Υπό το κράτος του ζόφου…

Υπό το κράτος του ζόφου…*

 

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Το Νοέμβριο του 2006, με αφορμή την καταγγελία μαθήτριας του λυκείου Αμαρύνθου στην Εύβοια ότι κατά τη διάρκεια της κατάληψης του σχολείου υπήρξε η ίδια θύμα βιασμού από συμμαθητές της, στηλιτεύαμε την επίθεση που είχε εξαπολυθεί από δημοσιογράφους και πολιτικούς εναντίον των καθηγητών του λυκείου για τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκαν την υπόθεση, μια υπόθεση όμως που ουσιαστικά δεν ήταν υποκείμενη στις αρμοδιότητες των διδασκόντων, εφόσον εκτυλίχτηκε κατά την κατάληψη κι ενώ το σχολείο δεν ελεγχόταν απ' τους καθηγητές.

Εξαιτίας του διασυρμού των εκπαιδευτικών σε απίστευτα δημοσιογραφικά πάνελ προβλέπαμε πως ο καλλιεργούμενος κλονισμός της εμπιστοσύνης απέναντι στους λειτουργούς τής εκπαίδευσης «οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις που ήδη εκδηλώνονται στις Η.Π.Α. και στη Γερμανία. Μένει απλά να δούμε», σχολιάζαμε, «πότε θα σημειωθεί κι εδώ το πρώτο κρούσμα εισβολής ένοπλων μαθητών σε σχολεία, καθώς και πόσα θύματα θα υπάρξουν.» («Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω!», εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 208, 22/11/2006.)

Η εισβολή τον προηγούμενο μήνα στη σχολή Ο.Α.Ε.Δ. του Ρέντη ενός ένοπλου 19χρονου μαθητή της, ο οποίος τραυμάτισε σοβαρά συμμαθητή του, κατόπιν άλλους δύο εργάτες μετά από την αποχώρησή του απ' τη σχολή, και στο τέλος αυτοκτόνησε, είναι το πρώτο περιστατικό που εισάγει στη χώρα μας τα αντίστοιχα ξενικά ήθη. Φαίνεται ότι η αντίδραση του 19χρονου θύτη και συνάμα θύματος δεν σχετίζεται με την απόρριψη συγκεκριμένα των εκπαιδευτικών, όπως υποθέταμε πριν από δυόμισι χρόνια. Είναι όμως βίαιη ενέργεια που εντάσσεται σε μια σειρά ανάλογων ενεργειών στους σχολικούς χώρους, από ληστείες για οτιδήποτε πολύτιμο φέρει ένας μαθητής (για παράδειγμα χρήματα ή κινητό τηλέφωνο) μέχρι βιασμούς, ξυλοδαρμούς σε συμπλοκές ανηλίκων ή διακίνηση ναρκωτικών.

Τα αίτια των βιαιοτήτων εντοπίζονται σε σοβαρά προβλήματα, όπως η οικονομική ένδεια, η αβεβαιότητα στην προοπτική επαγγελματικής αποκατάστασης, η κοινωνική περιθωριοποίηση, η οικογενειακή αστάθεια ή το συναισθηματικό κενό. Βάσιμη είναι και η παρατήρηση πως οι ακραίες συμπεριφορές υποδηλώνουν συνήθως κάποια ψυχική πάθηση. Πάντως, όσο κι αν ευσταθούν οι προηγούμενες επισημάνσεις, είναι ιδιαίτερα ανησυχητική η επιλογή εκδήλωσης των βιαιοτήτων στους σχολικούς χώρους. Ψυχικές παθήσεις ταλάνιζαν τους ανθρώπους και πριν από μερικές, για παράδειγμα, δεκαετίες, όμως ήταν διαφορετικοί οι χώροι εκδήλωσης των όποιων αντιδράσεων. Η επιλογή των σχολικών χώρων ίσως δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι αποτελούν μικρογραφία της κοινωνίας απέναντι στην οποία εκδηλώνεται η οργισμένη αντίδραση και η απόρριψη, αλλά και στο γεγονός ότι φαίνεται να στεγάζουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα καταπιεστικό και αδιέξοδο, άρα αποτυχημένο, καθώς και τους φορείς του, που παρουσιάζονται ανεπαρκείς, αδιάφοροι και αλλοτριωμένοι. Έτσι ο εκπαιδευτικός χώρος γίνεται αποδέκτης των πυρών, και μάλιστα όχι μόνο μεταφορικά πλέον.

Οι αιτιάσεις, μεθοδευμένες ή ασύνειδες, μέσω των οποίων βάλλεται ο χώρος της εκπαίδευσης, αναδεικνύονται μέσα από δύο ενδεικτικά παραδείγματα. Αμέσως μετά από την ένοπλη επίθεση του 19χρονου κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο βίντεο από κινητό τηλέφωνο μαθητή, και πάλι του Ο.Α.Ε.Δ. στον Ρέντη, στο οποίο καταγράφονται οι μισοί περίπου μαθητές της τάξης να κοιμούνται κι ο καθηγητής να συνεχίζει το μάθημα «ακάθεκτος». Το σχόλιο που συνοδεύει την ανάρτηση του βίντεο θεωρεί αδιανόητη τη στάση του διδάσκοντα, ο οποίος επιτρέπει στους μαθητές του να κοιμούνται. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται δήλωση της δημοσιογράφου κ. Αγγελικής Νικολούλη, που αναπαράχθηκε από το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του «Άλτερ» στις 12/4/2009. Συγκεκριμένα, η κ. Νικολούλη απορούσε πώς είναι δυνατό να διαφεύγουν από την εκπαιδευτική κοινότητα περιπτώσεις μαθητών που χρήζουν ψυχικής υποστήριξης, ώστε να παραπέμπονται σε ειδικούς επιστήμονες, ψυχολόγους ή ψυχιάτρους. Είναι εμφανές πως και στις δύο περιπτώσεις καταλογίζονται ευθύνες στους εκπαιδευτικούς.

Οι εκπαιδευτικοί είναι αναμφίβολα ο εύκολος στόχος. Όμως η απόδοση ευθυνών σ' αυτούς για πολυσύνθετα κοινωνικά προβλήματα όχι μόνο δεν συμβάλλει στην αντιμετώπισή τους μα και διαιωνίζει μία άκρως επικίνδυνη στρέβλωση με ανεξέλεγκτες επιπτώσεις. Πόσο εφικτό είναι για τον εκπαιδευτικό που εκ των πραγμάτων, λόγω του περιεχομένου των σπουδών του, δεν είναι καταρτισμένος σε ψυχολογικά ζητήματα να εντοπίζει αντίστοιχα προβλήματα; Πόσο εφικτό είναι για τον εκπαιδευτικό, ο οποίος διδάσκει σε 6 ή 7 τμήματα των 30 μαθητών το καθένα, να ψυχολογεί νέους με βαθιά κρυμμένα μυστικά, νέους που αν και έτοιμοι να εκραγούν, δεν εκδηλώνονται παρά μόνο στο απρόσμενο ξέσπασμα; Πώς να αντιληφθεί ο εκπαιδευτικός τον νέο με την ψυχική πάθηση, όταν κάτι τέτοιο απαιτεί ιδιαίτερη, στενή επαφή, που καθίσταται αδύνατη λόγω της παράλληλης υποχρέωσης του εκπαιδευτικού να καλύψει τη διδακτέα ύλη του αντικειμένου του; Αν οι ίδιοι οι γονείς, με τα τρία, έστω, παιδιά, αδυνατούν να εντοπίσουν την ψυχική πάθηση, πώς να την εντοπίσει ο εκπαιδευτικός με τους 150 μαθητές; Η απορία της κ. Νικολούλη λοιπόν τής επιστρέφεται με την εξής μορφή, προκειμένου η ίδια να κατανοήσει καλύτερα την αστοχία της ένστασής της: «Πώς είναι δυνατόν, κ. Νικολούλη, να 'χετε εξιχνιάσει μόνο μερικές υποθέσεις εξαφανισμένων ατόμων, και να μην τις έχετε εξιχνιάσει όλες;»

Συνεπώς δεν είναι άξια απορίας η αδυναμία των εκπαιδευτικών να εντοπίσουν τους νέους που χρήζουν ψυχικής υποστήριξης. Παρ' όλες τις αντιξοότητες, ωστόσο, οι εκπαιδευτικοί κάποτε εντοπίζουν ανάλογες περιπτώσεις. Όποιος όμως θεωρεί ότι ο εντοπισμός είναι αρκετός για την παραπομπή ενός νέου σε ειδικούς επιστήμονες, πλανάται οικτρά. Η οποιαδήποτε παραπομπή προϋποθέτει τη συμφωνία των γονέων. Οι γονείς, πάλι, δεν είναι συνήθως δεκτικοί σε κάτι τέτοιο. Θεωρούν ότι το παιδί τους θα στιγματιστεί αν αποδεχτούν την ύπαρξη ψυχικής νόσου, γι' αυτό και αντιδρούν αρνητικά σε σχετικές επισημάνσεις, απορρίπτοντας το πρόβλημα. Μπροστά στην άρνησή τους, τα χέρια των εκπαιδευτικών είναι δεμένα. Επιπρόσθετα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ακόμη και η διαμεσολάβηση των ειδικών θα έλυνε όλα τα προβλήματα. Μήπως θυμάται η κ. Νικολούλη ποια κατάληξη είχε η υπόθεση του Σορίν Ματέι, την οποία χειρίστηκε ο συνάδελφός της κ. Νίκος Ευαγγελάτος, καθοδηγούμενος από «ειδικούς»; Ας μην έχει λοιπόν κανείς εύκολο το «ανάθεμα», ας μην προβαίνει μ' ελαφρότητα σε μετάθεση ευθυνών, προτού ν' ασκήσει την αυτοκριτική του και να συλλογιστεί τις προσωπικές του ευθύνες.

Κι αν η αδυναμία των εκπαιδευτικών να εντοπίσουν περιπτώσεις ψυχικών παθήσεων δεν είναι άξια απορίας, είναι άξια απορίας η στόχευση του βίντεο από αίθουσα της σχολής του Ο.Α.Ε.Δ. στον Ρέντη, το οποίο αναρτήθηκε στο διαδίκτυο. Αν δηλαδή το συγκεκριμένο βίντεο παρουσίαζε μία αίθουσα όπου οι μαθητές θα θορυβούσαν και θα εμπόδιζαν τη διεξαγωγή του μαθήματος, η κριτική θα ήταν κατανοητή. Εδώ, εφόσον ο καθηγητής διδάσκει απρόσκοπτα, γιατί θα έπρεπε ο μαθητής που βιντεοσκόπησε (παράνομα!) το κλίμα της αίθουσας να ενοχλείται; Εφόσον ο ίδιος έχει πρόσβαση στη γνώση, γιατί ενοχλείται που οι συμμαθητές του κοιμούνται; Κυρίως όμως, πώς ακριβώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει ο συγκεκριμένος εκπαιδευτικός τους μαθητές που κοιμούνται, οι οποίοι είναι βιοπαλαιστές και προσέρχονται στη σχολή τους αμέσως μετά από τη δουλειά τους, χωρίς να έχουν φάει, χωρίς να έχουν αλλάξει καν ρούχα, όπως άλλωστε δήλωσε ο διευθυντής του Ο.Α.Ε.Δ. Ρέντη; Τι να κάνει ο καθηγητής που καλείται να διδάξει όχι μόνο σε κουρασμένους νέους, μα και σε νέους που δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον για εξειδικευμένες γνώσεις, παρά επιζητούν το δίπλωμα πιστοποίησης μιας δεξιότητας την οποία ήδη εξασκούν στην πράξη; Και ποιος αλήθεια νοιάστηκε ειλικρινά για την προσαρμογή του εκπαιδευτικού προγράμματος στις σύγχρονες ανάγκες, με βάσεις ρεαλιστικές; Επιπλέον, μήπως έχει κανείς την ψευδαίσθηση ότι η προσοχή των μαθητών στο μάθημα είναι κάτι που μπορεί να επιβληθεί; Ή μήπως δεν θα χαρακτηριζόταν αυταρχικός, χωρίς παιδαγωγική επάρκεια και ανθρωπιά, ο εκπαιδευτικός που θα επιχειρούσε να επιβάλλει την αυστηρή πειθαρχία σε μαθητές με τα προαναφερθέντα βιοποριστικά προβλήματα;

Είναι εμφανές ότι η κατάσταση είναι πολυσύνθετη και διόλου απλή ώστε τα κοινωνικά προβλήματα να προβάλλονται απλουστεύτικα στον χώρο-μικρογραφία της κοινωνίας, τον εκπαιδευτικό, και να καταλογίζονται στους λειτουργούς της εκπαίδευσης. Άλλωστε, η συνθετότητα αυτή αντανακλάται στις δηλώσεις αμηχανίας συνολικά του πολιτικού κόσμου, οι οποίες περιορίστηκαν στην αναζήτηση των αιτίων τής ένοπλης επίθεσης, καθώς και σε ευχολόγια. Επειδή όμως η απαξιωτική αντίληψη μιας μεγάλης μερίδας απέναντι στον εκπαιδευτικό χώρο είναι πλέον γεγονός, κι επειδή η ίδια απαξιωτική αντίληψη εκδηλώθηκε για πρώτη φορά όχι απλώς με υλικές φθορές αλλά με φονική επίθεση, ο φόβος για το τι μέλλει γενέσθαι θα στοιχειώνει στο εξής τον χώρο της εκπαίδευσης. Βέβαια, υπό το κράτος του ζόφου είναι αδύνατο να ευοδωθεί οποιοδήποτε έργο. Η προάσπιση του εκπαιδευτικού συστήματος και των λειτουργών του κρίνεται επιτακτική, αν όντως μας ενδιαφέρει η σφυρηλάτηση ήθους. Το ερώτημα είναι: έχουμε διάθεση να συνηγορήσουμε το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να αναδείξουμε την αξία του ή θα το θυσιάζουμε στις σκοπιμότητες των μέσων ενημέρωσης και της μικροπολιτικής;

 

* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 270, 1/5/2009

Γιάννης Στρούμπας

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.