χρόνια αργότερα η μικρότερης έντασης αλλά καθοριστική δομική κρίση του 1973-'74. Και σε άλλα τριάντα τέσσερα είναι πάλι σε εξέλιξη η σύγχρονη Μεγάλη Ύφεση. Η κρίση του 1873-'95 είχε ανοίξει την αυλαία της γενικότερης ιστορικής κρίσης του καπιταλισμού, η οποία συμπεριλαμβάνει τα ιστορικά όρια, αδιέξοδα και κρίσεις όλων των όρων παραγωγής και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο αναπτυσσόμενο δεν χωρά στον εαυτό του.
Πηγές:
Ivan T. Berend, Η οικονομική ιστορία του ευρωπαϊκού εικοστού αιώνα, εκδ. Gutenberg.
M. Beaud, Η ιστορία του καπιταλισμού, εκδ. Ηλέκτρα.
Κ. Μαρξ, Το κεφάλαιο, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
ΟΙ ΑΙΤΙΕΣ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
Ξέσπασμα των εσωτερικών αντιθέσεων του συστήματος
ΑΝΕΠΑΡΚΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΫΝΣΙΑΝΙΣΜΟΥ
Μετά την κρίση του 1873-'95 εμφανίστηκαν θεωρίες, που επανέρχονται στις μέρες μας, οι οποίες προσεγγίζουν τις κρίσεις του καπιταλισμού ως συνέπεια της ανισορροπίας μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Θεωρίες που καταλήγουν ότι οι κρίσεις μπορούν να εξαλειφθούν δρώντας επί των επιπτώσεών τους και μη λαμβάνοντας υπόψη τα πραγματικά αίτια. Κλασικό παράδειγμα είναι ο κεϋνσιανισμός, που θεωρητικοποιεί τη δυνατότητα ξεπεράσματος των κρίσεων (που οφείλονται, κατά τον Κέυνς, στην έλλειψη πραγματικής ζήτησης) μέσω της κρατικής παρέμβασης στην αγορά ως στοιχείου συμπληρωματικού για την αποκατάσταση της διαταρασσόμενης ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Η κρίση όμως του 1973-'74 έδειξε τα όρια αυτής καθ' αυτής της κεϋνσιανικής πολιτικής διαχείρισης της οικονομίας του καπιταλισμού, διαψεύδοντας στην πράξη τις αντιλήψεις πως αυτή θα αποτελούσε όχι απλά ένα, αλλά το αντίδοτο στις καπιταλιστικές κρίσεις.
Επανέρχεται η αντίληψη πως η υποκατανάλωση των μαζών είναι η βασική αιτία της κρίσης και ταυτόχρονα το αδιέξοδο εξόδου από αυτήν. Στις εποχές όμως που προηγούνται των κρίσεων είναι αυξημένη η κατανάλωση των εργατών. Επιπλέον δε η ανεπαρκής κατανάλωση, που οφείλει δήθεν να εξηγεί τις κρίσεις, υπήρξε από τότε που υπάρχουν εκμεταλλεύτριες και εκμεταλλευόμενες τάξεις, στα πλέον διαφορετικά οικονομικά καθεστώτα. Η υποκατανάλωση υπάρχει, μα ανάγεται στη δευτερεύουσα θέση που της ανήκει. Η βασική και καθοριστική αιτία των κρίσεων δεν έγκειται επομένως στην αναπόφευκτη ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, στη σχέση μεταξύ προσφοράς και ζήτησης. Οι κρίσεις αποτελούν ξέσπασμα των εσωτερικών αντιθέσεων του ίδιου του καπιταλισμού, αφού «το αληθινό όριο της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής είναι το ίδιο το κεφάλαιο. Είναι το γεγονός ότι το κεφάλαιο και η αυτο-αξιοποίησή του εμφανίζονται σαν αφετηρία και τέρμα, σαν κίνητρο και σκοπός της παραγωγής. «… Τα όρια μέσα στα οποία, και μόνο, μπορούν να κινηθούν η διατήρηση και αξιοποίηση της κεφαλαιακής αξίας, που στηρίζονται στην απαλλοτρίωση και πτώχευση της μεγάλης μάζας των παραγωγών, έρχονται έτσι διαρκώς σε αντίθεση με τις μεθόδους παραγωγής που το κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να χρησιμοποιεί για την επίτευξη των στόχων του, και οι οποίες οδηγούν στην απεριόριστη μεγέθυνση της παραγωγής, στην παραγωγή σαν αυτοσκοπό, στην απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας. Το μέσο – απεριόριστη ανάπτυξη των κοινωνικών παραγωγικών δυνάμεων της εργασίας – έρχεται σε διαρκή σύγκρουση με τον περιορισμένο στόχο της αξιοποίησης του υπάρχοντος κεφαλαίου… » (Το Κεφάλαιο – τ. 3ος)
Οι αντιθέσεις ανάμεσα στην επιστημονική οργάνωση της παραγωγής στο εσωτερικό κάθε επιχείρησης από τη μια και την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής στο σύνολο της από την άλλη, το κυνήγι του κέρδους – αυτοσκοπού και ο ασυγκράτητος ανταγωνισμός που φέρνουν νομοτελειακά την άνιση ανάπτυξη τομέων, περιφερειών, χωρών, την ανισορροπία – αντίθεση ανάμεσα στην αναζήτηση του μέγιστου κέρδους και την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, που γεννά η αντίθεση ανάμεσα στις επαναστατικοποιημένες παραγωγικές δυνάμεις και τις καθηλωτικές παραγωγικές σχέσεις, κοιλοπονούν την επερχόμενη κρίση. Αντιθέσεις που μπορούν, πρόσκαιρα και ως ένα βαθμό, να εξουδετερωθούν από τους καπιταλιστές με την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, με την εξοικονόμηση και την ταχύτερη περιστροφή του σταθερού κεφαλαίου, με τη βίαιη συμπίεση των τιμών των πρώτων υλών και τη λεηλασία των εξαρτημένων χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας, με την εξαγωγή κεφαλαίου και τις επενδύσεις για την υπερεκμετάλλευση των φτηνών εργατικών χεριών σε ανάλογες περιοχές του κόσμου. Για να οδηγηθούν όμως αναγκαστικά σε ανοιχτές κρίσεις, καταστροφές και πολέμους ισοπεδώνοντας ολόκληρους τομείς της οικονομίας και χώρες, επιτρέποντας στους πιο ισχυρούς καπιταλιστές που επιβιώνουν να ξαναρχίζουν κατά το δοκούν τον κύκλο της παραγωγής. Αν βέβαια οι ταξικοί συσχετισμοί το επιτρέπουν.
* Σημείωση από τΜτΒ: Ο Αλέκος Αναγνωστάκης είναι συνταξιούχος συνδικαλιστής εκπαιδευτικός.
ΠΗΓΗ: Εβδομ. Εφημ. ΠΡΙΝ, Κυριακή 04-07-2010,